Piaggio Beverly 300S 2017

Το μυστικό της επιτυχίας
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

28/12/2018

Το Beverly 300S της Piaggio αποτελεί πλέον μια πολυαγαπημένη επιλογή των αναβατών της χώρας μας –και όχι μόνο- και είναι μέλος της οικογένειας Beverly που την τελευταία 20ετια έχουν κατακλίσει τους δρόμους της πρωτεύουσας. Στο τεστ που αναδημοσιεύουμε απ’ το τεύχος 566 του ΜΟΤΟ, αναλύουμε τους λόγους βρίσκεται στην καρδία του ελληνικού κοινού λόγω των προτερημάτων του.

Όποιος αναρωτιέται γιατί το Beverly έγινε μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες στην Ευρώπη και αγαπήθηκε τόσο πολύ στην Ελλάδα, αρκεί να ζήσει μαζί του για μερικές μέρες και θα του λυθούν όλες οι απορίες.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος όταν προσπαθείς να φτιάξεις οποιοδήποτε προϊόν απευθύνεται στην μεσαία κατηγορία είναι να μπερδέψεις την έννοια της λέξης “μεσαία” και την έννοια της λέξης “μέτρια”. Ακόμα και αν δεν έχεις καμία πρόθεση να κοροϊδέψεις τους πελάτες σου, είναι πολύ εύκολο να την πατήσεις, αφού εξ ορισμού θα πρέπει να δουλέψεις με περιορισμούς στο κόστος των υλικών, με περιορισμούς στην τεχνολογία και με περιορισμούς στον εξοπλισμό. Εδώ είναι το σημείο που η εμπειρία, η τεχνογνωσία και η παράδοση κάθε εταιρείας βοηθάει ώστε το τελικό αποτέλεσμα να ξεπερνά της προσδοκίες των πελατών της. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Piaggio είναι μια εταιρεία που έχει ταυτίσει το όνομά της με τα scooter και τα χρόνια συσσωρευμένης εμπειρίας της σε αυτή την κατηγορία δικύκλων δεν συγκρίνεται με κανενός άλλου κατασκευαστή. Σίγουρα ο ανταγωνισμός είναι σκληρός τα τελευταία χρόνια, καθώς τόσο τα ιαπωνικά εργοστάσια, όσο και εκείνα της κεντρικής Ασίας, έχουν επενδύσει πολλά χρήματα και επιδεικνύουν μεγάλη σοβαρότητα. Έτσι, το γεγονός ότι το Beverly συνεχίζει να αποτελεί το πρότυπο στην κατηγορία των μεσαίου κυβισμού scooter και αποτελεί τον πρώτο στόχο κάθε επίδοξου ανταγωνιστή, δείχνει ακόμα περισσότερο πόση δουλειά σε κάθε λεπτομέρεια έχουν κάνει οι Ιταλοί.

