Οδηγήσαμε στην Γαλλία, σε στενούς επαρχιακούς δρόμους αλλά και σε αυτοκινητόδρομους, το νέο Z900 με δύο διαφορετικά σετ ελαστικών σε μία διαδρομή που ξεπερνούσε τα διακόσια πενήντα χιλιόμετρα, παίρνοντας έτσι μία ικανοποιητική πρώτη γεύση από την κίνηση της Kawasaki να παντρέψει δύο υποκατηγορίες των γυμνών μοτοσυκλετών. Το Z900 αντικαθιστά το γυμνό Z800 και παντρεύει την εικόνα του με το Z1000 που φλερτάρει με την υποκατηγορία των streetfighter και ο λόγος είναι απλός: Να ανανεωθεί η πρόταση της Kawasaki -μαζί με το Z650- στην naked κατηγορία που διανύει καλύτερες εποχές. Αυτή την αίσθηση έχουν στην Kawasaki, για την θέση των naked στην παγκόσμια αγορά. Οι κατασκευαστές ελαστικών, είναι πολλές φορές η καλύτερη πηγή που μπορεί να έχει κάποιος για την κίνηση της αγοράς στο μέλλον. Οι κατασκευαστές μοτοσυκλετών, έχει τύχει να σχεδιάσουν κάτι που ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του ή αντίστροφα, κάτι που είχε ήδη ξεπεραστεί, των ελαστικών όμως δεν πέφτουν ποτέ έξω. Ένας βασικός λόγος που συμβαίνει αυτό, είναι γιατί στην σχεδίαση ενός νέου ελαστικού, συνεργάζονται με περισσότερους από έναν κατασκευαστές, αντλώντας πληροφορίες από περισσότερες εταιρίες, έχοντας έτσι ένα πιο διευρυμένο πεδίο μελετών της αγοράς. Από την στιγμή λοιπόν που η αίσθηση για την μελλοντική άνοδο των naked - μετά από την οπισθοχώρηση που παρουσίασαν - υπάρχει και από την πλευρά των κατασκευαστών ελαστικών, τότε μην ποντάρετε το αντίθετο γιατί οι πιθανότητες χασούρας είναι μεγάλες…
Το Kawasaki Z900 μας το έδωσαν οι άνθρωποι της Dunlop, στην πρόσφατη παρουσίαση του νέου Sportsmart 2 MAX για να δοκιμάσουμε το νέο ελαστικό, παρέα με τον προκάτοχό του. Οπότε μπορούσαμε να αλλάζουμε τα Z900 που φορούσαν το προηγούμενο Sportsmart 2 με εκείνα που είχαν το νεότερο MAX βλέποντας και τις αλλαγές στην ευελιξία της μοτοσυκλέτας, που δημιουργούταν από την νέα γεωμετρία του εμπρός ελαστικού. Μόλις καθίσεις στην σέλα του Z900, βρίσκεσαι σε μία γυμνή μοτοσυκλέτα που δεν θυμίζει Kawasaki γενικά, και όχι απλά την οικογένεια των Ζήτα, καθώς είναι αρκετά πιο όρθια τόσο από το 800, όσο κι από το 1000. Παρακολουθώντας την πρώτη παρουσίαση του Z900, πέρσι στην Έκθεση, θυμάμαι χαρακτηριστικά τους Ιάπωνες που μιλούσαν για φαρδύ τιμόνι, σε συνδυασμό με την όρθια θέση οδήγησης. Στην πράξη δεν έχει αλλάξει κανένα στερεότυπο, όταν λέει ο Ιάπωνας φαρδύ τιμόνι, εννοεί ότι ίσα που ξεκολλάνε οι αγκώνες από τα πλευρά σου. Προφανώς όταν βλέπουν το πλάτος τιμονιού που έχουν οι Ευρωπαϊκές γυμνές μοτοσυκλέτες και κυρίως της BMW, θα αναφωνούν κάποια συγκεκριμένη λέξη, αφού οι Ιάπωνες πάντα βρίσκουν ένα συγκεκριμένο όνομα, για να περιγράψουν το διαφορετικό.
Από την ανανέωση της σειρά Ζήτα, εφτά χρόνια πίσω, το όνομα που οι ίδιοι έχουν δώσει στην σχεδιαστική τους φιλοσοφία, είναι το Sugomi, μία Ιαπωνική λέξη που την έχουμε ακούσει πολλές φορές από την Kawasaki. Η λέξη περικλείει τα χαρακτηριστικά του μαύρου πάνθηρα που βρίσκεται πάντα σε θέση επίθεσης. Ένα ζώο που αν και δεν ανήκει στην πανίδα της χώρας, έχει συγκεκριμένη θέση στην μυθολογία της, όπως άλλωστε και όλη η οικογένεια των αιλουροειδών, μαζί με τις οικόσιτες γάτες κιόλας, για τις οποίες οι Ιάπωνες διατηρούν ένα είδος λατρείας. Για το Ζ900 που λένε ότι συνεχίζει την σχεδιαστική φιλοσοφία του Sugomi, η αλήθεια είναι ότι πρακτικά αυτή περιορίζεται μονάχα στην έντονη κλίση της σχεδίασης του προβολέα και την τοποθέτησή του σε χαμηλό ύψος. Διαφορετικά η θέση οδήγησης ξεφεύγει από την φιλοσοφίας της «επίθεσης του αιλουροειδούς» και είναι αρκετά όρθια, η πιο όρθια που έχει σχεδιάσει η Kawasaki σε σύγχρονο Ζήτα!
