Πολλές φορές η Honda δεν ακολουθεί την πεπατημένη οδό και παρουσιάζει μοντέλα που είναι δύσκολο να ταξινομηθούν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Το X-ADV 750 είναι σίγουρα ένα μοντέλο που έχει δική του οντότητα και θα μπορούσαμε να πούμε πως διαθέτει μια ανατρεπτική φιλοσοφία σχεδιασμού η οποία – όπως είναι φυσικό σε αυτές τις περιπτώσεις – δημιούργησε από την αρχή ποικίλες και διαμετρικά αντίθετες αντιδράσεις. Το μόνο κοινό χαρακτηριστικό αυτών των αντιδράσεων ήταν η… ακρότητά τους.
Ο κόσμος είτε το λατρεύει, είτε το μισεί και σε αυτό έβαλε το χέρι της και η ίδια η Honda λέγοντας πως “δεν είναι scooter”, χτυπώντας το ευαίσθητο σημείο των “φανατικών” μοτοσυκλετιστών.
Το σίγουρο είναι πως η εμπορική του πορεία στην Ευρώπη είναι θαυμάσια και απόδειξη γι' αυτό είναι πως η Honda επένδυσε πολύ χρόνο και χρήματα για την βελτίωση και εξέλιξη του νέο μοντέλου για το 2021. Όμως, παρά το γεγονός πως το X-ADV “δεν είναι scooter”, έχει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά ενός mega-scooter, όπως η αυτόματη μετάδοση, η προστατευτική ποδιά και τον μεγάλο αποθηκευτικό χώρο κάτω από την σέλα.
Δίπλα του το Integra 750 έμοιαζε στο μάτι “πιο scooter” απ’ ότι το X-ADV λόγω της συμβατικής εμφάνισης, όμως στα τεχνικά χαρακτηριστικά ήταν “πιο μοτοσυκλέτα”, αφού είχε τροχούς 17” εμπρός-πίσω, αλλά και ελάχιστο χώρο κάτω από την σέλα, όπως δηλαδή οι μοτοσυκλέτες.
Όμως για το 2021, η Honda αντικατέστησε το Integra με το Forza 750 και όπως θα διαβάσετε στο πλήρες test που θα δημοσιεύσουμε στο ΜΟΤΟ στο τεύχος Μαΐου, η αλλαγή του ονόματος συνοδεύεται από ολοκληρωτικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα.
Πλέον διαθέτει και αυτό μεγάλο αποθηκευτικό χώρο κάτω από την σέλα, έχει ίδιες διαστάσεις τροχών με το X-ADV και είναι πολύ πιο σαφές πως μοιράζονται την ίδια πλατφόρμα και όχι απλά τον ίδιο κινητήρα. Το νέο Forza 750 είναι ένα “κανονικότατο” mega-scooter με την κλασσική έννοια του όρου. Έχοντας στη διάθεσή μας για δοκιμή το νέο Forza 750 και το νέο X-ADV 750 την ίδια σχεδόν χρονική περίοδο, ήταν αρκετά πιο εύκολο να δούμε τις (λίγες) ομοιότητες και τις (πάρα πολλές) διαφορές που έχουν αυτά τα δύο μοντέλα, παρά το γεγονός πως στα χαρτιά έχουν πολλά κοινά μηχανικά μέρη.
Για το 2021 η Honda έχει κάνει πολλές αλλαγές στη ρύθμιση του δικύλινδρου εν σειρά κινητήρα, κυρίως στον τομέα της τροφοδοσίας και των ηλεκτρονικών. Αλλαγές έχουν γίνει και στο αυτόματο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη των έξι σχέσεων.
Ο κόφτης των στροφών έχει ανέβει 600 στροφές πιο πάνω και επεμβαίνει στις 7.000rpm. Η μέγιστη ιπποδύναμη έφτασε στους 57,8hp στις 6.750 στροφές, την ίδια στιγμή που οι συνολικές εκπομπές ρύπων έχουν μειωθεί κατά 40% λόγω προσαρμογής στις προδιαγραφές Euro5.
Το λογισμικό του ride by wire ψεκασμού είναι διαφορετικό ανάμεσα στα δύο μοντέλα, με το Forza 750 να έχει συνολικά 4 riding modes (Standard, Rain, Sport, User) και το X-ADV να έχει 5 (Standard, Rain, Sport, User και Gravel). Ακόμα και εκείνα που έχουν το ίδιο όνομα (Standard, Rain, Sport) διαφέρουν σε τρόπο λειτουργίας και καθώς το DCT επικοινωνεί άμεσα με τον ψεκασμό, αντίστοιχα διαφορετικός είναι ο τρόπος που δουλεύει το αυτόματο κιβώτιο. Στο Forza 750 οι αλλαγές ταχυτήτων ήταν πιο απότομες και με λιγότερο πατινάρισμα στις εναλλαγές των δίσκων του διπλού συμπλέκτη, ενώ στο X-ADV οι αλλαγές είχαν σαφώς πιο ομαλή μετάβαση.
Η διαφορά ήταν πιο εμφανής στο πρόγραμμα USER όπου επιλέγεις εσύ τις παραμέτρους λειτουργίας (απόκριση γκαζιού, φρένο κινητήρα, traction control, ABS) με το X-ADV να έχει πάντα πιο ομαλή συμπεριφορά και ταυτόχρονα πιο γρήγορη προσαρμογή στις επιθυμίες σου. Γενικά ο κινητήρας και το κιβώτιο ταχυτήτων του Forza 750 έμοιαζε πολύ με εκείνα των μοντέλων του 2020, ενώ το X-ADV 750 έμοιαζε σαν να έχει κάνει η Honda πιο πολλές ώρες εξέλιξης και δοκιμών. Χαρακτηριστικότερο όλων είναι το τίναγμα στο πρώτο άνοιγμα του γκαζιού όταν ξεκινάς από σταματημένος ή όταν κάνεις επιτόπιες μανούβρες, όπου παραμένει στο Forza 750, αλλά έχει εξαφανιστεί τελείως στο νέο X-ADV 750. Επίσης ο κινητήρας του X-ADV έμοιαζε να έχει περισσότερο γκάζι ψηλά και να ανεβάζει πιο γρήγορα στροφές.
