Συγκριτικό Honda Africa Twin DCT vs BMW R1200GS vs KTM 1050 Adventure vs Suzuki V-Strom 1000 vs Triumph Tiger 800XRX [τ.557-2016]

Επιστροφή στην ουσία!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

26/10/2018

Έχουμε περάσει ένα σωρό σκαμπανεβάσματα: Τη μία στιγμή θέλουμε 150 άλογα στον τροχό, την επόμενη μας φαίνονται πολλά και ακριβά. Η εποχή δεν σηκώνει καπρίτσια και οι πολλές γνώμες μας έχουν καταστρέψει, είναι ώρα να δούμε την ουσία, κι αυτή είναι απλή και ξεκάθαρη: Ποια οδηγείται καλύτερα στο δρόμο και ποια προσφέρει τα περισσότερα!

Η Honda CRF1000L Africa Twin DCT σε ένα συγκριτικό (από το τεύχος 557 που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2016) απέναντι στον παγιωμένο ανταγωνισμό, καθώς ήταν η πιο καινούργια εισαγωγή στην κατηγορία εκείνη την εποχή, με τους αντιπάλους να την περιμένουν στη γωνία.

Πριν οι μεγάλες on-off αρχίσουν να ξεφεύγουν σε επιδόσεις και τιμή, ο κόσμος γκρίνιαζε γιατί τα εκατό άλογα που κατά μέσο όρο απέδιδαν άρχισαν να του φαίνονται λίγα, ενώ τα διακόσια χιλιόμετρα την ώρα έγιναν το νέο θεωρητικό όριο "ταξιδιού". Αν η μοτοσυκλέτα δεν έπιανε με ευκολία τα διακόσια, τότε... δεν ήταν πραγματικά Adventure. Οι εταιρίες πάσχισαν να φτιάξουν πλαίσια που μένουν ακλόνητα σε αυτά τα χιλιόμετρα, ενώ υπάρχει απόσταση από το έδαφος και ο αναβάτης κάθεται όρθιος, την ώρα που οι εταιρίες ελαστικών αντιμετώπιζαν την μεγαλύτερη σπαζοκεφαλιά των τελευταίων δεκαετιών: Να φτιάξουν λάστιχα με πρόσφυση που λίγα χρόνια πριν έβρισκες μονάχα σε superbike, αλλά για να σηκώσουν σχεδόν τα διπλάσια κιλά και να έχουν χιλιάδες χιλιόμετρα μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.

Αν ψάξεις το ζήτημα, θα δεις ότι στην έρευνα και την εξέλιξη των μοτοσυκλετών αυτής της κατηγορίας, έχουν δαπανηθεί περισσότερα κονδύλια απ’ ότι για τις superbike σε διπλάσιο εύρος χρόνου, μετρώντας προς τα πίσω. Τα τελευταία πέντε χρόνια, έχουν ξοδευτεί περισσότερα για τις νέες on-off, σε σύγκριση με τα προηγούμενα δέκα για τις superbike. Κι ενώ στην αρχή τα αποτελέσματα, όπως γράφαμε στο MOTO, ήταν απλά ικανοποιητικά, πλέον οι μεγάλες on-off έγιναν αυτό που πάντα θέλαμε, μόνο που είχε χαθεί το “timing”. Μόλις η κρίση χτύπησε την πόρτα μας, η παλιά γκρίνια επέστρεψε αλλά με την αντίστροφη φορά: "Ποιος έχει είκοσι χιλιάδες για ένα ταξιδάκι –που και που- και τι τα θέλουμε τα 150 άλογα για το χώμα".

Πάνω εκεί η KTM έκοψε διαδρομή από τον κινητήρα του 1190 και αφήνοντας άβαφο το υποπλαίσιο, μαζί με φθηνότερες αναρτήσεις και άλλες αλλαγές προς την κατεύθυνση της χαμηλότερης τιμής, προσπάθησε να δώσει μία λύση στο νέο κενό της γκάμας που δημιουργήθηκε, ενώ η Honda εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία με τον καλύτερο τρόπο: Φέρνοντας μια αναβίωση που την περίμενε πολύς κόσμος, ξαναμπαίνοντας έτσι σε μία κατηγορία από την οποία έλειπε από το 2003. Αλλά μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα! Το ανυπέρβλητο ζήτημα, είναι ότι τα τελευταία χρόνια τα μάτια μας έχουν ανοίξει, έχουμε δει ότι οι μεγάλες on-off δεν πιάνονται ούτε από street ή naked, ούτε και από superbike ακόμα, σε στενούς επαρχιακούς που αποτελούν και την πλειοψηφία των διαδρομών μας. Θέλουμε λοιπόν τα ίδια υψηλά πρότυπα συμπεριφοράς, σ’ ένα πιο προσιτό πακέτο, κι έχουμε αρχίσει να τα χαλάμε ακριβώς σ’ αυτό το σημείο. Στις χώρες της Ευρώπης η αγοραστική δύναμη στις κοινωνικές τάξεις έχει μεταβληθεί δυσανάλογα και αυτό που εμείς εδώ θεωρούμε προσιτό, δεν έχει καμία σχέση με τους υπόλοιπους, χώρια που οι καινούριες μοτοσυκλέτες που πωλούνται στη χώρα μας, δεν αλλάζουν πλέον παρά τα τελευταία ψηφία στον συνολικό αριθμό που βλέπουν οι εταιρίες… Και υπάρχει πάντα το θέμα της συνήθειας που λέγαμε: Θέλουμε να στρίβουμε ξύνοντας μαρσπιέ με ασφάλεια, όπως είδαμε ότι αυτή η κατηγορία μπορεί να μας προσφέρει - Κι αυτό δυστυχώς δεν γίνεται με φθηνές λύσεις…

Τα θέλουμε όλα!