Διαχρονική, ποιοτική εμφάνιση

Το βασικότερο πλεονέκτημα του Beverly είναι σίγουρα η διαχρονική, σχεδόν κλασική εμφάνισή του. Έχει έντονη σχεδιαστική ταυτότητα και δεν το μπερδεύεις με τίποτα άλλο στο δρόμο, ταυτόχρονα όμως δεν καταφεύγει σε σχεδιαστικές ακρότητες για να εντυπωσιάσει. Αυτό το κάνει αποδεκτό σε ανθρώπους με διαφορετικά γούστα, είτε τους αρέσουν τα μοντέρνα ή νεανικά σχήματα, είτε προτιμούν τα κλασικά. Αυτό έχει και πρακτικό αντίκτυπο στον τομέα της μεταπώλησης, αφού δεν κακογερνάει μετά από δύο ή τρία χρόνια και φυσικά, αφού εμφανισιακά είναι αποδεκτό από τους περισσότερους, έχεις και περισσότερους υποψήφιους αγοραστές. Με την σειρά του αυτό σημαίνει αυξημένη ζήτηση στην αγορά του μεταχειρισμένου και άρα υψηλότερες τιμές μεταπώλησης, αφού ο νόμος της αγοράς καθορίζει πάντα τις τιμές βάσει προσφοράς και ζήτησης. Όμως την περίοπτη θέση του στην αγορά δεν την κέρδισε μόνο λόγω εμφάνισης. Υπάρχουν πιο ουσιαστικά στοιχεία που το Beverly έχει κερδίσει αυτή την περίοπτη θέση ανάμεσα στα δεκάδες μοντέλα που υπάρχουν στην κατηγορία του. Η ποιότητα των υλικών, η βαφή και το φινίρισμά τους είναι από εκείνα τα πράγματα που ο αναβάτης νοιώθει καθημερινά δια της αφής και της όρασης. Η σαγρέ-σατινέ υφή όσων πλαστικών δεν έχουν βαφή, θυμίζει σε ποιότητα το ταμπλό γερμανικών αυτοκινήτων της premium κατηγορίας και το ίδιο ισχύει για το κάλυμμα της σέλας. Τα βαμμένα πλαστικά γυαλίζουν και σε κανένα σημείο τους η μπογιά ή το βερνίκι δεν έχουν ατέλειες ή λιγότερο πάχος. Ακόμα και στην έκδοση S που οι σκούρες χρωματικές επιλογές για τους τροχούς κόβουν πόντους από την λάμψη του Beverly, η premium εικόνα παραμένει. Οι αρμοί στις ενώσεις των πλαστικών είναι ομοιογενείς σε όλα τα σημεία και τίποτα δεν τρίζει, ούτε τρέμει. Οι αρθρώσεις των μηχανισμών που ανοίγουν την σέλα και το ντουλαπάκι είναι απόλυτα στιβαροί και οι κλειδαριές τους (ηλεκτρική για την σέλα) έχουν ποιοτική αίσθηση και ήχο στο άνοιγμα και κλείσιμο. Ακόμα και το λάστιχο πάνω στο πάτωμα της ποδιάς που πατάνε τα πόδια σου είναι κορυφαίας ποιότητας αντιολισθητικό και έχει μεγάλο πάχος, εξουδετερώνοντας οποιονδήποτε κραδασμό θα μπορούσε να περάσει από τον κινητήρα στις πατούσες σου. Στο ίδιο επίπεδο βρίσκεται και η αίσθηση ποιότητας όταν χειρίζεσαι τους διακόπτες, όμως εδώ έχουμε να κάνουμε μια αρνητική παρατήρηση σε ότι αφορά την απόσταση που έχουν από τα γκριπ και μερικές φορές χρειάζεται να χαλαρώσεις το χέρι σου στο γκριπ για να μπορέσει ο αντίχειρας να φτάσει το κουμπί Mode που αλλάζει τις ψηφιακές ενδείξεις στα όργανα (οδόμετρο/μερικός χιλιομετρητής/θερμοκρασία περιβάλλοντος/ώρα) ή την κόρνα από την άλλη μεριά του τιμονιού.

