Δοκιμή Voge 300DS 2022 - Με την αύρα του μεγάλου αδερφού
Με τα βασικά στοιχεία του 500DS στο DNA του
Από τον
Μπάμπη Μέντη
19/7/2022
Το 300DS της Voge διατηρεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τα βασικά στοιχεία του μεγαλύτερου 500DS, που το έκαναν να εδραιωθεί στην ελληνική αγορά από την πρώτη ημέρα
Η Voge μας συστήθηκε στην Ελλάδα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μέσω του δικύλινδρου 500DS, που πέρα από την αναμενόμενη για κινέζικη μοτοσυκλέτα ελκυστική τιμή και του πλούσιου και σύγχρονου εξοπλισμό του, μας έδειξε πως έχει και τα απαιτούμενα “ποιοτικά” χαρακτηριστικά για να ικανοποιήσει οδηγικά τον αναβάτη. Ο μικρότερος μονοκύλινδρος αδερφός του στην κατηγορία των 300 κυβικών ονομάζεται 300DS και ακολουθεί πιστά την ίδια συνταγή, με ελάχιστες αποκλείσεις, οι οποίες όμως δικαιολογούνται ως ένα βαθμό από τα στάνταρ της κατηγορίας. Οι ομοιότητες στην εξωτερική εμφάνιση δεν είναι φυσικά τυχαίο γεγονός και τις περισσότερες φορές χρειάζεται να ρίξεις μια δεύτερη ματιά για να καταλάβεις πως έχεις μπροστά σου το μονοκύλινδρο 300 και όχι το δικύλινδρο 500.
Ο ευκολότερος τρόπος για να τα ξεχωρίσεις στα γρήγορα είναι να κοιτάξεις τον εμπρός τροχό, όπου στο 300 υπάρχει μόνο ένας δίσκος με “no name” δαγκάνα, αντί για τους δύο δίσκους με δαγκάνες της Nissin στο 500. Ο συνολικός όγκος του φαίρινγκ και γενικά ολόκληρης της μοτοσυκλέτας δεν έχει τεράστια διαφορά από το 500, οπότε το 300DS είναι μια κανονική μοτοσυκλέτα της μεσαίας κατηγορίας, προσφέροντας αντίστοιχους χώρους και ανέσεις για δύο άτομα. Η εργονομία της θέσης οδήγησης θα βολέψει χωρίς ιδιαίτερα παράπονα αναβάτες με ύψος έως 1,80μ, ενώ το ύψος της σέλας στα 810mm από το έδαφος δεν είναι απαγορευτικό για τους κοντούς αναβάτες, καθώς είναι αρκετά στενή στο εμπρός τμήμα της και δεν σου ανοίγει τα πόδια, οπότε πατάς με σιγουριά κάτω.
Επίσης καλό θα ήταν να τονίσουμε το γεγονός, πως η στάση του σώματος πάνω στο 300DS έχει μια φυσικότητα που σπάνια βρίσκεις σε μοτοσυκλέτες των κινέζικων εταιρειών. Το τιμόνι έχει τη σωστή απόσταση από το σώμα σου, είναι στο σωστό ύψος και έχει το σωστό πλάτος για να χειρίζεσαι με ευκολία τη μοτοσυκλέτα σε όλες τις ταχύτητες και παίζει σημαντικό ρόλο στον τομέα της άνεσης. Σε συνδυασμό με την αρκετά αφράτη σέλα και τις ποιοτικές αποσβέσεις του upside-down πιρουνιού, το 300DS δεν βασανίζει τον αναβάτη του και δεν γίνεται κουραστικό στην πολύωρη οδήγηση μέσα στην κίνηση της πόλης.
Με τον συνεπιβάτη δεν ήταν τόσο γενναιόδωροι οι σχεδιαστές, καθώς φαίνεται πως προτίμησαν να ακολουθήσουν τη λογική της “μοντέρνας”, κοντής, σπορ ουράς, οπότε το κομμάτι της σέλας που αντιστοιχεί στον συνεπιβάτη έχει μικρό μήκος. Τουλάχιστον είναι αντίστοιχα αφράτη με του αναβάτη και δεν νομίζουμε να ακούσετε παράπονα στις βόλτες μικρών και μεσαίων αποστάσεων.