Η Honda λέει πως στο νέο X-ADV έχει αλλάξει τις σχέσεις στο κιβώτιο ταχυτήτων, με την 1η-2η να είναι πιο κοντές και την 4η και 6η πιο μακριές. Για το Forza 750 δεν αναφέρει ποιες αλλαγές έχει σε σχέση με το Integra καθώς θέλει να το παρουσιάσει ως νέο μοντέλο και όχι ως αντικαταστάτη του Integra. Πάντως υπάρχει διαφορά στις επιδόσεις μετά τα 140km/h, όπου το X-ADV είναι εμφανώς πιο ζωηρό από το Forza 750. Μια αιτία γι΄αυτό είναι σίγουρα η αεροδυναμική αντίσταση, όπου το Forza 750 έχει σαφέστατα μεγαλύτερη μετωπική επιφάνια.
Ως αντιστάθμισμα, το Forza 750 προσφέρει πολύ καλύτερη προστασία από το κρύο στα πόδια και συνολικά στο σώμα του αναβάτη, ενώ το X-ADV 750 επιτρέπει στον παγωμένο αέρα να έρθει σε άμεση επαφή με το κάτω μέρος του σώματός σου. Οι ζελατίνες έχουν άριστο σχεδιασμό και στα δύο μοντέλα, με ελάχιστο αεροδυναμικό θόρυβο. Στο X-ADV ρυθμίζεται μηχανικά σε τρεις θέσεις, ενώ στο Forza 750 είναι σταθερή, κάτι που προκαλεί απορία, δεδομένου πως στα Forza 125 στα Forza 350 είναι ηλεκτρικά ρυθμιζόμενη…
Οδηγώντας το ένα μετά το άλλο, μπορείς να καταλάβεις τις διαφορές που έχει η συμβίωση μαζί τους. Το νέο Forza 750 με το μικρό ύψος σέλας στα 780mm και την κλασσική εργονομία οδήγησης ενός mega-scooter είναι πιο φιλικό και άνετο μέσα στην κίνηση της πόλης, ιδιαίτερα αν κάνεις πολλές στάσεις και έχεις συχνά συνεπιβάτη. Στους ανοιχτούς δρόμους θυμίζει… τουριστική μοτοσυκλέτα, λόγω τις άριστης προστασίας από τον αέρα και της εξαιρετικής συμπεριφοράς του πλαισίου. Στις στροφές είναι πραγματικά εντυπωσιακό και τα ακτινικά φρένα με τους δίσκους των 310mm θέτουν νέα δεδομένα στην κατηγορία.
Στα δυναμικά χαρακτηριστικά του Forza 750 η Honda έχει κάνει άλμα προόδου σε σχέση με το Integra. Από την άλλη μεριά το X-ADV θυμίζει on-off μοτοσυκλέτα της μεσαίας κατηγορίας κυβισμού, με την όρθια θέση οδήγησης, την ψηλότερη σέλα στα 820mm και φυσικά το φαρδύ-ίσιο τιμόνι με τις χούφτες. Μέσα στην κίνηση της πόλης έχεις καλύτερο ορατότητα μπροστά, αλλά οι χούφτες είναι στο ίδιο ύψος με τους καθρέπτες των SUV και εγκλωβίζεσαι πιο εύκολα απ’ ότι με το Forza 750. Ο συνεπιβάτης θα δυσκολευτεί λίγο παραπάνω να ανέβει στη σέλα του, αλλά και εσύ θα πρέπει να σηκώνεις πιο ψηλά το πόδι κάθε φορά που το καβαλάς. Γενικά, όσο περισσότερο ζεις με το X-ADV 750 τόσο περισσότερο πιστεύεις πως οι ομοιότητες με τα μεσαία on-off είναι πολύ περισσότερες απ΄ότι με τα mega-scooter. Στρίβει και αυτό θαυμάσια, όμως λόγω ύψους δεν του αρέσει να πατάς εμπρός φρένο στο κέντρο της στροφής.
Οι ακτινικές δαγκάνες είναι ίδιες με του Forza 750, αλλά έχει μικρότερους δίσκους στα 298mm και εμφανώς λιγότερο δάγκωμα. Το ρυθμιζόμενο σε δύο θέσεις ABS και το ρυθμιζόμενο σε τρεις θέσεις traction control έχουν ακριβώς την ίδια συμπεριφορά στην ελληνική άσφαλτο, αν και στην περίπτωση του X-ADV 750 θα θέλαμε να υπάρχει η δυνατότητα πλήρους απενεργοποίησής τους.
Οι μεγαλύτερες διαδρομές αναρτήσεων στο X-ADV 750 και η επιπλέον δυνατότητα ρύθμισης της προφόρτισης ελατηρίου και απόσβεσης συμπίεσης (το Forza 750 έχει μόνο προφόρτιση πίσω) δεν προσφέρουν περισσότερη άνεση, καθώς γενικά έχουν σφιχτή και “street” αίσθηση προς όφελος της σταθερότητας και του ελέγχου των 236 κιλών (3 κιλά ελαφρύτερο από το προηγούμενο X-ADV 750). To Forza 750 είναι στα 235 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, οπότε καλό θα ήταν να σκέφτεστε λίγο πως θα παρκάρετε, διότι δεν είναι πολύ εύκολη υπόθεση να τα κάνεις όπισθεν…
Ο χώρος κάτω από την σέλα είναι ακριβώς ίδιος σε όγκο (22 λίτρα) αλλά και σε σχήμα. Ίδιο είναι και το μέγεθος του ρεζερβουάρ στα 13,5, όχι όμως η μέση κατανάλωση, όπου στο Forza 750 σπάνια ξεπέρασε τα 4,5-5,5 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα, ενώ στο X-ADV 750 ήταν μεταξύ 5,2-6,2 λίτρα στις ίδιες συνθήκες.
Οι έγχρωμες οθόνες TFT των 5 ιντσών είναι ίδιες και έχουν Bluetooth με Voice Control (μέσω του ειδικού App της Honda), όπως ίδιο είναι το σύστημα Keyless, το οποίο έχει ειδικά σχεδιασμένο αντικλεπτικό μηχανισμό.
Η τιμή του Forza 750 είναι στα 11.990€, ενώ του νέου X-ADV στα 13.500€.
BMW Motorrad Boxer Days 2025: Οδηγήσαμε ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ - R 1300 R, R 1300 RT και R 12 G/S
Σε μία παρουσίαση - ωδή στον κινητήρα boxer
Από τον
Θοδωρή Ξύδη
19/8/2025
Ήμασταν οι μοναδικοί Έλληνες που βρεθήκαμε στο σπίτι της BMW στη Βαυαρία, για την πρώτη μας επαφή με τα νέα R 1300 R, R 1300 RT και R 12 GS, τα οποία ολοκληρώνουν με τον ερχομό τους την γκάμα boxer μοτοσυκλετών της εταιρείας.
