Δοκιμή: Honda VFR 800 X Crossrunner 2016-2018

Κι ο άγιος φοβέρα θέλει
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

7/8/2018

Η παταγώδης εμπορική αποτυχία του προηγούμενου Crossrunner ανάγκασε την Honda να αφήσει στην άκρη τις αμπελοφιλοσοφίες και να σχεδιάσει από την αρχή ένα πολύ σοβαρό ανταγωνιστή στην κατηγορία των μεσαίων μοτοσυκλετών γενικής χρήσης. Το νέο VFR 800XCrossrunner είναι πλέον μια εντελώς διαφορετική μοτοσυκλέτα που αξίζει την προσοχή μας

Στην παρουσίαση του πρώτου Crossrunner στη Malaga της Ισπανίας, καθόμασταν είκοσι δημοσιογράφοι σε μια αίθουσα ξενοδοχείου και κοιτάγαμε με αμηχανία τους ανθρώπους της Honda να μας δείχνουν βίντεο όπου σε ένα πάρκινγκ, ένα αστυνομικό VFR750 δεύτερης γενιάς έκανε περίτεχνους ελιγμούς ανάμεσα σε κορύνες. Για να το ανεβάσεις στο YouTube και να μαζέψεις like ήταν μια χαρά. Όμως, για να βασίσεις πάνω σε αυτό το βίντεο ολόκληρο το concept μια καινούριας μοτοσυκλέτας ήταν τουλάχιστον ριψοκίνδυνο. Η πρώτη γενιά του Crossrunner πούλησε παγκοσμίως με το ζόρι 5.000 κομμάτια στα τρία χρόνια παραγωγής της και πρέπει να είναι συγκριτικά η μεγαλύτερη εμπορική αποτυχία στην ιστορία της Honda, αν σκεφτείς ότι το ανταγωνιστικό Yamaha TDM 900 πούλησε τόσα μόνο στην Ελλάδα.

Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτό δεν χρειάζονται ανάλυση. Πανάκριβη, φτωχά εξοπλισμένη, με παράξενη θέση οδήγησης, βαριά και κυρίως με περιορισμένες δυνατότητες χρήσης. Όλα, μα όλα αυτά τα προβλήματα έχουν εξαφανιστεί ή διορθωθεί στο νέο μοντέλο, που πραγματικά είναι άδικη οποιαδήποτε σύγκριση με το παλιό. Αρκεί να κάνεις μερικά μέτρα πάνω στην σέλα του νέου Crossrunner για να αντιληφθείς ότι πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική μοτοσυκλέτα.

 

Φετιχιστική ποιότητα

Όπως το παλιό, έτσι και το καινούριο Crossrunner συνεχίζει να κατασκευάζεται στην Ιαπωνία. Παρ' όλα αυτά, η νέα σχεδίαση και τα νέα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί, έχουν αναβαθμίσει σε τέτοιο βαθμό την συνολική ποιότητα αυτής της μοτοσυκλέτας, που ξεφεύγει από τα δεδομένα των σύγχρονων μοτοσυκλετών. Όλοι οι αρμοί των πλαστικών έχουν ομοιόμορφο και απειροελάχιστο διάκενο.Τα φτηνά σε όψη μαύρα πλαστικά του παρελθόντος έχουν αντικατασταθεί με σαγρέ γκρι μεταλλικής απόχρωσης και η ποιότητα βαφής των γυαλιστερών επιφανειών έχει βάθος. Η μοτοσυκλέτα αστράφτει και γυαλίζει, δείχνοντας πολύ πιο ακριβή όταν την κοιτάς από μακριά και θα σε εντυπωσιάσει ακόμα περισσότερο αν αρχίσεις να την παρατηρείς με μεγεθυντικό φακό. Πρέπει να είναι η πιο καλοφτιαγμένη μοτοσυκλέτα που κατασκευάζεται σήμερα. Λεπτή χαμηλά και πιο ογκώδης ψηλά, έχει αποκτήσει μια αρρενωπή μυώδη σιλουέταπου γίνεται εντυπωσιακή όταν την βλέπεις από εμπρός, χάρη στη γαλάζια απόχρωση των led προβολέων της και στα μόνιμα αναμμένα πορτοκαλί led φλας στους καθρέπτες. Η μετακόμιση των ψυγείων από το πλάι και η νέα εξάτμιση, επιτρέπουν πλέον να αναδειχθεί περισσότερο ο V4 κινητήρας και ο σχεδιασμός του pivotless αλουμινένιου πλαισίου, όπως και η ομορφότερη πίσω ζάντα που δένει στο μονόμπρατσο ψαλίδι. Η συνολικά αναβαθμισμένη ποιότητα και ο νέος σχεδιασμός, έχουν κάνει το νέο Crossrunner να δείχνει hi-end. Το ίδιο κάνει και ο πλούσιος εξοπλισμός του.

Τα φτωχικά μακρόστενα "σκουτερίσια" όργανα του προηγούμενου μοντέλου, έχουν δώσει την θέση τους σε μια μεγάλη ορθογώνια οθόνη LCD υψηλής ανάλυσης. Μάλιστα, είναι η μοναδική ψηφιακή οθόνη πάνω σε μοτοσυκλέτα που όταν πέφτει κάθετα το φως του ήλιου πάνω της, η ευκρίνειά της βελτιώνεται! Το traction control είναι ρυθμιζόμενο, οι δαγκάνες των φρένων ακτινικές από το CBR 600RR, η προφόρτιση του αμορτισέρ υδραυλική, η σέλα ρυθμίζεται σε ύψος, υπάρχουν ενσωματωμένες βάσεις στήριξης για βαλίτσες στο υποπλαίσιο, οι χειρολαβές του συνεπιβάτη είναι αλουμινένιες και τα φλας απενεργοποιούνται αυτόματα. Στο ίδιο επίπεδο κορυφαίας ποιότητας βρίσκονται τα πάντα πάνω της. Ειδικά όταν κάτσεις στην σέλα της και αρχίσεις να την οδηγείς, η προσλαμβάνουσα ποιότητα λειτουργίας από κάθε τι που αγγίζεις ή χειρίζεσαι φτάνει στα ουράνια.