Ο κινητήρας του Ζ900 έχει την χαρακτηριστική διάρκεια των τετρακύλινδρων της Kawasaki, με γεμάτες μεσαίες στροφές και μία έκρηξη ροπής στις ψηλότερες. Σε πολύ στενό επαρχιακό δρόμο, θα πρέπει να καταφεύγεις σε συχνές αλλαγές του κιβωτίου αν μιλάμε για εξαιρετικά γρήγορο ρυθμό, όπως αυτός που διατηρούσαμε με πλοηγό τον υπεύθυνο εξέλιξης της Dunlop. Διαφορετικά, καθώς δεν κομπιάζει στο άνοιγμα του γκαζιού από τις 1.000 – 1.200, μπορείς να μείνεις με δευτέρα στο κιβώτιο και να απολαμβάνεις την βόλτα. Η γκαζιέρα έχει μία απότομη λειτουργία στην αρχική της περιστροφή, που είναι άξια σχολιασμού μονάχα γιατί μιλάμε για Kawasaki. Για παράδειγμα αν ήταν δικύλινδρος της Ducati, θα λέγαμε ότι είναι το πιο ήπιο σύγχρονο ιταλικό που έχεις οδηγήσει, αφού είναι αδύνατο να ρολάρεις από τα 20 ως τα 40 στο κοντέρ, χωρίς να ανεβοκατεβαίνεις σκαλοπάτια στην ευθεία… Επειδή έχουμε να κάνουμε με τετρακύλινδρο της Kawasaki λοιπόν, η αψάδα στην αρχή της περιστροφής της γκαζιέρας σου τραβά την προσοχή, αλλά από εκεί και πέρα η τροφοδοσία είναι αντάξια της καταγωγής της και γίνεται εξαιρετικά γραμμική.
Οι αναγνώστες του MOTO, θα γνωρίζουν ότι το Z1000 του ’14-‘16 είχε εισάγει μία νέα σκέψη για το φιλτροκούτι, που ενισχύει τον ήχο του κινητήρα στα αυτιά του αναβάτη. Μιλάμε για μία μελέτη της ροής του αέρα, με βάση την ενίσχυση των συχνοτήτων που ταξιδεύουν κάθετα και συναντούν το κράνος. Η μελέτη αυτή έγινε σε αίθουσα μέτρησης ήχου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή μουσικών οργάνων, και στο Z1000 είχε τεράστια επιτυχία γιατί ο αναβάτης άκουγε το μπάσο του κινητήρα δύο φορές πιο έντονα από τους υπόλοιπους. Στο Z900 έχουν ακολουθήσει ακριβώς το ίδιο, μονάχα που το φαινόμενο δεν λειτουργεί τόσο έντονα, όσο στο Z1000. Δεν πρόκειται για κάτι φοβερά εξεζητημένο. Απλά όταν σχεδίασαν αρκετά κάθετους αυλούς εισαγωγής, τοποθετώντας το φιλτροκούτι, είδαν ότι τώρα ερχόταν πολύ κοντά στα πόδια του αναβάτη. Επωφελήθηκαν από την τοποθέτηση αυτή, προσθέτοντας στο εσωτερικό του ένα επιπλέον τοίχωμα για να δημιουργήσουν μια κυκλική ροή του αέρα, κατασκευάζοντας ουσιαστικά ένα αντηχείο για τις συχνότητες που ήθελαν. Όλο αυτό για να ενισχύσουν την εντύπωση του αναβάτη, στο άνοιγμα του γκαζιού και τώρα στο Z900 είναι λίγο πιο περιορισμένο συγκριτικά με το Z1000.
Το κιβώτιο έχει αρκετά καλή αίσθηση στις αλλαγές, με λίγο πιο ηχηρό κούμπωμα της πρώτης σχέσης, αλλά βρίσκει εύκολα τις σχέσεις χωρίς να ανακαλύπτει «ψευδο-νεκρές» εδώ κι εκεί. Εξαιρετική η εμπρός ανάρτηση, που την υποβάλλαμε σε σκληρή διαδικασία εξαιτίας του ρυθμού οδήγησης. Με λίγο πιο φαρδύ τιμόνι, το Z900 θα παρουσίαζε καλύτερη συμπεριφορά με το γυροσκοπικό φαινόμενο, καθώς το πιρούνι έχει προοδευτική βύθιση, με καλή επαναφορά και απόσβεση της συμπίεσης. Πίσω ο βαθμός προοδευτικότητας είναι μικρότερος, όχι όμως όπως και του Z1000 ενώ και η επαναφορά είναι λίγο πιο γρήγορη, χωρίς όμως να αποτελεί πρόβλημα. Ικανοποιητικά και τα φρένα, με ABS που δεν κατάφερα στην διάρκεια της διαδρομής να το εξαναγκάσω σε στιγμιαίο μπλοκάρισμα, μικρή ανάδραση στο λεβιέ και μηδενική στην μανέτα, όπως δηλαδή περιμένεις από ένα σύστημα που δουλεύει άψογα. Η μοτοσυκλέτα της δοκιμής δεν είχε traction control και η ροπή του τετρακύλινδρου επαρκούσε για σούζες ισχύος στις εξόδους των στροφών. Το πλαίσιο χωροδικτύωμα του Z900, είναι ολοκαίνουριο και απορροφά κατά την γρήγορη οδήγηση, όλες τις δυνάμεις που ξεφεύγουν από τις αναρτήσεις, παρουσιάζοντας ομοιογενή συμπεριφορά. Δεν είναι ούτε πολύ άκαμπτο, ώστε μετά από λίγο να είναι κουρασμένος ο αναβάτης από την οδήγηση, χωρίς να καταλαβαίνει τον λόγο, ούτε όμως έχει μεγάλο βαθμό ενδοτικότητας και να σε αποτρέπει να ανοίξεις το γκάζι μέσα στην στροφή από τις στρεβλώσεις. Σε αυτό βοηθά και το ψαλίδι βέβαια και το αποτέλεσμα είναι μία προβλέψιμη μοτοσυκλέτα, που την εμπιστεύεσαι και ανοίγεις το γκάζι για να οδηγήσεις γρήγορα!