Με το πλεονέκτημα της μοτοσυκλέτας
Σε αυτή την κατηγορία κυβισμού και τιμής, τα scooter είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι της αγοράς και η αλήθεια είναι πως μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν υπήρχε αντίλογος από την μεριά των μοτοσυκλετών για να τραβήξει το ενδιαφέρον του κόσμου. Τώρα όμως που σιγά-σιγά εμφανίζονται μοντέλα σαν το Voge 300DS, ανακαλύπτουμε πάλι τα βασικά πλεονεκτήματα των μικρο-μεσαίων μοτοσυκλετών. Το μεγαλύτερο όλων είναι η ανώτερη άνεση που προσφέρουν στους βομβαρδισμένους δρόμους των πόλεων. Η πλειοψηφία των scooter σε αυτή την κατηγορία κυβικού/τιμής έχουν κούτσουρο αναρτήσεις πίσω και σε συνδυασμό με τα μικρά ροδάκια τους, κάνουν κάθε μικρή λακκούβα να φαίνεται σαν χαράδρα. Το 300DS με την πίσω ανάρτηση μοχλισμού και το πολύ καλό πιρούνι είναι Rolls-Royce σε σύγκριση με τα scooter. Επίσης οδηγώντας το 300DS τον χειμώνα, καταλαβαίνεις ότι είναι μπαρούφα η πεποίθηση που έχει δημιουργηθεί στον κόσμο πως η ποδιά των scooter προστατεύει από το κρύο. Μόνο αν τους βάλεις κουβέρτα για τα πόδια και μεγάλη ζελατίνα για το στήθος, σταματάνε να στροβιλίζουν τον παγωμένο αέρα σε όλο σου το σώμα.
Με το 300DS έχεις τη ρυθμιζόμενη σε δύο θέσεις ύψους ζελατίνα να προστατεύει αποτελεσματικά το στήθος και τον λαιμό σου, ενώ ταυτόχρονα η στενή επαφή των εσωτερικών των ποδιών με το ρεζερβουάρ και το φαίρινγκ, αποτρέπει στον παγωμένο αέρα να έρθει σε άμεση επαφή με την πιο ευαίσθητη περιοχή του σώματός σου. Μπορεί να μην έχεις αποθηκευτικό χώρο κάτω από τη σέλα, όμως έχεις μια κανονική σχάρα πίσω για να δέσεις εύκολα μεγάλα αντικείμενα και φυσικά υπάρχει στα αξεσουάρ η επιλογή μπαγκαζιέρας ή ολόκληρης τριπλέτας. Μιας και μιλάμε για εξοπλισμό, πέρα από τη ρυθμιζόμενου ύψους ζελατίνα και τη σχάρα, το 300DS έχει φώτα LED εμπρός-πίσω, θύρα φόρτισης USB και πλήρες trip master στα ψηφιακά όργανα με ένδειξη κατανάλωσης. Επίσης έχει ένα γιγαντιαίο για την κατηγορία ρεζερβουάρ 16 λίτρων, που σε συνδυασμό με την μικρή πραγματική μέση κατανάλωση, σε απαλλάσσουν από τις συχνές επισκέψεις στα βενζινάδικα.
Στον πίνακα των οργάνων η μέση κατανάλωση καθ’ όλη τη διάρκεια του τεστ ήταν μόλις 3,2 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα. Οι δικές μας οι πραγματικές μετρήσεις έδειξαν πως ο κινητήρας του 300DS σπάνια έκαιγε πάνω από 4,5 λίτρα στους ανοιχτούς δρόμους (συνήθως ήταν 4,2-4,5) όπου λόγω κυβικών ο κινητήρας δουλεύει σε υψηλές στροφές και το γκάζι είναι τέρμα ανοιχτό, ενώ ήθελε κάτω από τέσσερα λίτρα μέσα στο κέντρο της πόλης όπου ο κινητήρας δούλευε περισσότερη ώρα στις μεσαίες. Να πούμε εδώ πως το 300DS δεν έχει το “κινέζικο σύνδρομο” της υπερβολικά κοντής τελικής μετάδοσης, οπότε στους ανοιχτούς δρόμους διατηρεί τα 120km/h χωρίς να δουλεύει ο κινητήρας στα κόκκινα. Υπάρχει ακόμα μία σημαντική διαφορά του 300DS από τον κανόνα του κινέζικου ανταγωνισμού. Μιλάμε για την ποιότητα λειτουργίας του κινητήρα της μητρικής Loncin, ο οποίος είναι γενικά πολιτισμένος, με μικρά επίπεδα κραδασμών στις υψηλές στροφές και απουσία “φτηνών” μηχανικών θορύβων. Μάλιστα η εξάτμιση ακολουθεί το παράδειγμα του 500DS, παράγοντας έναν αρκετά βαρύ ήχο.
