Kawasaki Z400: To 750 του σήμερα

Όταν η οικονομία αλλάζει τις κατηγορίες
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

31/5/2019

Μόλις επιστρέψαμε πίσω στην αντιπροσωπεία το καινούριο Z 400 μετά από την επταήμερη συμβίωση μαζί του. Φυσικά το μετρήσαμε και το δυναμομετρήσαμε και στο τεστ που θα δημοσιεύσουμε στο προσεχές τεύχος του ΜΟΤΟ θα αναλύσουμε λεπτομερώς κάθε πτυχή των δυνατοτήτων του.

Μέχρι τότε όμως μπορούμε να πούμε δύο λόγια για την συνολική εικόνα που αποκομίσαμε και κυρίως για την θέση που έχει πλέον αυτή η μοτοσυκλέτα μέσα στην νέα ελληνική πραγματικότητα. Το Z 400 είναι κάτι παραπάνω από μια γυμνή έκδοση του supersport Ninja 400, το οποίο θυμίζουμε πως κέρδισε στον πρώτο αγώνα που συμμετείχε στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ταχύτητας πέρσι, στα χέρια του νεαρού Παπανικολάου.  

Το Z 400 έχει πλέον αναλάβει το ρόλο που είχε το Z 750 τις “παλιές, καλές εποχές”. Όπως εκείνη η μοτοσυκλέτα της Kawasaki, έτσι και το νέο Z 400 απευθύνεται σε νέους αναβάτες που θέλουν να αποκτήσουν την πρώτη τους “μεγάλη” μοτοσυκλέτα. Αναλογικά κοστίζει τα ίδια λεφτά, αν λάβουμε υπόψη μας τις μειώσεις των μισθών μετά την οικονομική κρίση.

Οπότε το ερώτημα είναι αν μπορεί με τους μισούς κυλίνδρους και τα σχεδόν μισά κυβικά να προσφέρει στον αναβάτη του ό,τι προσέφερε το Z 750. Η απάντηση είναι ένα απόλυτο ΝΑΙ. Στο κοντέρ ξεπερνά εύκολα τα 170 km/h που για την κατηγορία των γυμνών μοτοσυκλετών είναι  συνήθως η μέγιστη ταχύτητα ταξιδιού που μπορεί να αντέξει ο σβέρκος σου. Το μέγεθός του είναι σαφώς πιο ογκώδες από εκείνο των 250-300 κυβικών και κάνει αισθητή την παρουσία του όταν το παρκάρεις μπροστά στην καφετέρια. Σίγουρα ο ήχος του δικύλινδρου κινητήρα δεν έχει την γοητεία του τετρακύλινδρου, αλλά έχουμε ακούσει αυτόν τον δικύλινδρο κινητήρα με ελεύθερη εξάτμιση και αποκτά μια ιδιαίτερα άγρια χροιά μετά τις 6000 στροφές. Οι “φουσκωμένες” εξωτερικές διαστάσεις προσφέρουν και περισσότερους χώρους για δύο άτομα. Προφανώς το Z 400 δεν είναι υπόδειγμα άνεσης για δύο άτομα λόγω της δίπατης σέλας, όμως για βόλτες μέσα στην πόλη και εντός νομού, δεν είναι ανυπόφορο για δύο άτομα. Άλλωστε το ίδιο ακριβώς επίπεδο άνεσης είχε και το Z 750, κάτι που καθόριζε συνολικά και το πεδίο δράσης και χρήσης του.

Μακάρι να πέσει η ανεργία στους νέους και οι τράπεζες να αρχίσουν να δίνουν πιο εύκολα δάνεια ώστε να αγοράζουμε Ζ 900, όμως όσο η κατάσταση παραμένει ως έχει, το Z 400 μπορεί να παίξει το ρόλο που είχε πριν μερικά χρόνια του Ζ 750.

Δοκιμή: Brixton BX 125 X – Ένα scrambler με τιμή παπιού

Όταν το φτηνό δεν είναι βαρετό
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/6/2019

Κατανοούμε την περιρρέουσα μιζέρια που έχει καταβάλλει το ηθικό των ελλήνων μοτοσυκλετιστών μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Από εκεί που σε έπαιρναν δέκα τηλέφωνα την ημέρα οι τράπεζες να σου δώσουν (δανεικά…) όσα λεφτά ήθελες, τώρα σε παίρνουν οι εισπρακτικές και σου ζητάνε όσα λεφτά τους λείπουν. Επί μια δεκαετία άλλαζες τις μοτοσυκλέτες σαν τα πουκάμισα και δεν καταδεχόσουν να φανταστείς τον εαυτό σου να οδηγεί οτιδήποτε είχε κάτω από 500 κυβικά. Μεγαλεία!

