Δοκιμή Yamaha XT600Z Tenere - 1988! Αρχείο περιοδικού ΜΟΤΟ!

Αναδημοσίευση από το αρχείο του ΜΟΤΟ - 1988
24/5/2019

Με αφορμή την παρουσίαση του ολοκαίνουριου Tenere στην Ισπανία, κάνουμε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο και βουτάμε βαθειά στα αρχεία του ΜΟΤΟ. Εκεί, πίσω στο μακρινό 1988 βρήκαμε το πρώτο Tenere της Yamaha με σταθερό φαίρινγκ και δύο προβολείς. Ακολουθούσε κατ΄ εικόνα και ομοίωση την εργοστασιακή μοτοσυκλέτα του Paris-Dakar, όταν ακόμα ο αγώνας ξεκινούσε από το Παρίσι και κατέληγε στις ερήμους του Ντακάρ! Πρόκειται για ένα άρθρο που δεν υπήρχε σε ψηφιακή μορφή, όπως ακριβώς και το συγκριτικό των 600ασαριών που αναδημοσιεύσαμε την προηγούμενη εβδομάδα, όπου το πρώτης γενιάς Tenere αντιμετώπιζε τον ανταγωνισμό. Δύο χρόνια μετά, το 1988, δοκιμάζαμε το επόμενο...

Προφανώς σήμερα, ένα αερόψυκτο, μονοκύλινδρο 600 κυβικών μπορεί να φαντάζει (…και πράγματι να είναι) μια ελαφριά, μεσαία μοτοσυκλέτα αν την παρκάρεις δίπλα στα Tenere 1200 και R 1250 GS Adventure. Όμως πίσω στο 1988 ήταν μια ΤΕΡΑΣΤΙΑ και ΜΕΓΑΛΟΥ κυβισμού on-off, που το ευρύ κοινό στην Ελλάδα δυσκολευόταν να αντιληφθεί για ποιου είδους χρήση προορίζεται. Ο τίτλος ΤΕΝΕΡΟΣΑΥΡΟΣ που είχαμε δώσει τότε, φανερώνει το δέος για το μέγεθος αυτής της μοτοσυκλέτας σε σύγκριση με τα υπόλοιπα On-off! Όπως βλέπετε έχουν αλλάξει οι αναλογίες, όμως στην πράξη αντιμετωπίζουμε τις ίδιες καταστάσεις...

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

Απρίλιος 1988

ΤΕΝΕΡΟΣΑΥΡΟΣ

Όσο και αν ακούγεται με δυσπιστία, η οπτική και μόνο ανανέωση της γνωστής μας Tenere, την ωφέλησε τόσο, ώστε να είναι η καλύτερη Tenere που έχει κυκλοφορήσει ως σήμερα. Η ανακαίνιση αυτή πρόσθεσε «σημεία» στην Tenere που την κάνουν να έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, σε σχέση με την «απλή» (αλλά πάντα καλύτερη) XT 600.

Παρά τις διαστάσεις που προσδίδουν το ρεζερβουάρ και τα φουσκωμένα πλευρικά καπάκια η Tenere είναι μια καλλίγραμμη λεπτή μονοκύλινδρη με παραπλανητική φορεσιά. Κάτω απ’ τα πρησμένα πλευρικά καπάκια όπως βλέπετε δεν υπάρχει πάρα αέρας.

Αυτό που έλειπε ως τώρα απ’ την Tenere ήταν η… χρησιμότητα. Όσοι την προτίμησαν απ’ την απλή ΧΤ ως τώρα το έκαναν με βάση την διαφήμιση των Dakar-οειδών, ή (για το ’87) ήθελαν Yamaha και μίζα ή θεώρησαν ότι η αυτονομία των 300 χιλιομέτρων της «απλής» ήταν λίγη και ήθελαν τα 500 της Tenere. Σε ποσοστό πάντως 90% οι Tenere που έχουν πουληθεί δεν έχουν γνωρίσει τι σημαίνει γεμάτο ρεζερβουάρ.

Η Yamaha έχει βέβαια πιάσει τη συχνότητα της σκέψης των αγοραστών Tenere και συνεχίζει να εκπέμπει τα μηνύματά της σ’ αυτή.

Έτσι για το ’88 υπόσχεται ότι η Tenere του ’88 έχει πλησιάσει στις εργοστασιακές κατασκευές του Paris-Dakar, περισσότερο από κάθε προηγούμενη έκδοση. Αυτό είναι αλήθεια βέβαια, αλλά αφορά κυρίως την όψη της και πάλι, αφού τα μηχανικά μέρη έχουν παραμείνει στο μεγαλύτερο μέρος τους ίδια.

Οι καινοτομίες

Αρκετά σημεία άλλαξαν, άλλα έχοντας ουσιαστικό στόχο και άλλα με στόχο τον εντυπωσιασμό και μόνο.

Το μονοκόματο φαίρινγκ έγινε τέτοιο γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν τοποθετήσει τέτοια και συνεπώς δεν υπήρχε περιθώριο επιλογής. Έτσι ελάφρυνε το τιμόνι απ’ το βάρος των φαναριών, καλωδίων κλπ. που μεταφέρθηκαν στο φαίρινγκ. Τα φώτα έγιναν διπλά, δανεισμένα απ’ το FZR 1000, δεν στέλνουν όμως τον συναγωνισμό πίσω τους, αφού δεν είναι τα πιο δυνατά που έχουμε δει. Στη μεσαία σκάλα ανάβει το αριστερο και στη μεγάλη το δεξί.

Καλά μεν τα φώτα αλλά όχι σαν του στρογγυλού παλιού ΧΤ 550…

Τα όργανα έκλεισαν τον κύκλο της τετράγωνης μορφής τους και ξανάγιναν στρογγυλά μέσα στην κονσόλα του φαίρινγκ. Το στρογγυλό στα όργανα είναι το σχήμα του κλασσικού (ΧΤ 500), του στρητάδικου (όλα), του ευανάγνωστου και του παλιού (επίσης όλα). Για την Tenere ισχύει το «στρητάδικο» στυλ σε συνδιασμό με το ευανάγνωστο που απαιτούν οι μεγάλες ταχύτητες. Το θέμα όμως έμεινε εκεί αφού δεν προστέθηκαν άλλα όργανα (θερμοκρασίας, βενζίνης κλπ.) ενώ οι λυχνίες είναι όσο λιγότερες γίνεται δηλ. 3, από μια για φλας, νεκρά, μεγάλη σκάλα φωτών. Επαυξάνοντας την λιτότητα στον τομέα αυτό συμβαίνει το σχεδόν εξοργιστικό να χρησιμοποιούνται ακόμη διακόπτες που χρησιμοποιούσε η Yamaha πριν πολλά χρόνια στα πρώτα ΧΤ της. Έχει πια φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για τους διακόπτες αυτούς, αφού δεν ταίριαζαν ούτε στο περσινό μονέλο, πόσο μάλλον σ’ αυτό του ’89. Δεν δείχνει τόσο ευαίσθητη πάντως σ’ αυτά τα σημεία η Yamaha, όσο τουλάχιστον η Honda ή η Kawasaki. Το ίδιο ισχύει και για τα χοντρά σφουγγαροειδή αγνώστου χρησιμότητας γκρίπς.

Οπτική απάτη

«Να γεμίζεις το πορτοφόλι σου με χαρτιά, γιόκα μου, να’ναι χοντρό για να νομίζουν ότι έχει λεφτά». Η συμβουλή δεν ισχύει μόνο για το πορτοφόλι (…) και βέβαια η mama Yamaha την εφάρμοσε και στο παιδί της. Τα πλευρικά καπάκια περιέργως και αναίτια φουσκώνουν σαν να περιέχουν κάτι. Αυτό που περιέχουν είναι φαντασίωση του δεύτερου ρεζερβουάρ βενζίνης που υπήρχε στη θέση αυτών, στις μοτοσυκλέτες του Paris Dakar. Εκτός του μασκαρέματος δε, συμβαίνει και το κωμικοτραγικό να μη βγαίνουν τα εργαλεία απ’ τη θέση τους χωρίς να ξεβιδώσετε το αριστερό καπάκι!

Η σημαντικότερη όμως απ’ τις οπτικές αλλαγές είναι αυτή της τοποθέτησης χαμηλού φτερού στο μπροστινό τροχό. Τα αποτελέσματά της είναι πολλά και σημαντικά. Πρώτον, ο αέρας μπαίνει πολύς, φρέσκος και ανεμπόδιστος στην περιοχή του κινητήρα. Δεύτερον λείπουν τα ψαλιδίσματα που προκαλούσε το ψηλό φτερό, όσο καλά δεμένο κι αν ήταν, ενώ το χαμηλό δίνει μια επιπρόσθετη σταθερότητα λειτουργώντας σαν γέφυρα. Τρίτον, λιγότερα νερά και λάσπες φτάνουν ως τον κινητήρα, τα φώτα, τα παπούτσια και τα παντελόνια σας. Μετά απ’ αυτά αναρωτιέται κανείς τι τα θέλουν τα ψηλά φτερά σε μοτοσυκλέτες 70% δρόμου. Το μόνο σημείο που χρησιμεύει το ψηλό φτερό είναι ότι δεν φράζει στις λάσπες, αλλά με Tenere σε τόσες λάσπες ούτως ή άλλως χαμένοι είστε.