Πισώπλατη μαχαιριά
Εκείνο που μας είχε εντυπωσιάσει περισσότερο στο 500DS ήταν η οδηγική του συμπεριφορά στη γρήγορη οδήγηση, που όχι μόνο έπαιζε στα ίσια με τον καταξιωμένο ιαπωνικό ανταγωνισμό της κατηγορίας του, αλλά ήταν και καλύτερο. Μετά βέβαια μας προσγείωσε κάπως απότομα το 650DSX που κινείται σε πολύ ρηχά νερά σε αυτόν τον τομέα. Οπότε πριν καβαλήσουμε το 300DS, δεν είχαμε σαφή εικόνα για το τί να περιμένουμε σε ότι αφορά τα δυναμικά χαρακτηριστικά του. Λόγω της σωστής εργονομίας της θέσης οδήγησης, η πρώτη εντύπωση ήταν αυθόρμητα θετική και το 300DS ακολουθεί φυσικότητα τις εντολές του αναβάτη, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις από το σώμα. Το πιρούνι είναι σωστά ρυθμισμένο σε αποσβέσεις συμπίεσης και επαναφοράς, ενώ στέλνει στα χέρια σου ποιοτικές πληροφορίες χωρίς να γίνεται φλύαρο.
Η κατανομή του βάρους είναι ουδέτερη και τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του πλαισίου ισορροπούν ιδανικά μεταξύ σταθερότητας και ευελιξίας. Όμως όλα αυτά τα πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα δέχονται πισώπλατη μαχαιριά από τα πολύ κακής ποιότητας κινέζικα ελαστικά. Ειδικά όταν κάνει κρύο μπορεί να γίνουν επικίνδυνα για τον αρχάριο στους κλασσικούς ελληνικούς δρόμους των πόλεων. Το επίπεδο πρόσφυσης που προσφέρουν μέχρι να ζεσταθούν καλά είναι πραγματικά απαράδεκτο. Το 300DS με δευτέρα και τρίτη έκανε παντιλίκια αν άνοιγες απότομα το γκάζι μέσα στη στροφή και σπίναρε ξεκινώντας από το φανάρι, μόλις ο πίσω τροχός πάταγε πάνω στην άσπρη γραμμή των διαβάσεων. Μιλάμε για μοτοσυκλέτα που έδειξε στο δυναμόμετρο 24,3 ίππους στις 8.500 στροφές και 2,3kg/m ροπής στις 6.500, όχι για δίχρονο 500…
Κι αν αυτό για κάποιους έχει την πλάκα του και το βρίσκουν διασκεδαστικό, τα πράγματα μπορούν να γίνουν δυσάρεστα όταν χρειαστεί να φρενάρεις απότομα. Το ABS είναι από μόνο του αρκετά ευαίσθητο και ενεργοποιείται σχετικά νωρίς, όμως με αυτά τα λάστιχα τα πράγματα γίνονται πολύ πιο ζόρικα διότι αναγκάζεται να αμολάει τα φρένα αμέσως και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στις μετρήσεις επιδόσεων όπου γίνονται σε πολύ καλής ποιότητας άσφαλτο, η δύναμη των φρένων και η λειτουργία του ABS ήταν μια χαρά. Όμως στη συνηθισμένη ελληνική άσφαλτο που απαιτείται η βοήθεια των ελαστικών, το ABS σήκωνε τα χέρια ψηλά. Ασυζητητί τα πετάς στα σκουπίδια αν κοστολογείς τα κόκκαλά σου πάνω από 200-250 ευρώ που κάνει ένα καλό ζευγάρι επώνυμων ελαστικών σε αυτές τις διαστάσεις.
Άλλο ένα πράγμα που εμείς τουλάχιστον θα βγάζαμε πάνω από το 300DS αμέσως είναι τα κάγκελα. Ούτε στο 500DS μας άρεσαν εμφανισιακά, αλλά τουλάχιστον εκεί δεν ενοχλούσαν με το πλάτος τους. Στο 300DS όμως έχουν δύο ανούσιες επεκτάσεις δεξιά-αριστερά που μέσα στην κίνηση της πόλης είναι ό,τι πρέπει για να κοπανάς πάνω στις γωνίες των προφυλακτήρων των αυτοκινήτων. Επίσης ως κατασκευή αμφιβάλουμε αν προσφέρουν κάποια σοβαρή προστασία στα πλαστικά ή το τιμόνι σε περίπτωση πτώσης.