Ακόμη και αν αφήσεις έξω τα αυτοκίνητα και κοιτάξεις μόνο την εταιρεία των δύο τροχών η Bayerische Motoren Werke είναι από εκείνες που ξεχωρίζουν στον τομέα των κινητήρων, ειδικά τα τελευταία χρόνια, με απόδειξη τόσο τον εν σειρά εξακύλινδρο των 1.600 κ.εκ. που βρίσκεται ακόμη στην παραγωγή όσο και τον “πασπαρτού” 1.000άρη 4κύλινδρο που εντυπωσιάζει με την απόδοσή του από την πιο αδύναμη -αν μπορεί να το πει κανείς αυτό- έως και την ισχυρότερη έκδοσή του. Ωστόσο αφού μιλάμε μόνο για τις μοτοσυκλέτες ο δικύλινδρος boxer είναι εκείνος που έχει συνδεθεί περισσότερο με τους Βαυαρούς και δεν υπάρχει άνθρωπος που να ακούει BMW και να μην φέρνει υποσυνείδητα στο μυαλό του το μοτέρ με τα πιστόνια που κοιτάζουν σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι ξεκίνησε άλλωστε η ιστορία με την R32 πριν από 102 χρόνια. Boxer σημαίνει BMW και BMW σημαίνει boxer και αυτό η εταιρεία μας το υπενθύμισε μία ακόμη φορά στο ταξίδι μας στη Βαυαρία για το BMW Motorrad Boxer Days 2025, ένα τριήμερο event που είχε οδήγηση από το “guten morgen” μέχρι και το “auf wiedersehen”, με τρεις μοτοσυκλέτες που εξυπηρετούν διαφορετικό σκοπό η καθεμιά έχουν όμως και οι τρεις καρδιά boxer.
BMW R 1300 RT
Next level τουρισμός
Το ολοκαίνουργιο RT έρχεται να συνεχίσει στο δρόμο που χάραξαν οι πρόγονοί του παίζοντας επί της ουσίας εκτός συναγωνισμού με την BMW να ανεβάζει τον πήχη μία ακόμη φορά όχι γιατί απειλείται από κάποιον αλλά γιατί μπορεί.
Ο τουρισμός κυλά στο αίμα των Βαυαρών που έχουν μια παράδοση δεκαετιών στη δημιουργία μοτοσυκλετών που τρέφονται με χιλιόμετρα προσφέροντας κορυφαία άνεση και προστασία αλλά και χώρους για δύο. Έχουν μάλιστα τόσες κορυφαίες μοτοσυκλέτες μεγάλου κυβισμού στην γκάμα τους για αυτόν τον ρόλο που είναι αδύνατο να μην βρεις εκείνη που ταιριάζει στις δικές σου ανάγκες, εκτός και αν είσαι κολλημένος και βλέπεις τον κόσμο μέσα από παρωπίδες άλλης εταιρείας. Θες για παράδειγμα να ταξιδέψεις ως την άκρη του κόσμου κάνοντας τον Indiana Jones των δύο τροχών; Πάρε ένα 1300 GS. Δεν σου φτάνει αυτό; Το έχουμε και σε Adventure. Είσαι του κλασικού; Το R 18 Transcontinental σε καλεί. Βράζει το αίμα σου και η προστασία δεν είναι απόλυτη προτεραιότητα, είναι όμως οι επιδόσεις; Το XR είναι ο ταξιδιώτης hooligan που ψάχνεις. Κάτι πιο χλιδάτο και μοναδικό; Το εξαιρετικό εξακύλινδρο Κ 1600 πώς σου φαίνεται; Τι; Θα το ήθελες σε boxer και πιο σπορ; Εντάξει, δεν τρώγεσαι, αλλά επειδή σαν και εσένα υπάρχουν και άλλοι και είναι πολλοί έχουμε το R 1000 RT.
Χωρίς ανταγωνισμό
Στην Ελλάδα τουλάχιστον το RT είναι η πιο αδικημένη μοτοσυκλέτα της BMW, ως μέλος της σειράς Tour και βρισκόμενο στη σκιά του GS, με το οποίο και μοιράζεται τα περισσότερα μηχανικά του μέρη. Ας όψεται η μόδα των adventure για αυτό αφού οι κάτοχοι του best seller GS, εκείνοι που κάνουν ελάχιστο χώμα -η πλειοψηφία δηλαδή- δυστυχώς δεν γνωρίζουν ότι θα ήταν πολύ πιο χαρούμενοι στη σέλα του RT, αν χρησιμοποιούσαν αυτό στην καθημερινότητά τους. Αυτό ακριβώς κάνουν άλλωστε και οι Γάλλοι, που επέλεγαν το προηγούμενο RT ως commuter χωρίς καμία ενοχή και έπειτα το Σαββατοκύριακο εκμεταλλεύονταν τα τουριστικά του χαρίσματα και χαίρονταν ταυτόχρονα και συμπεριφορά που ξεφεύγει ευχάριστα πολύ από αυτό που φαντάζεται κανείς όταν σκέφτεται μια μοτοσυκλέτα τουρισμού. Η συμπεριφορά του RT κάνει τη διαφορά και το κατατάσσει ως κάτι μοναδικό στην αγορά, με τους υπόλοιπους κατασκευαστές να έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά αφού δεν υπάρχουν πλέον αντίπαλοι, όπως ήταν για παράδειγμα το FJR1300, που να συγκεντρώνουν έστω τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά (όλα δεν τα είχε κανένα) που προσφέρει απλόχερα και σε ένα πακέτο η μοτοσυκλέτα των Βαυαρών.
Νέα βάση, νέα δεδομένα
Με τον ανταγωνισμό να είναι ανύπαρκτος, το προηγούμενο R 1250 RT θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχίσει την εμπορική του πορεία δεχόμενο απλά ένα συνολικό update. Όμως το πέρασμα στη νέα πλατφόρμα, που έχει στο επίκεντρο τον υγρόψυκτο 1300άρη boxer των 145 ίππων, έφεραν μαζί μια ολοκαίνουργια γενιά που βελτιώνει μια ήδη επιτυχημένη συνταγή δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.
