Δοκιμή Triumph Rocket3 R: Κτηνώδες αριστούργημα!

Όταν η τέχνη αψηφά τους νόμους της φυσικής
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/3/2020

Με το νέο Rocket3 των 2500 κυβικών εκατοστών, η Triumph τσαλαπατά κάθε έννοια μέτρου και λογικής. Για αυτούς που βιάζονται να βάλουν τα πάντα μέσα σε κουτάκια, η Rocket 3 R είναι μια μοτοσυκλέτα της κατηγορίας των power cruisers, που γεννήθηκε στις αρχές των 80ies από το Yamaha V-Max. Έκτοτε έχουμε δει πολλούς κατασκευαστές να καταπιάνονται με την ιδέα ενός μυώδους cruiser που θυμίζει αγωνιστικές μοτοσυκλέτες dragster. Από το Harley Davidson V-Rod έως το Honda X-4 και το Ducati Diavel, η βασική ιδέα ήταν πάντα ένας μεγάλου κυβισμού κινητήρας με άφθονη ροπή, ένα πολύ φαρδύ πίσω ελαστικό και μια μακριά-χαμηλή σιλουέτα που αποτρέπει τις σούζες στις άγριες επιταχύνσεις από τα φανάρια της πόλης. Το πόσο επιτυχημένα υλοποίησαν την ιδέα ενός dragster για τον δρόμο είναι συζητήσιμο, καθώς μόνο το V-Max και το Diavel κατάφεραν να επιβιώσουν εμπορικά στο πέρασμα των χρόνων. Πιθανότατα αυτό έγινε γιατί το V-Max είχε πάντα έναν μοναδικό V4 κινητήρα και το Diavel είχε συμπεριφορά “κανονικής” μοτοσυκλέτας, που της έδινε μεγαλύτερο εύρος χρήσης.

Όμως όσο υπερβολικά κι αν είναι τα 1.679 κυβικά του V4 κινητήρα της Yamaha και οι 159 ίπποι της Ducati, δεν συγκρίνονται με τίποτα σε υπερβολή δίπλα στα 2.500 κυβικά του τρικύλινδρου κινητήρα της Triumph. Κι αν η Rocket3 σου προκαλεί δέος διαβάζοντας τους γιγαντιαίους αριθμούς των τεχνικών χαρακτηριστικών της, όταν την δεις από κοντά θα σου πέσουν τα σαγόνια στο δρόμο. Κι όταν λέμε από κοντά, εννοούμε να έχεις στο χέρι μεγεθυντικό φακό και φιλεράκια, για να κρίνεις όσο πιο αυστηρά γίνεται την ποιότητα υλικών, φινιρίσματος, βαφής και συνολικά την ποιότητα κατασκευής. Είναι μακράν η πιο ποιοτική power cruiser που έχει κατασκευαστεί τα τελευταία 30 χρόνια. Τελεία! Το πρώτο Honda Varkyrie 1600 και το Yamaha V-Max 1700 είχαν αυτόν τον τίτλο έως σήμερα, όμως τον έχασαν (και με μεγάλη διαφορά…) από μια εγγλέζικη εταιρεία που κατασκευάζει μοτοσυκλέτες στην Ταϋλάνδη. Κι ο λόγος που το Rocket3 R πήρε τον τίτλο από τους Ιάπωνες, είναι πως το κορυφαίο φινίρισμα και τα ποιοτικά υλικά συνεχίζονται ακόμα και σε σημεία που δεν βλέπει το γυμνό μάτι, σε αντίθεση με την Honda και την Yamaha που ακολουθούν την λογική: ”Όσα βλέπει η Πεθερά”. Στο Rocket3 R δεν υπάρχει βίδα που να μην είναι ανοδοιωμένη ή να μην την έχουν κρύψει με κάποιο ειδικά σχεδιασμένο καπάκι. Ό,τι φαίνεται μεταλλικό, ΕΙΝΑΙ μεταλλικό και όχι βαμμένο πλαστικό. Ακόμα και οι αρμοί στα τρία διαφορετικά καπάκια του τελικού τις εξάτμισης έχουν ΑΚΡΙΒΩΣ την ίδια απόσταση μισού χιλιοστού σε όλα τα σημεία! Το αποκορύφωμα της τελειομανίας το ανακαλύπτεις όταν ξεκλειδώσεις τη σέλα και κοιτάξεις από κάτω της, όπου το ατσάλινο διακοσμητικό φιλέτο είναι φινιρισμένο έως μέσα και οι βίδες που το συγκρατούν είναι και αυτές ανοδοιωμένες… Μα φυσικά, τί άλλο θα μπορούσαν να βάλουν εκεί που δεν θα κοιτάξει σχεδόν ποτέ κανείς! Όπως φυσικά όλα τα καλώδια είναι κρυμμένα και το κάλυμμα της σέλας έχει όψη και υφή μαλακού δέρματος nappa. Όσο για τα μαρσπιέ του συνεπιβάτη, τί μπορείς να πεις; Μιλάμε για το απόλυτο over-kill κατασκευαστικής και σχεδιαστικής αρτιότητας.

