Δοκιμή Yamaha XT600Z Tenere - 1988! Αρχείο περιοδικού ΜΟΤΟ!

Αναδημοσίευση από το αρχείο του ΜΟΤΟ - 1988
24/5/2019

Με αφορμή την παρουσίαση του ολοκαίνουριου Tenere στην Ισπανία, κάνουμε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο και βουτάμε βαθειά στα αρχεία του ΜΟΤΟ. Εκεί, πίσω στο μακρινό 1988 βρήκαμε το πρώτο Tenere της Yamaha με σταθερό φαίρινγκ και δύο προβολείς. Ακολουθούσε κατ΄ εικόνα και ομοίωση την εργοστασιακή μοτοσυκλέτα του Paris-Dakar, όταν ακόμα ο αγώνας ξεκινούσε από το Παρίσι και κατέληγε στις ερήμους του Ντακάρ! Πρόκειται για ένα άρθρο που δεν υπήρχε σε ψηφιακή μορφή, όπως ακριβώς και το συγκριτικό των 600ασαριών που αναδημοσιεύσαμε την προηγούμενη εβδομάδα, όπου το πρώτης γενιάς Tenere αντιμετώπιζε τον ανταγωνισμό. Δύο χρόνια μετά, το 1988, δοκιμάζαμε το επόμενο...

Προφανώς σήμερα, ένα αερόψυκτο, μονοκύλινδρο 600 κυβικών μπορεί να φαντάζει (…και πράγματι να είναι) μια ελαφριά, μεσαία μοτοσυκλέτα αν την παρκάρεις δίπλα στα Tenere 1200 και R 1250 GS Adventure. Όμως πίσω στο 1988 ήταν μια ΤΕΡΑΣΤΙΑ και ΜΕΓΑΛΟΥ κυβισμού on-off, που το ευρύ κοινό στην Ελλάδα δυσκολευόταν να αντιληφθεί για ποιου είδους χρήση προορίζεται. Ο τίτλος ΤΕΝΕΡΟΣΑΥΡΟΣ που είχαμε δώσει τότε, φανερώνει το δέος για το μέγεθος αυτής της μοτοσυκλέτας σε σύγκριση με τα υπόλοιπα On-off! Όπως βλέπετε έχουν αλλάξει οι αναλογίες, όμως στην πράξη αντιμετωπίζουμε τις ίδιες καταστάσεις...

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

Απρίλιος 1988

ΤΕΝΕΡΟΣΑΥΡΟΣ

Όσο και αν ακούγεται με δυσπιστία, η οπτική και μόνο ανανέωση της γνωστής μας Tenere, την ωφέλησε τόσο, ώστε να είναι η καλύτερη Tenere που έχει κυκλοφορήσει ως σήμερα. Η ανακαίνιση αυτή πρόσθεσε «σημεία» στην Tenere που την κάνουν να έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, σε σχέση με την «απλή» (αλλά πάντα καλύτερη) XT 600.

Παρά τις διαστάσεις που προσδίδουν το ρεζερβουάρ και τα φουσκωμένα πλευρικά καπάκια η Tenere είναι μια καλλίγραμμη λεπτή μονοκύλινδρη με παραπλανητική φορεσιά. Κάτω απ’ τα πρησμένα πλευρικά καπάκια όπως βλέπετε δεν υπάρχει πάρα αέρας.

Αυτό που έλειπε ως τώρα απ’ την Tenere ήταν η… χρησιμότητα. Όσοι την προτίμησαν απ’ την απλή ΧΤ ως τώρα το έκαναν με βάση την διαφήμιση των Dakar-οειδών, ή (για το ’87) ήθελαν Yamaha και μίζα ή θεώρησαν ότι η αυτονομία των 300 χιλιομέτρων της «απλής» ήταν λίγη και ήθελαν τα 500 της Tenere. Σε ποσοστό πάντως 90% οι Tenere που έχουν πουληθεί δεν έχουν γνωρίσει τι σημαίνει γεμάτο ρεζερβουάρ.

Η Yamaha έχει βέβαια πιάσει τη συχνότητα της σκέψης των αγοραστών Tenere και συνεχίζει να εκπέμπει τα μηνύματά της σ’ αυτή.

Έτσι για το ’88 υπόσχεται ότι η Tenere του ’88 έχει πλησιάσει στις εργοστασιακές κατασκευές του Paris-Dakar, περισσότερο από κάθε προηγούμενη έκδοση. Αυτό είναι αλήθεια βέβαια, αλλά αφορά κυρίως την όψη της και πάλι, αφού τα μηχανικά μέρη έχουν παραμείνει στο μεγαλύτερο μέρος τους ίδια.

Οι καινοτομίες

Αρκετά σημεία άλλαξαν, άλλα έχοντας ουσιαστικό στόχο και άλλα με στόχο τον εντυπωσιασμό και μόνο.

Το μονοκόματο φαίρινγκ έγινε τέτοιο γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν τοποθετήσει τέτοια και συνεπώς δεν υπήρχε περιθώριο επιλογής. Έτσι ελάφρυνε το τιμόνι απ’ το βάρος των φαναριών, καλωδίων κλπ. που μεταφέρθηκαν στο φαίρινγκ. Τα φώτα έγιναν διπλά, δανεισμένα απ’ το FZR 1000, δεν στέλνουν όμως τον συναγωνισμό πίσω τους, αφού δεν είναι τα πιο δυνατά που έχουμε δει. Στη μεσαία σκάλα ανάβει το αριστερο και στη μεγάλη το δεξί.

Καλά μεν τα φώτα αλλά όχι σαν του στρογγυλού παλιού ΧΤ 550…

Τα όργανα έκλεισαν τον κύκλο της τετράγωνης μορφής τους και ξανάγιναν στρογγυλά μέσα στην κονσόλα του φαίρινγκ. Το στρογγυλό στα όργανα είναι το σχήμα του κλασσικού (ΧΤ 500), του στρητάδικου (όλα), του ευανάγνωστου και του παλιού (επίσης όλα). Για την Tenere ισχύει το «στρητάδικο» στυλ σε συνδιασμό με το ευανάγνωστο που απαιτούν οι μεγάλες ταχύτητες. Το θέμα όμως έμεινε εκεί αφού δεν προστέθηκαν άλλα όργανα (θερμοκρασίας, βενζίνης κλπ.) ενώ οι λυχνίες είναι όσο λιγότερες γίνεται δηλ. 3, από μια για φλας, νεκρά, μεγάλη σκάλα φωτών. Επαυξάνοντας την λιτότητα στον τομέα αυτό συμβαίνει το σχεδόν εξοργιστικό να χρησιμοποιούνται ακόμη διακόπτες που χρησιμοποιούσε η Yamaha πριν πολλά χρόνια στα πρώτα ΧΤ της. Έχει πια φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για τους διακόπτες αυτούς, αφού δεν ταίριαζαν ούτε στο περσινό μονέλο, πόσο μάλλον σ’ αυτό του ’89. Δεν δείχνει τόσο ευαίσθητη πάντως σ’ αυτά τα σημεία η Yamaha, όσο τουλάχιστον η Honda ή η Kawasaki. Το ίδιο ισχύει και για τα χοντρά σφουγγαροειδή αγνώστου χρησιμότητας γκρίπς.

Οπτική απάτη

«Να γεμίζεις το πορτοφόλι σου με χαρτιά, γιόκα μου, να’ναι χοντρό για να νομίζουν ότι έχει λεφτά». Η συμβουλή δεν ισχύει μόνο για το πορτοφόλι (…) και βέβαια η mama Yamaha την εφάρμοσε και στο παιδί της. Τα πλευρικά καπάκια περιέργως και αναίτια φουσκώνουν σαν να περιέχουν κάτι. Αυτό που περιέχουν είναι φαντασίωση του δεύτερου ρεζερβουάρ βενζίνης που υπήρχε στη θέση αυτών, στις μοτοσυκλέτες του Paris Dakar. Εκτός του μασκαρέματος δε, συμβαίνει και το κωμικοτραγικό να μη βγαίνουν τα εργαλεία απ’ τη θέση τους χωρίς να ξεβιδώσετε το αριστερό καπάκι!

Η σημαντικότερη όμως απ’ τις οπτικές αλλαγές είναι αυτή της τοποθέτησης χαμηλού φτερού στο μπροστινό τροχό. Τα αποτελέσματά της είναι πολλά και σημαντικά. Πρώτον, ο αέρας μπαίνει πολύς, φρέσκος και ανεμπόδιστος στην περιοχή του κινητήρα. Δεύτερον λείπουν τα ψαλιδίσματα που προκαλούσε το ψηλό φτερό, όσο καλά δεμένο κι αν ήταν, ενώ το χαμηλό δίνει μια επιπρόσθετη σταθερότητα λειτουργώντας σαν γέφυρα. Τρίτον, λιγότερα νερά και λάσπες φτάνουν ως τον κινητήρα, τα φώτα, τα παπούτσια και τα παντελόνια σας. Μετά απ’ αυτά αναρωτιέται κανείς τι τα θέλουν τα ψηλά φτερά σε μοτοσυκλέτες 70% δρόμου. Το μόνο σημείο που χρησιμεύει το ψηλό φτερό είναι ότι δεν φράζει στις λάσπες, αλλά με Tenere σε τόσες λάσπες ούτως ή άλλως χαμένοι είστε.


 

Μετά τις γενικές φανερές καινοτομίες ας δούμε τι δουλειά έχει γίνει σε άλλους τομείς όπως π.χ…

Σημαντικότερες αλλαγές στη φωτογραφία σε σχέση με την αντίστοιχη του μοντέλου του ’87 είναι 3: α) Λείπει η μανιβέλα και το σύστημα για την αποσυμπίεση, β) η εισαγωγή του αέρα στο φίλτρο του γίνεται απ’ το πίσω μέρος του ενώ το ’87 απ’ το κάτω μέρος, παίρνοντας αέρα απ’ την καυτή κεφαλή του κυλίνδρου, γ) το έμπειρο μάτι του «ΜΟΤΟ», παρατήρησε ότι στο πίσω δισκόφρενο του ’87 (ΧΤ όχι Tenere όμως), το δοχείο με τα υγρά ήταν κρυμμένο και υπερθερμασμένο. Αμέσως η Yamaha άλλαξε τη θέση, λίγο πιο έξω. Εκτός αυτών το δεξί πλαϊνό καπάκι του κινητήρα είναι ξανασχεδιασμένο, επιφάνεια απ’ τις ψύκτρες του κυλίνδρου μεγάλωσε κατά 30%, η κεφαλή και ο θάλαμος καύσης είναι σχεδιασμένα εκ νέου όπως επίσης και η λίπανση του κιβωτίου. Οι περισσότερες μεταβολές είναι φανερό ότι έγιναν με σκοπό την καλύτερη ψύξη του κινητήρα.


