Συγκριτικό 600cc 1986: Συγγενείς χωρίς συγγένεια!

Αναδημοσίευση αρχείο ΜΟΤΟ 1986!
18/5/2019

Συγκριτικό τεστ 600cc 1986!! Τα όνειρα που μεγαλώσαμε!

Yamaha XT 600 Tenere - Honda XL 600 - LM Kawasaki KLR 600 - Suzuki DR 600 - Yamaha XT 600 - Honda XLR 600

Το MOTO είναι αυτή την στιγμή το περιοδικό με την μεγαλύτερη συνεχή παρουσία στην Ελλάδα, και εκτός ειδικού τύπου! Δεκαετίες αδιάκοπης ιστορίας, έχοντας οδηγήσει οτιδήποτε έχει κυκλοφορήσει στον κόσμο όλα αυτά τα χρόνια και συνεχίζουμε ακάθεκτοι καθώς το πάθος με το οποίο ξεκίνησε το περιοδικό μας, αντί να καταλαγιάσει αυξάνεται ολοένα και περισσότερο! Χωρίς να αναπολούμε λοιπόν, γυρίζουμε πίσω στον χρόνο, πολύ πίσω, γιατί η γνώση πρέπει να έχει ρίζες αλλιώς δεν μεγαλώνει. Ήταν Οκτώβριος του 1986, ακόμη δεν είχαμε συμπληρώσει έναν ολόκληρο χρόνο και ήδη κάναμε κάτι που ήταν πρωτοποριακό για την εποχή, ένα υπερσυγκριτικό σε μία κατηγορία που -λες και πάντα στην Ελλάδα- είχε τεράστια απήχηση. Ένα συγκριτικό που έως τώρα δεν υπήρχε σε ψηφιακή μορφή, και μας πήρε πολύ χρόνο για να το αναστήσουμε ώστε να υπάρχει και… ηλεκτρονικά! Από αύριο το MOTO θα οδηγεί το νέο Tenere 700 στην παρουσίασή του στην Ισπανία. Ως θυμηθούμε όμως γιατί αυτό το όνομα είναι γνωστό ακόμη και σε όσους οδηγούσαν τότε μονάχα…ποδήλατο, μερικοί και με βοηθητικές, κάνοντας όνειρα για μία μοτοσυκλέτα στο μέλλον! Ας δούμε πώς ήταν τότε τα πράγματα στην φοβερή αυτή κατηγορία που μεγάλωσε ολόκληρες γενιές Ελλήνων αναβατών…

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

Οκτώβριος 1986

Συγγενείς χωρίς συγγένεια

Όλοι γνωρίζουν τη μητέρα όλων των σημερινών ON-OFF 600cc. Είναι η Yamaha με το XT 500 που ακόμη και σήμερα σε ορισμένες χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, περνάει η μπογιά της όπου και κατασκευάζονται πανομοιότυπα της κλασσικής αυτής μοτοσυκλέτας. Όλοι επίσης γνωρίζουν τον πατέρα που δεν είναι άλλος από το Paris – Dakar και τα αφρικάνικα ραλλύ. Κανείς όμως δεν φαντάζεται τον κουμπάρο, που όντας αρκετά δραστήριος έχει διαφοροποιήσει αρκετά μεταξύ τους τις όμοιες μοτοσυκλέτες.

Αυτό είναι επιγραμματικά το συμπέρασμα από τη δοκιμή των «έξι». Πώς γίνεται όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο τη στιγμή που οι «συγγενείς» έχουν τόσο παραπλήσια χαρακτηριστικά; Κυβισμός διαστάσεις, διαδρομές αναρτήσεων, φρένα, ιπποδυνάμεις, κλπ. Κλπ. Είναι τόσο όμοια που αναρωτιέσαι πώς γίνεται να διαθέτουν τόσο διαφορετικό χαρακτήρα. Ίσως ο… κουμπάρος να έβαλε το… χέρι του.

Τεστ

Η σημερινή εικόνα της κατάστασης αυτών των μοντέλων είναι αρκετά πολύπλοκη αλλά και ξεκάθαρη. Κάθε μια έχει το προσωπικό μοναδικό στυλ που θα προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε σε αυτό το τεστ. Η αναφορά θα γίνεται συγκριτικά κάθε φορά ενώ στο τέλος υπάρχει η σκιαγράφηση της κάθε μιας στην προσπάθεια να γίνουν αντιληπτές οι ιδιαιτερότητες αλλά και το στυλ της κάθε μιας. Ας δούμε λοιπόν πως θα ξεκινήσουμε…

ΖΒΙΙΝ – ΤΟΥΦ – ΤΟΥΦ…

… κάνουν οι τρεις απ’ αυτές για να πάρουν μπροστά. Η Tenere που στο εξής θα λέγεται XTZ ή XLLM και η KLR διαθέτουν το μαγικό κουμπάκι στο δεξί μέρος του τιμονιού και αφήνουν τους ιδιοκτήτες των υπόλοιπων δηλ. DT, XT, XLR να ιδροκοπούν με τις μανιβέλες τους. Όμως καλού κακού όλες διαθέτουν μανιβέλα γιατί δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται, και οι τρεις θα ιδροκοπούσαν σπρώχνοντας τα θηρία των 200 κιλών… Πολυτέλεια εκ του ασφαλούς λοιπόν που καμία φορά κοστίζει, όπως στην περίπτωση των πρώτων KLR με μίζα. Φθείρονται τα γρανάζια μπλοκάριζε η μίζα και την πλήρωνε ο ιδιοκτήτης. Αρκετά ηχητικά ανατριχιαστική είναι και η μίζα της XTZ ειδικά όταν δεν καταλήξει σε εκκίνηση του κινητήρα. Πιο υγιεινά απ’ όλες ακούγεται αυτή της XLLM που έχοντας την τραυματική εμπειρία απ’ τα FT 500, ή Honda, κατάφερε να λύσει τα προβλήματα με τις μίζες.

ΓΙΑΤΙ

Όμως άρχισαν να χρησιμοποιούνται μίζες σε μοτό που υποτίθεται ότι διαθέτουν το χαρακτήρα της περιπέτειας; Θυμίζει ίσως λίγο την παραλλαγή της γνωστής διαφήμισης τσιγάρων όπου ο ήρωας μετά την πάλη με κροκόδειλους και τα στοιχεία της φύσης απολαμβάνει τη γεύση που «τάδε» ανάβοντάς το με χρυσό Ronson αντί του πυρωμένου κούτσουρου.

Για να μπορεί ίσως κάθε ανήμπορος να δείξει ότι μπορεί να δαμάσει και να κυβερνήσει τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες. Τις βλέπουμε καθαρά σαν μέσο διαφήμισης στο κυνήγι των πελατών και όχι σαν λύση. Άλλωστε δεν είναι και τρομερό πράγμα η μανιβέλα. Αρκεί να έβλεπε κανείς την ευκολία με την οποία κάθε ιδιοκτήτης ξεκίναγε τη δική του μοτοσυκλέτα του τεστ και τις δεκάδες μανιβελιές που χρειαζόμασταν εμείς, για να καταλάβει ότι είναι καθαρά θέμα τεχνικής και προσαρμογής στην κάθε μοτοσυκλέτα. Δεν χρειάζεται δύναμη, απλώς γνώση της ειδικής κάθε φορά τεχνικής. Οποιοσδήποτε μπορεί να σταθεί στα πόδια του μπορεί και να εκκινήσει αυτούς τους κινητήρες. Δεν αντιτιθόμαστε στην πρόοδο απλώς θεωρούμε ότι η μίζα δεν είναι απαραίτητη.

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΙΣΤΟΝΙΑ

Λίγο πολύ όλοι οι κινητήρες κάνουν σαφές ηχητικά ότι πρόκειται για μεγάλα μονοκύλινδρα, αν και οι εξατμίσεις κάναν πολύ καλή δουλεία.

Απ’ τους συμπλέκτες ξεχωρίζουν εκείνοι των DR και των XT. Των DR για τη μεγάλη τους διαδρομή και τη διάρκεια μέχρι να γίνει αισθητό το πάτημα των δίσκων και στα XTτο αντίθετο. Όλη η διαδικασία σύμπλεξης – αποσύμπλεξης αντιστοιχεί σε 2εκ. στην άκρη της μανέτας του ΧΤ και ΧΤΖ ενώ στο DR χρειάζεται όλη σχεδόν η διαδρομή.

Πιθανότατα αυτός είναι του τεστ μέσα 48.000 χιλιόμετρα να έχει αλλάξει τέσσερις φορές!!! Δίσκους και πατινάρει πάλι! Δηλαδή πάει για 5η στις 50.000 χλμ. Η κατάσταση είναι απελπιστική αν σκεφτεί κανείς το κόστος. Το άλλο DR πάντως με 9.000χλμ δεν είχε ακόμη πρόβλημα.

Οι κινητήρες των XL (R και LM) καθώς και της KLR Βρίσκονται στα ίδια επίπεδα μεταξύ των δύο αυτών «ακραίων». Γνώμη μας ότι προτιμότερο είναι το άκρο των ΧΤ γιατί οι αλλαγές γίνονται αστραπιαία αν χρειαστεί.

Πατώντας με το αριστερό πόδι στο λεβιέ των ταχυτήτων το DR έρχεται πάλι στο προσκήνιο με τις μακριές του σχέσεις. Πρώτη και δευτέρα θα μπορούσε άνετα να είναι «μιάμιση» (μεταξύ 1ης και 2ας) και τρίτη ενός λογικού σασμάν. Και οι άλλες μοτοσυκλέτες όμως δεν πάνε πίσω, που στο κυνήγι της τελικής έχουν τραβήξει απ’ τα μαλλιά τις σχέσεις παρουσιάζοντας μακριά κιβώτια. Την τιμή τους στο θέμα περισώζουν κάπως η KLR με τα ΧΤ χάρη στη χαμηλή τους ροπή ενώ τα XL και ειδικά το XLR έχει το μαύρο του το χάλι όσον αφορά το τράβηγμα στις χαμηλές στροφές.

Ένα ακόμη ελάττωμα των DR στην τελική σχέση μετάδοσης είναι ότι «τρώει» το ρεγουλατόρο της αλυσίδας απαιτώντας τη συχνή αντικατάστασή του. Τεντωτήρας δεν υπάρχει πουθενά, ενώ και η προστασία της αλυσίδας από λάσπες είναι ελλιπής. Άλλωστε δεν είναι και μέσα στο πρόγραμμα του ιδιοκτήτη οι συχνές επαφές με λάσπη, απ’ τη στιγμή που θα διαλέξει μια απ’ τις παραπάνω. Άλλη λίγο άλλη πολύ έχει πρόβλημα στην επαφή με το χώμα. Γι’ αυτό ας δούμε πως τα καταφέρνει κάθε μια στις διάφορες…

ΧΡΗΣΕΙΣ

Από το σημείο που αυτό μπορεί να γίνει ο βασικό διαχωρισμός των «6» σε «2» και «4». Όπως όλοι καταλάβατε οι «2» είναι η ΧΤΖ και η XLLM και οι «4» είναι οι υπόλοιπες δηλαδή KLR, DR, XT και XLR.

Από τους «4» τώρα μπορούμε να ξεχωρίσουμε κάπως το DR και να το τοποθετήσουμε μεταξύ των «2» και των «3» πλέον.

Μετά το χαλάζι ακολουθεί η λιακάδα, και λογικά μετά το μπλέξιμο έρχεται το ξέμπλεγμα. Ηρεμήστε λοιπόν και συνεχίστε να διαβάζετε.

Η XLLM και η XTZ έχουν ξεφύγει πλέον από το χαρακτηρισμό ψευδοεντούρο ή καλύτερα διπλής χρήση. Είναι πλέον μοτοσυκλέτες μιας χρήσης και για μας καμίας χρήσης δηλαδή άχρηστες. Ειλικρινά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την λογική των αγοραστών τέτοιων κατασκευών. Οι κατασκευαστές δικαιολογούνται γιατί ξέρουν ότι θα πουλήσουν. Οι αγοραστές όμως;

Οι μοτοσυκλέτες αυτές έχουν πρόβλημα στην κυκλοφορία της πόλης, δεν κάνουν για χώμα, δεν είναι ευχάριστα παιχνίδια, είναι βαριές δύσχρηστες και το μόνο που προσφέρουν είναι μια άνεση σε ταξίδια με ένα ή δύο άτομα, και μια ικανοποιητική συμπεριφορά στην άσφαλτο.

Τα εργοστάσια κατασκευής ξέρουν φυσικά πόσο απαιτητικοί αι σχετικοί θα είναι οι πελάτες τους, και φανερώνουν το ενδιαφέρον τους με την πίσω ανάρτηση της ΧΤΖ και την κατανομή του βάρους της XLLM.

Η προφόρτιση του ελατηρίου της ΧΤΖ είναι σχεδόν τελειωμένη με αποτέλεσμα η πολύ μαλακή πίσω ανάρτηση να παραμείνει έτσι για πάντα. Η λειτουργία της θυμίζει έντονα βάρκα διαγράφοντας τεράστιες υψομετρικές διαφορές σε κάθε ανωμαλία. Η διαδρομή της εξανεμίζεται μόλις ανέβει συνεπιβάτης ενώ το μοναδικό θετικό αυτής της κατάστασης είναι ότι το ύψος της σέλας γίνεται έτσι προσιτό, αχρηστεύεται όμως το σταντ. Για να είναι ήσυχος ο κάτοχος της ΧΤΖ ότι δεν θα του πέσει απ’ το σταντ μόλις φυσήξει βοριαδάκι, πρέπει να παρκάρει τη μηχανή πάνω στο πεζοδρόμιο και το σταντ να πατάει στο δρόμο ή μέσα σε κανένα παρτεράκι του δήμου.

Για να κλείσουμε εδώ το θάψιμο της XTZ και να περιλάβουμε την XLLM αναφέρουμε ένα ακόμη σημαντικό μειονέκτημα στην κατασκευή της Yamaha. Το φως που πιστεύουμε ότι θα αποτελεί ένα από τα ατού της όπως έχουμε συνηθίσει απ’ τη Yamaha, δεν χρησιμεύει περισσότερο απ’ το φεγγάρι για το φωτισμό του δρόμου. Κι αυτό γιατί μέρος του φωτισμού που κάνει ορατό το φεγγάρι, προέρχεται από τις ανά τον κόσμο κυκλοφορούσες Tenere… Με λάθος στη βάση, που τοποθετεί τον προβολέα ψηλά και την καθισμένη πίσω ανάρτηση, η δέσμη κατευθύνεται κατ’ ευθείαν στο φεγγάρι. Μπορείτε όμως να στραβώσετε λίγο τη βάση αφού παλέψετε με τα ασφυκτικά στριμωγμένα καλώδια και να ανακτήσετε το φως σας…

Όσο αν η Yamaha απέτυχε σε ορισμένους τομείς, διαθέτει ωστόσο αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά, όπως το χαμηλό κέντρο βάρους και η σωστή θέση οδήγησης που μπορούν να της ανεβάσουν κάπως το ηθικό.