 

Μετά τις γενικές φανερές καινοτομίες ας δούμε τι δουλειά έχει γίνει σε άλλους τομείς όπως π.χ…

Σημαντικότερες αλλαγές στη φωτογραφία σε σχέση με την αντίστοιχη του μοντέλου του ’87 είναι 3: α) Λείπει η μανιβέλα και το σύστημα για την αποσυμπίεση, β) η εισαγωγή του αέρα στο φίλτρο του γίνεται απ’ το πίσω μέρος του ενώ το ’87 απ’ το κάτω μέρος, παίρνοντας αέρα απ’ την καυτή κεφαλή του κυλίνδρου, γ) το έμπειρο μάτι του «ΜΟΤΟ», παρατήρησε ότι στο πίσω δισκόφρενο του ’87 (ΧΤ όχι Tenere όμως), το δοχείο με τα υγρά ήταν κρυμμένο και υπερθερμασμένο. Αμέσως η Yamaha άλλαξε τη θέση, λίγο πιο έξω. Εκτός αυτών το δεξί πλαϊνό καπάκι του κινητήρα είναι ξανασχεδιασμένο, επιφάνεια απ’ τις ψύκτρες του κυλίνδρου μεγάλωσε κατά 30%, η κεφαλή και ο θάλαμος καύσης είναι σχεδιασμένα εκ νέου όπως επίσης και η λίπανση του κιβωτίου. Οι περισσότερες μεταβολές είναι φανερό ότι έγιναν με σκοπό την καλύτερη ψύξη του κινητήρα.


…στον κινητήρα

Ξεκινώντας με μια πρόβλεψη, πιστεύουμε ότι το ’89 ή το πολύ ’90 η Yamaha θα έχει τοποθετήσει υγρόψυκτο κινητήρα στα ΧΤ της. Η μεγάλη δοκιμή έγινε στα Paris – Dakar και Φαραώ και εμείς περιμένουμε. Ασφαλώς θα υπάρχουν 5 βαλβίδες και πιθανώς περισσότερα κυβικά.

Ας ξεσκονίσουμε όμως αυτόν που έχουμε μπροστά μας. Το πρόβλημα της ψύξης που δημιουργεί εκτός των άλλων το μεγάλο ρεζερβουάρ, βελτιώθηκε με αύξηση της επιφάνειας των ψυκτρών κατά 30%. Επίσης αλλαγές έγιναν στις βάσεις στήριξης του κυλίνδρου και της κεφαλής. Το ψυγείο λαδιού τοποθετήθηκε πιο ψηλά για να μην στέλνει τον καυτό του αέρα πάνω στην κυλινδροκεφαλή.

Βελτιώθηκε επίσης το σύστημα λίπανσης της μετάδοσης και τοποθετήθηκε μια ακόμη εξωτερική δίοδος λαδιού (στο στυλ των Honda).

Τα καρμπυρατέρ επανήλθαν στις προ διετίας διαστάσεις τους αφού το δεύτερο από 28mm έγινε πάλι 27mm διαμέτρου, στοχεύοντας προφανώς στην οικονομία και αδιαφορώντας για τις επιδόσεις.

Μια ηλεκτρική τρόμπα της Mikuni φροντίζει την αδιάκοπη τροφοδοσία των καρμπυρατέρ με βενζίνη, μέχρι και τις τελευταίες σταγόνες του ρεζερβουάρ.

Ένας επιπλέον ίππος βγήκε, σύμφωνα με το εργοάστιο, χάρη στη νέα σχεδίαση της κυλινδροκεφαλής και του θαλάμου καύσης. Έτσι, οι ίπποι έγιναν 46 στις 6.500 σ.α.λ. και η ροπή ανέβηκε στα 5,2 kgm (από τα 5,1), στις 5.500 σ.α.λ.

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι η Tenere που το ’85 έτρεχε στο Paris – Dakar είχε κινητήρα 660 κ.εκ. με απλώς μεγαλύτερη διάμετρο απ’ το δικό μας (100mm αντί 95mm) και απέδιδε 47 ίππους στις 6.500 σ.α.λ. πάντα. Η ροπή ήταν 5,85kgm στις 5.850 ενώ τα καρμπυρατέρ ένα των 27mm και ένα των 30mm. Γνωρίζοντας ότι στους αγώνες αυτούς η σκέψη των μηχανών συγκεντρώνεται στην αξιοπιστία και την αντοχή και όχι στις επιδόσεις, διαπιστώνουμε ότι το Tenere του ’88 είναι πολύ κοντά σε επιδόσεις με την εργοστασιακή του ’85.

Συγκριτικό 600cc 1986: Συγγενείς χωρίς συγγένεια! - Αναδημοσίευση αρχείο ΜΟΤΟ 1986!

Τότε, το ’85, η απόδοση ήταν 71 ίπποι ανά λίτρο, σήμερα είναι 77 ίπποι / λίτρο. Η ελαφρώς πιο πουσαρισμένη φετινή Tenere παραγωγής, δεν διαθέτει μειωμένη αξιοπιστία, αφού η απόδοσή της είναι ίδια με τις εργοστασιακές του ’86! Σας μπερδέψαμε σίγουρα, αλλά το συμπέρασμα είναι θετικό για τη Yamaha. Δεδομένου ότι επίσημα χρησιμοποιεί τους ίδιους κινητήρες για να διαφημιστεί στο Paris – Dakar δεν μένει παρά οι κινητήρες της να είναι αξιόπιστοι…

Για να προσεγγίσετε το φίλτρο αέρα πρέπει να βγει η σέλα (2βίδες) και το καπάκι του θηριώδους – όμοιου με το παλιό – φίλτρο αέρα (3 βίδες). Η είσοδος του φρέσκου αέρα για λόγους θερμοκρασίας, γίνεται τώρα απ’ το καπάκι ενώ στην Tenere του ’87 γινόταν από μια εισαγωγή στο κουτί, πάνω απ’ τον κύλινδρο.

Μόνο κουμπί

Κάτι που είναι σημαντικό όχι σαν καινοτομία αλλά σαν αλλαγή νοοτροπίας είναι η εξαφάνιση της μανιβέλας απ’ την Tenere. Η κίνηση δικαιώνει ασφαλώς την Kawasaki που πρώτη «τόλμησε» κάτι τέτοιο, ενώ πιστεύουμε ότι δεν θα αργήσει η Yamaha να τοποθετήσει μίζα και στο απλό ΧΤ 600.

Έχει έρθει η ώρα, αφού ήδη η XT στο νέο της σχήμα έχει μειώσει τα χωμάτινα ποσοστά της. Η μίζα λειτουργεί υποδειγματικά και δεν έχει ακουστεί η αναγκαιότητα της μανιβέλας εκτός αν αφήσετε τη μπαταρία να ξεψυχήσει. Αν όμως για οποιοδήποτε λόγο συμβεί αυτό, επέρχεται μοιραία η ακινητοποίηση. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι έχει σημάνει πια η εποχή της μίζας σε όλα τα δίτροχα.

Για καλό και για κακό πάντως ένα καλορυθμισμένο καρμπυρατέρ και η καλή χρήση του chock, μειώνουν τις πιθανότητες «μουλαρώματος» και των συνεπειών του. Η χρήση του chock επιβάλλεται μόνο όταν είναι κρύος ο κινητήρας και πάτημα απλώς του κουμπιού της μίζας χωρίς καθόλου γκάζι.

Η εξάτμιση είναι πιο ελεύθερη παράγοντας έναν χαρακτηριστικό και εξαιρετικής ποιότητας ήχο. Χωρίς να παίρνει κανενός τ’ αυτιά σε κάνει να αισθάνεσαι ότι συμβαίνουν εκρήξεις καυσίμου στο μονοκύλινδρο κινητήρα και όχι μετατροπή ηλεκτρικής ενέργειας σε κινητική (πράγμα που συμβαίνει π.χ. στα τρόλεϊ…).

Υπάρχει και στον πολύ ομορφότερο χρωματισμό, άσπρη – κόκκινη. Δεν εισάγεται δυστυχώς στα χρώματα της «ιταλικής» φορεσιάς του Paris – Dakar, παρά μόνο στη «γαλλική» που βλέπετε.

Η απόδοση του κινητήρα είναι βασισμένη στην εκπληκτική του ροπή. Το τράβηγμα είναι θετικό απ’ τις 2.000 σ.α.λ. και η επιτάχυνση τέτοια ώστε να δίνει απόλυτα το αίσθημα της ενεργητικής ασφάλεια που προσφέρει η ΧΤ. Τα κιλά βέβαια φτάνουν τα 185 με βενζίνες και λάδια και αυτό έχει σαν συνέπεια μόλις επέστρεψα την Tenere και ξαναπήρα το ΧΤ 550 μου, να νομίζω ότι οδηγώ κάποιο δίχρονο 125!

