Δοκιμή: KTM 1290 Super Adventure 2015

Κατευθείαν στην κορυφή της τεχνολογίας
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

16/8/2018

Το 2015 η KTM όχι απλώς έβαλε σε παραγωγή την πρώτη μοτοσυκλέτα της που ήταν γεμάτη με ηλεκτρονικά, αλλά ταυτόχρονα φρόντισε η 1290 Adventure να ξαφνιάσει τους άμεσους ανταγωνιστές της με την τεχνολογία και την δύναμη του κινητήρα της. Διαβάστε για τα πρωτοποριακά συστήματα που μας έφερε εκείνη η μοτοσυκλέτα αλλά και τις πρώτες εντυπώσεις μας από την παρουσίασή της στους Κανάριους Νήσους:  

Εκεί που όλες οι μοτοσυκλέτες παντός δρόμου με μεγάλο ρεζερβουάρ και καλούδια άνεσης σου υπόσχονται μακρινά ταξίδια, φωτογραφίες σε φύση διαφορετική από την δική μας και αυτοκόλλητα από τα διόδια άλλων χωρών, έρχεται το 1290 και σου αλλάζει το όνειρο. Στη σέλα του φαντάζεσαι να πολεμάς δράκους και να σώζεις πριγκίπισσες! Δεν μιλάμε για ταξίδι πλέον, αλλά για επικό ταξίδι, και το 1290 δεν είναι απλά το όχημά σου, αλλά ένα θηρίο που το προστάζεις να σε ακολουθεί!

Έλεγε η KTM για το Super Duke ότι αμόλησε το θηρίο στους δρόμους. Έτσι το αποκαλούσε και οδηγώντας το ανακαλύψαμε ότι δεν προσπάθησε να μας φλομώσει με κάποιο ψέμα. Τώρα έκανε κάτι νέο, έβαλε στο θηρίο σέλα και πανοπλία και το διέταξε να σε συντροφεύσει σε ταξίδια επικά και περιπέτειες. Το 1290 έχει μερικά άλογα παραπάνω από το 1190 και ηλεκτρονικά απίστευτα, πράγματα που τους πραγματικούς λάτρεις της περιπέτειας τους ξενερώνουν. Ειδικά τα ηλεκτρονικά. Οι μοτοσυκλετιστικές περιπέτειες ξεκινούν από ανθρώπους με περιορισμένο προϋπολογισμό και θέλουν μοτοσυκλέτα εύκολη, να την φτιάχνουν με πατέντες. Δεν θα δώσεις μια περιουσία πριν ακόμα ξεκινήσεις, ούτε θα περιμένεις σε κάποιο "-σταν" να σου στείλουν αναβάθμιση λογισμικού. Όμως τώρα δεν μιλάμε για τέτοια περιπέτεια, και για να λέμε την αλήθεια αυτό είναι μακρινό από μόνο του, γιατί ζούμε σε μια χώρα που το Αθήνα – Πάτρα θεωρείται ταξίδι. Χώρια που αρκετοί έχουν να πουν ιστορίες με δράκους, ακόμα και αν φτάσουν μέχρι το Κιάτο και πίσω. Με τους δρόμους που έχουμε, οι μισές μπορεί και να αληθεύουν, ωστόσο το συμπέρασμα εδώ είναι διαφορετικό. Το 1290 το καβαλάς και πετάγεσαι για ψύλλου πήδημα, πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά. Πίνεις ένα καφέ και συνεχίζεις σε επαρχιακούς που διπλοπατούν συνοριογραμμές, ή τις περνάς κιόλας, γνωρίζεις τους ντόπιους και γυρνώντας πίσω έχεις να λες: "Πετάχτηκα Βουλγαρία για καφέ και γύρισα", έχοντας τους υπόλοιπους να σχολιάζουν για τον τρελό της παρέας. Εμάς αυτή την γλυκιά εμμονή μας την έβγαλε στο περιορισμένων αποστάσεων, στρογγυλό νησί του συμπλέγματος των Κανάριων…

Οδήγα και ρώτα!

Την πρώτη μέρα οδήγησης χωριστήκαμε σε τρία γκρουπ και το τρίτο στο οποίο ήμουν εγώ, είχε πλοηγό τον Stefan Haist, τον υπεύθυνο εξέλιξης των ημι-ενεργητικών αναρτήσεων. Αυτό σήμαινε πώς σε κάθε στάση, μπορούσα να απευθύνω τις ερωτήσεις μου στον απολύτως αρμόδιο, μεγάλη τύχη! Ως μικρότερο γκρουπ ήμασταν και πιο ευέλικτοι, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο πρώτο ραντεβού με τους φωτογράφους ταυτόχρονα με το δεύτερο γκρουπ, που είχε ξεκινήσει μισή ώρα νωρίτερα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, συνεννοούμαστε με ελληνική, τσέχικη, πολωνική, μεξικάνικη και γερμανική προφορά, να πάμε εκατό μέτρα πίσω, σε μια διασταύρωση που θα μας ανέβαζε σε μια από τις κορυφές του ηφαιστιογενούς βουνού! Το 1290 μας είχε φτιάξει την διάθεση για εξερεύνηση και εξαιτίας του ρυθμού που μπορούσε να κρατήσει, μας χάρισε και τον χρόνο για τα χιλιόμετρα εκτός προγράμματος. Μέχρι τώρα η διαδρομή περιλάμβανε εθνική οδό με τρεις λωρίδες και μια σύντομη απόσταση σε κεντρικό δίκτυο με φαρδιές, ανοικτές στροφές. Τα μόνα πράγματα που προλάβαμε να συμπεράνουμε για την μοτοσυκλέτα ήταν η προστασία από τον αέρα, η σταθερότητά της στην ευθεία και το απροβλημάτιστο cruise control. Είχε έρθει η ώρα να δούμε πώς θα τα πάει σε ένα δρόμο γεμάτο τυφλές στροφές που έχει πλάτος ενός αυτοκινήτου και ας είναι διπλής κατεύθυνσης. Πριν από αυτό όμως, πρέπει να βγουν τα εργαλεία. Η ζελατίνα είναι ρυθμιζόμενη εν κινήσει, με σχετική ευκολία, αλλά στην τέρμα κάτω θέση υπερκαλύπτει το κράνος μου στα 183 εκατοστά ύψους, και ο αεραγωγός που έχει για να μην δημιουργείται υπο-πίεση, μου κόβει τη ματιά στη μέση. Θα πρέπει να ξεπερνάς τα δύο μέτρα, για να έχεις πρόβλημα με την ροή του αέρα, από την κατά τ΄άλλα άψογη ζελατίνα, που μένει ακλόνητη μέχρι τα 220-230 χιλιόμετρα. Το 1290 βέβαια πάει πολύ παραπάνω. Έχει ηλεκτρονικό κόφτη στα 280, αλλά από τα 270 και μετά η ECU κόβει σταδιακά την ροπή που σημαίνει ότι με την μακρύτερη, σε σχέση με το 1190, overdrive έκτη, το ανώτατο αυτό νούμερο θα το δει κανείς δύσκολα. Η πλάκα είναι ότι το όριο το αποφάσισαν ψιλό-αυθαίρετα στην KTM, με την λογική του: "Πόσο ακόμα να πας, καλά δεν είναι τόσα;"

Τόσο καλυμμένος που θέλεις αέρα!

Αντιστρέφοντας την βάση της ζελατίνας, έχεις νέα όρια διαδρομής για να παίξεις, πολύ πιο κοντά στον μέσο Ευρωπαίο, και υποψιάζομαι ότι αυτή θα είναι και η θέση που θα το έχουν οι περισσότεροι αγοραστές. Ιδιαίτερα για κοντινές αποστάσεις, ώστε να μην σε πιάνει ασφυξία. Αρχίζουμε την απότομη ανηφόρα, σε ένα δρόμο που γρήγορα αποτελείται μονάχα από διαδοχικές φουρκέτες, και πριν ακόμα ανοίξουμε το γκάζι, εξαντλούμε τις διαφορετικές περιπτώσεις δοκιμής. Τους Έλληνες κατηγορούν τα ξένα μέσα ότι έχουν πολλές αργίες, αλλά το βουνό είναι γεμάτο με βόρειο-ευρωπαίους αναβάτες που κάνουν διακοπές μέσα στον Φεβρουάριο! Ανεβοκατεβαίνουν με ποδήλατα, αγκομαχώντας πίσω από ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα, που επίσης τα οδηγούν συμπατριώτες τους. Οι περισσότεροι μάλλον πιάνουν  τιμόνι για πρώτη φορά και οι ανηφορικές φουρκέτες τους πεθαίνουν. Με δεδομένο το πλάτος του δρόμου, σε κάθε στροφή ερχόμαστε ολοένα και πιο κοντά στην πιθανότητα μιας μεγάλης σαλάτας, ποδήλατα, αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες... Για να το αποφύγουμε όλο αυτό, μερικές φορές πατάμε τα φρένα στην κορυφή της στροφής, ενώ πλαγιάζουμε ακόμα περισσότερο για να κλείσουμε την τροχιά, όταν ξαφνικά βλέπουμε ποδηλάτες πίσω από τα βράχια. Το cornering ABS κάνει τόσο καλά την δουλειά του, που ξανανοίγουμε το γκάζι για να μην πέσουμε από αδράνεια! Μπορείς να σταματήσεις το 1290 σε όποιο σημείο πιστεύεις ότι χρειάζεται, αναλόγως των περιστάσεων που φέρνει ένας δημόσιος δρόμος, και μετά ν’ ανοίξεις το γκάζι, επίσης όπου θέλεις. Το παιχνίδι με το 1290 δεν έχει κανόνες, φαινομενικά απουσιάζουν ακόμα και οι νόμοι της φυσικής! Μονάχα σε μία περίπτωση έκανα ένα παραπανίσιο μέτρο γλιστρώντας στα φρένα. Ήταν όταν πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, για το ραντεβού με τους φωτογράφους, και οι φουρκέτες ήταν πλέον κατηφορικές. Έκλεισε ο Stefan μπροστά, όταν ένας αναψοκοκκινισμένος από την οδήγηση τουρίστας, έστριψε στο κέντρο του δρόμου, και αναγκάστηκα να μπω στην κορυφή της φουρκέτας, πλαγιάζοντας και φρενάροντας ταυτόχρονα. Πέρασα τελικά ανάμεσα από το πρώτο 1290 και το πίσω μέρος του νοικιαζόμενου Renault, ανοίγοντας τροχιά και γλιστρώντας μέχρι το ABS να ξαναμαζέψει τον εμπρός τροχό. Πέρα από εμένα κανένας δεν κατάλαβε τίποτα, και μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι αν ήμουν με άλλη μοτοσυκλέτα αυτό δεν θα είχε συμβεί, πολύ απλά γιατί δεν θα υπήρχε τόση εμπιστοσύνη ώστε να κρατήσουμε αυτόν τον ρυθμό!


Video Game

Τα ηλεκτρονικά που έχει φτιάξει η KTM δεν είναι βοήθημα, δεν είναι εκεί για να σε σώσουν, να σε βγάλουν από μια δύσκολη στιγμή. Πρόκειται για κάτι παραπάνω. Υπάρχουν για να πηγαίνεις με ασφάλεια γρηγορότερα και πιο άνετα, ταυτόχρονα. Έχοντας παρακολουθήσει το cornering ABS της Bosch από την πρώτη του παγκόσμια παρουσίαση, βλέπουμε ότι στο 1290 η λειτουργία του είναι ακόμα πιο προοδευτική, πάντα βέβαια σε μια από τις καλύτερες ασφάλτους του κόσμου. Για τον ίδιο λόγο, την υψηλή πρόσφυση, είναι που το traction control έχει πάρα πολύ εύκολη δουλειά.