Τα νέα όργανα είναι αρκετά πιο όμορφα από εκείνα που είδαμε πρώτη φορά στο Z1000, με την ένδειξη των στροφών να αυξομειώνεται αστεία γρήγορα όταν ο κινητήρας μπει στον κόφτη. Το στροφόμετρο μπορεί να λειτουργήσει και σαν shift light και μάλιστα ρυθμιζόμενο, με τον αναβάτη να αποφασίζει για την προειδοποίηση με βήμα 500 στροφών, που είναι μεγάλο για αγωνιστική χρήση και μία χαρά για καθημερινή. Μπροστά σου δεσπόζει η επιλεγμένη σχέση, ωστόσο η εμφάνιση της οθόνης έχει διαφορετικές καταστάσεις λειτουργίας και ο κάθε αναβάτης, μπορεί να επιλέξει εκείνη που του ταιριάζει καλύτερα. Οπότε τα όργανα, εκτός από ευανάγνωστα και πλήρη σε ενδείξεις, διαθέτουν και ένα σεβαστό βαθμό παραμετροποίησης. Η Kawasaki σε κάποια μοντέλα, όχι σε όλα, ψάχνει να βρει εκείνο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό για την ουρά, και η σειρά των Ζήτα, ήταν πάντα πεδίο δοκιμών. Έχει τοποθετήσει τώρα LED φώτα που θέλησε να τα κάνει συνώνυμα με το όνομα, αλλά δεν γίνεται να βάλεις ένα μόνο «Ζ» πίσω και να αφήσεις ουσιαστικά το μισό φωτιστικό σώμα χωρίς λάμπες… οπότε έβαλε δύο. Το αποτέλεσμα λοιπόν από μακριά είναι να βλέπεις ένα τεράστιο «Χ» και το Z900 να φαίνεται σαν στόχος. Ευτυχώς –μπορείς να πεις – που δεν είναι ιδιαίτερα έντονα απέναντι στον ήλιο. Όσο για το βράδυ, το Z900 είναι αρκετά γρήγορο και ευέλικτο για να σε βοηθήσει να ξεφύγεις, αν κάποιος το έχει βάλει στόχο να σε κυνηγήσει…
Διαφορετικό από τα υπόλοιπα Ζήτα, περιμένουμε το νέο Z900 στην Ελλάδα για πλήρη δοκιμή, μετρήσεις και δυναμομέτρηση!
Honda XL750 Transalp: Το οδηγούμε στην Πορτογαλία – Πλήρης παρουσίαση!
Η τέταρτη γενιά ενός μοντέλου που υπάρχει από το 1986!
Από τον
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
16/3/2023
Το νέο Honda XL750 Transalp κοστίζει 11.500 Ευρώ, ούτε 13.000 αλλά δυστυχώς ούτε και 9.000, και στην βασική του έκδοση δεν έχει χούφτες, ποδιά ή κάγκελα. Ο κινητήρας του δεν είναι V αλλά δικύλινδρος εν σειρά, δεν έχει έκδοση DCT, ούτε και θα βγάλει όπως επίσης δεν υπάρχει έκδοση με 19ίντσες εμπρός, ούτε και θα βγάλουν τέτοια. Κάπου εκεί εξαντλείται ο κύριος όγκος του αρνητικού σχολιασμού που έχει δεχτεί έως τώρα ωστόσο τα βασικά μειονεκτήματα θα τα δούμε πιο κάτω. Το σημαντικό είναι πως το νέο Transalp φτιάχτηκε με στόχο την απευθείας αναμέτρηση με τον ανταγωνισμό σε μία κατηγορία που οι προηγούμενες τρεις γενιές του είχαν να δώσουν πιο εύκολες μάχες. Αυτή την στιγμή οδηγική εμπειρία του νέου Transalp έχουν μονάχα δύο Έλληνες κι αυτό το άρθρο είναι το πρώτο που μεταφέρει την γνώμη κάποιου που το έχει οδηγήσει κουβαλώντας την εμπειρία της ελληνικής πραγματικότητας, των δρόμων και του τρόπου χρήσης που κατά κύριο λόγο θα κληθεί να αντιμετωπίσει.
Οδηγώντας το σε δρόμους της Πορτογαλίας που έχω δει πρόσφατα με άλλες μοτοσυκλέτες, κολλημένος στον πίσω τροχό μίας CRF1100 Africa Twin που είχε ο Άγγλος πλοηγός της Honda, η πρώτη σκέψη είναι πως κανένα Transalp έως τώρα δεν είχε στόχο να ανταπεξέρχεται στην γρήγορη οδήγηση, ούτε ξεκινούσε καμία περιγραφή δοκιμής του, από ακριβώς αυτό τον τρόπο χρήσης. Το γεγονός πως μπορούσες να κινηθείς με γρήγορο ρυθμό με όλα τα προηγούμενα Transalp, δεν σημαίνει πως είχαν φτιαχτεί και για αυτό ούτε ήταν αυτό το μοντέλο μία εξωτική μοτοσυκλέτα ή κάποια από εκείνες που επικεντρώνονται να κάνουν ένα πράγμα καλά, θυσιάζοντας την βαθμολογία στην υπόλοιπη βεντάλια αξιολόγησης.
Το νέο Transalp υποστηρίζει την γρήγορη οδήγηση στην άσφαλτο, παρά τον ΄21 εμπρός τροχό
Για αυτό και το Transalp είναι ένα από τα μοντέλα με τα μεγαλύτερα διαστήματα μεταξύ των αναβαθμίσεών του, για αυτό και ποτέ δεν κυνηγούσε τον ανταγωνισμό κατά πόδας και απλά αδιαφορούσε για τις συγκρίσεις. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1986, σχεδόν στα πρώτα γενέθλια του περιοδικού MOTO, και κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά. Από αυτό το θρυλικό XL600V που μπορούσε κανείς να το αγοράσει καινούριο μέχρι και το 2000(!) δανείζεται τώρα τα χρώματα το νέο XL750 Transalp. Ένας από τους τρεις χρωματικούς συνδυασμούς και εκείνος που το αναδεικνύει περισσότερο, όταν τα αντικρύζεις από κοντά. Η προσέγγιση της Honda για το Transalp ήταν από την πρώτη στιγμή ξεκάθαρη: Να προσφέρει μία αξιόπιστη μοτοσυκλέτα με την οποία ταξιδεύεις χωρίς κόπο, παρέχει ευκολία χρήσης στην καθημερινή μετακίνηση και συντηρεί τις Adventure ανησυχίες σου με την υπόσχεση πως δεν θα σε δυσκολέψει στους χωματόδρομους. Ούτε κάτι περισσότερο, ούτε κάτι λιγότερο από αυτό. Όσο εξυπηρετούσε αυτές τις ανάγκες δεν χρειαζόταν και να αλλάξει, για αυτό και έμεινε στην παραγωγή από το 1986 έως και το 1999, μία περίοδο μεγάλων αλλαγών στις υπόλοιπες κατηγορίες. Όπως ήταν βέβαια και η οκταετία μετά το 2000 που επίσης έμεινε δίχως αλλαγές ή φυσικά η τρίτη γενιά με επίσης ρεκόρ παραμονής χωρίς βασικές αλλαγές, φτάνοντας έως και το 2017 να είναι ίδιο! Η τρίτη γενιά ήταν και η πρώτη με 19αρη εμπρός τροχό και σωστά κάνει η Honda και επιστρέφει τώρα στις ΄21 ίντσες με βάση αυτό που ζητά η πλειοψηφία. Διότι εκεί, στην πλειοψηφία των πωλήσεων που βλέπει να σημειώνονται, είναι και η απάντηση για τις επιλογές της.