Η Tenere δεν φανερώνει τα κιλά της όταν ξεκινάει, στρίβει ή φρενάρει. Τα δείχνει όταν μανουβράρεται, αν χρειαστεί να σπρωχτεί και, ακόμη χειρότερα, αν πέσει κάτω. Η νέα Tenere είναι κατά 20 κιλά πιο βαριά απ’ την Tenere του ’87! Αυτό ποτέ δεν είναι ευχάριστο. Λίγο το φαίρινγκ, λίγο η μίζα, το δισκόφρενο πίσω με τις τρόμπες, δοχεία κλπ., να τα είκοσι κιλά που κατά περίεργο τρόπο δεν βλάπτουν τις επιδόσεις της ΧΤ! Η τελική της είναι κοντά στα 160χλμ. στις 6.500 στροφές, νούμερα που έρχονται σχετικά εύκολα. Το κοντέρ στις στροφές αυτές δείχνει 165 νούμερο τιμητικό για την ακρίβειά του, αφού η πραγματικότητα λέει 164χλμ./ώρα. Για να έρθει αυτή η τελική χρειάζεται κάμποση ευθεία ή λίγη κατηφόρα. Πάντως οι 6.000 στροφές έρχονται πολύ πιο εύκολα και μαζί μ’ αυτές τα 150χλμ./ώρα. Στον αριθμό αυτό έχει αρχίσει να γίνεται αισθητό το όριο που θέτει το φαίρινγκ. Στις ως τώρα ΧΤ (Tenere και μη) τα 120χλμ. ήταν το όριο της ασφαλούς αίσθησης. Στην Tenere, του ’88 όμως, μέχρι τα 140-150χλμ./ώρα ο οδηγός δεν νιώθει το χαρακτηριστικό αίσθημα της μειωμένης ευστάθειας. Αυτό μεταφράζεται στο πρώτο και σημαντικό προσόν της νέας Tenere, ότι μπορεί δηλαδή να ταξιδεύει με 120-130 χ.α.ω. χωρίς να κουράζει τον αναβάτη, ούτε τον κινητήρα (5.000 σ.α.λ.) και φυσικά ούτε τον συνεπιβάτη που βρίσκει μια απ’ τις πιο άνετες θέσεις.

Κραδασμοί;

Τα 120-130 χ.α.ω. είναι εκτός των άλλων και το όριο των κραδασμών. Από κει και πάνω γίνονται αισθητοί και ενοχλητικοί όχι τόσο για το τρίξιμο που δεν είναι σοβαρό, αλλά γιατί ο αναβάτης αντιλαμβάνεται πως ο κινητήρας δεν νιώθει καλά. Κάθε υπέρβαση των 5.000 σ.α.λ. συνοδεύεται από ένα όχι ιδιαίτερα συγκεκριμένο μήνυμα απ’ τον κινητήρα (ήχος, κραδασμοί κλπ.), που ζητά πιο υγιεινούς γι’ αυτόν ρυθμούς. Αν και δεν παρουσιάζεται θέμα μειωμένης ευστροφίας, ο κινητήρας δεν φτάνει στα κόκκινα με την άνεση π.χ. των Honda. Αυτό είναι βέβαια το τίμημα της καλύτερης ροπής στην μονοκύλινδρη κατηγορία των 600 κ.εκ. Άλλωστε είναι πολύ προτιμότερο να υπάρχει ροπή χαμηλά παρά ευστροφία ψηλά. Εκτός των άλλων η Tenere δεν είναι μοτοσυκλέτα σπορ και επιδόσεων για να χρειάζεται ευστροφία.

Ένα χρόνο μετά την απλή ΧΤ, και η Tenere απέκτησε δισκόφρενο στον πίσω τροχό. Όμως προσοχή – προσοχή. Τα τακάκια είναι πολύ σκληρά και χαράζουν αμέσως και αρκετά βαθειά το δίσκο. Ήδη στα 850 σχεδόν χιλιόμετρα τα αυλάκια ήταν εμφανή όχι μόνο με το μάτι αλλά και με την αφή.

Προβλήματα γενικώς δεν παρουσιάζει ο κινητήρας, ενώ η βελτιωμένη λίπανση ίσως απαλείψει το πρόβλημα των φθαρμένων γραναζιών που στο τεστ διάρκεια 100.000χλμ. με ΧΤ του τεύχους Φεβρουαρίου. Αυτό που έχει παραμείνει είναι η άρνηση μερικές φορές να κρατήσει την 2α σε βεβιασμένες ή απρόσεκτες αλλαγές (από 1η σε 2α), που έχει σαν αποτέλεσμα να πέφτει νεκρά.

Η εισαγωγή του αέρα στο φίλτρο αέρα έχει αλλάξει θέση προς το δροσερότερο. Έχει μεταφερθεί απ’ το μέρος πάνω απ’ τον κινητήρα, στην ένωση του ρεζερβουάρ με τη σέλα. Για την εξαγωγή του δε, και το πλύσιμο πρέπει να βγει η σέλα και το καπάκι φίλτρου (2+3 βίδες). Αν βέβαι έχετε εργαλεία, γιατί αλλιώς πρέπει να τα αναζητήσετε ξεβιδώνοντας το αριστερό πλευρικό καπάκι.

Το γεφύρωμα των δύο δοχείων του ρεζερβουάρ καταλήγει σε μια ηλεκτρική τρόμπα βενζίνης της Mikuni, αφού τα ρακόρ βρίσκονται χαμηλότερα απ’ τα καρμπυρατέρ.

Η βίδα αποστράγγισης του δοχείου λαδιού του κινητήρα χρησιμοποιεί ένα σύστημα για να μην σκορπά τα λάδια στο πλαίσιο της Tenere. Το στόμιο «τραβιέται» προς τα έξω κι έτσι δημιουργείται απόσταση απ’ το πλαίσιο.

Η προστασία, τέλος, του κινητήρα κρίνεται άκρως αποτελεσματική χάρη στην τεράστια αλουμινένια ποδιά που τον αγκαλιάζει από κάτω. Αρκετές τρύπες αφήνουν μπόλικο αέρα να περάσει και να δροσίσει τα κάρτερ.

Δισκόφρενο αλλά…

Ένα δισκόφρενο για τον πίσω τροχό τοποθετήθηκε για πρώτη φορά σε ΧΤ, στην ΧΤ 600 του ’87. Φέτος η Yamaha αποφάσισε κάτι τέτοιο και για την Tenere. Όμως αν και υπήρχε άνεση χρόνου δεν έλλειψαν τα προβλήματα. Τα τακάκια στο πίσω δισκόφρενο είναι πολύ σκληρά με αποτέλεσμα να χαράζουν το δίσκο σε αρκετό βάθος. Δυστυχώς η όχι μακρόχρονη δοκιμή της ΧΤ 600 (τεύχος 20) δεν μας έδωσε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε. Το μάθαμε τυχαία από άλλο ιδιοκτήτη ΧΤ 600, που στα 1.500χλμ. πήγαινε για αλλαγή δίσκου!

Στην Tenere του ’88 το διαπιστώσαμε και ‘μεις και συμβουλεύουμε όλους τους αγοραστές ΧΤ 600 και Tenere να αντικαταστήσουν τα τακάκια στο πίσω δισκόφρενο αμέσως μετά την αγορά ή να συνεννοηθούν σχετικά, με την εταιρεία αν το κακό έχει γίνει (καλύπτεται απ’ την εγγύηση). Πάντως υπάρχει πληθώρα από τακάκια στο εμπόριο και το κακό μπορεί να προληφθεί έγκαιρα.

Στα εργαλεία συμπεριλαμβάνεται ένας ειδικός μοχλός για τη ρύθμιση της προφόρτισης του ελατηρίου. Η μαύρη ροδέλα κάτω απ’ τα παξιμάδια ρυθμίζει την απόσβεση επαναφοράς σε 5 θέσεις. Ευχάριστη έκπληξη εδώ η πληθώρα γρασσαδόρων για τους οποίους διαρκώς γκρινιάζουμε (όταν λείπουν βέβαια).

Στο θέμα της απόδοσης των φρένων δεν χρειάζονται πολλά σχόλια. Το μπροστινό δισκόφρενο των 267mm με τα διπλά έμβολα είναι δοκιμασμένο σε πολλά μοντέλα της Yamaha και συνδυάζει ιδανικά την αίσθηση με την απόδοση αλλά και την προοδευτικότητα. Ένα δισκόφρενο που με το άγγιγμα κοκκαλώνει τον τροχό (Honda), εκτός από ασφαλές μπορεί να είναι και επικίνδυνο κυρίως σε καταστάσεις μειωμένης τριβής (χώμα, νερά κλπ.)

Το δοχείο για τα υγρά του πίσω δισκόφρενου (στην XT600) βρισκόταν σε περιοχή όπου οι θερμοκρασίες ήταν ψηλές. Είχαμε παρατηρήσει τότε ότι η υπερθέρμανση μόνο καλό δεν έκανε. Η μετατόπισή του λίγο πι έξω μας δικαιώνει αν και για να πραγματοποιηθεί έπρεπε να φύγει η μανιβέλα.

Τα γνωστά

Η αλλαγή σχημάτων και πραγμάτων συνδυάστηκε με την επανατοποθέτηση ορισμένων στοιχέιων που δεν χρειάζονταν αλλαγή. Η σέλα προσαρμόστηκε στη νέα σχεδίαση του ρεζερβουάρ και των πλαϊνών καπακιών. Το ίδιο και η σχάρα που δέχεται όμως μέχρι 3 κιλά βάρος κυρίως για λόγους ευστάθεια.

Η ποδιά είναι η παλιά γνωστή τρυπητή και αλουμινένια. Χρονολογείται απ’ το 1983 όταν πρωτοφορέθηκε στη δεύτερη σειρά των ΧΤ 550.

Οι χούφτες, χρήσιμες και ανθεκτικές, συνεχίζουν το έργο τους όπως και οι ζάντες – ελαστικά που φυσικά παρέμειναν. Τα ελαστικά δεν ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να σας τύχει ειδικά στα νερά ή στις λάσπες. Στο στεγνό ήταν καλά όπως όλα άλλωστε, διέθεταν δε και ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα στη συμπεριφορά τους στο χώμα. Όσο το γκάζι είναι ανοικτό οι αντιδράσεις είναι θετικές. Κλείνοντας το γκάζι και πατώντας ίσως και λίγο φρένο (πίσω) χάνεται ο έλεγχος, για να ανακτηθεί, περιέργως μόλις ξανανοίξετε το γκάζι!

Αν η αγορά πάντως γίνει καλοκαίρι μπορείτε να τα διατηρήσετε ως τα πρωτοβρόχια, αφού στο στεγνό είναι εξαιρετικά και εκτός αυτού ανθεκτικά.

