Δοκιμή ελαστικών Dunlop Sportsmart mk3

Τα ελαστικά με τις ιδανικές αναλογίες
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

18/5/2021

Δεν υπάρχουν κανόνες

 

Η Dunlop διαθέτει στην κατηγορία των Hypersport ελαστικών το Sportsmart mk3 με ποσοστό χρήσης 90% δρόμου και 10% πίστα. Το πρόβλημα είναι πως οι Έλληνες δεν καταλαβαίνουν ότι τα ποσοστά στα ελαστικά είναι σαν το αλάτι στην σούπα. Αν ρίξεις πολύ δεν τρώγεται και αντίστοιχα το 100% πίστα δεν κάνει για δρόμο! Πρέπει τώρα να καταλάβουμε αν αυτό το 10% είναι ανάλατο ή όσο χρειάζεται!

 

Συναίσθημα και λάστιχο παραπέμπει σε κάτι άλλο, για τα περισσότερα μεγάλα παιδιά μεταξύ μας και σίγουρα δεν είναι κάτι που περιμένεις να ακούσεις ψάχνοντας να βρεις το επόμενο ελαστικό που θα βάλεις στην μοτοσυκλέτα σου. Τι κάνεις όταν στρίβεις όμως; Απλά ενώνεις τις ευθείες; Γιατί αν είναι έτσι βρίσκεσαι ήδη σε λάθος κατηγορία ελαστικών. Υπάρχουν ελαστικά για street μοτοσυκλέτες που θα σε γυρίζουν τα βράδια στις πίστες της νυκτερινής ζωής και άλλα για να γυρίζεις σε πίστες σε κάθε ελεύθερο track day. Ο καθένας κάνει τις επιλογές του και δεν τον κρίνει κανένας, αλλά είμαστε εδώ για την δεύτερη περίπτωση. Αν είσαι ο τύπος που στις στροφές του δρόμου αναζητάς την αδρεναλίνη, σημαίνει πως πηγαίνεις για το συναίσθημα όταν οδηγείς κι άρα είσαι στο κατάλληλο σημείο κοιτώντας ελαστικά για street μοτοσυκλέτες στην κατηγορία που πρέπει, την Hypersport. Το πρόβλημα με την Hypersport κατηγορία είναι πως δεν έχει σαφή όρια και επιπρόσθετα καμία εταιρεία δεν έχει απευθείας συγκρίσιμα ελαστικά. Η Dunlop για παράδειγμα έχει πολλές επιλογές εδώ, συνολικά τέσσερις, και το Sportsmart mk3 είναι η νεότερη που έρχεται για να μπει στην βάση της κατηγορίας αυτής. Ένα ελαστικό δρόμου που σου επιτρέπει να μπεις και στην πίστα.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα βέβαια όταν έχεις μία μεγάλη σπορ γκάμα, είναι να εξηγήσεις στον Έλληνα ποιο ακριβώς είναι κατάλληλο για εκείνον. Διότι ζούμε στην χώρα της αμάθειας και της απλοποιημένης σκέψης. Βάζει ο άλλος ελαστικά κατάλληλα μόνο για πίστα που δίχως κουβέρτες δεν δουλεύουν σωστά και τα ξεροψήνει στον ελληνικό ήλιο οδηγώντας στο τέλος πάνω σε φλούδες δέντρου σαν τους Φλίνστοουνς. Γιατί αν είναι καλά για τον αγωνιζόμενο, είναι καλά και για εκείνον που πάει γρήγορα στο δρόμο. Τεράστιο ψέμα αυτό, αλλά είναι γνώστης εκείνος που το υποστηρίζει μιας και κάνει σούζες με την παρέα να τον αποθεώνει. Αυτό είναι το ένα άκρο και με αυτόν που νομίζει πως τα ξέρει όλα, δεν πρέπει να ασχολείται κανείς περισσότερο. Τα ασαφή όρια της Hypersport κατηγορίας είναι τελικά καλό που υπάρχουν, γιατί μπορεί καθένας να βρει το ελαστικό που του ταιριάζει περισσότερο είτε στην μία εταιρεία, είτε στην άλλη. Η Dunlop έχει αναγάγει την επιλογή του ελαστικού σε επιστήμη διαθέτοντας το mk3 στην γκάμα κι απαιτεί από εσένα να κάνεις την αυτοκριτική σου πριν αποφασίσεις. Δεν θα πάρεις το πιο σπορ ελαστικό που υπάρχει, μόνο και μόνο για να πας πιο γρήγορα στις στροφές. Πρέπει πλέον τα ελαστικά να τα επιλέγεις με βάση την μοτοσυκλέτα και τον δικό σου ρυθμό οδήγησης αυστηρά, κι όχι με βάση εκείνο που κάνουν οι άλλοι. Οι άλλοι έχουν τον δικό τους ρυθμό, έχουν άλλες μοτοσυκλέτες. Θα έλεγες πως το Yamaha MT-07 είναι στην ίδια κατηγορία με το Kawasaki Z650; Κι άρα ότι είναι καλό στο ένα, είναι και στο άλλο; Αν ναι, έχεις απαντήσει λάθος.