Όσο όμως η XLLM δεν διαθέτει προβλήματα με τα φώτα, το σταντ και τις αναρτήσεις, χωλαίνει σε ένα πολύ πιο βαρύ χαρακτηριστικό. Την κατανομή των μαζών. Αν κοιτάξετε και στις φωτογραφίες, η θέση οδήγησης της Yamaha είναι αρκετά πιο μπροστά απ’ αυτή της XLLM.

Επιπλέον το ρεζερβουάρ της XLLM απλώνεται προς το πιρούνι και όλα αυτά έχουν το δυσάρεστο αποτέλεσμα, ο οδηγός να νιώθει ότι όλο το βάρος της μοτοσυκλέτας είναι μπροστά του. Στο χώμα η μπροστινή ανάρτηση σηκώνει τα χέρια αφού της είναι αδύνατον να καθοδηγήσει τη μοτοσυκλέτα με τέτοιο βάρος στην πλάτη, ενώ ο αναβάτης νιώθει ότι πρέπει να συγκρατήσει ένα σακί τσιμέντο που προσπαθεί να του φύγει απ’ τα χέρια. Όλα αυτά εξηγούνται απλά με το γεγονός ότι ο αναβάτης κάθεται πίσω απ’ το κέντρο βάρους της μοτοσυκλέτα και όχι πάνω απ’ αυτό.

Στην άσφαλτο το πρόβλημα δεν είναι τόσο έντονο όπου η συμπεριφορά της XLLM είναι αρκετά καλή αλλά το πίσω λάστιχο της αφαιρεί ακόμη ένα μέρος απ’ το κράτημα, με την προβληματική του πρόσφυση κυρίως στο φρενάρισμα.

Μ’ όλα αυτά σχεδόν πειστήκαμε ότι οι δύο αυτές κατασκευές δεν αποσκοπούν στη συλλογή θαυμαστικών και καλώ κριτικών αλλά στην τυφλή λόγω διαφήμισης αποδοχή τους από το αγοραστικό κοινό. Τη στιγμή μάλιστα που ακριβώς δίπλα τους υπάρχουν κατασκευές από τις ίδιες εταιρείες που τις υποσκελίζουν σε κάθε σημείο σύγκρισης.

Η απλή ΧΤ 600 και η XL 600 RM. Για την πρώτη μπορούμε να εγγυηθούμε για την λειτουργικότητά της και το θαυμαστό χαρακτήρα της για τη δεύτερη υποθέτουμε και δεχόμαστε τις κριτικές των ξένων εντύπων.

Η σημαντικότερη επιτυχία της Yamaha στην ΧΤΖ είναι το γεγονός ότι κατάφερε πραγματικά να μεταφέρει το κέντρο βάρους πολύ χαμηλά, εξασφαλίζοντας σχεδόν τα προβλήματα που θα δημιουργούνταν απ’ το συνδυασμό βάρος + ύψος. Η θέση οδήγησης είναι απόλυτα σωστή και ο αναβάτη παρ’ ότι δεν μπορεί να μεταφερθεί μπροστά τόσο όσο και στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες χώματος, νιώθει όμως ότι από εκεί που βρίσκεται ελέγχει απόλυτα τη μοτοσυκλέτα και συνειδητοποιεί αρκετά καλά τα όριά της. Η μπροστινή ανάρτηση είναι πηγή χαράς για τον οδηγό αφού δεν πρόκειται να τον απασχολήσει ούτε στιγμή στην άσφαλτο ή στο χώμα. Το 41mm διαμέτρου πιρούνι προσφέρει απόλυτη σταθερότητα στην ευθεία όχι όμως και σε ταχύτητες κοντά στην τελική των 170 + χλμ./ώρα  όπου δίνει την αίσθηση της απογείωσης. Το αξιοπερίεργο είναι πως η τόσο μαλακή πίσω ανάρτηση δεν επηρεάζει τόσο την ευστάθειά της στις ψηλές ταχύτητες ενώ παράλληλα προσφέρει ένα άριστο κράτημα στην άσφαλτο με ένα ή δύο άτομα. Συμπληρωματικά αξίζει να αναφέρουμε ότι και τα λάστιχα της XTZ είναι απόλυτα επιτυχημένα για την χρήση τους και δεν υπάρχει κανένας λόγος να αλλαχτούν πριν την ώρα τους.

Η XLLM χωρίς να επιδιώκει κριτικές θαυμασμού για την θέση οδήγησης ωστόσο προσφέρει μια άνεση κυρίως στα πόδια όπου οι γωνίες δεν ξεπερνούν τις 90ο. Σε ψηλές ταχύτητες η LM δίνει την εντύπωση ότι «κάθεται» στο δρόμο ανεβάζοντας τα αισθήματα ασφάλειας του οδηγού της που μπορεί να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ τις ανωμαλίες του δρόμου που καθόλου δεν θα επηρεάσουν την πορεία της XLLM. Μόλις όμως έρθει η στιγμή για το φρενάρισμα, το δισκόφρενο με τη μακρά παράδοση (Honda = καλά φρένα) θα πρέπει να καλύψει και το κενό που δημιουργεί το μπλοκάρισμα του πίσω τροχού εξαιτίας του κακού ελαστικού.

Η μικρή διάμετρος και το μικρότερο βάρος της ρόδας, συντελούν στην ευκολότερη ακινητοποίησή του λόγω χαμηλής αδράνειας.

Τα φώτα της XLLM είναι από εκείνα που όπως λέμε «σκοτώνουν», δεν μπορούμε όμως δυστυχώς να πούμε το ίδιο και για τον κινητήρα που την τοποθετεί στην τελευταία θέση των «6» τόσο σε δύναμη όσο και σε ροπή. Παρά τις βελτιώσεις του από την XLR είναι ακόμη ανεπαρκής για τα κιλά της LM.

Ο συνεπιβάτης τώρα σίγουρα θα προτιμήσει τη θέση πάνω στην ΧΤΖ παρά την XLLM όπου η σέλα ίσα-ίσα χωράει το απαιτητικό στην άνεση μέρος αυτού του σώματος.

ΟΤΑΝ ΛΕΙΠΟΥΝ ΟΙ «2»

Απομένουν οι υπόλοιποι τέσσερις για να ακούσουν ο καθ’ ένας τα δικά του.

Ξεκινώντας απ’ το φλέγον μέρος κάτω απ’ το ρεζερβουάρ θα αναφερθούμε πρώτα στις επιδόσεις. Για όσους προτιμούν τις απόλυτες συγκρίσεις προκαταβολικά αναφέρουμε ότι οι δύο μεγάλες ΧΤΖ και XLLM καταλαμβάνουν την 5η και 6η θέση στην κατάταξη των επιδόσεων, δηλαδή τις δύο τελευταίες.

Η σειρά με την οποία μετρήσαμε τις επιδόσεις, δηλαδή τη μέθοδο των ανά δύο παρακειμένων και ταυτοχρόνως εκκινούντων οχημάτων, μας επιφύλαξε μια ευχάριστη έκπληξη. Αρχικά πιστέψαμε ότι η KLM είναι απ’ τις ταχύτερες αφού έριχνε άνετα στην Tenere. Λίγο μετά εκπλαγήκαμε όταν η μικρή παλιά XLR έκανε στον οδηγό της KLR να μην μπορεί να διαβάσει τον αριθμό κυκλοφορίας της μετά από 1km. Τότε είπαμε το θέμα έληξε, η XLR η πιο δυνατή.

Ωστόσο στη διαμάχη μεταξύ DR και ΧΤ με επικράτηση του ΧΤ ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Έτσι, στην τελική κρίση η ΧΤ 600 ανέβηκε πρώτη στο βάθρο υποσκελίζοντας όλες τις υπόλοιπες. Η DR με την XLR έρχονται πίσω κοντά μεταξύ τους, πιο η KLR και ακολουθούν όπως είπαμε ΧΤΖ και XLLM.

Όμοια είναι η κατάσταση και στις επιταχύνσεις όπου η XT 600 ξεκόλαγε σαν να είχε από τρίτη στο κιβώτιο αντί πέμπτη από τα 60 και τα 100 χλμ./ώρα.

Η KLR και ΧΤΖ ακολουθούν, πιο πίσω η DR και τελευταίες οι δύο του “Big H” XLLM και XLR που ακόμα και τώρα θα προσπαθεί να ξεκολλήσει…

Αυτά ήταν τα στυγνά αποτελέσματα των μετρήσεων των επιδόσεων όπου διαφαίνεται καθαρά η απόλυτη επικράτηση της ΧΤ σε δύναμη και ροπή! Αν σ’ αυτά τα δυο στοιχεία προσθέσουμε και την κατανάλωση που είναι χαμηλότερη όλων των υπολοίπων (πλην ίσως της XLR) βγαίνει το συμπέρασμα ότι μέχρι στιγμής, για μας η XT 600 είναι στην κορυφή.

ΥΨΟΜΕΤΡΑ

Δεδομένου ότι το πρώτο ενδιαφέρον στα χαρακτηριστικά των μοτοσυκλετών αυτώ είναι η ευχρηστία, βγαίνει ένα ακόμη γρήγορο συμπέρασμα. Βασιζόμενοι στην σπουδαιότητα του μικρού ύψους σέλας αναφέρουμε ότι η ΧΤ 600 με την XLR 600 κερδίζουν τις καλύτερες κριτικές χάρη στο χαμηλό ύψος τους.

Ο αναβάτης δεν νιώθει ποτέ ανήμπορος να κουμαντάρει τις δυο αυτές μοτοσυκλέτες με τα πόδια στη γη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του DR όπου ο οδηγός ακροβατεί (DR 930mm, XT – XLR: 860mm ύψος σέλας). Σε εδνιάμεσα επίπεδα βρίσκονται οι υπόλοιποι ενώ ήρθε η ώρα για την χαριστική βολή στην XLR 600 που θα τη θέσει εκτός μάχης.

XALIA

Η XLR 600 είναι μια μοτοσυκλέτα διπλής χρήσης που αυτοκαταστρέφεται απ’ τα ίδια της τα χαρακτηριστικά. Αυτό σημαίνει ότι το α’ χαρακτηριστικό που της προσδίδει κάποιο πλεονέκτημα συγκρούεται με το β’ και αχρηστεύονται. Παρακολουθείστε παραδείγματα: Η XLR όπως είπαμε έχει πολύ καλή δύναμη ψηλά επομένως μπορεί να κινηθεί γρήγορα από πλευράς κινητήρα (αυτό είναι το α). Το δυσάρεστο γεγονός είναι ότι η XLR από τα 110-120km/h και πάνω, κάνει κάτι για το οποίο ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός είναι, σπαρταράει. Κατά τη διάρκεια των μετρήσεων όταν βλέπαμε μπροστά μας την XLR λέγαμε: «Το βλάκα το Βασίλη, γιατί κουνάει το τιμόνι» και στο τέλος ο καημένος ο Βασίλης ομολογούσε ιδρωμένος ότι το κρατούσε με όλη του τη δύναμη να μην κουνάει. Το φταίξιμο εδώ προσδίδεται εν μέρει στο μπροστινό φτερό που στις ταχύτητες αυτές «χτυπιέται» Απ’ τον αέρα παρασύροντας μαζί του το τιμόνι και την ψυχή του οδηγού. Η αλλαγή του και η τοποθέτηση ενίσχυσης μπορεί να το εξαλείψει δεδομένου ότι συντελούν και άλλοι παράγοντες όπως οι μικρές διαστάσεις, η μικρή γωνία κάστερ, το ίχνος κλπ. Άρα, συμπερασματικά η διασκέδαση (με ασφάλεια) με την XLR σταματά στα 120.

Παράδειγμα δεύτερο: Η XLR όπως είπαμε έχει μικρές διαστάσεις, δεν είναι τόσο βαριά, είναι ευέλικτη με πολύ καλή συμπεριφορά στην κίνηση της πόλης (το β αυτό). Το β’ είναι ότι για να κινηθεί κανείς αργά και ειδικά στην πόλη, χρειάζεται ροπή. Δεν μπορεί κανείς να κινείται με 6.000 στροφές στην πόλη… Και δεν είναι τόσο το πρόβλημα της μεταφοράς αλλά εκείνο της ενεργητικής ασφάλειας που προσφέρουν όλες οι υπόλοιπες μονκύλινδρες 600cc (και 550 ή 500 ακόμη και 400cc). Όταν δε μιλάμε για ενεργητική ασφάλεια στην πόλη εννοούμε την ροπή χαμηλά, το «μπαμ» επί το λαϊκότερο.

Η XLR δεν έχει «μπαμ» παρά μόνο… «πιφ».

Άρα η XLR δεν κάνει για γρήγορη οδήγηση δεδομένου ότι ακόμη και σε στροφές επαρχιακού δρόμου διώχνει πολύ νωρίτερα από τις υπόλοιπες. Δεν κάνει, όσο οι άλλες για κίνηση στην πόλη. Για τι κάνει λοιπόν; Ευτυχώς που είναι η καλύτερη όλων στο χώμα και περισώζει κάπως το γόητρό της. Όμως κανείς δεν θα την προτιμήσει γιατί είναι καλή στο χώμα, όπου και η ΧΤ και η DR δεν τα καταφέρνουν άσχημα.

Κόπηκε λοιπόν στις γενικές εξετάσει η XLR 600 παίρνοντας τον βαθμό 2 (καλή συμπεριφορά στο χώμα και χαμηλή κατανάλωση βενζίνης).

DISCO – ΦΡΕΝΑ

Αφού μιλήσαμε για επιδόσεις και ξεγυμνώσαμε την XLR ας πούμε δύο κουβέντες για τα φρένα των «6». Πράγματι δεν χρειάζονται περισσότερο από δύο, δεδομένου ότι και οι έξι βρίσκονται στα ίδια επίπεδα. Τα δισκόφρενα που όλες διαθέτουν χαρακτηρίζονται από την υψηλού επιπέδου απόδοση σε όλες τις μοτοσυκλέτες. Ξεχωρίζει πάντως αυτό της XLLM και XLR με τα διπλά έμβολα με μια ακρίβεια στη μανέτα και την πανίσχυρη αποτελεσματικότητά του. Της XT και της KLR έχουν παραπλήσια αίσθηση με την απαίτηση κάποιας δύναμης στη μανέτα αλλά καλό τελικό αποτέλεσμα. Καλό και το δισκόφρενο της DR αλλά… ακριβό. Φαίνεται τελικά πως η «ψηλή» της Suzuki έχει έντονη αδυναμία στα αναλώσιμα υλικά. Εκτός από δίσκους συμπλέκτη καταβροχθίζει και τακάκια του δισκόφρενου με συχνότητα ένα σετ κάθε 8.000-9.000 χιλιόμετρα! Υπερβολική συχνότητα πιστεύουμε που σε συνδυασμό με τους δίσκους ανεβάζει το ανά χιλιόμετρο κόστος της DR.