Αναρτήσεις

Στον τομέα των αναρτήσεων δεν αναφέρεται πουθενά ότι βελτιώθηκε η πίσω ανάρτηση. Το απαράδεκτο βύθισμα δεν υπάρχει πια, μια και η Tenere φόρεσε την ανάρτηση της ΧΤ 600 του ’87. Ρύθμιση προφόρτισης αλλά και της απόσβεσης επαναφοράς, είναι δυνατές, ενώ το ευχάριστο είναι ότι υπάρχουν 5(!!) γρασσαδόροι στην περιοχή. Από ένας σε κάθε άρθρωση της monocross συνδεσμολογίας (3) και δύο για τον άξονα του ψαλιδιού. Η καυστική αντιμετώπιση στις περιπτώσεις που λείπουν πρέπει να συνδυάζεται με έπαινο όταν υπάρχουν, γιατί με ελάχιστον κόστος, ο αγοραστής γλυτώνει μεγάλους μπελάδες.

Το ρεζερβουάρ των 23 λίτρων απ’ την κρυφή του μεριά. Όπως βλέπετε πρόκειται για δύο «δοχεία» ενωμένα στην κορυφή. Τα δοχεία γίνονται συγκοινωνούντα με απλό γεφύρωμα ενώ έτσι έχουμε δύο ρεζέρβες βενζίνης! Μια απ’ το δεξί ρακόρ και μια απ’ το αριστερό. Δεδομένου ότι τον περισσότερο καιρό δεν θα περιέχονται πάνω από 10-15 λίτρα στο ρεζερβουάρ (γιατί άλλωστε να βαρύνει τόσο;) Οι ρεζέρβες έχουν μπόλικη δουλειά με τα 3,1 λίτρα τους (από 1,55 λίτρα).

Μπροστά υπάρχει το πολύ γνωστό μπροστινό των 41mm διαμέτρου με μικρή διαφοροποίηση στις μπουκάλες αφού προσαρμόστηκαν βάσεις για την στερέωση του χαμηλού φτερού.

Μοναδική ατέλεια στη λειτουργία των αναρτήσεων αποτελεί το γενναίο βύθισμα του μπροστινού στο έντονο φρενάρισμα. Υπεύθυνος για αυτό δεν είναι τόσο το μπροστινό σύστημα, όσο το μεγάλο βάρος της μοτοσυκλέτας. Κατά τ’ άλλα η συμπεριφορά των αναρτήσεων είναι άψογη, προσδίδοντας στην Tenere την ικανότητα να κινείται πολύ γρήγορα και με ασφάλεια σε συνθήκες που δεν ευνοούνται λόγω βάρους. Σε κλειστούς δρόμους με συχνές εναλλαγές πορείας, το χαμηλό κέντρο βάρους και η γεωμετρία της XTZ λύνει τα χέρια του αναβάτη που ξεχνάει το βάρος της. Στο χώμα συμβαίνει κάτι ανάλογο αν και οι μετατοπίσεις του βάρους γίνονται γρήγορα αισθητές στα χέρια…

Κίτρινη κάρτα για τη Yamaha στον τομέα των οργάνων και κόκκινη για τους διακόπτες. Τα όργανα έγιναν στρογγυλά, πιο στρητάδικα, μεγάλα και ευανάγνωστα (καλά ως εδώ) ωχριούν όμως μπροστά στον ανταγωνισμό. Στο επόμενο μοντέλο περιμένουμε κάποιο δείκτη θερμοκρασίας ή βενζίνης και πιο τουριστική εικόνα (δηλ. περισσότερες ενδείξεις). Οι δε διακόπτες παρουσιάζουν το τραγικό χαρακτηριστικό να έχουν τη μεγαλύτερη ηλικία από όσους ιαπωνικούς κυκλοφορούν σήμερα! Εκτός απ’ το κουμπί της μίζας δεν έχει αλλάξει τίποτε απ’ τους πρώτους διακόπτες των ΧΤ. Μοιραία σημειώνονται και βασικές ελλείψεις όπως αυτή του σινιάλου… και του εκσυγχρονισμού. 

Η συμπεριφορά των αναρτήσεων σε ελαφρώς τραχείς χωματόδρομους είναι τέτοια ώστε καμία ανωμαλία να μη φτάνει μέχρι τον αναβάτη ή το συνεπιβάτη. Εκτός δηλαδή απ’ την ασφάλτινη καταλληλόλητα χάρη των αναρτήσεων, τα πεδία δράσης της Tenere επεκτείνονται σε εκτός δρόμου κομμάτια. Η ΧΤΖ είναι δηλαδή μια μοτοσυκλέτα κατάλληλη, έως ιδανική για τουρισμό. Ανταπεξέρχεται θαυμάσια σε κάθε είδους δυσκολία που περιλαμβάνουν βέβαια τα τουριστικά σας σχέδια και όχι συνθήκες enduro. Είναι νομίζω περιττό να αναφερθώ στις αδυναμίες της Tenere για τη συμμετοχή της σε αγώνα ή προπόνηση enduro…

Θέση οδήγησης

Απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες παραγράφους είναι αυτή εδώ. Το ύψος τη σέλας βρίσκεται, λέει, στα 890mm. Παραδόξως όταν μετρήσαμε εμείς, μας βγήκαν τα χιλιοστά 920! Δηλαδή 3 πόντοι ψηλότερα. Όπως και να έχει πάντως, η ΧΤΖ δεν είναι απ’ τις πιο χαμηλές που έχουμε συναντήσει στην κατηγορία. Αναβάτες κάτω από 1,75 δεν θα νιώθουν ιδιαίτερα άνετα στη σέλα της ενώ το ίδιο θα συμβαίνει για τους αναβάτες πάνω απ’ τα 1,80 λόγω του φαίρινγκ!

Η προστασία που προσφέρει το μικροσκοπικό φαίρινγκ είναι πολύ περισσότερη απ’ όση θα περίμενε κανείς, βλέποντας τις διαστάσεις και λιγότερη απ’ όση θα έπρεπε για να χαρακτηριστεί σαν πλήρης. Αυτά όλα σημαίνουν τα εξής απλά πράγματα. Πρώτον, ακόμη και στα 150 χ.α.ω. ο αέρας δεν ενοχλεί τον αναβάτη, αν έχει ύψος 1,70 και κάτω ή είναι λίγο σκυμμένος και δεύτερον η προστασία δεν είναι αρκετή για ταξίδια με 120-130 χ.α.ω. για τους αναβάτες άνω του 1,80. Το ρεύμα του αέρα μετατοπίζεται και περνά γύρω στους 60 με 80 πόντους πάνω απ’ τη θέση του οδηγού. Εκεί βρίσκεται βέβαια το κράνος του αναβάτη που με λιγότερο σκύψιμο μπορεί να μπει στο χώρο της άπνοιας.

Βέβαια η περισσότερη κούραση προέρχεται απ’ το συνεχές «σπρώξιμο» του σώματος του αναβάτη απ’ τον αέρα, κατάσταση που είναι ανύπαρκτη στην Tenere. Ακόμη και στην τελική της, ο αέρας δεν φτάνει παρά ως τα μισά του κράνους, όπως είπαμε.

Σαν να βλέπουμε το ΧΤ600 με σχάρα… Εκτός απ’ τις νέες βάσεις για τα μαρσπιέ του συνεπιβάτη, η Tenere έχει δανειστεί και την νέα πολύ καλή πίσω ανάρτηση απ’ το ΧΤ 600. Κωμικοτραγική υπόθεση αποτελεί η θέση των εργαλείων. Για να τα βγάλετε απ’ τη θέση τους πρέπει να ξεβιδώσετε (πώς, χωρίς εργαλεία) το αριστερό πλαϊνό καπάκι… Για καλό και για κακό έχετε λοιπόν στην τσέπη ένα κατσαβίδι…

Το νέο σχήμα του ρεζερβουάρ των 23 λίτρων το κάνει να δείχνει μεγαλύτερο γιατί μειώθηκε το πάχος του. Οι εσοχές για τα γόνατα μεγάλωσαν κι έτσι τώρα εκτός της βελτιωμένης κυκλοφορίας του αέρα στην περιοχή του κινητήρα, υπάρχει και μια επιπλέον προστασία των ποδιών του αναβάτη απ’ τα νερά! Έτσι κάτι απ’ το χαμηλό φτερό, κάτι απ’ το ρεζερβουάρ, ο αναβάτης μένει πιο στεγνός ή καλύτερα, λιγότερο βρεγμένος.

Το μήκος του τιμονιού παρέμεινε στα 800mm, άλλαξαν όμως οι βάσεις στήριξης, που μάκρυναν, κάνοντας το τιμόνι χαμηλής μπάρας και πιο «ρηχό». Η θέση του είναι ιδανική και βοηθάει τον οδηγό να κουμαντάρει τον όγκο της Tenere. Υπάρχουν δύο καθρέφτες κοντοί και όμορφοι που δεν συντονίζονται ώστε να χάνεται η εικόνα, όπως συμβαίνει συνήθως.

Στο σταντ υπάρχει διακόπτης που θα σβήσει τον κινητήρα αν βάλετε ταχύτητα χωρίς να το ανεβάσετε.

Ο αναβάτης παρ’ όλες τις διαστάσεις του ρεζερβουάρ και τα φουσκωτά πλευρικά καπάκια, κινείται άνετα πάνω στην ΧΤ 600 χωρίς να βρίσκει εμπόδια στα γόνατά του. Η θέση οδήγησης με τον αναβάτη όρθιο είναι απ’ τις καλύτερες της κατηγορίας και είναι κρίμα για την ΧΤΖ που είναι τόσο βαριά.