Οι παλαιότεροι θα γκρινιάξουν για τον δικύλινδρο εν σειρά αναφέροντας τον «χαρακτήρα» που χάθηκε. Χαρακτήρα είχε όμως το Crossrunner, όχι το Transalp και δεν είδε κανείς να δημιουργούνται ουρές για τις πωλήσεις του Crossrunner, οπότε ο χαρακτήρας από μόνος του δεν είναι αρκετός. Σε κάθε περίπτωση το τέλος των V το είχαμε προαναγγείλει πάνω από πέντε χρόνια, όχι γιατί είχαμε κάποια πληροφορία αλλά γιατί βλέπαμε που οδηγείται η εξέλιξη. Ήταν περισσότερο μία μαντεψιά για το μέλλον και λιγότερο βεβαιότητα, όπως για παράδειγμα ήμασταν βέβαιοι πριν απαντήσουμε στις φήμες περί της ονομασίας του Transalp ή της ιπποδύναμής του, με κάποια σχόλια να λένε τότε «σιγά ρε παιδιά που θα έχει 90 ίππους, πως θα πουλήσουν τότε το Africa Twin;». Να λοιπόν που έχει την ίδια ακριβώς αναλογία κιλών ανά ίππο με την μεγαλύτερη On-Off μοτοσυκλέτα της Honda από έναν αποδοτικό δικύλινδρο εν σειρά που προσπαθεί να θυμίσει V, έχοντας στρόφαλο 270 μοιρών.
Ο πρώτος λόγος που η διάταξη V φεύγει από το προσκήνιο είναι κοινός για όλους τους κατασκευαστές και ξεκινά από το γεγονός πως κανείς δεν διαπραγματεύεται το ποσοστό κέρδους. Με την τιμή πώλησης να καθορίζεται από την αγορά (δυστυχώς η ελληνική είναι πολύ μικρή για να επηρεάσει αποφάσεις) και το κέρδος να είναι για τον κατασκευαστή μία άλλη σταθερά αντί για μεταβλητή, το κόστος είναι το μόνο που μπορεί να μετακινηθεί προς τα κάτω. Η ποιότητα έχει επίσης ένα αμετακίνητο σύνορο κάτω από το οποίο ένας εδραιωμένος κατασκευαστής και κυρίως η Honda, είναι αδύνατο να πέσει και έτσι το μόνο που μπορεί να αλλάξει, είναι να εφαρμοστούν οικονομίες κλίμακος στην κατασκευή και τον σχεδιασμό.
Η Honda έκανε πρώτη το βήμα για την δημιουργία πλατφόρμας μοντέλων, κάτι που η αυτοκινητοβιομηχανία έχει πάει στο απώτερο επίπεδο, είναι πλέον σαν να φτιάχνουν όλοι μαζί καμιά δεκαριά βασικά μοντέλα αυτοκινήτων. Στις μοτοσυκλέτες, η σειρά NC έδειξε λοιπόν στην Honda πως μπορούν να γίνουν πωλήσεις με μοντέλα που όχι απλά έχουν κοινή βάση αλλά είναι πρακτικά τα ίδια, ενώ η εξέλιξη του σχεδιασμού και κυρίως μικρές λεπτομέρειες στην τροφοδοσία που θα νόμιζε κανείς πως δεν έχει πολλά περιθώρια βελτίωσης, επέτρεψαν να καμφθούν κάποια από τα μειονεκτήματα των δικύλινδρων εν σειρά. «Υπάρχει περίπτωση να δούμε ένα 990 όπως το προηγούμενο;» ρωτούσα πριν από λίγα χρόνια τον υπεύθυνο όλων των Adventure μοτοσυκλετών της KTM και μου είπε «990 μπορεί αλλά V δύσκολα. Γιατί να κάνεις κάτι ακριβότερο και πιο δύσκολο σε συντήρηση, αν μπορείς να πάρεις ακριβώς το ίδιο από έναν εν σειρά;». Ισχύουν λοιπόν τα ίδια για όλους τους κατασκευαστές, μην ξεχνάμε πως στο επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ θα διαβάζετε και για τις πρώτες εντυπώσεις για το νέο V-Strom 800, ενώ η ανταπάντηση στο παραπάνω επιχείρημα του Αυστριακού, είναι γιατί δεν είναι ακριβώς το ίδιο, είναι περίπου το ίδιο. Υπάρχουν φυσικά και αρκετά πλεονεκτήματα όταν αλλάζει η τοποθέτηση του κινητήρα στο πλαίσιο, αλλά σε κάθε περίπτωση το πρώτο πράγμα που μας έδειξε πως έρχεται στο μέλλον (τότε) αυτό που δηλαδή που πλέον ζούμε, είναι το γεγονός πως θα ερχόταν η εποχή για μοτοσυκλέτες με λιγότερο κόστος δημιουργίας.