Τα πίσω φρένα έχουν κάποιες μεταξύ τους διαφορές αφού ξεχωρίζει σαν καλύτερο σε αίσθηση και αποτελεσματικότητα εκείνο της ΧΤΖ που επιπλέον δεν μπλοκάρει. Η μοτοσυκλέτα όμως ήταν καινούργια (2.500χλμ.) και δεν μπορούμε να ξέρουμε γι’ αργότερα. Όπως μπορούμε να πούμε για της KLR ότι μετά από 14.000 υπήρχε μόνο το πεντάλ να θυμίζει ότι υπάρχει φρένο πίσω ενώ η DR μετά την πρώτη αλλαγή στα 18.000χλμ (πολύ ικανοποιητικό διάστημα) έχασε το πίσω της φρένο. Στις XL συμβαίνει το ίδιο τελικά φαινόμενο του μπλοκαρίσματος. Στη μεν LM λόγω δύναμης και κακής πρόσφυσης του ελαστικού στην δε RF λόγω αδυναμίας και ανάγκης για έντονη πίεση που καταλήγει σε απότομο μπλοκάρισμα. Στην ΧΤ υπάρχει και χωρίς να μπλοκάρει, δηλώνει απλώς την αδυναμία του.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ + ΟΔΗΓΙΚΑ

Ας επανέλθουμε λίγο σ’ αυτό το κεφάλαιο για να αναφερθούμε και στα υπόλοιπα εκτός της απαράδεκτης πίσω οδηγικής συμπεριφοράς της Tenere.

Για την άσφαλτο καλύτερες είναι εκείνες της XLLM και της KLR, ενώ στην αντίθετη άκρη βρίσκεται η XLR. Η Honda προσδίδοντας καθαρά ασφάλτινο χαρακτήρα στην XLLM τοποθέτησε αναρτήσεις γι’ αυτή τη χρήση και δεν τα κατάφερε καθόλου άσχημα. Με ένα ή δύο άτομα η LM θυμίζει μοτοσυκλέτα δρόμου και κυρίως όμως επειδή ο οδηγός κάθεται μακριά απ’ το τιμόνι.

H KLR διαθέτει επίσης ένα καλό σύνολο αναρτήσεων που της προσφέρουν παραδεκτή οδηγική συμπεριφορά. Δεν είναι κατάλληλη όμως για χώμα όπου η μεγάλη γωνία κάστερ και το ίχνος ευθύνονται για την διαρκή υποστροφή της KLR. Στην άμμο δε, όπου τα προβλήματα τονίζονται, η KLR δίπλωνε διαρκώς το τιμόνι προς το εσωτερικό της στροφής. Φυσικά και τα ελαστικά δεν ήταν κατάλληλα για κάτι τέτοιο αλλά η γενική εικόνα δεν πιστεύουμε ότι θα άλλαζε με ένα καλό ζευγάρι.

Και οι δύο λοιπόν αυτές είναι ικανές στην άσφαλτο και ανίκανες στο χώμα.

Η Suzuki διαθέτοντας πάντα το «ατού» της Full-Floater διαθέτει ένα άκρως ικανοποιητικό ζευγάρι αναρτήσεων, δεδομένου ότι και το μπροστινό διαθέτει καλά χαρακτηριστικά. Όμως οι μεγάλες της διαδρομές ανεβάζουν ψηλά και τη σέλα, δημιουργώντας άλλα προβλήματα στους μικρόσωμους ειδικά αναβάτες. Αυτό όμως είναι στοιχείο θεωρητικό και ενοχλητικό μόνο στις σκηνές με τα πόδια να προσπαθούν να πλησιάσουν τη γη. Στην πράξη, το πρόβλημα του ύψους περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Τόσο στην άσφαλτο όσο και στο χώμα οι αλλαγές κατευθύνσεως γίνονται αστραπιαία προσφέροντας ικανοποίηση και διασκέδαση σε όλες τις συνθήκες. Στο «σκληρό» χώμα και στην άμμο γίνεται κάπως αισθητή ή περίσσεια των κιλών και του ύψους, ενώ σε ομαλές συνθήκες δεν υπάρχει πρόβλημα.

Η DR μπορεί να κινηθεί γρήγορα τόσο σε άσφαλτο όσο και σε χώμα αρκεί όμως ο αναβάτης να εκμεταλλεύεται την πίσω ανάρτηση. Λίγο περισσότερο θάρρος στο δεξί χέρι και η οδηγική συμβίωση με την DR θα είναι αυτό που αλλού λέγεται ανθόσπαρτη. Όμως αγαπητοί φίλοι των DR έφτασε και για σας ο κεραυνός. Ένα ακόμη πρόβλημα υλικών της Suzuki βρίσκεται στο λαιμό του μπροστινού συστήματος. Στην παλιά DR «μας» το πρόβλημα είναι εντονότατο κάνοντας αδύνατη τη χρήση της σε γρήγορη οδήγηση στην άσφαλτο. Στη νεότερη όμως DR, το πρόβλημα δεν έχει ακόμη εμφανιστεί τόσο έντονα.

Είναι όμως αισθητό σε ταχύτητες της τελικής.

Στην αρχή της παραγράφου αλλά και νωρίτερα μιλήσαμε για την XLR στην άσφαλτο. Δεν θα επαναλάβουμε την προβληματική της κίνηση εκεί αλλά θα αναφερθούμε στην κίνησή της στο χώμα. Εκτός των άλλων χαρακτηριστικών (διαστάσεών της) η XLR διαθέτει αναρτήσεις ευνοϊκές για τη χρήση στο χώμα. Αν υπήρχε και τροχός 18 ιντσών πίσω τότε τα πράγματα θα ήταν ακόμη καλύτερα. Η συμπεριφορά της στο χώμα είναι από τις πιο παραδεκτές της κατηγορίας των μοτοσυκλετών διπλής χρήσης, ενώ επίσης τυχαία μάλλον ο τρόπος λειτουργίας του κινητήρα ευνοεί επίσης αυτή τη χρήση.

Αφήνοντας για το τέλος την ΧΤ600 θα αναφερθούμε εδώ στην Tenere. Είπαμε και νωρίτερα ότι η Yamaha κατάφερε να κρατήσει χαμηλά το κέντρο βάρους και να σχεδιάσει μια θέση οδήγησης απόλυτα σωστή (Ίσως ότι καλύτερο μπορούσε να γίνει με τέτοιο ρεζερβουάρ). Τα πόδια του οδηγού δεν ενοχλούνται όσο μετακινείται πάνω στη σέλα ενώ τα χειριστήρια βρίσκονται σε τέτοια απόσταση απ’ το σώμα που τον προδιαθέτουν να «ορμήσει» στο χώμα. Οι αναρτήσεις ανταποκρίνονται σ’ αυτή τη διάθεση του οδηγού με καλύτερη την μπροστινή και την «αστεία» πίσω να φέρνει αποτελέσματα καλύτερα απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Όμως παρά τις καλές ως τώρα προοπτικές για παραδεκτή συμπεριφορά στο χώμα υπάρχει πάντα το πρόβλημα των μεγάλων ρεζερβουάρ. Είναι πρακτικά πολύ δύσκολο να διορθωθεί η πορεία που είχε χαρακτεί, χρησιμοποιώντας έναν ελιγμό. Το βάρος δεν επιτρέπει επιδιόρθωση της πορείας θυμίζοντας έντονα την Elefant 650 του προηγούμενου τεύχους κι έτσι η οδήγηση στο χώμα περιορίζεται σε στενότερα πλαίσια απ’ αυτά που ορίζουν οι θέση οδήγησης και αναρτήσεις.

Στην άσφαλτο όσο αδιαφορούμε για τις ταλαντεύσεις που προέρχονται απ’ την συνάντηση κάποιας ανωμαλίας με τον πίσω τροχό, το κράτημα είναι πολύ καλό. Αν μάλιστα καταφέρει να ξεπεράσει κανείς την προκατάληψη της περίεργης πίσω ανάρτησης μπορούμε να πούμε ότι η συμπεριφορά της Tenere στην άσφαλτο είναι καλύτερη όλων των τεσσάρων προηγούμενων. Όχι όμως και της αδελφής με το μικρότερο όνομα XT 600.

EXERE TIKI

Μιας και το κομμάτι τελειώνει ήρθε πιστεύομε η ώρα για την μεγάλη αποκάλυψη. Η ΧΤ 600 είναι η απολύτως και ασυγκρίτως καλύτερη των «6» μεγάλων που δοκιμάσαμε σ’ αυτό το τεύχος. Θα επανέλθουμε αφού αναφερθούμε λίγο στην οδηγική της συμπεριφορά.

Οι αναρτήσεις δανεισμένες από τα καθαρόαιμα μοντέλα (ΥΖ) την διαφοροποίησαν απ’ τον προκάτοχο του τίτλου ΧΤ 550.

Ένα δισκόφρενο μπροστά και design α λα YZ και εγένετο το θαύμα.

Στην άσφαλτο, την πόλη, τους επαρχιακούς δρόμους και τις εθνικές οδούς, η XT 600 παραμένει μονίμως μπροστά απ’ τις υπόλοιπες πέντε. Μοναδικό της ψεγάδι η μικρή απόσταση των μαρσπιέ απ’ το ύψος της σέλας που έχει σαν αποτέλεσμα τα λυγισμένα (περισσότερο απ’ το ποθούμενο) πόδια. Όμως, ούτε κατά διάνοια η ατέλεια αυτή δεν μπορεί να επηρεάσει την τελική εικόνα.

Το κράτημά της είναι άριστο στην άσφαλτο για μοτοσυκλέτα διπλής χρήσης και αποτελεί το μέτρο σύγκρισης. Οι ελαστικότητες που παρουσιάζουν όλες σχεδόν οι ιαπωνικές μοτοσυκλέτες δεν λείπουν απ’ την XT. Όμως όλα είναι διαρκώς κάτω απ’ τον έλεγχο του αναβάτη που δεν πρόκειται ποτέ να μετανιώσει για την επιλογή του.

Στο χώμα τώρα όπου διαφαίνεται κάπως το θέμα των ψηλά τοποθετημένων μαρσπιέ, δεν τα καταφέρνει όπως η XLR αλλά δεν βρίσκεται και πολύ πίσω της. Η μοναδική ροπή του κινητήρα της XT καλύπτει τη διαφορά δίνοντας τη μια απ’ τις καλύτερες θέσεις στην χωμάτινη συμπεριφορά και την απολύτως καλύτερη στο συνδυασμό άσφαλτος – χώμα.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ

Yamaha XT 600 Z Tenere: Διάδοχος της γνωστής μας Tenere, μετά τον εμβολιασμό της από το πρωτότυπο της εταιρείας για το Paris – Dakar. Ικανοποιητική συμπεριφορά στο χώμα και πιο ικανοποιητική στην άσφαλτο. Η μίζα έφερε ήδη τα πρώτα προβλήματα για τα οποία θα ενημερωθεί η αντιπροσωπεία μόλις επιβεβαιωθούν.

Αρκετά κατασκευαστικά λάθη όπως η ανάρτηση πίσω και ο προβολέας, όσο και σχεδιαστικές επιτυχίες όπως το χαμηλό κέντρο βάρους και η καλή θέση οδήγησης. Μια μοτοσυκλέτα που δεν θα αγοράζαμε. Συγκρινόμενη με τον άμεσο αντίπαλο, την XLLM είναι αρκετά πιο παραδεκτή σαν σύνολο.

Honda XL 600 LM: Λάθος της φύσης, αφού η Honda δεν συνηθίζει να κάνει τέτοια λάθη. Ασθενικές επιδόσεις, λάθος θέση οδήγησης (πολύ πίσω) και κατανομή μαζών (πολύ μπροστά) την ρίχνουν πολύ χαμηλά στην εκτίμησή μας.

Πλην όμως αρκετά προηγμένη τεχνολογικά, με καλά φρένα, κακά ελαστικά που όμως είναι Tubeless και δυνατά φώτα.

Απολύτως ακατάλληλη για χώμα και αρκετά καλή στην άσφαλτο. Η βεβιασμένη έκδοση απ’ τη Honda της «λογικής» XLRM δικαιώνει ίσως την κρίση μας. Άλλη μια μοτοσυκλέτα που δεν θα θέλαμε να είχαμε.

Kawasaki KLR 600: Όταν παρουσιάστηκε θάμπωσε το χώρο με τα εκτυφλωτικά χαρακτηριστικά της. Η πρώτη –και ακόμη μόνη- με δύο εκκεντροφόρους και υδρόψυξη, η πρώτη με μίζα και τελικά ακόμη κορυφαία τεχνολογικά. Πολύπλοκη στην επισκευή της όμως (για ρύθμισμα βαλβίδων χρειάζεται κατέβασμα και ξαναχρονισμός εκκεντροφόρων). Καλές οι επιδόσεις της και επιτυχής ο συνδυασμός ροπής και δύναμης. Τα καταφέρνει καλά στην άσφαλτο ενώ δυσκολεύεται στο χώμα λόγω μπροστινού συστήματος. Απαγορευτική η κατανάλωσή της. Αν δεν υπήρχε η ΧΤ 600 ίσως την αγοράζαμε.

Suzuki DR 600: Το ψηλότερο παιδί της Suzuki κουβαλάει στις πλάτες του πολλά προβλήματα. Κάθε 10.000χλμ. χρειάζεται αλλαγή δίσκων συμπλέκτη ενώ κάθε 9.000χλμ. χρειάζεται τακάκια στο δισκόφρενο. Πριν τις 10.000χλμ. το νεότερο DR μας απαίτησε γρανάζια και φουρκέτα 3ης και 5ης μετά από απολύτως ήσυχη οδήγηση! Το ύψος του δεν είναι πρακτικά τόσο επικίνδυνο ενώ η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από έναν αρκετά καλό συνδυασμό στο χώμα και την άσφαλτο όπου πουθενά δεν διαθέτει σοβαρό πρόβλημα. Ο κινητήρας κατά τ’ άλλα είναι αρκετά ικανός με καλές επιδόσεις (η μεγαλύτερη ιπποδύναμη) και ροπή χαμηλά. Μετά την KLR στις προτιμήσεις μας.