Βέβαια όλα αυτά θα εντυπωσιάσουν περισσότερο τους μεγαλύτερης ηλικίας μοτοσυκλετιστές, που έχουν ζήσει τις εποχές όπου η λέξη “πολυτέλεια” ήταν συνυφασμένη με την μεταλλουργία και την ποιότητα υλικών και όχι με τα κουμπάκια, τα λαμπάκια και τα πάσης φύσεων “μπλιμπλίκια”. Όχι πως η Rocket3 R δεν έχει πάνω της τα πάντα από τον κατάλογο των σύγχρονων ηλεκτρονικών. Έγχρωμη οθόνη TFT με επιλογή riding mode, traction control, cruise control, Bluetooth και keyless σύστημα εκκίνησης με την καλύτερη ηλεκτρική κλειδαριά τιμονιού της αγοράς αυτή τη στιγμή. Φυσικά όλα τα φώτα είναι LED, με τους διπλούς εμπρός προβολείς να την ξεχωρίζουν από κάθε άλλη μοτοσυκλέτα στο δρόμο και ταυτόχρονα να την εντάσσουν μέσα στην οικογενειακή ταυτότητα της Triumph.

Η έκδοση R έχει τα μαρσπιέ κοντά στο σώμα του αναβάτη και πιο ψηλή σέλα, ενώ η έκδοση GT έχει τα μαρσπιέ πολύ πιο μπροστά και χαμηλότερο ύψος σέλας, διαφοροποιώντας αισθητά την εργονομία των δύο εκδόσεων. Η έκδοση R που οδηγήσαμε εμείς έχει σαφώς την πιο “επιθετική” θέση οδήγησης και σε προδιαθέτει να οδηγάς με διάθεση “race mode”.

Η Rocket3 R δείχνει στο μάτι (και είναι!) ένα μεγάλο κομμάτι μασίφ μετάλλου, αδιαπέραστο από το φως. Η οδήγησή της όμως είναι αναπάντεχα εύκολη μέσα στην πόλη και κρύβει πολύ εύκολα τα κιλά της. Σαφώς πιο εύκολη από τα Harley V-Rod και Yamaha V-Max και αρκετά κοντά στα πιο σπορ μοντέλα της κατηγορίας, όπως το Harley Fat Bob και Ducati Diavel. Όλα αυτά βέβαια, με την βασική προϋπόθεση πως δεν έχεις απενεργοποιήσει το traction control και δεν έχεις κάποιον δίπλα σου στο φανάρι να μαρσάρει. Διότι μόλις τα ηλεκτρονικά βοηθήματα πάνε για ύπνο, τότε καταλαβαίνεις γιατί η ροπή από 2.500 κυβικά μοιάζει σαν το χέρι του Θεού να σε σπρώχνει μπροστά και δεν έχει σχέση με καμία άλλη αντίστοιχων ή καλύτερων επιδόσεων μοτοσυκλέτα.

Το Rocket3 R  είναι ξεκάθαρα μια μοτοσυκλέτα που βιάζει την κοινή λογική σε όλες τις πτυχές της. Αυτός είναι ο σκοπός της και αυτή είναι η εμπειρία οδήγησης που προσφέρει. Πρόκειται για ένα έργο μοντέρνας τέχνης του Salvador Dali που προκαλεί τη φαντασία του θεατή και όχι για έναν φωτορεαλιστικό πίνακα της Αναγέννησης που καθοδηγεί τη σκέψη του θεατή.   