Η πιο νέα μοτοσυκλέτα είναι φυσικά η Africa Twin και η Honda ο μεγάλος καιροσκόπος, που αντί να μπει στον ανταγωνισμό τα προηγούμενα χρόνια με ημι-ενεργητικές αναρτήσεις, ride by wire, συνδυασμένα φρένα κι άλλα τόσα, μπορεί τώρα να πει με άνεση ότι όλα αυτά δεν χρειάζονται. Παράλληλα, και για να διατηρήσει τον τίτλο της πιο τεχνολογικά προηγμένης εταιρίας, αναβαθμίζει το DCT που κανένας άλλος κατασκευαστής δεν μπορεί να προσφέρει και ιδού: Η πιο φρέσκια πρόταση, σταματώντας την συζήτηση για την μεγαλύτερη ιπποδύναμη και επιστρέφοντας στην ουσία: Βάζει υποψηφιότητα για την καλύτερη οδηγικά, σε όλη την κατηγορία!

Η αναβίωση του ονόματος της Africa Twin, εδραιώνει την ύπαρξη της νέας μεγαλο-μεσαίας τάξης στην κατηγορία των on-off και ταυτόχρονα βάζει κι ένα φουρνέλο στον ανταγωνισμό. Εσείς έχετε μάθει ήδη σε αποκλειστικότητα, τα πάντα γύρω από την Africa Twin και την εξέλιξή της, οπότε ήρθε η ώρα να δούμε μαζί και την θέση της στον ανταγωνισμό. Μετά από την δοκιμή της στην Ελλάδα, την συγκρίνουμε με 1050 Adventure, V-Strom 1000, Tiger 800XRx και R1200GS. Το πολύ ακριβότερο και μεγαλύτερο GS, υπάρχει εδώ για ένα και μόνο λόγο: Να αποτελέσει το σημείο αναφοράς, όντας η πιο δημοφιλής των on-off, περσινός νικητής στο MΕGA TEST του ΜΟΤΟ και απατηλό, ορισμένες φορές και κρυφό, όνειρο πολλών που τους αρέσει αυτή η κατηγορία μοτοσυκλετών. Το συγκριτικό αυτό επίσης, είναι προάγγελος του φετινού MEGA TEST όπου οι μοτοσυκλέτες θα έχουν όλες χωμάτινα λάστιχα και θα δοκιμαστούν με τον τρόπο που αρμόζει σε μία μοτοσυκλέτα adventure, όπως έχει καθιερωθεί. Η σύγκριση λοιπόν γίνεται τώρα με τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης και στην πιο συνηθισμένη χρήση, που θα κάνουν οι μοτοσυκλέτες αυτές στην ζωή τους. Ταξίδια σε εθνική και επαρχιακό καθώς και καθημερινή χρήση. Πριν όμως από την απευθείας αντιπαράθεση της Africa Twin, με κάθε μία από τις μοτοσυκλέτες του συγκριτικού, ας δούμε πώς συμπεριφέρεται το DCT στα δικά μας δεδομένα κι ας υποδεχτούμε την Africa σε ελληνικό έδαφος!

Africa DCT vs 1050 Adventure

Παιχνίδι που κρίνεται στον πόντο!

Το 1050 της KTM είναι ο πιο άμεσος αντίπαλος του νέου Africa Twin, για μία σειρά από λόγους, με πρώτο και καλύτερο την ομοιότητά τους στα τεχνικά χαρακτηριστικά. Ελαφρώς δυνατότερο το KTM και σχετικά ελαφρύτερο, ιδιαίτερα σε αντιπαράθεση με την βαρύτερη DCT έκδοση, είναι και καλύτερο από το Africa Twin σε ορισμένους τομείς, υστερώντας όμως σε κάποιους άλλους. Τοποθετημένα στη ζυγαριά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα έρχονται τόσο κοντά, που θα μπορούσε η σύγκριση να είναι μία ατέρμονη διαδικασία χωρίς ξεκάθαρο συμπέρασμα. Ευτυχώς όμως που τέτοιες περιπτώσεις είναι και οι αγαπημένες μας!

Θα ξεκινήσουμε από τα εύκολα λοιπόν, που είναι η συμπεριφορά στο ταξίδι καθώς αναμφισβήτητα το Africa υπερτερεί, χωρίς να υπολογίσεις μάλιστα το DCT και την τεράστια ευκολία που αυτό σου προσφέρει στο ταξίδι. Η προστασία του αέρα στο KTM είναι μικρότερη, ενώ στο κράνος σου φτάνουν στροβιλισμοί που δεν είναι πολύ ενοχλητικοί, ωστόσο τους παρατηρείς συγκριτικά με το Africa Twin. Λιγότερο άνετη σέλα στο KTM, σε ότι έχει να κάνει με μεγάλες αποστάσεις  με την διαφορά να μεγαλώνει για τον συνεπιβάτη, και μία μικρή ενόχληση από θερμότητα, που σε καμία περίπτωση δεν φτάνει στα επίπεδα του 1190 - προ διορθώσεων της KTM – όμως κι αυτό είναι κάτι που παρατηρείς αφού δεν το βλέπεις στο Africa. Από εκεί και πέρα υπάρχουν και λεπτομέρειες που καθιστούν πιο ευχάριστο το ταξίδι με την Africa Twin, σε εθνικές οδούς και μεγάλες αποστάσεις, όπως η χροιά του κινητήρα και η απόκρισή του. Η KTM εστιάζει πάρα πολύ στο βάρος του κινητήρα, και προτιμά να εξοικονομεί βάρος από παντού, πράγμα που στα αυτιά σου μεταφράζεται σε μία σειρά από μηχανικούς ήχους, αντί για έναν ενιαίο. Είναι ένα μικρό μειονέκτημα, σε σύγκριση με αυτά που σου προσφέρει, αλλά αυτό θα το δούμε παρακάτω, αυτό που μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι ο ήχος. Με την Africa Twin σε συνοδεύει ένας όμορφος μπάσος ήχος από το τελικό της εξάτμισης, χωρίς μηχανικούς θορύβους. Καμία μοτοσυκλέτα του συγκριτικού δεν πρόκειται να σε συγκινήσει ηχητικά, πέρα από το συγκεκριμένο V-Strom για τους λάθους λόγους, αλλά στην περίπτωση που εξετάζουμε τώρα, ο ήχος του Africa ακούγεται στα αυτιά σου ως «υγιέστερος», σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι αξιόπιστη μοτοσυκλέτα, χωρίς κανείς ακόμα να μπορεί να ισχυριστεί ότι κάτι τέτοιο ισχύει και στην πράξη.

