Οδηγούμε πρώτοι στη νέα άσφαλτο της πίστας των Σερρών

Τί άλλαξε και τί έμεινε ίδιο
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

26/9/2021

Πριν περίπου 22 χρόνια το ΜΟΤΟ έκανε το πρώτο συγκριτικό τεστ μοτοσυκλετών στην ολοκαίνουρια τότε πίστα των Σερρών και από την πρώτη στιγμή την αγαπήσαμε περισσότερο από κάθε άλλη πίστα. Η φανταστική χάραξη, η εντυπωσιακή πρόσφυση και η πάντα εξαιρετική φιλοξενία όλων των ανθρώπων που δουλεύουν μέσα και έξω από αυτό το στολίδι του μηχανοκίνητου αθλητισμού της Β. Ελλάδας (και ολόκληρης της χώρας μας), έκαναν το πολύωρο ταξίδι από την Αθήνα να φαίνεται μια ευχάριστη εκδρομή.

Εκεί κάναμε τα πρώτα μαθήματα οδήγησης σε πίστα που έγιναν στην Ελλάδα και εκεί πάμε για να κάνουμε τα πιο σημαντικά συγκριτικά τεστ των κορυφαίων σπορ μοτοσυκλετών. Είναι το δεύτερο σπίτι μας στην κυριολεξία και έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη, τόσο του επιπέδου της δουλειάς μας, όσο και στο επίπεδο των Ελλήνων αναβατών, που πλέον έχουν ένα υψηλού επιπέδου “πεδίο δράσης” να αγωνιστούν και να προπονηθούν. Αυτό φάνηκε περισσότερα στα χρόνια που ακολούθησαν, όπου πλέον βλέπουμε τους Έλληνες αναβάτες να φέρνουν εξαιρετικά αποτελέσματα στους αγώνες του εξωτερικού.

Φυσικά μετά από τόσα χρόνια λειτουργίας, η άσφαλτος της πίστας είχε αρχίσει να κουράζεται σε κάποια σημεία και το επίπεδο της πρόσφυσης άρχισε να πέφτει. Η πρώτη προσπάθεια που έγινε από τους ανθρώπους της πίστας ήταν να στρώσουν με καινούρια άσφαλτο τα προβληματικά τμήματα της πίστας.

Δυστυχώς όμως η ποιότητα της δουλειάς που έγινε τότε δεν ήταν η αναμενόμενη με αποτέλεσμα οι ραφές και οι ενώσεις να δημιουργήσουν σαμαράκια και η καινούρια άσφαλτος να “ξεφτίσει” πολύ γρήγορα.

Ακολούθησαν άμεσα διορθωτικά έργα, με καινούρια ασφαλτόστρωση στα προβληματικά σημεία και αυτή τη φορά η πρόσφυση επανήλθε σε υψηλό επίπεδο – όχι όμως στο επίπεδο που ήταν η αρχική άσφαλτός.

Εδώ να κάνουμε μια παρένθεση και να πούμε δύο σημαντικά πράγματα. Η πρώτη ασφαλτόστρωση είχε κορυφαία πρόσφυση (ακουμπάγαμε γόνατο σε τεστ supersport 600 με καταρρακτώδη βροχή και sport-touring ελαστικά πρώτης τοποθέτησης και τεχνολογίας εικοσαετίας) όμως λόγω του χοντρού/άγριου χαλικιού της “έτρωγε” γρήγορα τα ελαστικά. Όταν πέρασαν τα χρόνια και οι μύτες αυτών των χοντρών χαλικιών άρχισαν να λειαίνονται, η πρόσφυση έπεσε, αλλά η μεγάλη φθορά των ελαστικών παρέμεινε.

Έτσι ξεκίνησαν τα παράπονα των αγωνιζόμενων (χάλαγαν πολλά ελαστικά, χωρίς να βελτιώνουν τους χρόνους τους), οπότε ξεκίνησε η διαδικασία από τους ανθρώπους της πίστας για την “τμηματική” αντικατάσταση του ασφαλτοτάπητα.

Τα νέα κομμάτια που στρώθηκαν είχαν πλέον πιο λεπτό χαλίκι, οπότε η φθορά των ελαστικών επανήλθε σε φυσιολογικά επίπεδα και φυσικά ως καινούρια πλέον άσφαλτος, το επίπεδο της πρόσφυσης έγινε ξανά υψηλό.

Σε συνδυασμό με την πρόοδο της τεχνολογίας των ελαστικών και των μοτοσυκλετών, τα ρεκόρ χρόνου βελτιώθηκαν, παρά το γεγονός πως οι “ραφές’ και οι “ενώσεις” είχαν δημιουργήσει σαμαράκια στις εισόδους και στις εξόδους αρκετών στροφών.

Το βασικό “πρόβλημα” δηλαδή που έπρεπε να λυθεί με αυτή την καινούρια ασφαλτόστρωση ήταν οι ανωμαλίες της επιφάνειας της πίστας και όχι το επίπεδο της πρόσφυσης.

Έτσι αυτή τη φορά οι άνθρωποι της πίστας αποφάσισαν την ολική αντικατάσταση του ασφαλτοτάπητα και όχι την τμηματική.

Το έργο αυτό πέρασε από πολλά εμπόδια για να χρηματοδοτηθεί και η προσπάθεια που έγινε από την μεριά των ανθρώπων της πίστας για να ολοκληρωθεί δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση.