Η άσφαλτος παραλίγο να καμουφλάρει και τα λιγοστά θέματα που υπάρχουν στην λειτουργία της ημι-ενεργητικής ανάρτησης. Κάποια στιγμή, βρήκαμε τον έναν από τους δύο δρόμους σε ολόκληρο το νησί, όπου υπάρχουν σαμαράκια. Τον δεύτερο θα τον ανακαλύπταμε την επόμενη μέρα με το 1050. Στις έντονες ανωμαλίες η απόσβεση είναι πολύ γρήγορη και αισθάνεσαι νευρική τη μοτοσυκλέτα, αν πηγαίνεις όμως πολύ γρήγορα. Μόλις κινηθείς κανονικά και όχι σαν τον λαγό που τον έχουν πάρει στο κυνήγι, οι αναρτήσεις συμπεριφέρονται φυσιολογικά, φιλτράροντας τα σαμαράκια, κρατώντας την μοτοσυκλέτα επίπεδη. Το θέμα αυτό ξανά παρουσιάστηκε σε έναν πλακόστρωτο δρόμο και μάλιστα τόσο έντονα που άρχισα να πιστεύω ότι δημιουργήθηκε πρόβλημα στα ρουλεμάν του λαιμού! Ο Stefan με ενημέρωσε αμέσως ότι δεν ήμουν ο μόνος που το έλεγα, αυτή ήταν και η αρχική αντίδραση του αναβάτη εξέλιξης, όταν το δοκίμασε για πρώτη φορά. Σύμφωνα με την KTM, δεν είχαν άλλη επιλογή, τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Αν μειώσουν το χρόνο αντίδρασης, τότε ακυρώνονται τα πλεονεκτήματα που αναφέρονται στο σχετικό box των αναρτήσεων, και που με τόσο κόπο προγραμμάτισαν. Θα πρέπει να επιλέξει κανείς την "offroad" κατάσταση λειτουργίας, όμως και πάλι θα βελτιώσει και δεν θα εξαλείψει το συγκεκριμένο ζήτημα. Από την άλλη, πολύς ντόρος για το τίποτα. Αν δεν υπήρχε το πλακόστρωτο, δεν θα καταλαβαίναμε ποτέ τίποτα, μιλάμε δηλαδή για μια σπάνια περίπτωση. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα που οι πλακόστρωτοι δρόμοι είναι ελάχιστοι.

Σε δρόμο με λακκούβες η street ρύθμιση των αναρτήσεων, έδειξε να συμπεριφέρεται καλύτερα στον γρήγορο ρυθμό, συγκριτικά με την sport. Εδώ αρχίζουν οι διαφορές με το R1200GS Adventure της BMW, που η sport ρύθμιση είναι μονόδρομος για την γρήγορη οδήγηση. Έχουν βέβαια και κοινά στοιχεία, αφού οι ρυθμίσεις της προφόρτισης σε κάνουν να μην ξέρεις τι θα επιλέξεις, όταν έχεις συνεπιβάτη που είναι ελαφρύς. Βέβαια, από τώρα σχεδιάζουμε ένα μελλοντικό συγκριτικό για τα μεγάλα Adventure, καθώς είναι πάρα πολλά αυτά που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Για αρχή η διαφορά φιλοσοφίας. Το Adventure της BMW είναι λιγότερο ευέλικτο και εφάμιλλο σε επιδόσεις με την κανονική έκδοση, το R1200GS. Η KTM όμως εξασφάλισε για την δική της τουριστική μοτοσυκλέτα παντός δρόμου περισσότερα άλογα, εξαιρετική ροπή και μοναδικά ηλεκτρονικά, χωρίς παράλληλα να την υπερ-φουσκώσει. Πράγματι, με το 1290 κινούμασταν στους επαρχιακούς δρόμους κάτω από την σκιά των κορυφών, που μόνιμα περιβάλλονται από το δικό τους σύννεφο, μ’ έναν ρυθμό που θα ταίριαζε γάντι στο 1190. Κι όμως δεν υπήρχε στιγμή δυσανασχέτησης για τον παραπάνω όγκο και τα πρόσθετα κιλά. Άφθονη ροπή παντού από τις χαμηλές και διάρκεια κινητήρα, να μην χρειάζεται να αλλάξεις σχέσεις ανάμεσα σε κοντινές στροφές! Φτάνεις σχεδόν στο κόκκινο, κλείνεις το γκάζι, και επιταχύνεις υπό κλίση πριν ακόμα έρθει η έξοδος, η δύναμη βρίσκεται πάντα στον πίσω τροχό, ενώ δεν γίνεται και να το παρακάνεις. Το MTC διαβάζει την κλίση και ξέρει ακριβώς το μέγιστο όριο που μπορεί να έχει το άνοιγμα του γκαζιού, ανά πάσα στιγμή!

Παντός καιρού!

Μπαίνοντας σ’ ένα κομμάτι εθνικού δρυμού που ανηφορίζει απότομα, η μόνιμη άνοιξη που επικρατεί σ’ αυτό το σύμπλεγμα νησιών υποχωρεί ταχύτατα και δίνει την θέση της σε μια παγωμένη βροχή. Είναι ένα περίεργο φυσικό φαινόμενο, σαν να πάγωσε η υγρασία του αέρα, δεν είναι χιονόνερο, ούτε και ακριβώς βροχή. Είναι κάτι τοπικό που διαπερνά στολές και γάντια και κάνει τα δόντια σου σαν τα δαχτυλίδια της ουράς του κροταλία, σε φάση επίθεσης. Κροταλίζουν ανεξέλεγκτα. Επιστρατεύονται τα θερμαινόμενα γκριπ που έχουν ευτυχώς πολύ γρήγορη λειτουργία, αλλά και η σέλα, η οποία βέβαια ήταν ήδη ζεστή. Τα αστειάκια από την Intermot που λέγαμε ότι το 1290 δεν χρειάζεται θερμαινόμενη σέλα, αν είναι σαν το 1190, είχαν φτάσει και στα αυτιά των ανθρώπων της KTM. Έχουν μονώσει τον λαιμό της εξαγωγής από τον πίσω κύλινδρο και έχουν προσθέσει και ένα στενό πλαστικό, ανάμεσα στο πλαίσιο και τη σέλα, το ίδιο που τοποθέτησαν και στα 1190, ώστε να διώχνουν αλλού το ζεστό κύμα αέρα. Αν δεν κινείσαι συνέχεια, αν κάνεις μπρος πίσω όπως εμείς που λίγο πριν βγάζαμε φωτογραφίες, την ζέστη δεν την γλιτώνεις. Στο ταξίδι δύσκολα αντιλαμβάνεσαι κάτι, όπως ακριβώς ισχύει και με το 1190, που έχει παρεξηγηθεί με αυτό το θέμα. Η πρώτη του δοκιμή στο περιοδικό, έγινε στο MΕGA TEST στο Μαυροβούνιο, και εκεί δεν υπήρξε ποτέ πρόβλημα θερμότητας. Αυτό έκανε την καυτή εμφάνισή του αργότερα, στο κέντρο της Αθήνας… Στο 1290 βέβαια, υπάρχει επιπρόσθετα και το μεγάλο φαίρινγκ, που βοηθά κι αυτό με την σειρά του να παγιδευτεί ο ζεστός αέρας. Πάντως ενοχλητικά δεν έγιναν τα πράγματα, πόσω μάλλον όταν πλέξαμε σε μια πυκνή ομίχλη, που την συντρόφευε και αυτή η παράξενη παγωμένη βροχή, και κάθε πηγή θερμότητας ήταν ευπρόσδεκτη.

Το συγκεκριμένο νησί λέγεται ότι συμπεριφέρεται σαν μια μικρή ήπειρος, γιατί φιλοξενεί ταυτόχρονα διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες, και είναι ξακουστό για τα ποικίλα μικροκλίματα που διαθέτει. Οπότε μόλις ο δρόμος αρχίζει να κατηφορίζει και πάλι, ψάχνουμε τις μικρές ευθείες ώστε ν’ αφήσουμε το τιμόνι και να ανοίξουμε τους αεραγωγούς του μπουφάν. Σε λιγότερο από ένα χιλιόμετρο είναι ξανά άνοιξη και αρχίζουμε να καλοβλέπουμε τα σύννεφα στους καθρέφτες, με μια μικρή νοσταλγία. Η χαρτογράφηση επιστρέφει στη θέση Sport, από την Rain που ήταν προηγουμένως, καθώς ο Stefan έχει ανοίξει κιόλας το γκάζι και σχηματίζει διαφορά. Με μόλις 100 ίππους στη Rain, το 1290 σου φαίνεται σαν να έχει μισό γκάζι, πράγμα που μπορείς να πεις ότι ισχύει και κυριολεκτικά, αφού αλλάζει δραματικά η απόκριση. Στρίβεις και ξανά στρίβεις το γκριπ για να επιταχύνεις, αλλά αυτό είναι και το νόημα. Γιατί η βροχή πάνω στο σαπούνι που εμείς ονομάζουμε άσφαλτο, απαιτεί προσεκτικές κινήσεις, ενώ σ’ εκείνο το διαολεμένο μέρος, έστριβες ξύνοντας μαρσπιέ και ας είχε γεμίσει το λευκό φαίρινγκ πιτσιλιές από τον προπορευόμενο!

Κλέβεις εκκλησία…

Η διαφορά της street με την sport είναι επίσης αισθητή όταν οδηγείς γρήγορα, και τον μεγαλύτερο ρόλο σε αυτή την εντύπωση, τον έχουν τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά με κυρίαρχα το MTC και τις αναρτήσεις και όχι τόσο η ίδια η χαρτογράφηση. Η ιπποδύναμη είναι ίδια, όμως αλλάζει η απόκριση του γκαζιού και γενικά κάθε άλλη παράμετρος της οδήγησης. Χωρίς άλλες ενδιάμεσες στάσεις και διακοπές, ξεκινάμε για το υπόλοιπο μισό του νησιού σ’ ένα γρήγορο ρυθμό που φέρνει ναυτία στον Πολωνό που ακολουθεί. Η WP δείχνει τώρα πόσο καλή δουλειά έχει κάνει, καθώς το μεγάλο 1290 συμπεριφέρεται σαν το μικρότερο Adventure ή καλύτερα το μεσαίο, τώρα που ήρθε και το 1050. Εκμεταλλευόμενοι και την κορυφαία πρόσφυση, πλαγιάζουμε ανεβάζοντας σχέσεις ενώ ακόμα η μοτοσυκλέτα είναι πλαγιασμένη, λιώνοντας τη σόλα της μπότας στο ηφαιστειακό πέτρωμα που αποτελεί μέρος της ασφάλτου. Ανοίγουμε το γκάζι τέρμα και σε δυο περιπτώσεις που βρίσκουμε νοικιασμένα αυτοκίνητα στο δικό μας ρεύμα, στην κορυφή της στροφής, φρενάρουμε κιόλας αλλάζοντας ταυτόχρονα κατεύθυνση. Τα πράγματα είναι εκνευριστικά απλά. Με το 1290 είναι σαν να οδηγείς σε εξομοιωτή και να έχεις επιλέξει ως βαθμό δυσκολίας το "arcade" και όχι το "simulation". Αισθάνεσαι ένας μικρός θεός της μοτοσυκλέτας, έχεις εμπιστοσύνη να κάνεις το οτιδήποτε, και το θαυμαστό είναι ότι δεν πετάς στα σύννεφα, δεν παραμυθιάζεσαι. Οι αναρτήσεις κρατούν την μοτοσυκλέτα εκεί ακριβώς που πρέπει, το MTC σου δίνει το απολύτως περισσότερο γκάζι που μπορείς και τα φρένα τα βάζεις όπου θέλεις εσύ, χωρίς να υπολογίζεις "σημεία καμπής", γραμμές και άλλα τέτοια μυστικά της οδήγησης που τώρα απλά δεν χρειάζονται. Κι όμως όλα αυτά περιγράφουν μια τουριστική μοτοσυκλέτα! Αυτό πιστεύω, είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα του 1290. Είναι ταυτόχρονα μια σπορ μοτοσυκλέτα, μια πολυτελείς τουριστική ενώ δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει πρόβλημα, όταν η άσφαλτος τελειώσει. Δεν παντρεύει διαφορετικές κατηγορίες, αλλά έχει ταυτόχρονα ξεχωριστές προσωπικότητες. Μπορείς να ταξιδέψεις απολαμβάνοντας προστασία και διευκολύνσεις από τον πλούσιο εξοπλισμό του, και στην πρώτη ευκαιρία να ευχαριστηθείς ταχύτητα στο πιο κλειστό στροφιλίκι που φαντάζεσαι. Το έκανε και το 1190 αυτό, απλά τώρα η διάρκεια μεγαλώνει, μ’ αυτή τη μοτοσυκλέτα το εικοσιτετράωρο έχει δεκαέξι ώρες οδήγησης και αν κόψεις από τον ύπνο, μπορεί και περισσότερες. Δεν είναι άθλος, είναι το αντίτιμο της απόκτησής της… 