Αν αφήσεις την εθνική και αρχίσεις να ανεβαίνεις κάποιον επαρχιακό γεμάτο στροφές και φουρκέτες, όπως κάναμε εμείς, τότε ανοίγονται μπροστά σου δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη έχεις βάλει το DCT στην τρίτη θέση της sport λειτουργίας και θαυμάζεις την φύση καθώς απολαμβάνεις την βόλτα, χωρίς να θέλεις να κατέβεις από την Africa Twin. Στην δεύτερη περίπτωση, έχεις ξοδέψει πολύτιμα δευτερόλεπτα στο ρελαντί, για να βγάλεις το traction control στο 1050 Adventure – την στιγμή που στο Africa γίνεται εν κινήσει – αφήνεις το ABS στον εμπρός τροχό, και την χαρτογράφηση στην sport λειτουργία, και σιχτιρίζοντας για τα τριάντα δευτερόλεπτα που σου φάνηκαν τρία λεπτά, ξαμολιέσαι στον ανήφορο με τον πορτοκαλί διάολο. Δεν χρειάζεται να πας γελοιωδώς γρήγορα, του στιλ "Έχω ανοίξει την κάμερα και θέλω να εντυπωσιάσω τους φίλους μου". Ακόμα και στην σβέλτη οδήγηση το KTM είναι καλύτερο από την νέα, άψογα ζυγισμένη Africa. Είναι γιατί και το KTM έχει άψογο ζύγισμα, μαζί όμως με δύο ακόμα στοιχεία: Το υπέροχο χωροδικτύωμα του 1190 που είναι ακριβώς όσο άκαμπτο χρειάζεται, για να το κάνεις ότι θέλεις, και την απόκριση του 1190 μέχρι τις 6.000 στροφές. Στον αντίποδα η Africa επωφελείται από τον μεγαλύτερο τροχό, στις απότομες εναλλαγές πορείας. Στις μέρες μας έχεις ελαστικά που σου χαρίζουν πρόσφυση ακόμα και στις διαστάσεις των εικοσιένα ιντσών του εμπρός τροχού, κι έτσι η διάσταση αυτή σε βοηθά και στον δρόμο, εκτός από το χώμα, όταν μιλάμε για επαρχιακό και ελληνικές συνθήκες. Όμως είναι τόσο απόλυτος ο τρόπος που μπορείς να οδηγήσεις το KTM, σουζάροντας στις εξόδους και ντριφτάροντας στην επόμενη είσοδο, που ακόμα κι αν δεν θέλεις να οδηγήσεις τόσο γρήγορα, εξακολουθεί να είναι προτιμότερη επιλογή. Σ’ ένα τέτοιο παιχνίδι το Africa δε μένει πολύ πιο πίσω, ενώ μπορείς να επωφεληθείς για να κάνεις ταχύτερες αλλαγές, πριν ακόμα από την έξοδο, κρατώντας την μοτοσυκλέτα πλαγιασμένη. Όμως στον ίδιο δρόμο και με τον ίδιο γρήγορο ρυθμό, το KTM είναι πιο ξεκούραστο, αυτή είναι τελικά και η διαφορά τους.

Στην πόλη ο μεγαλύτερος εμπρός τροχός, είναι ο σύμμαχός σου στις άπειρες λακκούβες και τα ψηλά πεζοδρόμια, ενώ αν οδηγήσεις γρήγορα, έρχεται σύντομα η στιγμή που το KTM ζεσταίνεται και ξεχνά την νεκρά και από πρώτη πας στην δευτέρα και καταλήγεις από τα πολλά πάνω-κάτω να κρατάς την μανέτα του συμπλέκτη στο φανάρι. Δεν θα το κάνει πάντα, όμως αποτελεί μειονέκτημα έναντι του Africa, που ακόμα και το κανονικό κιβώτιο βρίσκει πάντα την νεκρά, όσο γρήγορα κι αν έχεις οδηγήσει. Για το DCT δεν χρειάζεται καμία πρόσθετη διευκρίνιση… Οριακά καλύτερα και τα φώτα της Africa σε νυχτερινή οδήγηση όπως και τα όργανα που διαβάζονται κάτω από όλες τις συνθήκες, εξαιτίας της απόχρωσης των ενδείξεων και τα προτιμάς, παρόλο που οι ενδείξεις του KTM είναι περισσότερες…

Africa DCT vs V-Strom 1000

Δες το τεχνοκρατικά

Το V-Strom 1000 είναι η τιμιότερη μοτοσυκλέτα του συγκριτικού και ακόμα παραπέρα, είναι μία από τις πιο τίμιες μοτοσυκλέτες της αγοράς, αυτή την στιγμή! Αδικείται γιατί δεν έχει όγκο, την στιγμή που κάποτε ένας από τους βασικούς λόγους που το V-Strom 650 είχε ανακηρυχτεί η δημοφιλέστερη μοτοσυκλέτα, ήταν ότι έμοιαζε με χιλιάρι. Αδικείται επίσης γιατί η εμφάνισή του, ειδικά μπροστά, δεν σε γεμίζει με ματαιοδοξία όταν παρκάρεις στην καφετέρια. Αυτό βέβαια δεν μπορείς να πεις ότι αποτελεί μειονέκτημα, το μειονέκτημα είναι να δείχνεις προτίμηση στις μοτοσυκλέτες με βάση την ματαιοδοξία σου, αλλά ας μην γελιόμαστε, για την ελληνική πραγματικότητα μιλάμε. Αυτά τα δύο στοιχεία, είναι ίσως τα μόνα για τα οποία δεν εξασφάλισε μία καλύτερη πορεία στην ελληνική αγορά, από την ημέρα που παρουσιάστηκε.  Αν εξαιρέσεις όμως την θεωρία και περάσεις στο πρακτικό κομμάτι της σύγκρισης του V-Strom και της νέας Africa, τότε είναι λίγα τα πράγματα που θα σε ενοχλήσουν στο πιο οικονομικό σε τιμή αγοράς Suzuki.