Φτάσαμε λοιπόν στο σήμερα και όπως πριν από 22 χρόνια, έτσι και τώρα το ΜΟΤΟ ταξίδεψε στις Σέρρες με τις πρώτες μοτοσυκλέτες που θα πάταγαν πάνω στην καινούρια άσφαλτο της πίστας.

Καθώς αυτό το έργο αφορά, τόσο τους αγωνιζόμενους, όσο και τους απλούς φίλους των track day, αποφασίσαμε να πάρουμε μαζί μας ό,τι ακριβώς χρειαζόμασταν για να καλύψουμε τις ανάγκες και τις απορίες των δύο διαφορετικών αυτών κατηγοριών αναβατών.

Ο Σάκης Συνιώρης και η προσωπική του αγωνιστική Yamaha R1 με ελαστικά slick, μαζί με ένα KTM 1290 Superduke R και ελαστικά δρόμου μπήκαν μαζί μας στο φορτηγό του ΜΟΤΟ και έφτασαν στην πίστα των Σερρών.

Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε κάτι σημαντικό. Δεν ξέρουμε ποιός πραγματικά μπαίνει στην διαδικασία να κάνει τόσα έξοδα, συνυπολογίζοντας και τον χρόνο για να δοκιμάσει μία άσφαλτο, δεν δικαιολογείται δηλαδή, εκτός κι αν μιλάμε για το ΜΟΤΟ... και οι συγκυρίες ευτυχώς ανέλαβαν τα υπόλοιπα.

Ο καιρός ήταν τέλειος, με λιακάδα και δροσερό αεράκι να κρατά το σώμα μας και τα ελαστικά στη σωστή θερμοκρασία λειτουργίας καθ΄όλη τη διάρκεια των δύο ημερών που ήμασταν εκεί.

Η πρώτη αναγνωριστική βόλτα στην πίστα έγινε με το SuperdukeR και τα ελαστικά δρόμου.

Η αίσθηση είναι κάπως παράξενη όταν μπαίνεις σε μια πίστα που την ξέρεις τόσο καλά, αλλά την ίδια στιγμή η εικόνα και τα χρώμα έχουν αλλάξει.

Η ενιαία μαύρη φρέσκια πίσσα στην άσφαλτο και το έντονο άσπρο/κόκκινο χρώμα των βιράζ (δεν είχαν βαφτεί όλα), δημιουργούν μια εντελώς διαφορετική οπτική σε σχέση με ό,τι είχε συνηθίσει το μάτι σου όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Αρχικά νομίζεις πως η πίστα έγινε δυο-τρία μέτρα πιο φαρδιά! Ειδικά στις Κ1-Κ2 νομίζεις πως μπαίνεις σε… αεροδιάδρομο. Το ενιαίο χρώμα χωρίς σημάδια πατήματως και γραμμών δημιουργούν αυτή την αίσθηση. Το ίδιο νοιώθεις φτάνοντας στην Κ5 και στο τριπλό χρειάστηκαν πολλοί γύροι μέχρι να βρούμε τη σωστή γραμμή μας.

                                                 

Καθώς ήμασταν οι πρώτες μοτοσυκλέτες που μπήκαμε στην πίστα και πριν από εμάς είχαν μπει μόνο μερικά αυτοκίνητα, η άσφαλτος είχε ακόμα πάνω της πολύ σκόνη και αυτή η σκόνη θα φύγει μόνο με την χρήση της πίστας και το πέρασμα του χρόνου.

Ήδη η πίστα έχει πλυθεί αρκετές φορές με πίεση νερού από την υδροφόρα του δήμου και μάλιστα η τελευταία φορά ήταν ακριβώς το προηγούμενο βράδυ πριν μπούμε εμείς.

Όμως αν δεν περάσουν πολλά αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες από πάνω της να “αφήσουν λάστιχο” και να βγάλουν την παραπανήσια πίσσα, καθαρίζοντας τα χαλίκια, θα συνεχίσει να βγάζει την σκόνη που έχει παγιδευτεί στους “πόρους” της.

Έχουν προγραμματιστεί εντός του Οκτωβρίου πολλές εκδηλώσεις (αγώνες αυτοκινήτου και track day) οπότε σύντομα η πίστα θα είναι πεντακάθαρη – τουλάχιστον πάνω στην αγωνιστική γραμμή.

Σε ό,τι αφορά το επίπεδο της πρόσφυσης, θα πρέπει να γνωρίζουμε πως το μέγιστο επίπεδο της πρόσφυσης σε μια καινούρια πίστα αρχίζει να εμφανίζεται μετά από επτά μήνες και συνήθως είναι μετά τον πρώτο χρόνο (ανάλογα τη συχνότητα και το είδος χρήσης της).

Η ολοκαίνουρια άσφαλτος ΔΕΝ ΚΡΑΤΑΕΙ και εμφανίζει ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ στο επίπεδο της πρόσφυσης από ώρα σε ώρα και από μέρα σε μέρα.

Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι λόγω της πλεονάζουσας φρέσκιας πίσσας η οποία κάνει την επιφάνειά της “λιπαρή” και ευαίσθητη στις αλλαγές θερμοκρασίας και υγρασίας της ατμόσφαιρας.

Προφανώς σε έναν δημόσιο δρόμο που είναι παρκέ αν βάλεις καινούρια άσφαλτο θα κρατάει περισσότερο, αλλά όχι σε μία πίστα που ήδη έχει υψηλό επίπεδο πρόσφυσης.