…στον κινητήρα

Ξεκινώντας με μια πρόβλεψη, πιστεύουμε ότι το ’89 ή το πολύ ’90 η Yamaha θα έχει τοποθετήσει υγρόψυκτο κινητήρα στα ΧΤ της. Η μεγάλη δοκιμή έγινε στα Paris – Dakar και Φαραώ και εμείς περιμένουμε. Ασφαλώς θα υπάρχουν 5 βαλβίδες και πιθανώς περισσότερα κυβικά.

Ας ξεσκονίσουμε όμως αυτόν που έχουμε μπροστά μας. Το πρόβλημα της ψύξης που δημιουργεί εκτός των άλλων το μεγάλο ρεζερβουάρ, βελτιώθηκε με αύξηση της επιφάνειας των ψυκτρών κατά 30%. Επίσης αλλαγές έγιναν στις βάσεις στήριξης του κυλίνδρου και της κεφαλής. Το ψυγείο λαδιού τοποθετήθηκε πιο ψηλά για να μην στέλνει τον καυτό του αέρα πάνω στην κυλινδροκεφαλή.

Βελτιώθηκε επίσης το σύστημα λίπανσης της μετάδοσης και τοποθετήθηκε μια ακόμη εξωτερική δίοδος λαδιού (στο στυλ των Honda).

Τα καρμπυρατέρ επανήλθαν στις προ διετίας διαστάσεις τους αφού το δεύτερο από 28mm έγινε πάλι 27mm διαμέτρου, στοχεύοντας προφανώς στην οικονομία και αδιαφορώντας για τις επιδόσεις.

Μια ηλεκτρική τρόμπα της Mikuni φροντίζει την αδιάκοπη τροφοδοσία των καρμπυρατέρ με βενζίνη, μέχρι και τις τελευταίες σταγόνες του ρεζερβουάρ.

Ένας επιπλέον ίππος βγήκε, σύμφωνα με το εργοάστιο, χάρη στη νέα σχεδίαση της κυλινδροκεφαλής και του θαλάμου καύσης. Έτσι, οι ίπποι έγιναν 46 στις 6.500 σ.α.λ. και η ροπή ανέβηκε στα 5,2 kgm (από τα 5,1), στις 5.500 σ.α.λ.

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι η Tenere που το ’85 έτρεχε στο Paris – Dakar είχε κινητήρα 660 κ.εκ. με απλώς μεγαλύτερη διάμετρο απ’ το δικό μας (100mm αντί 95mm) και απέδιδε 47 ίππους στις 6.500 σ.α.λ. πάντα. Η ροπή ήταν 5,85kgm στις 5.850 ενώ τα καρμπυρατέρ ένα των 27mm και ένα των 30mm. Γνωρίζοντας ότι στους αγώνες αυτούς η σκέψη των μηχανών συγκεντρώνεται στην αξιοπιστία και την αντοχή και όχι στις επιδόσεις, διαπιστώνουμε ότι το Tenere του ’88 είναι πολύ κοντά σε επιδόσεις με την εργοστασιακή του ’85.

Συγκριτικό 600cc 1986: Συγγενείς χωρίς συγγένεια! - Αναδημοσίευση αρχείο ΜΟΤΟ 1986!

Τότε, το ’85, η απόδοση ήταν 71 ίπποι ανά λίτρο, σήμερα είναι 77 ίπποι / λίτρο. Η ελαφρώς πιο πουσαρισμένη φετινή Tenere παραγωγής, δεν διαθέτει μειωμένη αξιοπιστία, αφού η απόδοσή της είναι ίδια με τις εργοστασιακές του ’86! Σας μπερδέψαμε σίγουρα, αλλά το συμπέρασμα είναι θετικό για τη Yamaha. Δεδομένου ότι επίσημα χρησιμοποιεί τους ίδιους κινητήρες για να διαφημιστεί στο Paris – Dakar δεν μένει παρά οι κινητήρες της να είναι αξιόπιστοι…

Για να προσεγγίσετε το φίλτρο αέρα πρέπει να βγει η σέλα (2βίδες) και το καπάκι του θηριώδους – όμοιου με το παλιό – φίλτρο αέρα (3 βίδες). Η είσοδος του φρέσκου αέρα για λόγους θερμοκρασίας, γίνεται τώρα απ’ το καπάκι ενώ στην Tenere του ’87 γινόταν από μια εισαγωγή στο κουτί, πάνω απ’ τον κύλινδρο.

Μόνο κουμπί

Κάτι που είναι σημαντικό όχι σαν καινοτομία αλλά σαν αλλαγή νοοτροπίας είναι η εξαφάνιση της μανιβέλας απ’ την Tenere. Η κίνηση δικαιώνει ασφαλώς την Kawasaki που πρώτη «τόλμησε» κάτι τέτοιο, ενώ πιστεύουμε ότι δεν θα αργήσει η Yamaha να τοποθετήσει μίζα και στο απλό ΧΤ 600.

Έχει έρθει η ώρα, αφού ήδη η XT στο νέο της σχήμα έχει μειώσει τα χωμάτινα ποσοστά της. Η μίζα λειτουργεί υποδειγματικά και δεν έχει ακουστεί η αναγκαιότητα της μανιβέλας εκτός αν αφήσετε τη μπαταρία να ξεψυχήσει. Αν όμως για οποιοδήποτε λόγο συμβεί αυτό, επέρχεται μοιραία η ακινητοποίηση. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι έχει σημάνει πια η εποχή της μίζας σε όλα τα δίτροχα.

Για καλό και για κακό πάντως ένα καλορυθμισμένο καρμπυρατέρ και η καλή χρήση του chock, μειώνουν τις πιθανότητες «μουλαρώματος» και των συνεπειών του. Η χρήση του chock επιβάλλεται μόνο όταν είναι κρύος ο κινητήρας και πάτημα απλώς του κουμπιού της μίζας χωρίς καθόλου γκάζι.

Η εξάτμιση είναι πιο ελεύθερη παράγοντας έναν χαρακτηριστικό και εξαιρετικής ποιότητας ήχο. Χωρίς να παίρνει κανενός τ’ αυτιά σε κάνει να αισθάνεσαι ότι συμβαίνουν εκρήξεις καυσίμου στο μονοκύλινδρο κινητήρα και όχι μετατροπή ηλεκτρικής ενέργειας σε κινητική (πράγμα που συμβαίνει π.χ. στα τρόλεϊ…).

Υπάρχει και στον πολύ ομορφότερο χρωματισμό, άσπρη – κόκκινη. Δεν εισάγεται δυστυχώς στα χρώματα της «ιταλικής» φορεσιάς του Paris – Dakar, παρά μόνο στη «γαλλική» που βλέπετε.

Η απόδοση του κινητήρα είναι βασισμένη στην εκπληκτική του ροπή. Το τράβηγμα είναι θετικό απ’ τις 2.000 σ.α.λ. και η επιτάχυνση τέτοια ώστε να δίνει απόλυτα το αίσθημα της ενεργητικής ασφάλεια που προσφέρει η ΧΤ. Τα κιλά βέβαια φτάνουν τα 185 με βενζίνες και λάδια και αυτό έχει σαν συνέπεια μόλις επέστρεψα την Tenere και ξαναπήρα το ΧΤ 550 μου, να νομίζω ότι οδηγώ κάποιο δίχρονο 125!

Η Tenere δεν φανερώνει τα κιλά της όταν ξεκινάει, στρίβει ή φρενάρει. Τα δείχνει όταν μανουβράρεται, αν χρειαστεί να σπρωχτεί και, ακόμη χειρότερα, αν πέσει κάτω. Η νέα Tenere είναι κατά 20 κιλά πιο βαριά απ’ την Tenere του ’87! Αυτό ποτέ δεν είναι ευχάριστο. Λίγο το φαίρινγκ, λίγο η μίζα, το δισκόφρενο πίσω με τις τρόμπες, δοχεία κλπ., να τα είκοσι κιλά που κατά περίεργο τρόπο δεν βλάπτουν τις επιδόσεις της ΧΤ! Η τελική της είναι κοντά στα 160χλμ. στις 6.500 στροφές, νούμερα που έρχονται σχετικά εύκολα. Το κοντέρ στις στροφές αυτές δείχνει 165 νούμερο τιμητικό για την ακρίβειά του, αφού η πραγματικότητα λέει 164χλμ./ώρα. Για να έρθει αυτή η τελική χρειάζεται κάμποση ευθεία ή λίγη κατηφόρα. Πάντως οι 6.000 στροφές έρχονται πολύ πιο εύκολα και μαζί μ’ αυτές τα 150χλμ./ώρα. Στον αριθμό αυτό έχει αρχίσει να γίνεται αισθητό το όριο που θέτει το φαίρινγκ. Στις ως τώρα ΧΤ (Tenere και μη) τα 120χλμ. ήταν το όριο της ασφαλούς αίσθησης. Στην Tenere, του ’88 όμως, μέχρι τα 140-150χλμ./ώρα ο οδηγός δεν νιώθει το χαρακτηριστικό αίσθημα της μειωμένης ευστάθειας. Αυτό μεταφράζεται στο πρώτο και σημαντικό προσόν της νέας Tenere, ότι μπορεί δηλαδή να ταξιδεύει με 120-130 χ.α.ω. χωρίς να κουράζει τον αναβάτη, ούτε τον κινητήρα (5.000 σ.α.λ.) και φυσικά ούτε τον συνεπιβάτη που βρίσκει μια απ’ τις πιο άνετες θέσεις.

Κραδασμοί;

Τα 120-130 χ.α.ω. είναι εκτός των άλλων και το όριο των κραδασμών. Από κει και πάνω γίνονται αισθητοί και ενοχλητικοί όχι τόσο για το τρίξιμο που δεν είναι σοβαρό, αλλά γιατί ο αναβάτης αντιλαμβάνεται πως ο κινητήρας δεν νιώθει καλά. Κάθε υπέρβαση των 5.000 σ.α.λ. συνοδεύεται από ένα όχι ιδιαίτερα συγκεκριμένο μήνυμα απ’ τον κινητήρα (ήχος, κραδασμοί κλπ.), που ζητά πιο υγιεινούς γι’ αυτόν ρυθμούς. Αν και δεν παρουσιάζεται θέμα μειωμένης ευστροφίας, ο κινητήρας δεν φτάνει στα κόκκινα με την άνεση π.χ. των Honda. Αυτό είναι βέβαια το τίμημα της καλύτερης ροπής στην μονοκύλινδρη κατηγορία των 600 κ.εκ. Άλλωστε είναι πολύ προτιμότερο να υπάρχει ροπή χαμηλά παρά ευστροφία ψηλά. Εκτός των άλλων η Tenere δεν είναι μοτοσυκλέτα σπορ και επιδόσεων για να χρειάζεται ευστροφία.