Αρχικά είναι η θέση οδήγησης που χαλά την βαθμολογία του, και πιο συγκεκριμένα το στενό τιμόνι που ταυτόχρονα τοποθετεί και τα χέρια ψηλά. Αν καθίσεις στο V-Strom αμέσως μετά την Africa Twin, νιώθεις ότι πήδηξες από τον μηχανικό ταύρο στο λούνα παρκ που ήταν για τους ενήλικους, στον χρωματιστό μονόκερο που νανουρίζει τα παιδιά με μουσική από συνθεσάιζερ… Αυτή είναι η διαφορά τους. Έχεις μετά και τους τετράγωνους καθρέφτες, τα κάθετα όργανα λες και έχεις μπει σε ταξί Mercedes της προηγούμενης δεκαετίας και συμπληρώνεται μία πιο παλιομοδίτικη εικόνα. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν παραβλέπεται με ευκολία, μόλις συνειδητοποιήσεις ότι μπορείς να κινηθείς εξίσου γρήγορα με το V-Strom, όσο και με την Africa! Επιπρόσθετα καταβάλλεις και λιγότερη προσπάθεια στην είσοδο των στροφών, παρόλο που χειρίζεσαι ένα τιμόνι με μικρότερο μοχλό. Η στενή σιλουέτα της μοτοσυκλέτας και η συγκέντρωση όλων των μαζών χαμηλά, της χαρίζουν αξιοσημείωτη ευελιξία για τα κυβικά της, ενώ ταυτόχρονα είναι και πολύ σταθερή στο ταξίδι σε εθνικές οδούς.

Σε αυτή την περίπτωση, όταν θα βγεις σε αυτοκινητόδρομο για να ταξιδέψεις, το V-Strom πάσχει έναντι της Africa στην άνεση, τόσο εξαιτίας της μικρότερης κάλυψης από τον αέρα, όσο και της γεωμετρίας της θέσης οδήγησης συνολικά, και όχι μόνο για την γωνία που τοποθετεί το τιμόνι τα χέρια σου. Ούτε η σέλα έχει την ίδια άνεση, αν και ο συνεπιβάτης θα είναι πιο δύσκολο να πάρει θέση, γιατί για εκείνον η διαφορά είναι πολύ μικρότερη. Από εκεί και πέρα όμως το Suzuki ταξιδεύει κι αυτό, όπως και η Africa, απαλλαγμένο από ενοχλητικούς κραδασμούς και μ’ ένα ωραίο ήχο από το τελικό της εξάτμισης. Αυτό το τελευταίο, δεν ισχύει και τόσο για την μοτοσυκλέτα του συγκριτικού, που είχε τοποθετημένη μία τελείως ανοιχτή Yoshimura και ο ήχος ήταν σίγουρα εκτός των νόμιμων πλαισίων.

Σε ότι έχει να κάνει με την συμπεριφορά στον δρόμο, οι δύο μοτοσυκλέτες είναι πολύ κοντά, ενώ αν υπολογίσεις την διαφορά στην τιμή τους, τότε το V-Strom είναι συνολικά καλύτερη περίπτωση (η ατάκα του Μιμίκου: "Αυτό είναι μπετόν! Καλύτερο από GSX-R!"). Υπάρχει ωστόσο ένα στοιχείο που το Suzuki φανερώνει την απόσταση τιμής με το Africa Twin, κι αυτό είναι οι αναρτήσεις. Σε βόλτες με ήπιο ρυθμό ή μέσα στην πόλη, η διαφορά τους δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή. Θα πρέπει να πέσεις με ταχύτητα σε κάποια λακκούβα, ή να πρέπει να φρενάρεις οριακά πριν αφήσεις τα φρένα για να στρίψεις, για να δεις ότι το αμορτισέρ πίσω δεν μπορεί να περάσει με την ίδια ταχύτητα όπως του Africa, πάνω από λακκούβες και σαμαράκια, χωρίς να σε ενοχλήσει η πιο σκληρή -συγκριτικά πάντα- συμπίεση και η πιο γρήγορη επαναφορά. Το πιρούνι δεν έχει κι αυτό την προοδευτική λειτουργία που συναντάς στο Africa Twin και το αποτέλεσμα γίνεται πιο ξεκάθαρο, αν αρχίσεις να πιέζεις τις δύο μοτοσυκλέτες σε αρκετά γρήγορο ρυθμό. Εκεί το Africa Twin θα σου επιτρέψει να περάσεις το V-Strom ή να κινηθείς μαζί του, αλλά με μικρότερη προσπάθεια.

Τα προοδευτικά φρένα του V-Strom, αν και έχουν καλύτερη αίσθηση από του Africa Twin, θερμαίνονται χάνοντας απόδοση λίγο πιο γρήγορα, ενώ η συμπεριφορά του ABS είναι καλύτερη για την Honda, ιδιαίτερα στον εμπρός τροχό. Οριακά καλύτερα τα φώτα του Suzuki από την πιο νεότερη Honda, γιατί αν και δεν διαφέρουν σε ένταση, έχουν λιγότερες σκιάσεις και αντίστοιχη διασπορά της δέσμης… Επίσης συγκεκριμένα με τις εκδόσεις που είχαμε στο συγκριτικό, άρχιζες να προσέχεις περισσότερο, την ηχηρό τρόπο που κούμπωναν οι σχέσεις του κιβωτίου στο V-Strom. Το DCT της Africa Twin δεν είναι τελείως αθόρυβο, απεναντίας ακούς όλες του τις αλλαγές, όμως είτε με δύο συμπλέκτες και κουμπιά, είτε με έναν συμπλέκτη και μανέτα, το Africa αλλάζει με λιγότερο θόρυβο και κόπο.