Γνώριμος κινητήρας

Ο κινητήρας του 1290 Super Duke R, δεν έχει δεχτεί ουσιαστικές αλλαγές για την φιλοξενία του στο μεγάλο Adventure. Υπάρχουν τα έμβολα "box in a box" που είχαμε δει πρώτη φορά στο μεγάλο γυμνό και είναι 47 γραμμάρια ελαφρύτερα από του 1190, παρόλο που είναι κατά τρία χιλιοστά μεγαλύτερα. Όπως και η DLC επίστρωση (Diamond Like Carbon). Η πιο σημαντική διαφορά είναι ο στρόφαλος που έχει αυξημένο βάρος και η αυξημένη αδράνεια της περιστροφής του, ισοδυναμεί σε μάζα δύο κιλών. Μια τρίτη αντλία λαδιού έχει επιστρατευτεί για την βέλτιστη ροή, χωρίς υψηλές πιέσεις που οδηγούν σε απώλειες ισχύος. Ισορροπώντας την αδράνεια του στροφάλου και της γεννήτριας, εκμηδενίζονται κάποιοι κραδασμοί σε υψηλό ρυθμό περιστροφής, αν και η μεγαλύτερη βοήθεια προς αυτόν τον τομέα, έρχεται από το γρανάζι μετάδοσης στο κιβώτιο. Έχει χρησιμοποιηθεί νέα τεχνική για να εκμηδενιστεί το εύρος κίνησης των δοντιών. Τα δόντια κάθε σετ γραναζιών, εφάπτονται απόλυτα μονάχα σ’ ένα σημείο της περιστροφής τους. Αμέσως μετά δημιουργούνται κενά, που ορίζονται ως εύρος κίνησης. Μηδενικό εύρος κίνησης μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένες τριβές και φθορά, ενώ μεγάλο δημιουργεί κραδασμούς και δονήσεις. Με κατάλληλο σχεδιασμό είναι δυνατόν να εξανεμίσεις το εύρος κίνησης αποφεύγοντας τις τριβές, μηδενίζοντας παράλληλα τους κραδασμούς. Ωστόσο το μεγαλύτερο πρόβλημα σε δικύλινδρους αυτού του κυβισμού και αυτής της κατηγορίας μοτοσυκλετών, είναι η διαχείριση του καυσίμου, και μεγάλο μυστικό η συμπίεση. Με τέτοια μεγάλη επιφάνεια εμβόλων, και με ανάγκη για απόκριση του γκαζιού σε αυξημένο εύρος στροφών, η πλήρωση του μίγματος είναι μια τεράστια σπαζοκεφαλιά. Η σχέση συμπίεσης έπεσε στα 13:1 από 13:2 που ήταν στο Super Duke R (ενδεικτικά το 1190 έχει 12.5:1), ενώ τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει ο αναβαθμισμένος ηλεκτρονικός ψεκασμός της Keihin. Ο ψεκασμός αναλαμβάνει επίσης να εφαρμόσει και το MSR (Motor Slip Regulator) δηλαδή την διατήρηση των στροφών του κινητήρα κατά την έντονη επιβράδυνση, για να μην μπλοκάρει ο πίσω τροχός

Ημι-ενεργητικές αναρτήσεις – Οι πρώτες της WP

Από άποψη φιλοσοφίας κατασκευής, οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της WP δεν ξεφεύγουν καθόλου από το πρώτο σύστημα που ανέπτυξε η Sachs, το γνωστό Skyhook. Η πρώτη εντύπωση όμως είναι ότι δεν πάσχουν από τις ίδιες παιδικές ασθένειες, παρόλο που η λειτουργία τους δεν είναι εξ ολοκλήρου απροβλημάτιστη. Για αρχή δεν παλεύεις με το τιμόνι, ούτε νιώθεις να σου αντιστέκεται όταν στρίβεις με γυροσκοπικό, όπως συμβαίνει έντονα με το Aprilia Caponord, για παράδειγμα. Τότε λέγαμε ότι είναι ένα από τα μειονεκτήματα των ημι-ενεργητικών αναρτήσεων, τώρα που η τεχνολογία προχώρησε, μπορούμε να πούμε ότι απλά δεν ήταν τόσο προηγμένο. Πέρα από τον αισθητήρα Hall (βλέπε σχετικό box) η βασική διαφορά της WP είναι το λεπτομερές πρόγραμμα της SCU (Suspension Control Unit). Η ομάδα της WP-KTM που ασχολήθηκε με αυτό κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: Αν προσπαθήσουμε να κρατήσουμε απόλυτα σταθερή την μοτοσυκλέτα στο άνοιγμα ή το κλείσιμο του γκαζιού, το λεγόμενο anti-diving, τότε χάνουμε ορισμένα από τα πλεονεκτήματα των συνηθισμένων αναρτήσεων. Να εξηγήσουμε: Όταν στην μοτοσυκλέτα κλείνεις το γκάζι και μπαίνεις στην στροφή, το ίχνος μικραίνει ελάχιστα, αρκετά όμως για να κάνει την διαφορά στην ευελιξία που αντιλαμβάνεσαι. Το κέντρο βάρους μεταφέρεται. Οι αναρτήσεις συμπιέζονται. Ο εμπρός τροχός φορτίζεται περισσότερο, το ελαστικό παραμορφώνεται μεγαλώνοντας το σημείο επαφής με τον δρόμο και η πρόσφυση που έχεις αυξάνεται. Όταν ανοίγεις το γκάζι στην έξοδο, στέλνεις τον πίσω τροχό προς τα έξω, ανοίγοντας την τροχιά της μοτοσυκλέτας, με αποτέλεσμα να έχεις αυξημένη πρόσφυση πίσω και μικρότερη πίεση μπροστά, ώστε να πλαγιάσεις στην επόμενη στροφή, αλλάζοντας άμεσα κατεύθυνση. Η κίνηση των αναρτήσεων κάνει την μοτοσυκλέτα σου να στρίβει καλύτερα. Βέβαια περισσότερο ή λιγότερο σε όλα τα παραπάνω ισοδυναμεί με πτώση, είτε από low, είτε από high side. Από την άλλη, αν οι αναρτήσεις κρατούν την μοτοσυκλέτα επίπεδη, τότε θα πέσεις και πιο εύκολα, ή δεν θα έχεις ποτέ την αίσθηση που είχες συνηθίσει να λαμβάνεις στο τιμόνι. Το θέμα λοιπόν για την KTM ήταν να εξασφαλίσουν την ακριβή εκείνη συμπεριφορά που προσφέρει βύθιση, με προοδευτική μάλιστα λειτουργία, σταματώντας την κίνηση στο απολύτως δυνατό σημείο που βοηθά στην ευελιξία. Αυτό γίνεται με εξαντλητικές δοκιμές, και μόνο για κάθε μία μοτοσυκλέτα συγκεκριμένα, έτσι το αποτέλεσμα είναι εφαρμόσιμο μόνο στο 1290! Για το 1190, που κάποια στιγμή θα το εξοπλίσουν και αυτό με τις ημι-ενεργητικές, πρέπει να επαναλάβουν την ίδια διαδικασία, δηλαδή άλλα δύο χρόνια δοκιμών! Ουσιαστικά θα πρέπει να ξεκινήσουν από το μηδέν κάθε φορά που αλλάζουν τα δεδομένα ροπής, βάρους κτλ, έστω και αν αυτό γίνεται με μικρή διακύμανση. Η εξαμελής ομάδα μηχανολόγων και δοκιμαστών, βέβαια, δεν έγραψε ούτε μία γραμμή κώδικα προγραμματισμού για την SCU. Τον κώδικα τον έγραψε μια μικρή εταιρία στην Β. Ιταλία, που ήταν απευθείας συνδεδεμένη με το πεδίο δοκιμών. Οπότε για να δώσουμε διαστάσεις στην πραγματική εικόνα που οδήγησε στο αποτέλεσμα αυτό, το software που διαχειρίζεται τις αναρτήσεις είναι μια τεράστια δουλειά, που περιλαμβάνει ένα και μόνο μοντέλο. Αν υποθέσουμε ότι κατάφερνες να τοποθετήσεις όλους τους αισθητήρες και την καλωδίωση των αναρτήσεων σε άλλη μοτοσυκλέτα, έστω και στην κοντινή ξαδέρφη, το 1190, τότε το μόνο που θα έχεις καταφέρει είναι, απλά, χειρότερη συμπεριφορά!

Το σύστημα της WP αποτελείται από οκτώ στοιχεία: Τον αισθητήρα διαδρομής εμπρός, τα δύο επιταχυνσιόμετρα εμπρός και πίσω, τον αισθητήρα Hall στο πίσω αμορτισέρ, την μονάδα SCU, και φυσικά το πιρούνι, το πίσω αμορτισέρ και την πρόσθετη καλωδίωση. Όπως ακριβώς και στην Sachs, οι ρυθμίσεις στο πιρούνι γίνονται στο δεξί καλάμι μόνο, ενώ στο αριστερό υπάρχουν οι αισθητήρες. Το closed cartridge δεξί καλάμι έχει μονάχα την ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα που πραγματοποιεί τις ρυθμίσεις. Το χαρακτηριστικό εδώ είναι η ταχύτητα: Σε πενήντα χιλιοστά του δευτερολέπτου μπορεί να προσφέρει το 90% της απόσβεσης, από το μηδέν! Το αριστερό έχει ελατήριο με σκληρότητα 12N/mm και τον αισθητήρα διαδρομής. Οι ρυθμίσεις σ’ ένα καλάμι, δεν είναι καινούριο πράγμα που έχουν φέρει οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις, το έχουμε δει και σε MotoGP και άλλες μοτοσυκλέτες, και από την στιγμή που υπάρχει η κατάλληλη ακαμψία, δεν υπάρχει και καμία διαφορά στην οδήγηση. Σε διαφορετική περίπτωση το σύστημα θα γινόταν ιδιαίτερα πολύπλοκο και αρκετά βαρύτερο. Η προφόρτιση απεικονίζεται με ανθρωπάκια, αντί για κράνη, στις ίδιες γνωστές ρυθμίσεις με τον ανταγωνισμό, για: Αναβάτη, Αναβάτη με αποσκευές, Δύο άτομα, Δύο άτομα και αποσκευές. Η λειτουργία των υπόλοιπων ρυθμίσεων καθορίζεται από τέσσερις καταστάσεις λειτουργίας: Comfort / Street / Sport / Offroad. Η επιλεγμένη ρύθμιση της προφόρτισης για δύο άτομα, σκληραίνει αρκετά την λειτουργία της ανάρτησης και αν ο συνεπιβάτης είναι ελαφρύς δεν πρέπει να αλλάζει. Με 108 κιλά συνεπιβάτη, η ρύθμιση για έναν αναβάτη με αποσκευές, ήταν προτιμότερη από εκείνη για δύο. Αντίστοιχα και για τις αποσβέσεις στην γρήγορη οδήγηση, αν ο δρόμος έχει λακκούβες, τότε η Street είναι καλύτερη από την Sport. Σύμφωνα με τον Stefan Haist, τον επικεφαλή της ομάδας εξέλιξης, κατασκευαστικά οι αναρτήσεις είναι όσο πιο απλές γίνεται. Πράγμα που μας γυρνά σε αυτά που λέγαμε παραπάνω. Το βασικό συστατικό αυτών των αναρτήσεων, είναι το πρόγραμμά τους!

Cruise Control: Πρώτη φορά σε KTM!

Το είπαν μόνοι τους πριν τους ρωτήσουμε: "Δεν φλωρέψαμε, είμαστε πάντα ready to race, αλλά το είχε η BMW και έπρεπε να το βάλουμε κι εμείς, επίσης είναι ωραίο να ξεκουράζεις τον καρπό σου στις μεγάλες αποστάσεις, για να είσαι πάντα έτοιμος για αγώνα"! Μετά από αυτή την εξομολόγηση δεν μπορείς να προσθέσεις κάτι άλλο, για το πρώτο KTM στην ιστορία, με cruise control. Πόσο μάλλον όταν μάθεις ότι τους πήρε πέντε μήνες για να το εξελίξουν. Μιλώντας με τον υπεύθυνο της μικρής ομάδας που το ανέλαβε, του εξέφρασα την απορία μου για αυτό το χρονικό διάστημα. Υπάρχει Ride by Wire και έχουν φτάσει σ’ ένα ιδανικό σημείο γνώσης για την διαχείριση του μεγάλου δικύλινδρου, φτιάχνοντας την καλύτερη απόκριση σε αυτό το είδος. Άρα τι μένει; Ένα σετ κουμπιών, σωστά; Μου απάντησε μ’ ένα: "σε προκαλώ να βρεις ελάττωμα" και αμέσως ανήγαγε το θέμα σε κόντρα. Τώρα έπρεπε να του αποδείξω ότι έχασε πέντε μήνες από την ζωή του… Έχασα εγώ τον δικό μου χρόνο! Επιφυλάσσομαι βέβαια, για μια κανονική δοκιμή στην Ελλάδα, όμως προς το παρόν δεν βρήκα τα γνωστά προβλήματα που υπάρχουν σε άλλες μοτοσυκλέτες. Το cruise control μπορείς να το απενεργοποιήσεις κλείνοντας το γκάζι. Σε αρκετές περιπτώσεις, από HD Electra Glide, μέχρι και K1600GT είναι τόσο ευαίσθητη η γκαζιέρα, που δεν μπορείς να επιστρέψεις στην ίδια ταχύτητα κλείνοντας το γκάζι χωρίς ν’ απενεργοποιήσεις το cruise control. Όπως δεν μπορείς ξέγνοιαστα να ξεκουράσεις το χέρι σου. Στο 1290 Adventure, η KTM επέλεξε διαφορετικά ελατήρια και προσπάθησε να δώσει στο γκριπ μια πιο αργή επαναφορά, χωρίς να θυσιάσει καθόλου την απόκρισή του. Τον συνδυασμό τον πέτυχε απόλυτα, όπως και τον υπέροχα ομαλό τρόπο με τον οποίο επιταχύνεις ή κόβεις, από τα κουμπιά του συστήματος. Ενεργοποιείται στην περιοχή των 40-200 km/h, μονάχα στις τρεις τελευταίες σχέσεις, ενώ απενεργοποιείται με όλους τους γνωστούς τρόπους, συν μερικούς καινούριους. Μέχρι στιγμής στα αντίστοιχα συστήματα, αν φρενάρεις, αγγίξεις μανέτα ή λεβιέ φρένου, τη μανέτα του συμπλέκτη ή αλλάξεις ταχύτητα "καρφωτά" ή κλείσεις το γκάζι ή πατήσεις το αντίστοιχο κουμπί, το cruise control απενεργοποιείται. Όπως επίσης και αν η επιτάχυνση στο άνοιγμα διαρκέσει περισσότερα από τριάντα δευτερόλεπτα. Στο 1290, παράλληλα με όλα αυτά, μπαίνουν στο παιχνίδι και τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά και έτσι αν ενεργοποιηθεί το MTC ή ο ρυθμός περιστροφής του πίσω τροχού δεν ανταποκρίνεται στις στροφές του κινητήρα, τότε το cruise control ακυρώνεται αυτόματα. Είναι μοτοσυκλέτα να την χαίρεσαι στρίβοντας, αλλά είναι ωραίο να ξέρεις ότι μπορείς να ξεκουραστείς στις μεγάλες ευθείες, αν δεν μπορείς να τις αποφύγεις!