Όταν το χρησιμοποιείς είναι καλύτερο

Όσο ευχάριστο για το μάτι και την αφή είναι το Beverly 300, τόσο καλύτερο γίνεται όταν αρχίζεις να το χρησιμοποιείς καθημερινά. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος για να πάρεις ένα scooter. Η έκδοση των 300 κυβικών που έχουμε εδώ (υπάρχει και Beverly 350) απευθύνεται σε όσους κινούνται κυρίως μέσα σε πολυσύχναστο αστικό περιβάλλον και χρησιμοποιούν περιστασιακά ή για μικρά χρονικά διαστήματα δρόμους ταχείας κυκλοφορίας. Με αυτόν τον κινητήρα (είναι πλέον Euro 4) η ιδανική ταχύτητα κίνησης στους ανοιχτούς αυτοκινητόδρομους είναι μεταξύ 110-120km/h στο κοντέρ. Η δύναμη του κινητήρα και η σχέση “γραναζώματος” της αυτόματης μετάδοσης μπορούν να στείλουν την βελόνα του κοντέρ πάνω από τα 130km/h χωρίς πρόβλημα στις ευθείες, όμως αν οδηγείς καθημερινά για μεγάλα χρονικά διαστήματα με πάνω από 120km/h στο κοντέρ η ζωή του ιμάντα θα είναι περιορισμένη και η κατανάλωση αυξάνεται δυσανάλογα σε σχέση με την οδήγηση μεταξύ 110-120km/h. Σε αυτό το σημείο μπορείς να θέσεις το ερώτημα, γιατί να μην αγοράσεις το φτηνότερο και πιο οικονομικό σε κατανάλωση Medley 150, το οποίο κινείται άνετα με 100-110km/h στους ανοιχτούς δρόμους. Η απάντηση βρίσκεται στις επιταχύνσεις και στην άνεση με την οποία το Beverly 300 πιάνει τα 120km/h και τα διατηρεί ακόμα και με δύο άτομα σε ανηφορικές ευθείες. Τα διπλάσια κυβικά του Beverly 300 δεν κρύβονται στις επιταχύνσεις από στάση, αλλά ούτε και στις επιταχύνσεις εν κινήσει. Το αίσθημα ασφάλειας όταν κινείσαι σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας δεν συγκρίνεται με τα μικρότερου κυβισμού scooter και αυτά τα 10-20km/h μεγαλύτερης τελικής ταχύτητας κάνουν τεράστια διαφορά όταν οδηγείς ανάμεσα σε αυτοκίνητα που κινούνται με 80-130km/h. Το αίσθημα ασφάλειας είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά του Beverly 300, που το κάνουν να ξεχωρίζει από οποιονδήποτε ανταγωνιστή του σε αυτή την κατηγορία. Η σταθερότητα σε όλες τις ταχύτητες είναι ασύγκριτη και παρά τις σκληρές αναρτήσεις της έκδοσης S, οι τροχοί παραμένουν πεισματικά πάνω στην άσφαλτο και οι αποσβέσεις τους χαρακτηρίζονται από ποιότητα λειτουργίας. Μαζί με τα ελαστικά της Michelin, το ABS της Bosch και το traction control, το Beverly 300 είναι ένα σκαλί πάνω σε επίπεδο ασφάλειας από τον ανταγωνισμό. Ειδικά το traction control, όχι μόνο δεν είναι μαρκετινίστικη υπερβολή, αλλά κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να αποτελεί (δια νόμου) στάνταρ εξοπλισμό σε όλα τα scooter, όπως και το ABS. Ο λόγος δεν είναι η υπερβολική δύναμη των scooter, αλλά η απουσία ελέγχου της λειτουργίας του συμπλέκτη από τον αναβάτη. Ειδικά στα πρωτοβρόχια που τα λασπόνερα κάνουν την επιφάνια των δρόμων επικίνδυνα γλιστερή. Το αυτόματο πατινάρισμα των scooter σε συνδυασμό με της μικρής διαμέτρου πίσω τροχούς, την πισώβαρη κατανομή μαζών και τα φτηνιάρικα κατά κανόνα ελαστικά τους, είναι η συνταγή μιας επιτυχημένης τούμπας – ακόμα και ξεκινώντας από το φανάρι.

Σε αντίθεση με το traction control που έχουν τα δύο mega-scooter της BMW, που δεν απενεργοποιείται και είναι υπερβολικά ευαίσθητο και παρεμβατικό, το σύστημα της Piaggio είναι πολύ πιο κοντά στις ελληνικές συνθήκες. Τι εννοούμε; Οι δρόμοι μας έχουν πολλές λακκούβες και ειδικά μέσα στις πόλεις είναι γεμάτοι μπαλώματα από τα εκατοντάδες μικρο-έργα της ΕΥΔΑΠ και των συνδέσεων φυσικού αερίου. Το αποτέλεσμα είναι τα υπερευαίσθητα traction control να κόβουν συνεχώς την παροχή δύναμης, προκαλώντας… λόξυγκα στον κινητήρα. Στο Beverly 300 η επέμβαση του traction control όταν περνάς πάνω από τέτοιες ανωμαλίες είναι λιγότερο έντονη, η δύναμη του κινητήρα επανέρχεται άμεσα και τελικά είναι ελάχιστες οι φορές που θα σου δημιουργήσει δυσφορία. Ίδιας φιλοσοφίας είναι και η ρύθμιση του ABS. Η λειτουργία του συγκρίνεται μόνο με τα συστήματα που έχουν οι καλές μοτοσυκλέτες, αφού δεν βιάζεται να επέμβει και δεν “κοιμάται” μέχρι να επαναφέρει την δύναμη στο σύστημα πέδησης. Έχει ξεχωριστό κανάλι για κάθε τροχό, οπότε η επέμβασή του είναι ανεξάρτητη εμπρός-πίσω. Η δύναμη πέδησης είναι άριστη από το πίσω φρένο, όμως το εμπρός θέλει πολύ δύναμη στην μανέτα για να δείξει την αποτελεσματικότητά του. Σε αίσθηση είναι σαφώς βελτιωμένα σε σύγκριση με την προηγούμενη γενιά των φρένων της Piaggio, όμως ακόμα λείπει από το εμπρός η αμεσότητα για να μπορείς να το χειριστείς αποτελεσματικά με ένα δάκτυλο στη μανέτα. Ίσως να το έχουν κάνει επίτηδες επειδή οι σκουτεράδες τρέμουν στην ιδέα να φρενάρουν δυνατά με το εμπρός, όμως με ένα τόσο καλό ABS και τα καλής ποιότητας ελαστικά που φοράει το Beverly 300, δεν δικαιολογείται η επιλογή αυτή.