Και δρόμος και πίστα

Οι παρουσιάσεις νέων ελαστικών της Dunlop χαρακτηρίζονται πάντοτε από πάρα πολύ οδήγηση και σε δρόμο και σε πίστα. Ξεκινάμε με BMW S1000R και μία πληθώρα street μοτοσυκλετών για να καταλήξουμε σε μία πολύ γνώριμη για εμάς πίστα, έξω από την Βαρκελώνη. Ωστόσο έχουν καταφέρει να βρουν μία ολοκαίνουρια διαδρομή από την οποία δεν έχουμε περάσει ξανά και δεν είναι τυχαίο αυτό. Οι δρόμοι δεν είναι οι πλέον κατάλληλοι για δοκιμή μοτοσυκλέτας, έχουν λακκούβες, τυφλές στροφές με ακανόνιστη καμπή, ρίζες που φουσκώνουν την άσφαλτο λες και είμαστε στην Ελλάδα, σκόνες και πετραδάκια. Με λίγα λόγια είναι εξαιρετική περίπτωση για να δοκιμάσεις ελαστικά, από εκείνες που διαλέγουμε όταν είμαστε μόνοι μας και κάνουμε δοκιμές στο περιοδικό ανεξάρτητα. Σε παρουσίαση εταιρείας, που αναμφίβολα στοχεύει στην ωραία πλευρά του ελαστικού που θέλει να αναδείξει, η διαδρομή αυτή ήταν ένα μεγάλο ρίσκο. Πρέπει να είσαι σίγουρος πολύ για αυτό που προτείνεις, αυτή είναι η πρώτη εικόνα! Το S1000R μου είναι πολύ γνώριμη μοτοσυκλέτα κι αυτό βοηθά να επικεντρωθώ στην απόδοση του ελαστικού μιας και μπορώ να εκτιμήσω πότε έρχεται η απώλεια πρόσφυσης από το πίσω ελαστικό στο γενναίο άνοιγμα του γκαζιού. Για ελαστικό δρόμου, το mk3 έχει εξαιρετική αντίσταση στην κτηνωδία που σου επιτρέπει να διαπράξεις ο τετρακύλινδρος superbike κινητήρας του. Η χαρακτηριστικότατη προειδοποίηση της Dunlop είναι επίσης παρούσα. Μόλις το παρακάνεις, πρώτα θα νιώσεις ένα απειροελάχιστο γλίστρημα πίσω το οποίο θα έρθει μαλακά, όχι απότομα και κοφτά κι αν επιμείνεις θα νιώσεις και το δεύτερο καμπανάκι ασφαλείας. Πάντα η Dunlop φροντίζει η πρόσφυση να χάνεται πίσω και προοδευτικά, ώστε να ξέρεις τι περιθώρια υπάρχουν μπροστά. Στα δύο καμπανάκια, σημαίνει πως έχουμε γόνατο κάτω με το S1000R και ο δρόμος είναι από τους χειρότερους ισπανικούς, δηλαδή από τους καλύτερους ελληνικούς, ανοίγοντας το γκάζι ενώ ξύνουμε την άσφαλτο. Εκεί θα έρθει η προειδοποίηση που περιγράφω, για τέτοια ικανότητα του ελαστικού μιλάμε. Ήδη το γκρουπ έχει χωριστεί στα δύο, παρόλο που οι έμπειροι άνθρωποι της Dunlop μας είχαν από το πρωί χωρίσει σε υποομάδες των 5-6 ατόμων για να μπορέσουμε να οδηγήσουμε γρήγορα με την ευελιξία ενός μικρότερου γκρουπ. Προοδευτικό γλίστρημα πίσω, μηδενικό εμπρός μέχρι στιγμής, με λακκούβες, σαμαράκια και ρίζες να μην ταλαιπωρούν το ελαστικό, μέχρι να φτάσουμε στην όμορφη πίστα.