Οτιδήποτε κινείται ή περιστρέφεται σε αυτή την μοτοσυκλέτα μοιάζει να έχει κατασκευαστεί με προδιαγραφές χειρουργικού εργαλείου. Μανέτες, λεβιέδες κιβωτίου ταχυτήτων και πίσω φρένου, διακόπτες, κούμπωμα σέλας, όλα τους έχουν αυτό το χαρακτηριστικό σφιχτό "κλικ" των εργαλείων ακριβείας. Δεν υπάρχει κάτι που να μην σου δίνει την αίσθηση μηδενικών ανοχών και σε κάνει να πιστεύεις ότι μετά από σαράντα χρόνια θα δουλεύουν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Όλα αυτά ίσως σας κάνουν να πιστέψετε (δικαίως…) ότι το νέο Crossrunner θα κοστίζει μια περιουσία, αφού το προηγούμενο μοντέλο που δεν είχε τίποτα σε εξοπλισμό και η ποιότητα κατασκευής ήταν τέτοια που ήθελες μισή μέρα για να κουμπώσεις την σέλα, έκανε πριν τέσσερα χρόνια €11.790.

Το Crossrunner δεύτερης γενιάς έχει 13.990€ (αυτή την εποχή έχει έκπτωση 2000€ που διαμορφώνει την τελική τιμή του στα 11.990€), μια τιμή που είναι λογική για τον εξοπλισμό του και για την ποιότητα κατασκευής του.

 

Επί του πρακτέου

Όλα αυτά τα ωραία δεν θα είχαν μεγάλη αξία αν δεν είχαν γίνει αντίστοιχου μεγέθους αλλαγές και στην χρηστική πλευρά της μοτοσυκλέτας. Για παράδειγμα, τα DN-01 και VFR 1200F/DCTξεχειλίζουν από ποιότητα και τεχνολογία όμως όταν τα φέρεις αντιμέτωπα με τις πραγματικές ανάγκες του Έλληνα μοτοσυκλετιστή, δείχνουν περισσότερο σαν conceptbikesπαρά σαν κανονικές μοτοσυκλέτες με χρηστική αξία. Το νέο Crossrunner δεν είναι καθόλου έτσι. Η νέα θέση οδήγησης, η μεγαλύτερη διαδρομή των αναρτήσεων και οι σημαντικές επεμβάσεις που έχουν γίνει στον κινητήρα, έχουν θετικό αντίκτυπο στην καθημερινότητά σου.

Τα 242 πραγματικά κιλά γεμάτη βενζίνη συνεχίζουν να είναι πολλά για μοτοσυκλέτα κάτω των 1000 κυβικών, όμως η νέα εργονομία και το καλοζυγισμένο πλαίσιο μειώνουν στο ελάχιστο αυτό το μειονέκτημα μόλις η μοτοσυκλέτα αρχίσει και κινείται. Μέσα στην πόλη το νέο Crossrunner είναι εντυπωσιακά ευέλικτο και παρά την βαριά αίσθηση στις μικρές ταχύτητες είναι εξαιρετικά δύσκολο να εγκλωβιστεί ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Το νέο τιμόνι είναι μεν φαρδύτερο από πριν, όμως χάρη στην απουσία κραδασμών από τον V4 κινητήρα έχει πολύ μικρά αντίβαρα στις άκρες του και επιτρέπουν στο Crossrunner να περνάει ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, σε σημεία που τα μεσαία scooter φρακάρουν. Το τιμόνι θέλει πάντα λίγο παραπάνω δύναμη στα χέρια, όπως και ο υδραυλικός συμπλέκτης που είναι μεν βαρύς αλλά με χειρουργική ακρίβεια και απόλυτα αναλογική αποσύμπλεξη. Η χαμηλή ζελατίνα δεν εμποδίζει το οπτικό σου πεδίο και τα νέα ακτινικά φρένα τις Tokico έχουν πολύ καλή αίσθηση στις χαμηλές ταχύτητες της πόλης. Μαζί με τα ακριβά ελαστικά της Pirelli (πρέπει να είναι η μοναδική ιαπωνική μοτοσυκλέτα που δεν φοράει "κουκουρούκου" λάστιχα από το εργοστάσιο) η πρόσφυση στους γυαλισμένους δρόμους των πόλεων είναι κορυφαία και το ABS σπάνια θα επέμβει.