Ο χρωματικός συνδυασμός από το XL600V του 1986 ξεχωρίζει έντονα
Πράγμα που μας φέρνει στο νέο Transalp το οποίο ξεκίνησε την ζωή του από σχέδια των Ιταλών σε μία εποχή που η επικοινωνία με την Ιαπωνία γινόταν μόνο απομακρυσμένα. Οι αναγνώστες θα θυμούνται ίσως πως η Honda έχει σχεδιαστικές ομάδες σε διάφορες χώρες και όλες μαζί ψηφίζουν στα διάφορα στάδια σχεδιασμού με μία ενδιαφέρουσα διαδικασία που δεν ακολουθεί κανείς άλλος και ίσως να αξίζει να αποκτήσει το δικό της άρθρο. Η ομάδα της Ιταλίας είναι ο βασικότερος πυλώνας σχεδιασμού στην οικογένεια της Honda και με το Transalp ασχολήθηκε ο 45χρονος Valerio Aiello που μεταξύ άλλων έχει σχεδιάσει το NC750X καθώς και το απίθανο -για την εποχή του- concept CB4X. Είναι πολύ εύκολο να αναγνωρίσει κανείς τις γραμμές του CB4X στο νέο Transalp, είναι μάλιστα πιο εύκολο από το να δει το CB500X. Παρόλο που Hornet και Transalp ξεκίνησαν μαζί την πορεία τους και το νέο κεφάλαιο της ιστορίας τους, δεν έχουν τους ίδιους σχεδιαστές. Ο Ιταλός του Hornet είναι νεότερος και μάλιστα μαθητής εκείνου που εμπνεύστηκε και σχεδίασε το X-ADV ένα από τα τελευταία μοντέλα που δεν γέννησε το marketing αλλά πάλεψε ο εμπνευστής του να το προωθήσει εσωτερικά στην εταιρεία, πιστεύοντας στο όραμα που είδε ένα καλοκαίρι στην Ίο, προσπαθώντας να προσεγγίσει πάνω σε νοικιάρικο Piaggio μία απομακρυσμένη παραλία δικάβαλος. Αληθινή ιστορία. Εδώ όμως τώρα είχαμε ανάθεση του έργου στους Ιταλούς σχεδιαστές, μέχρι να φτάσουμε να γίνει πηλός στην Ιαπωνία από όπου αναλαμβάνει πλέον ο λεγόμενος LPL που είναι πάντα Ιάπωνας. Μέχρι τώρα στην ιστορία της Honda δεν έχει υπάρξει Large Project Leader που να μην είναι Ιάπωνας, ακόμη και για κάτι λαδιάρικα αερόψυκτα μονοκύλινδρα που κατασκευάζει κατά εκατομμύρια μονάδες στην Βραζιλία. Είναι γραμμένη στο «Σύνταγμα της Κυβέρνησης» η εθνικότητα του LPL και δεν αλλάζει εύκολα.
Στην περίπτωση του Honda XL750 Transalp ο LPL είναι ο μικροκαμωμένος, πάντα σοβαρός και βλοσυρός, ακατάπαυστα σκεφτόμενος, κος Masatoshi Sato. Είναι 49 ετών, δουλεύει στην Honda ως μηχανολόγος ακριβώς είκοσι χρόνια και είναι σε θέση LPL, δηλαδή την πιο κορυφαία από τις μάχημες, την τελευταία εξαετία. Στην διάρκεια της οποίας έχει υπογράψει την παραγωγή των CBR1000RR και CB1000R. Αν δεν οδηγεί CBR, τότε θα τον δεις σε Mazda RX-7 και στην περίπτωση του συγκεκριμένου κινητήρα, έκανε πολλά χιλιόμετρα με το CB750 Hornet πριν οριστικοποιήσει τις επιλογές του.
Ο LPL, κος Masatoshi Sato και οι υπεύθυνοι εργονομίας, ήχου κινητήρα, δοκιμών σε δρόμο, εξέλιξης κινητήρα
Αν έχετε διαβάσει αυτό εδώ το άρθρο, τότε ξέρετε ήδη πως η προσέγγιση που ακολουθεί ο κινητήρας του νέου Transalp διαφέρει από του νέου V-Strom, παρόλο που στα χαρτιά δείχνουν να είναι πολύ κοντά. Στην πράξη διαφέρουν αρκετά και είναι άλλο ένα σημείο των καιρών, όπου πλέον τα τεχνικά χαρακτηριστικά δεν μπορούν να αποκαλύψουν όλες τις πτυχές του χαρακτήρα, όπως παλαιότερα. Διότι στην εποχή μας φτάσαμε να μπορούμε να κάνουμε 300 γραμμάρια να τοποθετούνται στρατηγικά καταφέρνοντας να μεταβάλλουν την στρεπτική ακαμψία ολόκληρου πλαισίου ενός superbike και επειδή δεν μιλάμε για 3 κιλά, δεν φτάνει η διαφορά αυτή να φανεί και στα τεχνικά χαρακτηριστικά. Μία τέτοια παραδειγματική διαφορά υπάρχει ανάμεσα σε ξεχωριστές γενιές των CBR. Στην προκειμένη περίπτωση το πλαίσιο του Transalp έχει και άλλες δομικές διαφορές από του Hornet, εκτός του υποπλαισίου που περιορίζονται σε ενισχύσεις, ώστε να υπάρχει αντοχή στην καταπόνηση κατά την οδήγηση εκτός δρόμου αλλά κυρίως καλύτερη προσαρμογή στην νέα γεωμετρία από την στιγμή που οι δυνάμεις από τις αποσβέσεις των αναρτήσεων δημιουργούν διαφορετικό μοχλό και απαιτούν διαφορετική στρεπτική ακαμψία. Σε κάθε περίπτωση το πλαίσιο του νέο Transalp ζυγίζει 18,3 κιλά μετά τις ενισχύσεις που σημαίνει πως είναι 10% ελαφρύτερο από του CB500X και 18% ελαφρύτερο από το NC750X! Καταλαβαίνετε τώρα καλύτερα, όταν μιλάμε για εκείνες τις μοτοσυκλέτες που προσφέρονται φθηνά στην μεσαία κατηγορία και ζυγίζουν 240-250 κιλά, φανερώνοντας το επίπεδο σχεδιασμού. Διότι είναι φθηνότερο το ίδιο το σίδερο από την γνώση του πώς να το αφαιρέσεις…
Όχι ότι η Honda δεν έχει τα δικά της μαύρα σημεία πρόχειρου σχεδιασμού ακόμη και στην σύγχρονη ιστορία της, με πολύ μεγάλο συνολικό βάρος και χάλια κατανομή. Μετά το Crossruner που το ξανά πιάνουμε για δεύτερη φορά, άσχημα βαρύ ήταν και το Crosstourer και το «άσχημα» πάει στην κατανομή βάρους. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πως τα 208 κιλά που ζυγίζει γεμάτο το νέο Transalp είναι ένα καλό νούμερο από την στιγμή που είναι απίστευτα σταθερό στην τελική του, η οποία περιορίζεται ηλεκτρονικά στα διακόσια χιλιόμετρα. Όπως και το Hornet δεν θα πάει πιο πάνω παρόλο που ο χιλιομετρητής θα αρχίσει να κλέβει μετά τα 180. Χωρίς αυτό τον κόφτη, ο κινητήρας αυτός μπορεί πολύ εύκολα να στείλει την μαζεμένη σε διαστάσεις μοτοσυκλέτα αρκετά πάνω από τα 200 χιλιόμετρα καθώς ούτε ή δύναμη, ούτε και το βήμα του λείπει. Η σταθερότητα στην τελική του που για λίγο κατάφερα να πιάσω στην μοναδική ευκαιρία αυτοκινητόδρομου που πετύχαμε, είναι μία τεράστια επιτυχία για την Honda και ένα ακόμη στοιχείο για το γεγονός πως μετά από τέσσερις γενιές το Transalp δεν θέλει απλά να έχει έναν καλό μέσο όρο, αλλά σκοπεύει να χτυπήσει και την κορυφή σε ορισμένους τομείς.