Ένα χρόνο μετά την απλή ΧΤ, και η Tenere απέκτησε δισκόφρενο στον πίσω τροχό. Όμως προσοχή – προσοχή. Τα τακάκια είναι πολύ σκληρά και χαράζουν αμέσως και αρκετά βαθειά το δίσκο. Ήδη στα 850 σχεδόν χιλιόμετρα τα αυλάκια ήταν εμφανή όχι μόνο με το μάτι αλλά και με την αφή.

Προβλήματα γενικώς δεν παρουσιάζει ο κινητήρας, ενώ η βελτιωμένη λίπανση ίσως απαλείψει το πρόβλημα των φθαρμένων γραναζιών που στο τεστ διάρκεια 100.000χλμ. με ΧΤ του τεύχους Φεβρουαρίου. Αυτό που έχει παραμείνει είναι η άρνηση μερικές φορές να κρατήσει την 2α σε βεβιασμένες ή απρόσεκτες αλλαγές (από 1η σε 2α), που έχει σαν αποτέλεσμα να πέφτει νεκρά.

Η εισαγωγή του αέρα στο φίλτρο αέρα έχει αλλάξει θέση προς το δροσερότερο. Έχει μεταφερθεί απ’ το μέρος πάνω απ’ τον κινητήρα, στην ένωση του ρεζερβουάρ με τη σέλα. Για την εξαγωγή του δε, και το πλύσιμο πρέπει να βγει η σέλα και το καπάκι φίλτρου (2+3 βίδες). Αν βέβαι έχετε εργαλεία, γιατί αλλιώς πρέπει να τα αναζητήσετε ξεβιδώνοντας το αριστερό πλευρικό καπάκι.

Το γεφύρωμα των δύο δοχείων του ρεζερβουάρ καταλήγει σε μια ηλεκτρική τρόμπα βενζίνης της Mikuni, αφού τα ρακόρ βρίσκονται χαμηλότερα απ’ τα καρμπυρατέρ.

Η βίδα αποστράγγισης του δοχείου λαδιού του κινητήρα χρησιμοποιεί ένα σύστημα για να μην σκορπά τα λάδια στο πλαίσιο της Tenere. Το στόμιο «τραβιέται» προς τα έξω κι έτσι δημιουργείται απόσταση απ’ το πλαίσιο.

Η προστασία, τέλος, του κινητήρα κρίνεται άκρως αποτελεσματική χάρη στην τεράστια αλουμινένια ποδιά που τον αγκαλιάζει από κάτω. Αρκετές τρύπες αφήνουν μπόλικο αέρα να περάσει και να δροσίσει τα κάρτερ.

Δισκόφρενο αλλά…

Ένα δισκόφρενο για τον πίσω τροχό τοποθετήθηκε για πρώτη φορά σε ΧΤ, στην ΧΤ 600 του ’87. Φέτος η Yamaha αποφάσισε κάτι τέτοιο και για την Tenere. Όμως αν και υπήρχε άνεση χρόνου δεν έλλειψαν τα προβλήματα. Τα τακάκια στο πίσω δισκόφρενο είναι πολύ σκληρά με αποτέλεσμα να χαράζουν το δίσκο σε αρκετό βάθος. Δυστυχώς η όχι μακρόχρονη δοκιμή της ΧΤ 600 (τεύχος 20) δεν μας έδωσε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε. Το μάθαμε τυχαία από άλλο ιδιοκτήτη ΧΤ 600, που στα 1.500χλμ. πήγαινε για αλλαγή δίσκου!

Στην Tenere του ’88 το διαπιστώσαμε και ‘μεις και συμβουλεύουμε όλους τους αγοραστές ΧΤ 600 και Tenere να αντικαταστήσουν τα τακάκια στο πίσω δισκόφρενο αμέσως μετά την αγορά ή να συνεννοηθούν σχετικά, με την εταιρεία αν το κακό έχει γίνει (καλύπτεται απ’ την εγγύηση). Πάντως υπάρχει πληθώρα από τακάκια στο εμπόριο και το κακό μπορεί να προληφθεί έγκαιρα.

Στα εργαλεία συμπεριλαμβάνεται ένας ειδικός μοχλός για τη ρύθμιση της προφόρτισης του ελατηρίου. Η μαύρη ροδέλα κάτω απ’ τα παξιμάδια ρυθμίζει την απόσβεση επαναφοράς σε 5 θέσεις. Ευχάριστη έκπληξη εδώ η πληθώρα γρασσαδόρων για τους οποίους διαρκώς γκρινιάζουμε (όταν λείπουν βέβαια).

Στο θέμα της απόδοσης των φρένων δεν χρειάζονται πολλά σχόλια. Το μπροστινό δισκόφρενο των 267mm με τα διπλά έμβολα είναι δοκιμασμένο σε πολλά μοντέλα της Yamaha και συνδυάζει ιδανικά την αίσθηση με την απόδοση αλλά και την προοδευτικότητα. Ένα δισκόφρενο που με το άγγιγμα κοκκαλώνει τον τροχό (Honda), εκτός από ασφαλές μπορεί να είναι και επικίνδυνο κυρίως σε καταστάσεις μειωμένης τριβής (χώμα, νερά κλπ.)

Το δοχείο για τα υγρά του πίσω δισκόφρενου (στην XT600) βρισκόταν σε περιοχή όπου οι θερμοκρασίες ήταν ψηλές. Είχαμε παρατηρήσει τότε ότι η υπερθέρμανση μόνο καλό δεν έκανε. Η μετατόπισή του λίγο πι έξω μας δικαιώνει αν και για να πραγματοποιηθεί έπρεπε να φύγει η μανιβέλα.

Τα γνωστά

Η αλλαγή σχημάτων και πραγμάτων συνδυάστηκε με την επανατοποθέτηση ορισμένων στοιχέιων που δεν χρειάζονταν αλλαγή. Η σέλα προσαρμόστηκε στη νέα σχεδίαση του ρεζερβουάρ και των πλαϊνών καπακιών. Το ίδιο και η σχάρα που δέχεται όμως μέχρι 3 κιλά βάρος κυρίως για λόγους ευστάθεια.

Η ποδιά είναι η παλιά γνωστή τρυπητή και αλουμινένια. Χρονολογείται απ’ το 1983 όταν πρωτοφορέθηκε στη δεύτερη σειρά των ΧΤ 550.

Οι χούφτες, χρήσιμες και ανθεκτικές, συνεχίζουν το έργο τους όπως και οι ζάντες – ελαστικά που φυσικά παρέμειναν. Τα ελαστικά δεν ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να σας τύχει ειδικά στα νερά ή στις λάσπες. Στο στεγνό ήταν καλά όπως όλα άλλωστε, διέθεταν δε και ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα στη συμπεριφορά τους στο χώμα. Όσο το γκάζι είναι ανοικτό οι αντιδράσεις είναι θετικές. Κλείνοντας το γκάζι και πατώντας ίσως και λίγο φρένο (πίσω) χάνεται ο έλεγχος, για να ανακτηθεί, περιέργως μόλις ξανανοίξετε το γκάζι!

Αν η αγορά πάντως γίνει καλοκαίρι μπορείτε να τα διατηρήσετε ως τα πρωτοβρόχια, αφού στο στεγνό είναι εξαιρετικά και εκτός αυτού ανθεκτικά.

Αναρτήσεις

Στον τομέα των αναρτήσεων δεν αναφέρεται πουθενά ότι βελτιώθηκε η πίσω ανάρτηση. Το απαράδεκτο βύθισμα δεν υπάρχει πια, μια και η Tenere φόρεσε την ανάρτηση της ΧΤ 600 του ’87. Ρύθμιση προφόρτισης αλλά και της απόσβεσης επαναφοράς, είναι δυνατές, ενώ το ευχάριστο είναι ότι υπάρχουν 5(!!) γρασσαδόροι στην περιοχή. Από ένας σε κάθε άρθρωση της monocross συνδεσμολογίας (3) και δύο για τον άξονα του ψαλιδιού. Η καυστική αντιμετώπιση στις περιπτώσεις που λείπουν πρέπει να συνδυάζεται με έπαινο όταν υπάρχουν, γιατί με ελάχιστον κόστος, ο αγοραστής γλυτώνει μεγάλους μπελάδες.

Το ρεζερβουάρ των 23 λίτρων απ’ την κρυφή του μεριά. Όπως βλέπετε πρόκειται για δύο «δοχεία» ενωμένα στην κορυφή. Τα δοχεία γίνονται συγκοινωνούντα με απλό γεφύρωμα ενώ έτσι έχουμε δύο ρεζέρβες βενζίνης! Μια απ’ το δεξί ρακόρ και μια απ’ το αριστερό. Δεδομένου ότι τον περισσότερο καιρό δεν θα περιέχονται πάνω από 10-15 λίτρα στο ρεζερβουάρ (γιατί άλλωστε να βαρύνει τόσο;) Οι ρεζέρβες έχουν μπόλικη δουλειά με τα 3,1 λίτρα τους (από 1,55 λίτρα).

Μπροστά υπάρχει το πολύ γνωστό μπροστινό των 41mm διαμέτρου με μικρή διαφοροποίηση στις μπουκάλες αφού προσαρμόστηκαν βάσεις για την στερέωση του χαμηλού φτερού.