Το ζουμί της ιστορίας

Η ποιοτική εμφάνιση και η αίσθηση ασφάλειας είναι τα δύο βασικά σημεία που διαπρέπει το Beverly 300, όμως ένα scooter αυτής της κατηγορίας θα πρέπει να είναι πρακτικό και με χαμηλό κόστος χρήσης. Το πραγματικό βάρος με γεμάτο ρεζερβουάρ είναι στα 174 κιλά και βρίσκεται στον μέσο όρο της κατηγορίας. Ως γνωστόν το βάρος έχει επίπτωση στην κατανάλωση, αφού όσο μεγαλύτερο είναι τόσο περισσότερο πρέπει να ανοίγεις το γκάζι. Το Beverly 300 είχε στα χέρια μας μια μέση κατανάλωση κοντά στα 3,8 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα και συμπεριλαμβάνει οδήγηση με ένα ή δύο άτομα στη σέλα, εντός και εκτός κέντρου πόλης. Με νευρική οδήγηση και επίμονα χουφτώματα στο γκάζι μπορεί να ξεπεράσεις τα 4 λίτρα/100km και με ένα άτομα στην σέλα και πιο ήρεμη οδήγηση μπορείς να κατέβεις εύκολα κάτω από τα 3,5 λίτρα/100km. Σε συνδυασμό με την μεγάλη χωρητικότητα του ρεζερβουάρ των 12,5 λίτρων, η αυτονομία ξεπερνά τα 200 χιλιόμετρα και αυτό είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα που λίγα scooter διαθέτουν. Γενικά στον τομέα της πρακτικότητας, η Piaggio έχει δουλέψει πάρα πολύ στις λεπτομέρειες, κάνοντας πολύ ευχάριστη την συμβίωση με το Beverly 300. Έχει δύο πρακτικά στην χρήση σταντ, το ντουλαπάκι στην ποδιά έχει βαθιές τσέπες για να βάλεις με ασφάλεια μικροαντικείμενα χωρίς να σου πέσουν στην άσφαλτο μόλις το ανοίξεις και ο χώρος κάτω από την σέλα φωτίζεται, οπότε αν ο γύφτουλας ιδιοκτήτης που νοικιάζεις το γκαράζ έχει κόψει το ρεύμα για να μην πληρώνει πάγια, εσύ μπορείς να δεις τα πράγματα που έχεις βάλει μέσα (βγαλμένο από προσωπική εμπειρία…). Χωράει άνετα ένα μεγάλο full-face κράνος και περισσεύει αρκετός χώρος ακόμα, αλλά δύσκολα θα βάλεις μέσα δύο κράνη, εκτός κι αν είναι μικρά jet. Πάντως πρέπει να προσθέσουμε ότι είναι επενδυμένος με μοκέτα, προστατεύοντας από τις γρατσουνιές τα προσωπικά σας αντικείμενα. Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες είναι που δείχνουν την εμπειρία της Piaggio στο σχεδιασμό scooter και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής σου με το Beverly 300.

Στα 4.320 ευρώ που ζητάει η Piaggio αυτή τη στιγμή για ένα Beverly 300, δεν υπάρχει κάτι άλλο στον ανταγωνισμό που να είναι φτηνότερο και να έχει το ίδιο επίπεδο εξοπλισμού. Βασικά δεν υπάρχει και τίποτα ακριβότερο που να έχει το ίδιο επίπεδο εξοπλισμού, τουλάχιστον σε ότι αφορά τον τομέα της ασφάλειας.