Αυτόματα ρυθμιζόμενοι προβολείς

Το επόμενο στοιχείο αυτής της μοτοσυκλέτας που πηγάζει από την νοοτροπία: "τι άλλο να κάνουμε με τον αισθητήρα κλίσης". Η KTM λέει πως αυτό το βλέπουμε για πρώτη φορά στη μοτοσυκλέτα, και δεν λένε ψέματα, αν περιοριστούμε στους πλαϊνούς προβολείς. Γιατί αλλιώς δεν γίνεται να μην θυμηθούμε την BMW και αυτό που έχει κάνει στα εξακύλινδρα Κ1600, με τα Xenon φώτα που η δέσμη στρέφεται στο εσωτερικό της στροφής. Εδώ τα πράγματα είναι απείρως πιο απλά. Οι προβολείς διαθέτουν τρία LED, κατακόρυφα τοποθετημένα. Μέχρι τις 10ο κλίση, ανάβει μόνο το πιο χαμηλά τοποθετημένο και αντίστοιχα το μεσαίο και το ψηλότερο, στις 20ο και 30ο, οπότε εξασφαλίζεις ότι το εσωτερικό της στροφής μένει φωτισμένο, χωρίς να τυφλώνεις τους διερχόμενους στο αντίθετο ρεύμα. Επίσης το εξωτερικό παραμένει σβηστό, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ενώ έτσι γλιτώνεις και σε φθορά. Ένα σύστημα που επίσης δεν είναι τελείως απαραίτητο, αλλά μάλλον θα σου λείψει αν το συνηθίσεις. Για την φωτεινότητά τους πάντως, δεν υπάρχει ακόμα κάποια ανεξάρτητη γνώμη, αφού κανείς δεν έχει οδηγήσει νύκτα. Αυτό το συμπέρασμα, ανάμεσα στα τόσα άλλα, θα πρέπει να περιμένει την δοκιμή στην Ελλάδα…

HHC (Hill Hold Control): Σύστημα υποβοήθησης εκκίνησης σε ανηφόρα

Στο MOTO σπάνια ευλογούμε τα γένια μας, και αυτή είναι μια τέτοια σπάνια περίπτωση. Είχαμε γράψει πίσω στον Νοέμβριο, ότι το 1290 θα έχει αυτό ακριβώς το σύστημα, πριν από κάθε άλλον στον κόσμο. Κι αυτό γιατί ξέρουμε πώς λειτουργούν τα ηλεκτρονικά και ότι δεν χρειάζεται τίποτα από πλευράς hardware. Στην πράξη τόσο το HHC, όσο και οι ρυθμιζόμενοι προβολείς, είναι εφαρμογές σε συνεργασία με την Bosch, που απλά βασίζονται στην νοοτροπία: "Τι άλλο μπορώ να κάνω, με το hardware που ήδη έχω". Το επόμενο βήμα, λέμε εμείς, είναι να σβήνει αυτόματα σε περίπτωση πτώσης, και θα δούμε αν και πότε θα γίνει και πράξη.

Το HHC λοιπόν, είναι μία εφαρμογή της μονάδας 9ME που ελέγχει το συνδυαζόμενο ABS, και διαβάζει την κλίση της μοτοσυκλέτας από τον αισθητήρα κλίσης ΜΜ5.10, που πρώτη φορά είδαμε στο 1190. Όταν η κλίση του δρόμου είναι μεγαλύτερη από 5ο μοίρες και η μοτοσυκλέτα σταματήσει, τότε τα φρένα μένουν ενεργοποιημένα για 5 δευτερόλεπτα. Μέσα σε αυτό το χρόνο, μπορείς να ξεκινήσεις απλά δίνοντας γκάζι, και το σύστημα θα αναλάβει τα υπόλοιπα, χωρίς να αγγίζεις την μανέτα. Αν παραμείνεις σταματημένος, τότε σταδιακά και πολύ σιγά, η πίεση στα φρένα απελευθερώνεται και το 1290 τσουλά προς τα πίσω, ομαλά και προοδευτικά. Σε αυτή την περίπτωση, είτε ξεκινάς, είτε ξανά πατάς ένα από τα δύο φρένα και ανανεώνεις το χρόνο των 5 δευτερολέπτων. Πέρα από την μαρκετινιστίκη πλευρά αυτού του συστήματος, για να λες "κοίτα έχω και αυτό", ανακαλύψαμε ότι έχει και μερικά πρακτικά σημεία, όπως να ξεκουμπώνεις κάποιο αεραγωγό στη στολή σου, ή να κάνεις ένα νόημα στον δεξιό σου κατά τη στάση, ενώ έχεις και τα δύο πόδια κάτω. Μπορεί φυσικά να είναι πρωτίστως μια καλή βοήθεια, όταν είσαι δικάβαλος και φορτωμένος σε μια μεγάλη ανηφόρα. Απαραίτητο όμως δεν είναι σε καμία περίπτωση.

Αισθητήρας Hall – Ένα μικρό μυστικό

Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις στις μοτοσυκλέτες εμφάνισαν μια μικρή αχίλλειο πτέρνα από το πρώτο στάδιο της εξέλιξής τους. Ας δούμε λίγο το πρόβλημα, πηγαίνοντας προς τα πίσω στο χρόνο και εντοπίζοντάς το σε άλλες εταιρίες. Στις πρώτες δοκιμές, οι κραδασμοί του κινητήρα επηρέαζαν τους βασικούς αισθητήρες που ενημερώνουν την μονάδα ελέγχου για την συμπίεση του πιρουνιού και του αμορτισέρ κατά την διέλευση από τις ανωμαλίες του δρόμου και έδιναν ψευδή αποτελέσματα. Αυτό καθιστούσε τα πρωτότυπα στα οποία δούλευε η Sachs, να μην οδηγούνται, κυριολεκτικά. Αυτά τα έχουμε ξανά γράψει στο παρελθόν πιο αναλυτικά, και πιο συγκεκριμένα στην παρουσίαση του Aprilia Caponord. Οι αισθητήρες αυτοί προέρχονταν από τα αυτοκίνητα, και έτσι στην Sachs είχαν κάθε λόγο να πιστέψουν ότι δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα. Όμως οι μοτοσυκλέτες παράγουν κραδασμούς σε μεγαλύτερο φάσμα συχνοτήτων και έτσι γρήγορα οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο. Η Ducati, η πρώτη εταιρία που εφάρμοσε το σύστημα Skyhook, βρήκε μια λύση στο πρόβλημα φιλτράροντας μια συχνότητα κραδασμών σε συγκεκριμένες στροφές, αλλάζοντας το υλικό των ελαστικών βάσεων του κινητήρα. Η Aprilia αποφάσισε ότι η καλύτερη λύση ήταν να γυρίσει πίσω, στην αναλογική εποχή, και τοποθέτησε δύο απλά και ταπεινά ποτενσιόμετρα, στο τέλος μιας μακριάς μεταλλικής ράβδου με έδρα στο άκρο του ψαλιδιού, γλιτώνοντας μια για πάντα. Στην πράξη είχαν βρει την καλύτερη απάντηση στο πρόβλημα. Η BMW έκανε το ίδιο στα R1200GS και R1200GS Adventure, αλλά μόνο για το Paralever. Μπροστά ακολούθησε μια συνταγή αντίστοιχη της Ducati.

Πάμε τώρα στην περίπτωση της WP και του KTM 1290 Adventure. Όταν έπεσαι του ανταγωνισμού δεν έχεις το πλεονέκτημα του εντυπωσιασμού, αλλά έχεις την διευκόλυνση να μαθαίνεις από τα λάθη των άλλων. Το πρόβλημα αυτό ήταν πλέον γνωστό και η ομάδα KTM-WP, με επικεφαλή τον Stefan Haist, αποφάσισε να το λύσει με έναν έξυπνο τρόπο, κοντά στη λύση της BMW. Για να διαβάζει η μονάδα σε ποια θέση είναι η πίσω ανάρτηση, χρησιμοποίησαν έναν αισθητήρα Hall αντί για τυπικό ποτενσιόμετρο. Έπειτα έχουν ένα κοινό επιταχυνσιόμετρο για να αντιλαμβάνεται η μονάδα την ταχύτητα με την οποία κινείται. Αυτές είναι οι δύο βασικές μετρήσεις που χρειάζονται για να αποτυπώσεις μαθηματικά μια οποιαδήποτε λακκούβα αφού τα μαθηματικά είναι η γλώσσα που καταλαβαίνει η μονάδα ελέγχου. Η λύση είναι έξυπνη γιατί χρησιμοποίησαν κάτι πολύ κοινό. Ο αισθητήρας Hall είναι πάρα πολύ γνωστός στους μηχανολόγους, και βρίσκεται σε κάθε αυτοκίνητο. Πράγμα που θα μπορούσε να τρομάξει όποιον ξέρει την ιστορία (τώρα την γνωρίζετε κι εσείς) αφού εκεί ακριβώς ήταν το πρόβλημα και με την Sachs. Όμως ο αισθητήρας Hall δεν επηρεάζεται ποτέ από κραδασμούς και για αυτό τον χρησιμοποιούν μέσα στον στροφαλοθάλαμο, ώστε να ξέρει η ECU την θέση των εμβόλων κατευθύνοντας την ανάφλεξη. Αισθητήρα Hall θα βρεις επίσης σε ανεμιστήρες ψυγείων, σε στροβιλοσυμπιεστές και γενικότερα πολλά σημεία, μέσα σ’ έναν κινητήρα. Αν δουλεύει μέσα, τότε δύσκολο να μην το κάνει εκτός… Το φαινόμενο Hall πήρε το όνομά του από τον αμερικανό εφευρέτη του, που πίσω στο 1879 δεν εισέπραξε κανένα χειροκρότημα για την ανακάλυψή του. Στη σύγχρονη μηχανική όμως, είναι απαραίτητο. Ο αισθητήρας Hall αντιλαμβάνεται την διαφορά στην τάση ενός ηλεκτρικού πεδίου, όταν αυτό εισέρχεται σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Αυτή είναι βέβαια η πιο απλή διατύπωση που θα μπορούσε να δώσει κανείς. Συνοπτικά λοιπόν, ένας μαγνήτης στο σημείο έδρασης του ψαλιδιού, κινείται κατά την λειτουργία της ανάρτησης και ενεργοποιεί τον αισθητήρα, διακόπτοντας το ηλεκτρικό ρεύμα. Η καμπύλη του μετάλλου που φαίνεται στη φωτογραφία, είναι η πιο βασική παράμετρος στην κατασκευή του αισθητήρα, γιατί καθορίζει την μεταβολή του ηλεκτρικού πεδίου. Από την μεταβολή αυτή, αντιλαμβάνεται άμεσα η μονάδα ελέγχου, την θέση της πίσω ανάρτησης. Έχουμε λοιπόν έναν αναλογικό τρόπο μέτρησης της διαδρομής, αλλά άμεσα αποτυπωμένο στην μονάδα ελέγχου, και το κυριότερο, με απαράμιλλη ακρίβεια. Για την ιστορία, ορισμένα σύγχρονα smartphone της Samsung και της Asus, χρησιμοποιούν αισθητήρες φαινομένου Hall για να αντιλαμβάνονται πότε το καπάκι της θήκης είναι ανοικτό, ενεργοποιώντας την οθόνη. Τόσο άμεσος και τόσο μικρός μπορεί να γίνει αυτός ο αισθητήρας!