Φυσικά, η μοναδικότητα του Crossrunner να έχει V4 κινητήρα με σύστημα VTEC στις βαλβίδες, το διαφοροποιεί ως εμπειρία οδήγησης από οποιαδήποτε άλλη μοτοσυκλέτα. Η δουλειά του VTEC στον κινητήρα του Crossrunner είναι να αλλάζει τα χαρακτηριστικά λειτουργίας πριν και μετά τις 6600 στροφές. Έως τις 6600 στροφές κινούνται μόνο οι δύο από τις τέσσερεις βαλβίδες σε κάθε κύλινδρο, οδηγούμενες από ένα ήπιου χρονισμού προφίλ εκκεντροφόρων. Από τις 6600 στροφές και πάνω, η πίεση του λαδιού στον κινητήρα "ξεκλειδώνει" και τις άλλες δύο βαλβίδες, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα το δεύτερο πιο "άγριο" προφίλ εκκεντροφόρων. Θεωρητικά, αυτό βοηθάει την ροπή και την ομαλότητα στις χαμηλές στροφές, ενώ ψηλά βελτιώνεται η αναπνοή του κινητήρα. Η αξιοπιστία του συστήματος είναι τέτοια , που στους 1.000.000 κινητήρες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών που το έχει χρησιμοποιήσει η Honda μέχρι σήμερα, ΚΑΝΕΝΑ δεν παρουσίασε δυσλειτουργία ΠΟΤΕ, σύμφωνα με την ιαπωνική εταιρεία. Στην πράξη, στις χαμηλές στροφές ο V4 του Crossrunner συμπεριφέρεται σαν δύο ενωμένους V2, με μια γλυκιά παροχή δύναμης που δικαίως χαρακτηρίζεται από πολλούς ως βελούδινη. Μπορείς να κινείσαι όλη μέρα μεταξύ 2000-6000 στροφών, τόσο μέσα στην πόλη όσο και στους περιφερειακούς δρόμους με ταχύτητες άνω των 120 χιλιομέτρων και μάλιστα σε αρκετά σβέλτο ρυθμό. Επίσης, η μέση κατανάλωση με τέτοιου είδους οδήγηση είναι τόσο μικρή, που μπορεί να πέσει ακόμα και κάτω από τα 6 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα.

Η νέα εργονομία της θέσης οδήγησης έχει φέρει τα μαρσπιέ πιο μπροστά και το τιμόνι πιο κοντά στο σώμα σου, με αποτέλεσμα θα κάθεσαι σε μια φυσιολογική και ξεκούραστη θέση, αρκεί να έχεις βιδώσει την σέλα στην χαμηλή θέση. Αυτό είναι το πιο κραυγαλέο σημείο όπου φαίνονται οι αμαρτίες του προηγούμενου μοντέλου. Καθώς το παλιό Crossrunnerείχε μια μονοκόμματη σέλα, δεν υπήρχε μηχανισμός για ρύθμιση του ύψους της. Η εκ των υστέρων τοποθέτηση της ρυθμιζόμενης σέλας είναι εντελώς απλοϊκή, με δύο λαμάκια στο πίσω μέρος της να την ανασηκώνουν για δύο πόντους.

Με άλλα λόγια, ρυθμίζεις την κλίση της σέλας και όχι το ύψος της. Έτσι, φρενάροντας στο τέταρτο διαδοχικά φανάρι μέσα στην πόλη το σώμα σου έχει γλιστρήσει τόσο κοντά στο ρεζερβουάρ, που οτιδήποτε υπάρχει ανάμεσα στα πόδια σου έχει γίνει από στρογγυλό επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και αν μείνεις πάνω στην σέλα για περισσότερα από τριάντα λεπτά. Στην χαμηλή θέση, η σέλα είναι επίπεδη και το πρόβλημα εξαφανίζεται.

 

Από 6600 και πάνω

Όσο κρατάς τις στροφές του κινητήρα κάτω από τις 6600, το Crossrunnerείναι μέλι. Τι μέλι, βασιλικός πολτός είναι! Η ανυπέρβλητη κατασκευαστική ποιότητά της είναι απίστευτα γοητευτική. Εκεί που αρχίζει να διχάζει τις απόψεις είναι όταν ο V4 ξεπεράσει τις 6600 στροφές και το VTEC ενεργοποιήσει όλες τις βαλβίδες του θαλάμου καύσης. Λόγω της φιμωμένης εξάτμισης, ο χαρακτηριστικός στριγκός ήχος των V4 απουσιάζει και το μόνο που ακούς είναι τους μεταλλικούς θορύβους που κάνουν οι βαλβίδες όταν κοπανάνε στις έδρες τους. Παρά το γεγονός ότι έχουν εξαφανίσει εντελώς το ενοχλητικό σκαλοπάτι στην απόδοση όταν ο θάλαμος καύσης γίνεται τετραβάλβιδος από διβάλβιδος, εντούτοις η αλλαγή στον ήχο, που μοιάζει σαν κάποιος να πέταξε μια χούφτα στραγάλια μέσα στον κινητήρα, κάνει αντιληπτή την μετάβαση.

Μετά τις 7500 στροφές προστίθεται στην μπάντα και το "ρούφηγμα" αέρα από το φιλτροκούτι που βελτιώνει αρκετά την χροιά του ήχου, θυμίζοντας Kawasaki Versys 650. Κρατώντας τις στροφές του κινητήρα πάνω από τις 7500, το Crossrunner αρχίζει να τρέχει πραγματικά πολύ γρήγορα και φανερώνει ένα ακόμη εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του: Την κορυφαία σταθερότητά του στις υψηλές ταχύτητες που δεν έχει καμία άλλη μοτοσυκλέτα του άμεσου ανταγωνισμού. Βιδωμένη στην άσφαλτο δεν χαμπαριάζει από τίποτα και οι δυνατές ριπές πλάγιων ανέμων την άφηναν παγερά αδιάφορη. Η αεροδυναμική της μοτοσυκλέτας είναι πραγματικά άψογη σε ότι αφορά την συμπεριφορά της στις υψηλές ταχύτητες. Από την άλλη μεριά όμως, η χαμηλή ζελατίνα απλώς εξομαλύνει την ροή του αέρα και δεν τον διώχνει εντελώς από το πάνω μέρος του σώματος. Σε ταχύτητες άνω των 150km/h το κράνος σου θα πρέπει να αντιμετωπίσει μόνο του την δύναμη του αέρα και αν είσαι πάνω από 1,80 μέτρα καλό είναι να βάλεις μια πιο μεγάλη ζελατίνα, αφού αυτή που έχει δεν ρυθμίζεται σε ύψος. Γενικά το Crossrunner δεν είναι μια μοτοσυκλέτα που έχει σχεδιαστεί για ταξίδια μεγάλων αποστάσεων. Άλλωστε και η ίδια η Honda μιλάει για καθημερινή χρήση στην πόλη και εξορμήσεις του Σαββατοκύριακου σε ορεινούς δρόμους.