Africa DCT vs Tiger 800 XRx

Αναμέτρηση με street κριτήρια

Σε απευθείας σύγκριση με την Africa Twin, το μικρότερο Tiger τοποθετείται διαμετρικά αντίθετα από το GS της BMW, αποτελώντας ουσιαστικά το άλλο άκρο. Ωστόσο είναι μία επιλογή οικονομική και με ιδιαίτερο χαρακτήρα, που θα αξιολογήσει κανείς, όταν προσπαθεί να αποφασίσει για την προτιμότερη της μεγαλο-μεσαίας κατηγορίας των on-off. Από τις δύο διαφορετικές εκδόσεις του Triumph, επιλέξαμε συνειδητά εκείνη με τον μικρότερο εμπρός τροχό, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η έμφαση αυτού του συγκριτικού είναι ο δρόμος, και πολύ λιγότερο το χώμα. Όταν έρθει η ώρα του φετινού MEGA TEST, μία από τις μοτοσυκλέτες που θα συμμετέχει, θα είναι το Tiger με τον εμπρός τροχό των εικοσιένα ιντσών. Ο δεύτερος είναι ότι έτσι κι αλλιώς, επιβάλλεται το Tiger να συγκριθεί με το Africa και στις δύο του εκδόσεις, από την στιγμή που για την ίδια χρήση η Triumph έχει δύο μοντέλα και η Honda ένα, για όλες τις δουλειές.

Έχουμε πει ότι η ευστροφία του τρικύλινδρου που έχει το Tiger είναι αξιοσημείωτη, πράγμα βέβαια που ισχύει γενικά για όλα τα Triumph. Παρόλο αυτό το γεγονός, το Tiger δεν μπορεί να κυνηγήσει σε επαρχιακό με στροφές το Africa Twin, αφού τόσο τα κυβικά όσο και η ροπή του δικύλινδρου, ακυρώνουν την σύγκριση. Στην πράξη οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν και διαφορετικό στιλ οδήγησης, καθώς το Triumph ως σχεδόν γνήσια street απαιτεί από εσένα να χρησιμοποιείς το σώμα σου περισσότερο και να μην βασίζεσαι μονάχα στο γυροσκοπικό φαινόμενο για την είσοδο της στροφής. Μπορεί να μην έχει την επιτάχυνση του Africa και την ροπή για την έξοδο της στροφής, αλλά έχει καλύτερα φρένα, τόσο σε δύναμη, όσο και σε αίσθηση, και αναρτήσεις που του επιτρέπουν να διατηρήσει μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στην στροφή. Σε φαρδύτερους δρόμους το μικρότερο σε κυβικά Triumph, μπορεί να είναι και ταχύτερο από την Africa Twin, ωστόσο σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις υπολείπεται στην μεγαλύτερη δικύλινδρη.

Ακόμα και στην πόλη όμως, η νέα Africa Twin έχει ορισμένα πλεονεκτήματα, παρόλο που είναι μεγαλύτερη μοτοσυκλέτα. Το μικρότερο κόψιμο του τιμονιού στο Tiger και το άκαμπτο πλαίσιο το καθιστούν –συγκριτικά και μόνο- ποιο δυσκίνητη μοτοσυκλέτα. Το πλεονέκτημα είναι ο μικρότερος όγκος του, με τον αναβάτη να πατά καλύτερα στο έδαφος και να απολαμβάνει μία πολύ άνετη σέλα.  Η Africa Twin είναι πολύ εύκολη μοτοσυκλέτα, εξαιτίας του ζυγίσματός της αλλά το Tiger είναι ακόμη πιο μαζεμένο σε διαστάσεις και ευνοεί τους κοντύτερους αναβάτες.

Η άμεση απόκριση του τρικύλινδρου στο άνοιγμα του γκαζιού και η διάρκειά του στις ψηλές στροφές, χωρίς ταυτόχρονα να πάσχει στις μεσαίες, είναι ένα χαρακτηριστικό του Tiger που μαθαίνεις ν’ αγαπάς πολύ γρήγορα. Η συμπεριφορά του κινητήρα σε ξεγελά, κάνοντάς σε να πιστεύεις ότι είναι μεγαλύτερος σε κυβισμό και η ξεκάθαρη street συμπεριφορά του ενισχύεται και από τις αναρτήσεις. Πέρα από καλύτερα φρένα, το πιρούνι του Tiger βυθίζεται λιγότερο και πιο προοδευτικά από της Africa Twin πράγμα που είναι σημαντικό τόσο για τις στιγμές που θέλεις να κινηθείς γρήγορα, όσο και για την βόλτα ακόμα, όταν θα αρχίσεις να κατεβαίνεις κάποιον στενό επαρχιακό γεμάτο φουρκέτες. Μικρότερη άνεση από την στάση του σώματος που έρχεται πιο μπροστά και το μικρότερο πλάτος του τιμονιού, αλλά καλύτερη συμπεριφορά από ανάρτηση και φρένα, αυτές είναι οι διαφορές του Tiger έναντι του Africa σε αυτή την περίπτωση.

Τα ηλεκτρονικά του Tiger δεν απέχουν σε τεχνολογία από το νεότερο Africa, ενώ το ride by wire που υπάρχει στην δεύτερη γενιά, έχει άψογη λειτουργία. Ο άνθρωπος που έχει σχεδιάσει την Africa Twin, μας είχε πει πως η τεχνολογία δεν είναι ακόμα έτοιμη για ride by wire που δουλεύει σωστά και στο χώμα, όμως η Triumph δεν θεωρεί κάτι τέτοιο δεδομένο, ειδικά στην συγκεκριμένη έκδοση που είναι κυρίως ασφάλτινη.  Εξαιτίας του ride by wire γκαζιού, το Tiger έχει και cruise control για τα ταξίδια, πράγμα που τεχνικά θα ήταν  πολύπλοκο για την αναλογική – σε αυτό τον τομέα Africa. Το ABS του Tiger μπορεί επίσης να απενεργοποιηθεί στον πίσω τροχό, ενώ ανάλογα με την έκδοση το traction control διαθέτει και βαθμίδες εμπλοκής. Οι διαφορετικοί χάρτες στην λειτουργία του κινητήρα έχουν μικρή διαφορά μεταξύ τους, με την "rain" να απέχει σημαντικά από όλες. Επιταχύνει τόσο ομαλά σε αυτή τη χαρτογράφηση το Tiger, που νιώθεις ασφάλεια να χουφτώσεις το γκάζι σε μια βροχερή μέρα, έχοντας απενεργοποιήσει το traction control. Αυτό που θα παρατηρήσεις στο Tiger είναι ο ηχηρός τρόπος που αλλάζει ταχύτητες και η δύναμη που απαιτείται στον λεβιέ, και αυτό χωρίς να το συγκρίνεις με το καλύτερο αυτόματο κιβώτιο που υπάρχει αυτή την στιγμή στην παραγωγή.