Διαχρονική σχεδίαση και κορυφαία ποιότητα υλικών και φινιρίσματος για τα όργανα που διαθέτουν όλες τις βασικές ενδείξεις σε αναλογική μορφή και τις δευτερεύουσες σε ψηφιακή. Από κάτω τους είναι το κουμπί απενεργοποίησης του traction control (ASR)

Το κουμπί Mode δεν αλλάζει χάρτες στην ρύθμιση του κινητήρα, απλώς επιλέγεις ενδείξεις στα ψηφιακά όργανα

Πολύ βελτιωμένο σε ποιότητα λειτουργίας το φυγοκεντρικό σύστημα των καινούριων Piaggio. Στο Beverly 300 η τελική ταχύτητα περιορίζεται λίγο πάνω από τα 135km/h στο κοντέρ

Η σέλα έχει ηλεκτρομαγνητική κλειδαριά και ανοίγει με το πάτημα ενός κουμπιού. Σε περίπτωση βλάβης υπάρχει και μηχανικός μοχλός μέσα στο ντουλαπάκι της ποδιάς

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Piaggio Beverly 300S

Αντιπρόσωπος:
Piaggio Hellas
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.190
Ύψος (mm):
-
Μεταξόνιο (mm):
1.535
Απόσταση από το έδαφος (mm):
-
Ύψος σέλας (mm):
790
Ίχνος (mm):
-
Γωνία κάστερ (˚):
-
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό
Πλάτος (mm):
780
Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):
 
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
 12,5/-
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 1ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
75 x 63
Χωρητικότητα (cc):
278
Σχέση συμπίεσης:
-
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
21 / 7.250
Ροπή (kg.m/rpm):
2,5 / 5.750
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
70
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Φυγοκεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Ιμάντα / -
Τελική μετάδοση / σχέση:
Ιμάντα / -
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
7,8
8,3
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
81
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου 4 θέσεων
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
14 Χ 3,5
Ελαστικό:
140/70-14
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος240 240mm με δαγκάνα δύο εμβόλων με δικάναλο ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ρολόι, στάθμη καυσίμου, ολικό χιλιομετρητή, μερικό χιλιομετρητή, θερμοκρασία ψυκτικού και ενδεικτικές λυχνίες για φλας, μεγάλη σκάλα φώτων, στάθμη λαδιού, κεντρικό και πλάγιο σταντ, προεγκατάσταση για PiaggioMultimediaCenter, ABS / Traction Control
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
90/34
Ρυθμίσεις:
-
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
16 X 3
Ελαστικό:
110/70-16
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 300mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και δικάναλο ABS

 

Δοκιμή μεταχειρισμένου: Ducati Monster 796 (2010-2014)

Άκρως ερωτεύσιμο
Ducati Monster 797
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

9/12/2022

Οι καμπύλες του ρεζερβουάρ στο Monster, τα υπέρογκα τελικά και ο στρογγυλός προβολέας δένουν απόλυτα με το δυναμισμό που εκπέμπουν το μονόμπρατσο ψαλίδι, το κόκκινο χωροδικτύωμα και οι διακοσμητικές εισαγωγές του αέρα, δημιουργώντας μια άκρως ερωτεύσιμη μοτοσυκλέτα

 

Το γούστο και η ξεχωριστή αισθητική των Ιταλών περνά σε όλες τους τις δημιουργίες. Το Monster 796 είναι ένα από αυτά και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2010. Όπως τα περισσότερα μοντέλα της ιταλικής εταιρείας ήταν ένας διάττοντας αστέρας και διέγραψε μια λαμπρή πορεία μέχρι το 2014, που αντικαταστάθηκε απ’ το 797. Αποτελούσε τη μεσαία πρόταση της Ducati και συνδύαζε στοιχεία τόσο απ’ τον Βενιαμίν όσο και τον μεγαλύτερο αδερφό της οικογένειας, σε ένα σύνολο που προοριζόταν αμιγώς για αστική χρήση.

Μονόμπρατσο και δύο εξατμίσεις στην ουρά

Σε αντίθεση με τα ιαπωνικά naked της εποχής, που στόχευαν στο χαμηλό κόστος απόκτησης και τις ισχυρές επιδόσεις, η Ducati δημιούργησε το Monster 796 παραμένοντας πίστη στις αρχές της, εστιάζοντας κυρίως στο χαρακτήρα και την εμφάνιση. Τότε, διαβάζοντας τα τεχνικά του χαρακτηριστικά μπορεί να έδειχνε ακριβό για αυτά που προσέφερε, ωστόσο σήμερα, οι μεταχειρισμένες επιλογές που είναι σε εξαιρετική κατάσταση, επιβεβαιώνουν την ποιότητα κατασκευής του, καθώς το χρώμα τους παραμένει έντονο και ζωηρό. Ο κινητήρας μπορεί να μην έχει κορυφαίες επιδόσεις, όμως συνεργαζόταν άρτια με τον ψεκασμό της Siemens μετά τις βελτιώσεις που είχε δεχτεί, μεταφέροντας ομαλότατα την αυξημένη –συγκριτικά με το 696- απόδοση.