Μοναδική ατέλεια στη λειτουργία των αναρτήσεων αποτελεί το γενναίο βύθισμα του μπροστινού στο έντονο φρενάρισμα. Υπεύθυνος για αυτό δεν είναι τόσο το μπροστινό σύστημα, όσο το μεγάλο βάρος της μοτοσυκλέτας. Κατά τ’ άλλα η συμπεριφορά των αναρτήσεων είναι άψογη, προσδίδοντας στην Tenere την ικανότητα να κινείται πολύ γρήγορα και με ασφάλεια σε συνθήκες που δεν ευνοούνται λόγω βάρους. Σε κλειστούς δρόμους με συχνές εναλλαγές πορείας, το χαμηλό κέντρο βάρους και η γεωμετρία της XTZ λύνει τα χέρια του αναβάτη που ξεχνάει το βάρος της. Στο χώμα συμβαίνει κάτι ανάλογο αν και οι μετατοπίσεις του βάρους γίνονται γρήγορα αισθητές στα χέρια…

Κίτρινη κάρτα για τη Yamaha στον τομέα των οργάνων και κόκκινη για τους διακόπτες. Τα όργανα έγιναν στρογγυλά, πιο στρητάδικα, μεγάλα και ευανάγνωστα (καλά ως εδώ) ωχριούν όμως μπροστά στον ανταγωνισμό. Στο επόμενο μοντέλο περιμένουμε κάποιο δείκτη θερμοκρασίας ή βενζίνης και πιο τουριστική εικόνα (δηλ. περισσότερες ενδείξεις). Οι δε διακόπτες παρουσιάζουν το τραγικό χαρακτηριστικό να έχουν τη μεγαλύτερη ηλικία από όσους ιαπωνικούς κυκλοφορούν σήμερα! Εκτός απ’ το κουμπί της μίζας δεν έχει αλλάξει τίποτε απ’ τους πρώτους διακόπτες των ΧΤ. Μοιραία σημειώνονται και βασικές ελλείψεις όπως αυτή του σινιάλου… και του εκσυγχρονισμού. 

Η συμπεριφορά των αναρτήσεων σε ελαφρώς τραχείς χωματόδρομους είναι τέτοια ώστε καμία ανωμαλία να μη φτάνει μέχρι τον αναβάτη ή το συνεπιβάτη. Εκτός δηλαδή απ’ την ασφάλτινη καταλληλόλητα χάρη των αναρτήσεων, τα πεδία δράσης της Tenere επεκτείνονται σε εκτός δρόμου κομμάτια. Η ΧΤΖ είναι δηλαδή μια μοτοσυκλέτα κατάλληλη, έως ιδανική για τουρισμό. Ανταπεξέρχεται θαυμάσια σε κάθε είδους δυσκολία που περιλαμβάνουν βέβαια τα τουριστικά σας σχέδια και όχι συνθήκες enduro. Είναι νομίζω περιττό να αναφερθώ στις αδυναμίες της Tenere για τη συμμετοχή της σε αγώνα ή προπόνηση enduro…

Θέση οδήγησης

Απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες παραγράφους είναι αυτή εδώ. Το ύψος τη σέλας βρίσκεται, λέει, στα 890mm. Παραδόξως όταν μετρήσαμε εμείς, μας βγήκαν τα χιλιοστά 920! Δηλαδή 3 πόντοι ψηλότερα. Όπως και να έχει πάντως, η ΧΤΖ δεν είναι απ’ τις πιο χαμηλές που έχουμε συναντήσει στην κατηγορία. Αναβάτες κάτω από 1,75 δεν θα νιώθουν ιδιαίτερα άνετα στη σέλα της ενώ το ίδιο θα συμβαίνει για τους αναβάτες πάνω απ’ τα 1,80 λόγω του φαίρινγκ!

Η προστασία που προσφέρει το μικροσκοπικό φαίρινγκ είναι πολύ περισσότερη απ’ όση θα περίμενε κανείς, βλέποντας τις διαστάσεις και λιγότερη απ’ όση θα έπρεπε για να χαρακτηριστεί σαν πλήρης. Αυτά όλα σημαίνουν τα εξής απλά πράγματα. Πρώτον, ακόμη και στα 150 χ.α.ω. ο αέρας δεν ενοχλεί τον αναβάτη, αν έχει ύψος 1,70 και κάτω ή είναι λίγο σκυμμένος και δεύτερον η προστασία δεν είναι αρκετή για ταξίδια με 120-130 χ.α.ω. για τους αναβάτες άνω του 1,80. Το ρεύμα του αέρα μετατοπίζεται και περνά γύρω στους 60 με 80 πόντους πάνω απ’ τη θέση του οδηγού. Εκεί βρίσκεται βέβαια το κράνος του αναβάτη που με λιγότερο σκύψιμο μπορεί να μπει στο χώρο της άπνοιας.

Βέβαια η περισσότερη κούραση προέρχεται απ’ το συνεχές «σπρώξιμο» του σώματος του αναβάτη απ’ τον αέρα, κατάσταση που είναι ανύπαρκτη στην Tenere. Ακόμη και στην τελική της, ο αέρας δεν φτάνει παρά ως τα μισά του κράνους, όπως είπαμε.

Σαν να βλέπουμε το ΧΤ600 με σχάρα… Εκτός απ’ τις νέες βάσεις για τα μαρσπιέ του συνεπιβάτη, η Tenere έχει δανειστεί και την νέα πολύ καλή πίσω ανάρτηση απ’ το ΧΤ 600. Κωμικοτραγική υπόθεση αποτελεί η θέση των εργαλείων. Για να τα βγάλετε απ’ τη θέση τους πρέπει να ξεβιδώσετε (πώς, χωρίς εργαλεία) το αριστερό πλαϊνό καπάκι… Για καλό και για κακό έχετε λοιπόν στην τσέπη ένα κατσαβίδι…

Το νέο σχήμα του ρεζερβουάρ των 23 λίτρων το κάνει να δείχνει μεγαλύτερο γιατί μειώθηκε το πάχος του. Οι εσοχές για τα γόνατα μεγάλωσαν κι έτσι τώρα εκτός της βελτιωμένης κυκλοφορίας του αέρα στην περιοχή του κινητήρα, υπάρχει και μια επιπλέον προστασία των ποδιών του αναβάτη απ’ τα νερά! Έτσι κάτι απ’ το χαμηλό φτερό, κάτι απ’ το ρεζερβουάρ, ο αναβάτης μένει πιο στεγνός ή καλύτερα, λιγότερο βρεγμένος.

Το μήκος του τιμονιού παρέμεινε στα 800mm, άλλαξαν όμως οι βάσεις στήριξης, που μάκρυναν, κάνοντας το τιμόνι χαμηλής μπάρας και πιο «ρηχό». Η θέση του είναι ιδανική και βοηθάει τον οδηγό να κουμαντάρει τον όγκο της Tenere. Υπάρχουν δύο καθρέφτες κοντοί και όμορφοι που δεν συντονίζονται ώστε να χάνεται η εικόνα, όπως συμβαίνει συνήθως.

Στο σταντ υπάρχει διακόπτης που θα σβήσει τον κινητήρα αν βάλετε ταχύτητα χωρίς να το ανεβάσετε.

Ο αναβάτης παρ’ όλες τις διαστάσεις του ρεζερβουάρ και τα φουσκωτά πλευρικά καπάκια, κινείται άνετα πάνω στην ΧΤ 600 χωρίς να βρίσκει εμπόδια στα γόνατά του. Η θέση οδήγησης με τον αναβάτη όρθιο είναι απ’ τις καλύτερες της κατηγορίας και είναι κρίμα για την ΧΤΖ που είναι τόσο βαριά.

Πολύ πρακτική και ευρύχωρη η σχάρα που συνοδεύει το Tenere, παραμένει απ’ το μοντέλο του ’87. Φέτος, φιλοξενεί και την κλειδαριά του κράνους ενώ το αυτοκολητάκι προστάζει για ανώτατο επιτρεπόμενο φορτίο τα μόλις 3 κιλά. Ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι φυσικά η περιορισμένη αντοχή (σηκώνει τουλάχιστον 30) αλλά η επικίνδυνη από κει και πάνω μεταφορά βάρους προς τα πίσω με φανερές επιπτώσεις στην ευστάθεια. Αν υπάρχει δεύτερο άτομο πάντως, επιτρέπεται κάτι περισσότερο από 3 κιλά

Έχοντας σαν καθοριστικό κριτήριο για την αξιολόγηση μιας μοτοσυκλέτας, τις ικανότητες και τη χρησιμότητά της στο χώρο που κινείται, πιστεύω ότι η Tenere για πρώτη φορά στην μακρόχρονη ιστορία της, εκτός από φιγούρα μπορεί να αποτελέσει και εργαλείο για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Όσο υπάρχει η απλή ΧΤ 600 δεν έβλεπα το λόγο να αγοράσει κανείς Tenere, παραβλέποντας την κορυφή της κατηγορίας. Με άλλα λόγια θεωρούσα τις Tenere κακέκτυπο των ΧΤ. Η νέα όμως Tenere έρχεται να αναθεωρήσει τις αντιλήψεις μου αυτές, αφού καταφέρνει να είναι ιδανική για τουρισμό των 120 χ.α.ω. μουαγεν, δυνατότητα που σε καμία περίπτωση δεν προσφέρει η απλή ΧΤ. Η Tenere βρήκε επιτέλους το χώρο της και τη συνιστώ σε όσους σκοπεύουν να ταξιδεύουν. Όσους θέλουν άνεση και ασφάλεια ενώ απαιτούν απ’ τη μοτοσυκλέτα τους να τους μεταφέρει με την ίδια ασφάλεια και σωστή συμπεριφορά σε χωματόδρομους κάθε (σχεδόν) είδους.

Επαναλαμβάνω ότι όσοι θέλουν την Tenere για αστικό μέσο μεταφορά, έχουν κάνει λάθος επιλογή, όπως και όσοι θέλουν πιο πολύ «χώμα» στη ζωή τους. Γι’ αυτούς υπάρχει πάντα η ΧΤ 600. Η Tenere είναι για τους χιλιομετροφάγους που σκέφτονται να «ανακαλύψουν» την Ελλάδα (κι όχι μόνο). Ταξιδεύει με ασφάλεια και άνεση ενώ εκτός αυτών είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη και προσφέρει μεγάλη αυτονομία με τα 400+ χιλιόμετρα.

Η Tenere είναι λοιπόν μια ΧΤ 600 στον δικό της όμως χώρο… Αυτό νομίζω τα λέει όλα.

Ξανασχεδιασμένος ο θάλαμος καύσης και κεφαλή, κατάργηση της μανιβέλας και πλατύτερες ψύκτρες είναι τα κυριότερα στοιχεία του γνωστού κινητήρα της Yamaha. Επίσης έχει βελτιωθεί το σύστημα λίπανσης του κιβωτίων, ενώ έχουν τοποθετηθεί εξωτερικές του κινητήρα δίοδοι για το λάδι (όπως στα Honda).