Χωμένη μέσα σε λόφους χωρίς καμία κερκίδα, η πίστα αυτή δεν φτιάχτηκε για αγώνες, παρόλο που οι Ισπανοί με την πληθώρα διαθέσιμων χώρων, βάζουν κάποια πρωταθλήματα να περνούν κι από εκεί. Οι εταιρείες αυτοκινήτων την χρησιμοποιούν συνέχεια για πεδίο δοκιμών, με την πίστα να έχει τοποθετήσει κεραίες τηλεμετρίας σε κάθε τυφλό σημείο και ταχεία δορυφορική σύνδεση, στέλνοντας τα δεδομένα απευθείας στο εργοστάσιο, ακόμη κι αν αυτό είναι στην Γερμανία! Εκεί έχουν φτάσει. Η πίστα είναι γεμάτη σαμαράκια, έχει στρωθεί από μία πρασινίλα γύρης από το πυκνό πευκοδάσος μέσα στο οποίο είναι χωμένη και η πρόσφυση δεν είναι σταθερή. Για άλλη μία φορά τα πράγματα είναι ιδανικά για δοκιμή ελαστικού, από εκείνες που θα κάναμε μόνοι μας, άλλη μία στιγμή γενναιότητας από την Dunlop. Για την πίστα θα οδηγήσουμε σε γκρουπ με Kawasaki Ninja 650 και το γυμνό Z900.

Το κόκκινο μίγμα της γόμας που είναι το κεντρικό, εκτείνεται και κάτω από το διαφορετικής σύνθεσης πλαϊνό, σε μία συνηθισμένη τακτική. Ξανά εδώ το νέο είναι πως αυτό συνδυάζεται με έναν σκελετό που προσφέρει διαφορετική ανταπόκριση στις στροφές από ότι στις ευθείες

 

Διαμετρικά αντίθετες μοτοσυκλέτες, ενώ οι πιο street κι όχι racing αναρτήσεις που φορούν, θα κάνουν την απόσβεση στα σαμαράκια να διαρκεί περισσότερο. Συμβαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον στην πίστα και το μετράμε με την βοήθεια της Dunlop. Μόλις μερικούς γρήγορους γύρους και η πίεση έχει αυξηθεί αρκετά. Τα έντονα φρένα και η καταπόνηση στα σαμαράκια αυξάνουν την πίεση στο ελαστικό, παρόλο που την είχαμε μειώσει πριν μπούμε. Καθώς είναι ελαστικό δρόμου και μάλιστα πλούσιο σε πυρίτιο, δεν πρέπει να μειώνεις πολύ την πίεση. Μετρημένο κρύο το ελάχιστο εμπρός είναι 2.2bar και 2.5 πίσω αντίστοιχα και δεν πρέπει να πέφτεις κάτω από αυτό το όριο. Κι αυτοί οι περιορισμοί συμβαίνουν σε όλα τα ελαστικά δρόμου που είναι φτιαγμένα για να ζεσταίνονται πολύ γρήγορα και να λειτουργούν στο βρεγμένο και σε όλες τις θερμοκρασίες. Ωστόσο το εμπρός Sportsmart mk3 παραμένει κι έτσι βιδωμένο στην σκονισμένη άσφαλτο της τεχνικής πίστας.