Κορυφαία προστασία και “hi-tech” σχεδίαση
Η αρχή γίνεται από τη σχεδίαση του R 1300 RT, η οποία δεν κρύβω ότι μου αρέσει, με τον μόνο σχεδιαστικό δεσμό με πριν να εντοπίζεται στη γενική σιλουέτα της μοτοσυκλέτας. Το νέο RT δείχνει πιο μοντέρνο και “hi-tech” από το 1250 -είναι άλλωστε- και μου φέρνει εικόνες από sci-fi ταινίες και μεγάλα, εμπορικά διαστημόπλοια! Οι Βαυαροί άκουσαν προσεκτικά εκείνους που δεν αγόραζαν το RT για… ψυχολογικούς λόγους, γιατί τους φαινόταν ογκώδες και δύσκολο στον χειρισμό, ενώ είναι το ακριβώς αντίθετο και έτσι το ελάφρυναν οπτικά κάνοντας το νέο φαίρινγκ πιο μικρό σε μέγεθος. Βρήκαν παράλληλα την ευκαιρία να βελτιώσουν περαιτέρω την προστασία και την άνεση χτίζοντας ένα πραγματικό τείχος μπροστά από τον αναβάτη.
Η νέα ζελατίνα, με δίοδο αέρα μεταξύ αυτής και του φαίρινγκ, όπως και ο αέρας που περνά κάτω από τα φώτα και φτάνει στο “cockpit” (!), εξάλειψαν το φαινόμενο της υποπίεσης που δημιουργούνταν στο προηγούμενο και πίεζε τον αναβάτη προς τα εμπρός. Παράλληλα, η BMW ενσωμάτωσε στο φαίρινγκ και μια καινοτομία στις μοτοσυκλέτες τουρισμού, παρόμοια με του Moto Guzzi V100 Mandello, αλλά η εκτέλεση είναι διαφορετική. Ενώ το V100 έχει μικρά πτερύγια που ανεβοκατεβαίνουν ηλεκτρικά δίπλα από τη ζελατίνα, ως έξτρα στο R 1300 RT -θα έπρεπε να είναι στάνταρ δεδομένης της τιμής του- έχουμε μεγάλα, χειροκίνητα κινούμενα πλαϊνά τμήματα, που τραβώντας τα προς τα πάνω με το χέρι προσφέρουν έξτρα προστασία ή περισσότερη παροχή αέρα στα πόδια -στάνταρ κάτω θέση- αν χρειάζεσαι έξτρα δροσιά. Οι ίδιοι οι κύλινδροι του boxer προστατεύουν επίσης από τα στοιχεία της φύσης, ενώ κάτω από αυτούς υπάρχουν στάνταρ πλαστικοί εκτροπείς αέρα και carbon προαιρετικά παίζοντας σε αυτή την περίπτωση και τον ρόλο των crash bars.
Διηπειρωτικό κουκούλι
Την αποτελεσματικότητα του φαίρινγκ τη διαπίστωσα στη γερμανική autobahn κινούμενος με 240 χλμ./ώρα στο κοντέρ χωρίς να φοβάμαι ότι θα καταλήξω στο αυτόφωρο. Με τη ζελατίνα τέρμα πάνω και ανεβασμένα τα κινούμενα τμήματα του φαίρινγκ το RΤ δημιουργεί ένα εντυπωσιακό προστατευτικό κουκούλι γύρω από τον αναβάτη. Τα τμήματα μάλιστα κάνουν τρομερή διαφορά στην προστασία των ποδιών όταν βρίσκονται πάνω, με το συνολικό αποτέλεσμα να ανταγωνίζεται cabrio αυτοκίνητο! Πλήρως προστατευμένος σε αυτές τις ταχύτητες νιώθω και μια ελαφριά ταλάντωση από το εμπρός μέρος που ξεκινά από τα 200 περίπου χλμ./ώρα. Ταλάντωση που δεν σε ανησυχεί ποτέ, καθώς δεν κλιμακώνεται και δεν επηρεάζει ούτε την ευθυβολία και την κατευθυντικότητα του RT. Είναι ωστόσο κάτι που δεν περιμένεις να νιώσεις από το τελευταίο τουριστικό καμάρι της BMW, παρόλο που ελάχιστοι είναι αυτοί που θα το πάρουν για να πηγαίνουν τέρμα γκάζι.
Για να διανύσεις μεγαλύτερες αποστάσεις “μονοκοπανιά” μέσα σε μια μέρα καλό είναι να κλείσεις το γκάζι και να εκμεταλλευτείς την εξαιρετικά άνετη σέλα και ένα ακόμη δυνατό σημείο του πανίσχυρου boxer: την χαμηλή κατανάλωση που περιορίζεται ακόμη και στα 5,7 λτ./100 χλμ. χωρίς να σέρνεσαι. Έτσι κάνεις χωρίς στάση σχεδόν 400 χλμ. με ένα ρεζερβουάρ έχοντας την αίσθηση ότι θα κάνεις άλλα τόσα την ίδια ημέρα και θα φτάσεις στον προορισμό σου ατσαλάκωτος.
Χαμηλό GS = Ακόμη καλύτερο στον δρόμο RT
Μέχρι στιγμής αναφέρω πράγματα που περίμενα από το νέο RT, πράγματα που πρέπει να θεωρούν δεδομένα όσοι το καλοβλέπουν και τα έκανε και το προηγούμενο. Μόνο που το καινούργιο τα κάνει καλύτερα, ταλάντωσης εξαιρουμένης. Συνεχίζω με τη δυναμική συμπεριφορά της νέας γενιάς που είναι ακόμη καλύτερη από του προηγούμενου και θα αποτελέσει έκπληξη για όσους δεν έχουν οδηγήσει προηγούμενο RT ή το νέο GS που ανέβηκε πραγματικά επίπεδο στη συμπεριφορά του έναντι του προηγούμενου.
Η μοτοσυκλέτα που οδηγήσαμε ήταν η τρίτη χρωματική έκδοση “Impulse”, με την δεύτερη να είναι η “Triple Black”, ενώ η “βασική” είναι η Alpine White. Στην κορυφή βρίσκεται η “Option 719 Carmargue” και όλες τους έχουν διαφορές, εκτός από τα χρώματα-γραφικά και στα φινιρίσματα των μεταλλικών τους επιφανειών. Το λευκό της βασικής έκδοσης δεν αποτελεί τυχαία επιλογή. Οι Βαυαροί διαθέτουν την RT και στα σώματα ασφαλείας και με το λευκό ως βάση είναι σαφώς πιο εύκολο να βάλεις τα αυτοκόλλητα που απαιτούνται. Είχαμε μάλιστα “συνοδεία” και ένα πλήρως λειτουργικό RT της γερμανικής Αστυνομίας που είχε όλον τον απαραίτητο εξοπλισμό για να επιτελέσει το έργο του!