 

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

KTM 1290 Adventure

Αντιπρόσωπος:

KTM Southeast Europe AE

 

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ

Μήκος (mm):

-

Ύψος (mm):

-

Μεταξόνιο (mm):

1.560

Απόσταση από το έδαφος (mm):

220

Ύψος σέλας (mm):

860

Ίχνος (mm):

120

Γωνία κάστερ (o ):

26

 

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Χωροδικτύωμα από χλωρομολιβδαινιουχο ατσάλι και ατσάλινο επιστρωμένο υποπλαίσιο

Ρεζερβουάρ (lt):

30/4 ρεζέρβα

Βάρος κατασκευαστή κενή / γεμάτη (kg):

229 / 249

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Υγρόψυκτος, δικύλινδρος "V" 75ο με 4 βαλβίδες ανά κύλινδρο και 2 επικεφαλής εκκεντροφόρους

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

108x71

Χωρητικότητα (cc):

1.301

Σχέση συμπίεσης:

13.1:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

160/8.750

Ροπή (kg.m/rpm):

14.2/6.750

Τροφοδοσία:

Ηλεκτρονικός ψεκασμός Keihin

Σύστημα εξαγωγής:

2 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος, μονόδρομος με υδραυλική οδήγηση

Σχέσεις ταχυτήτων

Έξι (6)

 

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ένα αμορτισέρ monoshock της WP με ημι-ενεργητική λειτουργία

Διαδρομή (mm):

200

Ρυθμίσεις:

Πλήρεις ρυθμίσεις

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

Χυτή αλουμινίου 5.00x17΄΄

Ελαστικό:

170/60

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος της Brembo με δαγκάνα δύο εμβόλων και ρυθμιζόμενο / απενεργοποιήσιμο ABS, που προσμετρά την κλίση, μονάδα Bosch 9ME

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Αναλογικό στροφόμετρο, έγχρωμη TFT οθόνη με ταχύμετρο, ολικό και μερικό χιλιομετρητή, ένδειξη θερμοκρασίας κινητήρα, δύο χιλιομετρητές, ρεζέρβα, ένδειξη επιλογή Riding Mode, ρυθμιζόμενο και απενεργοποιήσιμο ABS που προσμετρά την κλίση, ημι-ενεργητικές αναρτήσεις, ενσωματωμένοι προβολείς με αυτόματη ρύθμιση της δέσμης αναλόγως της κλίσης, θερμαινόμενη σέλα και γκριπ, ρυθμιζόμενη ζελατίνα, cruise control, MTC, σταμπιλιζατέρ  

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ανεστραμμένο πιρούνι της WP με ημι-ενεργητική λειτουργία

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

200/48

Ρυθμίσεις:

Πλήρεις ρυθμίσεις

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

Χυτή αλουμινίου 3.50:19΄΄

Ελαστικό:

120/70

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mm με ακτινικές δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων της Brembo και ρυθμιζόμενο ABS που προσμετρά την κλίση, μονάδα Bosch 9ME

 

#MENOUMESPITIMEMOTO: Honda vs Ducati vs Triumph - Συγκριτικό Naked - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Χωρίς...ρούχα φαίνονται οι διαφορές
24/3/2020

Δεσμώτης του ιλίγγου

Απέναντι σε όσους πιστεύουν ότι οι naked είναι μαζοχισμός, οι λάτρεις της κατηγορίας δεν έχουν παρά να δείξουν ανωτερότητα και προκλητικά να δηλώσουν ένοχοι επιλέγοντας ποινή. Εμείς έχουμε ετυμηγορίες για όλα τα γούστα, από ισόβια δεσμά μέχρι πολυετή φυλάκιση και κάθειρξη με αναστολή. Εσείς δεν έχετε παρά να διαλέξτε πόσο θέλετε να μαυρίσετε το ποινικό σας μητρώο.

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.

Το πρόβλημα είναι ότι στις μέρες μας η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν θέτει ερωτήσεις και όταν το κάνει δεν είναι καίριες. Δεν υπάρχει αναζήτηση και προβληματισμός, οι περισσότεροι είναι απόλυτοι σε μια γνώμη που υιοθέτησαν και γυρνάνε έπειτα με μια καρφίτσα στο χέρι έτοιμοι να κολλήσουν ταμπελάκια με χαρακτηρισμούς. Αδυνατούν να δουν την συνολική εικόνα και αντί αυτού ακολουθούν εδραιωμένες αντιλήψεις και στερεότυπα, τυφλά, χωρίς κριτική. Στις μέρες μας έχει ελαχιστοποιηθεί η κρίση και έχει διογκωθεί ο φανατισμός. Δεν αναπτύσσονται νοητικοί μηχανισμοί διάκρισης του ουσιώδους απ' το επουσιώδες, του σημαντικού από το ασήμαντο. Αλλά βλέπετε είναι πιο εύκολο να ακολουθείς λεωφόρους από το να μπαίνεις σε μια ζούγκλα με την ματσέτα στο χέρι.

Ενώ Triumph και Ducati ψάχνουν κάθε λεπτομέρεια στην εμφάνιση, η Honda άφησε μερικές να της ξεφύγουν. Όπως εδώ που το σπείρωμα είναι σε κοινή θέα, ενώ οι βίδες αυτές θα μπορούσαν να βρίσκονται από ράφια dexion, μέχρι σε βραχίονα επίπεδης τηλεόρασης. Κρίμα γιατί ακριβώς από πάνω είναι ένας από τους πιο εξεζητημένους και χαρακτηριστικούς προβολείς

 

Δεν είναι η Ducati Streetfighter S η νικήτρια του συγκριτικού και ας είναι η πιο απόλυτη γυμνή που έχει βγάλει ποτέ Ευρωπαίος κατασκευαστής, και ας είναι το σίγουρο φαβορί και δυο φορές πιο ακριβή από τις υπόλοιπες. Ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό από τώρα, σαν να βάζουμε την τελευταία σελίδα του βιβλίου πρώτη για να τελειώνουμε με τα βασικά και να επικεντρωθούμε στην υπόθεση και την πλοκή. Γιατί η ουσία αυτού του συγκριτικού βρίσκεται αλλού, στην πραγματικότητα που αντιμετωπίζει κανείς μόλις μπει σε κάποιο φόρουμ ή βρεθεί μπλεγμένος σε συζήτηση καφετέριας με το γνωστό αλλά άκαιρο ερώτημα για το πια είναι η καλύτερη μοτοσυκλέτα. Εκεί που ο καθένας υποστηρίζει την γνώμη του για κάτι που γνωρίζει ελάχιστα με επιχειρήματα που ξεκινάνε πάντα με τις φράσεις: "εγώ μία φορά…" και "έχω ένα φίλο που του συνέβη…". Σιχαίνομαι την ατέρμονη εναλλαγή ιστοριών και τους ανθρώπους που πιάνονται από ένα θέμα για να εξιστορήσουν άλλη μια "περιπέτεια" μιμούμενοι παλαιότερες τεχνικές διδασκαλίας που βασίζονταν σε επιμορφωτικές ιστορίες. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα το διδακτικό σε μια εξιστόρηση παραφουσκωμένης ιστορίας που μόνο σκοπό έχει να εξυψώσει αυτόν που την διηγείται στα μάτια των συνομιλητών του. Αυτό είναι πρακτική μάρκετινγκ και τίποτα περισσότερο. Κάπως έτσι έφτασαν πολλοί να χάνουν την ουσία και να ακολουθούν τυφλά ιδέες, να υποστηρίζουν το ευκολότερο δυνατό για να δικαιολογούν την παρουσίαση άλλης μιας προσωποκεντρικής ιστορίας.

Μπουρλότο!

Στην οικογένεια της μοτοσυκλέτας η "οπαδοποίηση" είναι ακόμα ευκολότερη, γιατί δεν πρόκειται απλώς για ένα μεταφορικό μέσο. Η μοτοσυκλέτα συνδέεται έντονα με το συναίσθημα και μια συζήτηση γύρω από αυτές μπορεί να πυροδοτηθεί τάχιστα. Δύσκολα θα δείτε κάτι τέτοιο να συμβαίνει για αυτοκίνητα, εκτός αν πρόκειται για βελτιωμένα. Ας ρίξουμε λοιπόν λίγο λάδι στη φωτιά επαναπροσδιορίζοντας τον όρο (και όχι το όνομα) streetfighter. Η Ducati παίρνει ένα από τα πιο πετυχημένα superbike, του βγάζει τα πλαστικά και τα κλιπόν και του προσθέτει ένα ίσιο τιμόνι δίνοντάς του το όνομα μιας ολόκληρης κατηγορίας. Φέρνει και την ακόμα ακριβότερη έκδοση S με αναρτήσεις που ουσιαστικά το "επιστρέφουν" στην αρχική του μορφή και έχει έτοιμο τον τρόπο να ξεστοκάρει. Το Streetfighter άλλωστε, η γυμνή έκδοση του 1098, παρουσιάστηκε ταυτόχρονα σχεδόν με την 1198, ωστόσο δεν υπάρχει τίποτα το επιλήψιμο μέχρι τώρα και τίποτα το κρυφό επίσης. Η τακτική όμως αυτή ανήκει στο παρελθόν. Απέναντι από την απαστράπτουσα Ducati παρατάσσονται δύο γυμνές μ’ ένα ενδιαφέρον κοινό χαρακτηριστικό στο οπλοστάσιό τους.

Το σταμπιλιζατέρ της Ducati είναι απαραίτητο για τις ταχύτητες που μπορεί να πιάσει σε σύντομη απόσταση και δουλεύει ικανοποιητικά χωρίς όμως να είναι ρυθμιζόμενο

 

Έχουν αφήσει αυτή την τεχνική πίσω, έχουν εξελιχθεί. Η Speed Triple ήταν για πολύ καιρό μια γυμνή Daytona 955, μια γυμνή superbike, αν και μόνο μερικοί πνιγμένοι στην αιθαλομίχλη Άγγλοι θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν την 955 έτσι. Η νέα έκδοση έχει ένα καινούριο πλαίσιο, έναν κινητήρα αισθητά διαφοροποιημένο με περισσότερη διάρκεια, πιο γραμμικό και εξίσου εύστροφο, φανερά προσανατολισμένο για χρήση στο δρόμο. Η CB1000R έχει εξελιχθεί από λευκό χαρτί και μπορεί ο κινητήρας να ανήκει σε παλιότερο CBR αλλά έχει ηπιότερα χρονισμένους εκκεντροφόρους, διαφορετικό θάλαμο καύσης με μικρότερη συμπίεση, 45 άλογα λιγότερα και τελικά έχουν γίνει τόσες επεμβάσεις που οι διαφορές είναι τεράστιες. Είναι αλήθεια ότι αυτή η κατηγορία δημιουργήθηκε από πίεση της αγοράς που έψαχνε μια δυνατή μοτοσυκλέτα αλλά για το δρόμο όχι για την πίστα, κρατήστε το αυτό. Οι κατασκευαστές απλώς ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες του κόσμου που έγδυνε τις superbike και με διάφορες μικρές ή μεγάλες επεμβάσεις τις κυκλοφορούσε κυρίως μέσα στις πόλεις. Ήταν τότε ο μόνος τρόπος για να έχει κανείς αξιόλογες επιδόσεις και μεγαλύτερη ευελιξία, αυτά που σήμερα πλέον μπορούν να συνδυαστούν ακόμα περισσότερο. Δεν είναι απαραίτητο ν’ αγκομαχά κανείς, να πρήζονται τα χέρια του μέσα στην πόλη, να καίγονται τα πόδια του και να βλαστημά ο συνεπιβάτης. Τώρα οι γυμνές είναι γρήγορες μοτοσυκλέτες δρόμου σχεδιασμένες με γνώμονα την καθημερινή χρήση και όχι την πίστα. Και μετά ήρθε η Ducati Streetfighter για να μας θυμίσει πώς ξεκίνησαν όλα αυτά.