Χαρακτηριστική είναι η έλλειψη ένδειξης της αυτονομίας από τον ψηφιακό πίνακα οργάνων, παρά το γεγονός ότι έχει ξεχωριστές ενδείξεις για την μέση κατανάλωση σε κάθε ένα από τα δύο trip και υπολογίζει την μέση ωριαία ταχύτητα. Αυτό δείχνει ότι μάλλον οι δοκιμαστές τις Honda δεν έκαναν ποτέ κάποιο μακρινό ταξίδι κατά την διάρκεια εξέλιξης του Crossrunner. Επίσης, το μέγεθος και το σχήμα της σέλας είναι προσανατολισμένα στην σωστή τοποθέτηση τους σώματος του αναβάτη και του συνεπιβάτη για οδήγηση σε επαρχιακούς δρόμους με στροφές και όχι για να κάθονται για ώρες ακίνητοι αρμενίζοντας στις πελώριες ευθείες των εθνικών οδών. Αυτό δεν σημαίνει ότι το νέο Crossrunner αντιπαθεί τις εθνικές οδούς, αφού όπως ήδη είπαμε έχει κορυφαία σταθερότητα και η δύναμη του τετρακύλινδρου Vκινητήρα επιτρέπει την διατήρηση ταχυτήτων μεταξύ 180-200 στο κοντέρ εύκολα. Η πραγματική του τελική είναι 207 που στο ψηφιακό κοντέρ μεταφράζονται σε 227km/h. Οι επιταχύνσεις από στάση και μέχρι τα 180 χιλιόμετρα την ώραείναι εφάμιλλες με του κατά 13 ίππους δυνατότερου YamahaTracer, πετυχαίνοντας 3,2'' για τα 0-100km/h (Tracer 3,4'') και 11,4'' για τα 0-400 μέτρα (Tracer 11,2''). Όπως και το Yamaha, το Crossrunner χρειάζεται να απενεργοποιήσεις το traction control για να πετύχεις την καλύτερη δυνατή εκκίνηση. Είτε στην θέση 2 είτε στην θέση 1, το tractioncontrolτης Honda επεμβαίνει πρόωρα, πολύ πριν υπάρξει πραγματική διαφορά ταχύτητας ανάμεσα στον εμπρός και τον πίσω τροχό. Καθώς δεν υπάρχει τροφοδοσία ridebywire, η δύναμη του κινητήρα μειώνεται μέσω της ηλεκτρονικής PGM-FI. Αν εξαιρέσουμε την πρόωρη επέμβασή του, ο τρόπος που το κάνει είναι τόσο γλυκός και ομαλός, που βάζει τα γυαλιά σε θεωρητικά πιο εξελιγμένα συστήματα αντιπάλων του. Σε αυτό το σημείο όμως θα διαφωνήσουμε με τον συνεργάτη μας AlanCathcart που αμφισβήτησε την χρησιμότητα των δύο διαφορετικών προγραμμάτων ευαισθησίας του tractioncontrol. Εδώ στην Ελλάδα που οι δρόμοι σε κάποια σημεία γλιστρούν σαν να έχουν λάδια, η θέση δύο του tractioncontrol με τον υψηλό βαθμό ευαισθησίας δημιουργούσε πρόβλημα στο να ξεκινήσεις την μοτοσυκλέτα, όχι μόνο κατά την διαδικασία των μετρήσεων αλλά και σε περιπτώσεις όπως η εκκίνηση σε ανηφόρα. Το tractioncontrol στην θέση 2 είναι τόσο παρεμβατικό, που κάποιες φορές η μοτοσυκλέτα δεν ξεκινούσε καν από στάση! Η θέση 1 είναι η καλύτερη δυνατή επιλογή από θέμα ασφάλειας και σπάνια θα σε ενοχλήσει.

Η πλήρης απενεργοποίηση του traction control είναι εύκολη και θα έπρεπε να την αντιγράψουν όλοι οι κατασκευαστές, αφού δεν χρειάζεται να έχει πτυχίο από το MIT για να την βρεις μέσα σε κάποιο δαιδαλώδες μενού, όπως στα KTM, Ducati και BMW. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι η απενεργοποίησή του δεν έχει κανένα νόημα, αφού πέρα από τις μετρήσεις επιταχύνσεων δεν ωφελεί σε κάτι άλλο. Αν σκέφτεστε τις σούζες καλύτερα ξεχάστε το, διότι οι συμπλέκτες της Hondaδεν αντέχουν τα βάρβαρα πατιναρίσματα. Είναι το αντίτιμο που πληρώνεις για την ομαλή, προοδευτική και αθόρυβη λειτουργία τους.