Επί της ουσίας
Μπορεί η επιλογή των ελαστικών να ήταν τεράστιο λάθος και η σχεδίαση των κάγκελων να γίνεται μερικές φορές ενοχλητική, όμως αντίστοιχα τεράστιο λάθος θα ήταν να κρατήσεις μόνο αυτά και να παραβλέψεις τα πλεονεκτήματα ουσίας του 300DS. Διότι καλής ποιότητας λάστιχα θα βρεις εύκολα να του βάλεις, όπως πολύ εύκολα μπορείς να ξεβιδώσεις τα κάγκελα. Εκείνο που δεν θα βρεις εύκολα σε αυτή την κατηγορία κυβισμού και τιμής είναι τα επίπεδα άνεσης που προσφέρει το 300DS, η εξαιρετική οικονομία χρήσης, η συνολική ποιότητα λειτουργίας του κινητήρα, οι ποιοτικές αναρτήσεις του και όσο παράξενο κι αν ακούγεται, σπάνια θα βρεις τα σωστά γεωμετρικά χαρακτηριστικά και τη σωστή εργονομία που κάνουν την οδήγησή του εύκολη σε όλες τις συνθήκες. Με άλλα λόγια, το 300DS έχει στο DNA του τα βασικά στοιχεία του 500DS και παρά τις μάλλον αναμενόμενες εκπτώσεις ποιότητας σε κάποια σημεία λόγω κατηγορίας και τιμής, κρατά ψηλά τη σημαία της Voge.
Δυναμομέτρηση
Ομαλός και γραμμικός σε απόδοση ο κινητήρας της Loncin με καθαρή λειτουργία από τις χαμηλές στροφές, μικρή κατανάλωση και ελάχιστους μηχανικούς θορύβους
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Αντιπρόσωπος:
MOTO TREND
Τιμή:
4.245 €
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2040
Ύψος (mm):
1330
Μεταξόνιο (mm):
1370
Απόσταση από το έδαφος (mm):
-
Ύψος σέλας (mm):
810
Ίχνος (mm):
-
Γωνία κάστερ (˚):
-
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
640
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
650
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
880
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
420
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
155kg
(χωρίς καύσιμο: 143kg )
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό
Πλάτος (mm):
820
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/155
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 2 ΕΕΚ και 4 β/κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
78 x 61,2
Χωρητικότητα (cc):
292
Σχέση συμπίεσης:
11:01
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
28,2/8.500
Ροπή (kg.m/rpm):
2,6/7.000
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
96,6
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
12.000
Αλλαγή λαδιού (km):
4.000
Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):
-/1,3
Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):
Τύπου φυσιγγίου/ 4.000
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-50
2,18
0-100
7,83
0-140
29,14
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Μέτρα
Sec
km/h
0-400
15,73
0-1.000
31,91
ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ
Km/h
Sec
80-140
26,74
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)
Km/h
4η
5η
40-80
3,04/21,57
8,48/142,61
80-120
11,26/318,84
12,07/331,84
ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ
Km/h
Sec
120-40
3,32
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
Κενή
Θεωρητικά
5,1
Πραγματικά
-
ΠΙΣΩ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Μοχλισμού με μονό αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
-
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
4,5 x 17
Ελαστικό:
150/60-17
ΦΡΕΝΟ
Μονός δίσκος με ABS
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Οθόνη LCD με ενδείξεις για ταχύτητα, στροφές, σχέση κιβωτίου, θήρα USB, φώτα LED εμπρός και πίσω, σχάρα, ρυθμιζόμενη σε ύψος ζελατίνα, ABS
Το τελευταίο τετρακύλινδρο Supersport της Yamaha που μπορούσε να βγάλει πινακίδα
Από τον
Κώστα Γκαζή
19/12/2022
Του Μπάμπη Μέντη
Φωτό: Γιώργος Νιαουνάκης
To 2017 και μετά από πολλά χρόνια στασιμότητας, η Yamahaεπανήλθε δυναμικά στην κατηγορία των supersport 600, κάνοντας μια γενναία και στοχευμένη αναβάθμιση στο R6. Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία τετρακύλινδρη Supersport πρόταση με δυνατότητα έκδοσης πινακίδας της ιαπωνικής εταιρείας.
Κάποτε τα supersport 600 ήταν μοτοσυκλέτες για όλες τις δουλειές. Μετά δημιουργήθηκε η κατηγορία SS 600 στο παγκόσμιο πρωτάθλημα WSBK με συνέπεια την εξειδίκευση και τον μονοδιάστατο χαρακτήρα. Έως το 2008 η κατηγορία αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή για όποιους αγαπούσαν τα track days ή συμμετείχαν σε τοπικούς και εθνικούς αγώνες.