Αυτά δεν τα λέμε εμείς από το κεφάλι μας, αυτά τα μάθαμε από την εμπειρία σε αυτό που κάνουμε τόσα χρόνια κι ένα τρανταχτό παράδειγμα είναι από τους ανθρώπους του αγωνιστικού τμήματος των superbike ελαστικών της Pirelli όταν πήγαν για δοκιμές στην πίστα της Jerez πριν και μετά την καινούρια ασφαλτόστρωση της πίστας.

Οπότε αυτή τη στιγμή η καινούρια άσφαλτος των Σερρών δεν κρατάει όσο πριν και δεν προσφέρει σταθερό επίπεδο κρατήματος σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, αλλά είναι βέβαιο πως μετά από λίγους μήνες χρήσης θα αρχίσουμε να βλέπουμε νέα ρεκόρ γύρου.

Γνωρίζοντας τα παραπάνω, ήταν φυσιολογικό να χρειαστεί να αλλάξουμε αρκετές φορές τις πιέσεις των ελαστικών δρόμου και τις ρυθμίσεις των αναρτήσεων και των ηλεκτρονικών στο KTM Superduke R, ώστε να τις προσαρμόσουμε κάθε στιγμή στις μεταβολές που παρουσίαζε η πρόσφυση λόγω των αντίστοιχων μεταβολών της θερμοκρασίας περιβάλλοντος.

Το ίδιο συμβαίνει και στις “ώριμες” πίστες, απλώς στην φρέσκια άσφαλτο αυτές οι μεταβολές είναι πολύ πιο έντονες και εμφανείς.

 

Όμως όπως είπαμε και στην αρχή, ο βασικός λόγος που έγινε η νέα ασφαλτόστρωση δεν ήταν τόσο η πρόσφυση της πίστας.

Εκείνο που αποτελούσε σημείο συζήτησης ήταν τα σαμαράκια και οι ανωμαλίες που είχαν δημιουργήσει τα πρώτα έργα επιδιόρθωσης.

Με εξαίρεση την Κ1 που από την πρώτη μέρα είχε ένα μικρό σαμαράκι στο σημείο που άφηνες τα φρένα και μεταξύ Κ15-Κ16 που είχε μια ελαφριά “λακκούβα” στο σημείο που χουφτώνεις το γκάζι στην έξοδο, τα αποσπασματικά έργα επιδιόρθωσης που ακολούθησαν είχαν προσθέσει με τις “ραφές” τους ανωμαλίες μεταξύ των Κ1-Κ2, στην Κ4 (την γρηγορότερη στροφή τη πίστας), στην είσοδο και στο κέντρο της Κ10 και στην είσοδο της Κ13.

Με το πέρασμα των χρόνων και την φυσιολογική καθίζηση του υπέδαφους από την χρήση και των νερών (βροχής και υπόγειων υδάτων), οι ανωμαλίες αυτές έγιναν προοδευτικά πιο έντονες.

 

Αυτά ήταν τα βασικά σημεία που τα έργα της καινούριας ασφαλτόστρωσης έπρεπε να βελτιώσουν για να γίνει η πίστα των Σερρών καλύτερη κι από την πρώτη ημέρα, δηλαδή να γίνει τέλεια.

Η επιλογή του KTM 1290 Superduke R αποδείχτηκε η καλύτερη που θα μπορούσαμε να κάνουμε για αυτή τη δουλειά.

Όχι μόνο γιατί πρόσφατα την είχαμε οδηγήσει στις Σέρρες με την προηγούμενη άσφαλτο στο συγκριτικό των streetfighter, αλλά κυρίως γιατί είναι μια μοτοσυκλέτα που μεταφέρει στον αναβάτη της όλες τις πληροφορίες με απόλυτα αναλογικό και ευθύ τρόπο.

Ακόμα και τα ηλεκτρονικά της δεν σου κρύβουν τίποτα, ενώ το ABS έχει ρύθμιση που απενεργοποιεί την λειτουργία cornering και επεμβαίνει μόνο στον εμπρός τροχό και μόνο όταν η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια. Επίσης έχει συμβατικές αναρτήσεις που ρυθμίζονται πανεύκολα και γρήγορα και όχι ημί-ενεργητικές που κρύβουν ή “θολώνουν” τις ανωμαλίες της επιφάνειας της ασφάλτου.

Με τα ελαστικά δρόμου να έχουν πιο σκληρό σκελετό και να δουλεύουν σε υψηλότερες πιέσεις σε σχέση με τα slick (όλα τα ελαστικά με έγκριση τύπου για τον δρόμο πρέπει να είναι πρώτα απ’ όλα σταθερά και ασφαλή στις υψηλές ταχύτητες), το Superduke R μας έδειξε με κάθε λεπτομέρεια πιο είναι το νέο ανάγλυφο της πίστας των Σερρών.

 

Ξεκινώντας από την Κ1, η πίστα θύμιζε την πρώτη ημέρα που άνοιξε, δηλαδή εξακολουθεί να υπάρχει η ανωμαλία στο σημείο που τελειώνει το trail-braking αλλά τώρα είναι πιο ήπιο. Γενικά μέχρι να φτάσεις στην Κ5 η πίστα έχει ομαλοποιηθεί, όχι όμως σε απόλυτο βαθμό. Για τις κλίσεις και την ταχύτητα που κινούμασταν λόγω της χαμηλότερης πρόσφυσης σε αυτά τα σημεία, η πίστα έχει γίνει πολύ καλύτερη στο πρώτο κομμάτι της. Όμως αφήνουμε ένα ερωτηματικό για το πόσο “ενοχλητικές” θα γίνουν αυτές οι μικρές ανωμαλίες όταν η πίστα αποκτήσει το μέγιστο κράτημά της και οι χρόνοι πέσουν.