 

Ο ορισμός του σπορτίφ

Κάτω από το Crossrunner κρύβονται τα μηχανικά μέρη μιας σπορ μοτοσυκλέτας και αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό κάθε φορά που ανοίγεις γενναία το γκάζι σε δρόμους με στροφές. Παρά την αύξηση της διαδρομής των αναρτήσεων και την πιο ήπια ρύθμιση της τροφοδοσίας, το Crossrunnerέχει μια γνήσια σπορ συμπεριφορά στη γρήγορη και επιθετική οδήγηση. Η όρθια θέση οδήγησης και η αύξηση της ωφέλιμης διαδρομής των αναρτήσεων, όχι μόνο δεν υποβαθμίζουν την συμπεριφορά της, αλλά αντιθέτως έρχονται να προσθέσουν επιπλέον πλεονεκτήματα. Στιβαρή, καλοζυγισμένη και με έναν στριτάδικο κινητήρα που κρατάει με άνεση υψηλές στροφές, ορμάει στις στροφές του δρόμου με φόρα και αδιαφορεί για την μέτρια κατάσταση του οδοστρώματος. Τα ποιοτικά ελαστικά και οι αναρτήσεις που καταπίνουν μεγάλες ανωμαλίες χωρίς να τερματίζουν, μαζί με το ψηλό τιμόνι που διευκολύνει τις απότομες αλλαγές πορείας, σε βοηθούν να κρατάς έναν πολύ γρήγορο ρυθμό στους επαρχιακούς δρόμους χωρίς να ιδρώνεις. Τα φρένα έχουν πολύ καλή αίσθηση και επαρκή δύναμη για τους γλιστερούς δρόμους, αποτρέποντας την συχνή επέμβαση του ABS.

Μόνο πάνω σε πολύ καλής ποιότητας άσφαλτο θα ήθελες περισσότερη δύναμη και πιο καθυστερημένη επέμβαση του ABS, όμως τέτοιοι δρόμοι σπανίζουν στην χώρα μας. Μπορεί να του λείπει η ανάλαφρη αίσθηση που έχουν στο στροφιλίκι οι άμεσοι ανταγωνιστές της, όμως σε αποτελεσματικότητα και ταχύτητα παίζει με τους κορυφαίους, ανεξαρτήτως τιμής και κατηγορίας. Δυστυχώς, η σπορ οδήγηση του Crossrunner συνοδεύεται από μια υψηλή κατανάλωση βενζίνης, καθώς το μακρύ κιβώτιο και η έλλειψη ζωντάνιας μεταξύ 5.500 και 7.000 στροφών, σε αναγκάζουν να κρατάς τον κινητήρα συνεχώς πάνω από αυτή την περιοχή, στέλνοντας την μέση κατανάλωση πάνω από τα 15 λίτρα ανά 100 χιλιόμετρα. Η Hondaμιλάει για κατανάλωση 5,3 λίτρων ανά 100 χιλιόμετρα, που σε συνδυασμό με το ρεζερβουάρ των 20,8 λίτρων βγάζουν 390 χιλιόμετρα αυτονομία. Στην πραγματική ζωή το λαμπάκι της ρεζέρβας θα ανάψει πριν συμπληρώσεις 220 χιλιόμετρα μεικτής οδήγησης. Με ανοιχτό το γκάζι δεν θα προλάβεις καν να διανύσεις 200 χιλιόμετρα, ενώ με τον κινητήρα να μην ξεπερνάει τις 6500 στροφές θα ξεπεράσεις άνετα τα 250.

Αυτή η μεγάλη διακύμανσηστην κατανάλωση υπογραμμίζει και την διπλή προσωπικότητα αυτού του κινητήρα που εν τέλει διαμορφώνει και την συνολική προσωπικότητα ολόκληρης της μοτοσυκλέτας.

Ψαγμένη εναλλακτική

Ο μεγαλύτερος αντίπαλος του νέου Crossrunner είναι το αμαρτωλό παρελθόν του προηγούμενου μοντέλου. Όμως, μια βόλτα με το νέο μοντέλο είναι αρκετή για να καταλάβεις ότι πλέον η Honda έφτιαξε έναν πραγματικό ανταγωνιστή σε αυτή την νέα κατηγορία μοτοσυκλετών που δημιουργείται τα τελευταία χρόνια και ουσιαστικά ήρθε για να καλύψει το κενό που άφησαν οι μεσαίες sport-touring (Kawasaki ZZ-R 600, Honda CBR 600F, Suzuki GSX-F). Φυσικά το ερώτημα είναι αν μπορεί να ανταγωνιστεί το YamahaTracer.Η απάντηση είναι ναι, υπό την έννοια ότι προσφέρει μια διαφορετική προσέγγιση. Είναι μια πραγματική αντιπρόταση, προβάλλοντας την ποιότητα κατασκευής και υλικών ως το κύριο χαρακτηριστικό της. Όποιους τους ενδιαφέρει αυτό, μπορούν να καταλάβουν γιατί κάνει 2.840 ευρώ (μόλις 840€ όσο διαρκεί η έκπτωση των 2000€)  ακριβότερα από το Yamaha. Σε κάθε περίπτωση, αν τριγυρνάς στα μαγαζιά ψάχνοντας για τέτοιας κατηγορίας μοτοσυκλέτα, πέρνα και από ένα της Honda και ζήτα για βόλτα το νέο Crossrunner, το "καλό".