Οι δημοσιογραφικές παρουσιάσεις γίνονται για να αποκτήσουμε μία πρώτη άποψη για τον τρόπο που τα νούμερα που βλέπεις στα τεχνικά χαρακτηριστικά, κατάφεραν να περάσουν στον δρόμο, όπως επίσης να συνομιλήσεις με τους ανθρώπους που σχεδίασαν την μοτοσυκλέτα και είναι οι πλέον κατάλληλοι για να απαντήσουν σε ερωτήματα. Από εκεί και πέρα οι δοκιμές είναι εκείνες που πραγματικά αποκαλύπτουν τον χαρακτήρα κάθε μοντέλου, όταν φυσικά γίνονται σωστά αλλά αυτή είναι μία άλλη κουβέντα. Θα πρέπει λοιπόν να το οδηγήσουμε στην Ελλάδα για να δούμε την συμπεριφορά του σε ταξίδι και σε υψηλές ταχύτητες, όμως η πρώτη εντύπωση είναι πως έχουμε μπροστά μας το πρώτο Transalp που συμπεριφέρεται σαν την αμέσως επόμενη σε κυβικά Adventure της Honda και δεν αισθάνεται περιορισμένο στην κατηγορία του.
Το γεγονός πως στην συντριπτική πλειοψηφία των χιλιομέτρων που κάναμε, κινούμασταν σε δρόμους χωρίς ευθείες, αναγκάζοντας το Transalp με των 21 ιντσών εμπρός τροχό σε επανωτές, απότομες αλλαγές κατεύθυνσης πίσω από ένα Africa Twin που δεν μπορούσε να ξεκολλήσει και να δημιουργήσει απόσταση, είναι το επιστέγασμα για τα παραπάνω.
Ταυτόχρονα όμως αυτό αφήνει να φανεί και πόσο τραγική επιλογή της Honda είναι να βάλει σαμπρέλα εμπρός και πίσω, από την στιγμή που σου δίνει αυτές τις δυνατότητες στην σβέλτη οδήγηση. Το marketing θα πει πως η σαμπρέλα επιλέχτηκε για καλύτερη συμπεριφορά στο χώμα αλλά το έχουμε πει τόσες πολλές φορές που τώρα δεν θα το αναλύσουμε, απλά θα θυμίσουμε πως αυτό πράγματι ισχύει, αλλά για ένα πολύ περιορισμένο εύρος χρήσης που αφορά την μειοψηφία εκείνων που θα αποκτήσουν το νέο Transalp και μάλιστα δεν είναι και το πρώτο πράγμα που θα άλλαζε κάποιος που ανήκει σε αυτό το μειοψηφικό σύνολο, θα είχε ξεκινήσει από τις αναρτήσεις!
Πράγματι, οι αναρτήσεις είναι μία χαρά εξαιρετικές μέχρι να αρχίσεις να οδηγείς πολύ επιθετικά, όπως επίσης οι εργοστασιακές ρυθμίσεις για αναβάτη 85 κιλών είναι προς την «μαλακιά» για να το πω απλά, κατεύθυνση. Με συνεπιβάτη και αποσκευές σίγουρα θα χρειαστείς δύο τουλάχιστον κλικ στην προφόρτιση, αλλά για το αν χάνεται η γραμμικότητα της ανάρτησης ή όχι μετά από κάτι τέτοιο είναι νωρίς ακόμη για να το πει κανείς και επιβάλλεται αυτά τα ερωτήματα να απαντηθούν με την δοκιμή στην Ελλάδα όπου και θα φανεί αν υπάρχει αλλαγή συμπεριφοράς. Σε κάθε περίπτωση θεωρείστε από τώρα δεδομένο πως η σταθερότητα του Transalp δύσκολα θα χαθεί. Μάρτυρας το μακρύτερο κατά 125mm και φαρδύτερο κατά 48mm υποπλαίσιο, που είναι επίσης ενισχυμένο εσωτερικά με πρόσθετα νεύρα, ώστε να είναι σε θέση να υποσχεθεί πως φορτώνοντας συνεπιβάτη και αποσκευές, το Transalp δεν θα αντιμετωπίσει προβλήματα. Το μαθηματικό μοντέλο που κατέληξε η Honda πως μπορεί να τα κάνει πράξη όλα αυτά και ταυτόχρονα πως θα διατηρηθεί η ευελιξία, είναι η 50% αύξηση της ακαμψίας.
Το πιρούνι έχει τις λειτουργίες ξεχωριστές σε κάθε καλάμι με 200mm διαδρομής και ουδέτερη συμπεριφορά στην άσφαλτο που μόνο κακό δεν είναι για μοτοσυκλέτα της κατηγορίας. Η ουδετερότητα αυτή υπάρχει βέβαια και στο χώμα που δεν είναι και το πλέον ιδανικό, κομμάτι όμως που θα αναλύσουμε λίγο περισσότερο σε επόμενο τεύχος του MOTO. Ωστόσο σε κάθε περίπτωση οι ανάγκες του μέσου αναβάτη εξυπηρετούνται πλήρως. Το πρόβλημα είναι πως δεν κατατάσσουμε εύκολα τους εαυτούς μας στο μέσο, οπότε η παραπάνω πρόταση αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτή που κανονικά θα έπρεπε να έχει. Το ψαλίδι πίσω είναι αντιγραφή της Africa Twin, σαν κάποιος να πήρε το σχέδιο και να το προσάρμοσε σε κλίμακα. Η ανάρτηση πίσω επιτρέπει 7 επίπεδα προφόρτισης με 190mm διαδρομής με τα πρώτα τρία-τέσσερα να είναι εκείνα που άμεσα θα χρησιμοποιήσει ένας αναβάτης που είναι βαρύτερος από το ψηφιακό μοντέλο που χρησιμοποίησε η Honda κατά την σχεδίαση. Με απόσταση από το έδαφος 210mm και την σέλα συνολικά στα 850mm που σημαίνει πως δεν είναι από τις πιο ψηλά τοποθετημένες στην κατηγορία αλλά ούτε βρίσκεται και πολύ χαμηλά, το Transalp έχει μία καλή γεωμετρία θέσης οδήγησης για την άσφαλτο αλλά και για να σηκωθείς όρθιος στα μαρσπιέ χωρίς να μπαίνουν τα πόδια σε περίεργες γωνίες. Όπως προτάσσει ο σύγχρονος σχεδιασμός που πλέον όλοι οι κατασκευαστές ακολουθούν, η σέλα είναι αρκετά λεπτή στο σημείο που συναντά το ρεζερβουάρ ώστε οι αναβάτες με μία ελαφρά κίνησε προς τα εμπρός να πατούν με ευκολία στο έδαφος. Θα διαβάσετε στο επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ πως η θέση οδήγησης ταιριάζει πάρα πολύ με του νέου V-Strom 800!