 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                                Triumph Rocket 3 R (GT)
Αντιπρόσωπος:
Ηλιοφίλ Α.Ε.
Τιμή:
24.290€
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
-
Ύψος (mm):
1.065 (χωρίς καθρέπτες)
Μεταξόνιο (mm):
1.677
Απόσταση από το έδαφος (mm):
-
Ύψος σέλας (mm):
773 (750)
Ίχνος (mm):
134,9
Γωνία κάστερ (˚):
27,9
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινένιο
Πλάτος (mm):
889
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/291 (-/294)
Ρεζερβουάρ (l):
18
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, τρικύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
110,2 x 85,9
Χωρητικότητα (cc):
2.458
Σχέση συμπίεσης:
-
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
165/6.000
Ροπή (kg.m/rpm):
22,5/4.000
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
67,1
Τροφοδοσία:
Ηλεκτρονικά ελεγχόμενος ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
3 σε 1 σε 3
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υδραυλικός και μονόδρομος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / -
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με άξονα / -
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
-
1,76 (1,78)
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ της Showa με piggyback
Διαδρομή (mm):
107
Ρυθμίσεις:
Πλήρως ρυθμιζόμενο με
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
16 x 7,5
Ελαστικό:
240/50-16
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 300mm με της monobloc δαγκάνα της Brembo M4.30 με τέσσερα έμβολα και cornering ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
TFT οθόνη με όλες τις ενδείξεις και δυνατότητα σύνδεσης με Smartphone. Πέντε Riding modes (Rain/Road/Sport/Rider), cornering ABS, LED φώτα και DRL
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο πιρούνι της Showa
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
120/47
Ρυθμίσεις:
Απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
17 x 3,5
Ελαστικό:
150/80-17
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 320mm με τις ακτινικά τοποθετημένες monobloc Stylema της Brembo τεσσάρων εμβόλων και cornering ABS
 
 
 
 
 

 

       

            

SEAT MO eScooter 125: Δοκιμή και συγκριτικό με Honda PCX 125 & SYM JETX

Η δίτροχη πρόταση της SEAT για την αστική μετακίνηση
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

23/6/2021

Η πολυαναμενόμενη συνεργασία της SEAT με την ισπανική SILENCE αποδίδει τους πρώτους καρπούς με ναυαρχίδα το eScooter 125, όπως για πρώτη φορά είχε ανακοινωθεί στην EICMA πριν από δύο χρόνια. Η SEAT επέλεξε τον πιο ασφαλή και ευθύ δρόμο για την παρουσία της στα δίτροχα οχήματα συνάπτοντας συνεργασία με μία ισπανική εταιρεία που έχει ήδη αντιπροσωπείες σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και έχει αποδείξει την αξιοπιστία της. Σημαντικό επίσης πως κατασκευάζει τα ηλεκτροκίνητα σκούτερ εξ ολοκλήρου στην Ισπανία μαζί και τις αφαιρούμενες μπαταρίες! Η διαφορά στο φινίρισμα και την συναρμογή των πλαστικών υπερ των ΜΟ είναι αμέσως αισθητή, πράγμα όμως που αντανακλάται και στην τιμή η οποία διαμορφώνεται βέβαια σε πιο ελκυστικά πλαίσια μέσω επιδότησης με το πρόγραμμα «Κινούμαι Ηλεκτρικά», αλλά και με την εύκολη διαδικασία χρηματοδότησης από την SEAT.

Η εξέλιξη της ηλεκτροκίνησης στην μοτοσυκλέτα βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο, έναντι των εξελίξεων στην αυτοκίνηση που έχει ήδη βγάλει Πανεπιστήμιο. Και η άποψη του ΜΟΤΟ που έχει διαμορφωθεί μέσα από συζητήσεις με υψηλόβαθμα στελέχη των μητρικών κατασκευαστικών εταιρειών μοτοσυκλέτας, είναι πως η στασιμότητα στις εξελίξεις θα υπάρχει τουλάχιστον και για την επόμενη δεκαετία! Με λίγα λόγια αμιγώς ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες από τους πατροπαράδοτους κατασκευαστές θα αργήσουμε να δούμε. Στον αντίποδα όλων αυτών βρίσκονται τα ηλεκτρικά σκούτερ και μάλιστα λύσεις όπως των SEAT MO με αφαιρούμενη μπαταρία που μπορείς να πάρεις μαζί σου στο διαμέρισμα ή στην εργασία, αφήνοντας το σκούτερ παρκαρισμένο στον συνηθισμένο για εσένα μέρος. Πρόκειται για λύσεις που στοχεύουν στην καθημερινή μετακίνηση κι έχουν εφαρμογή στο σήμερα.