 

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           

Αντιπρόσωπος:

Αφοι Σαρακάκη ΑΕΒΜΕ

Τιμή:

13.990

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ

Μήκος (mm):

2.190

Ύψος (mm):

1.360

Μεταξόνιο (mm):

1.475

Απόσταση από το έδαφος (mm):

165

Ύψος σέλας (mm):

Ρυθμιζόμενη σε δύο θέσεις 815 min/ 835 max

Ίχνος (mm):

103

Γωνία κάστερ (˚):

26,3

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

650

Απόσταση σέλας -μαρσπιέ (mm):

500

Απόσταση μαρσπιέ- τιμονιού (mm):

900

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

460

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

 

242kg (χωρίς καύσιμο: kg )

Πίσω

51,2%

Εμπρός

48,8%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

0%

 

 

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο δύο δοκών Pivot-Less

Πλάτος (mm):

870

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

242kg / -

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, τετρακύλινδρος V90˚ υγρόψυκτος, με 4Β/ΚV-Tec

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

72 X 48

Χωρητικότητα (cc):

782

Σχέση συμπίεσης:

11,8:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

106/10.250

Ροπή (kg.m/rpm):

7,6/8.500

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

135,5

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

4-2-1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Με γρανάζια/

Τελική μετάδοση / σχέση:

Με αλυσίδα/

 

Σχέσεις

1η

 

2α

 

3η

 

4η

 

5η

 

6η

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Μονό αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

148

Ρυθμίσεις:

Υδραυλική προφόρτιση ελατηρίου / απόσβεση επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

5,5 Χ 17

Ελαστικό:

180/55-17(Pirelli Scorpion)

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Μονός δίσκος 256mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Οθόνη LCD με ενδείξεις για ταχύτητα, στροφές, ολικός και δύο μερικούς χιλιομετρητές, θερμοκρασία κινητήρα και περιβάλλοντος, μέση-στιγμιαία κατανάλωση, μέση ταχύτητα ταξιδιού, ρυθμίσεις tractioncontrol, θερμαινόμενα

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

145/43

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,5 Χ 17

Ελαστικό:

120/70-17 (Pirelli Scorpion)

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 310mm με ακτινικές δαγκάνες και ABS

 

   

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

1,20

10,00

0-100

3,20

53,00

0-150

6,60

175,00

0-200

27,20

716

0-250

-

-

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

km/h

0-400

11,40

184,,40

0-1.000

20,20

207,80

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

3,60

116,00

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

3,4/56

4,4/71

-

80-120

3,6/102

4,4/124

5,6/168

120-160

-

5,0/195

8,0/317

160-200

-

-

12,8/651

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

2,60

56,00

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

-

2,28

Πραγματικά

-

2,64

 

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

91,6/10.200

Ροπή (kg.m/rpm):

6,9/8.400

 

ΛΕΖΑΝΤΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Θεωρητικά το V-Tec χαρίζει ροπή χαμηλά και δύναμη ψηλά. Στην πραγματικότητα όμως απλώς χωρίζει την απόδοση του κινητήρα σε δύο φάσεις, αναγκάζοντας τον αναβάτη να επιλέξει μεταξύ βελούδινης, οικονομικής και ήπιας απόδοσης έως τις 6.600 στροφές ή δύναμη και επιταχύνσεις με αυξημένη κατανάλωση από εκεί και πάνω.

 

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

6,3

Ελάχιστη

5,2

Μέγιστη

15

Αυτονομία (km):

330

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

-

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

20,8/-

        

 

 

Δοκιμή Kymco Downtown 350i Noodoe: Ένα σκαλί πάνω

Με στόχο την καρδιά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2022

Το επανασχεδιασμένο Downtiwn 350i της Kymco με το σύστημα Noodoe έφερε πρώτο στην κατηγορία του την νέα εποχή της τεχνολογίας multimedia. Στη δοκιμή που αναδημοσιεύουμε από το τεύχος 594 του Περιοδικού ΜΟΤΟ αναλύουμε και τις ευρύτερες πτυχές της προσωπικότητάς του που η Kymco ισχυρίζεται πως θα σε κάνουν να το αγαπήσεις:

Συμπληρώνοντας τα 50 χρόνια της, η Kymco αποφάσισε να ανέβει ένα σκαλί πάνω στους τομείς των δυναμικών χαρακτηριστικών, των επιδόσεων και της τεχνολογίας. Το πρώτο δείγμα της νέας φιλοσοφίας, “Win My Hart”, ήταν φυσικά το AK 550 και από τότε συνεχίζει να μας εκπλήσσει ευχάριστα με κάθε καινούριο scooter που παρουσιάζει. Μέσα σε αυτό το πνεύμα αλλαγής κινείται και το ανανεωμένο Downtown 350i

 

Η Kymco ήταν πάντα μια εταιρεία που τα scooter της ακολουθούσαν το δόγμα του “value for money”. Για τα χρήματα που έδινες για να τα αγοράζεις, σχεδόν όλα τα μοντέλα της σε ικανοποιούσαν σε όλους τους τομείς. Κανένα πρόβλημα έως εδώ και θα μπορούσαν να συνεχίσουν πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία για πολλά χρόνια ακόμα. Όμως ο πρόεδρος που ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας λίγο πριν συμπληρώσει 50 χρόνια ιστορίας η Kymco, είναι νέος και φιλόδοξος. Ήθελε τα scooter της Kymco να κερδίζουν την καρδιά του ιδιοκτήτη τους. Να τα αγοράζει δηλαδή επειδή θα τα “γουστάρει” και όχι μόνο επειδή είναι “καλή αγορά”. Αυτό βέβαια δεν γίνεται από την μία μέρα στην άλλη και κυρίως δεν γίνεται αν το ίδιο το προϊόν δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτή την νέα φιλοσοφία. Είναι από τις περιπτώσεις που όσο κι αν φωνάζεις: “Αγαπήστε με!” κανείς δεν θα το κάνει αν πραγματικά δεν αξίζεις την αγάπη τους. Ευτυχώς η Kymco το γνωρίζει αυτό και φρόντισε να δώσει υπόσταση στο σύνθημα Win My Heart.