Απέναντι στο μεγαλύτερο Africa Twin, μπορεί να χάνει σε εμφάνιση και στον παράγοντα εντυπωσιασμού, όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι μία συμφέρουσα πρόταση που ταξιδεύει πολύ καλά και είναι ευέλικτη στην καθημερινή χρήση. Στις μεγάλες οn-off που φορτώνεις για να ταξιδέψεις, ανακαλύπτεις όταν φτάσεις στον προορισμό σου, πώς αφού ξεφόρτωσες και ετοιμάζεσαι να εξερευνήσεις το νέο μέρος, συνεχίζεις να κουβαλάς μαζί σου έναν μεγάλο όγκο. Αυτή είναι η περίπτωση του GS για παράδειγμα, όπως θα δούμε παρακάτω… Στις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες του συγκριτικού, κερδίζεις την ευελιξία σου, ενώ το Tiger πάει ένα βήμα παρακάτω, όντας η πιο μικροκαμωμένη, αλλά με αντίστοιχες ταξιδιωτικές δυνατότητες.

Africa DCT vs R1200GS

Εναντίον γολιάθ

Κάθε φορά που ανεβαίνω στο GS μετά από ένα διάστημα, ακόμα και μικρό, αισθάνομαι ότι μου έλειψαν τα ταξίδια, κι ας έχω γυρίσει όλη την ηπειρωτική Ελλάδα στην σέλα του, χωρίς καμία υπερβολή. Το πρόβλημα με το GS, είναι ότι αν ταξιδέψεις μ’ αυτό, ανεβαίνουν τόσο ψηλά τα στάνταρ σου, που μετά δεν είσαι ικανοποιημένος αν δεν δώσεις το υπέρογκο ποσό που κοστίζει με όλο τον εξοπλισμό επάνω του. Γιατί και να το θέλεις «γυμνό από ηλεκτρονικά» δεν θα το βρεις εύκολα, χώρια που αν το δοκιμάσεις με αυτά, επίσης σου δημιουργούνται τα ίδια συναισθήματα και αδυνατείς να δεχτείς οτιδήποτε λιγότερο. Ακόμα και με τo εκνευριστικά κοντό κιβώτιο, που κρατά ψηλά τις στροφές σε ταξιδιωτικές ταχύτητες, το GS είναι ο βασιλιάς της κατηγορίας βάζοντάς τα στα ίσα ακόμα και με άλλες sport-touring μοτοσυκλέτες. Το θέμα είναι ότι ο περισσότερος κόσμος πιστεύει πως εκεί σταματούν οι δυνατότητες του GS και στο χώμα είναι ένα γερμανικό άρμα μάχης, καθόλου εκλεπτυσμένο, κατάλληλο μονάχα για ψηλούς ξανθούς αναβάτες που το όνομά τους τελειώνει σε «ιτζ» και ποτίζονται με μπύρα γιατί το νερό τους χαλάει. Ούτε κι αυτό ισχύει. Δεν χρειάζεσαι ιδιαίτερες ικανότητες για να πας γρήγορα στο χώμα με το GS, το μόνο που απαιτείται είναι λίγο μεγαλύτερος χρόνος προσαρμογής στην σέλα του, ώστε να βγάλεις από το μυαλό σου τον όγκο του και να εστιάσεις στην οδήγηση.

Πέρσι ήταν η πρώτη χρονιά που η ημι-υγρόψυκτη γενιά του GS βρήκε τον πραγματικό της εαυτό και άρχισαν να δένουν οι ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενες αναρτήσεις, η απόκριση του γκαζιού και η αυξημένη ιπποδύναμη του μεγαλύτερου σε κυβικά κινητήρα, περνώντας έτσι ξανά εμπρός από τον ανταγωνισμό. Που δένει η Africa Twin σε όλα αυτά; Αν η DCT έκδοσή της, είναι αξιόλογη μπροστά στην "Τriple Βlack", κατά πολύ ακριβότερη έκδοση του GS, τότε η Honda έχει κάνει καλή δουλειά. Ξεκινώντας την σύγκριση από το περιβάλλον της πόλης και την καθημερινή μετακίνηση, η Africa Twin βγαίνει πάντα μπροστά στο φανάρι που το GS μπορεί να δυσκολευτεί να φτάσει, από τον κίνδυνο να ξηλώσει μερικούς καθρέφτες στο διάβα του. Ιδιαίτερα με την DCT έκδοση, η καθημερινή μετακίνηση είναι απείρως ευκολότερη με την Africa Twin και μην σκεφτεί κανείς να αντιπαραβάλλει το quick shifter της BMW, ως μέτρο σύγκρισης. Μπορεί με αυτό να κατεβάζεις σχέσεις, χωρίς να χρησιμοποιείς την μανέτα του συμπλέκτη, αλλά δεν μπορείς να συγκρίνεις την ευκολία να μην υπάρχει καθόλου αυτή η μανέτα. Ειδικά στην εκκίνηση που ο συμπλέκτης του GS απομονώνει ψηλά, το δεξί γκριπ είναι ευαίσθητο και η ροπή μπόλικη, θα βρεθείς να συμπλεκτάρεις λίγο παραπάνω, αν θέλεις να ξεκινήσεις γρήγορα και να εκτοξευτείς μπροστά όσο πιο άμεσα γίνεται. Στον αντίποδα ο αναβάτης της Africa έχει ανοίξει απλά τέρμα το γκάζι, πριν ακόμα ανεβάσει το πόδι του στο μαρσπιέ, και εκείνη με ελαφρά σηκωμένο τον εμπρός τροχό, επιταχύνει άμεσα εμπρός - τόσο απλά!