Με την αγωνιστική μοτοσυκλέτα και τα slick ελαστικά που έχουν μεγαλύτερο προφίλ και χαμηλότερες πιέσεις, οι ανωμαλίες στο πρώτο κομμάτι δείχνουν μικρότερες από πριν, αλλά και πάλι η πρόσφυση της φρέσκιας και βρώμικης επιφάνειας της πίστας δεν άφησαν περιθώρια να κάνει ο Σάκης χρόνους που να μας επιτρέπουν να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για το επίπεδο της βελτίωσης σε αγωνιστικό ρυθμό.

Από την είσοδο της Κ5 έως και την ευθεία προς την Κ10 η πίστα έχει γίνει χαλί.

Μοναδικό ερώτημα είναι η πρόσφυση της λευκής μπογιάς στην γραμμή οριοθέτησης και γενικά της μπογιάς στα βιράζ. Μία φορά που περάσαμε από πάνω τους γλίστρησε αμέσως και βρήκαμε άσπρη/κόκκινη μπογιά πάνω στα ελαστικά όταν βγήκαμε στα πιτς. Είχαν βαφτεί μόλις πριν μερικές μέρες, οπότε κρατάμε χαμηλούς τόνους στην κριτική μας, ελπίζοντας πως θα έχουν καλύτερη συμπεριφορά όταν στεγνώσουν πλήρως. Σε κάθε περίπτωση, από την Κ5 έως και την είσοδο της Κ10 η επιφάνεια της ασφάλτου της πίστας επανήλθε σε κορυφαίο επίπεδο.

                                                                 

Φτάνοντας όμως στην Κ10 βρεθήκαμε μπροστά σε ένα πρόβλημα που δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Και λέμε δεν θα έπρεπε να υπάρχει διότι οι άνθρωποι της πίστας των Σερρών το γνώριζαν από πριν και έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να το διορθώσουν, αλλά μάλλον η λύση θα είναι να πιάσουν οι ίδιοι το τιμόνι στα μηχανήματα ασφαλτόστρωσης και τα φτυάρια για να το λύσουν. Πρέπει να είναι η τέταρτη φορά στην ιστορία της πίστας που μπαίνει καινούρια άσφαλτος σε αυτό το σημείο. Κι όμως εξακολουθεί να υπάρχει έντονο σκαλοπάτι με ραφή στο σημείο που συνεχίζεις να φρενάρεις έντονα και πλαγιασμένος, ενώ τώρα έχουν προστεθεί άλλη μια ραφή και σαμαράκια έως το κέντρο της Κ11.

Αυτό το “μπάλωμα” ασφάλτου (ο Σάκης ένοιωσε πως έχει και διαφορετική πρόσφυση από την υπόλοιπη πίστα) δημιουργήθηκε διότι ο εργολάβος… “δεν τα κατάφερε με την πρώτη” και οι άνθρωποι της πίστας των Σερρών τον έβαλαν να ξηλώσει την καινούρια άσφαλτο και να την ξαναπεράσει. Εδώ να πούμε πως στο σημείο που είναι η είσοδος της Κ10 υπάρχει το μεγαλύτερο πρόβλημα με την ροή υδάτων κάτω από την επιφάνεια της ασφάλτου. Με άλλα λόγια η οριστική λύση του προβλήματος σε αυτό το σημείο δεν νομίζουμε πως γίνεται μόνο με την επιφανειακή αντικατάσταση του ασφαλτοτάπητα και χρειάζονται εργασίες υποστήριξης από κάτω. Παρ’ όλα αυτά, οι ραφές και τα μπαλώματα δεν είναι κάτι που ταιριάζει στον κόπο, τις προσπάθειες και τα χρήματα των Σερραίων, αλλά ούτε και σε μια ολοκαίνουρια ουσιαστικά πίστα.

Το επιχείρημα του εργολάβου είναι πως με την χρήση της πίστας, η επιφάνεια της ασφάλτου θα γίνεται όλο και πιο ομαλή.

Αν μιλάγαμε για δημόσιο δρόμο όπου τα οχήματα περνούν με σταθερή ταχύτητα, αυτό ακούγεται πολύ λογικό.

Στις πίστες όμως τα οχήματα καταπονούν την άσφαλτο σε συγκεκριμένα σημεία (είσοδοι και έξοδοι στροφών) και ο κανόνας είναι να δημιουργούν περισσότερες ανωμαλίες και όχι να τις μειώνουν.

Πραγματικά ελπίζουμε να κάνουμε λάθος εμείς και να έχει δίκιο ο εργολάβος του έργου, διότι σε διαφορετική περίπτωση η Κ10 θα δημιουργήσει πολλά προβλήματα (κυρίως στα track-day και όχι τόσο στους έμπειρους αγωνιζόμενους που τρέχουν αγώνες και έχουν πλέον μάθει να επιβιώνουν ακόμη και στο αεροδρόμιο της Τρίπολης όταν αυτό μετατρέπεται σε πίστα…).