Υπάρχει μία παρατεταμένη αριστερή στην οποία πηγαίνεις τέρμα γκάζι φτάνει να μην είσαι κοντά στα κερμπ που καραδοκεί η σκόνη. Από τον δυνατό αέρα η πίστα θυμίζει το Losail στο Κατάρ, τόσο πολύ σκόνη έχει γεμίσει, συμφωνώντας πλήρως στον παραλληλισμό αυτό με τους Άγγλους συναδέλφους. Για αντιστάθμιση, οι άνθρωποι της Dunlop έχουν τοποθετήσει μεγάλες ντυμένες αχυρόμπαλες στα κερμπ προσπαθώντας να μειώσουν την σκόνη που μπαίνει στην πίστα, κάτι που είναι πρακτικά αδύνατο. Ακόμη κι έτσι όμως η ευχαρίστηση δεν κόβεται καθόλου και το εμπρός ελαστικό στο οποίο βασίζεσαι είναι ένας βράχος ακλόνητος. Γρήγορη εναλλαγή κλίσεων με ομοιομορφία συμπεριφοράς, χωρίς να υπάρχουν σκαλοπάτια, χωρίς να χρειάζεται να πιέσεις δυνατά με γυροσκοπικό για να σηκωθεί η μοτοσυκλέτα και να πέσει από την άλλη μεριά. Το εμπρός ελαστικό είναι ξεκάθαρα σπορ και το εμπιστεύεσαι πλήρως. Πίσω ήρθαν μερικά γλιστρήματα, όλα τους όμως προοδευτικά. Το αποκορύφωμα ήταν στην κατηφορική αριστερή με τα σαμαράκια και την σκόνη, που στο άνοιγμα του γκαζιού με τα μαρσπιέ να ξύνουν στο Ζ900, το μόνο που έκανε το πίσω ελαστικό ήταν να διώξει τον πίσω τροχό στην έξοδο κατά μία γραμμή του πλάτος του. Έχασε λίγο την πρόσφυση και την ξαναβρήκε αμέσως λοιπόν. Αυτό δεν μεταφράζεται μόνο σε 10% ικανότητας πίστας αλλά σε πολύ παραπάνω! Το συμπέρασμα είναι πως το ποσοστό δεν ανταποκρίνεται στην μέγιστη ικανότητα του ελαστικού στην γρήγορη οδήγηση, αλλά στον χρόνο που μπορεί να κρατήσει την απόδοση αυτή. Αν είσαι γρήγορος αναβάτης μετά από δέκα λεπτά θα τα ζεστάνεις πολύ και θα αρχίσουν να χάνουν απόδοση. Το πρόβλημα είναι στην μετάφραση που κάνει ο καθένας μας στο "γρήγορος" γιατί είμαστε όλοι παρά πολύ γρήγοροι, όπως είναι γνωστό. Το Sportsmart mk3 θα ανταποκριθεί άψογα στα πρώτα βήματα στην πίστα, δίνοντας την δυνατότητα σε κάποιον να μην κάνει πολλά έξοδα και να έχει ένα ελαστικό που θα το φορά και στην βροχή με πολύ καλή απόδοση στο βρεγμένο.

Για όλες τις ώρες…

Βροχή δεν είχαμε, όπως επίσης και την ειδική πίστα της Goodyear που συνήθως η Dunlop μας την γεμίζει με νερό για να δοκιμάσουμε εκεί την απόδοση των ελαστικών της. Είχαμε όμως μία υδροφόρα κι ένα σαλιγκάρι με κορύνες που μπορούσαμε να κάνουμε ασκήσεις τύπου Gymkhana, πράγμα που δεν το λες δοκιμή στο βρεγμένο αλλά σίγουρα μπορείς να φρενάρεις δυνατά και να ανοίξεις απότομα το γκάζι μετρώντας αντιδράσεις. Η αρχική εντύπωση είναι πολύ θετική, βλέποντας τον πίδακα του νερού που εκτοξεύεται μακριά, από την νέα χάραξη που κάνει εξαιρετικά την δουλειά της!

Για να πετύχει αυτό τον συνδυασμό, η Dunlop άπλωσε στο σχεδιαστικό τραπέζι ολόκληρη την φαρέτρα της με τεχνολογίες και επιτεύγματα και προσπάθησε να μην αφήσει την γκιλοτίνα του προϋπολογισμού να κόψει πολύ από το τραπεζομάντιλο. Το Sportsmart mk3 ενσωματώνει πράγματα που δεν τα έχουμε ξανά δει σε ελαστικό της κατηγορίας του, από τον JLB σκελετό με συνεχόμενο νήμα αραμιδίου, πράγμα που ναι δεν είναι καινούριο, αλλά εδώ το βλέπουμε να συνδυάζεται με την τεχνολογία CTCS, που σημαίνει πως ο σκελετός αντιδρά διαφορετικά στο κέντρο από ότι στο πλάι του ελαστικού. Ταυτόχρονα το DFF εμπρός ελαστικό -Dynamic Front Formula- έχει γρήγορη γεωμετρία που σταδιακά προσφέρει αυξημένη επιφάνεια όσο η γωνία μεγαλώνει κι αυτό το καταφέρνει τόσο με την επιτηδευμένη σχεδίαση του ελαστικού, τόσο σε σχήμα όσο και σε υλικό. Ένα στάδιο τεχνογνωσίας που στην Dunlop έχει έρθει από την αγωνιστική εμπειρία. Πιο συγκεκριμένα: Αναπτύσσοντας το δικό τους λογισμικό προσομοιώσεων και τροφοδοτώντας το με τις δικές τους μετρήσεις, έχουν ένα από τα καλύτερα εργαλεία για να σχεδιάσουν ελαστικά και σε αυτό στήριξαν και την εξέλιξη της νεότερης πρότασής τους στην Hypersport κατηγορία.