ενιαία και όχι διαιρούμενη σέλα, αλλά εργονομικά σχεδιασμένη
Ευτυχώς τώρα τα Transalp που οδηγήσαμε εμείς είχαν Metzeler Karoo και όχι τα Ιαπωνικά Dunlop Mixtour για τα οποία ισχύουν όσα έχουμε γράψει στο V-Strom 1050 και ισχύουν αντίστοιχα και για το V-Strom 800. Να θυμίσουμε απλά πως δεν έχουν καμία σχέση με την Dunlop όπως την ξέρουμε. Τα Karoo πάντως ταιριάζουν αρκετά στην συγκεκριμένη περίπτωση και αναδεικνύουν τις δυνατότητες του Transalp σε μεικτή χρήση. Με τα νέα ασφάλτινα ελαστικά που έχουν δημιουργηθεί για να δώσουν έξτρα μοίρες κλίσης από τον λεπτό εμπρός τροχό των ΄21 ιντσών, όπως το Bridgestone AT41, οι μεγάλες δυνατότητες του Transalp στην άσφαλτο θα μπορούν να αναδειχτούν ακόμη περισσότερο.
Το Traction Control είναι ρυθμιζόμενο σε πέντε θέσεις και εσωκλείει τους αλγόριθμους για έλεγχο της σούζας η οποία θα έρθει με πρωτόγνωρη ευκολία για Transalp αμέσως μόλις το απενεργοποιήσεις με τον ίδιο σπαστικό τρόπο που έχει και το Hornet. Μέχρι πρόσφατα η Honda ήταν από τις ελάχιστες εταιρείες που είχαν τον δικό τους διακόπτη για άμεση απενεργοποίηση του traction control και δεν χρειαζόταν να μπλέκεις μέσα στο menu της οθόνης. Η δυνατότητα ρύθμισης σε διαφορετικά σκαλιά είναι ο πρώτος λόγος που έφυγε ο διακόπτης αυτός και έπειτα το γεγονός πως όλες οι λειτουργίες στριμώχτηκαν αριστερά αφήνοντας μόνο το kill switch, δεξιά στο τιμόνι. Με τον τρόπο αυτό το σύστημα επικοινωνίας που προσφέρει η Honda στον πρόσθετο εξοπλισμό, μπορεί να τοποθετηθεί δεξιά για να ελέγχει ο αναβάτης τα πάντα χωρίς να χρειάζεται να πάρει το χέρι από γκάζι, χάρη στην εξαιρετική εργονομία.
Οθόνη ίδια με του Hornet, έγχρωμη 5 ιντσών
Η οθόνη είναι αυτή που ξέρουμε από το Hornet, έγχρωμη 5 ιντσών με το στροφόμετρο να αναβοσβήνει σαν shift light, όταν έρχεται η αλλαγή και με 4 διαφορετικά γραφικά για να επιλέξει ο αναβάτης εκείνο που ταιριάζει καλύτερα σε αυτόν. Ανιχνεύει γρήγορα τις αλλαγές φωτισμού για να γυρίσει το άσπρο σε μαύρο και προσφέρει τον τρόπο να αλλάζεις στις διαφορετικές ομάδες ρυθμίσεων που επηρεάζουν την χαρτογράφηση του κινητήρα, το μέγεθος του φρένου στο κλείσιμο του γκαζιού, πόσο δηλαδή θα αφήνει ανοικτή την γκαζιέρα η ECU για να καταπολεμήσει την αδράνεια όταν εσύ κλείσεις το γκάζι, το traction control και την λειτουργία του ABS που έχει ρύθμιση για το χώμα και απενεργοποιείται στον πίσω τροχό. Στην πράξη αλλάζει η απόκριση του γκαζιού καθώς αν βάλεις έκτη και ζητήσεις από το Transalp να ανοίξει τέρμα το γκάζι, τότε όλες οι χαρτογραφήσεις θα σου δώσουν την ίδια μέγιστη δύναμη, ακόμη και η Rain.
Η Honda έχει επιλέξει να έχει έναν εκκεντροφόρο για τις βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής με την γνωστή Uni-cam διάταξη που χρησιμοποιεί ενδιάμεσα κοκκοράκια, αλλά για πρώτη φορά έχει δύο αντικραδασμικούς άξονες. Στους κινητήρες V αυτά τα πράγματα χρειάζονται λιγότερο, όμως εδώ είναι απαραίτητα και με τον τρόπο που η Honda έκανε την τοποθέτηση μειώνονται οι εξωτερικές διαστάσεις του κινητήρα και εξαφανίζονται οι ενοχλητικοί κραδασμοί. Διότι δεν γίνεται να μουδιάζουν πόδια και χέρια σε πολύωρη οδήγηση μίας Honda ακόμη και αν έχεις έναν πολύ αποδοτικό δικύλινδρο εν σειρά που του αρέσουν οι υψηλές στροφές! Στους κυλίνδρους τώρα θα βρει κανείς την αγαπημένη εφαρμογή του ιαπωνικού εργοστασίου στο Kumamoto, να βάζει επίστρωση Ni-SiC στις μοτοσυκλέτες επιδόσεων όπως η CRF450R και η CBR1000RR-R ή σε εκείνες που θέλεις να δουλεύουν απροβλημάτιστα για εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα, όπως το νέο Transalp. Κάποτε μία επιλογή για λίγους, τώρα βρίσκει τον δρόμο της και προς τα κάτω στην σκάλα κόστους.