Η υφιστάμενη τεχνολογία της ηλεκτροκίνησης είναι παραπάνω από ικανοποιητική για τις ανάγκες που καλείται να καλύψει ένα σκούτερ, κι ας απέχει τουλάχιστον μία δεκαετία μακριά μας όταν μιλάμε για μοτοσυκλέτες. Πόσο μάλιστα όταν το SEAT MO δεν θέλει να προσελκύσει μονάχα μοτοσυκλετιστές που θέλουν και μία οικονομικότερη σε τρέχοντα έξοδα καθημερινή λύση μετακίνησης, αλλά κυρίως νέους οδηγούς που δεν έχουν προσωπικό όχημα.

Όλες οι έρευνες σε ευρωπαϊκό έδαφος άλλωστε καταλήγουν στο συμπέρασμα πως ολοένα και λιγότεροι νέοι αγοράζουν αυτοκίνητο, περιμένοντας την απόκτησή του αφότου κάνουν οικογένεια και αλλάξουν οι υποχρεώσεις τους. Οι αιτίες πολλές και μάλιστα με κοινωνικά κριτήρια ορισμένες από αυτές, αλλά εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός πως τα μεγάλα αστικά κέντρα γίνονται ολοένα και πιο αφιλόξενα για τα αυτοκίνητα, την ίδια ώρα που τα μέσα μαζικής μεταφοράς βελτιώνονται σε πρότυπο βαθμό. Τουλάχιστον στην υπόλοιπη Ευρώπη όλα αυτά. Με την αγορά του αυτοκινήτου να βλέπει τις εξελίξεις αυτές και να θέλει να προετοιμάζεται για το μέλλον, η ατομική μικροκινητικότητα φαίνεται πως δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα νέο εμπορικό πεδίο. Ένα ηλεκτρικό σκούτερ με επιδόσεις αντίστοιχες ενός με κινητήρα εσωτερικής καύσης που οδηγείται με δίπλωμα αυτοκινήτου, πλέον και στην χώρα μας, φαντάζει συνεπώς μία εξαιρετικά καλή λύση για μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων εκεί έξω. Τα παραπάνω εξηγούν την κίνηση της SEAT και ταυτόχρονα σχηματίζουν και το προφίλ χρήσης που ταιριάζει περισσότερο στο eScooter 125. Μία δοκιμή στο ΜΟΤΟ βέβαια δεν γίνεται ποτέ να περιοριστεί σε ένα και μόνο προφίλ χρήσης ή να μην υποβληθεί το MO σε όλα όσα κάνουμε στις σελίδες μας για όλα τα μοντέλα ξεκινώντας από το ζύγισμα στην δική μας ζυγαριά ακριβείας.

Η μπαταρία μόνη της ζυγίστηκε 40,5 κιλά δηλαδή μόλις 500 γραμμάρια παραπάνω από εκείνο που επικαλείται η SEAT ενώ λίγο μεγαλύτερη απόκλιση υπήρχε στο συνολικό βάρος, όπως θα διαβάσετε και στο ΜΟΤΟ. Η μπαταρία αφαιρείται συρταρωτά κατεβάζοντας αυτόματα δύο μικρούς συμπαγείς τροχούς ώστε ποτέ να μην χρειαστεί να την σηκώσεις ενώ αντίστοιχα τοποθετείται ξανά και στο σκούτερ. Το πρόβλημα είναι πως καμία πόλη της Ελλάδας δεν είναι… Τόκυο! Εκεί δηλαδή που οι δρόμοι θυμίζουν πίστα για superbike και τα πεζοδρόμια έχουν όλα ένα ύψος. Στην Ελλάδα δύσκολα θα παρκάρεις κάπου που δεν απαιτείται μετά να μην ανέβεις ούτε ένα σκαλί για να φτάσεις μέχρι το ασανσέρ ή για να μπεις στο σπίτι σου ή την εργασία, ακόμη κι αν μιλάμε για ισόγειο. Το κατά πόσο είναι εύκολο να ανεβάσεις την μπαταρία στο σπίτι ή το γραφείο είναι ξεχωριστό για τον κάθε ένα αλλά ταυτόχρονα εύκολο να το απαντήσει και μόνος του. Αν στην συνηθισμένη διαδρομή από το σημείο παρκαρίσματος προς το σημείο φόρτισης μπορεί με άνεση να μεταφέρει μία βαλίτσα για ένα αεροπορικό ταξίδι τότε θα πρέπει να υπολογίσει το διπλάσιο βάρος και να δώσει μόνος του την εξατομικευμένη απάντηση που χρειάζεται. Διότι οι βαλίτσες δεν ξεπερνούν τα 23 κιλά κι έτσι παρά τον μικρό της όγκο, η βαριά μπαταρία δεν πρόκειται να βολέψει όλους το ίδιο στην μεταφορά της.