Δεν ισχύουν παλιοί κανόνες

Χρόνια τώρα η Dunlop έχει καταφέρει επίσης να χρησιμοποιήσει το πυρίτιο με τρόπους που μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν ήταν εφικτό, αφαιρώντας πολλά από τα μειονεκτήματα. Το πυρίτιο το θέλεις για να ζεσταίνεται γρήγορα το ελαστικό και να έχεις καλή απόδοση στο βρεγμένο και μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν μπορούσε να ελέγξεις με ακρίβεια την θερμοκρασία ενός ελαστικού πλούσιο σε πυρίτιο. Με τελείως διαφορετική χημική σύσταση των ενώσεων όμως, μετά από μία μακρά πορεία έχουμε φέτος ένα ελαστικό με τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό!

Το Sportsmart mk3 σπάει εύκολα τα καθιερωμένα στα σπορ ελαστικά δρόμου, καθώς δεν υπακούει στους μέχρι τώρα κανόνες για τον συνδυασμό που μπορούσες να έχεις. Η απόδοση στο βρεγμένο θυσιαζόταν έναντι της σπορ συμπεριφοράς και της αντοχής στις υψηλές θερμοκρασίες με την χρήση που μπορεί να οδηγήσει σε αυτές, όπως είναι η πίστα. Τέτοιοι περιορισμοί πλέον δεν ισχύουν. Το Sportsmart mk3 ήρθε για να σπάσει τους κανόνες και το καταφέρνει γιατί η Dunlop το έχει λούσει σε ακριβή τεχνολογία που ξεχρεώθηκε από τα ακριβότερα ελαστικά της. Τα όρια για άλλη μία φορά, έχουν μετακινηθεί.

Εξαιτίας της νέας γόμας το σχήμα των αυλακώσεων μπορεί να αποκτήσει εγκοπές με πολλές γωνίες που παλιότερα θα έφερναν μείωση του ορίου ζωής. Είναι κι αυτός ένας από τους κανόνες που πλέον δεν ισχύει
 

Δοκιμή Daytona Winner 200: Αστικές περιπέτειες

Κανονική μοτοσυκλέτα με κόστος χρήσης παπιού
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

28/2/2022

Το Winner 200 της Daytona αποτελεί ουσιαστικά μια εναλλακτική πρόταση για όσους αναζητούν μια κανονική μοτοσυκλέτα με το κόστος και την ευκολία χρήσης ενός παπιού. Στη δοκιμή που αναδημοσιεύουμε από το τεύχος 622 του περιοδικού ΜΟΤΟ, αναλύουμε την προσωπικότητα του Winner 200 και τι μπορεί να προσφέρει πραγματικά σε όποιον το επιλέξει:

Χρειάζεται αρκετός χρόνος μέχρι να πεις την πλήρη ονομασία του Winner 200, αλλά ελάχιστος χρόνος συμβίωσης μαζί του για να εκτιμήσεις την εξαιρετική πρακτικότητά του μέσα στην πόλη

 

Μοτοσυκλετάκια σαν το Winner 200 υπάρχουν αρκετά στην αγορά, με παραπλήσιες επιδόσεις, παραπλήσιο εξοπλισμό και παραπλήσια τιμή. Από αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό, δηλαδή την τιμή τους, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η εμπορική σταδιοδρομία τους και όσο πιο κοντά είναι σε εκείνη των παπιών και των scooter των 125cc τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να επιτύχουν. Τα υπόλοιπα στοιχεία, δηλαδή οι επιδόσεις και ο εξοπλισμός, σπάνια λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη από τους υποψήφιους αγοραστές, διότι μια μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτα θα είναι πάντα μια “αργή μοτοσυκλέτα”, ασχέτως αν είναι πιο γρήγορη και δυνατή από οποιοδήποτε παπί ή scooter αντίστοιχου κυβισμού ή τιμής. Το πόσο λάθος είναι αυτή η προσέγγιση φαίνεται ξεκάθαρα στην περίπτωση του Winner 200 της Dymoto από την Daytona της EVOMOTO… ελπίζω να μην ξέχασα κάποιο όνομα. Το Winner 200 λοιπόν, κοστίζει 3.195€ και προσφέρει επιδόσεις, άνεση για δύο άτομα και δυνατότητες φορτώματος που δύσκολα θα βρεις αλλού σε αυτά τα χρήματα.