Yamaha XT 600: Όσοι διαθέτουν αυτό το μοντέλο ας το παντρευτούν μέχρι να τους ειδοποιήσουμε. Η απολύτως καλύτερη ψευδοεντούρο σήμερα. Ο πιο δυνατός κινητήρας (παρά την αριθμητική υπεροχή της Suzuki) η καλύτερη ροπή και θετικό τράβηγμα που αρχίζει απ’ τις 2.000 σ.α.λ. Άριστες ρεπρίζ, αξιόπιστος κινητήρας και η χαμηλότερη κατανάλωση. Μοναδικό πρόβλημα οι συχνά πυκνά καμένε ηλεκτρονικές. Τέλειος συνδυασμός χρήσεων ασφάλτου – χώματος καθώς και άριστη σαν μεταφορικό μέσον την πόλης. Προσοχή γιατί είναι η αγαπημένη των μακρυχέρηδων. Ποιος δεν θα ήθελε να έχει την καλύτερη;

Honda XL 600 RF: Εμπορική επιτυχία κυριώς χάρη στο όνομα και την εξαιρετικά χαμηλή τιμή. Διαθέτει πολύ γρήγορο μοτέρ με πολύ καλή κατανάλωση αλλά δραματική έλλειψη ροπής χαμηλά. Αρκετά και τα κατασκευαστικά λάθη που την καθιστούν ανίκανη να κινηθεί σε υψηλές ταχύτητες γιατί ψαλιδίζει αλλά και σε χαμηλές γιατί της λείπει η ροπή. Πολύ ευέλικτη αλλά με κάτω του μετρίου συμπεριφορά στην άσφαλτο και πολύ καλή συμπεριφορά στο χώμα (για ψευδοεντούρο πάντα). Σαν οικονομική λύση είναι αποδεκτή αλλά όπως λέει και ο αυστηρός Καρρέρ το πολύπλοκο μοτέρ της έχει κι αυτό προβληματάκια. Δεν θα ήμασταν ικανοποιημένοι αν την αποκτούσαμε.

ΤΕΛΕΙΑ

Και για να ικανοποιήσουμε τους απαιτητικούς σας λέμε την σειρά που εντυπώθηκαν στην σκέψη μας τα γενικά συμπεράσματά μας. Αδιαφιλονίκητα πρώτη γενικώς αλλά και ειδικώς (ανά χαρακτηριστικό) η ΧΤ 600. Ακολουθεί η KLR και πιο πίσω η DR με την XLR, οι δύο χοντρές ακολουθούν με την Tenere μπροστά απ’ την XLLM ενώ αν δεν βρίσκαμε χωρίς λόγο ύπαρξης τις ΧΤΖ και ΧLLM αυτές θα ανέβαινα από μια θέση για να μείνει τελευταία η XLR.

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΟΜΙΑ

 

Yamaha XT 600 Z Tenere

Honda XL 600 LM

Suzuki DR 600 S

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ

Παρουσιάστηκε το 1986 και φιλοδοξούσε να αποτελέσει την κορυφή της σειράς των ΧΤ στα μάτια του αγοραστικού κοινού.

Τελικά έμεινε με τη φιλοδοξία γιατί η κοινή ΧΤ 600 είναι πολύ καλύτερη. Σε σχέση με τους αντιπάλους της κατηγορίας είναι καλύτερη από την XLLM και χειρότερη από τη DR. Η σχεδίασή της πάντως είναι σύγχρονη και το εμπορικό της μέλλον εξασφαλισμένο όχι τόσο γι’ αυτό που προσφέρει αλλά γιατί ανήκει στη δημοφιλέστατη κατηγορία των ΧΤ.

Πρόκειται για νέα κατασκευή με αρκετές επιρροές απ’ τη γνωστή σειρά των ΧL. Παρουσιάστηκε το 1985 ενώ μόλις πριν μερικούς μήνες έφτασε στην Ελλάδα από ανεξάρτητους εισαγωγείς κι όχι την αντιπροσωπεία. Διαθέτει φυσικά μίζα, όμως η κατανομή του βάρους έχει σημαντική κλίση προς τα εμπρός. Η σύγχρονη σχεδίασή της εντοπίζεται στα Tubeless ελαστικά της, χρειάζεται όμως εξέλιξη ακόμη, κυρίως όσον αφορά το βάρος και τις επιδόσεις.

Δεν πιστεύουμε ότι θα έχει εμπορική επιτυχία ενώ αντίθετα η αδελφή της XLRM χωρίς να διαφέρει σημαντικά (μικρότερο ρεζερβουάρ) είναι ασύγκριτα πιο εύχρηστη και θα ακολουθήσει την επιτυχία των XLR.

Παρουσιάστηκε το 1984 και αποτελεί αλματώδη εξέλιξη των παλαιότερων DR και SP της Suzuki. Στηρίχθηκε στην έκδοση της εταιρείας για το Paris – Dakar (όπως και η ΧΤ και η XLLM, τουλάχιστον εμφανισιακά) αποτελώντας τη μέση λύση σήμερα μεταξύ των θηριωδών Tenere και XLLM και των υπόλοιπων XT, XLR, KLR. Σχεδόν αποτελεί τη δική της κατηγορία συνδυάζοντας τα θετικά των αντιπάλων (και μερικά αρνητικά). Η εξέλιξή της από τότε ήταν μικρή ενώ είναι αδικημένη εμπορικά αφού πρόκειται για αρκετά καλή κατασκευή.

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Ο πολύ γνωστός των ΧΤ (από 550 του ’82 και μετά) με πολύ καλή ροπή, ικανοποιητικές επιδόσεις και κυρίως δοκιμασμένα ανθεκτικός. Μοναδικό του πρόβλημα ίσως οι καμένες ηλεκτρονικές. Κατά τη γνώμη μας ο καλύτερος κινητήρας, για μια πιο ελαφριά μοτοσυκλέτα (όπως το ΧΤ 600 ας πούμε…). Διαθέτει ψυγείο λαδιού.

Ο γνωστός RFVC της Honda με τις ακτινικές βαλβίδες και άλλες διαστάσεις διαμέτρου x διαδρομής από του XLR 600 για χαμηλότερους ρυθμούς περιστροφής. Η απόδοση είναι ίδια (44 ίπποι εργοστασίου) αλλά οι επιδόσεις όχι ικανοποιητικές. Η XLLM του τεστ με 5.000 χιλιόμετρα στο κοντέρ ήταν η πιο αργή σε εκκίνηση και τελική. Γενικά απροβλημάτιστος, ενώ η μίζα ακούγεται αρκετά υγιής χωρίς τους περίεργους ήχους της ΧΤ.

Με δύο μπουζί στον κύλινδρο και αυτόματο αποσυμπιεστή για την εκκίνηση φιλοδοξεί να σταθεί δίπλα στις νεότερες. Από επιδόσεις τα καταφέρνει καλά αφού έρχεται πίσω από τις μικρότερες ΧΤ, XLR ενώ είναι πιο γρήγορη απ’ τις XT – 2, XLLM, KLR.  Η τρόμπα επιτάχυνσης στο καρμπυρατέρ δεν προσφέρει τελικά πολλά πράγματα όπου αποδείχτηκε ενώ το πρόβλημα υπάρχει με τους δίσκους που λιώνουν σαν κεράκια. Θετική η ύπαρξη ψυγείου λαδιού, ενώ λείπει η μίζα.

ΠΛΑΙΣΙΟ

Το επίσης γνωστό του ΧΤ 600 με μικρές παραλλαγές για την τοποθέτηση σχάρας, ρεζερβουάρ κλπ. Αρκετά σταθερό όχι όμως και άκαμπτο δεν ξαφνιάζει τον οφηγό και δεν τον ανησυχεί ούτε στα πολλά χιλιόμετρα.

Αρκετά καλό πλαίσιο με εναλλαγή σωλήνων κυκλικής και τετράγωνης διατομής, προσφέρει σταθερότητα δίνοντας την εντύπωση, συνεργαζόμενα με το βάρος, ότι η XLLM πατάει σε τέσσερις τροχούς.

Χωρίς να είναι τίποτα ιδιαίτερο έχει αρκετά καλή συμπεριφορά στο χώμα και στην άσφαλτο. Όμως, τζόγοι στο λαιμό (και στα δύο DR του τεστ) ευθύνονταν για έντονα ψαρέματα με πολλά χιλιόμετρα.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ – ΦΡΕΝΑ

Το μπροστινό ήταν άψογο και το πίσω ήταν παράλογο. Μόλις η μοτοσυκλέτα δεν στηριζόταν στο σταντ, έχανε το 1/3 της διαδρομής!

Ενώ με τον αναβάτη στη σέλα φτάνει στο ½! Αν υπήρχε και συνεπιβάτης έμενε το 1/3 της διαδρομής μέχρι να τερματίσει!!!

Απαράδεκτη κατάσταση, για την οποία εκπλαγήκαμε όταν διαπιστώσαμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια προφόρτισης, δηλαδή βελτίωσης της κατάστασης. Το κράτημα πάντως ήταν ικανοποιητικό ακόμη κι έτσι.

Τα φρένα παραδειγματικά με το μπροστινό αρκετά προοδευτικό αν και απαιτεί αρκετή δύναμη για αποπνικτικό φρενάρισμα.

Καλές αναρτήσεις μπροστά και πίσω με τονισμένα τα χαρακτηριστικά για άσφαλτο. Τα φρένα πο΄΄υ καλά, με το καλύτερο δισκόφρενο του τεστ (διπλά εμβολάκια) και ένα πίσω πολύ δυνατό που μπλοκάρει όμως εξαιτίας του κακού πίσω ελαστικού.

Πολύ καλές αναρτήσεις, με μεγάλες διαδρομές φτάνει στην κορυφή. Κατάλληλες για χώμα και για άσφαλτο, δημιουργούν όμως ελαστικότητες, όχι ενοχλητικές, σε γρήγορη οδήγηση στο δρόμο. Καλό το δισκόφρενο με αίσθηση και δύναμη στο φρενάρισμα, καταναλώνει τα τακάκια σε χρόνο μηδέν. Το πίσω απρόσωπο με προβλήματα στην αποτελεσματικότητα.

ΦΙΝΙΡΙΣΜΑ ΑΞΕΣΟΥΑΡ

Καλά προσεγμένη κατασκευή κυρίως στο συνδυασμό των χρωμάτων και την πρακτική. Στα στάνταρ υπάρχει σχάρα που σηκώνει όμως 3 μόλις κιλά!!!

Άψογο φινίρισμα, το καλύτερο των 6, με σκελετό σε λευκό χρώμα, φρομέ επίστρωση στη σέλα και προσοχή στη λεπτομέρεια όπου οι αναθυμιάσεις των λαδιών του κινητήρα αφού περάσουν μέσα από το κουτί του φίλτρου αέρα καταλήγουν μέσα στη γη από σωλήνωση που περνάει μέσα από τη βάση του μαρσπιέ του συνεπιβάτη. Στο στάνταρ ανήκει η πολύ όμορφη και πρακτική σχάρα πίσω.

Αρκετά καλό φινίρισμα ειδικά στον κινητήρα ενώ πιστεύουμε ότι αντέχει ακόμη στο συναγωνισμό. Σημαντική από πλευράς αξεσουάρ η έλλειψη στροφόμετρου, ενώ η ήσυχη καταστροφή του τεφλόν του τεντωτήρα της αλυσίδας φανερώνει την ανάγκη για καλύτερη σχεδίαση.

 

Kawasaki KLR 600

Yamaha XT 600

Honda XLR 600

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ

Μοντέλο ’84 και η KLR ήταν πρωτοπόρος όσον αφορά την εξέλιξη του είδους στο θέμα του κινητήρα.

Σαν κατηγορία βρίσκεται πιο κοντά στα ΧΤ, XLR, παρά στις XT – 2, XLLM, χωρίς να αλλάξει σημαντικά από τότε κινείται άνετα μέσα στο χώρο προβάλλοντας τα πρωτοποριακά και μοναδικά ακόμη καλούδια της (υδρόψυξη και 2 εκκεντροφόροι).

Η εμπορική της επιτυχία είναι ήδη γνωστή αφού δεν υπάρχει ούτε για δείγμα.

Δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις δεδομένου ότι πρόκειται για αρκετά παλιό (’84) μοντέλο και ακόμη περισσότερο γνωστό μοντέλο. Ήρθε σαν εξέλιξη του ΧΤ 550 μέσω των αγωνιστικών ΥΖ (κινητήρας – πλαίσιο και αναρτήσεις – φρένα αντίστοιχα).

Η σχεδίασή του αν και απλή δεν θεωρείται ξεπερασμένη ενώ το εμπορικό μέλλον προβλέπεται καλύτερο από το ήδη γνωστό ψηλό εμπορικό παρελθόν. Η καλύτερη αγορά σήμερα στο χώρο των 600 κ.εκ.

Απόγονος των XLR 500 εμφανίστηκε το ’84 με αρκετά καλές προοπτικές. Η σχεδίασή της δεν θεωρείται προηγμένη και σίγουρα θα σκιαστεί μπροστά στο νέο απόγονο XLRM. Το εμπορικό της μέλλον περιορίζεται σαν φτηνή αγορά ξεπερασμένου μοντέλου και σαν μεταχειρισμένη.

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Μερικά χρόνια μπροστά από το συναγωνισμό όχι τόσο σε τεχνολογία αλλά σε εξέλιξη. Δύο εκκεντροφόροι επικεφαλής και υδρόψυξη με δύο σώματα και βεντιλατέρ είναι μοναδικά στοιχεία στην κατηγορία. Οι επιδόσεις αρκετά καλές και ο συνδυασμός ροπής και δύναμης ψηλά παραδειγματικός. Σημαντικότερο πρόβλημα η μίζα στα πρώτα μοντέλα και η κατανάλωση σε όλα…

Το διαμάντι της Yamaha με τις καλύτερες επιδόσεις του τεστ, την καλύτερη ροπή, τις καλύτερες ρεπρίζ (εντυπωσιακές μάλιστα) και την καλύτερη κατανάλωση. Αρκετά στοιχεία πιστεύουμε για να θεωρηθεί ο καλύτερος κινητήρας σήμερα στα 600 κ. εκ. ON OFF.

Μοναδικό και σοβαρό ελάττωμα οι καμένες ηλεκτρονικές.

Όμοιος με την XLLM. Έλλειψη ροπής χαμηλά που αναπληρώνεται όμως απ’ την περίσσεια δύναμη ψηλά και την ευστροφία.

ΠΛΑΙΣΙΟ

Σοφή διαρρύθμιση του χώρου και των εξαρτημάτων. Κλειστό σωληνωτό ενώ το πίσω μέρος (τρίγωνο σέλας) είναι αφαιρούμενο και τετραγωνικής διατομής αλουμίνιο. Το αποτέλεσμα πολύ καλό σε άσφαλτο και χώμα όπου όμως το μπροστινό σύστημα περιορίζει τις δυνατότητες.

Ούτε εδώ υπάρχει κακός λόγος, με χαμηλό ύψος σέλας, καλές αναρτήσεις, συμπεριφέρεται θαυμάσια σε άσφαλτο και χώμα. Το μικρό βάρος βοηθάει ώστε να θεωρείται η πιο εύχρηστη γενικώς και μετά την  XLR για το χώμα.