Από εκεί και πέρα υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα με την οδηγική εκτίμηση του SEAT MO: Το γεγονός πως θα κληθούν να μιλήσουν για αυτό άνθρωποι με εμπειρία χτισμένη σε καθαρά μοτοσυκλετιστικά κριτήρια, είτε μιλάμε για εμάς τους ίδιους είτε για όλους εκείνους που θα τους ζητηθεί η γνώμη από κάποιον συγγενή ή φίλο που δεν έχει καμία σχέση με δίτροχα και θεωρεί ως «γκουρού» οποιονδήποτε καβαλά μοτοσυκλέτα. Κι αυτό είναι πρόβλημα γιατί με καθαρά μοτοσυκλετιστικά κριτήρια, το μεγαλύτερο ποσοστό βάρους που αναλογεί στον πίσω άξονα και φυσικά το hub-motor που χρησιμοποιεί το eScooter 125 για την κίνησή του είναι στοιχεία που αμέσως θα ξενίσουν κάποιον μοτοσυκλετιστή. Μεταξύ μας λοιπόν δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη αν σας πω ότι κοντά στην τελική των εκατό χιλιομέτρων υπάρχει ένα κοσκίνισμα στο τιμόνι που γίνεται κατανοητό όμως μονάχα αν το αφήσεις για λίγο, ούτε πως κάθε λακκούβα μέσα στην οποία θα πέσει ο πίσω τροχός θα έχει από μικρό έως αρκετά μεγάλο αντίκτυπο στην απόσβεση του αμορτισέρ πίσω και αναλόγως της ταχύτητας θα επηρεάσει ακόμη και την σταθερότητα. Δεν γίνεται κι αλλιώς καθώς το βάρος του τροχού είναι σημαντικό. Η hub-motor λύση εξυπηρετεί απόλυτα τους σκοπούς σε ηλεκτρικά πατίνια και μικρά σκούτερ, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα φανερώνει τα πολλά μεινοκτήματα με πρώτο και καλύτερο το βάρος. Όσο μεγαλύτερο είναι το μη αναρτώμενο βάρος τόσο μεγαλύτερη και η αδράνεια που επηρεάζει την κίνηση της μοτοσυκλέτας κατά την αλλαγή κατεύθυνσης και φυσικά την απόσβεση της ανάρτησης στις διάφορες ανωμαλίες του οδοστρώματος που στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου αμελητέες. Ο μοτοσυκλετιστής θα δώσει μεγαλύτερη σημασία σε όλα αυτά, από εκείνο που θα κάνει κάποιος νέος αναβάτης προερχόμενος από το αυτοκίνητο και που στρέφεται στο δίκυκλο ως λύση ανάγκης, σαφώς κινούμενος σε διαφορετικό ρυθμό. Κυρίως μάλιστα από την στιγμή που στην σέλα του SEAT MO όλα αυτά συνηθίζονται εύκολα και για να σε απασχολήσουν θα πρέπει πρωτίστως να τα αναγνωρίσεις ως μεθοδολογία κατασκευής και όχι ως συμπεριφοράς. Η σύγκριση βέβαια με ένα αντίστοιχο σκούτερ 125 κυβικών θα φανερώσει αμέσως αυτή την διαφορά πάνω από λακκούβες αν και θα πρέπει να αρχίσει κανείς να οδηγεί γρήγορα για να δει μεγάλη διαφορά στην αλλαγή κατεύθυνσης που έτσι και αλλιώς δεν είναι ζητούμενο για κανένα από αυτά τα οχήματα.