Ο πραγματικός αντίπαλός του είναι το SYM NH-T 200 των 2.965€, που επίσης θα βρεις δίπλα στο Winner 200 στα καταστήματα του δικτύου της EVOMOTO. Η βασική διαφορά ανάμεσα στα δύο βρίσκεται στους τροχούς, με το Winner 200 να έχει tubeless ελαστικά 17” σε χυτές ζάντες αλουμινίου και το NH-T 200 να έχει συμβατικά ελαστικά 19” εμπρός / 17” πίσω σε ακτινωτές ζάντες με σιδερένια στεφάνια. Για να μην μπερδευτείτε από την σύγκριση και επειδή μοιάζουν πολύ σε εμφάνιση, να ξεκαθαρίσουμε πως οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν εντελώς διαφορετικά πλαίσια, κινητήρες, αναρτήσεις και κατασκευάζονται από διαφορετικά εργοστάσια. Στις μοτοσυκλέτες των 20.000€ τα 200€ δεν παίζουν κάποιο ρόλο, όμως όταν μιλάμε για μοτοσυκλέτες των 3.000€ και το ένα ευρώ αποκτά ιδιαίτερη αξία.

Όμως το Winner 200 έχει μια συνολικά ολοκληρωμένη προσωπικότητα που υπερκαλύπτει τα επιπλέον χρήματα που κοστίζει. Μόνο και μόνο τα tubeless ελαστικά στις δημοφιλείς διαστάσεις 110/70-17 εμπρός και 140/70-17 πίσω, σε απαλλάσσουν από τον πονοκέφαλο να ψάχνεις να βρεις εξειδικευμένο βουλκανιζατέρ μοτοσυκλετών για να σου αλλάξουν σαμπρέλα αν πάθεις λάστιχο, αφού επιδιορθώνονται με ένα απλό κορδόνι σε οποιοδήποτε βουλκανιζατέρ αυτοκινήτων. Επίσης το Winner 200 έχει ένα στιβαρό upside-down πιρούνι, που σε συνδυασμό με τις άκαμπτες χυτές ζάντες αλουμινίου και το μικρότερο ύψος, προφέρουν πιο ομοιογενή και προβλέψιμη συμπεριφορά. Σε καμία περίπτωση δεν αποκαλείς το Winner 200 “σπορ μοτοσυκλέτα” και τα περιθώρια κλίσης στις στροφές είναι μικρά, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ασφαλές και δεν εμφανίζει περίεργες αντιδράσεις, ούτε πρόκειται να κάνει κάτι που δεν το περιμένεις.

Επίσης τα φρένα του έχουν αρκετή δύναμη και καλή αίσθηση, όπως καλό για τα δεδομένα της τιμής και των επιδόσεων του Winner 200 είναι το ABS, που σπάνια θα επέμβει αδικαιολόγητα και τις περισσότερες φορές επαναφέρει άμεσα τη δύναμη πέδησης, εξασφαλίζοντας λογικές αποστάσεις ακινητοποίησης στην άθλια ελληνική άσφαλτο. Αντιστοίχως οι αναρτήσεις καταφέρνουν να διατηρούν αξιοπρεπή επίπεδα άνεσης, χωρίς να είναι υπερβολικά μαλακές, ενώ η παρουσία δεύτερου ατόμου στη σέλα δεν προκαλεί ανεπιθύμητες μετατοπίσεις στο βάρος, οπότε το Winner 200 διατηρεί τη σταθερότητα και τα δυναμικά χαρακτηριστικά του αναλλοίωτα, παρά το επιπλέον βάρος του συνεπιβάτη στον πίσω άξονα. Γενικά ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του Winner 200 στην κατηγορία του είναι η ευρυχωρία του. Η σέλα έχει λογική απόσταση από το έδαφος (805mm) και η απόσταση των μαρσπιέ από τη σέλα είναι πολύ μεγάλη (560mm) οπότε όσο ψηλός κι αν είσαι θα βολευτείς με άνεση και αν είσαι κοντός θα πατάς εύκολα στο έδαφος. Εξίσου φιλόξενη είναι η σέλα για τον συνεπιβάτη λόγω του μεγάλου μήκους της που τον κρατά σε λογική απόσταση από τον αναβάτη και λόγω της μικρής υψομετρικής διαφοράς της που κάνει εύκολη τη διαδικασία ανέβα-κατέβα, τόσο για τον συνεπιβάτη όσο και για τον αναβάτη. Η πρακτικότητα του Winner 200 τονίζεται ακόμα περισσότερο από την μεταλλική σχάρα, που επίσης έχει γενναιόδωρο μέγεθος και είναι εύκολο να δέσεις πάνω της ογκώδη αντικείμενα ή να βάλεις μια μεγάλη μπαγκαζιέρα.