Προφανώς όταν ξεκινάς από μια λευκή κόλλα χαρτί, όπως στην περίπτωση του AK 550 και του X-citing 400i, είναι πιο εύκολο να φτιάξει ένα scooter που να ενστερνίζεται τη νέα φιλοσοφία σχεδιασμού. Όμως τα πράγματα γίνονται δύσκολα, όταν θα πρέπει να μεταλαμπαδεύσεις το πνεύμα της αλλαγής πορείας σε ένα ήδη επιτυχημένο μοντέλο σου, που ο κόσμος γνωρίζει τι να περιμένει από αυτό.  Σε αυτή την περίπτωση το ρίσκο αυξάνεται δυσανάλογα, διότι με μια μεγάλη αλλαγή μπορεί να χάσεις τους παραδοσιακούς πελάτες, χωρίς να είναι βέβαιο πως θα κερδίσεις νέους. Το νέο Downtown 350i σίγουρα έβαλε τους σχεδιαστές μπροστά σε αυτό το δίλλημα.

Με την πρώτη ματιά

Τα θετικά μηνύματα ξεκινούν από την πρώτη σου επαφή με το Downtown 350i πριν το καβαλήσεις. Το επίπεδο του φινιρίσματος, της συναρμογής και της βαφής των πλαστικών βρίσκονται σε αυτό που αποκαλούμε premium κατηγορία. Ο σχεδιασμός δεν ξεφεύγει από τις βασικές αρχές της κατηγορίας των touring μοντέλων, έχοντας μεγάλη μετωπική επιφάνεια, μεσαίου ύψους ζελατίνα, φαρδιά και μεγάλου μήκους δίπατη σέλα και φυσικά άφθονους αποθηκευτικούς χώρους.

Η εργονομία της θέσης οδήγησης είναι πάντα θέμα προς συζήτηση σε αυτού του είδους τα scooter, καθώς οι κατασκευαστές πρέπει να θυσιάσουν έναν τομέα για να κερδίσουν κάτι σε κάποιον άλλο. Μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους κάτω από την σέλα και ταυτόχρονα χαμηλού ύψους σέλα δεν γίνεται να έχεις. Κάποιοι κλέβουν αφρώδες από την σέλα, κάποιοι άλλοι μειώνουν τη χωρητικότητα του ρεζερβουάρ, κάποιοι άλλοι μειώνουν τις διαδρομές των αναρτήσεων. Ότι από τα παραπάνω κι αν διαλέξεις, στο τέλος τη νύφη θα την πληρώσει η άνεση.

Στην περίπτωση του Downtown 350i η Kymco κατάφερε να βάλει τουλάχιστον τα δύο από τα τρία καρπούζια κάτω από μια μασχάλη. Η άνεση είναι κορυφαία για αυτή την κατηγορία, με τις αναρτήσεις να έχουν επαρκέστατη ωφέλιμη διαδρομή και η σέλα διαθέτει πλούσιο αφρώδες υλικό. Την ίδια στιγμή, η απόσταση της σέλας από το έδαφος είναι μικρή, κάνοντας το Downtown 350i μία από τις καλύτερες επιλογές για όποιον έχει σωματικό ύψος κάτω από 1,70μ και θέλει χώρους για δύο κράνη κάτω από την σέλα. Η εργονομία της θέσης οδήγησης σε τοποθετεί σε μια τυπική για την κατηγορία στάση σώματος, όπου σε βολεύει περισσότερο να τεντώνεις τα πόδια σου εμπρός, παρά να σχηματίζουν ορθή γωνία με το δάπεδο της ποδιάς.

Γενικά το πάτωμα της ποδιάς είναι κάπως ψηλά τοποθετημένο και θα βολέψει μόνο τους μικρόσωμους αναβάτες. Αυτό δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα. Αντιθέτως είναι από τα βασικά πλεονεκτήματα του Downtown 350i, διότι δεν βρίσκεις εύκολα πλέον στην αγορά scooter με τόσο μεγάλο χώρο κάτω από την σέλα και ταυτόχρονα να πατάς με τα δύο πόδια κάτω στα φανάρια. Επίσης, δύσκολα θα βρεις σε αυτή την κατηγορία κυβισμού και τιμής, τόσο πλούσιο εξοπλισμό άνεσης. Το Downtown 350i του τεστ μας είναι η έκδοση με το ενσωματωμένο σύστημα πολυμέσων Noodoe και κοστίζει 5.595€, ενώ για όσους δεν είναι οπαδοί των smartphone και του… “ιντερνέτ” μπορούν να αγοράσουν την έκδοση που δεν έχει το Noodoe με τιμή 4.994€.

Κρίνοντας με βάση την τιμή, οι δύο εκδόσεις προσφέρουν κορυφαίο εξοπλισμό, που δεν βρίσκεις ούτε τα πιο ακριβά scooter αυτού του κυβισμού. Μάλιστα κάποια στοιχεία εξοπλισμού του Downtown 350i ήταν μέχρι σήμερα προνόμιο μόνο για όσους πλήρωναν πάνω από 10.000€. Για παράδειγμα οι ρυθμιζόμενες μανέτες, ο φωτιζόμενος χώρος κάτω από τη σέλα με μοκέτα για να μην γδέρνονται και να μην κοπανάνε τα πράγματα που βάζεις μέσα, είναι μεν αυτονόητα, όμως δεν τα βρίσκεις εύκολα σε αυτή την τιμή. Πολύ περισσότερο δεν βρίσκεις scooter με σύστημα πολυμέσων σαν το Noodoe. Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στις δυνατότητές του και κάθε φορά θα προσθέτουμε κι άλλες, διότι το μεγάλο του πλεονέκτημα είναι το ανοιχτό λογισμικό του. Έτσι σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα συστήματα αυτού του είδους (βασικά μόνο το BMW C 400X των 10.000€ προσφέρει κάτι αντίστοιχο) που το λογισμικό είναι κλειδωμένο και μετά από λίγα χρόνια ξεπερνιούνται τεχνολογικά και εν τέλει γίνονται άχρηστα, το Noodoe ακολουθεί πιστά τις τεχνολογικές εξελίξεις των smartphone. Οπότε οι χάρτες του Navi και οι πληροφορίες που προβάλλονται στη στρογγυλή έγχρωμη οθόνη στη μέση των οργάνων, διαρκώς ανανεώνονται.