Το θέμα είναι τι δουλεύει καλύτερα, η παλιά συνταγή ή η καινούρια; Η κατηγορία αυτή ξεκίνησε ως streetfighter και κατέληξε σαν naked, αυτό είναι πράγματι πρόοδος; Και σε ποια κατεύθυνση; Μήπως πλέον οι αναβάτες δεν είναι όπως "παλιά" που πήγαιναν και έστριβαν με οτιδήποτε; Που όσο πιο άκαμπτη και σκληρή ήταν μια μοτοσυκλέτα τόσο το καλύτερο; Αυτή είναι η διαφορά, η απόλυτη naked Ducati, πανάλαφρη και με τις επιδόσεις κορυφαίου superbike, είναι φτιαγμένη με την παλιά συνταγή που γίνονταν αυτές οι μοτοσυκλέτες ενώ οι κατά πολύ φθηνότερες Triumph και Honda έχουν εξελιχθεί για χρήση δρόμου, περιπλέκοντας έτσι τα πράγματα. Η σημαντική εδώ λεπτομέρεια, για να τοποθετούμε τα πράγματα σε σωστό πλαίσιο, είναι ότι από την μία έχουμε την Ferrari της μοτοσυκλέτας, ή μάλλον καλύτερα ακόμα μιλάμε για την Pagani Zonda, διάβολε ούτε αυτό... Είναι η Koenigsegg Agera R των σπορ αυτοκινήτων, η DC3 Μ31 WideBody των Power Boats, το F35 των αιθέρων. Οπότε δεν μπορεί κανείς να ασχολείται με τίποτα άλλο πέρα από τις επιδόσεις της, είναι τόσο ειδικό που του αξίζει να έχει το δικό του χαρακτήρα. Ναι, αλλά αντίθετα με τα υπόλοιπα, την Streetfighter S μπορεί να την αποκτήσει κανείς χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να κερδίσει στο Τζόκερ, ένα μικρό χωραφάκι αρκεί. Κοστίζει ακριβά για μοτοσυκλέτα, σχετικά φτηνά όμως για ενσάρκωση ονείρου, άρα μπορεί και πρέπει να συγκριθεί με βάση αυτά που κάνει.

 

Συμπερασματικό Βατερλό!

Θα κάνω τώρα ένα από τα συχνότερα λάθη που υποπέπτουν οι συντάκτες του ειδικού τύπου, θα σχολιάσω αυτά που ΔΕΝ κάνουν αυτές οι μοτοσυκλέτες. Κανονικά αυτό είναι ένα συμπερασματικό σφάλμα, ο λάθος τρόπος να ξεκινάς οποιαδήποτε σύγκριση αλλά στην προκειμένη περίπτωση είναι η γρήγορη διαδρομή για να δούμε την συνολική εικόνα. Σαν να βλέπεις μπροστά σου την παγίδα της κινούμενης άμμου και παρόλα αυτά να πέφτεις μέσα αντί να κάνεις το γύρο. Λοιπόν δένουμε γερά στο απέναντι κλαδί και πάμε: Η Honda CB1000R δεν έχει γκάζι χαμηλά, το τιμόνι της δεν δημιουργεί την καλύτερη γωνία για να βγάζεις το σώμα σου στην πίστα και σε υψηλές ταχύτητες υπό κλίση το πλαίσιο παρουσιάζει μια μικρή ταλάντωση, κυρίως κατά το δυνατό φρενάρισμα ή την απότομη επιτάχυνση.

Όταν υπερτερούν τα Honda και Triumph, υστερεί η Ducati και το ανάποδο

 

Το Speed Triple έχει ένα ογκώδες ρεζερβουάρ και το κιβώτιο έχει βαρύ κούμπωμα και δεν του αρέσουν να του καρφώνουν τις ταχύτητες. Η Streetfighter S είναι πολύ σκληρή και άκαμπτη, λες και δεν πρόκειται να κυκλοφορεί στο δρόμο παρά μόνο στις πίστες. Η απόκριση του γκαζιού είναι πολύ τραχιά χωρίς να ανεβάζει ομαλά στροφές κάτι που ανάμεσα στα αυτοκίνητα στο κέντρο της πόλης κουράζει γρήγορα. Είναι δύσκολο να την οδηγείς με μικρές ταχύτητες και ακόμα πιο δύσκολο να φρενάρεις σε βρεγμένο δρόμο αν σου πεταχτεί κανείς από κάποιο στοπ. Η σέλα γλιστράει πολύ και τα γόνατα δεν βρίσκουν εύκολα στήριξη στο μινιμαλιστικό ρεζερβουάρ, λες και δεν θα κυκλοφορήσει ποτέ σε δημόσιους δρόμους παρά μόνο σε πίστες. Ο συνεπιβάτης δεν θα αντέξει για πολύ, ακόμα και αν τον πληρώνεις για την εμπειρία, ενώ στις λακκούβες καταλαβαίνεις την κατάσταση κάθε σπονδύλου σου ξεχωριστά. Αρκεί μια σύντομη διαδρομή όπως το περίπτερο-σπίτι για να είσαι το ίδιο πιασμένος με ένα δίωρο έντονης άσκησης στο γυμναστήριο.

Οι monobloc δαγκάνες της Ducati λειτουργούν εξωπραγματικά σε σύγκριση με τα φρένα των άλλων δυο. Το Speed Triple έχει εκπληκτικά φρένα, το Streetfighter έχει ακόμα καλύτερα, ικανά να επαναπατρίσουν με ασφάλεια το Discovery!

 

Καταλαβαίνετε τώρα τις διαφορές; Γιατί δεν κάναμε εκείνη την μακρά παράκαμψη; Όπου υπερτερούν τα Honda και Triumph, υστερεί η Ducati και το ανάποδο, η καθημερινή μετακίνηση αντιπαραβάλλεται την εξατομικευμένη χρήση. Η Streetfighter S είναι προορισμένη για πίστα, η CB1000R για τα αστικά όρια, ενώ το Speed Triple δεν θα πει όχι και σ’ ένα σύντομο ταξίδι. Αυτό μεταφράζεται και σε αντίστοιχα επίπεδα αδρεναλίνης στο άνοιγμα του γκαζιού, ο ίλιγγος σε γρήγορη ανάβαση στριφτερού επαρχιακού δρόμου θα είναι διαφορετικής έντασης με κάθε μοτοσυκλέτα. Δεν νοείται καμία σύγκριση με τον εξωπραγματικό τρόπο που επιταχύνει ο υπερελαφρύς πύραυλος της Ducati. Εκεί που στ’ άλλα δύο το δεξί γκριπ αποτυπώνει το ρυθμό περιστροφής του σε συνεργασία με το στροφόμετρο, το Streetfighter τον δείχνει κατευθείαν στο κοντέρ, τόσο γρήγορα τινάζεται μπροστά αυτή η μοτοσυκλέτα. Καμία άλλη γυμνή δεν τεντώνει τα χέρια με αυτό το ρυθμό, καμία άλλη δεν μπορεί να σου δέσει το στομάχι κόμπο από φανάρι σε φανάρι. Αυτό όμως είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα με αυτή τη μοτοσυκλέτα, ακριβώς γι’ αυτό οι Triumph και Honda είναι απολαυστικότερες μοτοσυκλέτες. Ναι απολαυστικότερες, στα μισά λεφτά και με λιγότερα κυβικά και άλογα.

 
Το Speed Triple έχει την πιο άνετη σέλα απ' τις υπόλοιπες με το κάλυμμά της να διατίθεται ως έξτρα και να μην περιλαμβάνει στα εργαλεία άλεν για να το βγάλετε. Ευτυχώς η εργαλειοθήκη του Triumph έχει αρκετό χώρο για να τοποθετήσετε δικά σας εργαλεία.

 

Κάν’ τα μου λιανά

Σε αυτό το σημείο είναι που αρχίζει η οπαδοποίηση που λέγαμε. Αυτό το κατεστημένο είναι το δυσκολότερο να ανατρέψει κανείς, την εδραιωμένη δηλαδή αντίληψη ότι η πιο δυνατή μοτοσυκλέτα είναι και η καλύτερη για όλους. Και θα ήταν κανονικά, αλλά το θέμα εδώ δεν είναι μονοδιάστατο. "Όποιος δεν έχει χέρια δεν μπορεί να το πάει". "Ο κατάλληλος αναβάτης το παίρνει και το στύβει", αυτόματες απαντήσεις στα παραπάνω, τις οποίες βλέπω κιόλας να έρχονται. Μόνο που αυτός ο αναβάτης που θα το κάνει αυτό σε δημόσιους δρόμους, όπως χαρακτηριστικά έγραφε και ο φίλος Μπάμπης στο προηγούμενο τεύχος, θα πρέπει να είναι ο Brad Pitt σε ταινία δράσης, ένας σύγχρονος σούπερ-ήρωας, και θα συμπληρώσω ότι κανείς από αυτούς τους ρόλους δεν έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής... Είναι επικίνδυνο να οδηγείς γρήγορα το Streetfighter S μέσα στην πόλη, περισσότερο απ’ ότι τα Triumph και Honda. Ταυτόχρονα όμως είναι και μαγικό γιατί επιταχύνεις και φρενάρεις ακαριαία εκμεταλλευόμενος κάθε εκατοστό ελεύθερου δρόμου στις ελάχιστες αποστάσεις που έχει το αστικό περιβάλλον. Οι αναρτήσεις δεν αφήνουν περιθώριο διόρθωσης λάθους όταν τα λάστιχα δεν καταφέρουν να εκμεταλλευτούν την ελάχιστη πρόσφυση που προσφέρει η ελληνική άσφαλτος. Ο εμπρός τροχός μπορεί εύκολα να φύγει δεξιά ή αριστερά στο απότομο φρενάρισμα, χωρίς κάποια ιδιαίτερη προειδοποίηση, αλλά για τα δεδομένα των τεράστιων 330mm δίσκων η λειτουργία του είναι αποδεκτά προοδευτική. Πίσω βέβαια το φρένο αποτελεί την επιτομή της προοδευτικότητας, δουλεύει απροβλημάτιστα με το μπλοκάρισμα να έρχεται πολύ αργά όταν ταυτόχρονα δεν λείπει η δύναμη και το αρχικό δάγκωμα είναι ικανοποιητικό. Το Streetfighter S ελαττώνει ταχύτητα στο άγγιγμα μανέτας και λεβιέ με τέτοιο ρυθμό που είναι σαν να άνοιξε αλεξίπτωτο, όμως χρειάζεται σύνεση σε οποιαδήποτε άσφαλτο δεν είναι καινούρια ή δεν προσφέρει κράτημα πίστας, στην συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνικών δρόμων δηλαδή.

Η σέλα της Honda είναι επίσης άνετη και στεγνώνει γρήγορα.

 

Στον αντίποδα υπάρχει το CB1000R, η μοτοσυκλέτα που χαίρεσαι να φρενάρεις σε στεγνό ή βρεγμένο, ακόμα και σε χαλίκι. Πολύ δύσκολα θα βρεθεί τερέν που το σύστημα C-ABS δεν θα ανταποκρίνεται με απόλυτη ακρίβεια χωρίς περιττή ανάδραση στα χειριστήρια. Το νεότερο Speed Triple που μόλις απέκτησε έκδοση με ABS δεν μπορεί να συγκριθεί σε αυτό τον τομέα με την Honda που παραδίδει μαθήματα συμπεριφοράς στο φρενάρισμα. Βέβαια δεν μπορεί να τα έχει κανείς όλα, θα ήταν υπέροχο να μπορείς ν’ απενεργοποιήσεις άμεσα το ABS σε αυτές τις μοτοσυκλέτες, όπως γίνεται σε όλες σχεδόν τις on-off. Αυτό αφαιρεί πόντους από το παιχνίδι, ιδιαίτερα όταν απέναντι έχεις το Ducati που και κορυφαία φρένα διαθέτει, και δυνατά είναι, ενώ μπορεί κατά βούληση να διώξει τον πίσω τροχό ή να ντριφτάρει χωρίς να χρειάζεται ν’ αλλάξει σχέση στο κιβώτιο.

Η σέλα της Streetfighter είναι η ιδανικότερη...για να φοράτε φόρμα και να "γλιστράτε" στην πίστα! 

 

Όσο ο ρυθμός ανεβαίνει, όσο η οδήγηση του αναβάτη αρχίζει να πλησιάζει τα όρια του χουλιγκανισμού τόσο πιο ευδιάκριτες αρχίζουν να γίνονται οι διαφορές των τριών μοτοσυκλετών. Triumph και Honda βρίσκονται κοντά, ενώ αρκετά μακριά τους ίσα που ξεχωρίζει το πίσω φως του Streetfighter. Αρκεί μισή περιστροφή του γκαζιού για να εξαφανιστεί το Ducati από το οπτικό πεδίο των άλλων δύο. Σκεφτείτε το: Σχεδόν είκοσι κιλά ελαφρύτερο από το CB1000R και κοντά τριάντα από το Speed Triple με 26 και 15 περισσότερους ίππους αντίστοιχα, η αίσθηση στο άνοιγμα του γκαζιού γίνεται από ένα σημείο των στροφών και μετά μη συγκρίσιμη. Έτσι ήταν κάποτε όλα τα γυμνά, ατίθασα και γρήγορα όπως το Streetfighter, άλλωστε τότε αυτό ήταν και το όνομα της κατηγορίας ολόκληρης, "Streetfighters". Άλλαξαν πολλά όταν εισήχθη ο γενικός όρος naked και οι μοτοσυκλέτες της κατηγορίας άρχισαν να θυμίζουν λίγο τα café racers που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία από το ’60 και μετά. Η καθημερινή χρήση δεν γίνεται μετά κόπων και βασάνων, αυτό αργά ή γρήγορα οδηγεί σε κούραση. Χρειάζεται μια μοτοσυκλέτα που δεν πρόκειται να "βράσει" και να χάσει απόδοση ο συμπλέκτης όταν θα βρεθεί κολλημένη στο ίδιο σημείο στην ασφυκτική κίνηση. Αυτά που προσφέρουν οι καινούριες naked ήταν κάποτε όνειρα που με διάφορες πατέντες οι ιδιοκτήτες των custom streetfighter έψαχναν να τα πραγματοποιήσουν. Το κέντρο των πόλεων δεν τους τρομάζει πλέον, ένα tank ή tail bag παραδείγματος χάριν, δεν πρόκειται να ξεβάψει πλαστικά και μέταλλα μετά την δεύτερη - τρίτη φορά που θα χρησιμοποιηθεί. Η χρήση των naked δεν είναι περιοριστική όπως των γυμνών superbike, των Streetfighters δηλαδή, αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε Ducati από τη μία πλευρά και Triumph και Honda από την άλλη. Οι παραχωρήσεις που πρέπει να κάνει κανείς δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων, που είναι και ο βασικότερος παράγοντας εδώ που τα λέμε, αλλά και χρήσης.