Αέρα στα πανιά μας!

Ένα από τα μεγαλύτερα παράπονα που έχουμε από τις μικρές μοτοσυκλέτες που έχουν σχεδιαστεί κυρίως για τις ασιατικές αγορές είναι η υπερβολικά κοντή τελική σχέση μετάδοσης. Δεν ξέρουμε πώς χρησιμοποιούν εκεί τις μοτοσυκλέτες τους, αλλά θα πρέπει να τις έχουν για να ρυμουλκούν καράβια ή για να κάνουν Trial. Είναι τόσο κοντά γραναζωμένες που ο κινητήρας τους χτυπάει κόφτη με έκτη σε ανηφόρα. Φυσικά μια τόσο κοντή μετάδοση έχει επιπτώσεις στην κατανάλωση και σε αναγκάζει να αλλάζεις όλες τις ταχύτητες πάνω-κάτω από φανάρι σε φανάρι, ακόμα κι αν απέχουν μερικές δεκάδες μέτρα το ένα από το άλλο. Ευτυχώς στο Winner 200, όλες οι σχέσεις του κιβωτίου ταχυτήτων και η σχέση της τελικής μετάδοσης ταιριάζουν άψογα με τα χαρακτηριστικά λειτουργίας και απόδοσης του κινητήρα. Αυτό ισχύει τόσο με ένα, όσο και με δύο άτομα στη σέλα, οπότε το Winner 200 αισθάνεται άνετα σε κάθε δρόμο της πόλης, είτε ελίσσεται στο μποτιλιάρισμα, είτε κινείται για πολύ ώρα σε ανοιχτούς δρόμους ταχείας κυκλοφορίας.

Το πλεονέκτημα του Winner 200 είναι οι ζωηρές επιταχύνσεις εν κινήσει μεταξύ 60km/h-120km/h (στο κοντέρ) που κάνουν τον αναβάτη του να αισθάνεται ασφαλής όταν βρίσκεται ανάμεσα σε αυτοκίνητα στους ανοιχτούς δρόμους, καθώς βρίσκει αμέσως τον ρυθμό της κίνησης στην περίπτωση που σου κόψει κάποιος τη φόρα. Όπως είναι λογικό, στους ανοιχτούς δρόμους το γκάζι μένει πολύ ώρα τέρμα ανοιχτό όταν οδηγείς δίκυκλα μικρού κυβισμού και η κατανάλωση είναι μεγαλύτερη σε σχέση με την οδήγηση στο κέντρο της πόλης. Έτσι με δύο άτομα στη σέλα και πολύωρη οδήγηση με πάνω από 100km/h στο κοντέρ, η κατανάλωση του Winner 200 μπορεί να σπάσει το φράγμα των 4 λίτρων για κάθε 100 χιλιόμετρα, αλλά οδηγώντας μέσα στο κέντρο της πόλης πέφτει εύκολα στο επίπεδο των 3-3,5 λίτρων για κάθε 100 χιλιόμετρα. Σε συνδυασμό με το μεγάλο ρεζερβουάρ των 14 λίτρων, η μέση αυτονομία πλησιάζει τα 400 χιλιόμετρα! Σοβαρό πλεονέκτημα για όσους ζουν σε νησιά, στην επαρχία ή δεν τους αρέσει να επισκέπτονται τα βενζινάδικα κάθε τρεις και λίγο όπως συμβαίνει με τα παπιά. Με τις αξιοπρεπέστατες επιδόσεις του κινητήρα, την μεγάλη αυτονομία και την ευρύχωρη σέλα για δύο άτομα, το Winner 200 σου επιτρέπει να κάνεις εξορμήσεις εκτός των τειχών της πόλης και να καλύψεις ευχάριστα μεγάλες αποστάσεις μέσω επαρχιακών δρόμων.