Αντιθέτως μεγάλη είναι η διαφορά στην επιτάχυνση και στην συγκεκριμένη περίπτωση με τα Honda PCX 125 και SYM JetX που παραβάλλαμε απέναντι στο SEAT MO. Και τα δύο σκούτερ με κινητήρα εσωτερικής καύσης ξεκινούν για μερικά μέτρα πιο γρήγορα από το ηλεκτρικό αλλά μιλάμε για μόλις το μισό μήκος. Αμέσως μετά και όσο η CVT μετάδοσή τους μεγαλώνει το εύρος της, το SEAT MO όχι απλά περνά μπροστά αλλά τους αφήνει και πολύ εύκολα πίσω ακόμη κι αν στην σέλα του έχει βαρύτερο αναβάτη. Ο τοποθετημένος στο κέντρο του τροχού ηλεκτροκινητήρας δεν έχει τα ίδια θέματα μετάδοσης με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης ενώ έτσι κι αλλιώς η ευστροφία του δεν μπορεί να συγκριθεί.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να γίνεται το SEAT MO το πιο γρήγορο όχημα ανάμεσα στα αυτοκίνητα στα χέρια κάποιου έμπειρου αναβάτη, όμως αυτό θα διαρκέσει για λίγο κυρίως τώρα το καλοκαίρι. Μόλις η θερμοκρασία της μπαταρίας που ευδιάκριτα φαίνεται στην οθόνη των οργάνων, ξεπεράσει τους πενήντα βαθμούς η απόδοση περιορίζεται. Αυτό όμως είναι κάτι που επηρεάζει την επιτάχυνση και όχι στην τελική ταχύτητα που εξακολουθεί να είναι τα εκατό χιλιόμετρα με την λειτουργεία Sport επιλεγμένη, ενώ πέφτει σταδιακά για τις υπόλοιπες φτάνοντας τα 70. Δεν είναι δύσκολο για την μεγάλη μπαταρία στις πυρωμένες κατά το ελληνικό καλοκαίρι πόλεις, να ξεπεράσει γρήγορα τους 50 βαθμούς όταν το γκάζι μένει συνέχεια τέρμα ανοικτό. Αν δεν τρέχεις ανάμεσα στα αυτοκίνητα με ρυθμό που σε εκνεύριζε να βλέπεις τα δίκυκλα να κρατούν όσο καιρό οδηγούσες μονάχα αυτοκίνητο, τότε ο περιορισμός της επιτάχυνσης εξαιτίας της θερμοκρασίας της μπαταρίας δεν πρόκειται να σε απασχολήσει καθόλου. Πότε, ούτε στην πιο ζεστή ημέρα, δεν έφτασε η μπαταρία σε θερμοκρασία που θα μπορούσε να την επηρεάσει περισσότερο, όπως ας πούμε να μην μπορείς να την βάλεις να φορτίσει αμέσως μόλις παρκάρεις. Η φόρτιση μπορεί να γίνει και επάνω στο σκούτερ χωρίς καμία διαφορά από την στιγμή που ο φορτιστής των 600W είναι ενσωματωμένος στην αφαιρούμενη μπαταρία, με την φόρτιση να διαρκεί 6 ώρες αν έχει αδειάσει τελείως πράγμα που πρέπει να αποφεύγεται. Όχι μόνο αυτό, αλλά η εγγύηση χάνεται αν το σκούτερ δεν φορτιστεί τουλάχιστον μία φορά τον μήνα. Κι αυτό γιατί η ακινησία φθείρει την μπαταρία, όπως και όλες τις μπαταρίες έτσι κι αλλιώς.