Σχεδόν απαράδεκτο για άσφαλτο αφού μετά τα 120 χλμ./ώρα, αδυνατεί να συγκρατήσει την μοτοσυκλέτα σε ευθεία και ψαρεύει τρομάζοντας τον αναβάτη της. Αντίθετα πολύ καλή συμπεριφορά στο χώμα λόγω των μικρών διαστάσεων.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ – ΦΡΕΝΑ

Η πίσω ανάρτηση πολύ καλή, η μπροστά μόνο για άσφαλτο. Στο χώμα δεν μπορεί να κρατήσει την επαφή του τροχού με το έδαφος και το δηλώνει συχνά. Η μεγάλη γωνία κάστερ συντελεί σε αυτό. Σαν συνδυασμός προσφέρει καλό κράτημα στην άσφαλτο ενώ παρά το λιωμένο πίσω ελαστικό της KLR του τεστ, οι επιδόσεις στην άσφαλτο ήταν παραδειγματικές. Πολύ καλό το δισκόφρενο, ανύπαρκτο το πίσω φρένο με 12.000χλμ στο κοντέρ (ήταν απαραίτητη η τοποθέτηση νέων σιαγόνων).

Μεγάλες διαδρομές και καλές γενικά αναρτήσεις, προσφέρουν ευστάθεια και κράτημα σε όλες τις περιπτώσεις.

Οι ελαστικότητες του πλαισίου είναι γνωστές όχι όμως περισσότερες από το συναγωνισμό και φυσικά όχι στο χάλι των XLR και DR.

Το δισκόφρενο παραδειγματικό, όμοιο με τις Tenere, το πίσω καλό όσο υπάρχει.

Καλές αναρτήσεις μόνο για χώμα. Στην άσφαλτο τα γλιστρήματα είναι συνεχή πλην όμως ελεγχόμενα. Τα φρένα περισώζονται χάρη στα κλασσικά δυνατά δισκόφρενα της Honda. Το πίσω φτωχό καλύπτει την αδυναμία του από το μπροστινό.

ΦΙΝΙΡΙΣΜΑ ΑΞΕΣΟΥΑΡ

Στην κορυφή το φινίρισμα και κυρίως η εκμετάλλευση του χώρου. Όμορφα τα πλαστικά και τα όργανα ενώ προσθέτουν και τα «αλουμίνια» στο πίσω μέρος του πλαισίου, το σταντ, τη βάση των μαρσπιέ του συνεπιβάτη κλπ.

Πλήρης και σε αξεσουάρ με μικρή σχάρα, τσαντάκι, δείκτη θερμοκρασίας κλπ.

Λιτή γενικά κατασκευή με όμορφη σχεδίαση και προσοχή στο βάψιμο. Απλοϊκή και στα αξεσουάρ διαθέτει τα απαραίτητα για να «παίζει» στο συναγωνισμό ενώ ίσως ήρθε η ώρα για νέα όργανα ενδείξεων και διακόπτες.

Αρκετά καλό φινίρισμα με φανερές όμως τις ξεπερασμένες αντιλήψεις κυρίως λόγω της σύγκρισης με την XLLM (άρα και XLRM). Από αξεσουάρ τα βασικά όπως οι περισσότερες άλλωστε.

 
Yamaha XT 600 Z Tenere
Honda XL 600 LM
Suzuki DR 600 S
ΧΡΗΣΕΙΣ
Ενώ γενικά χαρακτηρίζεται από την απλότητα της 85% στην άσφαλτο και 15% στο χώμα όπου έχει τη δυνατότητα να κινηθεί γρήγορα (αναλογικά με τον όγκο της πάντα) χάρη στη σωστή κατανομή των μαζών και το χαμηλό κέντρο βάρους.
95% για άσφαλτο και 5% για χώμα. Η μεγάλη μάζα που είναι συγκεντρωμένη μπροστά και θέση του οδηγού μακριά από το τιμόνι κάναν την οδήγηση της XLLM αδύνατη στο χώμα. Το αντίθετο συμβαίνει στην άσφαλτο όπου η XLLM νιώθει στα νερά της και ο αναβάτης της στο θρόνου του.
60% για άσφαλτο και 40% για χώμα, χάρη στις μεγάλες διαδρομές αναρτήσεων και το καλό πλαίσιο. Αν και το ύψος της σέλας είναι μεγάλο δεν είναι έντονα τα προβλήματα που συνεπάγονται απ’ αυτό.
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
 Άκρως ικανοποιητική, γύρω από το 4,20δρχ. / χιλ. ενώ η αυτονομία κυμαίνεται γύρω στα 370-400 χιλιόμετρα
Όχι ιδιαίτερα χαμηλή, στο μέσο όρο μεταξύ ΧΤ – DR (οικονομικές) και KLR (αχόρταγη). Γύρω στις 4,20 -4,50 δρχ. η μέση κατανάλωση. Αυτονομία με 28 λίτρα μπορεί να φτάσει στα 500 χιλιόμετρα.
Πολύ καλή ελαφρά μεγαλύτερη από του Tenere γύρω στο 4,10 – 4,40δρχ. Αυτονομία 350 – 370 χιλιόμετρα.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Το μόνο που δεν θα απασχολήσει τον ιδιοκτήτη της. Όλοι οι μηχανικοί γνωρίζουν σχεδόν απ’ έξω τον κινητήρα αυτό ενώ η αντιπροσωπεία διαθέτει πλήρες στοκ ανταλλακτικών (κα είναι η μόνη).
Αρκετά απλό το σέρβις με γνωστό κινητήρα και πρόβλημα ανταλλακτικών σε κάθε εξάρτημα που δεν είναι κοινό με το XLR (αφού η αντιπροσωπεία δεν έχει εισάγει την XLLM).
Σχετικά απλή και δυστυχώς συχνή. Ανταλλακτικά υπάρχουν αλλά με κάποιος κόστος με αναμονή για όσα «έρχονται» την άλλη βδομάδα.
ΤΙΜΗ
Στα επίπεδα των 679.000 δραχμών όπου οι διαφορές είναι 3 ή 4 πετσετάκια, (δηλ. αμελητέες) αγοράζει κανείς το καλύτερο, δηλ. το ΧΤ 600 απλό με 589.000 δραχμές…
Στα ίδια πλαίσια των 660.000 δεν αποτελεί πιο συμφέρουσα αγορά.
Αρκετά φτηνή στις 550.000 δρχ. θεωρείται καλή αγορά αν και είναι παλιό μοντέλο. Υπενθυμίζουμε ότι δεν διαθέτει μίζα τον όσο να κοστίζει…
 
Kawasaki KLR 600
Yamaha XT 600
Honda XLR 600
ΧΡΗΣΕΙΣ
70% για άσφαλτο 30% για χώμα. Η διαφορά θα μπορούσε να είναι μικρότερη αλλά το μπροστινό σύστημα προβληματίζει τον οδηγό στο χώμα. Το βάρος της παρ’ ότι δεν είναι μικρό (146 κιλά) δεν φαίνεται και η αίσθηση έτσι είναι πολύ καλή.
55% άσφαλτος 45% χώμα για να μην φανούμε απόλυτοι λέγοντας 50-50. Θα μπορούσαμε να πούμε 70-60 αλλά αυτά κάνουν 130%... Πολύ καλή και ικανή σε όλες τις χρήσεις δηλαδή άριστοι συνδυασμοί.
40% άσφαλτος 60% χώμα. Περίεργο κι όμως αληθινό. Η XLR έχει πρόβλημα στην άσφαλτο όπου γλιστρά συχνά, έχει έλλειψη ροπής χαμηλά για την πόλη και ψαρεύει επικίνδυνα στα πολλά χλμ. Αντίθετα στο χώμα κινείται άνετα (σαν ψευδοεντούρο πάντα) και επιτρέπει αρκετά παιχνίδια.
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
 Η Αχίλλειος πτέρνα της KLR. Αδηφάγος καταναλωτής βενζίνης, της κόβει σημαντικούς βαθμούς στο κυνήγι του τίτλου. Με 4,70-5,0 δρχ. το χιλιόμετρο (μέση) θεωρείται αντιοικονομικό ενώ η αυτονομία δεν φτάνει ούτε τα 200χλμ. (170-180, μέση αυτονομία)
Η χαμηλότερη του τεστ μαζί με την XLR από 3,60-4,00 δρχ. το χλμ. Αυτονομία γύρω στα 250χλμ.
Αρκετά χαμηλή γύρω στις 4 δρχ. το χλμ.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Αρκετά πολύπλοκη σε σύγκριση με τον συναγωνισμό, λόγω της υδρόψυξης κλπ. Κάθε επισκευή απαιτεί πολύωρο λύσιμο και δέσιμο ενώ από ανταλλακτικά δεν υπάρχει σπουδαίο πρόβλημα εκτός απ’ τις φαρμακερές τιμές.
Πολύ απλή, όμοια με της Tenere.
Απλή αν και απαιτεί το κατέβασμα του κινητήρα για να προληφθεί το χάσιμο λαδιών (πρέπει να σφιχτεί ο κύλινδρος και η κεφαλή στα πρώτα 3.000 χλμ.). Αρκετά ανταλλακτικά λόγω αρκετών πηγών (εισαγωγέων).
ΤΙΜΗ
Στις 600.000 δεν θεωρείται ακριβή σε σχέση με το συναγωνισμό και την Kawasaki που μας έχει συνηθίζει σε χειρότερα. Υπάρχει και χωρίς μίζα με 500.000
Στις 589.000 θεωρείται τσιμπημένη. Για μας όμως δεδομένου ότι είναι η καλύτερη είναι και η φθηνότερη
Η πιο φτηνή στις 475.000 με μεγάλη διαφορά. Αξίζει τα χρήματα αυτά αν και τελικά δεν προσφέρει σπουδαία πράγματα.

 

Triumph Tiger 900 2020: Παρουσίαση από το Μαρόκο [VIDEO]; Adventure στο FULL!!!

Ριζικά ανανεωμένο – Ξανά στα 900
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

17/2/2020

Παραδοσιακά για το Tiger, η Triumph διάλεξε το Μαρόκο ως τοποθεσία για την παγκόσμια παρουσίασή του λίγο πριν γίνει διαθέσιμο στις κατά τόπους αγορές. Από το 2010 που ξανά μπήκε στην γκάμα της αγγλικής εταιρείας, κάθε νέο Tiger συστήνεται στο κοινό από μία χώρα που έχει συνδεθεί με τα Rally και το ΜΟΤΟ ήταν για άλλη μία φορά εκεί, να την δούμε από κοντά και να συγκρίνουμε την εξέλιξη από το προηγούμενο μοντέλο.

Δείτε Teaser - VIDEO από την οδηγική εμπειρία – Έρχεται σύντομα & στο Youtube

Όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις για το Tiger 900 – Διαβάζοντας σε δύο λεπτά

  • Δύο οι βασικές εκδόσεις GT/GT PRO και Rally/Rally Pro. Όπου PRO σημαίνει καλύτερος εξοπλισμός. Η GT χαμηλότερη με 19΄΄ εμπρός και η Rally με 60mm μεγαλύτερες διαδρομές αναρτήσεων και 21’’ εμπρός. Πίσω ίδιος τροχός 17’’
  • Νέος κινητήρας με μεγαλύτερη διάμετρο εμβόλων
  • Διαφορετική σειρά ανάφλεξης στους θαλάμους ήταν 1-2-3 έγινε 1-3-2. Παίρνεις δύο απανωτές «πιστονιές» και μία λίγο πιο μετά, με αποτέλεσμα να προσομοιάζεται η λειτουργία ενός δικύλινδρου
  • Νέος αντικραδασμικός άξονας
  • Νέα πιστόνια και μπιέλες
  • Πιο χαμηλό κάρτερ – Μικρότερη χωρητικότητα λαδιού
  • Καπάκια κινητήρα από μαγνήσιο – Μείωση 2,5 κιλών από το βάρος του κινητήρα
  • 888 κυβικά 93,9Hp/8.750rpm – 8,9Kg.m/7.250
  • Επανατοποθέτηση κινητήρα στο πλαίσιο – Αλλαγμένη γεωμετρία και θέση οδήγησης
  • Νέα τροφοδοσία – Ευκολότερη πρόσβαση στο φιλτροκούτι
  • Euro5
  • 10% περισσότερη ροπή πιο γεμάτες οι χαμηλές στροφές
  • Περισσότερη ιπποδύναμη σε όλο το φάσμα στροφών με παραπλήσιο μέγιστο νούμερο
  • Δύο ψυγεία – Δεξιά κι αριστερά, όπως στην Africa Twin
  • Έκδοση για δίπλωμα Α2
  • Ήχος Adventure μοτοσυκλέτας για πρώτη φορά από το 2010
  • Μονόδρομος και υποβοηθούμενος συμπλέκτης
  • Έως και 5 κιλά ελαφρύτερο του προηγούμενου (εξαρτάται από τον εξοπλισμό κάθε έκδοσης)
  • Νέο πλαίσιο – Αφαιρούμενο πλέον αλουμινένιο υποπλαίσιο – Βιδωτές βάσεις πίσω μαρσπιέ
  • Νέες αναρτήσεις και έκδοση με ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενο αμορτισέρ
  • Brembo Stylema monobloc δαγκάνες
  • Μεγαλύτερο ρεζερβουάρ 20 λίτρων
  • Νέα όργανα με 7 ιντσών TFT οθόνη χωρίς αντανακλάσεις – Υπάρχει και η κλασσική για όποιον θέλει
  • LED φώτα παντού
  • Νέο quickshifter
  • Θερμαινόμενη σέλα και γκριπ, προβολάκια, ένδειξη πίεσης ελαστικών και φωτιζόμενοι διακόπτες
  • Θέση ασφαλείας για κινητό τηλέφωνο με παροχή φόρτισης κάτω από την σέλα
  • Bluetooth επικοινωνία του τηλεφώνου με τα όργανα της μοτοσυκλέτας και τα ακουστικά στο κράνος για αναβάτη και συνεπιβάτη
  • Συνολικά περισσότερα από 65 αξεσουάρ και δύο βασικά κιτ εξοπλισμού Trekker και Expedition το πρώτο για περισσότερο άσφαλτο το δεύτερο για περισσότερο χώμα
  • Νέα ρυθμιζόμενη με ένα χέρι ζελατίνα – 5 θέσεις ύψους 50mm μέγιστη διαφορά
  • Δύο θέσεις για την σέλα από 810 έως 870 στις βασικές εκδόσεις και από 760 έως 780 στις LRH εκδόσεις!