Η φούσκα όμως έσπασε και τώρα πρέπει να δεις τι θα πάρεις με μέγιστο όριο προϋπολογισμού τα 3.000€. Παπί ή scooter;

Γιατί ρε φίλε, σου κακοπέφτει μια μοτοσυκλέτα με τα ίδια κυβικά, τις ίδιες (και καλύτερες…) επιδόσεις και στα ίδια χρήματα; Μια μοτοσυκλέτα που θα έχει ακριβώς το ίδιο κόστος χρήσης με ένα παπί, αλλά θα προσφέρει περισσότερη ασφάλεια και καλύτερη άνεση; Μα οι μικρές και φτηνές μοτοσυκλέτες είναι μίζερες σε εμφάνιση, θα μας πεις. Σωστός εν μέρει, αλλά τα τελευταία χρόνια υπάρχουν εξαιρέσεις και μία από αυτές είναι η περίπτωση της Brixton. Πρόκειται για μια εταιρεία που έχει έδρα την Αυστρία και όραμά της είναι να προσφέρει φτηνές, μικρές μοτοσυκλέτες που να εναρμονίζονται με τα ευρωπαϊκά γούστα. Πατώντας πάνω στη μόδα των neo-retro, σχεδίασε την σειρά των BX 125, τα οποία κατασκευάζει στην Κίνα. Πριν δύο χρόνια είχαμε οδηγήσει το πρώτο BX 125 των 2.589€, το οποίο κατάφερε να γίνει αμέσως ένα από τα αγαπημένα μας 125.

Ο αερόψυκτος κινητήρας του βγάζει σχεδόν 8 πραγματικούς ίππους στον πίσω τροχό και με τη βοήθεια του σωστά κλιμακωμένου κιβωτίου ταχυτήτων των πέντε σχέσεων, είχε καλύτερες επιδόσεις από τα αερόψυκτα παπιά των 125 κυβικών και στον ανοιχτό δρόμο έπιανε την ίδια τελική με τα υγρόψυκτα scooter των 125 κυβικών. Τα led φώτα εμπρός-πίσω και οι δεκάδες καλόγουστες σχεδιαστικές λεπτομέρειες, του χάριζαν προσωπικότητα και στιλ, που δεν είχε κανένα άλλο μοτοσυκλετάκι σε αυτά τα χρήματα. Τους λόγους που το βάλαμε στη λίστα με τα αγαπημένα μας 125, τους θυμηθήκαμε ξανά αυτές τις μέρες, έχοντας στα χέρια μας το BX 125 Χ των 2.789ε. Πρόκειται για την Off-road έκδοση της σειράς των BX 125, διαθέτοντας τρακτερωτά ελαστικά και φαρδύ τιμόνι με μπάρα. Εμφανισιακά διαφέρει επίσης από το μικρό μασκάκι με την προστατευτική σήτα στον προβολέα, καθώς και από το χακί ματ (ή μαύρο ματ) μονόχρωμο βάψιμό του αντί της διχρωμίας. Αυτό που δεν φαίνεται, είναι πως η έκδοση Χ έχει πιο “ανθεκτικά” πίσω αμορτισέρ για να μην τερματίζουν όταν θα κάνεις… άλματα στο χώμα!!!!  

Η αρχική μας προσέγγιση στην έκδοση Χ δεν ήταν τόσο ενθουσιώδης, διότι ξέρουμε πολύ καλά πως τα τρακτερωτά ελαστικά είναι η συνταγή για να καταστρέψεις τη συμπεριφορά μιας μοτοσυκλέτας στην άσφαλτο. Σε αυτή την περίπτωση όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το BX 125, έτσι κι αλλιώς δεν ήταν υπόδειγμα σπορ στησίματος λόγω του κοντού μεταξονίου και της μεγάλης γωνίας κάστερ. Όμως φαίνεται πως το μεγαλύτερο προφίλ και η πιο ομαλή κορώνα των συγκεκριμένων ελαστικών της έκδοσης Χ σε σχέση με τη βασική έκδοση του BX 125, είχαν θετικό αντίκτυπο στη συμπεριφορά του. Γενικά το Χ είναι πιο ομαλό στο αρχικό πλάγιασμα στην είσοδο της στροφής, σε σχέση με το BX 125 που είχαμε κάνει τεστ πριν δύο χρόνια. Επίσης το ψηλότερο και φαρδύτερο τιμόνι, αλλάζει την εργονομία της θέσης οδήγησης, κάνοντάς την πιο όρθια και πιο… αρχοντική!