Πολύ πρακτική και ευρύχωρη η σχάρα που συνοδεύει το Tenere, παραμένει απ’ το μοντέλο του ’87. Φέτος, φιλοξενεί και την κλειδαριά του κράνους ενώ το αυτοκολητάκι προστάζει για ανώτατο επιτρεπόμενο φορτίο τα μόλις 3 κιλά. Ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι φυσικά η περιορισμένη αντοχή (σηκώνει τουλάχιστον 30) αλλά η επικίνδυνη από κει και πάνω μεταφορά βάρους προς τα πίσω με φανερές επιπτώσεις στην ευστάθεια. Αν υπάρχει δεύτερο άτομο πάντως, επιτρέπεται κάτι περισσότερο από 3 κιλά

Έχοντας σαν καθοριστικό κριτήριο για την αξιολόγηση μιας μοτοσυκλέτας, τις ικανότητες και τη χρησιμότητά της στο χώρο που κινείται, πιστεύω ότι η Tenere για πρώτη φορά στην μακρόχρονη ιστορία της, εκτός από φιγούρα μπορεί να αποτελέσει και εργαλείο για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Όσο υπάρχει η απλή ΧΤ 600 δεν έβλεπα το λόγο να αγοράσει κανείς Tenere, παραβλέποντας την κορυφή της κατηγορίας. Με άλλα λόγια θεωρούσα τις Tenere κακέκτυπο των ΧΤ. Η νέα όμως Tenere έρχεται να αναθεωρήσει τις αντιλήψεις μου αυτές, αφού καταφέρνει να είναι ιδανική για τουρισμό των 120 χ.α.ω. μουαγεν, δυνατότητα που σε καμία περίπτωση δεν προσφέρει η απλή ΧΤ. Η Tenere βρήκε επιτέλους το χώρο της και τη συνιστώ σε όσους σκοπεύουν να ταξιδεύουν. Όσους θέλουν άνεση και ασφάλεια ενώ απαιτούν απ’ τη μοτοσυκλέτα τους να τους μεταφέρει με την ίδια ασφάλεια και σωστή συμπεριφορά σε χωματόδρομους κάθε (σχεδόν) είδους.

Επαναλαμβάνω ότι όσοι θέλουν την Tenere για αστικό μέσο μεταφορά, έχουν κάνει λάθος επιλογή, όπως και όσοι θέλουν πιο πολύ «χώμα» στη ζωή τους. Γι’ αυτούς υπάρχει πάντα η ΧΤ 600. Η Tenere είναι για τους χιλιομετροφάγους που σκέφτονται να «ανακαλύψουν» την Ελλάδα (κι όχι μόνο). Ταξιδεύει με ασφάλεια και άνεση ενώ εκτός αυτών είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη και προσφέρει μεγάλη αυτονομία με τα 400+ χιλιόμετρα.

Η Tenere είναι λοιπόν μια ΧΤ 600 στον δικό της όμως χώρο… Αυτό νομίζω τα λέει όλα.

Ξανασχεδιασμένος ο θάλαμος καύσης και κεφαλή, κατάργηση της μανιβέλας και πλατύτερες ψύκτρες είναι τα κυριότερα στοιχεία του γνωστού κινητήρα της Yamaha. Επίσης έχει βελτιωθεί το σύστημα λίπανσης του κιβωτίων, ενώ έχουν τοποθετηθεί εξωτερικές του κινητήρα δίοδοι για το λάδι (όπως στα Honda).

ΥΠΕΡ

  • Λειτουργική σαν μοτοσυκλέτα τουρισμού
  • Ροπή κινητήρα
  • Σταθερότητα στις ψηλές ταχύτητες
  • Βελτιωμένη ψύξη κινητήρα
  • Γρασσαδόροι σε κάθε άρθρωση
  • Συναγωνίσιμη τιμή
  • Σχάρα
  • Ποδιά κινητήρα
  • Συμπεριφορά στο χώμα (για την κατηγορία της)
  • Μεγάλη αυτονομία
  • Ικανοποιητική προστασία φαίρινγκ (οδηγοί έως 1,75)
  • Αναρτήσεις
  • Καλή θέση οδήγησης για άσφαλτο και χώμα

ΚΑΤΑ

  • Απαρχαιωμένοι διακόπτες
  • Δυσπρόσιτα εργαλεία (απρόσιτα χωρίς εργαλείο…)
  • Απουσία μανιβέλας
  • Σκληρά τακάκια που χαράζουν το πίσω δισκόφρενο (ή μαλακός δίσκος…)
  • Έλλειψη σινιάλου (φώτα)
  • Φράξιμο του μπροστινού τροχού στη λάσπη
  • Βάρος
  • Ανεπαρκής προστασία φαίρινγκ (πάνω από 1,80 ύψος)
  • Λάστιχα ακατάλληλα για νερά ή λάσπες

Καινοτομίες της Tenere ’88 σε σχέση με την Tenere ’87

  • Απουσιάζει η μανιβέλα
  • Δεύτερο καρμπυρατέρ 27mm αντί 28
  • Πίσω δισκόφρενο
  • Γωνία κάστερ 27,5ο από 27,25ο
  • 30% μεγαλύτερη επιφάνεια ψυκτρών κυλίνδρου
  • Χαμηλό φτερό
  • Πλευρικά καπάκια νέα
  • Σταθερό φαίρινγκ
  • Διπλοί προβολείς
  • Νέα σχεδίαση ρεζερβουάρ και οργάνων
  • Νέα σχεδίαση κυλινδροκεφαλής και θαλάμου καύσης
  • Βελτιωμένη λίπανση συστήματος μετάδοσης
  • Ψηλότερα τοποθετημένο ψυγείο λαδιού
  • Πιο ελεύθερη εξάτμιση
  • Νέα μαρσπιέ συνεπιβάτη
  • Γρασσαδόροι σε κάθε άρθρωση και στο ψαλίδι
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                                 Yamaha XT 600 Z Tenere 1988
 
Τιμή:
887.000 Δραχμές
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.210
Ύψος (mm):
1.340
Μεταξόνιο (mm):
1.460
Απόσταση από το έδαφος (mm):
255
Ύψος σέλας (mm):
890 (μετρήσαμε 920)
Ίχνος (mm):
109
Γωνία κάστερ (˚):
27,5
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
550
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό
Πλάτος (mm):
-
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/185
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, αερόψυκτος, 1ΕΕΚ με 4 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
95 x 84
Χωρητικότητα (cc):
595
Σχέση συμπίεσης:
8,5:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
46/6.500
Ροπή (kg.m/rpm):
5,2/5.500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
77,3
Τροφοδοσία:
2 Τeikei 27mm
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με ίσια γρανάζια / 2,387:1 (74/31)
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα / 2,666:1
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,583
2α
1,588
3η
1,200
4η
0,955
5η
0,792
6η
-
 
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ (απ’ το βιβλίο κατασκευαστή)
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
Στα πρώτα 1.000 και κάθε 6.000 χιλιόμετρα
Διάκενο βαλβίδων:
Εισ. 10 Εξαγ.15
Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):
1,9/2,0
Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):
Στα πρώτα 1.000 και κάθε 6.000
Αλλαγή / καθάρισμα φίλτρου αέρα(km):
Κάθε 6.000 χιλιόμετρα
Χωρητικότητα λαδιών πιρουνιού(cm3):
537 σε κάθε καλάμι
 
Τύπος μπουζί:
NGK DPR7EA-9 ή DPR8EA-9
Διάκενο μπουζί(mm):
0,8-0,9
Τύπος λαδιών πιρουνιού:
Fork oil 10W
Τύπος υγρών φρένων:
DOT 4 (ή DOT 3)
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-100
5
72
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Μέτρα
Sec
km/h
0-400
13,99
-
ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
60-0
-
15
100-0
-
43
140-0
-
76
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
3,58
4,02
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Monocross (νέα σχεδίαση)
Διαδρομή (mm):
225
Ρυθμίσεις:
Απόσβεση επαναφοράς 5 θέσεις, προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
2,50 x 18
Ελαστικό:
460 S – 18 4PR Bridgestone Trailwing 26 ή IRC 120/80-18
Πίεση:
1 άτομο 21psi – 2 άτομα 26psi – εκτός δρόμου 14psi
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 220mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ημερήσιος / ολικός χιλιομετρητής, λυχνίες για νεκρά, φλας, μεγάλη σκάλα
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
255/41
Ρυθμίσεις:
Υποβοήθηση αέρα
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
1,60 x 21
Ελαστικό:
300S – 21 4PR Bridgestone Trailwing 25
Πίεση:
21psi – εκτός δρόμου 14psi
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 267mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
 
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ
 
1η
50,3
2α
81,3
3η
108,3
4η
136,2
5η
164,2
6η
-
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Πόλη
5,8
Ταξίδι (με 90 χ.α.ω.)
4,4
Σπορ
6,8
Ελάχιστη
3,9
Μέση:
5,6
Αυτονομία (Km):
580
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
23 / 3,1

 