 

Naked for ever!

Τους λιγότερους συμβιβασμούς πάντως τους κάνεις με το Speed Triple. Ειδικά τώρα που με την προσθήκη του ABS έχει έρθει πιο κοντά στην επιτομή της λειτουργικότητας, που στην κατηγορία αυτή πρεσβεύεται από το CB1000R. Σε καμία περίπτωση δεν έχει το αγγλικό ABS τον ίδιο βαθμό αποτελεσματικότητας με το CB1000R, ωστόσο τα φρένα του Triumph είναι προοδευτικά και δουλεύουν τόσο καλά από μόνα τους, που απλώς το ABS προσφέρει το ψυχολογικό εχέγγυο της ασφάλειας που χρειάζεται ο αναβάτης για να αυξήσει ρυθμό. Το Speed Triple είναι η naked με την οποία μπορείς να ταξιδέψεις κιόλας, η πρόσθετη ζελατίνα της εταιρείας που είχε η μοτοσυκλέτα της δοκιμής δεν προσφέρει κάποια σπουδαία προστασία, σε σημείο μάλιστα που η συνεισφορά της στην άνεση είναι μηδενική, περισσότερο ο όγκος είναι αυτός που σε προδιαθέτει να βγεις στον ανοικτό δρόμο. Ανεβαίνοντας από το Streetfighter κατευθείαν στο Speed Triple είναι σαν να βρέθηκες σε on-off! Από εκεί που τα πόδια ήταν τόσο κλειστά όσο σχεδόν στο περπάτημα και εφάρμοζαν στο ρεζερβουάρ με το βάρος του σώματος να πέφτει μπροστά φορτίζοντας τους καρπούς, στην αγγλική μοτοσυκλέτα θέλεις λίγο χρόνο αναπροσαρμογής. Στο Speed Triple κάθεσαι το ίδιο επιθετικά όπως και στο Streetfighter αλλά λιγότερο ακραία και όλα είναι πιο μεγάλα. Όλες οι αποστάσεις, το ρεζερβουάρ, η σέλα, φαντάζουν μακρύτερα από το σώμα και τα πόδια του αναβάτη, τόσο που το Speed Triple μπροστά στα άλλα δύο αδικείται. Φαντάζει μοτοσυκλέτα άλλης κατηγορίας, και είναι σημαντικά πιο βαρύ. Όλα αυτά στο ταξίδι βέβαια είναι επιθυμητά, μέσα στην πόλη όμως όχι και τόσο.

Δεν υπάρχει ομορφότερο θέαμα από το χωροδικτύωμα της Ducati με τα carbon καλύμματα των ιμάντων των εκκεντροφόρων και τα καπάκια από μαγνήσιο. Δεν επικρατεί απόλυτη τάξη αλλά αυτό είναι μια πολύ μικρή λεπτομέρεια

 

Εκεί είναι το πεδίο δράσης του CB1000R, το οποίο παρόλο που είναι μινιμαλιστικό σαν γυμνό 600 κυβικών τοποθετεί το σώμα του αναβάτη σε πιο όρθια θέση και υπάρχει χώρος για τα γόνατα χωρίς τα πόδια να διπλώνουν πολύ. Ταυτόχρονα, ο αναβάτης του Streetfighter αρχίζει να ιδρώνει και να πονάνε τα χέρια του από την προσπάθεια να διατηρήσει ροή ανάμεσα στα αυτοκίνητα, ενώ εκείνος του Speed Triple έχει σταματήσει κάπου πιο πίσω γιατί το τιμόνι του δεν κόβει καθόλου. Παράλληλα ο αναβάτης του CB1000R έχει φτάσει ήδη στην καφετέρια, έχει παραγγείλει κιόλας, και με το πεδίο ελεύθερο μπορεί να ξεκινήσει το ευγενές άθλημα του καμακώματος. Έχει αρκετό χρόνο μέχρι να φανεί το Streetfighter S που θα χαλάσει όλη τη δουλειά.

Στο αντίποδα η Honda καλύπτει όλες τις λεπτομέρειες

 

Είναι απίστευτο και πραγματικά χρίζει διερεύνησης, αλλά οι γυναίκες, και μιλάμε για αυτές που δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο, δεν θα δουν τρεις μοτοσυκλέτες. Ακόμα καλύτερα δεν θα δώσουν καμία σημασία σε αυτά τα "πράγματα" που τους ενοχλούν πάνω στο πεζοδρόμιο μέχρι να εμφανιστεί το Streetfighter! Κανείς δεν μπορεί με σιγουριά πάντως να καταλήξει αν το Ducati ξεχωρίζει λόγο τιμής ή λόγο design, γιατί έχει και τα δύο σε πληθωρικό βαθμό. Προσθέστε την ανωτερότητα έναντι των άλλων γυμνών σε πίστα (και μόνο) και έχετε το λόγο ύπαρξης αυτής της μοτοσυκλέτας. Track days και οφθαλμόλουτρο!

Στη γρήγορη οδήγηση πάντως σε επαρχιακό δρόμο Triumph και Honda μάχονται στενά για την δεύτερη θέση. Η ανωτερότητα του Speed Triple έναντι του CB1000R είναι δεδομένη, απλώς η ψαλίδα μικραίνει ανάλογα με τις προτιμήσεις του αναβάτη. Σε όποιον αρέσουν οι βόλτες και δεν κυνηγά τα χρονόμετρα, ή τα χιλιόμετρα μέσα στις στροφές, θα εντυπωσιαστεί από το CB1000R και θα ζηλέψει τους χώρους και τον όγκο του Speed Triple. Όποιος όμως θέλει να οδηγεί γρήγορα θα λατρέψει την αγγλική μοτοσυκλέτα και την ακρίβεια που προσφέρει το εκπληκτικό πιρούνι της Showa μαζί με την στιβαρότητα του πλαισίου. Οι συχνές αλλαγές σχέσεων στο Triumph αποτελούν βέβαια ένα διπλωματικό θέμα ανάμεσα σε λεβιέ και παπούτσι. Αν και ο συμπλέκτης δεν είναι ιδιαίτερα σκληρός, εκτός και αν τον συγκρίνεις απευθείας με αυτόν του CB που είναι απαλός σαν μαργαρίνη, οι ταχύτητες κουμπώνουν ηχηρά και χρειάζονται δύναμη. Οι αλλαγές χωρίς τη χρήση συμπλέκτη είναι για το Honda μια φυσιολογική υπόθεση στο μαλακό και ακριβές κιβώτιο, όμως για το Triumph αυτό είναι μια πράξη σύντομου πολέμου σε τακτική Falkland και προβάλει σθεναρή αντίσταση. Η συζήτηση αυτή απλώς αφήνει απ’ έξω το Ducati που το μόνο που αντιπαθεί είναι οι αλλαγές έξω από την ωφέλιμη περιοχή του στροφόμετρου όπου παρουσιάζει έντονους κραδασμούς, ακούγεται η αλυσίδα, και γενικά τρέμει και σείεται συθέμελα μέσα σ’ ένα σωρό μηχανικούς θορύβους. Όσο το οδηγείς σε γρήγορο ρυθμό όλα συντονίζονται μαγικά μεταξύ τους και το Streetfighter S αρχίζει να δικαιολογεί το υπέρογκο ποσό που κοστίζει.

Η Triumph δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την εμφάνιση του κινητήρα, τον αφήνει αυθεντικό...

 

Το traction control των Ιταλών είναι επίσης αυτής της λογικής. Στην περισσότερο παρεμβατική θέση κόβει πιο ομαλά την επιτάχυνση τη στιγμή που οκτώ θέσεις πιο πάνω μπορεί να αφήσει τον εμπρός τροχό να σηκωθεί αρκετά αλλά θα επέμβει πολύ πιο απότομα. Το χειρότερο με το traction control της έκδοσης S όμως είναι ότι πρέπει να ενεργοποιηθεί ή ν’ απενεργοποιηθεί με τον κινητήρα σβηστό. Αν σε κάποιο φανάρι λοιπόν αποφασίσεις να χαρίσεις θέαμα θα πρέπει να ζητήσεις συγνώμη να σβήσεις και ν’ αρχίσεις να παίζεις με τους διακόπτες αριστερά με κάθε αλλαγή να απαιτεί παρατεταμένο πάτημα... εκνευριστικό.

Εκεί που το Ducati όμως μπορεί, όταν λύσει το θέμα του traction control, να σηκωθεί από το ρελαντί με ελάχιστη περιστροφή του γκαζιού, το CB1000R θα χρειαστεί καλό έλεγχο με το πίσω φρένο γιατί σηκώνεται απότομα σε πολλές στροφές, ενώ το Speed Triple θα ανταμείψει τον αναβάτη του με τις πιο απολαυστικές και ελεγχόμενες σούζες ισχύος. Οι αλλαγές στον κινητήρα του Triumph έφεραν την απαιτούμενη διάρκεια που έλειπε στο προηγούμενο μοντέλο με τις σχέσεις να είναι πλέον σωστά κλιμακωμένες. Οδηγώντας επιθετικά το Speed Triple ο αναβάτης είναι σε εγρήγορση και "ετοιμοπόλεμος", την ώρα που στο Ducati κερδίζει σε κάθε χιλιόμετρο άσπρες τρίχες και στο Honda παραμένει ξεκούραστος όσο ψηλά και αν στριφογυρίζει ο δρόμος. Το CB1000R είναι η μοτοσυκλέτα που μπορούν όλοι να την οδηγήσουν γρήγορα και αυτό δεν λέγεται υποτιμητικά, όπως δεν είναι και διαφήμιση να λες ότι το Ducati μπορεί να οδηγηθεί πραγματικά γρήγορα από μια χούφτα αναβατών στην Ελλάδα. Αν το βλέπετε έτσι τότε μακάρι ν’ ανήκετε σε αυτούς τους λίγους, διαφορετικά διαπράττετε το ίδιο λάθος με αυτό που λέγαμε στην αρχή. Οπαδοποίηση: "το υποστηρίζω γιατί είναι κόκκινο και Ιταλικό". Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα, δεν χρειάζεται να είναι όλες οι γυμνές μοτοσυκλέτες δύστροπες και επικίνδυνες σε συνθήκες δημόσιου δρόμου, να μην συγχωρούν λάθη για να μπορούν να πλαγιάσουν σε μοίρες που είναι απαγορευτικές εκτός πίστας.