Όμως η “ηλεκτρονική επανάσταση” που έφεραν τα νέας γενιάς Superbike 1000, επανάσταση που τα έκανε πιο εύκολα, πιο ασφαλή και τελικώς πιο γρήγορα μέσα στην πίστα για όλους, έσπρωξε τα SS600 στο εμπορικό παρασκήνιο και τον μαρασμό. Όπου δεν υπάρχουν πελάτες, τα μεγάλα εργοστάσια δεν επενδύουν, και αυτό έγινε στην περίπτωσή μας, όπου επί μια δεκαετία (1998-2008) στην κατηγορία δεν άλλαξε ούτε βίδα. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθαν οι προδιαγραφές Euro 4 το 2017, και η πρόθεση της Dorna να καταργήσει τα SS600 από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, δίνοντας τη χαριστική βολή. Οπότε ήταν τεράστια έκπληξη για όλους, που στην έκθεση της Κολωνίας το 17, η Yamaha πήγε κόντρα στην εμπορική λογική και παρουσίασε την τρίτη ουσιαστικά γενιά του R6. Μπορούμε να διαφωνούμε για ώρες σχετικά με το αν είναι καινούριο ή αναβαθμισμένο μοντέλο, όμως δεν έχει καμία σημασία.
Εξωτερικά είναι εντελώς διαφορετικό από πριν και ίσως η πιο όμορφη σπορ μοτοσυκλέτα της Yamaha. Για κάποιους είναι πιο όμορφη κι από την R1! Η αλήθεια είναι ότι από πίσω και από το πλάι μοιάζουν ολόιδιες, αλλά στην πραγματικότητα όλα τα κομμάτια του φαίρινγκ είναι εντελώς διαφορετικά. Το 2017 ηYamaha υποστήριζε ότι το νέο R6 ήταν η πιο αεροδυναμική μοτοσυκλέτα που έχει φτιάξει ποτέ. Δεν κάναμε δικές μας δοκιμές σε αεροσήραγγα, αλλά μπορούμε να πούμε ότι στη μεγάλη πίσω ευθεία των Μεγάρων η αεροδυναμική κάλυψη ήταν φανταστική. Σκύβοντας πίσω από τη ζελατίνα επικρατεί απόλυτη ησυχία και δεν υπάρχει ίχνος στροβιλισμών, σε κανένα σημείο του σώματος. Νοιώθεις σαν να αποτελείς ενιαίο τμήμα της μοτοσυκλέτας και το R6 αποδεικνύει ότι η αεροδυναμική μπορεί να συνυπάρξει με την ομορφιά.
Η θέση οδήγησης έχει μικρές διαφορές στην εργονομία, αλλά θα τις αντιληφθεί μόνο όποιος έχει το παλιότερο μοντέλο. Ουσιαστικά η διαφορά είναι στη στενότερη και πιο επίπεδη σέλα. Εγώ που είχα μερικά χρόνια να ανέβω σε R6, μου φάνηκε ίδια με του προηγούμενου. Αυτό σημαίνει ότι εξακολουθεί να είναι άψογη για οδήγηση μέσα στην πίστα, με αρκετό χώρο για τα πόδια και εξίσου αρκετό χώρο για να μετακινείς ανεμπόδιστα το σώμα σου. Στα μεγάλα superbike δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα οι ευρύχωρες θέσεις οδήγησης, διότι με 200 ίππους στον πίσω τροχό αναγκάζομαι να καταβάλω μεγάλη σωματική προσπάθεια στις εξόδους των στροφών για να κρατηθώ πάνω τους και το ίδιο ισχύει στα δυνατά φρένα από τις πολύ υψηλές ταχύτητες που καταφέρνουν να πιάσουν σε κάθε ευθεία. Αυτό μετά από μερικούς γύρους με κουράζει, ρίχνοντας τον ρυθμό και προκαλώντας οδηγικά λάθη. Όμως στα SS600 οι επιταχύνσεις είναι πιο ανθρώπινες και χρειάζεσαι την εύκολη μετακίνηση του σώματος πάνω τους, καθώς δεν τα οδηγείς σαν dragster και η μετατόπιση του βάρους πάνω τους είναι βασικό στοιχείο του τρόπου οδήγησής τους. Οι σημαντικές αλλαγές του νέου R6 βρίσκονται στο πιρούνι και τα φρένα, αλλά σίγουρα οι πιο “πιασάρικη” εμπορικά είναι η προσθήκη των ηλεκτρονικών βοηθημάτων.