Ετικέτες

Οδηγούμε τη Vespa Elettrica 2019

Δημιουργώντας απ’ την αρχή ένα είδωλο
28/2/2019

Η σύλληψη της ιδέας για τη δημιουργία ενός προϊόντος που άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων είναι ένα επίτευγμα μόνο για λίγους. Ένα τέτοιο κατόρθωμα ολοκλήρωσε ο Ιταλός μηχανικός αεροσκαφών Corradino D’ Ascanio, δημιουργώντας το πρώτο σκούτερ στην ιστορία των δίκυκλων οχημάτων, το 1946. Το έκανε για λογαριασμό της Piaggio, που το εργοστάσιο παραγωγής των πολεμικών αεροσκαφών της στην Pontedera κοντά στην Πίζα, είχε κατεδαφιστεί απ’ το βομβαρδισμό των συμμάχων κατά το Β' Π.Π. Ανήμπορος πλέον να κατασκευάζει αεροπλάνα, ο ιδιοκτήτης Enrico Piaggio αποφάσισε αντ’ αυτού να καλύψει την ανάγκη που υπήρχε για ένα προσιτό μέσο μεταφοράς στη μεταπολεμικά κατεστραμμένη Ιταλία, δημιουργώντας τη Vespa. Όσοι έχουν την διάθεση να αποκτήσουν μια πλήρη εικόνα για το πώς ο B' Π.Π. επηρέασε την Ιστορία της μοτοσυκλέτας, μπορούν να το κάνουν μέσα απ’ τα παραδείγματα της Lambretta και των Ducati και Honda. Έκτοτε, έχουν κατασκευαστεί πάνω από 16 εκατομμύρια Vespa μέχρι σήμερα και είναι διαθέσιμα προς πώληση σε 13 διαφορετικές χώρες σ’ όλη την υφήλιο. Όμως επί της ουσίας, αυτό το ιταλικό πρότυπο "γέννησε" κυριολεκτικά δισεκατομμύρια αντίτυπα, που το καθένα τους παρέχει με χαμηλό κόστος, άνεση και ελευθερία στους αναβάτες τους.

Κείμενο: Του επί δεκαετίες συνεργάτη μας, Alan Cathcart
αποστολή στην Ιταλία - φωτογραφίες Piaggio Italy

Τώρα μετά από 75 σχεδόν χρόνια απ’ τη δημιουργία της, η Vespa ανανεώθηκε ριζικά μέσω της αλλαγής της κινητήριας δύναμής της. Πλέον από βενζινοκίνητη γίνεται ηλεκτρική, σε αυτή την σημαδιακή έκδοση. Η Vespa Elettrica έκανε επίσημα το ντεμπούτο της τον περασμένο Νοέμβριο στην EICMA, παρά το γεγονός ότι η παραγωγή της είχε ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο στο εργοστάσιο της Piaggio στην Pontedera. Το κόστος απόκτησης της EV στην Ιταλία ανέρχεται στις 6.390€ συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. (22%) και η τιμή παραμένει ίδια για την Ελλάδα, παρά την αυξημένη φορολογία και τους δασμούς που εμείς επιβάλλουμε, ενώ οι επιδόσεις της ισοδυναμούν με την βενζινοκίνητη Vespa Primavera 50cc. Είναι ήδη διαθέσιμη στις αγορές της ευρωπαϊκής ένωσης και Νότιας Αμερικής, ενώ σύντομα θα είναι διαθέσιμη στην Ασία και την Αυστραλία. Τόσο κοστίζει το μεγαλύτερο και γρηγορότερο Vespa GTS300, αλλά η βασικότερη διαφορά μεταξύ τους είναι ότι το κόστος συμβίωσης της EV είναι πολύ πιο οικονομικό. Αποκτώντας την Elettrica δεν θα χρειαστείτε ποτέ να πάτε στην αντιπροσωπεία, παρά μόνο για την αλλαγή ελαστικών και φρένων. Επιπροσθέτως, η -μηδενικού κόστους συντήρησης- EV είναι και πάρα πολύ οικονομική στην οδήγηση. Η πλήρη φόρτιση της μπαταριάς ιόντων-λιθίου χωρητικότητας 4.2kWh κοστίζει μόλις ένα ευρώ -σύμφωνα με την Piaggio- αφού η 1kW στην Ιταλία έχει χρέωση 0,25€ και με την αναφερόμενη αυτονομία των 100 χιλιομέτρων, το κόστος ανά χιλιόμετρο ισοδυναμεί με 1 cent.

Ο 48V αερόψυκτος κινητήρας που βρίσκεται στον πίσω τροχό παράγει 4kW (που ισοδυναμούν με 5.36bhp) και έχει επίσης πολύ ισχυρή ροπή 200nm/20.40kgm από μηδενικές στροφές. Ως εκ τούτου η Vespa Elettrica κατατροπώνει την αδερφή της, την Primavera των 50cc, στον τομέα των επιδόσεων, της επιτάχυνσης και κυρίως στις εκκινήσεις σ’ ανηφόρα. Παρ’ όλα αυτά, η τελική της ταχύτητα στο Power mode είναι περιορισμένη στα 45km/h λόγω της ιταλικής νομοθεσίας, ενώ στο Eco περιορίζεται στα 30km/h, παρέχοντας όμως μια πιο προοδευτική επιτάχυνση. Η Elettrica εκπλήσσει με το πλεονέκτημά της, καθώς το βάρος της ανέρχεται στα 102 (σταθερά και αμετάβλητα) κιλά και είναι ελαφρύτερη συγκριτικά με το βάρος της Primavera 50 φτάνει τα 112 (με υγρά, χωρίς καύσιμο) κιλά. Φρενάρει μ’ έναν υδραυλικά ελεγχόμενο δίσκο 200mm μπροστά και μ’ ένα ταμπούρο 140mm στην πίσω ζάντα των 11 ιντσών. Οι διαστάσεις του πίσω τροχού έχουν μικρύνει απ’ τις 12 ίντσες που ήταν, παρέχοντας τον επιπλέον απαραίτητο χώρο κάτω απ’ τη σέλα, που μπορεί να φιλοξενήσει ένα jet κράνος. Τα ειδικά κατασκευασμένα Pirelli Angel Scooter που υπάρχουν στις ζάντες με προφίλ τριών ιντσών, έχουν διαστάσεις 110/70-12 μπροστά και 120/70-11 πίσω και οι αναρτήσεις λειτουργούν ομαλά με το αμορτισέρ στο μονόμπρατσο πιρούνι μπροστά και το μονό αμορτισέρ πίσω.

Στο σχετικά χαμηλό βάρος συμπεριλαμβάνεται και η μπαταρία των 86Ah που είναι τοποθετημένη χαμηλά και μπροστά απ’ τον πίσω τροχό, μέσα στο ατσάλινο monocoque πλαίσιο της E-Vespa που είναι ίδιο μ’ αυτό της Primavera 50. Στην προκειμένη περίπτωση, το πλαίσιο είναι πιο άκαμπτο λόγω της βάσης της μπαταρίας και καλύπτεται με το ίδιο λεπτεπίλεπτο αλλά αυθεντικό στυλ που υπάρχει στην κλασσική Vespa όπως και στην Primavera. Όμως εδώ, έχουμε μια πιο φρέσκια και σικάτη εμφάνιση που προέκυψε απ’ την ιδέα του Marco Lambri  -διευθυντή του σχεδιαστικού κέντρου της Piaggio- να βάψει την Elettrica με μεταλλικό γκρι χρώμα με τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε έξι χρώματα – μπλε, κίτρινο, πράσινο, χρώμιο, ανθρακί και μαύρο – για τις γρίλιες του πλαισίου, την περίμετρο των ζαντών και το κορδόνι της σέλας.

Ο MarcoLambri είναι ο υπεύθυνος για την σικάτη εμφάνιση της Elettrica
 

Η μπαταρία της Elettrica είναι κατασκευασμένη απ’ την Piaggio, χρησιμοποιώντας τις κυλινδρικές κυψέλες ιόντων-λιθίου 18650 της LG που εισάγονται απ’ την Κορέα. Ο ίδιος τύπος μπαταριών υπάρχει παντού, από laptops μέχρι και smartphones. Ο κινητήρας είναι κατασκευασμένος απ’ την Piaggio κι έχει σχεδιαστεί απ’ τον Lucchi που εδράζεται στο Rimini και η τελική μετάδοση γίνεται άμεσα στον πίσω τροχό χωρίς ιμάντα. Η Piaggio υποστηρίζει πως οι ιδιότητες της μπαταρίας παραμένουν αμετάβλητες για τους πρώτους 1.000 κύκλους επαναφορτίσεων, που αναλογούν σε 50.000 με 70.000 χιλιόμετρα και περίπου 10 χρόνια χρήσης ενός οχήματος που προορίζεται για αστική μετακίνηση. Ακόμη και μετά απ’ αυτούς, η μπαταριά διατηρεί αξιοποιήσιμο το 80% των χαρακτηριστικών της. Το κλειδί (τηλεχειριστήριο βασικά) επίσης, σχεδιάστηκε απ’ την Piaggio και κατασκευάζεται στην Ιταλία! Πριν τη δοκιμή της Vespa Elettrica, ταξίδεψα στα κεντρικά της Piaggio στην Pontedera, για να συναντήσω τον Antonio Cappellini – διευθυντή το τμήματος ανάπτυξης των προϊόντων της - που με βάσει τα λεγόμενά του, το τηλεχειριστήριο είχε ιδιαίτερη βαρύτητα κατά τη δημιουργία της. Η δοκιμή πραγματοποιήθηκε μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα, μέσω μιας απολαυστικής δίωρης βόλτας στους δρόμους κοντά στον Πύργο της Πίζας, όπου και μοιραία βρεθήκαμε. Έπρεπε να το πω, δεν έπρεπε;