Το κακό είναι πως η μπάρα που έχει στη μέση είναι afterthought και κρύβει τις ψηφιακές ενδείξεις του οργάνου, δηλαδή της ταχύτητας και του ρεζερβουάρ. Πρέπει να σκύψεις ή να τεντώσεις το κεφάλι σου (ανάλογα το σωματικό σου ύψος) για να δεις τις – έτσι κι αλλιώς – λιλιπούτιες ενδείξεις του. Βέβαια με την μικρή κατανάλωση που κυμαίνεται μεταξύ 3,5-4,5 λίτρων για κάθε 100 χιλιόμετρα οδήγησης με τέρμα ανοιχτό το γκάζι και το τεράστιο ρεζερβουάρ των 16 λίτρων, θα περάσουν μήνες μέχρι να χρειαστεί να του ξαναβάλεις βενζίνη αν το γεμίσεις. Όσο για την αδυναμία να δεις εύκολα το κοντέρ, ούτε αυτό είναι πρόβλημα για να ανησυχείς μη τυχόν και πάρεις κλήση για υπερβολική ταχύτητα…

Βέβαια το BX 125 X έχει ατελείωτο γκάζι. Όχι με την έννοια της δύναμης του κινητήρα, αλλά με την έννοια της διαδρομής της γκαζιέρας. Προφανώς αστειευόμαστε με τις επιδόσεις του BX 125 X, όμως όσοι έχουν δώσει τα ίδια χρήματα για να πάρουν παπί, καλά θα κάνουν να μην γελάνε, διότι το BX 125 X μπορεί να τους κάνει πλάκα στην ευθεία και ΠΟΛΥ χοντρή πλάκα στις ανηφόρες, ειδικά αν η κόντρα γίνει με δύο άτομα στη σέλα.

Εννοείται πως στο Brixton κάθονται πολύ πιο άνετα δύο άτομα σε σχέση με τα παπιά, ειδικά αν μιλάμε για τα καινούρια τα σπορ παπιά. Τα πιο “ενισχυμένα” πίσω αμορτισέρ (όπως τα χαρακτηρίζει η Brixton χωρίς να μας λέει ακριβώς τι εννοεί) δεν τερματίζουν εύκολα, όμως είναι λίγο “στεγνά” σε αποσβέσεις, όπως και το πιρούνι που δεν διακρίνεται για την προοδευτική βύθισή του. Ακόμα κι έτσι πάντως, το BX 125 X είναι πιο άνετο από το μεγαλύτερη ποσοστό των παπιών και των scooter της κατηγορίας των 125cc.

Τώρα αν θέλουμε να πούμε και δύο λόγια για τις… Off-Road δυνατότητες του X, δυστυχώς η κουβέντα σταματάει στην ύπαρξη του συστήματος των συνδυασμένων φρένων εμπρός-πίσω. Καθώς όταν πατάς το πίσω φρένο ταυτόχρονα ενεργοποιείται και το εμπρός, είναι πολύ εύκολo να μπλοκάρει ο εμπρός τροχός σε σαθρό έδαφος, ειδικά σε απότομες κατηφόρες. Για να κάνεις όμως βόλτα στο χώμα είναι μια χαρά και σίγουρα δεν θα σκορπίσει, ούτε θα ξεφουσκώσουν τα λάστιχά του αν περάσει πάνω από πέτρες, όπως συμβαίνει με τα scooter και τα παπιά. Σίγουρα το BX 125 X είναι μια άριστη επιλογή για όσους μένουν στην επαρχία και θέλουν την ευκολία συντήρησης με απλά εργαλεία του αερόψυκτου κινητήρα, αλλά και αντοχή για να οδηγούν τακτικά στους τοπικούς χωματόδρομους. Κι όλα αυτά με νεοκλασικό στιλ!