ωραιος ήχος από αδιάφορο σε εμφάνιση τελικό και ψαλίδι copy-paste, Africa Twin
Ο ήχος του Transalp είναι καλύτερος από του V-Strom 800 και αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι μία βαλβίδα εσωτερικά, στο κατά τα άλλα αδιάφορο εξωτερικά τελικό της εξάτμισης και έπειτα από το φιλτροκούτι που αναγκάζει τον αέρα να δημιουργήσει μία δίνη. Αυτό έχει δύο βασικά πλεονεκτήματα, την ταχεία πλήρωση του θαλάμου καύσης με μίγμα καλύτερα αναμεμιγμένο. Το τρίτο πλεονέκτημα είναι ο ήχος που βγαίνει μέσα από το φιλτροκούτι. Σε ενδιαφέρουν ως αναβάτη τα δύο πρώτα φυσικά, που έχουν άμεσο αντίκτυπο στον τρόπο λειτουργίας του κινητήρα στις χαμηλές στροφές, αλλά προφανώς αντιλαμβάνεσαι καλύτερα τον τρίτο…
Για αυτό τώρα και η Honda έβαλε μπεκ ψεκασμού με υψηλότερη πίεση στα 450 KiloPascal έναντι των 343 που συνήθως χρησιμοποιεί, ώστε να εκμεταλλευτεί την ενισχυμένη αυτή ροή προς τον θάλαμο καύσης που γεμίζοντας ταχύτερα και με πιο ομοιόμορφο μίγμα, ανεβάζει απόδοση με καλύτερη κατανάλωση. Τομέας που έπασχαν τα παλαιότερα Transalp. Οπότε η αναλογία κιλών ανά ίππο είναι 78% καλύτερη από το CB500X, 60% καλύτερη από το NC750X και ίδια ακριβώς με το CRF1100L Africa twin!
Στον υπερ-πλούσιο πρόσθετο εξοπλισμό που υπάρχουν τα πάντα για να κάνεις το Transalp μία τουριστική μεγάλων αποστάσεων με κάγκελα που του δίνουν και λίγο όγκο ή μία καθημερινή με αποθηκευτικούς χώρους, χαμηλότερη σέλα κτλ, θα βρείτε και ένα quickshifter που δουλεύει και στις δύο κατευθύνσεις. Είναι από τα quickshifter που αξίζουν τα λεφτά τους, όπως ακριβώς είναι και στην Africa Twin όπου προφανώς αναφέρομαι σε εκείνες που δεν έχουν DCT. Οι αλλαγές σχέσεων στο κιβώτιο γίνονται χωρίς την συνδρομή της μανέτας του συμπλέκτη με αμεσότητα σε όλο το φάσμα των στροφών, είτε πηγαίνεις πολύ γρήγορα, είτε απλά ανεβάζεις ήπια, ανάμεσα στην κίνηση. Κάνει δηλαδή το αυτονόητο, προσφέρει εκείνο για το οποίο ζητά χρήματα, πράγμα που δεν συμβαίνει με όλα τα quickshifter όπως κατά καιρούς έχετε διαβάσει στο MOTO.
Η Honda δεν άφησε λοιπόν τίποτα στην τύχη για το νέο Transalp με την πολυπλοκότητα του σχεδιασμού να εμφανίζεται στον τρόπο λειτουργίας και να κρύβεται από τα πιο γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά, όπως η διάταξη των κυλίνδρων. Στο επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ, ακόμη περισσότερα για την λειτουργία των αναρτήσεων και για την κίνηση στο χώμα…
Τύπος κινητήρας
Υδρόψυκτος, OHC τετράχρονος 8-βάλβιδος δικύλινδρος εν σειρά με ανάφλεξη στροφάλου 270° και Unicam
Χωρητικότητα
755cc
Διάμετρος x Διαδρομή (mm)
87 x 63.5
Σχέση συμπίεσης
11.0:1
Μέγιστη ισχύς
67.5kW @ 9,500rpm
Μέγιστη ροπή
75Nm @ 7,250rpm
Επίπεδα θορύβου (dB)
Lwot - 81.5; Lurban - 77.5
Χωρητικότητα λαδιού
3.9L
Σύστημα εκκίνησης
Μίζα
Τροφοδοσία
PGM-FI ηλεκτρονικός ψεκασμός
Ρεζερβουάρ καυσίμου
16.9L
Εκπομπές CO2 (WMTC)
103g/km
Κατανάλωση καυσίμου
23km/l
Χωρητικότητα μπαταρίας
12v 8.6Ah
Συμπλέκτης
Υγρός πολύδισκος, μονόδρομος με υποβοήθηση
Σύστημα μετάδοσης
Μηχανικό, έξι ταχυτήτων
Τελική μετάδοση
Αλυσίδα
Πλαίσιο
Ατσάλινο τύπου διαμάντι
Διαστάσεις (Μ x Π x Υ)
2,325mm x 838mm x 1,450mm
Μεταξόνιο
1560mm
Γωνία κάστερ
27°
Ίχνος
111mm
Ύψος σέλας
850mm
Απόσταση από το έδαφος
210mm
Βάρος με υγρά
208kg
Ακτίνα περιστροφής
2.6m
Εμπρός ανάρτηση
Showa 43mm SFF-CA – 200mm διαδρομής
Πίσω ανάρτηση
Μονό αμορτισέρ, ψαλίδι Pro-Link, 190mm διαδρομής
Εμπρός τροχός
21in (ατσάλινος) με ακτίνες
Πίσω τροχός
18in (ατσάλινος) με ακτίνες
Εμπρός ελαστικό
90/90-R21 M/C 54H
Πίσω ελαστικό
150/70-R18 M/C 70H
ABS
Δικάναλο
Εμπρός φρένο
Δύο δισκόφρενα 310mm με 4.5mm πάχος και ακτινικά τοποθετημένη διπίστονη δαγκάνα
Brakes Rear
Μονό δισκόφρενο 256mm με 6.0mm πάχος και μονοπίστονη δαγκάνα