Επίσης η Κ13 έχει αποκτήσει κάποια μικρά σαμαράκια στο κέντρο κοντά στο εσωτερικό βιράζ, τα οποία με τις μεγάλες, βαριές μοτοσυκλέτες με τα χοντρά ελαστικά δεν ενοχλούν τόσο, αλλά με τα “σανίδια” των μικρού κυβισμού αγωνιστικών μοτοσυκλετών της κατηγορίας Racing-SS300 πιθανόν να υπάρξουν παράπονα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η πίστα σε λίγους μήνες θα έχει κορυφαίο κράτημα και στους αγώνες οι χρόνοι θα κατέβουν ακόμα πιο χαμηλά και θα δούμε νέα ρεκόρ. Αυτή τη στιγμή η καινούρια άσφαλτος έχει ακόμα τα “παιδικά προβλήματα” κάθε καινούριας πίστας, δηλαδή χρειάζεται χρόνο για να καθαρίσει η άσφαλτος και να φύγει από πάνω της η “λιπαρότητα” της φρέσκιας, πλεονάζουσας πίσσας. Ως προς τη βασική αιτία που δρομολόγησε τα έργα αλλαγής του ασφαλτοτάπητα, σε γενικές γραμμές έχουμε μια μικρή βελτίωση στο πρώτο κομμάτι της πίστας και έγινε εξαιρετική δουλειά από την Κ5 έως την Κ10.

Στην Κ10 χρειάζονται ξανά διορθωτικές εργασίες για να συμβαδίζει το αποτέλεσμα με το υπόλοιπο τμήμα της πίστας. Σε κάθε περίπτωση, η πίστα των Σερρών συνεχίζει να είναι ό,τι καλύτερο έχουμε σε αυτή τη χώρα για τον μηχανοκίνητο αθλητισμό και παραμένει το καλύτερο σημείο της Ελλάδας για να απολαύσεις την οδήγηση της μοτοσυκλέτας σου και φυσικά για να τρέξεις σε αγώνες. Είναι τόσο καλή που το μόνο μέτρο σύγκρισης που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να την κρίνεις είναι η επίτευξη του τέλειου. Αυτό ήθελαν να πετύχουν οι άνθρωποι της πίστας και αυτό θέλουμε όλοι μας να καταφέρουν. Θα επανέλθουμε με περισσότερα σε επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ. 

 

Piaggio Beverly 300S 2017

Το μυστικό της επιτυχίας
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

28/12/2018

Το Beverly 300S της Piaggio αποτελεί πλέον μια πολυαγαπημένη επιλογή των αναβατών της χώρας μας –και όχι μόνο- και είναι μέλος της οικογένειας Beverly που την τελευταία 20ετια έχουν κατακλίσει τους δρόμους της πρωτεύουσας. Στο τεστ που αναδημοσιεύουμε απ’ το τεύχος 566 του ΜΟΤΟ, αναλύουμε τους λόγους βρίσκεται στην καρδία του ελληνικού κοινού λόγω των προτερημάτων του.

Όποιος αναρωτιέται γιατί το Beverly έγινε μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες στην Ευρώπη και αγαπήθηκε τόσο πολύ στην Ελλάδα, αρκεί να ζήσει μαζί του για μερικές μέρες και θα του λυθούν όλες οι απορίες.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος όταν προσπαθείς να φτιάξεις οποιοδήποτε προϊόν απευθύνεται στην μεσαία κατηγορία είναι να μπερδέψεις την έννοια της λέξης “μεσαία” και την έννοια της λέξης “μέτρια”. Ακόμα και αν δεν έχεις καμία πρόθεση να κοροϊδέψεις τους πελάτες σου, είναι πολύ εύκολο να την πατήσεις, αφού εξ ορισμού θα πρέπει να δουλέψεις με περιορισμούς στο κόστος των υλικών, με περιορισμούς στην τεχνολογία και με περιορισμούς στον εξοπλισμό. Εδώ είναι το σημείο που η εμπειρία, η τεχνογνωσία και η παράδοση κάθε εταιρείας βοηθάει ώστε το τελικό αποτέλεσμα να ξεπερνά της προσδοκίες των πελατών της. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Piaggio είναι μια εταιρεία που έχει ταυτίσει το όνομά της με τα scooter και τα χρόνια συσσωρευμένης εμπειρίας της σε αυτή την κατηγορία δικύκλων δεν συγκρίνεται με κανενός άλλου κατασκευαστή. Σίγουρα ο ανταγωνισμός είναι σκληρός τα τελευταία χρόνια, καθώς τόσο τα ιαπωνικά εργοστάσια, όσο και εκείνα της κεντρικής Ασίας, έχουν επενδύσει πολλά χρήματα και επιδεικνύουν μεγάλη σοβαρότητα. Έτσι, το γεγονός ότι το Beverly συνεχίζει να αποτελεί το πρότυπο στην κατηγορία των μεσαίου κυβισμού scooter και αποτελεί τον πρώτο στόχο κάθε επίδοξου ανταγωνιστή, δείχνει ακόμα περισσότερο πόση δουλειά σε κάθε λεπτομέρεια έχουν κάνει οι Ιταλοί.