Καθημερινές διαδικασίες, όπως το παρκάρισμα, οι μανούβρες δίπλα στο πεζοδρόμιο, το σπρώξιμο με νεκρά για λίγα μέτρα που πότε – πότε χρειάζεται, και ότι ακόμα μπορείς να φανταστείς, γίνονται πανεύκολα με την Africa, ενώ με το GS υπάρχει πάντα τουλάχιστον ένας πρόσθετος βαθμός δυσκολίας. Μόλις όμως οι δύο μοτοσυκλέτες φύγουν από την πόλη, η όποια υπεροχή του μικρότερου Africa εξαφανίζεται και δύσκολα θα επανέλθει ακόμα κι όταν τελειώσει ο αυτοκινητόδρομος και συνεχίσουν σε επαρχιακό δρόμο. Το GS με τα συνδυασμένα φρένα και τις αναρτήσεις που δεν επηρεάζουν την γεωμετρία της μοτοσυκλέτας στο φρενάρισμα, μαζί με το κοντό κιβώτιο και την πολύ υψηλότερη ροπή, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στην Africa Twin να το κυνηγήσει σ’ ένα δρόμο γεμάτο στροφές. Το μόνο πλεονέκτημα που έχει η Africa, είναι η ευκολία που προσφέρει σ’ έναν αναβάτη χωρίς μεγάλη εμπειρία να κινηθεί γρήγορα, έναντι του BMW. Το GS απαιτεί μεγαλύτερο βαθμό εξοικείωσης, ωστόσο από πλευράς δυνατοτήτων είναι πρώτο και μάλιστα με διαφορά.

Η Africa Twin ταξιδεύει καλύτερα από όλες του συγκριτικού, πλην του BMW, ωστόσο αν οι δυο τους συνταξιδέψουν, με μία ταχύτητα ταξιδιού στην περιοχή των εκατόν πενήντα χιλιομέτρων την ώρα, τότε στην Africa θα είσαι απαλλαγμένος τελείως από κραδασμούς κάθε συχνότητας, με τον κινητήρα στις ιδανικές στροφές, υπό την προστασία του DCT. Το BMW θα είναι τουλάχιστον χίλιες στροφές πάνω από αυτό που θα περίμενες για τα κυβικά του, και ο μόνιμος ήχος από τις υψηλότερες στροφές θα είναι στα αυτιά σου μία μικρή εκνευριστική υπενθύμιση. Με τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις όμως να προσαρμόζονται στον ρυθμό της οδήγησης και τις ανωμαλίες του δρόμου, με το cruise control και την εκπληκτική προστασία από τον αέρα, αυτή η μικρή ενόχληση παραβλέπεται πολύ γρήγορα. Το ζήτημα είναι ότι ποτέ δεν έχουμε δοκιμάσει ένα GS στην ίδια τιμή με την Africa Twin DCT, χωρίς δηλαδή τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις και τον υπόλοιπο πλούσιο εξοπλισμό, αλλά δεν θα είχε και μεγάλο νόημα, από την στιγμή που τα GS χωρίς εξοπλισμό, δεν απαντώνται ελεύθερα στην φύση… Με μία σημαντική λοιπόν διαφορά τιμής, το GS είναι σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις καλύτερο από την Africa, εκτός από συνθήκες κίνησης στην πόλη.

Όλοι εναντίον όλων!

Είναι αυτή η περίπτωση που για να ξεδιαλύνεις τα πράγματα, πρέπει να ρίξεις μπόλικη σκόνη και λάσπη. Το τελικό συμπέρασμα για την καλύτερη συνολικά, θα πρέπει να βγει αφού πρώτα σκονιστούν όλες, σε κάποιο χωματόδρομο… Με τα ελαστικά βέβαια που έχουν τοποθετημένα οι μοτοσυκλέτες του συγκριτικού, δεν μπορείς να κάνεις πολλά στο χώμα, ιδιαίτερα αν μπροστά σου αρχίζεις να βρίσκεις λάσπη ή σαθρό έδαφος. Ωστόσο αυτή ακριβώς είναι και η πιο συνηθισμένη περίπτωση όταν θ’ αφήσουν την άσφαλτο πίσω τους: Φορώντας τα στάνταρ ελαστικά. Την υπεροχή έχει από την αρχή η Africa Twin, εξαιτίας του μεγαλύτερου εμπρός τροχού, αλλά και των αναρτήσεων. Μέχρι να έρθει η ώρα να εξερευνήσουμε όλα της τα όρια στην εκτός δρόμου κίνηση, η Africa Twin αποδείχτηκε ένα μικρό παιχνίδι σε όσους βατούς χωματόδρομους περάσαμε μαζί της. Από κοντά της όμως είναι το 1050 Adventure, το R1200GS και το V-Strom, το κάθε ένα για τους δικούς του, ξεχωριστούς λόγους.