ΥΠΕΡ

  • Λειτουργική σαν μοτοσυκλέτα τουρισμού
  • Ροπή κινητήρα
  • Σταθερότητα στις ψηλές ταχύτητες
  • Βελτιωμένη ψύξη κινητήρα
  • Γρασσαδόροι σε κάθε άρθρωση
  • Συναγωνίσιμη τιμή
  • Σχάρα
  • Ποδιά κινητήρα
  • Συμπεριφορά στο χώμα (για την κατηγορία της)
  • Μεγάλη αυτονομία
  • Ικανοποιητική προστασία φαίρινγκ (οδηγοί έως 1,75)
  • Αναρτήσεις
  • Καλή θέση οδήγησης για άσφαλτο και χώμα

ΚΑΤΑ

  • Απαρχαιωμένοι διακόπτες
  • Δυσπρόσιτα εργαλεία (απρόσιτα χωρίς εργαλείο…)
  • Απουσία μανιβέλας
  • Σκληρά τακάκια που χαράζουν το πίσω δισκόφρενο (ή μαλακός δίσκος…)
  • Έλλειψη σινιάλου (φώτα)
  • Φράξιμο του μπροστινού τροχού στη λάσπη
  • Βάρος
  • Ανεπαρκής προστασία φαίρινγκ (πάνω από 1,80 ύψος)
  • Λάστιχα ακατάλληλα για νερά ή λάσπες

Καινοτομίες της Tenere ’88 σε σχέση με την Tenere ’87

  • Απουσιάζει η μανιβέλα
  • Δεύτερο καρμπυρατέρ 27mm αντί 28
  • Πίσω δισκόφρενο
  • Γωνία κάστερ 27,5ο από 27,25ο
  • 30% μεγαλύτερη επιφάνεια ψυκτρών κυλίνδρου
  • Χαμηλό φτερό
  • Πλευρικά καπάκια νέα
  • Σταθερό φαίρινγκ
  • Διπλοί προβολείς
  • Νέα σχεδίαση ρεζερβουάρ και οργάνων
  • Νέα σχεδίαση κυλινδροκεφαλής και θαλάμου καύσης
  • Βελτιωμένη λίπανση συστήματος μετάδοσης
  • Ψηλότερα τοποθετημένο ψυγείο λαδιού
  • Πιο ελεύθερη εξάτμιση
  • Νέα μαρσπιέ συνεπιβάτη
  • Γρασσαδόροι σε κάθε άρθρωση και στο ψαλίδι
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                                 Yamaha XT 600 Z Tenere 1988
 
Τιμή:
887.000 Δραχμές
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.210
Ύψος (mm):
1.340
Μεταξόνιο (mm):
1.460
Απόσταση από το έδαφος (mm):
255
Ύψος σέλας (mm):
890 (μετρήσαμε 920)
Ίχνος (mm):
109
Γωνία κάστερ (˚):
27,5
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
550
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό
Πλάτος (mm):
-
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/185
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, αερόψυκτος, 1ΕΕΚ με 4 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
95 x 84
Χωρητικότητα (cc):
595
Σχέση συμπίεσης:
8,5:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
46/6.500
Ροπή (kg.m/rpm):
5,2/5.500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
77,3
Τροφοδοσία:
2 Τeikei 27mm
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με ίσια γρανάζια / 2,387:1 (74/31)
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα / 2,666:1
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,583
2α
1,588
3η
1,200
4η
0,955
5η
0,792
6η
-
 
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ (απ’ το βιβλίο κατασκευαστή)
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
Στα πρώτα 1.000 και κάθε 6.000 χιλιόμετρα
Διάκενο βαλβίδων:
Εισ. 10 Εξαγ.15
Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):
1,9/2,0
Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):
Στα πρώτα 1.000 και κάθε 6.000
Αλλαγή / καθάρισμα φίλτρου αέρα(km):
Κάθε 6.000 χιλιόμετρα
Χωρητικότητα λαδιών πιρουνιού(cm3):
537 σε κάθε καλάμι
 
Τύπος μπουζί:
NGK DPR7EA-9 ή DPR8EA-9
Διάκενο μπουζί(mm):
0,8-0,9
Τύπος λαδιών πιρουνιού:
Fork oil 10W
Τύπος υγρών φρένων:
DOT 4 (ή DOT 3)
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-100
5
72
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Μέτρα
Sec
km/h
0-400
13,99
-
ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
60-0
-
15
100-0
-
43
140-0
-
76
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
3,58
4,02
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Monocross (νέα σχεδίαση)
Διαδρομή (mm):
225
Ρυθμίσεις:
Απόσβεση επαναφοράς 5 θέσεις, προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
2,50 x 18
Ελαστικό:
460 S – 18 4PR Bridgestone Trailwing 26 ή IRC 120/80-18
Πίεση:
1 άτομο 21psi – 2 άτομα 26psi – εκτός δρόμου 14psi
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 220mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ημερήσιος / ολικός χιλιομετρητής, λυχνίες για νεκρά, φλας, μεγάλη σκάλα
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
255/41
Ρυθμίσεις:
Υποβοήθηση αέρα
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
1,60 x 21
Ελαστικό:
300S – 21 4PR Bridgestone Trailwing 25
Πίεση:
21psi – εκτός δρόμου 14psi
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 267mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
 
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ
 
1η
50,3
2α
81,3
3η
108,3
4η
136,2
5η
164,2
6η
-
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Πόλη
5,8
Ταξίδι (με 90 χ.α.ω.)
4,4
Σπορ
6,8
Ελάχιστη
3,9
Μέση:
5,6
Αυτονομία (Km):
580
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
23 / 3,1

 

Ετικέτες

Aprilia RSV4 1100 Factory: VIDEO δοκιμή στα Μέγαρα με τον πρωταθλητή Λευτέρη Πίππο!

Όταν το θηρίο βρήκε τον θηριοδαμαστή του
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

31/8/2019

Στο τεστ της Aprilia RSV4 1100 που δημοσιεύσαμε στο τεύχος 594 του ΜΟΤΟ, ο τίτλος του άρθρου ήταν: “Ζητείται θηριοδαμαστής”. Πράγματι αυτή η μοτοσυκλέτα της Aprilia είναι ένα θηρίο 199,4 ίππων στον πίσω τροχό, που έχει μέχρι στιγμής τον τίτλο της δυνατότερης μοτοσυκλέτας με πινακίδα που έχουμε δυναμομετρήσει και έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις από τον αναβάτη της.

Οι διαφορές από την έκδοση των 1000 κυβικών είναι μεγαλύτερες, έστω κι αν στο δυναμόμετρο τις χωρίζουν “μόλις” 22 ίπποι. Η RSV4 1100 ανήκει πλέον στην κατηγορία των Hyperbike και είναι η απάντηση της Aprilia στην Panigale V4 των 1100 κυβικών της Ducati. Το σκεπτικό της σχεδίασης αυτών των μοτοσυκλετών είναι απλό και το είχε κάνει η Honda το 1992 με το Fireblade 900RR. Παίρνουμε το ελαφρύ πλαίσιο ενός superbike και αφήνοντας στην άκρη τους περιορισμούς των κανονισμών των εθνικών και διεθνών πρωταθλημάτων, βάζουμε ένα κινητήρα με περισσότερα κυβικά, που βγάζει πολλά άλογα και κυρίως έχει ροπή σε μεγαλύτερο φάσμα στροφών. Το αποτέλεσμα είναι αυτές οι μοτοσυκλέτες να έχουν παραπλήσιες ιπποδυνάμεις με τις αγωνιστικές superbike που συμμετέχουν στα εθνικά πρωταθλήματα, όπως το δικό μας. Έτσι πέρα από την οδήγηση στο δρόμο και στην πίστα των Μεγάρων, θεωρήσαμε πως για τη δοκιμή της RSV4 1100 Factory θα ήταν χρήσιμο να έχουμε μαζί μας και έναν έλληνα πρωταθλητή των Superbike. Κι αυτό ακριβώς κάναμε! Ο Λευτέρης Πίππος είναι πρωταθλητής στα superbike το 2018 και έχει κερδίσει πρωταθλήματα σε αυτή την κατηγορία οδηγώντας διαφορετικού τύπου μοτοσυκλέτες με V2 και τετρακύλινδρους σε σειρά κινητήρες. Αυτή είναι η πρώτη φορά που οδήγησε V4 μοτοσυκλέτα σε πίστα και έχει ιδιαίτερη αξία να ακούσετε πως περιγράφει τις διαφορές στον τρόπο που βγάζει τα άλογά της στην άσφαλτο η RSV4 1100 Factory.  

Δείτε το video μας από την δοκιμή του RSV4 1100 Factory με τον Λευτέρη Πίππο, που εκτός των άλλων αγωνιστικών περγαμηνών είναι ο πανελλήνιος πρωταθλητής superbike 2018 με Yamaha R1

 

Όσοι χάσατε το τεύχος 594 ακολουθεί η “ηλεκτρονική” αναδημοσίευσή του με τις μετρήσεις:

 

    Ζητείται θηριοδαμαστής

 

Η Aprilia απαντά στην πρόκληση της Ducati σπάζοντας το φράγμα των 1000 κυβικών και εισβάλοντας στην νέα κατηγορία των Hyperbike. Με "βίαιες" επιδόσεις, αγωνιστικές αναρτήσεις, διαστημικής τεχνολογίας ηλεκτρονικά και φτερά για να την κρατούν στο έδαφος, η RSV4 1100 Factory ψάχνει για τον κατάλληλο θηριοδαμαστή...