Ντάμα σπαθί

Η γεωμετρία και η απολυτότητα ξυραφιού που έχει το Streetfighter και ο τρόπος που τοποθετεί τον αναβάτη στη σέλα, ψηλά και πάνω στη μοτοσυκλέτα, είναι ιδανικές για όταν χρειάζεται να βγει το σώμα εκτός, και να πλαγιάσει απότομα η Ducati εναλλάσσοντας γρήγορα κλίσεις. Σε πόσους ελληνικούς δημόσιους δρόμους μπορεί να γίνει αυτό με μια σχετική ασφάλεια; Speed Triple και CB1000R είναι ιδανικότερες μοτοσυκλέτες για κάθε μέρα χωρίς να υστερούν σε επιδόσεις. Οι διαφορές ανάμεσα στις τρεις μόνο στην πίστα μπορούν να γίνουν αισθητές καθώς στο δρόμο τα νούμερα λένε διαφορετική αλήθεια. Κοιτάξτε τις μετρήσεις του Triumph, στα τετρακόσια μέτρα είναι μόλις οκτώ κλάσματα του δευτερολέπτου πιο αργό από το Ducati, ενώ στο πρώτο χιλιόμετρο Speed Triple και CB1000R θα είναι δίπλα-δίπλα, μόλις μισή μοτοσυκλέτα μήκος πίσω από το Streetfighter S. Αυτό που δεν μπορούν να φανερώσουν τα νούμερα είναι η αίσθηση που έχει το ιταλικό superbike, συγνώμη το streetfighter... Τελικά η αγγλική μοτοσυκλέτα έχει καταφέρει να συμπληρώσει το πιο ολοκληρωμένο πακέτο, δεν υστερεί σε επιδόσεις, έχει κορυφαία φρένα, παρόλο που το ABS της είναι χειρότερο από της Honda, και μπορεί να ταξιδέψει μέσα σε λογικά όρια. Ταυτόχρονα η CB1000R πρέπει να είναι αυτή τη στιγμή η ταχύτερη μοτοσυκλέτα όταν στη διαδρομή περιλαμβάνονται φανάρια, ελιγμοί ανάμεσα σε σταματημένα αυτοκίνητα και γενικά οτιδήποτε μπορεί να μπλοκάρει τους δρόμους μια πόλης. Οι naked έχουν πλέον εξελιχθεί και περάσει σε επόμενο στάδιο από εκείνων των custom streetfighter, προσφέροντας επιδόσεις, συγκίνηση και καθημερινή χρηστικότητα και το Speed Triple είναι αυτή τη στιγμή το καλύτερο παράδειγμα. Όμως στο περιοδικό όλοι μαλώναμε για τα κλειδιά της Ducati… Η εμφάνιση και ο χαρακτήρας είναι μεγάλος μαγνήτης και η μοτοσυκλέτα, είπαμε, παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με το συναίσθημα...

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Triumph Speed Triple 1050 ABS
Αντιπρόσωπος:
Ηλιοφίλ ΑΕΕ
Τιμή:
€13.790
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος
2.086mm
Ύψος
1.033mm
Μεταξόνιο
1.435mm
Απόσταση από το έδαφος
 
-mm
Ύψος σέλας
820mm
Ίχνος
90,9mm
Γωνία κάστερ
22,8°
Απόσταση σέλας - τιμονιού
730mm
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ
500mm
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού
900mm
Απόσταση πίσω σέλας -πίσω μαρσπιέ
480mm
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
221 kg
(χωρίς καύσιμο: 207,9 kg)
Πίσω
49,2%
Εμπρός
50,8%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
1,5%
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινίου, σωληνωτό περιμετρικό
Πλάτος (mm):
728
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/216
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, τρικύλινδρος σε σειρά, με 4 Β/Κ, 2 ΕΕΚ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
79x71,4
Χωρητικότητα (cc):
1.050
Σχέση συμπίεσης:
12:0,1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
135 / 9.400
Ροπή (kg.m/rpm):
11,6 / 7.550
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
136,3
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός Keihin
Σύστημα εξαγωγής:
3 σε 2 με καταλύτη
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 1,750
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 2,333
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
2,733 / 11
1,947 / 15
1,545 / 19
1,292 / 23
1,154 / 25
1,074 / 27
 
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
12.000
Αλλαγή λαδιού (km):
Στα πρώτα 1.000 και κάθε 6.000
 
 
Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):
Τύπου φυσιγγίου / 12.000
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-50
1,65
11,13
0-100
3,56
51,26
0-150
6,03
139,29
0-200
10,48
359,79
0-250
-
-
 
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Μέτρα
Sec
Km/h
0-400
11,19
202,50
0-1.000
20,81
234,79
 
ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
80-140
2,56
77,93
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)
Km/h
6η
40-80
2,62 / 43,60
3,03 / 49,88
 
80-120
2,56 / 71,41
2,89 / 80,58
3,76 / 104,73
120-160
2,93 / 113,99
3,47 / 135,71
4,53 / 176,79
160-200
4,06 / 205,34
4,19 / 210,18
5,90 / 296,61
200-240
-
-
-
 
ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
120-40
2,28
51,28
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
-
1,6
Πραγματικά
1,69
1,79
 
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Διαδρομή (mm):
134
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
5,5x17
Ελαστικό:
180/55-17 Metzeler Racetech interact
Πίεση:
38psi
ΦΡΕΝΟ
Αεριζόμενος δίσκος 220mm με δαγκάνα 2 εμβόλων
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ολικός και δύο μερικοί χιλιομετρητές, ρολόι, ψηφιακός δείκτης βενζίνης / ρεζέρβας, immobilizer
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή / Διάμετρος (mm):
120/43
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5x17
Ελαστικό:
120/70-17 Metzeler Racetech interact
Πίεση:
36psi
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 320mm με ακτινικές δαγκάνες Brembo τεσσάρων εμβόλων
 
 
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Μέση
7,6
Ελάχιστη
6,2
Μέγιστη
9,6
Αυτονομία:
223
Αυτονομία ρεζέρβας:
45
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
17,4/3,2
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ               HONDA CB 1000R ABS
Αντιπρόσωπος:
ΓΕΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ (Μέλος του Ομίλου Σαρακάκη)
Τιμή:
€12.150
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.105
Ύψος (mm):
1.095
Μεταξόνιο (mm):
1.445
Απόσταση από το έδαφος (mm):
130
Ύψος σέλας (mm):
825
Ίχνος (mm):
99
Γωνία κάστερ (˚):
25
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
730
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
470
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
880
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
360
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
222kg
(χωρίς καύσιμο: 209,25)
Πίσω
51,3%
Εμπρός
48,7%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
0%
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Χυτό αλουμινένιο, μονής ραχοκοκαλιάς
Πλάτος (mm):
785
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/ 222 με ABS (217 χωρίς ABS)
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, τετρακύλινδρος σε σειρά με 4 Β/Κ και 2 ΕΕΚ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
75x56,5
Χωρητικότητα (cc):
998
Σχέση συμπίεσης:
11,2:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
125 / 10.000
Ροπή (kg.m/rpm):
10,2 / 8.000
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
125,2
Τροφοδοσία:
Ηλεκτρονικός ψεκασμός με σώματα 36 χιλιοστών
Σύστημα εξαγωγής:
4 σε 2 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκος, με υδραυλική οδήγηση
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 1,604
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα 530 / 2,750 (44/16)
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,538 (33/13) / 10,6
2α
1,941 (33/17) / 134
3η
1,579 (30/19) / 17
4η
1,363 (30/22) / 20
5η
1,217 (28/23) / 22
6η
1,115 (29/26) / 24
 
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
24.000
Αλλαγή λαδιού (km):
Στα πρώτα 1.000 και κάθε 6.000
Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):
3,6 / -
Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):
Τύπου φυσιγγίου / 12.000
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-50
1,53
9,82
0-100
3,11
43,04
0-150
5,54
128,57
0-200
10,45
371,69
0-250
 
 
 
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Μέτρα
Sec
km/h
0-400
10,95
203,91
0-1.000
20,81
227,59
 
ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
80-140
2,50
77,91
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)
Km/h
4η
5η
6η
40-80
2,83/47,25
3,51/57,85
-
80-120
26,3/73,11
3,45/95,74
3,80/104,93
120-160
2,60/101,06
3,54/138,17
3,81/147,97
160-200
3,61/181,90
3,88/195,17
4,22/211,92
 
ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
120-40
2,41
53,38
 
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
-
1,77
Πραγματικά
1,86
1,98
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Μονόμπρατσο ψαλίδι με μονό αμορτισέρ της Showa χωρίς μοχλικό
Διαδρομή (mm):
128
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
5,5 x 17’’
Ελαστικό:
180/55-17
Πίεση:
36psi
ΦΡΕΝΟ
Μονός δίσκος 256mm με δαγκάνα δυο εμβόλων και ABS
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ψηφιακό πάνελ με τρεις οθόνες για ταχύμετρο, στροφόμετρο, ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, immobilizer, δείκτη βενζίνης, θερμοκρασία νερού, ρολόι και ενδεικτικές λυχνίες νεκράς, μεγάλης σκάλας φώτων, φλας, ABS, τσεκ κινητήρα
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι της Showa, HMAS cartridge
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
120/ 43
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης / επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5 x 17’’
Ελαστικό:
120/70-17
Πίεση:
34psi
ΦΡΕΝΟ
Δυο δίσκοι 310 χιλιοστών με δαγκάνες Nissin τριών εμβόλων για την έκδοση ABS-CBS (ακτινικές δαγκάνες Tokico τεσσάρων εμβόλων για τη στάνταρ έκδοση)
 
 
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Μέση
7,1
Ελάχιστη
5,9
Μέγιστη
8,4
Αυτονομία μέγιστη (km):
201,1
Αυτονομία ρεζέρβας (km):
47,3
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
17/4
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ               Ducati Streetfighter S
Αντιπρόσωπος:
Hellinmoto ΑΒΕΕΟ
Τιμή:
 €21.600
Εγγύηση:
2 χρόνια
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος
2.120mm
Ύψος
1.114
Μεταξόνιο
1.475mm
Απόσταση από το έδαφος
-
Ύψος σέλας
840mm
Ίχνος
-
Γωνία κάστερ
25,6°
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
700
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
500
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
900
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
500
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
197,5kg
(χωρίς καύσιμο: 185,1kg)
Πίσω
51,5%
Εμπρός
48,9%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
+14,4%
 
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο (ALS450), χωροδικτύωμα σωληνωτής διατομής
Πλάτος (mm):
-
Βάρος κατασκευαστή, κενή (kg):
169 (167)
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, δικύλινδρος V90°, υγρόψυκτος με 4 Β/Κ, δεσμοδρομικός
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
 
104x64,7
Χωρητικότητα (cc):
1.099
Σχέση συμπίεσης:
12,5:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
155 / 9.500
Ροπή (kg.m/rpm):
11,7 / 9.500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
139,8
Τροφοδοσία:
Ηλεκτρονικός ψεκασμός Marelli (ελλειπτικής διατομής)
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1 σε 2 με καταλύτη και δυο αισθητήρες “λ”, με λαιμούς και τελικά από ανοξείδωτο ατσάλι (Euro 3)
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ με αντλία λαδιού
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Ξηρός, πολύδισκος, με υδραυλική τρόμπα
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 1,840
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 2,533
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,466/12
2α
1,764/15
3η
1,300/20
4η
1,090/24
5η
1,043/25
6η
0,880/29
 
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
-
Αλλαγή λαδιού (km):
-
Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):
-
Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):
-
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-50
1,75
11,62
0-100
3,67
51,93
0-150
6,04
136,31
0-200
9,58
311,82
0-250
 
 
 
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Μέτρα
sec
km/h
0-400
11,11
214,43
0-1.000
20,45
241,36
 
ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ
Km/h
sec
Μέτρα
80-140
2,57
79,08
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)
Km/h
6η
40-80
2,27/63,16
2,82/77,83
-
80-120
2,66/103,83
3,19/124,71
-
120-160
3,18/160
4,4/226,42
-
160-200
-
10,76/676,52
-
 
ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
120-40
2,29
50,91
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
1,08
1,2
Πραγματικά
1,33
1,43
 
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΠΙΣΩ
ΤΥΠΟΣ
Ένα αμορτισέρ της Showa (Ohlins), μοχλικό
Διαδρομή (mm):
127
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Έξι ιντσών, Ducati design, δέκα μπράτσων από χυτό αλουμίνιο (Marchesini)
Ελαστικό:
190/55-17 Pirelli Diablo Corsa III
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 245mm με δαγκάνα δυο εμβόλων
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Oθόνη με στροφόμετρο, ταχύμετρο, ρολόι, πρόγραμμα προειδοποίησης service, λαμπάκι χαμηλής πίεσης και θερμοκρασίας λαδιού, δείκτη βενζίνης / ρεζέρβας, θερμοκρασίας λαδιού / νερού, λαμπάκι νεκράς / φλας, ένδειξη μέσης ωριαίας ταχύτητας, μέσης κατανάλωσης / trip ρεζέρβας, immobilizer και υποδοχή για το σύστημα DDA-Ducati Data Analyzer, σταμπιλιζατέρ (DTC- Ducati Traction Control).
 
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΕΜΠΡΟΣ
ΤΥΠΟΣ
Ανεστραμμένο πιρούνι Showa με επίστρωση TiO (Ohlins με επίστρωση TiN)
Διαδρομή / Διάμετρος (mm):
120/43
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5 ιντσών, Ducati design, δέκα μπράτσων από χυτό αλουμίνιο (Marchesini)
Ελαστικό:
120/70-17
ΦΡΕΝΟ
Δυο δίσκοι διαμέτρου 330mm με ακτινικές, τετραέμβολες, monobloc δαγκάνες της Brembo
 
ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
 
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ
Κόφτης:
10.400
Μέγιστη ισχύς:
9.900
 
 
1η
109
2α
153
3η
207
4η
247
5η
258
6η
306
 
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Μέση
8
Ελάχιστη
7
Μέγιστη
10
Αυτονομία:
212
Αυτονομία ρεζέρβας:
37,5
Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (lt):
17/3

Ετικέτες