Η αυτονομία που ανακοινώνει η SEAT ισχύει σε απόλυτο βαθμό αν χρησιμοποιείς και τον χάρτη με την μικρότερη απόδοση όμως. Περιορίζεται περίπου στο μισό όταν έχεις επιλέξει την Sport απόδοση και το ευτυχές γεγονός είναι πως μπορείς να βασιστείς στην ένδειξη των οργάνων και να υπολογίσεις με ακρίβεια την απόσταση που μπορείς να διανύσεις με την μπαταρία που απομένει. Τα φώτα είναι εξαιρετικά το βράδυ και αρκετά εμφανή την ημέρα που είναι ζήτημα ασφάλειας για όλα τα δίκυκλα ώστε να τα προσέχουν καλύτερα οι υπόλοιποι οδηγοί. Ο χώρος κάτω από την σέλα μπορεί να φιλοξενήσει δύο κράνη ενώ η επίπεδη ποδιά ευνοεί το φόρτωμα. Η σέλα είναι εξαιρετικά ποιοτική, από τις πιο ευρύχωρες συγκρινόμενη με τα σκούτερ της κατηγορίας 125 και στεγνώνει αμέσως μετά την βροχή. Με ένα ελαφρύ χτύπημα στο κέντρο του LED δαχτυλίου, η μπαταρία σου δείχνει το ποσοστό φόρτισης αλλά αυτό το εφέ ενεργοποιείται και από τράνταγμα σε λακκούβες ή όταν ανεβοκατεβαίνεις σκαλιά ενώ τραβάς την μπαταρία από το χερούλι της σαν βαλίτσα.

Οποιοσδήποτε μπορεί να τραβήξει την τροχύλατη μπαταρία σε πλακόστρωτο δρόμο και να την ανεβάσει τρια-τέσσερα σκαλιά μέχρι την είσοδο, μπορεί να σπρώξει και το σκούτερ για μισό μέτρο σε ανηφόρα, ώστε να ξεπαρκάρει. Ωστόσο για κάτι τέτοιες στιγμές υπάρχει η επιλογή της όπισθεν που ενεργοποιείται πολύ εύκολα με ένα δάχτυλο από το αριστερό χέρι. Σαφέστατα καλοδεχούμενη λοιπόν αν και όχι τελείως απαραίτητη.

Με το SEAT MO τρέξαμε τρία διαφορετικά σενάρια μετακίνησης με το πιο ακραίο από αυτά, για τα δεδομένα ηλεκτρικού σκούτερ, να περιλαμβάνει καθημερινή μετακίνηση 35 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, εργασίες στο κέντρο της πόλης και επιστροφή. Είτε βρίσκεσαι περιμετρικά του κέντρου πόλης και κινείσαι σε αυτό, είτε στα περίχωρα, το SEAT MO μπορεί να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες μετακίνησης μετριάζοντας την ταχύτητα για να ανταπεξέλθει στην απόσταση αν δεν θέλεις στο ενδιάμεσο να φορτίσεις. Διαφορετικά δεν υπάρχει ούτε αυτός ο περιορισμός. Συγκριτικά με ένα σκούτερ 125 δεν υπάρχει καμία διαφορά στην άνεση κατά την κάλυψη αποστάσεων, πέρα από το θέμα των αποσβέσεων από το πίσω αμορτισέρ που καλύψαμε αναλυτικά – απεναντίας το SEAT MO είναι εξαιρετικά εργονομικό για κάθε σωματότυπο αναβάτη.

Με επιδοτούμενη αγορά που κάπως μετριάζει το κόστος απόκτησης που συγκρίνεται με σκούτερ μεγαλύτερου κυβισμού και όχι τα 125 αλλά με καλύτερες επιδόσεις από αυτά, πολύ καλή εργονομία και μεγάλες δυνατότητες φόρτωσης, το eScooter 125 φέρνει στο σήμερα μία εικόνα από ένα κοντινό μέλλον όπου η αστική μετακίνηση θα είναι κυρίως ηλεκτρική. Μπορεί οι κινητήρες εσωτερικής καύσης να χρειάζονται πολλά χρόνια για να φύγουν από τις μοτοσυκλέτες, αν ποτέ φύγουν, αλλά τα δεδομένα των σκούτερ είναι τελείως διαφορετικά και μία λύση όπως των SEAT MO έχει άμεση εφαρμογή στο σήμερα. Περισσότερα σε επόμενο ΜΟΤΟ αλλά και στην ετήσια έκδοση των σκούτερ, την «βίβλο» SCOOTERMANIA.

 

Δείτε εδώ περισσότερα τεχνικά χαρακτηριστικά και τιμοκατάλογο των SEAT MO