Η έκδοση της μοτοσυκλέτας που οδηγήσαμε είχε όλα τα καλούδια που θα έβαζε κανείς στο RT. Στα στοιχεία που ξεχωρίζουν είναι το ενεργό cruise control (ACC) που χρησιμοποιεί το εμπρός ραντάρ για να ρυθμίσει την απόστασή του από το προπορευόμενο όχημα και αυτό το κάνει αξιοποιώντας και τα φρένα, ενώ το ραντάρ χρησιμεύει και για το σύστημα προειδοποίησης σύγκρουσης, το οποίο επεμβαίνει ελαφρώς και στα φρένα για να σε “ξυπνήσει” αν εντοπίσει επικείμενη σύγκρουση. Προειδοποίηση για σύγκρουση υπάρχει και για τα οχήματα που ακολουθούν το RT αφού υπάρχει και στο πίσω μέρος ραντάρ, με τη μοτοσυκλέτα να προειδοποιεί τον αναβάτη και για ακούσια αλλαγή λωρίδας όπως και για τα οχήματα που πλησιάζουν για προσπέραση. Ο κατάλογος των έξτρα αξεσουάρ είναι μακρύς, αλλά και ο στάνταρ εξοπλισμός είναι πλούσιος αφού περιλαμβάνει επίσης την εξαιρετική TFT των 10,25 ιντσών που προσφέρει πλήρη συνδεσιμότητα και πλοήγηση με χάρτες όσο και ηχοσύστημα. Υπάρχουν και άλλα δύο με ακόμη πιο ποιοτικά ηχεία και sub woofer αλλά και επιπλέον μόνωση στο φαίρινγκ για υψηλότερη πιστότητα ήχου.
Η τοποθέτηση του κιβωτίου κάτω από τον κινητήρα στη νέα πλατφόρμα συγκέντρωσε ακόμη περισσότερο τις μάζες και κάνει το RT να συμπεριφέρεται ακόμη πιο ανάλαφρα με πολύ χαμηλές ταχύτητες αλλά και όταν το κυνηγάς στις στροφές. Στο λίγο δηλαδή που μας επιτράπηκε γιατί οι πλοηγοί μας ήταν εκνευριστικά νομότυποι. Όλα τα χιλιόμετρα τα κάναμε με απλά σβέλτο ρυθμό σε λίγες περιπτώσεις έχοντας την τήρηση των ορίων ταχύτητας και την καθωσπρέπει συμπεριφορά ως προτεραιότητα. Στην ευχάριστη αίσθηση που μου δίνει το RT, για μια μοτοσυκλέτα 281 επίσημων κιλών, συμβάλλει και η αναθεωρημένη θέση οδήγησης. Οι Βαυαροί άφησαν στο ίδιο σημείο τα μαρσπιέ φέρνοντας τη ρυθμιζόμενη σε ύψος και κλίση σέλα λίγο πιο μπροστά. Πιο μπροστά βρίσκεται και το τιμόνι που είναι φαρδύτερο και με πιο ανοιχτή γωνία, με τη συνολική εργονομία της θέσης οδήγησης να σε εμπλέκει πιο ενεργά στην οδήγηση και να σου δίνει περισσότερο έλεγχο και μεγαλύτερη ακρίβεια.
Σύμμαχοι στο να κινηθείς γρήγορα είναι ο 1300άρης boxer που δεν χαμπαριάζει από κιλά και σχέση στο κιβώτιο και έχει πολύ καλή απόκριση στο γκάζι, αλλά και τα πολύ δυνατά φρένα που συνδυάζονται μεταξύ τους, είτε χρησιμοποιείς το ποδόφρενο είτε τη μανέτα. Η αίσθηση που δίνουν αποτελεί μία ακόμη ευχάριστη έκπληξη αφού πιέζοντας με ένα μόνο δάκτυλο πάντα παίρνεις όσο ζητάς. Το έξτρα αυτόματο κιβώτιο της BMW δουλεύει και εδώ όπως στο GS μπερδεύοντας λίγο τις αλλαγές σχέσεων στις χαμηλές ταχύτητες ως πλήρως αυτόματο, ενώ είναι άψογο στην manual επιλογή.
Βέβαια όπως και στο νέο GS έτσι και στο RT τη μεγάλη διαφορά σε σχέση με πριν την κάνει η νέα ανάρτηση, και στα δύο άκρα, με το μακρύτερο ψαλίδι-άξονα να παίζει εδώ τον δικό του σημαντικό ρόλο και ακόμη περισσότερο το νέο Telelever Evo μπροστά. Τα είχαμε πει για το GS ότι πραγματικά ανέβηκε επίπεδο έναντι του προηγούμενου 1250 και αυτό ισχύει και στην περίπτωση του RT με τη νέα εμπρός ανάρτηση να δίνει αίσθηση σχεδόν όπως και ένα συμβατικό πιρούνι και να κάνει εδώ ακόμη περισσότερα. Το R 1300 RT έρχεται στάνταρ με την ηλεκτρική ανάρτηση DCA έναντι της συμβατικής στο προηγούμενο και δίνει τη δυνατότητα να αλλάξεις και τη γεωμετρία! Πολύ απλά με το πάτημα ενός κουμπιού και την επιλογή των προγραμμάτων Dynamic/Dynamic Pro, το RT ανασηκώνεται μπροστά και ακόμη περισσότερο πίσω αυξάνοντας την απόσταση από το έδαφος και το περιθώριο κλίσης.
Το πιρούνι έρχεται πιο κάθετα στον δρόμο και αυτό δίνει και πιο “γρήγορο” τιμόνι. Και τα δύο τα προσέχεις αμέσως στο σβέλτο ρυθμό με το RT να σου δείχνει ότι και μπορεί αλλά και έχει τη διάθεση για να κινηθεί πολύ γρήγορα αγνοώντας το πραγματικό του βάρος και όγκο. Από την άλλη αν θέλεις περισσότερη σταθερότητα το “Road” είναι και εκείνο που θα προτιμήσεις στον αυτοκινητόδρομο και όταν δεν θέλεις να πηγαίνεις στις στροφές με την ταυτότητα στο στόμα. Ο Γερμανός Τουρίστας της BMW έχει πλέον ακόμη πιο ξεκάθαρη άποψη για τον διηπειρωτικό τουρισμό καθώς βάζει στο μενού και την διασκέδαση στις στροφές και κάτι μου λέει ότι θα κάνει πλάκα σε πολλούς αναβάτες που θα το υποτιμήσουν σε ένα ορεινό στροφιλίκι.