Πάμε τώρα πιο αναλυτικά για τους ανθρώπους που τους αρέσει το διάβασμα:

Το πρόβλημα που είχε το Tiger ήταν πως έκανε μεγάλο διάλειμμα. Από το Tiger 900 του 1993, πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να δούμε το 800σια για πρώτη φορά το 2010. Μπορεί να έγινε αμέσως επιτυχία, αλλά το διάλειμμα αυτό του είχε στοιχήσει σε συνδεσιμότητα με την κληρονομιά που φέρει αυτό το όνομα. Τα πρώτα Tiger ήταν τα Scrambler της προπολεμικής εποχής, τότε που δεν υπήρχε η έννοια του Enduro και του Motocross, όταν οι Άγγλοι δημιουργούσαν το άθλημα. Ναι, δεν είναι βαρύγδουπο σχήμα λόγου, απλά κομμάτι της ιστορίας: Οι Άγγλοι δημιούργησαν τους αγώνες ταχύτητας στο χώμα, όπως και τόσα άλλα πράγματα στον μοτοσυκλετιστικό κόσμο, την εποχή που ο μοτοσυκλετισμός ήταν καθαρά και αποκλειστικά, ευρωπαϊκή υπόθεση. Η φιλοσοφία του Tiger σμιλεύτηκε λοιπόν σε μία τέτοια εποχή και για την ιστορία, αυτή την φιλοσοφία η Triumph την τιμά όσο κανείς άλλος με το Scrambler 1200. Αν δεν ήθελε να την τιμήσει, δεν θα έμπαινε στον κόπο να εξελίξει την ανάρτηση με δύο αμορτισέρ πίσω από εκεί που σταμάτησε σαράντα χρόνια πίσω! Θα μπορούσε να φτιάξει απλά μία νέο-ρετρό μοτοσυκλέτα. Αντί αυτού έχουμε το Scrambler 1200 και τις δυνατότητες που παρουσιάζει στο χώμα. Το Tiger με την σειρά του εξελίχθηκε πολύ στο πέρασμα των ετών αλλά δυστυχώς έκανε αυτό το μεγάλο διάλειμμα, κι αυτό αναπόφευκτα έσπασε την αλυσίδα της πορείας του.

Εκείνο που πάντα λέγαμε για το 800σια από τότε που εμφανίστηκε -πέρα από τον άσχημο ήχο της εξάτμισης- ήταν το γεγονός πως ο τρικύλινδρος κινητήρας δεν είχε απαρνηθεί πλήρως τις streetάδικες καταβολές του. Για adventure μοτοσυκλέτα που εστιάζει και στο χώμα, η ροπή χαμηλά ήταν κάτι σημαντικό, όμως το Tiger πάντα μπορούσε να αντιπαραβάλλει την εξαιρετική του ευστροφία ως μία κάποια αντιστάθμιση. Άλλωστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός ευστροφίας και διάρκειας, ήταν κι ένας από τους πολλούς λόγους που τελικά ξεχώριζε στην ευρύτερη κατηγορία.

Τώρα πλέον δεν χρειάζεται να αντισταθμίσει το παραμικρό, διότι την ροπή την κέρδισε! Στο 900σια της νέας εποχή, η Triumph φρόντισε να αλλάξει πρώτο από όλα την ροπή και την απόκριση του κινητήρα! Κι αυτό το έκανε με λύσεις που φαίνονται απλές στην εφαρμογή, αλλά όπως με όλα τα πράγματα στον κόσμο είναι η σύλληψη αυτή που μετράει και που είναι το δύσκολο στην υπόθεση. Αλλάζοντας την σειρά ανάφλεξης και επανασχεδιάζοντας τον βαρύ στρόφαλο, κέρδισαν αυτό ακριβώς που ήθελαν: Να αυξηθεί η ροπή χωρίς να θυσιαστεί η διάρκεια στροφών του κινητήρα και χωρίς να χαθούν άλογα από ψηλά. Το εύλογο ερώτημα, γιατί δεν το είχαν κάνει από την αρχή, έχει και εύστοχή απάντηση: «Διότι είμασταν ηλίθιοι», κι όταν αυτό το λέει ο άνθρωπος που είναι επιφορτισμένος με την ολοκλήρωση του Tiger 900, τότε δεν έχεις παρά να γνέψεις συγκαταβατικά. Η αλήθεια είναι πως η κατηγορία αυτή συγκεντρώνει πλέον το μεγαλύτερο βάρος εξέλιξης για την γκάμα των κατασκευαστών, κι έτσι τώρα ήρθε και το πλήρωμα του χρόνου για μία ριζική ανανέωση.

Βασικός στόχος στον επανασχεδιασμό του Tiger 900 και στον νέο κινητήρα με Euro 5 προδιαγραφές, ήταν να μην αυξηθεί το πλάτος του μεγαλώνοντας τον κυβισμό. Η πραγματική αύξηση κυβισμού είναι 89 κυβικά που προήλθαν μόνο από διάμετρο εμβόλων κρατώντας ίδια την διαδρομή. Για να εξυπηρετηθούν ταυτόχρονα αυτές οι δύο συνθήκες, να μεγαλώσουν τα κυβικά από διάμετρο χωρίς να αυξηθεί το συνολικό πλάτος, υπήρχε μονάχα ένας τρόπος. Να εξαλειφθεί η απόσταση των χιτωνίων - κι έτσι χύτευσαν ένα ενιαίο τρικύλινδρο με επίστρωση nicasil, που μπορεί να είναι μία απλή λύση αλλά κοστίζει περισσότερο όταν το μέτρο σου είναι η βιομηχανική παραγωγή. Τοποθετώντας τον κινητήρα με κλίση κατά 6,8ο μεγαλύτερη προς τα εμπρός σε σχέση με τον προκάτοχο και 42mm χαμηλότερα, το νέο πλαίσιο είχε επίσης την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την αλλαγή του κέντρου βάρους προσαρμόζοντας και την θέση οδήγησης. Το υποπλαίσιο είναι πλέον αφαιρούμενο και αλουμινένιο και βοηθά με την σειρά του και στην μείωση του βάρους, παρά την προσθήκη περισσότερων αισθητήρων και πιο πλούσιου εξοπλισμού.

Με τις παραπάνω αλλαγές και την διαφορά κιλών, το κέντρο βάρους έχει έρθει πιο μπροστά και πιο χαμηλά από το γεωμετρικό κέντρο της μοτοσυκλέτας κι αυτό βελτιώνει στα χαρτιά την ευελιξία διατηρώντας και την σταθερότητα στην ευθεία. Ισχύει και στην πράξη, μιας και κουνώντας απότομα το τιμόνι με 180-200 στο κοντέρ, το Tiger δεν μπαίνει σε επικίνδυνη ταλάντωση ενώ αμέσως σταματά και το φαινόμενο μόλις κρατήσεις και πάλι σταθερά το τιμόνι. Την ίδια στιγμή η ευελιξία είναι στο επάνω άκρο της κατηγορίας, στρίβοντας από μαρσπιέ σε μαρσπιέ με μεγάλη ευκολία. Αυτό το τελευταίο ήταν πάντα εύκολο στα Tiger γιατί τα μαρσπιέ κατέβαιναν χαμηλά ώστε να είναι τα γόνατα σε άνετη γωνία. Κέρδιζες σε άνεση αλλά σε περίπτωση που ήθελες να στρίψεις στο όριο της πρόσφυσης τα μαρσπιέ σε σταματούσαν λίγο πριν αγγίξεις το απόλυτο όριο κλίσης. Συμβαίνει και τώρα να βρίσκουν εύκολα τα μαρσπιέ, ωστόσο η έκδοση Rally βοηθιέται από τις μεγαλύτερες διαδρομές των αναρτήσεων και ξεκινάς να πλαγιάζεις με τρόπο που δεν συμβαίνει συχνά από μοτοσυκλέτα με εμπρός τροχό 90/90-21. Πλαίσιο με εξαιρετικά χαρακτηριστικά, προοδευτικές αναρτήσεις και μελετημένη κατανομή βάρους, αυτή είναι η εξήγηση.

Το ζήτημα βέβαια δεν ήταν να ενισχύσει τον street χαρακτήρα στον επαρχιακό δρόμο, μιας και ήδη είχε εξαιρετική κατευθυντικότητα. Το θέμα ήταν να μην τον εκφράζει τόσο έντονα ο κινητήρας, κι αυτό ακριβώς ήταν το σημείο που εστίασαν περισσότερο, μετά την εξεύρεση λύσης για να διατηρηθεί το πλάτος κατά την αύξηση κυβισμού. Η συνολική βελτίωση στον δρόμο είναι απλά το μπόνους που έρχεται μέσα από την διαρκή εξέλιξη. Για να πετύχουν έναν πιο Adventure χαρακτήρα από τον τρικύλινδρο κινητήρα, θα έπρεπε να πλησιάσουν σε χαρακτηριστικά την λειτουργία του δικύλινδρου και για να το πετύχουν άλλαξαν την σειρά ανάφλεξης στους θαλάμους των εμβόλων. Αντί να ξεκινούν με την σειρά από τον πρώτο, στον δεύτερο, στον τρίτο όπως στο 800σια, τώρα η σειρά έχει γίνει 1-3-2. Μετά τον πρώτο κύλινδρο η ανάφλεξη πηγαίνει στον τρίτο και ακολουθεί ο δεύτερος. Αυτό χαρίζει δύο «πιστονιές» κολλητά μεταξύ τους ακολουθούμενες από μία δεύτερη. Άρα παίρνεις μία γερή πρώτη και μία ακόμη δεύτερη, σε μία λειτουργία που προσομοιάζει αρκετά τον δικύλινδρο. Φυσικά και δεν μεταλλάχτηκε ο τρικύλινδρος, δεν τον μπερδεύεις για τέτοιο σε καμία περίπτωση, δεν έχει όμως και καμία σχέση με πριν. Ο στρόφαλος που επανασχεδιάστηκε, δεν έχασε σε βάρος παρά ελάχιστα γραμμάρια που μετά βίας τα αντιλαμβάνεσαι αν κρατήσεις στο χέρι τον παλιό και τον νέο. Είναι γιατί η Triumph ήθελε να διατηρήσει την αδράνεια και μάλιστα να την αυξήσει κιόλας, δίνοντας έτσι άλλο ένα στοιχείο που έχουν οι δικύλινδρες Adventure μοτοσυκλέτες, αυξάνοντας το φρένο του κινητήρα. Όπως και με το αφαιρούμενο υποπλαίσιο, την μεγάλη TFT οθόνη, το μικρότερο πλάτος της σέλας εμπρός, έτσι και με το φρένο του κινητήρα, η Triumph υπάκουσε στις προσταγές του κοινού της. Όλα αυτά είναι πράγματα που της ζήτησαν να φτιάξει διαφορετικά στο νέο Tiger και όχι απλά δεν χάλασε το χατίρι, αλλά μπήκε σε μία μακρά διαδικασία. Ξεκίνησε με… Τραμουντάνα! Δηλαδή το αγωνιστικό concept Rally που έγινε το πεδίο δοκιμών, ώστε να βεβαιωθεί στην πράξη συμμετέχοντας σε Rally και γνωρίζοντας τον ανταγωνισμό, για το ποια ακριβώς λύση θα έπρεπε να ακολουθήσει για κάθε ένα ζήτημα από τα παραπάνω που είχε ως πιο σημαντικά.

είναι ένα θέμα το γεγονός πως τα προστατευτικά βιδώνουν πάνω στον κινητήρα απευθείας... Ερωτηθέντες οι άνθρωποι της Triumph αρκέστηκαν να πουν: O James Bond έχει δοκιμάσει την σκληρότητά τους! Προφανώς αναφέρονται εδώ

Φτιάχνοντας ένα πρωτότυπο Rally για να λειτουργήσει ως πεδίο δοκιμών, δεν μπήκε σε μία σπάνια πρακτική εξέλιξης. Ως πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό που έκανε και η Yamaha με το πρωτότυπο Τ7 πριν φτάσει στην παραγωγή του νέου Tenere. Άλλοι κατασκευαστές όπως η KTM, δεν μπαίνουν σε αυτή την διαδικασία απλά γιατί έχουν συνεχή παρουσία στα Rally και για αυτούς η εξέλιξη σε αυτό το πεδίο δοκιμών είναι μία εξέλιξη σε διάρκεια. Ωστόσο το πρωτότυπο «Τραμουντάνα» Tiger, δείχνει σε κάθε περίπτωση την δέσμευση της Triumph να φτιάξει κάτι το οποίο θα δουλεύει στην πράξη. Προφανώς όλα ξεκινούν από το στάδιο των δοκιμών εργοστασίου που το πρώτο τους βήμα έχει επίσης αντικατασταθεί από υπολογιστικές προσομοιώσεις. Στην περίπτωση του νέου Tiger τα πρώτα αυτά βήματα πραγματοποιήθηκαν με την τελευταία ανανέωση που έχει κάνει η Triumph στο πρόγραμμα που έχει εξελίξει και τον περισσότερο χρόνο σε αυτή τη διαδικασία απαίτησε ο σχεδιασμός του στροφάλου.

Από εκεί και πέρα η επιβεβαίωση πως βαδίζουν σε καλό σημείο ήρθε μέσα από την αγωνιστική εμπειρία που αποκτήθηκε με το πρωτότυπο Tiger. Σε αντίθεση με άλλες εταιρίες που κοιτούν στην αγωνιστική αυτή εμπειρία μία διέξοδο προς την αγωνιστική δράση, η Triumph δεν λειτουργεί έτσι. Σκοπός της με το Tiger δεν είναι να φτιάξει την επόμενη βάση για Rally, αλλά να προσφέρει μία μοτοσυκλέτα που θα βοηθά τον αναβάτη της να ευχαριστηθεί το ποσοστό χώματος που θέλει στην ζωή του.