Διαχρονική, ποιοτική εμφάνιση

Το βασικότερο πλεονέκτημα του Beverly είναι σίγουρα η διαχρονική, σχεδόν κλασική εμφάνισή του. Έχει έντονη σχεδιαστική ταυτότητα και δεν το μπερδεύεις με τίποτα άλλο στο δρόμο, ταυτόχρονα όμως δεν καταφεύγει σε σχεδιαστικές ακρότητες για να εντυπωσιάσει. Αυτό το κάνει αποδεκτό σε ανθρώπους με διαφορετικά γούστα, είτε τους αρέσουν τα μοντέρνα ή νεανικά σχήματα, είτε προτιμούν τα κλασικά. Αυτό έχει και πρακτικό αντίκτυπο στον τομέα της μεταπώλησης, αφού δεν κακογερνάει μετά από δύο ή τρία χρόνια και φυσικά, αφού εμφανισιακά είναι αποδεκτό από τους περισσότερους, έχεις και περισσότερους υποψήφιους αγοραστές. Με την σειρά του αυτό σημαίνει αυξημένη ζήτηση στην αγορά του μεταχειρισμένου και άρα υψηλότερες τιμές μεταπώλησης, αφού ο νόμος της αγοράς καθορίζει πάντα τις τιμές βάσει προσφοράς και ζήτησης. Όμως την περίοπτη θέση του στην αγορά δεν την κέρδισε μόνο λόγω εμφάνισης. Υπάρχουν πιο ουσιαστικά στοιχεία που το Beverly έχει κερδίσει αυτή την περίοπτη θέση ανάμεσα στα δεκάδες μοντέλα που υπάρχουν στην κατηγορία του. Η ποιότητα των υλικών, η βαφή και το φινίρισμά τους είναι από εκείνα τα πράγματα που ο αναβάτης νοιώθει καθημερινά δια της αφής και της όρασης. Η σαγρέ-σατινέ υφή όσων πλαστικών δεν έχουν βαφή, θυμίζει σε ποιότητα το ταμπλό γερμανικών αυτοκινήτων της premium κατηγορίας και το ίδιο ισχύει για το κάλυμμα της σέλας. Τα βαμμένα πλαστικά γυαλίζουν και σε κανένα σημείο τους η μπογιά ή το βερνίκι δεν έχουν ατέλειες ή λιγότερο πάχος. Ακόμα και στην έκδοση S που οι σκούρες χρωματικές επιλογές για τους τροχούς κόβουν πόντους από την λάμψη του Beverly, η premium εικόνα παραμένει. Οι αρμοί στις ενώσεις των πλαστικών είναι ομοιογενείς σε όλα τα σημεία και τίποτα δεν τρίζει, ούτε τρέμει. Οι αρθρώσεις των μηχανισμών που ανοίγουν την σέλα και το ντουλαπάκι είναι απόλυτα στιβαροί και οι κλειδαριές τους (ηλεκτρική για την σέλα) έχουν ποιοτική αίσθηση και ήχο στο άνοιγμα και κλείσιμο. Ακόμα και το λάστιχο πάνω στο πάτωμα της ποδιάς που πατάνε τα πόδια σου είναι κορυφαίας ποιότητας αντιολισθητικό και έχει μεγάλο πάχος, εξουδετερώνοντας οποιονδήποτε κραδασμό θα μπορούσε να περάσει από τον κινητήρα στις πατούσες σου. Στο ίδιο επίπεδο βρίσκεται και η αίσθηση ποιότητας όταν χειρίζεσαι τους διακόπτες, όμως εδώ έχουμε να κάνουμε μια αρνητική παρατήρηση σε ότι αφορά την απόσταση που έχουν από τα γκριπ και μερικές φορές χρειάζεται να χαλαρώσεις το χέρι σου στο γκριπ για να μπορέσει ο αντίχειρας να φτάσει το κουμπί Mode που αλλάζει τις ψηφιακές ενδείξεις στα όργανα (οδόμετρο/μερικός χιλιομετρητής/θερμοκρασία περιβάλλοντος/ώρα) ή την κόρνα από την άλλη μεριά του τιμονιού.