Διάγραμμα δυναμομέτρησης Ducati Monster 797

Ωστόσο η τελική μετάδοση ήταν αδικαιολόγητα μακριά και η πρώτη αρκεί για τα στενά της πόλης, ενώ η δευτέρα κάτω απ’ τα 30km/h θέλει τη βοήθεια του συμπλέκτη, ο οποίος έχει μαλακή αίσθηση χάρη στην υδραυλική του οδήγηση. Το καλό με τη συγκεκριμένη μετάδοση είναι πως κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, σου επιτρέπει να κρατάς τις στροφές του κινητήρα χαμηλά, ταξιδεύοντας με 120-150km/h. Επειδή όμως το Monster 796 θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέσα στη πόλη, το “κόντεμα” της μετάδοσης θα ήταν ιδανικό, ώστε η πέμπτη σχέση να μπορεί να γεμίσει με περισσότερη άνεση. Τα φρένα της Brembo επιτελούν άρτια το έργο τους, όμως το ABS της Bosch (για όσα ήταν εξοπλισμένα με αυτό) έχει απρόβλεπτη λειτουργία πίσω.

Ι Ιταλοί ξέρουν να φτιάχνουν μοτοσυκλέτες που ξεχωρίζουν στο δρόμο
Το 797 εφμανίστηκε την εποχή που το λευκό χρώμα ήταν της μόδας

Η θέση οδήγησης είναι αρκετά άνετη και θα βολέψει τους περισσότερους αναβάτες είτε ψηλούς είτε όχι και είναι ελαφρώς πιο σπορ συγκριτικά με το 696 λόγω της χαμηλότερης κατά 10mm σέλας. Το μόνο αρνητικό είναι πως φορώντας συνθετικό παντελόνι γλιστράς προς τα εμπρός λόγω της λείας υφής του ρεζερβουάρ, με αποτέλεσμα να επιφορτίζονται με βάρος τα χέρια και τα “ευαίσθητα σημεία” του αναβάτη κατά τις έντονες επιβραδύνσεις. Ο συνεπιβάτης απ’ την άλλη δεν θα αισθάνεται τόση σιγουριά, αν το Monster 796 δεν διαθέτει τις χειρολαβές απ’ τον κατάλογο των αξεσουάρ.

Δύο δίσκοι εμπρός και δαγκάνες της Brembo. Το ABS ήταν μέρος του έξτρα εξοπλισμού Safety Pack
Από τις πρώτες μοτοσυκλέτες που είχαν ακτινικές δαγκάνες

Στον επαρχιακό δρόμο με σβέλτο ρυθμό το Monster 796 αποδεικνύει τη γνώση που έχουν οι Ιταλοί να φτιάχνουν ομοιογενείς σε συμπεριφορά μοτοσυκλέτες και δεν προβληματίζει. Αλλά μόλις ανεβάσεις περισσότερο το ρυθμό σου, τότε το μαλακό πιρούνι της Showa με τη γρήγορη επαναφορά δεν συνεργάζεται τόσο καλά με το άκαμπτο πλαίσιο. Ωστόσο, είναι κάτι που διορθώνεται με revalving κατά τη διάρκεια της συντήρησης του πιρουνιού. Το Monster 796, ακόμη και σήμερα παραμένει μια μοτοσυκλέτα που ξεχειλίζει από στιλ κυρίως λόγω του μονόμπρατσου ψαλιδιού, κάτι που απουσιάζει απ’ το 797 όπως και οι 14 ίπποι λόγω των προδιαγραφών Euro4. Συνεπώς, για όσους θέλουν ένα μεσαίο Monster, το 796 αποτελεί σχεδόν μονόδρομο καθώς είναι απ’ τα πιο όμορφα της σειράς, έχει περισσότερη δύναμη απ’ το 797 και πλέον είναι αρκετά προσιτό ως μεταχειρισμένο.