 

ΗRSV4 1100 Factory είναι η δυνατότερη μοτοσυκλέτα που έχουμε δυναμομετρήσει μέχρι τώρα και βγάζει νόμιμα πινακίδα κυκλοφορίας, καλύπτοντας ταυτόχρονα τις αυστηρές προδιαγραφές Euro4. Από μόνα τους τα 199,4 άλογα στον πίσω τροχό την ανακηρύσσουν βασίλισσα των superbike, έστω και προσωρινά, καθώς δεν έχουμε δυναμομετρήσει ακόμα την Panigale V4R και την S1000RR. Όμως είναι άραγε σωστό να βάζουμε την RSV4 1100 Factory στην κατηγορία των superbike; Όχι δεν είναι. Όπως και η Panigale V4/V4S έχει κινητήρα άνω των 1000 κυβικών, οπότε δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής σε κανενός είδους επίσημο πρωτάθλημα ταχύτητας. Αφού λοιπόν δεν έχει φτιαχτεί για αγώνες, τότε γιατί έχει αγωνιστικές αναρτήσεις της Öhlins, αγωνιστικά φρένα της Brembo με αεραγωγούς ψύξης, launch control και pit lane limiter; Γιατί στο φαίρινγκ της έχει carbon φτερά από τον κόσμο των MotoGP και ακραία θέση οδήγησης; Διότι πρόκειται για μια μοτοσυκλέτα που ανήκει στην νέα κατηγορία των Hyperbikes. Σε αντίθεση με τα Superbikes των 1000 κυβικών, τα Hyperbikes φτιάχτηκαν για να προσφέρουν όσο πιο πιστά γίνεται την εμπειρία οδήγησης μιας MotoGP σε ένα trackday. Δηλαδή έχουν φτιαχτεί για να προσφέρουν στους ιδιοκτήτες τους ψυχαγωγία! Όλο αυτό ακούγεται πολύ ελιτίστικο και πράγματι είναι αν σκεφτείς πως μέχρι σήμερα οι μοτοσυκλέτες που έχουν φτιαχτεί με το ίδιο σκεπτικό κοστίζουν αμύθητα ποσά. Η Panigale V4 ήταν η φτηνότερη Hyperbike με τιμή 25.400 Ευρώ, η έκδοση S όμως ανεβαίνει στα 32.200 ευρώ, ακολουθεί η H2R στα 62.000 ευρώ (αλλά δεν βγάζει πινακίδα, οπότε βάλε μέσα και την τιμή αγοράς του van που θα την μεταφέρεις) και αν έχει μείνει ακόμα κάποιο καινούριο RCV 213-S θα χρειαστείς πάνω από 200.000 ευρώ. Η Aprilia RSV4 1100 Factory θα σου κοστίσει 23.750 ευρώ, συνεχίζοντας την παράδοση που θέλει τα RSV4 να είναι η ευκαιρία του αιώνα σε σχέση με τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες του ανταγωνισμού και με βάση τα παραπάνω δεδομένα...

Τα V4 της Aprilia έχουν τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα ηδονής ανά ευρώ και στην περίπτωση του RSV4 1100 Factory θα έπρεπε είχαν πάρει έγκριση από τον Ε.Ο.Φ. για να το πουλάνε. Τα carbon φτερά, τα χρυσά Öhlins, οι monoblock Stylema με τους αεραγωγούς και το μαύρο ματ χρώμα, είναι ένας συνδυασμός που κάνουν αυτή την μοτοσυκλέτα να δείχνει… τούμπανο! Βγάζεις το καπέλο στους Ιταλούς αν σκεφτείς πως η πρώτη RSV4 ήρθε στη ζωή μας πριν από εννέα χρόνια και εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να τραβάει τα βλέμματα και να σπάει ρεκόρ μέγιστης ιπποδύναμης. Βέβαια όλα αυτά τα χρόνια η Aprilia φρόντιζε να την βελτιώνει διαρκώς. Για να φτάσουμε από τα 154,6 άλογα της πρώτης RSV4-RF του 2010 στα 199,4 άλογα της 1100, χρειάστηκαν πολλά περισσότερα πράγματα από την απλή προσθήκη των 79 κυβικών. Οι σφυρήλατες μπιέλες είναι της κορυφαίας αυστριακής εταιρείας Pankl και τα σφυρήλατα έμβολα είναι της διάσημης γερμανικής Mahle. Ο ψεκασμός ride by wire διαχειρίζεται από την κεντρική μονάδα IMU, με αισθητήρες επιτάχυνσης έξι κατευθύνσεων.

Επειδή τα εννέα χρόνια είναι πολλά και κάποιοι μπορεί να έχουν ξεχάσει ή να ήταν πιτσιρίκια τότε, να θυμίζουμε πως η Aprilia ήταν η πρώτη εταιρεία που έβαλε ψεκασμό full ride by wire σε μοτοσυκλέτα παραγωγής (Shiver 750) και η RSV4-RF ήταν η πρώτη superbike με πλήρες πακέτο ηλεκτρονικών, όπως wheelie control, launch control και φυσικά η μοναδική μέχρι πριν λίγο καιρό, που μπορούσες να ρυθμίζεις εν κινήσει την ευαισθησία του traction control. Όλα αυτά τα αντέγραψαν με καθυστέρηση μιας δεκαετίας οι ανταγωνιστές της και κάποιοι από αυτούς, όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Ισχύει βέβαια και το άλλο παράδοξο με την Aprilia πως δεν έχει σημασία ποιος ήταν πρώτος σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά ποιος πλασάρησε καλύτερα τον εαυτό του στην αγορά. Διότι εκτός από εμάς και μερικούς άλλους, παραμένει άγνωστο στους περισσότερους πως το Shiver ήταν το πρώτο full ride by wire...

Αντίστοιχα της τεχνολογίας ήταν και τα αποτελέσματα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα SBK, όπου σάρωσε τα πάντα, έως την στιγμή βέβαια που η μητρική Piaggio έκοψε την παροχή… ρευστού. Περιγράφοντας τον εξοπλισμό, την τεχνολογία, τα αγωνιστικά επιτεύγματα και την προσιτή τιμή της RSV4, απορείς που αυτή η μοτοσυκλέτα δεν κατάφερε να γίνει ποτέ bestseller στην κατηγορία της. Όχι πως απέτυχε εμπορικά, κάθε άλλο! Τέσσερα μοντέλα έχουν απομείνει όλα κι όλα στη γκάμα της Aprilia και το ένα από αυτά είναι η RSV4. Μάλιστα έχει δύο εκδόσεις, αφού ο κινητήρας των 1000 κυβικών παραμένει στην παραγωγή για όσους θέλουν να τρέξουν σε αγώνες… ή μήπως όχι;

Πόσο γκάζι θέλεις ρε φίλε;

Το χρήμα πολλοί εμίσησαν, το γκάζι ουδείς. Όμως έρχεται κάποια στιγμή που σου θυμίζει όλα όσα σου έμαθε ο καθηγητής της φυσικής στο σχολείο. Κι αυτή η στιγμή είναι όταν ανοίξεις τέρμα το γκάζι της 1100 Factory, όπου ανακαλύπτεις πως από ένα σημείο και μετά οι επιδόσεις δεν συμβαδίζουν απόλυτα με τη δύναμη του κινητήρα. Ήδη η RSV4 RF με τον κινητήρα των 1000 κυβικών και τους 177,4 ίππους στον τροχό, χρειαζόταν τη βοήθεια των ηλεκτρονικών της για να μείνουν οι τροχοί στο έδαφος. Τόσο στις επιταχύνσεις όσο και στα φρένα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκμεταλλευτείς πλήρως την δύναμη κινητήρα και των φρένων, καθώς το μικρό μεταξόνιο και το μικρό βάρος κάνουν εύκολη την ανύψωσή τους. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που το R1250RT των 275 κιλών και με μεταξόνιο 1,5 μέτρο έχει το ρεκόρ μικρότερης απόστασης φρεναρίσματος στο αρχείο μας. Ούτε ακτινικές Brembo Stylema έχει, ούτε δίσκους 330mm, αλλά όση δύναμη έχουν τα φρένα του τουριστικού BMW καταλήγει στην άσφαλτο. Στα superbike όλο το βάρος είναι στον εμπρός τροχό και ο πίσω σηκώνεται στον αέρα πολύ εύκολα, οπότε το ABS αμολάει τα φρένα αν έχει lift-limitation ή τα αμολάς εσύ ο ίδιος για να μην σου έρθει η μοτοσυκλέτα στην πλάτη αν το έχεις απενεργοποιήσει. Μαζί με τα πολύ τριγωνικά semi-slick ελαστικά που δεν φημίζονται για τη σταθερότητά τους, τα αποτελέσματα των μετρήσεων δεν έδειξαν την ανωτερότητά του εξοπλισμού της 1100 Factory.

Όμως εκεί που οι αριθμοί αποτυγχάνουν, έρχεται η αίσθηση που αποκομίζει ο ίδιος ο αναβάτης για να δώσει τις πραγματικές διαστάσεις του μεγαλείου της RSV4 1100 Factory. Ας βάλουμε εδώ μία έξτρα σημείωση: Σε αυτό το σημείο δεν έχει σημασία τι μπορεί να λέει η λογική του καθενός αναγνώστη, οι μοτοσυκλέτες δεν αποκωδικοποιούνται με βάση τα ταμπελάκια των εξαρτημάτων τους, δεν είναι υπολογιστές να προσθέτεις τον κορυφαίο επεξεργαστή για να πάρεις την κορυφαία απόδοση. Αν τα φρένα είναι φτιαγμένα για να δουλεύεουν στην πίστα, αυτό σημαίνει πως στον δρόμο έχεις περιορισμούς. Βέβαια εδώ βλέπουμε τύπους που οδηγούν με slick στον δρόμο... και όχι για μία διαδρομή για να τα πετάξουν μετά, αλλά τα αφήνουν να κρυώνουν και να ζεσταίνονται σε έναν μεγάλο κύκλο "εργασίας" τελείως έξω από αυτό που απαιτούν για να δουλέψουν σωστά. Διότι εκείνοι ξέρουν. Ας είναι, τα πράγματα με την RSV4 δεν είναι απλά μαθηματικά, θέλουν επεξήγηση και προσοχή: Διότι ναι μεν η RF των 1000cc παραβιάζει τους νόμους της φυσικής, όμως η 1100 Factory τους… βιάζει!

Οι δαγκάνες Stylema έφεραν ξανά πίσω το αρχικό δάγκωμα που έλειπε από τις M50, όμως και η ρύθμιση του cornering ABS έχει επανεξεταστεί, ώστε να μην ρίχνει τόσο πρόωρα την πίεση στο κύκλωμα. Επί τη ευκαιρία, να πούμε πως τα cornering ABS μπορεί να σε παραπλανήσουν ως προς την δύναμη των φρένων, διότι η επέμβασή τους δεν μεταβάλλει την αίσθηση στη μανέτα. Όπως κι αν έχει, η 1100 Factory έχει πολύ πιο άμεσα και με πολύ καλύτερη αίσθηση φρένα από της 1000RF. Αλλαγές υπάρχουν στις αναρτήσεις και στη γεωμετρία σε σχέση με την 1000 RF. Το καταλαβαίνεις κυρίως στο δρόμο, όπου η 1100 Factory είναι πολύ πιο σκληρή και ευαίσθητη στις αντιδράσεις της. Το πιρούνι της κορυφαίας σειράς NiX και έχει 125mm ωφέλιμη διαδρομή, δηλαδή 5mm περισσότερη από το Öhlins της 1000 RF, ενώ στο λαιμό του πλαισίου έχουν αλλάξει τους αποστάτες - πάνω (+3mm) και κάτω (+3mm) –αλλά και το offset στις πλάκες, με τελικό αποτέλεσμα το μεταξόνιο να έχει μειωθεί κατά 4mmκαι η γεωμετρία του εμπρός συστήματος να έχει γίνει πολύ πιο γρήγορη. Βέβαια στα RSV4 μπορείς να ρυθμίσεις τα πάντα, ακόμα και τη θέση του κινητήρα μέσα στο πλαίσιο, όμως στην 1100 Factory η Apriliaσου δίνει το πλαίσιο ρυθμισμένο με πολύ πιο “ευέλικτο” setup σε σχέση με της 1000 RF.