Με 120 Hp, ηλεκτρονικά βοηθήματα και δυνατότητα έκδοσης πινακίδας
Το R6 του 2007 ήταν η πρώτη μοτοσυκλέτα με ride by wire ψεκασμό και το 2017 έγινε η πρώτη μοτοσυκλέτα της κατηγορίας της που εκμεταλλεύτηκε αυτή την τεχνολογία για να αποκτήσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα σύγχρονων ηλεκτρονικών βοηθημάτων. Το hardware του traction control δεν είναι τόσο προηγμένο όσο του R1, αφού δεν διαθέτει αισθητήρες επιτάχυνσης προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα δεδομένα που παίρνει σε πραγματικό χρόνο είναι από την περιστροφή των τροχών, σε συνδυασμό με τις στροφές του κινητήρα και τη θέση του γκαζιού. Αυτά τα στοιχεία επεξεργάζονται μέσω αλγόριθμων και αναλόγως δίνεται ή όχι εντολή στην ECU να κόψει την παροχή ρεύματος στον κινητήρα. Με άλλα λόγια δεν έχουμε εδώ επέμβαση πρώτα στην τροφοδοσία και μετά στο ρεύμα όπως στα καινούρια superbikes. Παρ’ όλα αυτά μπορεί να ρυθμιστεί η ευαισθησία του σε έξι θέσεις (ουσιαστικά επιλέγεις το πρωτόκολλο των αλγόριθμων).
Επίσης, για μοτοσυκλέτα με ψεκασμό ride by wire προκαλεί εντύπωση που το quick shifter είναι παλαιού τύπου, μόνο για τα ανεβάσματα. Η αιτιολογία που δίνει η Yamaha για αυτή την επιλογή της είναι εντελώς παιδική. Λένε ότι είναι για θέμα ασφάλειας του αναβάτη (τυχαίο κατέβασμα!) και για λόγους μακροζωίας του κιβωτίου. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει φυσικά και είναι απλώς θέμα κόστους. Πάντως το 2017 το R6 έγινε το μοναδικό ιαπωνικό 600 με quick-shifter στο βασικό εξοπλισμό του και ο σχεδιασμός του μοχλικού στο λεβιέ ταχυτήτων επιτρέπει να γυρίσεις “ανάποδα” το κιβώτιο, χωρίς επιπτώσεις στη λειτουργία του.
Ο κινητήρας εξακολουθεί να είναι από τους δυνατότερους στην κατηγορία του με 120 ονομαστικούς ίππους στον στρόφαλο, παρά το γεγονός ότι έχει τους περιορισμούς των προδιαγραφών Euro 4. Αυτό το κατάφεραν χρησιμοποιώντας νέας τεχνολογίας καταλύτες και εμπλουτίζοντας με οξυγόνο τα καυσαέρια στους αυλούς εξαγωγής. Η χαρτογράφηση της ηλεκτρονικής είναι επίσης νέα και έχει τρεις επιλογές (D-mode) για την απόκριση του γκαζιού, την STD, την πιο άμεση Α και την πιο ήπια Β. Στην πίστα των Μεγάρων η επιλογή Α ήταν μονόδρομος, αφού η ιδιαίτερη χάραξη της συγκεκριμένης πίστας απαιτεί άμεσες επιταχύνσεις στις εξόδους όλων των στροφών και δεν έχει ροή που θα χρειαζόταν κάποιου είδους έλεγχο του γκαζιού. Σε σύγκριση με το παρελθόν, ο κινητήρας του 2017 μοιάζει πιο πρόθυμος κάτω από τις 9.000 στροφές και δεν έχει εκείνη την εκνευριστική καθυστέρηση στην απόκριση του γκαζιού. Όμως το σκαλοπάτι απόδοσης στις 9.000 στροφές εξακολουθεί να υπάρχει και αν θέλεις να πας γρήγορα με αυτόν τον κινητήρα, τότε δεν πρέπει η βελόνα να δείχνει κάτω από αυτό το σημείο. Το καλό είναι ότι από τις 9.000 έως τις 16.000 (14.600 στην πραγματικότητα) που επεμβαίνει ο κόφτης, έχεις πάνω από 5.500 στροφές ισχυρής επιτάχυνσης. Οδηγήσαμε δύο διαφορετικά R6, το ένα εντελώς normal και το άλλο με πιο κοντή τελική μετάδοση και σλικ ελαστικά. Στην περίπτωση του νορμάλ χρειαζόταν να βάλω 