Η μέγιστη ονομαστική αυτονομία της Vespa Elettrica ανέρχεται στα 100 χιλιόμετρα με μεικτή χρήση σε αστικό περιβάλλον, για το οποίο άλλωστε σχεδιάστηκε και 80Km για το απίθανο αλλά θεωρητικό σενάριο που το γκάζι παραμένει τέρμα ανοιχτό καθ’ όλη τη διάρκεια της χρήσης. Ο χρόνος επαναφόρτισης από 0% έως 100% είναι τέσσερις ώρες –όπως αναφέρουν- και γίνεται μέσω του ενσωματωμένου καλωδίου που βρίσκεται κάτω απ’ τη σέλα. Μπορεί να συνδεθεί σε μια πρίζα τάσεως 220V ή σ’ έναν κατάλληλο σταθμό φόρτισης. Εκτός αυτού υπάρχει και η δυνατότητα επαναφόρτισης δύο σταδίων (KERS Kinetic Energy Recovery System), που φορτίζει τη μπαταρία κατά τη διάρκεια της επιβράδυνσης και του φρεναρίσματος. Όμως τον ερχόμενο Ιούλιο, η Piaggio σχεδιάζει το λανσάρισμα της Elettrica X, μιας υβριδικής έκδοσης που θα έχει τη διπλάσια αυτονομία, φτάνοντας τα 200 χιλιόμετρα ή περισσότερα. Αυτό θα γίνει με τον εφοδιασμό του ίδιου ηλεκτρικού αερόψυκτου κινητήρα (χωρίς ψύκτρες) μ’ έναν τετράχρονο αερόψυκτο διβάλβιδο κινητήρα 100 κυβικών με ιμάντα για την κίνηση του εκκεντροφόρου.

Στο τέλος του άρθρου ακολουθεί πλούσιο και αναλυτικό gallery με φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης

Το ρεζερβουάρ θα είναι τριών λίτρων και όπως υποστηρίζει ο Cappellini, ο κινητήρας θα λειτουργεί μέχρι τις 2.800 στροφές επαναφορτίζοντας την μπαταρία και αυξάνοντας την αυτονομία. “Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε πως δεν πρόκειται για ένα πραγματικό υβριδικό όχημα, καθώς ο κινητήρας εσωτερικής καύσης έχει το ρόλο του ενισχυτή αυτονομίας – εξ ου και η ονομασία X” τόνισε. “Η ηλεκτροκίνηση διατηρείται συνεχώς αυτό εννοούμε με το X, αλλά ο κινητήρας εσωτερικής καύσης έχει συμπληρωματικό ρόλο επαναφορτίζοντας την μπαταρία όταν η τάση πέφτει κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο”. Αυτό εξασφαλίζει πως οι αναβάτες της Elettrica X θα έχουν πρόσβαση σε περιοχές όπως τα κέντρα των ιστορικών πόλεων που απαγορεύεται η κυκλοφορία των συμβατικών οχημάτων – συμπεριλαμβανομένων και όσων είναι υβριδικά όπως το Toyota Prius που μπορεί να λειτουργήσει είτε μόνο με ηλεκτρισμό είτε μόνο με βενζίνη βάσει της επιθυμίας του οδηγού – αλλά παραμένουν προσβάσιμα στα 100% ηλεκτρικά οχήματα, συμπεριλαμβανομένων των σειριακών υβριδικών όπως η Elettrica X που δεν μπορεί να πάρει άμεσα κίνηση απ’ τον κινητήρα εσωτερικής καύσης.

Στην Elettrica X ο αποθηκευτικός χώρος θα παραμείνει ίδιος με της Primavera -που αποτελούσε βασικό στοιχείο στο σχεδιασμό της- επιτρέποντας την τοποθέτηση ενός Jet κράνους. Βάσει των λεγόμενων του Cappellini “Η πραγματική έναρξη του project για τον νέο ηλεκτρικό κινητήρα της Piaggio ξεκίνησε στα τέλη του 2016 μετά από ένα ταξίδι που κάναμε στην Κίνα και κατά τη διάρκειά του παρατηρήσαμε την κυριαρχία των ηλεκτρικών δίκυκλων.” και συνέχισε λέγοντας: “Φυσικά, στην Piaggio είχαμε ήδη κάποια εμπειρία σ’ αυτό τον τομέα απ’ την δημιουργία του υβριδικού MP3 που κατασκευάσαμε το 2009, αν και πιθανότατα να ήταν πολύ μπροστά για την εποχή του λόγω του ψεκασμού ride by wire και την τεχνολογικά ανώτερη μπαταρία λιθίου. Αλλά τότε αναπτύξαμε το 100% ηλεκτρικό ταχυδρομικό Liberty για την Posta Italiana Η Piaggio κατασκεύασε πάνω από 20.000 ταχυδρομικά Liberty απ’ το 2012 κι έπειτα, που πουλήθηκαν και στα ταχυδρομεία της Αυστρίας και Τσεχίας. Από εκείνο το σημείο μέχρι την παραγωγή της Vespa Elettrica ήταν ένα μεγάλο βήμα, επειδή η Vespa είναι πάρα πολύ ξεχωριστή. Αν και είχαμε την εμπειρία απ’ την κατασκευή των ταχυδρομικών Liberty και MP3 Hybrid, για την Elettrica έπρεπε να ξεκινήσουμε απ’ το μηδέν, σχεδιάζοντας τα πάντα από λευκό χαρτί – τη μπαταρία, τον κινητήρα και ιδίως το κλειδί. Ο σχεδιασμός του κλειδιού ήταν συμπληρωματικός απ’ την απόφασή μας που ήταν επιτακτικό να έχουμε χώρο για το κράνος κάτω απ’ τη σέλα, κι όλα τ’ άλλα προήλθαν απ’ αυτό. Τότε στην έκδοση Χ, επανασχεδιάσαμε την μπαταρία ώστε να έχουμε τον απαραίτητο χώρο για τον τετράχρονο κινητήρα, με αντίτιμο τη χρήση μιας μικρότερης μπαταρίας –του μισού μεγέθους- με λιγότερη αυτονομία, αλλά την οποία ο κινητήρα εσωτερικής καύσης θα μπορεί να επαναφορτίσει παρέχοντας τελικά τη διπλάσια αυτονομία απ’ αυτή του τελείως ηλεκτρικού μοντέλου”. Χωρίς τη συμβολή του κινητήρα εσωτερικής καύσης η μικρότερη μπαταρία έχει αυτονομία μόλις 50 χιλιόμετρα, αλλά η γεννήτρια προσθέτει άλλα 150, φτάνοντας τα 200 και κάνοντας την Vespa Elettrica X πιο εύχρηστη.

Καβαλώντας την Elettrica για την τσάρκα μου στην Πίζα διαπίστωσα πως μου προσφέρει μια κλασσική θέση όπως οι άλλες Vespa. Η σέλα είναι άνετη με το ύψος της να φτάνει τα 790mm. Η ποδιά παρέχει άπλετο χώρο για να βάζω τα πόδια μου, φοράω νούμερο 43. Αν και έχει μαρσπιέ και χειρολαβή για τον συνεπιβάτη, το ποσοστό της σέλας που του αναλογεί είναι ελάχιστο και το προστιθέμενο βάρος θα μειώσει άμεσα τις επιδόσεις. Για να τη βάλεις μπροστά, γυρνάς το κλειδί και η όμορφη έγχρωμη TFT οθόνη των 4,3 ιντσών ενεργοποιείται. Ο διακόπτης βρίσκεται μπροστά απ’ το δεξί σου γόνατο, λίγο πιο πάνω απ’ το ντουλαπάκι της ποδιάς που κλειδώνει και μέσα του υπάρχει θύρα USB για τη φόρτιση του κινητού. Οι ενδείξεις της οθόνης είναι πάντοτε ευανάγνωστες χάρη στον αισθητήρα που προσαρμόζει την ταπετσαρία της οθόνης και το χρώμα των χαρακτήρων βάσει της φωτεινότητας του περιβάλλοντος (υπάρχουν modes για τη μέρα και τη νύχτα) και έχει τέσσερα επίπεδα φωτεινότητας. Κεντρικά της οθόνης υπάρχουν οι ενδείξεις για ταχύτητα, επιλεγμένο riding mode, αυτονομία χιλιομέτρων και στάθμη της μπαταρίας. Η οποία είναι πολύ μικρή ενώ θα ‘πρεπε να είναι ΠΟΛΥ μεγαλύτερη απ’ τη στιγμή που είναι το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να βλέπεις οδηγώντας την EV. Στο πλάι εμφανίζεται το ποσοστό της δύναμης που χρησιμοποιείται και η ενέργεια που καταναλώνεται ή αναπληρώνεται κατά την οδήγηση. Χρησιμοποιώντας την εφαρμογή Vespa στο smartphone και συνδέοντάς το μέσω Bluetooth με την Elettrica μπορείς να εκμεταλλευτείς πλήρως τις δυνατότητες της TFT οθόνης βλέποντας τις εισερχόμενες κλήσεις και μηνύματα, την διάρκεια και απόσταση της διαδρομής, τη φόρτιση της μπαταρίας επί τοις εκατό, τα στατιστικά των τελευταίων 30 διαδρομών, πόσους κύκλους επαναφόρτισης έχουν γίνει και πολλά άλλα. Η εφαρμογή σου επιτρέπει επίσης μέσω των διακοπτών των χειριστηρίων να απαντήσεις σε κλήσεις και να χρησιμοποιήσεις τις φωνητικές εντολές του smartphone είτε για να βάλεις μουσική είτε για να πάρεις τηλέφωνο. Αλλά για να έχεις πρόσβαση σ’ αυτές τις λειτουργείες εν κινήσει μέσω του MODE joystick που υπάρχει στους δεξιούς διακόπτες, θα πρέπει να αγοράσεις το Jet κράνος με τα ενσωματωμένα ακουστικά και την Bluetooth ενδοεπικοινωνία που υπάρχει στον κατάλογο των αξεσουάρ της Vespa Elettrica.