BMW R 1300 R
Το πιο σπορ boxer
Η νέα boxer πλατφόρμα της BMW είναι παρούσα και στο ολοκαίνουργιο R 1300 R, μια μοτοσυκλέτα πιο fun από εκείνη που αντικαθιστά και με πιο δυναμική παρουσία στον δρόμο
Δύσκολο να μην προσέξεις ότι το R 1300 R άλλαξε σε σχέση με το μοντέλο που αντικαθιστά στην γκάμα της BMW με τη νέα μοτοσυκλέτα να δείχνει σαφώς πιο επιθετική σε σχέση με πριν και ακόμη πιο μυώδης. Οι γραμμές της έχουν και περισσότερη ροή σε σχέση με πριν και τονισμένους “ώμους” στην περιοχή του ρεζερβουάρ, σα να πλακώθηκε η μοτοσυκλέτα στο γυμναστήριο μερικούς μήνες πριν από την παρουσίασή της, με την ουρά να είναι πιο μαζεμένη σε διαστάσεις και τον αιχμηρό προβολέα να έχει τοποθετηθεί χαμηλότερα, όπως και το τιμόνι.
Η πιο επιθετική σχεδίαση ακολουθείται και από μία πιο σπορ, αλλά σχεδόν εξίσου άνετη θέση οδήγησης, με τιμόνι πιο χαμηλά και πιο μακριά από τον κορμό και τα μαρσπιέ στο ίδιο ύψος με πριν αλλά λίγο πιο πίσω, ενώ η θέση του αναβάτη στη σέλα έχει μείνει στο ίδιο σημείο. Το τιμόνι που είναι πιο ίσιο σε σχέση με πριν μπορεί παράλληλα να απομακρυνθεί κατά 10 χλστ. από τον κορμό με την περιστροφή των καβαλέτων κατά 180 μοίρες και να μεταφερθεί έτσι περισσότερο βάρος στον εμπρός τροχό με τη θέση οδήγησης να είναι ευρύχωρη και να προσφέρει και εδώ περισσότερο έλεγχο αλλά και καλύτερη αίσθηση από τον εμπρός τροχό. Και εδώ πλαίσιο, μοτέρ και ψαλίδι είναι ίδια με των GS/RT όμως μπροστά έχουμε “συμβατικό” ανεστραμμένο πιρούνι και όχι Telelever, το οποίο στην έκδοση με την ηλεκτρονικά ελεγχόμενη ανάρτηση DSA μπορεί να μεταβάλλει τη σκληρότητα των ελατηρίων του, όχι απλά την προφόρτιση, με την BMW να είναι ο πρώτος κατασκευαστής που το φέρνει αυτό στην παραγωγή.
Και σπορ και ταξιδιάρικο
Το R 1300 R δεν είναι το πιο μικρό και ελαφρύ naked που μπορείς να αγοράσεις και αν τα θέλεις όλα η BMW έχει στην γκάμα της τον δαίμονα που ακούει στο όνομα S 1000 R. Αν όμως θέλεις να έχεις boxer μοτέρ ανάμεσα στα πόδια σου τότε αυτή είναι η επιλογή που σου δίνεται με τους Βαυαρούς να τηρούν τον λόγο τους για το πιο σπορ γυμνό με αυτό το μοτέρ που μπορείς να αποκτήσεις. Στα 200 και πλέον χιλιόμετρα που έκανα στη σέλα του σε διάστημα δύο ημερών το R 1300 R παρουσίασε έναν καθόλα φιλικό χαρακτήρα με τα προγράμματα οδήγησης να προσαρμόζουν ηλεκτρονικά συστήματα και ανάρτηση στις επιθυμίες μου. Η μοτοσυκλέτα, παρά τη γύμνια της έδειξε ότι μπορεί να αποτελέσει και σύντροφο στο ταξίδι, αφού έχει την άνεση που απαιτείται για αυτό και μια ζελατίνα μπορεί να ολοκληρώσει την κάλυψη που προσφέρει ήδη ο boxer κινητήρας από τη μέση και κάτω. Ακόμη καλύτερα, έδειξε τι θα προσφέρει σε αυτό το πεδίο το R 1300 RS, το οποίο δεν οδηγήσαμε, αλλά με το μπικίνι φαίριγκ του, εκτός από ιδιαίτερα ελκυστικό, παρουσιάζεται ως η μοτοσυκλέτα που θα κλέψει πωλήσεις από το R λόγω της έξτρα προστασίας από τα στοιχεία της φύσης.
Το R 1300 R μπορεί και κινείται πολύ σβέλτα στον επαρχιακό αλλάζοντας κατεύθυνση εξαιρετικά γρήγορα με τον αναβάτη να έχει μπόλικη ελευθερία στη σέλα για να τοποθετήσει το σώμα του όπως επιθυμεί. Στην γρήγορη εναλλαγή βοηθούν και οι νέες ζάντες, οι οποίες εκτός από πολύ όμορφες αφαιρούν συνολικά 1,4 κιλά σε σχέση με του προηγούμενου μοντέλου, μειώνοντας ανάλογα και την αδράνεια.
Ο κινητήρας έχει εδώ σαφώς μικρότερο βάρος να διαχειριστεί και αποκαλύπτει έτσι το πιο διασκεδαστικό πρόσωπό του με πολύ δυνατές επιταχύνσεις στην έξοδο της στροφής ακόμη και αν δεν έχει επιλεχθεί η σωστή ταχύτητα στο σωστά κλιμακωμένο κιβώτιο, ενώ το quickshifter παρουσιάζεται λίγο νευρικό στα ανεβάσματα στις τρεις πρώτες ταχύτητες αν το γκάζι δεν είναι τέρμα ανοιχτό. Και εδώ το συνδυαζόμενο σύστημα πέδησης κάνει πολύ καλά τη δουλειά του και δεν δυσκολεύεται να μειώσει δραστικά την ταχύτητα προσφέροντας παράλληλα αίσθηση, ενώ τόσο το cornering ABS όσο και το ευαίσθητο στις κλίσεις traction control κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους.