1η στην Κ1 και στην “πλατεία”, καθώς η πρόσφυση των ελαστικών δρόμου δεν επέτρεπε να κουβαλήσω μεγάλη ταχύτητα μέσα στη στροφή, οπότε και οι στροφές του κινητήρα έπεφταν πολύ αν είχα δευτέρα. Αντίθετα στη μοτοσυκλέτα με τα σλικ και την πιο κοντή τελική μετάδοση μπορούσα να έχω 2α στις κλειστές στροφές και αξιοπρεπή επιτάχυνση στις εξόδους. Πάντως ο πρωταθλητής Αλέξης Παπαγεωργίου που μας έκανε την τιμή να είναι μαζί μας εκείνη την ημέρα και γύριζε κάτω από 1:07, μου είπε ότι στις ανοιχτές στροφές η 2α έσκαγε και έπρεπε να βάλει κούφια 3η και ότι το στάνταρ γρανάζι της νορμάλ μοτοσυκλέτας ταιριάζει καλύτερα σε αυτή την πίστα. Οπότε αν το γυρολόγιό σας είναι κάτω από 1:10 κρατήστε το νορμάλ γρανάζωμα. Μία άλλη σημαντική διαφορά που είχαν τα ελαστικά δρόμου (Dunlop 214) σε σχέση με τα slick (Dunlop επίσης) ήταν η επίπτωση στη λειτουργία του traction control, αλλά και στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας στις στροφές, λόγω πρόσφυσης και διαφορετικής κορώνας. Τα ελαστικά δρόμου έκαναν τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάζει πιο ήρεμα (και αργά) στις εισόδους των στροφών και έδιναν μια αίσθηση ομαλότητας, αλλά ταυτόχρονα πρόσθεταν βάρος στο τιμόνι. Επίσης μετά από τρεις γύρους εμφάνιζαν σημάδια υπερθέρμανσης, αναγκάζοντας το traction control να βάλει ένα χεράκι βοήθειας. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των στοιχείων ήταν να οδηγείς το R6 σαν να ήταν ένα μεγάλο superbike, προσπαθώντας να είσαι όση λιγότερη ώρα γίνεται πλαγιασμένος μέσα στη στροφή. Μόνο που εδώ δεν έχεις τα κυβικά και τους 200 ίππους να σε βγάλουν από τη στροφή… Όμως με τα slick που έχουν επιθετική κορώνα και υψηλά επίπεδα πρόσφυσης, το R6 έδειχνε πολύ πιο πρόθυμο να πλαγιάσει στην είσοδο της στροφής και διατηρούσε την ταχύτητά του (οπότε και τις στροφές του κινητήρα) ψηλότερα.
Η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα (με τα slick ελαστικά) είχε επιπλέον αμορτισέρ της Ohlins και ένα τελικό τιτανίου της Akrapovic. Από τιτάνιο πάντως είναι και το στάνταρ τελικό. Το τελικό της Akrapovic κάνει λίγο περισσότερο θόρυβο αλλά δεν προσθέτει κάτι στην απόδοση του κινητήρα. Όσο για το αμορτισέρ της Ohlins, ήταν ρυθμισμένο για αναβάτη 80+ κιλών, οπότε μου έπεφτε κάπως σκληρό για τα δικά μου 67 κιλά. Το σκληρό αμορτισέρ φαινόταν κυρίως στα δυνατά φρεναρίσματα, όπου ο πίσω τροχός έχανε εύκολα την επαφή του με την άσφαλτο, αλλά και στο χούφτωμα του γκαζιού στην έξοδο της στροφή, όπου ακόμα και με τα slick εμφάνιζε ένα αρχικό γλίστρημα.
Το traction control που έχει το R6 δεν είναι τόσο προηγμένο όσο του R1 και βρίσκεται εκεί για να σε σώσει αν το παρακάνεις, όχι για να σε βοηθήσει να πας πιο γρήγορα. Έβγαλε τίμια το ψωμί του με τα ελαστικά δρόμου όταν υπερθερμαίνονταν, όμως με τα slick θα ήθελα να επεμβαίνει στην τροφοδοσία μειώνοντας την ταχύτητα ανόδου των στροφών και όχι στο ρεύμα, κόβοντας εντελώς την παροχή δύναμης. Για το τέλος άφησα τα φρένα, που ήταν το μεγάλο πρόβλημα στα προηγούμενα μοντέλα σε ότι αφορά τη δύναμη πέδησης.