 

Ναι

Αποτελεί τη χρυσή τομή μεταξύ των Monster 696 και 1100

Όχι

Λόγω της μακριάς τελικής μετάδοσης

Γιατί

Έχει περισσότερη ιπποδύναμη απ’ το Monster 797, μονόμπρατσο ψαλίδι και είναι πιο φθηνό

Εύρος τιμών

Οι τιμές των μεταχειρισμένων ξεκινούν από €5.500 και φτάνουν τις €7.000 με τα περισσότερα να είναι σε εξαιρετική κατάσταση.

Τι πρέπει να προσέξετε

Στη χώρα μας έχουν υπάρξει μεμονωμένα περιστατικά, όπου κάποια Monster 796 παρουσίασαν αστάθεια στο ρελαντί, όπως συνέβαινε και στο Hypermotard 796. Η αντιπροσωπεία ανέφερε πως δεν έχει γίνει κάποια ανάκληση για τα Monster 796, ενώ για την επίλυση του θέματος μπορεί να χρειάζεται η αλλαγή της ECU όπως συνέβη και στο Hypermotard.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος: Τετράχρονος, αερόψυκτος, δικύλινδρος V90ο, με 2 βαλβίδες ανά κύλινδρο και δεσμοδρομικό σύστημα κίνησής τους

Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 88 x 66       

Κυβικά (cc): 803

Σχέση συμπίεσης: 11:1

Ανάφλεξη: Ψηφιακή

Τροφοδοσία: Ηλεκτρονικός ψεκασμός

Σύστημα εκκίνησης:        Μίζα

Σύστημα εξαγωγής:        2 σε 1 σε 2

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Τύπος συμπλέκτη: Υγρός, πολύδισκος, υδραυλικός, μονόδρομος με σύστημα ATPC

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος: Ατσάλινο χωροδικτύωμα με τον κινητήρα ως βασικό δομικό στοιχείο του, υποπλαίσιο αφαιρούμενο από αλουμίνιο

Γωνία κάστερ (o): 24

Ίχνος (mm): 89

Μεταξόνιο (mm): 1.450

Ύψος σέλας (mm): 800

Βάρος κατασκευαστή γεμάτη (kg): -

Πραγματικό βάρος γεμάτη, ζυγισμένη (Kg): 186

Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l): 15

 

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Εμπρός: Ανεστραμμένο πιρούνι

Διάμετρος (mm): 43

Διαδρομή (mm):    120

Ρυθμίσεις: Καμία

Πίσω: Ένα αμορτισέρ

Διαδρομή (mm): 148

Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίου και απόσβεση επαναφοράς

 

ΦΡΕΝΑ

Εμπρός:       Δύο δίσκοι 320mm με δαγκάνες Brembo τεσσάρων εμβόλων ακτινικά τοποθετημένη, αντλία Brembo και επιλογή συστήματος ABS

Πίσω:           Ένας δίσκος 240mm με δαγκάνα δύο εμβόλων της Brembo και σύστημα ABS

 

ΤΡΟΧΟΙ

Εμπρός

Ελαστικό:     120/70-17

Πίσω

Ελαστικό:     180/55-17

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ψηφιακός πίνακας με στροφόμετρο με μπάρες, ταχύμετρο, ολικό χιλιομετρητή, μερικό χιλιομετρητή, χιλιομετρητή ρεζέρβας, ρολόι, δείκτη θερμοκρασίας αέρα, χρονόμετρο, επιλογή απενεργοποίησης ABS, μπάρες ένδειξης θερμοκρασίας λαδιού, ενδεικτικές λυχνίες για φλας, μεγάλη σκάλα φώτων, ρεζέρβα, νεκρά, λειτουργία ABS, shift light, στάθμη λαδιού, διάγνωσης κινητήρα, immobilizer, βασικά εργαλεία κάτω από την σέλα

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)

Μέση: 5,6

Ελάχιστη: 5,1

Μέγιστη: 5,9

ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)

Μέση: 267,8

Ρεζέρβα: -

Αντ/κά

Προτεινόμενη Λιανική (με ΦΠΑ 24%, €)

Έμβολο πλήρες:

272,39

Μπιέλα:

245,45

Τελικό εξάτμισης:

988,24

Εμπρός φτερό: 

179,13

Εμπρός τροχός:

1.082,29

Προβολέας:

294,63

Μανέτα φρένου:

128,31

Σέλα αναβάτη /συνεπιβάτη:

141,82

Πλαίσιο:

1.170,93