Η πίσω ανάρτηση έχει φυσικά και αυτή αμορτισέρ της Öhlins της εξίσου κορυφαίας σειράς TTX, όπως Öhlins είναι και το ρυθμιζόμενο σταμπιλιζατέρ. Η Aprilia μαζί με την Suzuki είναι οι μόνες εταιρείες μέχρι στιγμής που στις superbike τους δεν έχουν κάποια έκδοση με ημί-ενεργητικές αναρτήσεις. Για οδήγηση στο δρόμο οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις έχουν κάποια πλεονεκτήματα, κυρίως σε θέματα σταθερότητας στις υψηλές ταχύτητες και ευκολίας αλλαγής ρυθμίσεων με το πάτημα ενός κουμπιού. Στην πίστα όμως δεν έχουμε οδηγήσει ακόμα μοτοσυκλέτα με ημί-ενεργητικές αναρτήσεις που να έχει σαφές πλεονέκτημα από τις συμβατικές. Ειδικά αν μιλάμε για συμβατικές αναρτήσεις όπως αυτές που έχει η 1100 Factory. Ναι είναι σκληρές και προσφέρουν ελάχιστη άνεση, όμως η αίσθηση και ο τρόπος που αποσβένουν τις ανωμαλίες του δρόμου δεν συγκρίνεται με τίποτα. Παλιά λέγαμε για τις καλές αναρτήσεις πως πατάς γόπα τσιγάρου και καταλαβαίνεις τι μάρκα είναι.

Με τις αναρτήσεις της 1100 Factory καταλαβαίνεις κι αν το είχε καπνίσει γυναίκα από τα σημάδια κραγιόν στο φίλτρο! Απλά κορυφαίες. Μόνο που εδώ το όριο το βάζουν οι ελληνικοί δρόμοι και η κατάσταση ετοιμότητας του ίδιου του αναβάτη. Αυτές οι δεκάδες λεπτομερείς πληροφορίες που στέλνει η 1100 Factory στο σώμα και στο μυαλό σου για επεξεργασία, έρχονται πλέον με τον ρυθμό των 199 πραγματικών ίππων στον τροχό και την αμεσότητα της ροπής των 1078 κυβικών.

Φανταστείτε πως κάποιος σας πετάει ένα μπαλάκι στο αέρα για να το πιάσετε. Ευκολάκι. Το’ χω! Σας πετάει αμέσως μετά και δεύτερο. Το’ χω και αυτό. Τώρα φανταστείτε τρεις φίλους σας να έχουν από μια σακούλα με μπαλάκια και να σας τα πετάνε όλοι μαζί ταυτόχρονα το ένα πίσω από το άλλο! Τι να προλάβεις να μαζέψεις; Κάπως έτσι αισθάνεσαι όταν οδηγήσεις την 1100 Factory στους ελληνικούς δρόμους. Θα πρέπει να είσαι ο Nio του Matrix, να τα μετατρέπεις όλα σε ψηφιακή μορφή και να σου έχουν εμφυτεύσει κβαντικό επεξεργαστή. Το κιβώτιο ταχυτήτων εξακολουθεί να έχει αγωνιστική φιλοσοφία κλιμάκωσης, με την πρώτη να ξεπερνά τα 130km/h και την δευτέρα να σε στέλνει στα 200km/h. Εντός νομού Αττικής είσαι πρώτη-δευτέρα συνεχώς και αν τύχει να είναι άδεια κάποια μεγάλη λεωφόρος θα βάλεις και την τρίτη για να μην παραπονιέται. Αυτό δεν είναι τόσο πρόβλημα, αφού με την ροπή που έχει αυτός ο κινητήρας η 1100 Factory είναι ουσιαστικά… αυτόματη!

Με το quick-shifter up/down να δουλεύει άψογα στις χαμηλές ταχύτητες, τον συμπλέκτη τον πιάνεις μόνο όταν ξεκινάς και όταν σταματάς στα φανάρια. Όμως κι εδώ τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η εξάτμιση τιτανίου της Akrapovic έχει βαλβίδα ροής καυσαερίου για να μην κάνει φασαρία και να περνάει της προδιαγραφές Euro4. Η βαλβίδα αυτή ανοίγει μετά τις 5.500 στροφές, απελευθερώνοντας έναν θεϊκό V4 ήχο. Με πρώτη έχεις περίπου 80km/h σε αυτές τις στροφές. Τα αυτοκίνητα και τα scooter γύρω σου κινούνται μέσα στην πόλη με 30-50km/h… καταλαβαίνετε που την πάμε την κουβέντα έτσι; Το RSV4 1100 Factory σε βάζει στην πρίζα να οδηγείς διαρκώς εκτός νόμου κι όταν δεν το κάνεις σε βασανίζει.

Έτυχε να είχαμε εκείνες τις μέρες το GSX-R 1000 R και όποτε το καβαλάγαμε μετά το Aprilia, έσκουζε στους κόφτες σαν να ήταν εξακοσάρι. Μιλάμε για μοτοσυκλέτα με 176 τροχό, όχι για  σκούτερ με 7,6... Αυτή είναι η διαφορά του 1100 Factory από την 1000 RF και γενικά αυτή είναι η διαφορά ενός Hyperbike από ένα Superbike στο δρόμο.

Εκεί που έχεις τρίτη στο κιβώτιο και περίπου 180km/h στο κοντέρ, το 1000 RF θέλει ένα τσίμπημα στον συμπλέκτη για να κάνει σούζα, ενώ με το 1100 Factory τρως καπάκι ανοίγοντας απλώς το γκάζι. Τα carbon φτερά στο φαίρινγκ δεν είναι για φιγούρα και νοιώθεις το downforce που παρέχουν στον εμπρός τροχό στις υψηλές ταχύτητες. Απλώς δεν επαρκούν για να υπερνικήσουν τη δύναμη του κινητήρα αν απενεργοποιήσεις το AWC (Aprilia Wheelie Control).

Το δικό μας πρόβλημα όμως ήταν ο καιρός, που δεν μας βοήθησε καθόλου. Οι συχνές μπόρες περιόρισαν τις δυνατότητές μας να κάνουμε τις μετρήσεις επιδόσεων όπως θα θέλαμε. Με αυτά τα θηρία χρειάζεσαι τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα ευθείας με επίπεδη, στεγνή, καλής ποιότητας άσφαλτο και φυσικά χωρίς κίνηση. Τέτοιες συνθήκες δεν βρήκαμε και οι μετρήσεις του V-Box αδικούν τις πραγματικές δυνατότητές αυτής της μοτοσυκλέτας.

Γεννήθηκε για την πίστα

Αν έχει μείνει έστω κι ένας που να αμφιβάλει πως η 1100 Factory έχει σχεδιαστεί για την πίστα, τότε θα πρέπει να την οδηγήσει μέσα σε πίστα για να μετανοήσει. Αυτό ακριβώς κάναμε κι εμείς, αλλά ταυτόχρονα φροντίσαμε να έχουμε μαζί μας ενισχύσεις. Φυσικά μιλάμε για τον Πρωταθλητή των Superbike του 2018, τον Λευτέρη Πίππο. Πάντα είναι πλεονέκτημα να έχεις μαζί σου έναν επιτυχημένο οδηγό αγώνων, αλλά στην περίπτωση της 1100 Factory ήταν απαραίτητο. Ακούγεται κάπως παράξενα, όμως αυτή η μοτοσυκλέτα που έχει σχεδιαστεί για ιδιωτική χρήση, χρειάζεται έναν αγωνιζόμενο να επιβεβαιώσει όσα εμείς οι απλοί θνητοί νοιώθουμε. Ο Λευτέρης Πίππος είναι πιθανότατα ο πιο κατάλληλος για την συγκεκριμένη περίπτωση, διότι έχει ξεκινήσει τους αγώνες από την κατηγορία των δίχρονων 125 και ξέρει από πρώτο χέρι, πως για τα παντοδύναμα superbike δεν αρκούν μόνο οι οδηγικές ικανότητες. Με άλλα λόγια, γνωρίζει καλύτερα απ' όλους μας γιατί η οδήγηση μιας Hyperbike χρειάζεται καλή… φυσική κατάσταση.

Μέχρι να φορέσει τη φόρμα του κάνουμε πρώτα μερικούς γύρους εμείς. Η εξόφθαλμη διαφορά σε σχέση με τα υπόλοιπα superbike των 1000 κυβικών είναι η δυνατότητα που έχεις να στρίβεις τις κλειστές στροφές των Μεγάρων με δευτέρα αντί για πρώτη. Στο πανελλήνιο πρωτάθλημα οι περισσότεροι κονταίνουν την τελική μετάδοση για να το επιτύχουν αυτό με τα 1000αρια. Ο V4 των 1078cc τα καταφέρνει μια χαρά χωρίς κόντυμα και βγάζει με όρεξη τη μοτοσυκλέτα στην έξοδο. Σου επιτρέπει να διατηρείς εύκολα έναν γρήγορο ρυθμό, περιορίζοντας τις αλλαγές ταχυτήτων στο μισό σε σχέση με τα 1000αρια. Κι επειδή έχεις δευτέρα και όχι πρώτη, ο κινητήρας απλώνει καλύτερα τη δύναμή στην ευθεία που ακολουθεί και δεν σουζάρει όπως στα 1000άρια που αλλάζεις από πρώτη σε δευτέρα στην έξοδο. Όλα αυτά με την προϋπόθεση πως το γυρολόγιό σου είναι περίπου ίδιο με εκείνο που θα έκανες με το RSV4 1000 RF. Διότι όταν αποφασίσεις να εκμεταλλευτείς την επιπλέον δύναμη του κινητήρα για να κατεβάσεις χρόνο, τότε τα πράγματα αλλάζουν δραματικά και είναι η ώρα να πάρει τον λόγο ο Λευτέρης Πίππος.