Για να ξεκλειδώσεις το E-system, πρέπει να πιέσεις το μεσαίο κουμπί στους δεξιούς διακόπτες και να περιμένεις μέχρι να ανάψει το Ready στην πάνω δεξιά γωνία της οθόνης, τότε ανοίγεις το γκάζι και φεύγεις. Μπορείς να πατήσεις εν κινήσει το κουμπί Mode που βρίσκεται στην ίδια πλευρά, και να επιλέξεις μεταξύ του Power και Eco ή αν είσαι σταματημένος να επιλέξεις την όπισθεν. Ακόμη και με το χαμηλό βάρος, της σχετικά μικροσκοπικής E-Vespa είναι μια άνεση που δεν πρέπει να υποτιμάται, ιδίως όταν κάνεις όπισθεν απ’ το χώρο στάθμευσης. Αλλά πιθανότατα λόγω των περιοριστικών νομοθεσιών της Ε.Ε. δεν μπορείς να περιστρέψεις ανάποδα τη γκαζιέρα πέραν του σημείου που είναι τελείως κλειστή, όπως γινόταν στο πρώτο ηλεκτρικό σκούτερ της Vectrix το 2006, όταν ήθελες να κάνεις όπισθεν, αντ’ αυτού θα πρέπει να μπεις στην πολύπλοκη διαδικασία αλλάζοντας modes. Κρίμα – αλλά και πάλι αξίζει τον κόπο.

Η επιτάχυνση σε οποιοδήποτε απ’ τα modes (Eco και Power) είναι σπυρτόζικη – και σίγουρα συγκρίσιμη με της Primavera 50 που οδηγούσε ενθουσιασμένα μια νέα γυναίκα και σίγουρα ελαφρύτερη από μένα όταν βρεθήκαμε δίπλα-δίπλα, στα φανάρια των δρόμων της Πίζας. Όταν το φανάρι έγινε πράσινο μου ξέφυγε για ελάχιστα μέτρα στην απόσταση των 100 που διανύσαμε (και δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο να μην γυρίσει χαιρετώντας με την ώρα που με πέρασε!), αφού ακόμη και στο Power ο ρυθμός επιτάχυνσης της E-Vespa μειώνεται πάνω απ’ τα 30km/h. Όμως συνεχίζει να επιταχύνει – απλά όχι τόσο έντονα όπως πριν – μέχρι που έφτασε τα 52km/h σε επίπεδο δρόμο, που είναι το μέγιστο όριο στην ιταλική αγορά – η έκδοση για την αμερικάνικη αγορά μπορεί να πηγαίνει πιο γρήγορα. Στο Eco επιταχύνει ελαφρώς λιγότερο, αλλά αρνείται να πάει γρηγορότερα απ’ τα αναγραφόμενα 30km/h. Οι αναβάτες της Elettrica –elettricatisti;! – θα προβληματιστούν για το αν θα μπορέσουν να συμβαδίσουν με τη ροή της κίνησης μέσα στην πόλη, χρησιμοποιώντας το Eco, αλλά είναι εύκολο να αλλάξουν γρήγορα στο Power αν χρειαστεί.

Επιπροσθέτως, η κύλιση γίνεται τελείως αθόρυβα, χωρίς την ύπαρξη αλυσίδας ή ιμάντα μετάδοσης να παράγουν θορύβους. Ούτε το βουητό απ’ τα γρανάζια της μετάδοσης δεν ακούγεται που μεταφέρουν την κίνηση απ’ τον κινητήρα στον πίσω τροχό. Ένα πολύ μικρό ποσοστό φασαρίας δημιουργείται απ’ τα ελαστικά, αλλά είναι τόσο λίγο που θα πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για τους πεζούς που θα πεταχτούν μπροστά σου χωρίς να έχουν ελέγξει το δρόμο, -έχοντας συνήθως το κινητό κολλημένο στ’ αυτί- επειδή δεν σε άκουσαν. Ειδικότερα, αυτό συνέβη στο κέντρο της Πίζας με τους αρχαίους δρόμους και τις πλακόστρωτες πλατείες, γι’ αυτό θα πρέπει να είσαι σε ετοιμότητα να πατήσεις τα φρένα. Ευτυχώς αυτά δουλεύουν πολύ καλά, ιδίως το μηχανικό ταμπούρο που ενεργοποιείται απ’ την αριστερή μανέτα, αλλά πρέπει να γνωρίζεις πως δεν έχουν ABS καθώς η Elettrica υπάγεται στην κατηγορία των 50 κυβικών και δεν είναι υποχρεωτικό βάσει της Ε.Ε. Αλλά φυσικά, έχεις διαθέσιμη την ανακτώμενη ενέργεια απ’ το φρενάρισμα προς όφελός σου, που εμφανίζεται στην οθόνη και μπορεί να ρυθμιστεί βάσει της αρεσκείας σου. Όμως, η υπερβολική ανάκτηση μπορεί να λειτουργήσει αντιπαραγωγικά, επειδή σε σταματά απ’ το να διατηρήσεις την ταχύτητά σου μέσα στην στροφή. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να επιταχύνεις ξανά για να ανακτήσεις το ρυθμό σου – χρησιμοποιώντας άσκοπα τα αποθέματα της αποθηκευμένης ενέργειας.

Οι μικροί τροχοί της Elettrica δεν σου προσφέρουν ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στις στροφές ανεξαρτήτως της ταχύτητας, αλλά η άριστη ελεγχόμενη απόκριση του γκαζιού σου επιτρέπει να ορίζεις την κατεύθυνσή της με ακρίβεια. Οι αναρτήσεις μου φάνηκαν εκπληκτικά καλές στο πλακόστρωτο ή τα εξογκώματα και τις λακκούβες του αστικού περιβάλλοντος. Η EV δεν τρανταζόταν περνώντας απ’ τις γραμμές του τραμ ή άλλα παρεμφερή εμπόδια, και η ποιότητα κύλισης ήταν πολύ καλή για αυτό που αντιπροσωπεύει παρέχοντας τα βασικά στη μετακίνηση παρά τις τεχνολογίες που υιοθετεί. Αν και έχει μικρές διαστάσεις, η Elettrica είναι πολύ σταθερή και σε γεμίζει όταν την οδηγείς, με το εξαιρετικό φινίρισμα και την αίσθηση της ποιότητας που απορρέει, ιδίως όταν συγκριθεί με τα υπερτιμημένα κινέζικα ηλεκτρικά σκούτερ που υπάρχουν στη δυτική αγορά. Το βάρος που είναι χαμηλά τοποθετημένο λόγω της θέσης του κινητήρα και της μπαταρίας βοηθά στην σταθερότητα. Το μοναδικό παράπονο που είχα - εκτός του μικρού μεγέθους της ένδειξης της υπολειπόμενης μπαταρίας - μετά από 40 χιλιόμετρα που κινούμουν σαν αίλουρος τελείως αθόρυβα στην Πίζα, ήταν πως είναι πολύ εύκολο να πατήσεις την κόρνα όταν θες να απενεργοποιήσεις το φλας, και είναι κρίμα που τα φλας δεν είναι ακόμη αυτόματα. Βέβαια αυτό είναι ψύλλος στ’ άχυρα, μπροστά σε μια πολύ καλή πρόταση της εταιρείας που εφηύρε τα σκούτερ όλα αυτά τα χρόνια - και τώρα με την Elettrica το ξανάκανε για την εισαγωγή της στην αγορά των ηλεκτρικών. Και αυτό είναι μόνο η αρχή…

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                             

Αντιπρόσωπος:
Piaggio Hellas A.E.
Τιμή:
6.390€
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
1.870
Ύψος (mm):
-
Μεταξόνιο (mm):
1.350
Απόσταση από το έδαφος (mm):
-
Ύψος σέλας (mm):
790
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο monocoque
Πλάτος (mm):
735
Βάρος κατασκευαστή (kg):
102
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Ηλεκτρικός, αερόψυκτος, χωρίς ψύκτρες με σύστημα ανάκτησης ενέργειας KERS (Kinetic Energy Recovery System) δύο σταδίων
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
5,4
Ροπή (kg.m/rpm):
20,40
Μπαταρία:
Ιόντων λιθίου χωρητικότητας 4,2kWh, 48V και 86Ah
Φορτιστής:
Ενσωματωμένος κάτω απ’ τη σέλα που συνδέεται με κανονική πρίζα
Χρόνος φόρτισης:
4 ώρες
 
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
5,4
5,4
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Μονό αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
-
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Χυτή αλουμινίου 3,00x 11
Ελαστικό:
120/70-11
ΦΡΕΝΟ
Μηχανικά ρυθμιζόμενο ταμπούρο διαμέτρου 140mm
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Έγχρωμη TFT οθόνη 4,3 ιντσών με ενδείξεις για ταχύτητα, riding mode, αυτονομία χιλιομέτρων, στάθμη μπαταρίας, ποσοστού δύναμης που χρησιμοποιείται, ενέργεια που καταναλώνεται ή αναπληρώνεται κατά την οδήγηση. Σύστημα συνδεσιμότητας με smartphone, τρία riding mode (Power, Eco, όπισθεν) και σύστημα ανακτώμενης ενέργειας KERS (Kinetic Energy Recovery System)
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Μονόμπρατσο πιρούνι με ελικοειδές ελατήριο
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
-/-
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Χυτή αλουμινίου
Ελαστικό:
110/70-12
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 200mm με δαγκάνα ενός εμβόλου