Το R 1300 R προτάσσει τη δυναμική του σχεδίαση και παρουσιάζεται σαν μια ολοκληρωμένη εναλλακτική στην κατηγορία των γυμνών με καλό στάνταρ εξοπλισμό και πάρα πολλές επιλογές στα έξτρα, οι οποίες, αναλογικά, δεν απέχουν πολύ από εκείνες που προσφέρει η BMW στο RT . Και εδώ έχουμε τέσσερεις χρωματικές επιλογές με την “τρικολόρ” των φωτογραφιών να είναι και η πιο εντυπωσιακή και εκείνη που μάλλον θα κάνει τη διαφορά στις πωλήσεις παρόλο που είναι και η πιο ακριβή.
BMW R 12 G/S
Γνήσιο ρετρό, γνήσιο on-off!
Οι Βαυαροί κράτησαν τον λόγο τους και με το R 12 G/S δημιούργησαν μια μοτοσυκλέτα φόρο τιμής στο R 80 G/S, μια πραγματική “50:50” on-off που εκπλήσσει ευχάριστα τόσο στην άσφαλτο όσο και στο χώμα με την ακαταμάχητη ρετρό εμφάνιση να είναι το κερασάκι στην τούρτα.
Το R 12 G/S έρχεται να ολοκληρώσει τη σειρά R 12 με την BMW να έχει τώρα μια ρετρό εμφάνισης μοτοσυκλέτα για κάθε γούστο. Παρουσιάστηκε τελευταίο, ίσως γιατί είναι το πιο σημαντικό αερελαιόψυκτο boxer για την γερμανική εταιρεία, μια άμεση αναφορά στο R 80 G/S, τον γενάρχη των σύγχρονων μεγάλου κυβισμού adventure. Οι Βαυαροί είναι πολύ περήφανοι για τη νέα μοτοσυκλέτα τους που τούς πήρε σχεδόν τέσσερα χρόνια για να την εξελίξουν αποφεύγοντας στην πορεία όλους τους περιορισμούς που έθετε το R nineT Urban G/S, ειδικά στην κίνηση στο χώμα.
Σαν αποτέλεσμα το R 12 G/S είναι εντυπωσιακό και δεν μιλάμε μόνο για τη σχεδίαση που σαγηνεύει τους fans της BMW αλλά και γενικότερα τους φίλους των ρετρό μοτοσυκλετών. Είναι εντυπωσιακό γιατί επί της ουσίας έχει ίδιο πλαίσιο και κινητήρα με τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες της σειράς R 12, όμως έχει δεχτεί όλες τις απαραίτητες αλλαγές και καταφέρνει εξίσου καλά στην άσφαλτο και το χώμα.
Σε προσκαλεί στη σέλα του
Σε διαστάσεις το R 12 G/S απέχει ελάχιστα από το R 80 G/S και αυτό το είδα από πρώτο χέρι αφού η BMW είχε στην παρουσίαση της νέας μοτοσυκλέτας και τον πρόγονό της. Οι μαζεμένες διαστάσεις του G/S με το σωστό όνομα, που σημαίνει Gelante/Strasse (εκτός δρόμου/άσφαλτος), σε προσκαλούν να κάτσεις στη σέλα του και να το περιεργαστείς έχοντας στο μυαλό και τα χαρακτηριστικά του. Τα πιο σημαντικά από αυτά είναι η απόσταση από το έδαφος που βρίσκεται στα 240 χλστ. με τις αναρτήσεις να έχουν διαδρομές στα 210 και 200 χλστ. εμπρός πίσω αντίστοιχα και τη σέλα να απέχει από το έδαφος 860 χλστ. Είναι λιγότερο ψηλή από όσο φαντάζεσαι γιατί η μοτοσυκλέτα είναι στενή πίσω από ρεζερβουάρ με τα πόδια να μην ανοίγουν πολύ. Πατάω με αυτοπεποίθηση με enduro μπότα -1,85 μ. το ύψος μου- και η μοτοσυκλέτα μου δίνει ανάλαφρη αίσθηση. Τόσο το ανεστραμμένο πιρούνι όσο και το αμορτισέρ είναι πλήρως ρυθμιζόμενα με τον εμπρός τροχό να βρίσκεται στις 21 ίντσες και τον πίσω στις 17. Για εκείνους που θέλουν ακόμη περισσότερα η BMW προσφέρει το πακέτο Enduro Pro που αναβαθμίζει τον πίσω τροχό στις 18 ίντσες και κατεβάζει τα καλάμια του πιρουνιού στις πλάκες με την απόσταση από το έδαφος να αυξάνεται κατά 15 χλστ. Προσθέτει επίσης αποστάτες στο τιμόνι και προστατευτικά στον κινητήρα, ελαστικά με τακούνι όπως και το πρόγραμμα λειτουργίας Enduro Pro (απενεργοποιεί το ABS πίσω), επιπλέον των στάνταρ Rain, Road και Enduro.
Φιλικό και ικανότατο εντός και εκτός
Οι άνθρωποι της BMW ήθελαν να αποκτήσουμε μια πολύ καλή εικόνα για τις δυνατότητες του R 12 G/S και για αυτόν τον λόγο φρόντισαν να το οδηγήσουμε με και χωρίς το πακέτο Enduro Pro τόσο στην άσφαλτο όσο και στο χώμα. Η μέρα ξεκίνησε με προορισμό το BMW Motorrad Enduro Park στο Hechlingen στη σέλα του στάνταρ μοντέλου με τον πανέμορφο όμως ματ χρωματικό συνδυασμό στο κόκκινο για το πλαίσιο και στο χρώμα της άμμου για πλαστικά και ρεζερβουάρ με το πιρούνι βαμμένο μαύρο. Αυτός ο συνδυασμός θα φέρει σε δύσκολη θέση όλους εκείνους που ήδη τους τρέχουν τα σάλια αφού απέναντί του υπάρχει και ο κλασικός “τρικολόρ” με κόκκινη σέλα και λευκά πλαστικά και ρεζερβουάρ -“χρυσό” πιρούνι εδώ- στον οποίο δεν μπορείς να αντισταθείς, ενώ στάνταρ η μοτοσυκλέτα είναι διαθέσιμη ως μαύρη ματ με χρυσό πιρούνι, χωρίς γραφικά.