Καλοδεχούμενο

Το Winner 200 είναι ένα από τα πιο χρηστικά, πρακτικά και ευχάριστα στην καθημερινή συμβίωση εντός πόλης μοτοσυκλετάκια που έχουμε οδηγήσει το τελευταίο διάστημα. Βασικά του πλεονεκτήματα είναι οι χώροι για δύο άτομα και η δυνατότητα του κινητήρα του να μεταφέρει αυτά τα δύο άτομα με ασφάλεια σε κάθε είδους δρόμο εντός και στα πέριξ των μεγαλουπόλεων. Ως εκ τούτου, αν η οδήγηση με δεύτερο άτομο στη σέλα είναι προτεραιότητα για εσένα ή αν είσαι ψηλός και σωματώδης, το Winner 200 είναι από τις πιο κατάλληλες μικρές μοτοσυκλέτες για εσένα.

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                                                          Dymoto by Daytona Winner 200

Αντιπρόσωπος:

EVOMOTO

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ

Μήκος (mm):

2.125

Ύψος (mm):

1.300

Μεταξόνιο (mm):

-

Απόσταση από το έδαφος (mm):

170

Ύψος σέλας (mm):

805

Ίχνος (mm):

-

Γωνία κάστερ (˚):

-

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

570

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

560

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

830

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

500

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

167kg

(χωρίς καύσιμο: 156kg )

Πίσω

50,4%

Εμπρός

49,6%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

+1,8%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό

Πλάτος (mm):

812

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

-/163

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 1ΕΕΚ και 4 βαλβίδες

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

 x

Χωρητικότητα (cc):

189

Σχέση συμπίεσης:

11:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

16,5/8.000

Ροπή (kg.m/rpm):

1,6/6.000

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

87,3

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός της Bosch

Σύστημα εξαγωγής:

1 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Με γρανάζια/-

Τελική μετάδοση / σχέση:

Με αλυσίδα/-

 

 

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Ρύθμιση βαλβίδων (km):

Έλεγχος κάθε 12.000

Αλλαγή λαδιού (km):

Στα πρώτα 1.000 και κάθε 3.000

Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):

1,7/1,6

Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):

Χάρτινο/ Στα πρώτα 1.000 και κάθε 3.000

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

4,01

28,55

0-100

13,33

232,12

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

km/h

0-400

19,14

115,65

0-1.000

36,44

126,49

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

14,38

419,87

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

7,8/135,48

9,56/161,5

13,44/224,93

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

3,1

67,65

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

-

-

Πραγματικά

11,14

11,94

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ένα αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

4 x 17

Ελαστικό:

140/60-17

ΦΡΕΝΟ

Ένας δίσκος 220mm με δαγκάνα ενός εμβόλου με ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Οθόνη LCD με ενδείξεις για ταχύτητα/στροφές/ώρα/επιλεγμένη σχέση/μερικό και ολικό χιλιομετρητή/ στάθμη καυσίμου. Ενδεικτικές λυχνίες για φλας/μεγάλη σκάλα φωτών/ρεζέρβα/μπαταρία. ABS, LED φώτα, θύρα USB.

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ανεστραμμένο πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

117/37

Ρυθμίσεις:

-

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3 x 17

Ελαστικό:

110/70-17

ΦΡΕΝΟ

Ένας δίσκος 276mm με δαγκάνα δύο εμβόλων με ABS

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

14/6.600

Ροπή (kg.m/rpm):

1,6/5.100

Πολύ κοντά στις υποσχέσεις του εργοστασίου η πραγματική ιπποδύναμη και ροπή του κινητήρα. Μάλιστα οι καμπύλες του κορυφώνονται πιο χαμηλά απ’ ότι λένε τα εργοστασιακά στοιχεία. Σε συνδυασμό με τις ταιριαστές σχέσεις στο κιβώτιο ταχυτήτων, το Winner 200 έχει πολύ καλές επιταχύνσεις εν κινήσει.

 

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

3,5

Ελάχιστη

3

Μέγιστη

5

Αυτονομία (km):

411

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

-

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

14/-