Όταν το χρησιμοποιείς είναι καλύτερο

Όσο ευχάριστο για το μάτι και την αφή είναι το Beverly 300, τόσο καλύτερο γίνεται όταν αρχίζεις να το χρησιμοποιείς καθημερινά. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος για να πάρεις ένα scooter. Η έκδοση των 300 κυβικών που έχουμε εδώ (υπάρχει και Beverly 350) απευθύνεται σε όσους κινούνται κυρίως μέσα σε πολυσύχναστο αστικό περιβάλλον και χρησιμοποιούν περιστασιακά ή για μικρά χρονικά διαστήματα δρόμους ταχείας κυκλοφορίας. Με αυτόν τον κινητήρα (είναι πλέον Euro 4) η ιδανική ταχύτητα κίνησης στους ανοιχτούς αυτοκινητόδρομους είναι μεταξύ 110-120km/h στο κοντέρ. Η δύναμη του κινητήρα και η σχέση “γραναζώματος” της αυτόματης μετάδοσης μπορούν να στείλουν την βελόνα του κοντέρ πάνω από τα 130km/h χωρίς πρόβλημα στις ευθείες, όμως αν οδηγείς καθημερινά για μεγάλα χρονικά διαστήματα με πάνω από 120km/h στο κοντέρ η ζωή του ιμάντα θα είναι περιορισμένη και η κατανάλωση αυξάνεται δυσανάλογα σε σχέση με την οδήγηση μεταξύ 110-120km/h. Σε αυτό το σημείο μπορείς να θέσεις το ερώτημα, γιατί να μην αγοράσεις το φτηνότερο και πιο οικονομικό σε κατανάλωση Medley 150, το οποίο κινείται άνετα με 100-110km/h στους ανοιχτούς δρόμους. Η απάντηση βρίσκεται στις επιταχύνσεις και στην άνεση με την οποία το Beverly 300 πιάνει τα 120km/h και τα διατηρεί ακόμα και με δύο άτομα σε ανηφορικές ευθείες. Τα διπλάσια κυβικά του Beverly 300 δεν κρύβονται στις επιταχύνσεις από στάση, αλλά ούτε και στις επιταχύνσεις εν κινήσει. Το αίσθημα ασφάλειας όταν κινείσαι σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας δεν συγκρίνεται με τα μικρότερου κυβισμού scooter και αυτά τα 10-20km/h μεγαλύτερης τελικής ταχύτητας κάνουν τεράστια διαφορά όταν οδηγείς ανάμεσα σε αυτοκίνητα που κινούνται με 80-130km/h. Το αίσθημα ασφάλειας είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά του Beverly 300, που το κάνουν να ξεχωρίζει από οποιονδήποτε ανταγωνιστή του σε αυτή την κατηγορία. Η σταθερότητα σε όλες τις ταχύτητες είναι ασύγκριτη και παρά τις σκληρές αναρτήσεις της έκδοσης S, οι τροχοί παραμένουν πεισματικά πάνω στην άσφαλτο και οι αποσβέσεις τους χαρακτηρίζονται από ποιότητα λειτουργίας. Μαζί με τα ελαστικά της Michelin, το ABS της Bosch και το traction control, το Beverly 300 είναι ένα σκαλί πάνω σε επίπεδο ασφάλειας από τον ανταγωνισμό. Ειδικά το traction control, όχι μόνο δεν είναι μαρκετινίστικη υπερβολή, αλλά κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να αποτελεί (δια νόμου) στάνταρ εξοπλισμό σε όλα τα scooter, όπως και το ABS. Ο λόγος δεν είναι η υπερβολική δύναμη των scooter, αλλά η απουσία ελέγχου της λειτουργίας του συμπλέκτη από τον αναβάτη. Ειδικά στα πρωτοβρόχια που τα λασπόνερα κάνουν την επιφάνια των δρόμων επικίνδυνα γλιστερή. Το αυτόματο πατινάρισμα των scooter σε συνδυασμό με της μικρής διαμέτρου πίσω τροχούς, την πισώβαρη κατανομή μαζών και τα φτηνιάρικα κατά κανόνα ελαστικά τους, είναι η συνταγή μιας επιτυχημένης τούμπας – ακόμα και ξεκινώντας από το φανάρι.

Σε αντίθεση με το traction control που έχουν τα δύο mega-scooter της BMW, που δεν απενεργοποιείται και είναι υπερβολικά ευαίσθητο και παρεμβατικό, το σύστημα της Piaggio είναι πολύ πιο κοντά στις ελληνικές συνθήκες. Τι εννοούμε; Οι δρόμοι μας έχουν πολλές λακκούβες και ειδικά μέσα στις πόλεις είναι γεμάτοι μπαλώματα από τα εκατοντάδες μικρο-έργα της ΕΥΔΑΠ και των συνδέσεων φυσικού αερίου. Το αποτέλεσμα είναι τα υπερευαίσθητα traction control να κόβουν συνεχώς την παροχή δύναμης, προκαλώντας… λόξυγκα στον κινητήρα. Στο Beverly 300 η επέμβαση του traction control όταν περνάς πάνω από τέτοιες ανωμαλίες είναι λιγότερο έντονη, η δύναμη του κινητήρα επανέρχεται άμεσα και τελικά είναι ελάχιστες οι φορές που θα σου δημιουργήσει δυσφορία. Ίδιας φιλοσοφίας είναι και η ρύθμιση του ABS. Η λειτουργία του συγκρίνεται μόνο με τα συστήματα που έχουν οι καλές μοτοσυκλέτες, αφού δεν βιάζεται να επέμβει και δεν “κοιμάται” μέχρι να επαναφέρει την δύναμη στο σύστημα πέδησης. Έχει ξεχωριστό κανάλι για κάθε τροχό, οπότε η επέμβασή του είναι ανεξάρτητη εμπρός-πίσω. Η δύναμη πέδησης είναι άριστη από το πίσω φρένο, όμως το εμπρός θέλει πολύ δύναμη στην μανέτα για να δείξει την αποτελεσματικότητά του. Σε αίσθηση είναι σαφώς βελτιωμένα σε σύγκριση με την προηγούμενη γενιά των φρένων της Piaggio, όμως ακόμα λείπει από το εμπρός η αμεσότητα για να μπορείς να το χειριστείς αποτελεσματικά με ένα δάκτυλο στη μανέτα. Ίσως να το έχουν κάνει επίτηδες επειδή οι σκουτεράδες τρέμουν στην ιδέα να φρενάρουν δυνατά με το εμπρός, όμως με ένα τόσο καλό ABS και τα καλής ποιότητας ελαστικά που φοράει το Beverly 300, δεν δικαιολογείται η επιλογή αυτή.