Ξεκινώντας από το Μαρακές για τρεις ημέρες οδήγησης, η Triumph ανακοινώνει πως θα κάνει εύκολη την ζωή μας με την παρουσία δύο εκδόσεων, της GT Pro και του Rally Pro, μειώνοντας έτσι τις παραμέτρους που είχαμε να ελέγξουμε. Υπάρχει ένα Tiger για όλους, κι αυτό σημαίνει πως υπάρχουν πάρα πολλά Tiger, αλλά πάντοτε έτσι συνέβαινε αν υπολόγιζες και τις εκδόσεις με μικρό ύψος σέλας. Η πρώτη ημέρα οδήγησης έχει 350 χιλιόμετρα διαδρομής που δεν είναι πολλά, όμως απαιτούν χρόνο καθώς μιλάμε για επαρχιακό δίκτυο σε μία χώρα που γενικότερα το οδικό δίκτυο είναι υπό-αναπτυγμένο όπως ακριβώς και οι μεταφορές, οι συγκοινωνίες ολοκληρωτικά - ενώ μικρός είναι και ο αριθμός μεταφορικών μέσων ανά κάτοικο. Τα παπιά έχουν την τιμητική τους, βρίσκονται παντού όπως και τα γαιδουράκια και χρησιμοποιούνται και με αντίστοιχο τρόπο. Η έννοια του μοτοσυκλετισμού στην χώρα είναι πρακτικά ανύπαρκτη. Τα δίκυκλα λοιπόν αντιμετωπίζονται ως το πρώτο βήμα στην ατομική μετακίνηση κι όχι ως αναψυχή ή μέσο για ταξίδια και βόλτες, κι έτσι μετά το παπί θα ακολουθήσει το αυτοκίνητο και όχι μοτοσυκλέτα. Αυτό μας κάνει παντού δαχτυλοδικτούμενους, την ίδια ώρα που οι πολίτες της χώρας αυτής προσπαθούν να κατανοήσουν τα τεράστια κύματα μοτοσυκλετιστών που κατακλύζουν τους δρόμους τους τα τελευταία χρόνια. Βλέπετε το πιο συνηθισμένο για μοτοσυκλετιστική εκδρομή περιπέτειας στην Ισπανία, για παράδειγμα, είναι μία οργανωμένη εξόρμηση στο Μαρόκο αλλά και στην κοντινή Τυνησία, με κάποιο από τα δεκάδες πρακτορεία που έχουν γραφεία στην Ισπανία και δραστηριοποιούνται στην απέναντι όχθη. Αντίστοιχα αυξημένες είναι και οι συμμετοχές στα εξίσου αρκετά Rally που πραγματοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο ακόμη κρατεί ο ενθουσιασμός στην θέα της μοτοσυκλέτας, όπως και η καλή προδιάθεση της αστυνομίας απέναντι στους ταξιδιώτες με μοτοσυκλέτα. Και η αστυνομία είναι παντού…

Περνώντας τα πρώτα χιλιόμετρα μέσα από μεγάλες ευθείες με λίγες στροφές, χωριά και πόλεις που απαιτούν προσοχή καθώς οι δρόμοι διασχίζονται κάθετα χωρίς ιδιαίτερο έλεγχο για τα οχήματα που τους χρησιμοποιούν, το Tiger δίνει την εντύπωση της μοτοσυκλέτας που θέτει τον παρονομαστή στο ένα: Ο αναβάτης είναι ο αριθμητής και ανάλογα με αυτόν θα συμπεριφερθεί και το Tiger χωρίς να προβάλλει ούτε αντίσταση, ούτε και να σου δείχνει προδιάθεση. Συνεχίζουμε σε δρόμους που κατασκευάζονται προσφέροντας μηδενική πρόσφυση και γίνονται έως και επικίνδυνοι και γεμίζουμε ώρες με λίγα χιλιόμετρα και κόπωση χωρίς διασκέδαση. Αυτή ευτυχώς δεν αργεί να έρθει. Πλοηγός μας είναι ένας άγγλος ηθοποιός, ο Andrew Smith αλλά όχι ο πολύ γνωστός. Είναι ένας Smith που είναι συνονόματος με τον πιο γνωστό στην Αγγλία, κι εδώ και πέντε χρόνια η Triumph τον έχει χρήσει ως έναν από τους πρεσβευτές της, ενώ έχει και το δικό του πρακτορείο μοτοσυκλετιστικών ταξιδιών. Έχουν σημασία όλα αυτά γιατί συστήνεται κάνοντας λόγο για την πληθωρική παρουσία της αστυνομίας και την έννοια της ασφαλούς οδήγησης, και αμέσως μετά βγαίνοντας από το πάρκινγ του ξενοδοχείου, σηκώνει μία όρθια σούζα σε έναν από τους δρόμους του Μαρακές με την καλύτερη επιτήρηση… Οπότε όλη αυτή την ώρα βρισκόμαστε σε μία αναμονή για το τι θα γίνει μόλις φτάσουμε στο καλό κομμάτι της διαδρομής, εκεί που έχει υποσχεθεί πως θα παίξουμε στις στροφές ασυγκράτητοι. Το σημείο με τις πολλές στροφές, θα γίνει το καλύτερο κομμάτι των τριών ημερών οδήγησης κι απόσπασμά του υπάρχει στο παραπάνω video - ένα μικρό trailer του μεγαλύτερου που θα έρθει κάποια στιγμή αργότερα στο κανάλι μας στο Youtube.

έξοδος στροφής: Αρπάζει δυναμικά ο τρικύλινδρος από χαμηλές ταχύτητες!

Περνάμε μέσα από χωριά με τα παιδιά να ζητούν να μαρσάρουμε και τον πλοηγό μας να σηκώνει σούζες για να τα ευχαριστήσει και φτάνουμε επιτέλους στο σημείο που έχει πολλές διαδοχικές στροφές και λίγες ευθείες. Όπως σε κάθε μέρος από την μεσόγειο και κάτω, το να ακολουθείς πολύ κοντά τον προπορευόμενο, σημαίνει πως λειτουργείς ως στόχος για τα χαλίκια που πετά ο πίσω του τροχός. Κι αυτός του Tiger αποδεικνύεται εύστοχος, πρώτα σπάει από τις πέτρες το προστατευτικό του φακού της GoPro κι έπειτα καταφέρνει να προσπεράσει την ζελατίνα και να βρει τον δρόμο για χέρια και ώμους. Η κάλυψη από τον αέρα είναι καλή, η ζελατίνα κάνει την δουλειά της, οι πέτρες όμως που στέλνει ο πλοηγός επάνω μου είναι άπειρες και στατιστικά και μόνο, κάποιες θα βρουν τον στόχο τους περνώντας από ζελατίνες και χούφτες. Είναι σημαντική αυτή η λεπτομέρεια γιατί φτάνοντας στον προορισμό και χαϊδεύοντας με ένα βρεγμένο δέρμα το Tiger, η βαφή του ήταν ακόμη αψεγάδιαστη ενώ και η ζελατίνα αγρατσούνιστη. Χρειαζόταν να καθαριστεί από την σκόνη και την λάσπη που κουβαλούσε. Μπορεί να μην είχαμε ακόμη οδηγήσει στο χώμα, αλλά τα σημεία με τα έργα οδοποιίας προσέφεραν το κατάλληλο μπάνιο λάσπης. Από την στιγμή λοιπόν που η βαφή πέρασε κάτι σαν αμμοβολή και βγήκε αλώβητη, σημαίνει πως η δουλειά έχει γίνει καλά. Σε αντίστοιχη περίπτωση, και δεν χρειάζεται αναφορά στην μάρκα γιατί θα λειτουργήσει επιδεικτικά σε αυτό το σημείο, εκτός από τις εμφανείς φθορές, είχαμε και σπασμένο προβολέα. Μιλάμε για τέτοιο πετροβολισμό.

Στις στροφές όμως το βασικό συμπέρασμα κυνηγώντας τον ασυγκράτητο Andrew κατά πόδας, είναι πως το Tiger έχει εξαιρετική ευελιξία και εμπιστεύεσαι τον εμπρός τροχό παρόλο που υπάρχουν αρκετά γλιστρήματα στα φρένα αλλά και στιγμιαία μπλοκαρίσματα όσο το ABS δουλεύει με υπερωρίες. Ο πλοηγός μας πηγαίνει πολύ γρήγορα σε δρόμους που η πρόσφυση είναι φαινομενική και μόνο. Η άσφαλτος έχει το σωστό χρώμα για να σου γεμίζει εμπιστοσύνη αλλά δεν κρατά καμία υπόσχεση, ενώ το στρώμα σκόνης κάνει τα πράγματα να προσομοιάζουν παγοδρόμιο ιδιαίτερα αν πατήσεις λίγο προς την άκρη, ή ακριβώς στο κέντρο. Με τον 21 εμπρός τροχό του Rally, εύχεσαι να μπορούσες να αλλάξεις στον 19αρι της διπλανής έκδοσης, όμως τότε το όριο της κλίσης θα το έβαζαν τα μαρσπιέ και όχι εσύ.

Ήδη το Rally και σε κάθε στροφή ακουμπά μαρσπιέ, παρόλο που έχει 60mm μεγαλύτερες διαδρομές αναρτήσεων. Η έκδοση GT δεν ακουμπά απλώς τα μαρσπιέ, αλλά τα αφήνει κάτω, να χαράζουν βαθιά την άσφαλτο. Όλα αυτά γλιστρώντας στα φρένα, μπλοκάροντας τον πίσω τροχό και ανοίγοντας γραμμές από στιγμιαίο χάσιμο της πρόσφυσης. Μία επικίνδυνη οδήγηση λοιπόν που την έχει ξεκινήσει ο πλοηγός μας ενώ λίγες ώρες πριν, σημείωνε πως αυτό ακριβώς θα έπρεπε να αποφύγουμε στους συγκεκριμένους δρόμους. Από την άλλη πλευρά καλό για το συμπέρασμα όλο αυτό που συνέβαινε εκείνη την στιγμή, καθώς πλαίσιο και αναρτήσεις του νέου Tiger παίρνουν έτσι υψηλότατη βαθμολογία. Κάτι που συνήθως στις παρουσιάσεις μοτοσυκλετών πρέπει να περιμένεις την δοκιμή στην Ελλάδα για να διαπιστώσεις αν ισχύει ή όχι.

Στην ενθουσιώδη οδήγηση ο τρικύλινδρος δίνει την καλύτερη απάντηση, υπάρχει μπόλικη ροπή από πολύ χαμηλά αλλά και διάρκεια που σημαίνει πως οι αλλαγές ταχυτήτων ελαχιστοποιούνται. Αν η ευθεία είναι μερικά μέτρα παραπάνω από στροφή σε στροφή, τότε απλά μένεις στο γκάζι και προλαβαίνεις να φτάσεις μέχρι τα επόμενα φρένα πριν επέμβει ο κόφτης. Το ίδιο κάνεις και σε μία λιγότερο κλειστή στροφή που δεν χρειάζεται να κατεβάσεις γιατί η ροπή είναι εκεί όταν ανοίξεις το γκάζι, χωρίς κομπιάσματα. Σε υψηλό ρυθμό περιστροφής υπάρχουν κραδασμοί αλλά δεν γίνονται κουραστικοί, ωστόσο με τις εντουράδικες μπότες και στις ειδικές συνθήκες που εξελίχθηκε η παρουσίαση, το σωστό είναι να βγει αυτό το συμπέρασμα μετά την πλήρη δοκιμή σε Ελληνικό έδαφος.

Σε απόλυτα νούμερα το νέο Tiger έχει 10% περισσότερη ροπή από το προηγούμενο, όμως αυτό το νούμερο δεν λέει πολλά από μόνο του. Μία πρώτη εικόνα που έρχεται από την Triumph και θα πρέπει να επαληθευθεί αργότερα στην Ελλάδα, δείχνει ένα διάγραμμα ροπής που από τις 2.750 στροφές και μετά, το νέο Tiger είναι κατευθείαν αρκετά πιο ροπάτο από τον προκάτοχό του και ταυτίζονται μονάχα πολύ ψηλά, στις 9.000 στροφές, λίγο πριν επέμβει και ο κόφτης.

Το quickshifter είναι εξαιρετικό και κρατά την υπόσχεση της Triumph, να σου δώσει περιφερειακά και αξεσουάρ που δουλεύουν πραγματικά, σε αντίθεση με τα πρόσφατα παραδείγματα που έχουμε θίξει. Το πρόβλημα όμως εδώ, είναι πως το quickshifter δεν δουλεύει πάντα και σε όλους, ή καλύτερα δουλεύει μονάχα πλειοψηφικά, οι υπόλοιποι στο γκρουπ αναγκάζονται να αλλάξουν με τον παραδοσιακό τρόπο. Αυτό όμως το πρόβλημα, μαζί με μερικά ακόμη προβληματάκια που είδαμε, καθώς και ορισμένες ακόμη παρατηρήσεις, θα αναλυθούν στο επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ.

Η κακή άσφαλτος και ο ρυθμός που κρατούσαμε επάνω της, είναι ο βασικός λόγος που το cornering ABS παρουσίαζε μικρομπλοκαρίσματα στις πάντα εξαιρετικές και προοδευτικές δαγκάνες Stylema της Brembo. Το άλλο είναι η μονάδα ελέγχου που έρχεται από την Continental και η IMU τριών αξόνων, αντί για έξι.

Αυτές είναι πληροφορίες που έχω πάρει απευθείας από τον Υπεύθυνο Εξέλιξης και δεν υπήρχαν στην παρουσίαση προς τους υπόλοιπους δημοσιογράφους. Και ο λόγος που μπαίνουμε σε αυτές τις λεπτομέρειες είναι για να επιβεβαιωθούν οι παρατηρήσεις. Όπως ξεκαθάρισε ο Άγγλος μηχανικός, η επιλογή της Continental έγινε με κριτήρια που ίσχυαν πριν από τρία χρόνια - κι ακόμη δεν είχαν δει τον βαθμό εξέλιξης της νέας μονάδας ελέγχου της Brembo και το φρενάρισμα που μπορεί να χαρίσει στα μεσαία Adventure της BMW όπου πρώτη φορά έκανε την εμφάνιση η αναβάθμιση αυτή. Για να μου πει στο τέλος πως «δεν αποκλείουμε αύριο – μεθαύριο να στραφούμε στην Brembo” σημαίνει πως υπάρχει αναγνώριση της ανωτερότητας του ABS της Brembo, παρόλο που οι δρόμοι της Triumph και της Continental βαίνουν παράλληλοι εδώ και πολλά χρόνια. Όταν όμως σχεδιάζεις ένα μοντέλο, η απόφαση για το τί θα χρησιμοποιήσεις μπαίνει πολύ νωρίτερα από την έναρξη λειτουργίας της γραμμής παραγωγής. Κάτι που ο πολύς κόσμος δεν έχει στο μυαλό του. Στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για τρία χρόνια, που είναι ένα συνηθισμένο νούμερο και ισχύει για όλους τους κατασκευαστές. Αν τώρα παράλληλα με την έναρξη παραγωγής κάποιος κατασκευαστής εργάζεται ταυτόχρονα με έναν προμηθευτή του και στην εξέλιξη μίας ECU, όπως συνέβη στο άλλο παράδειγμα που αναφέραμε πιο πάνω, τότε όταν θα βγει η μοτοσυκλέτα στην παραγωγή θα έχει και την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Αυτό όμως δεν συμβαίνει συχνά. Στην παρουσίαση έκανε επίσης λόγο για IMU έξι αξόνων το οποίο δεν είναι ψευδές, αλλά αναληθές ας μου επιτραπεί η διατύπωση. Κι αυτό γιατί η IMU υπολογίζει απευθείας τους τρεις άξονες και αφαιρετικά τους υπόλοιπους, με βάση την δεδομένη τοποθέτηση της μονάδας στον χώρο την ίδια στιγμή που είχαμε συνηθίσει να υπάρχουν IMU πέντε αξόνων που μονάχα ο έκτος προκύπτει αφαιρετικά. Πλέον από το ’19 και μετά οι τιμές έπεσαν και οι IMU έξι αξόνων αρχίζουν να γίνονται στάνταρ. Για να λέμε την αλήθεια όλα αυτά μπορεί να ακούγονται ως ψιλές λεπτομέρειες, ειδικά για μοτοσυκλέτα αυτής της κατηγορίας, όμως ισχύουν δύο πράγματα: Πρώτα από όλα η Triumph έχει βάλει traction control σε μοτοσυκλέτα της κατηγορίας με κακή απόκριση, το πρώτης γενιάς 1200, ενώ διαφημίζει το Tiger 900 ως την μοτοσυκλέτα με την καλύτερη επιτάχυνση αυτή την στιγμή στην κατηγορία της, φωτογραφίζοντας δύο συγκεκριμένες μοτοσυκλέτες με τις οποίες πραγματοποίησε συγκριτική δοκιμή. Όταν το μετρήσουμε με δικά μας όργανα μέτρησης θα μπορούμε να επιβεβαιώσουμε, ή όχι, τον ισχυρισμό αυτό. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, το νέο traction control που έφτιαξε η Triumph για το Tiger 900 πρέπει να δουλεύει και ναι, είναι στο άνω άκρο της κατηγορίας από τρόπο λειτουργίας. Στο τεύχος θα τεκμηριώσουμε ακριβώς τον τρόπο απόδοσής του.