Οι απαντήσεις είναι στο δρόμο

Ο εξοπλισμός άνεσης και οι τεχνολογίες που ενσωματώνει το Noodoe, σαφώς κάνουν πολύ ελκυστικό το Downtown 350i για όποιον επιζητά ένα μεγάλο και σύγχρονο scooter, χωρίς να δώσει μια περιουσία. Όμως στην αρχή του κειμένου είπαμε πολλά για τη νέα φιλοσοφία Win My Heart της Kymco. Αρκούν άραγε τα φωτάκια και τα κουμπάκια για να κερδίσει την καρδιά σου ένα scooter; Στην πραγματικότητα όχι! Εκείνο που προσθέτει επιπλέον αξία, ήταν και πάντα θα είναι η συνολική ποιότητα λειτουργίας. Πάνω σε αυτό δούλεψαν οι σχεδιαστές της Kymco στα AK 550 και X-citing 400i, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη που το ανανεωμένο Downtown 350i βαδίζει σε αυτό το μονοπάτι. Το σύνθημα δίνει ο νέος κινητήρας G5-SC με τη δύναμη και τη γραμμική απόδοσή του. Η μετάδοση έχει κάποιους κραδασμούς από τον ιμάντα όταν χουφτώνεις το γκάζι στις επιταχύνσεις, όμως με σταθερό το δεξί χέρι δεν υπάρχει ίχνος κραδασμών και το Downtown 350i έχει ποιότητα κύλισης που θυμίζει Rolls Royce! Σε αυτό βοηθάνε φυσικά οι μαλακές αναρτήσεις και η αφράτη σέλα.

Έτυχε να κάνει αρκετό κρύο τις ημέρες του τεστ και αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να εκτιμήσουμε τον σχεδιασμό της ποδιάς και την προστασία που πραγματικά προσφέρει. Βέβαια ο μεγάλος όγκος του Towntown 350i περιορίζει την ευελιξία του μέσα στην πυκνή κίνηση της πόλης και η μεγάλη επιφάνεια πλαστικών είναι φυσιολογικό να το κάνουν ευαίσθητο στους δυνατούς πλάγιους ανέμους. Παρ’ όλα αυτά, προτιμάμε την προστασία και την άνεση του Downtown 350i, παρά τις σκληρές αναρτήσεις και την ανεπαρκή προστασία από το κρύο των σπορ scooter της μεσαίας κατηγορίας. Άλλωστε οι λέξεις “σπορ” και “scooter” ακούγονται σαν ανέκδοτο όταν μπαίνουν μαζί στην ίδια πρόταση.

Το Downtown 350i προφανώς είναι ασφαλές σε όλες τις ταχύτητες και με αυτόν το νέο κινητήρα κρατάει εύκολα τα 140km/h στο κοντέρ, ανεξαρτήτως συνθηκών. Έχει πολύ καλά φρένα, με το συνδυασμένο ABS να είναι της Bosch. Απλώς δεν είναι από τα scooter που σε παροτρύνουν να τα οδηγείς “τέρμα γκάζι”. Αν το αγοράσεις για την άνεση, τον εξοπλισμό και την πρακτικότητα των μεγάλων αποθηκευτικών χώρων του, θα κερδίσει την καρδιά σου. Στα σημαντικά πλεονεκτήματά του είναι και η τετραετής εγγύηση της αντιπροσωπείας.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           

Αντιπρόσωπος:

MOTOTRED S.A.

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2250

Ύψος (mm):

1310

Μεταξόνιο (mm):

1553

Ύψος σέλας (mm):

770

Γωνία κάστερ (˚):

 

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

610

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

780

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

780

Απόσταση σέλας – μαρσπιέ συνεπιβάτη (mm):

580

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

 

198kg (χωρίς καύσιμο: 188,4kg)

Πίσω

58,8%

Εμπρός

41,2%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

+5%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο, σωληνωτό

Πλάτος (mm):

780

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

179/-

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος μονοκύλινδρος υγρόψυκτος, 4 βαλβίδες, 1 ΕΕΚ

Χωρητικότητα (cc):

321

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

30,1/7.500

Ροπή (kg.m/rpm):

3,5/5.750

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

93,7

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

1 σε 1, με καταλύτη

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ, αντλία λαδιού

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Αυτόματος φυγοκεντρικός

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Ιμάντας/συνεχώς μεταβαλλόμενη

Τελική μετάδοση / σχέση:

Ιμάντας/συνεχώς μεταβαλλόμενη

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Δύο αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

Δ/Α

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

Χυτή αλουμινίου, 13”

Ελαστικό:

150/70-13

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος με δαγκάνα δύο εμβόλων και συνδυασμένο ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ηλεκτρονικό ταχύμετρο, ψηφιακές ενδείξεις για στάθμη βενζίνης, μερικό και ολικό χιλιομετρητή, ενδεικτικές λυχνίες, φώτα LED, σύστημα πολυμέσων Noodoe, εργαλεία

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

Δ/Α

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

Χυτή αλουμινίου, 14”

Ελαστικό:

120/80-14

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος με δαγκάνα δύο εμβόλων και συνδυασμένο ABS

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

4,4

Ελάχιστη

4,2

Μέγιστη

6

Αυτονομία (km):

284

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

68

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

12,5/3