“Πρώτη φορά οδηγάω V4 κινητήρα και ομολογώ πως έχει τέλεια απόδοση της δύναμης. Συνδυάζει τη ροπή στις μεσαίες των V2 με την ευστροφία των τετρακύλινδρων εν σειρά.” Ο Πίππος έχει μεγάλη εμπειρία από V2 μοτοσυκλέτες, καθώς έχει τρέξει στο πρωτάθλημα με KTM RC8 και Ducati Panigale 1199, ενώ τα τελευταία χρόνια κάθεται πάνω στη σέλα της τετρακύλινδρης εν σειρά Yamaha R1. “Έχει πολύ δύναμη και την απλώνει εντυπωσιακά στην ευθεία, όμως θέλει χέρια για να το πας γρήγορα. Πρέπει να είσαι πολύ προπονημένος”.

Οι αλλαγές στη γεωμετρία εμπρός έχουν κάνει την 1100 Factory πιο ευέλικτη στην είσοδο της στροφής και μπορείς με μεγαλύτερη ακρίβεια να διαλέξεις την γραμμή σου. Όμως και πάλι θέλει σωματική προσπάθεια, κάτι που οφείλεται κυρίως στα στενά και κλειστά clip-on και στην “δίχρονη” φιλοσοφία σχεδιασμού της εργονομίας της θέσης οδήγησης. Η Ducati V4 Panigale και η νέα BMW S1000RR έχουν πιο ανοιχτά και πιο ψηλά τοποθετημένα τιμόνια σε σχέση με την σέλα τους, για να δώσουν επιπλέον μοχλό στα χέρια του αναβάτη. Η Aprilia όμως διατηρεί αυτή την επιθετική θέση οδήγησης, με την ψηλή σέλα, τα τραβηγμένα προς τα πίσω μαρσπιέ και το κλειστό τιμόνι. Όσο βρίσκεσαι σε attack mode και η πίστα έχει γρήγορες παρατεταμένες στροφές, κουμπώνεις τέλεια πάνω στην RSV4 1100 Factory και έχεις φανταστικό έλεγχο της μοτοσυκλέτας μέσω των μαρσπιέ και του τιμονιού.

Όμως στα σημεία που θέλει απότομες αλλαγές πορείας και τις αργές κλειστές στροφές, καταναλώνει αρκετή σωματική ενέργεια σε σύγκριση με την Ducati και την BMW. Θυμίζει αρκετά την Yamaha R1-M σε αυτόν τον τομέα, όμως λόγω του συμβατικής τεχνολογίας πιρουνιού που έχει, η 1100 Factory προσφέρει περισσότερη αίσθηση στο trail-brakingκαι είναι πιο άμεση. Οι νέες δαγκάνες Stylema και οι αλλαγές στο λογισμικό του ABS, δεν έχουν απτά αποτελέσματα στις μετρήσεις στο δρόμο, όμως μέσα στην πίστα η βελτίωση είναι εξόφθαλμη. Το αρχικό δάγκωμα επέστρεψε και το ABS στη θέση 1 δεν σε πουλάει εύκολα μέσα στην πίστα όταν θα δοκιμάσεις να φρενάρεις ένα μέτρο παρακάτω (επεμβαίνει μόνο εμπρός και απενεργοποιεί τις λειτουργίες cornering και anti-lift).

Η πίστα των Μεγάρων ήταν σε κακή κατάσταση την ημέρα που πήγαμε, καθώς έβρεχε λασπόνερο εκείνη την περίοδο. Οπότε, οι χρόνοι που κρατήσαμε ήταν περισσότερο για να δούμε αν το επιπλέον γκάζι σε βοηθάει να πας γρήγορα χωρίς να πιέσεις στις στροφές. Ο Λευτέρης έκανε δύο γύρους για να ζεστάνει τα Supercorsa και στον τρίτο γύρο κατέβηκε στο 1:06. Ακόμα και με κρύα τα λάστιχα ήταν κάτω από το 1:10 στους πρώτους γύρους, δείγμα πως τα χρονόμετρα αγαπούν το γκάζι. Παρά την πούδρα σκόνης σε όλη την επιφάνεια της πίστας, η 1100 Factory κατέβηκε στο 1:03 με ζεστά ελαστικά, χωρίς ίχνος ρίσκου από την μεριά του Λευτέρη. Για χρόνους track day και όχι αγωνσιτικούς, και με το δεδομένο της άνεσης που έβλεπες αυτό το νούμερο, η RSV4 1100 Factory έδειχνε τον λόγο που φτιάχτηκε...

Η κορωνίδα των RSV4

Η γκάμα της Aprilia γίνεται όλο και πιο φτωχή τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά τις μοτοσυκλέτες γενικής χρήσης. Όμως για εκείνους που ψάχνουν για μια μοτοσυκλέτα υψηλών επιδόσεων, πιθανότατα έχει την πιο πλήρη και εξειδικευμένη γκάμα μοντέλων από οποιοδήποτε άλλο κατασκευαστή. ΤοTuono 1100 είναι ο ορισμός του όρου Streetfighter και οι 157 ίππου του φτάνουν και περισσεύουν για να πας φυλακή από την πρώτη ημέρα που θα το αγοράσεις. Για τους λάτρεις των αγώνων και των superbike, η RSV4-RR των 1000 κυβικών είναι μια καταπληκτική βάση για να στήσεις πάνω της ένα πραγματικό όπλο. Εκείνο που έλειπε μέχρι σήμερα ήταν μια έκδοση που να σου τινάξει τα μυαλά στον αέρα. Μια μοτοσυκλέτα που θα εκπροσωπήσει την Aprilia στην νέα κατηγορία των Hyperbikes.

Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η 1100 Factory και το κάνει με απόλυτη επιτυχία. Όχι μόνο είναι η δυνατότερη μοτοσυκλέτα με πινακίδα που έχουν δυναμομετρήσει – όχι μόνο είναι bad ass σε εμφάνιση, τεχνολογία και εξοπλισμό, αλλά ταυτόχρονα είναι… ΤΣΑΜΠΑ! Πώς το εννοούμε: Με τα 23.750€ που κοστίζει, είναι μακράν ο φτηνότερος τρόπος να γευτείς την εμπειρία οδήγησης μιας MotoGP. Το μόνο που σου ζητάει είναι να γραφτείς σε ένα καλό γυμναστήριο!

 

    ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ         RSV4 1100 Factory                       
Αντιπρόσωπος:
Piaggio Hellas
Τιμή:
23.750€
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ
Μήκος (mm):
2052
Ύψος (mm):
-
Μεταξόνιο (mm):
1439
Απόσταση από το έδαφος (mm):
-
Ύψος σέλας (mm):
851
Ίχνος (mm):
103,8
Γωνία κάστερ (˚):
 
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
690
Απόσταση σέλας -μαρσπιέ (mm):
460
Απόσταση μαρσπιέ- τιμονιού (mm):
790
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
360
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
206
(χωρίς καύσιμο:192,2)
Πίσω
48,3%
Εμπρός
51,7%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
+3,5%
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινίου δύο δοκών
Πλάτος (mm):
735
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
177/199
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, τετρακύλινδρος διάταξης V4 65ο, Υγρόψυκτος με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
81Χ52,3
Χωρητικότητα (cc):
999.6
Σχέση συμπίεσης:
13,6:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
201/13000
Ροπή (kg.m/rpm):
11.7/10500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
201
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός ribe by wire με μεταβλήτου μήκους εισαγωγής 48mm
Σύστημα εξαγωγής:
4 σε 2 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκός, μονόδρομος, υποβοηθούμενος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
1,659 (73/44)
Τελική μετάδοση / σχέση:
2,562 (41/16)
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,600
2α
2,063
3η
1,700
4η
1,476
5η
1,348
6η
1,259
 
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-50
1,87
11,68
0-100
3,68
49,63
0-150
5,69
115,0
0-200
7,8
227,03
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Μέτρα
Sec
km/h
0-400
10,7
243,1
0-1.000
18,0
282,0
 
ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
80-140
2,16
67,6
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)
Km/h
4η
5η
6η
40-80
2,79/47,2
3,43/56,15
-
80-120
2,54/70,16
2,95/81,44
3,62/100,02
120-160
2,3/89,42
2,66/103,13
3,20/124,39
160-200
2,3/115,15
2,85/142,64
3,59/179,61
200-240
-
-
-
 
ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
120-40
2,58
56
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
0,81
0,91
Πραγματικά
0,96
1,03
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Μονό αμορτισέρ ÖhlinsΤΤΧ
Διαδρομή (mm):
120
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση, απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς (αργό/γρήγορο)
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
6Χ17
Ελαστικό:
200/55-17 (ή εναλλακτικά 190/55-17 )
Πίεση:
 
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 220mm με δαγκάνα Brembo δύο εμβόλων 32mm με cornering ABS και lift-up mitigation
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Έγχρωμη οθόνη TFT με Bluetooth, πακέτο ηλεκτρονικών APRC πλήρως ρυθμιζόμενα
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι Upside Down Öhlins με αντιτριβική επίστρωση.
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
125/43
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5Χ17
Ελαστικό:
120/70-17
Πίεση:
 
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 330mm πλευστοί, 4πίστονες Δαγκάνες Brembo Stylema και cornering ABS
 
ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
199,4/13.300
Ροπή (kg.m/rpm):
11,8/10.700
 
ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
 
Αυτή είναι η ισχυρότερη μοτοσυκλέτα που έχουμε δυναμομετρήσει και όχι μόνο βγάζει νόμιμα πινακίδα κυκλοφορίας, αλλά περνάει και τις αυστηρές προδιαγραφές Euro 4. Τα επιπλέον κυβικά ήρθαν από την αύξηση της διαμέτρου των εμβόλων και η ροπή των 11 kg/m αρχίζει από τις 6.900 έως τον κόφτη. Ο κόφτης των στροφών βρίσκεται πιο κάτω από του 1000, μια λογική πρακτική όλων των κατασκευαστών όταν αυξάνουν κυβικά σε έναν κινητήρα δρόμου για λόγους αξιοπιστίας σε βάθος χρόνου.Είναι πάντως εντυπωσιακό πως αυτός ο κινητήρας σχεδιάστηκε πριν από δέκα χρόνια και εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να είναι άκρως ανταγωνιστικός σε απόδοση. Έχει και φοβερό ήχο!
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ
Κόφτης:
13.300
Μέγιστη ισχύς:
199.4
 
 
1η
151
2α
191
3η
231
4η
266
5η
292
6η
312
 
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Μέση
8
Ελάχιστη
7
Μέγιστη
12,2
Αυτονομία(km):
231,25