Στο χώμα η Rally Pro κατάσταση λειτουργίας απενεργοποιεί τα ηλεκτρονικά βοηθήματα και η μεγαλύτερη διαδρομή αναρτήσεων, όπως και ο 21’’ ιντσών εμπρός τροχός κάνει έμπρακτα την διαφορά. Για τον έμπειρο αναβάτη φυσικά. Κι εδώ είναι που χωρά κουβέντα καθώς η καραμέλα της ευκολίας του μεγάλου εμπρός τροχού, ακυρώνεται από αυτό που δείχνει η εμπειρία. Αναβάτες μεγάλων Adventure μοτοσυκλετών πηγαίνουν με 19άριδες τροχούς στο χώμα, πολύ πιο άνετα και γρήγορα από εκείνο που καταφέρνουν με 21’’ Το ύψος παίζει μεγάλο ρόλο, όπως και η ασφάλεια που νιώθει κανείς σε μοτοσυκλέτες άνω των διακοσίων κιλών που καβαλούν κοτρόνες και καταπίνουν νεροφαγώματα και λακκούβες. Το Tiger 900 Rally είναι σε θέση να βοηθήσει τον άπειρο αναβάτη να ξεκινήσει την εξερεύνηση εκτός δρόμου, χωρίς όμως να θέτει περιορισμούς στον έμπειρο που του επιτρέπει να κινηθεί γρήγορα και να κατευθύνει δυναμικά την μοτοσυκλέτα με το γκάζι. Η εξέλιξη που έχει συμβεί με το πρωτότυπο δεν κρύβεται και η σωστή κατανομή βάρους είναι ο μεγαλύτερος σύμμαχος, μαζί με την ροπάτη απόκριση. Το προηγούμενο Tiger 800 είχε συμμετέχει σε αρκετά Mega Test και μάλιστα όχι μόνο στην ψηλή έκδοση που είναι ο πρόγονος της Rally, και πάντα το μεγαλύτερο θέμα μαζί του ήταν το ίδιο. Η streetάδικη απόκριση του κινητήρα που δεν ήξερες ποια σχέση να κρατήσεις στο κιβώτιο. Αυτό το πράγμα έχει πλέον χαθεί, ανήκει στο παρελθόν. Δεν μπορείς να πεις πως έχει γίνει ακριβώς όπως ένας δικύλινδρος, γιατί και η διάρκεια στροφών υπάρχει και απουσιάζει η έκρηξη χαμηλά και μεσαία. Ο απόλυτα γραμμικός χαρακτήρας του Tiger δεν κρύβει μέσα του έναν δικύλινδρο, αλλά αντίθετα είναι με διαφορά ο πιο Adventure τρικύλινδρος που υπάρχει αυτή την στιγμή! Πράγμα που σημαίνει πως η Triumph έκανε πολύ σωστά την δουλειά της!

Για το χώμα οι μόνες παρατηρήσεις που μένουν είναι τα λίγο φαρδύτερα μαρσπιέ που θα βοηθούσαν με τις μπότες και μία πιο κοντή ζελατίνα που θα επέτρεπε ακόμη καλύτερη οπτική ακριβώς μπροστά σου. Αντιστρέφοντας τους αποστάτες, φέρνοντας το τιμόνι και λίγο πιο μπροστά, η πολύωρη ώρα σε όρθια θέση οδήγησης γίνεται πιο άνετη αν κι αυτό δεν είναι κάτι που βοηθά στο ταξίδι και στην καθημερινή χρήση. Από εκεί και πέρα το πιρούνι δουλεύει απροβλημάτιστα, δεν διώχνει απότομα κοπανώντας πάνω σε πέτρες, ούτε και τερματίζει όμως, αν το Tiger σηκωθεί στον αέρα. Αυτό σημαίνει πως η λειτουργία του είναι όσο προοδευτική χρειάζεται και ταυτόχρονα όταν φρενάρεις απότομα δεν γονατίζει μπροστά, σαν καμήλα που θέλει να σε κάνει να κατέβεις από πάνω της. Όλα αυτά συμβαίνουν αν η ανάρτηση είναι σχεδιασμένη και ρυθμισμένη σωστά και του Rally είναι. Στο GT τα πράγματα είναι λίγο πιο μαλακά από εκείνο που θα ήθελες για γρήγορη οδήγηση, αλλά όχι σε σημείο που να απασχολεί ιδιαίτερα τον μέσο αναβάτη. Απεναντίας έτσι μπορείς να οδηγήσεις και στο χώμα με άνεση αν το ύψος του Rally σε προδιαθέτει αρνητικά. Μην σκεφτεί κανείς πως για μία απομονωμένη παραλία δύο – τρεις φορές τον χρόνο, πρέπει να αφήσει πίσω την GT ή την GT Pro με την ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενη πίσω ανάρτηση.

Την τελευταία ημέρα οδήγησης, ξεκινώντας από τις 07:00 το πρωί σε μία χώρα που ξημερώνει στις 08:30, είχαμε και την ευκαιρία να δοκιμάσουμε και τα φώτα πράγμα σπάνιο για αποστολή στο εξωτερικό. Αυτό κανονικά φαίνεται στις πολυήμερες δοκιμές στην Ελλάδα, ενώ με την εξαιρετική πυκνή ομίχλη φάνηκε και ο ρόλος των προβολέων.

Τα φώτα έχουν καλή διαπερατότητα, δεν δημιουργούν σκιάσεις και η διασπορά τους είναι αρκετά μεγάλη δεξιά κι αριστερά. Ομοίως δοκιμάστηκε και η θερμαινόμενη σέλα και τα γκριπ, που ανήκουν στον στάνταρ εξοπλισμό των εκδόσεων Pro, όχι τόσο για τους 8ο Κελσίου που είχε εκείνη την ώρα, αλλά για την τρομερή υγρασία που σε έκανε να οδηγείς υπό βροχή, χωρίς υπερβολή. Στο παρακάτω video μπορεί να φαίνεται πως η οθόνη είναι αρκετά έντονη σε φωτεινότητα, όμως ας μην ξεχνάμε πως ο φακός μίας κάμερας αντιλαμβάνεται πολύ διαφορετικά τα χρώματα και την φωτεινότητα από το μάτι του ανθρώπου. Στην πράξη δεν ενοχλεί, ενώ με τόσες επιλογές που έχεις μπροστά σου για να ρυθμίσεις τις πληροφορίες που βλέπεις, δεν μπορείς να ισχυριστείς πως μπορούν και να σε κουράσουν με κορεσμό ενδείξεων. Το εντυπωσιακό σχετικά με την οθόνη που περνούν όλοι στα ψιλά γράμματα, είναι πως το προστατευτικό GorillaGlass δεν είναι ένα στρώμα από πάνω, αλλά η οθόνη είναι ενσωματωμένη σε αυτό, που σημαίνει πως απουσιάζουν οι αντανακλάσεις και ο ήλιος του Μαρόκο φρόντισε να το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Κατασκευάζεται στην Σλοβακία από μία μικρή εταιρεία που καινοτομεί σε αυτό τον τομέα, αντί για την βαθιά Κίνα που θα περίμενε κανείς. Τελευταία η Ευρώπη έχει να επιδείξει μία κάποια πρόοδο σε αυτό τον τομέα, με την Πορτογαλία να έχει επίσης ένα αντίστοιχο εργοστάσιο παραγωγής οθονών για οχήματα.

Η ασύρματη επικοινωνία των οργάνων με τις υπόλοιπες συσκευές δεν ήταν ολότελα απροβλημάτιστη, ωστόσο όλα αυτά θα απαντηθούν στο τεύχος Μαρτίου του ΜΟΤΟ!

 

 

Θυμηθείτε το άρθρο:

Η Triumph αλλάζει την πλοήγηση! Τρείς λέξεις για όλο τον κόσμο!

Πλοήγηση χωρίς συντεταγμένες!

Πώς μπορείς να πλοηγηθείς χωρίς να πληκτρολογείς πολύ, με την νέα εφαρμογή της Triumph! Οι οδηγίες μεταφέρονται στην οθόνη την οποιία μπορείς να επιλέξεις να χωριστεί στην μέση, αριστερά η πλοήγηση και δεξιά οι πληροφορίες ταξιδιού!

Τεχνικά Χαρακτηριστικά Triumph Tiger 900 2020

 

 
Tiger 900

GT (+ LRH)

GT Pro

Rally

Rally Pro

Κινητήρας

Υδρόψυκτος εν σειρά τρικύλινδρος με δύο Ε.Ε. 12 Βαλβίδες

Χωρητικότητα

888 cc

Διάμετρος/ Διαδρομή

78 x 61.9 mm

Σύμπιεση

11.27:1

Ιπποδύναμη

93.9 bhp (70 kW) / 8,750 rpm

Ροπή

8,9 Kg.m / 7,250 rpm

Τροφοδοσία

Ηλεκτρονικός ψεκασμός

Εξάτμιση

3 σε 1

Τελική μετάδοση

Αλυσίδα O- ring

Συμπλέκτης

Υγρός πολύδισκος

Κιβώτιο

6ταχυτο

Πλαίσιο

Ατσάλινο σωληνωτό με αφαιρούμενο αλουμινένιο υποπλαίσιο

Ψαλίδι

Αλουμινένιο

Εμπρός Τροχός

Χυτές 19 x 2.5 in

Χυτές 19 x 2.5 in

Χυτές 19 x 2.5 in

Ακτινωτές Spoked Tubeless 21 x 2.15 in

Ακτινωτές Tubeless 21 x 2.15 in

Πίσω Τροχός

Χυτές

17 x 4.25 in

Χυτές

17 x 4.25 in

Χυτές 17 x 4.25 in

Ακτινωτές Tubeless

17 x 4.25 in

Ακτινωτές Tubeless

17 x 4.25 in

Εμπρός Ελαστικό

100/90-19

100/90-19

100/90-19

90/90 -21

90/90 -21

Πίσω Ελαστικό

150/70R17

150/70R17

150/70R17

150/70R17

150/70R17

Εμπρός Ανάρτηση

Διάμετρος χ Διαδρομή

Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι της Marzocchi 45mm / -

Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι της Marzocchi 45mm / 180mm Ρύθμιση απόσβεσης επαναφοράς και συμπίεσης (140mm διαδρομής για την LRHέκδοση)

Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι της Marzocchi 45mm / 180mm Ρύθμιση απόσβεσης επαναφοράς και συμπίεσης

Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι της Showa 45mm / 240mm Ρύθμιση προφόρτισης, απόσβεσης επαναφοράς και συμπίεσης

Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι της Showa 45mm / 240mm Ρύθμιση προφόρτισης, απόσβεσης επαναφοράς και συμπίεσης

Πίσω Ανάρτηση

Διαδρομή

Αμορτισέρ Marzocchi με τηλε-προφόρτιση 170mm

Αμορτισέρ Marzocchi με τηλε-προφόρτιση 170mm

Ρύθμιση απόσβεσης επαναφοράς και συμπίεσης

(151mm LRH Έκδοση)

Αμορτισέρ Marzocchi με 170mm Ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενες αποσβέσεις και προφόρτιση 170mm

Αμορτισέρ Showa

Τηλε-προφόρτιση

Πλήρεις ρυθμίσεις

230mm

Αμορτισέρ Showa

Τηλε-προφόρτιση

Πλήρεις ρυθμίσεις

230mm

Εμπρός Φρένο

Δύο πλευστοί δίσκοι 320mm Brembo Ακτινικές Τετραπίστονες Stylema Monobloc Δαγκάνες

ABS

Δύο πλευστοί δίσκοι 320mm Brembo Ακτινικές Τετραπίστονες Stylema Monobloc Δαγκάνες

Cornering ABS

Δύο πλευστοί δίσκοι 320mm Brembo Ακτινικές Τετραπίστονες Stylema Monobloc Δαγκάνες

Cornering ABS

Δύο πλευστοί δίσκοι 320mm Brembo Ακτινικές Τετραπίστονες Stylema Monobloc Δαγκάνες

Cornering ABS

Δύο πλευστοί δίσκοι 320mm Brembo Ακτινικές Τετραπίστονες Stylema Monobloc Δαγκάνες

Cornering ABS

Πίσω Φρένο

Ένας δίσκος 255mm Δαγκάνα Brembo ABS

Ένας δίσκος 255mm Δαγκάνα Brembo ABS Cornering ABS

Ένας δίσκος 255mm Δαγκάνα Brembo ABS Cornering ABS

Ένας δίσκος 255mm Δαγκάνα Brembo ABS Cornering ABS

Ένας δίσκος 255mm Δαγκάνα Brembo ABS Cornering ABS

Πλάτος στο τιμόνι

830mm

930mm

930mm

935mm

935mm

Ύψος χωρίς καθρέπτες

 

1410-1460mm

1410-1460mm

(1385-1435 mm LRH)

 

1410-1460mm

 

1452-1502mm

 

1452-1502mm

Ύψος Σέλας

810-830mm

810-830mm

(760-780mm LRH)

810-830mm

850-870mm

850-870mm

Μεταξόνιο

1556mm

1556mm (1545mm LRH)

1556mm

1551mm

1551mm

Κάστερ

24.6 º

24.6 º

(24.1 º LRH)

24.6 º

24.4 º

24.4 º

Ίχνος

133.3mm

133.3mm (130.0mm LRH)

133.3mm

145.8mm

145.8mm

Βάρος Κενό

192 kg

194 kg

(193 kg LRH)

198 kg

196 kg

201 kg

Ρεζερβουάρ

20 L

20 L

20 L

20 L

20 L

 

Δείτε πλούσιο φωτογραφικό υλικό από την αποστολή μας στο Μαρόκο!

Ετικέτες