Το ζουμί της ιστορίας

Η ποιοτική εμφάνιση και η αίσθηση ασφάλειας είναι τα δύο βασικά σημεία που διαπρέπει το Beverly 300, όμως ένα scooter αυτής της κατηγορίας θα πρέπει να είναι πρακτικό και με χαμηλό κόστος χρήσης. Το πραγματικό βάρος με γεμάτο ρεζερβουάρ είναι στα 174 κιλά και βρίσκεται στον μέσο όρο της κατηγορίας. Ως γνωστόν το βάρος έχει επίπτωση στην κατανάλωση, αφού όσο μεγαλύτερο είναι τόσο περισσότερο πρέπει να ανοίγεις το γκάζι. Το Beverly 300 είχε στα χέρια μας μια μέση κατανάλωση κοντά στα 3,8 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα και συμπεριλαμβάνει οδήγηση με ένα ή δύο άτομα στη σέλα, εντός και εκτός κέντρου πόλης. Με νευρική οδήγηση και επίμονα χουφτώματα στο γκάζι μπορεί να ξεπεράσεις τα 4 λίτρα/100km και με ένα άτομα στην σέλα και πιο ήρεμη οδήγηση μπορείς να κατέβεις εύκολα κάτω από τα 3,5 λίτρα/100km. Σε συνδυασμό με την μεγάλη χωρητικότητα του ρεζερβουάρ των 12,5 λίτρων, η αυτονομία ξεπερνά τα 200 χιλιόμετρα και αυτό είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα που λίγα scooter διαθέτουν. Γενικά στον τομέα της πρακτικότητας, η Piaggio έχει δουλέψει πάρα πολύ στις λεπτομέρειες, κάνοντας πολύ ευχάριστη την συμβίωση με το Beverly 300. Έχει δύο πρακτικά στην χρήση σταντ, το ντουλαπάκι στην ποδιά έχει βαθιές τσέπες για να βάλεις με ασφάλεια μικροαντικείμενα χωρίς να σου πέσουν στην άσφαλτο μόλις το ανοίξεις και ο χώρος κάτω από την σέλα φωτίζεται, οπότε αν ο γύφτουλας ιδιοκτήτης που νοικιάζεις το γκαράζ έχει κόψει το ρεύμα για να μην πληρώνει πάγια, εσύ μπορείς να δεις τα πράγματα που έχεις βάλει μέσα (βγαλμένο από προσωπική εμπειρία…). Χωράει άνετα ένα μεγάλο full-face κράνος και περισσεύει αρκετός χώρος ακόμα, αλλά δύσκολα θα βάλεις μέσα δύο κράνη, εκτός κι αν είναι μικρά jet. Πάντως πρέπει να προσθέσουμε ότι είναι επενδυμένος με μοκέτα, προστατεύοντας από τις γρατσουνιές τα προσωπικά σας αντικείμενα. Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες είναι που δείχνουν την εμπειρία της Piaggio στο σχεδιασμό scooter και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής σου με το Beverly 300.

Στα 4.320 ευρώ που ζητάει η Piaggio αυτή τη στιγμή για ένα Beverly 300, δεν υπάρχει κάτι άλλο στον ανταγωνισμό που να είναι φτηνότερο και να έχει το ίδιο επίπεδο εξοπλισμού. Βασικά δεν υπάρχει και τίποτα ακριβότερο που να έχει το ίδιο επίπεδο εξοπλισμού, τουλάχιστον σε ότι αφορά τον τομέα της ασφάλειας.

Διαχρονική σχεδίαση και κορυφαία ποιότητα υλικών και φινιρίσματος για τα όργανα που διαθέτουν όλες τις βασικές ενδείξεις σε αναλογική μορφή και τις δευτερεύουσες σε ψηφιακή. Από κάτω τους είναι το κουμπί απενεργοποίησης του traction control (ASR)

Το κουμπί Mode δεν αλλάζει χάρτες στην ρύθμιση του κινητήρα, απλώς επιλέγεις ενδείξεις στα ψηφιακά όργανα

Πολύ βελτιωμένο σε ποιότητα λειτουργίας το φυγοκεντρικό σύστημα των καινούριων Piaggio. Στο Beverly 300 η τελική ταχύτητα περιορίζεται λίγο πάνω από τα 135km/h στο κοντέρ

Η σέλα έχει ηλεκτρομαγνητική κλειδαριά και ανοίγει με το πάτημα ενός κουμπιού. Σε περίπτωση βλάβης υπάρχει και μηχανικός μοχλός μέσα στο ντουλαπάκι της ποδιάς

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Piaggio Beverly 300S

Αντιπρόσωπος:
Piaggio Hellas
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.190
Ύψος (mm):
-
Μεταξόνιο (mm):
1.535
Απόσταση από το έδαφος (mm):
-
Ύψος σέλας (mm):
790
Ίχνος (mm):
-
Γωνία κάστερ (˚):
-
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό
Πλάτος (mm):
780
Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):
 
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
 12,5/-
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 1ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
75 x 63
Χωρητικότητα (cc):
278
Σχέση συμπίεσης:
-
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
21 / 7.250
Ροπή (kg.m/rpm):
2,5 / 5.750
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
70
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Φυγοκεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Ιμάντα / -
Τελική μετάδοση / σχέση:
Ιμάντα / -
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
7,8
8,3
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
81
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου 4 θέσεων
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
14 Χ 3,5
Ελαστικό:
140/70-14
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος240 240mm με δαγκάνα δύο εμβόλων με δικάναλο ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ρολόι, στάθμη καυσίμου, ολικό χιλιομετρητή, μερικό χιλιομετρητή, θερμοκρασία ψυκτικού και ενδεικτικές λυχνίες για φλας, μεγάλη σκάλα φώτων, στάθμη λαδιού, κεντρικό και πλάγιο σταντ, προεγκατάσταση για PiaggioMultimediaCenter, ABS / Traction Control
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
90/34
Ρυθμίσεις:
-
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
16 X 3
Ελαστικό:
110/70-16
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 300mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και δικάναλο ABS