Από την αρχή το R 12 G/S παρουσιάζει ένα άκρως φιλικό πρόσωπο που ξαφνιάζει ακόμη περισσότερο από όσο περίμενες. Οι αναρτήσεις δείχνουν αμέσως την ποιοτική τους λειτουργία στην γερμανική άσφαλτο, στην οποία βέβαια κυνηγάς πραγματικά για να βρεις ψεγάδι και να κάνεις το πιρούνι και το αμορτισέρ να δουλέψουν. Η θέση οδήγησης σε βάζει υπό πλήρη έλεγχο και στα φρένα το μαλακό πιρούνι βουτάει ελεγχόμενα και λογικά για τη διαδρομή, ενώ όσο ο ρυθμός ανεβαίνει το 12άρι G/S αποκαλύπτει τα πρώτα του χαρίσματα. Παρά τον τροχό των 21 ιντσών είναι καθόλα ικανό στην άσφαλτο και θα σε αφήσει να κινηθείς με πολύ γρήγορο ρυθμό. Προσπάθησα να το κάνω μόνο στη φωτογράφιση αφού όπως είπα και νωρίτερα οι πλοηγοί επέλεξαν να μείνουν μακριά από τα όρια των μοτοσυκλετών σε δημόσιο δρόμο παρά την “ψυχολογική πίεση” που τους άσκησα και κάτω από εκείνα του νόμου. Ωστόσο το G/S εντυπωσιάζει στην άψογη γερμανική άσφαλτο με την ταχύτητα που μπορεί να κουβαλήσει μέσα στη στροφή και με την ισορροπία που το διακρίνει. Παραμένει απόλυτα φιλικό και προβλέψιμο και στον λιγοστό χρόνο που το πίεσα πραγματικά μου έδειξε ότι μπορώ να το εμπιστευτώ αλλάζοντας πολύ γρήγορα κατεύθυνση και να πάρω μεγάλη κλίση.
Έχοντας περάσει από πανέμορφα χωριουδάκια, πεντακάθαρα και άψογα τακτοποιημένα φτάσαμε στο Enduro Park της BMW όπου έπειτα από τη σχετική ανασυγκρότηση και διάλειμμα για μεσημεριανό έφτασε η ώρα να οδηγήσουμε τη μοτοσυκλέτα εντός του τεράστιου πάρκου που χάνεται μέσα στο δάσος και έχει ένα σκασμό εμπόδια για να δοκιμάσεις τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας σου. Εδώ η BMW πραγματοποιεί φυσικά και σεμινάρια για όσους θέλουν να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους στο χώμα και αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσει κανείς που έχει βλέψεις να βγει εκτός δρόμου με μεγάλη ή μικρή adventure μοτοσυκλέτα. Και στο πάρκο είχαμε πλοηγό, ο οποίος μας πέρασε από κάθε τύπο εμποδίου που μπορεί να συναντήσει κανείς κινούμενος εκδρομικά με το μεγάλο του adventure και το R 12 G/S, αναμενόμενα ίσως, δεν μάσησε πουθενά. Δεν μάσησα ούτε και εγώ και η αλήθεια είναι ότι η μοτοσυκλέτα της BMW μου έκανε τη ζωή εύκολη, με την αέρινη αίσθηση που δίνει και την πολύ καλή θέση οδήγησης και στην όρθια στάση. Είναι σύμμαχος στις εκτός δρόμου αναζητήσεις σου και όχι “αντίπαλος” που πρέπει να παλέψεις μαζί του. Σε αφήνει να ξεθαρρέψεις και να οδηγήσεις συγκεντρωμένα και θα σταθεί αρωγός σε ό,τι και αν δοκιμάσεις, ενώ το νιώθεις σα να “προσαρμόζεται” στο επίπεδο και την εμπειρία σου χωρίς να αποτελεί εμπόδιο στον ρυθμό που θέλεις να ακολουθήσεις. Ο αερελαιόψυκτος κινητήρας παίζει εδώ σημαντικό ρόλο με την απόδοση του, με τους 107 ίππους να ελέγχονται πλήρως από το δεξί γκριπ και την τροφοδοσία να είναι άψογη σε όλα τα προγράμματα.
Εκτός από την εμπειρία στο πάρκο της BMW οδηγήσαμε το R 12 G/S και σε γερμανικούς χωματόδρομους που είναι καλύτεροι από… ελληνική άσφαλτο αφού λακκούβες και λοιπές ανωμαλίες λάμπουν δια της απουσίας τους, ενώ περάσαμε και μέσα από μικρά δάση. Αυτό το κομμάτι θα μπορούσαμε να το είχαμε αποφύγει είναι η αλήθεια αφού οδηγήσαμε εκεί κατόπιν σχετικής άδειας από τις τοπικές κοινότητες -δεν επιτρέπεται να οδηγήσεις πουθενά εκτός δρόμου στη Γερμανία- και με την παράκληση να μην κάνουμε κανενός είδους καγκουριά που θα χαλούσε έστω και λίγο τους χωματόδρομους που χρησιμοποιούν οι αγρότες για να φτάσουν στα χωράφια τους. Η βόλτα ωστόσο στη γερμανική ύπαιθρο ήταν μια όμορφη εμπειρία αφού και εκεί επικρατεί απόλυτη ευταξία και καθαριότητα, σε σημείο που απογοητεύεσαι που δεν βρίσκεις έστω και ένα μικρό σκουπιδάκι στην άκρη του δρόμου ή μέσα στα δάση, μια “ατέλεια” ρε παιδί μου που να δείχνει ότι εδώ κατοικούν άνθρωποι και όχι ρομπότ…
Το σωστό “on-off” δίλημμα
Το R 12 G/S δεν αποτελεί άμεσο αντίπαλο των υγρόψυκτων GS. Όμως με τις εξαιρετικές του δυνατότητες εντός και εκτός δρόμου και την ρετρολάγνα εμφάνισή του δεν αποκλείεται να βάλει πολλούς σε δεύτερες σκέψεις και ας μην έχει την προστασία και τις επιδόσεις που προσφέρουν τα 1300άρια. Είναι εξαιρετικά φτιαγμένο, συμπεριφέρεται άψογα παντού και έχει λογικό βάρος που δεν εμφανίζεται πουθενά και αποτελεί αναμφίβολα μια μοτοσυκλέτα ανώτερη έναντι των άλλων δύο για καθημερινή συμβίωση, ειδικά στο αστικό τοπίο.