Για το 2017 το R6 απέκτησε τα φρένα της R1-S και μαζί τη δύναμη και το αρχικό δάγκωμα που χρειάζεσαι μέσα στην πίστα. Μαζί με το νέο 43mm upside down πιρούνι (αντί για 41mm) η αίσθηση και η αποτελεσματικότητα στο φρενάρισμα έφτασαν στο επίπεδο που άξιζε αυτή η μοτοσυκλέτα. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι το ABS δεν ρυθμίζεται και κυρίως δεν απενεργοποιείται! Αυτή είναι εντελώς λάθος επιλογή από μέρους της Yamaha. Λένε ότι έχουν ρυθμίσει το ABS να επεμβαίνει καθυστερημένα ώστε να μην ενοχλεί μέσα στην πίστα, όμως σε μια μοτοσυκλέτα που ο πίσω τροχός ελαφραίνει τόσο εύκολα στα δυνατά φρεναρίσματα, θα έπρεπε τουλάχιστον να υπάρχει δυνατότητα απενεργοποίησης για το πίσω φρένο. Ο λόγος φυσικά είναι το κόστος και ο προμηθευτής. Η Yamaha δεν συνεργάζεται πλήρως με την Bosch για την προμήθεια των ηλεκτρονικών και προτιμά να φτιάχνει τα δικά της, αγοράζοντας μόνο το hardware. Καθώς το κόστος του συστήματος της R1 είναι μεγάλο, εδώ έχουμε ουσιαστικά το hardware του ΜΤ-10 προσαρμοσμένο (όσο γίνεται…) για οδήγηση στην πίστα. Από την άλλη μεριά, η Yamaha παρουσίασε δίπλα στη μοτοσυκλέτα μια ολόκληρη σειρά αγωνιστικών εξαρτημάτων για το R6 με ιδιαίτερα προσιτές τιμές, ακόμα κι από ιδιώτες που θέλουν απλώς να κάνουν track day.
Ναι
Το τελευταίο Yamaha R6 που έβγαζε αριθμό κυκλοφορίας
Όχι
ABS που δεν απενεργοποιείται και πρωτόλεια ηλεκτρονικά
Γιατί
Άκρως αποτελεσματικό στην πίστα χωρίς να σου κόβει τα χέρια
Εύρος τιμών
Ψάξτε, ψάξτε… δεν θα το βρείτε. Ελάχιστα πωλήθηκαν -τα περισσότερα για αγωνιστική χρήση, που ήταν και η σωστή επιλογή για την αγορά τους- και αυτή τη στιγμή θα είστε τυχεροί αν βρείτε έστω και ένα μεταχειρισμένο να πωλείται. Εμείς δεν ήμασταν -υπάρχει όμως ακόμα καινούργιο Κ.Π. χωρίς τη δυνατότητα έκδοσης αριθμού κυκλοφορίας, για 14.500 ευρώ.
Τι πρέπει να προσέξετε
Τα κλασικά όσον αφορά σε μοτοσυκλέτα που προορίζεται για χρήση πίστας. Προσοχή σε σημάδια που υποδηλώνουν πτώση ή αγωνιστική χρήση.
Το ρεζερβουάρ είναι αλουμινένιο και το πλαστικό κάλυμμα εμπρός του έχει τα βράγχια του M1Επιτέλους τα φρένα ήρθαν στο επίπεδο της υπόλοιπης μοτοσυκλέταςΤο όνομα δεν αρκεί, αφού το Ohlins που είχε η μία από τις δύο μοτοσυκλέτες ήταν υπερβολικά σκληρό και μείωνε την πρόσφυση του πίσω τροχού
ΥΓ. Οι φωτογραφίες κίνησης είναι από βελτιωμένο R6.
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Αντιπρόσωπος:
ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.Ε.
Τιμή:
14.900 το 2017
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.040
Ύψος (mm):
1.150
Μεταξόνιο (mm):
1.375
Απόσταση από το έδαφος (mm):
130
Ύψος σέλας (mm):
850
Ίχνος (mm):
97
Γωνία κάστερ (˚):
24
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Δύο δοκών αλουμινίου
Πλάτος (mm):
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/190
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Υγρόψυκτος, τετρακύλινδρος σε σειρά με 4Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
67 x 42,5
Χωρητικότητα (cc):
599
Σχέση συμπίεσης:
13,1:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
120/14.500
Ροπή (kg.m/rpm):
6,3/10.500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
200
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός ride by wire με μεταβλητού μήκους αυλούς εισαγωγής
Μονόχρωμη ψηφιακή οθόνη TFT με ενδείξεις για ταχύτητα, στροφές κινητήρα, σχέση ταχυτήτων, ρυθμίσεις απόκρισης γκαζιού σε τρεις θέσεις, ρυθμίσεις επέμβασης traction control σε 6 θέσεις με δυνατότητα απενεργοποίησης, quickshifter, δύο μερικοί χιλιομετρητές, ενδείξεις βενζίνης/ρεζέρβας
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι upside down
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
43/120
Ρυθμίσεις:
Πλήρως ρυθμιζόμενο
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5 Χ 17
Ελαστικό:
120/70-17
Πίεση:
-
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 320mm με δαγκάνα τεσσάρων εμβόλων και ABS