Ουσιαστικά το KTM, παρά τον μικρότερο εμπρός τροχό, μπορεί να περάσει και την Africa Twin στα κατάλληλα χέρια, και όχι απλά να ισοφαρίσει μαζί της. Είναι ελαφρύ και έχει πολύ καλή ροπή, ιδανικά μοιρασμένες σχέσεις, και ένα πλαίσιο σωστά μελετημένο. Όταν θα μπλοκάρεις τον πίσω τροχό για να πλασαριστείς στην στροφή εμπρός σου ή θα κρατήσεις το γκάζι ανοιχτό σκορπώντας πίσω σου πέτρες, το 1050 Adventure είναι με διαφορά η μοτοσυκλέτα που θα σε διευκολύνει περισσότερο σ’ αυτό το παιχνίδι. Είναι όμως και το μόνο σημείο που θα φανεί καλύτερο από το Africa στο χώμα, σε αυτού του είδος την οδήγηση και σε τέτοιο ρυθμό. Διαφορετικά έχεις βάλει το DCT στην θέση “G” και με τα πόδια αμετακίνητα πάνω στα μαρσπιέ όσο είσαι όρθιος, σπινάρεις τον πίσω τροχό κι ανεβαίνεις σε ανηφόρες, απλά με το μυαλό σου στο δεξί γκριπ και πουθενά αλλού. Ούτε και σε κοτρώνες, νεροφαγώματα κι άλλες τέτοιες ομορφιές  όπου με το KTM θα το σκεφτόσουν. Η Africa Twin περνά από παντού με τον ελάχιστο δυνατό κόπο, με κάθε ικανότητας αναβάτη, αυτό είναι το μεγάλο της πλεονέκτημα.

Αντίστοιχα, χωρίς κόπο, γίνονται τα πράγματα και στο GS όταν θα αφήσεις πίσω σου την άσφαλτο, φτάνει να έχεις ήδη συνηθίσει τον μεγαλύτερο όγκο του. Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις δουλεύουν καλύτερα, έπειτα από τα συνεχή update στο λογισμικό που τις διαχειρίζεται και την μοναδική στην κατηγορία θέση του στροφάλου εξαιτίας του κινητήρα boxer, γίνονται σύμμαχοί σου για να κινηθείς γρήγορα ότι κι αν υπάρχει μπροστά σου. Αν μιλάμε για ταξίδι ολόκληρο στο χώμα, και όχι για μία βολτάδικη διαδρομή μία Κυριακή, τότε το GS θα το προτιμήσεις γιατί θα απολαύσεις παραπλήσια άνεση με εκείνη που είχες και στον αυτοκινητόδρομο. Σε διαφορετική περίπτωση η Africa Twin είναι διασκεδαστικότερη, πολύ πιο εύκολη για τον μέσο αναβάτη, κι όταν απογειωθεί εκεί που οι συνθήκες το επιτρέπουν, δεν σκέφτεσαι το όνομα που θα δώσεις στην πετρελαιοπηγή που θα ξεπηδήσει, όταν προσγειωθείς στο έδαφος. Το GS μετά από κάθε άλμα προσγειώνεται με ένα βαρύ γδούπο, που αντιλαλεί στις γύρω κορυφές, κάνοντας σμήνη από πουλιά να φτερουγίσουν τρομαγμένα. Είναι μικρή η διαφορά στα κιλά με την έκδοση DCT, απλά είναι άλλη η χάρη που συμπεριφέρεται η Africa έναντι του GS: Είναι σαν να βλέπεις κλασική χορογραφία που την μία εκτελείται από έναν γυμνασμένο χορευτή και την άλλη από έναν μποντιλμπιντερά. Κάνουν τα ίδια, με άλλο τρόπο ο καθένας.

Από την άλλη μεριά το V-Strom υπολείπεται σε συμπεριφορά από την πίσω ανάρτηση στην εκτός δρόμου κίνηση, που εύκολα μπορεί να τερματίσει ενώ αν αυξηθεί ο ρυθμός, αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι πως το πιρούνι έχει πιο σκληρή συμπίεση, από αυτή που ιδανικά θα ήθελες. Παρόλο τα παραπάνω όμως, η αλήθεια είναι ότι το περισσότερο που θα μείνει πίσω το V-Strom, είναι μόλις μερικά μέτρα αφού στην πράξη πρόκειται για μικρές μονάχα διαφορές. Είναι το Tiger που φυσικά ταλαιπωρείται περισσότερο από τις αναρτήσεις με τον καθαρά street προσανατολισμό, και την μικρή απόσταση από το έδαφος. Στο δίλημμα που αντιμετωπίζουν όλοι οι κατασκευαστές, του πόσο “off” να σχεδιάσουν μία νέα μοτοσυκλέτα της κατηγορίας, η Triumph απάντησε με πιο ξεκάθαρο τρόπο, φτιάχνοντας δύο ξεχωριστές εκδόσεις ώστε ο καθένας να διαλέξει εκείνη που του ταιριάζει περισσότερο. Είναι λοιπόν φυσιολογικό, που στην συγκεκριμένη περίπτωση και ότι έχει να κάνει με το χώμα, το Tiger μένει τελευταίο, περιμένοντας να έρθει η ώρα του MEGA TEST.

Για να μπορείς να διαλέξεις, πρέπει να ξέρεις τι θέλεις…

Για τον μέσο αναβάτη, η υπεροχή του Africa Twin στο χώμα σημαίνει ότι η Honda πράγματι εστίασε σ’ αυτές τις δυνατότητες, και δεν προσπάθησε να πουλήσει απλά την εικόνα της Adventure μοτοσυκλέτας. Δεν είναι μονάχα marketing όλα όσα ισχυρίζονταν στην αρχή για την νέα της μοτοσυκλέτα. Αυτό από μόνο του, την κάνει να ξεχωρίζει και από την προηγούμενη Africa Twin 750, που με σχεδόν τις ίδιες διαστάσεις εξωτερικά ήταν μία μεγάλη on-off μοτοσυκλέτα φτιαγμένη για καθημερινή χρήση και ταξίδια. Ο περισσότερος κόσμος αυτό περίμενε όταν άκουσε για νέα Africa Twin, μία προσιτή καθημερινή μοτοσυκλέτα που θα του συντηρούσε το όνειρο. Δεν περίμενε ότι θα είναι μία από τις καλύτερες μοτοσυκλέτες που έχει φτιάξει η Honda τα τελευταία χρόνια, και για να την αποκτήσει θα πρέπει να καταβάλλει το αντίστοιχο τίμημα.  

Με άνεση στο ταξίδι που συγκρίνεται προς τα πάνω μονάχα με το GS, ευέλικτη στην πόλη και με δυνατότητα να κυνηγήσει, αλλά δύσκολα να περάσει, το εκπληκτικό 1050 Adventure σε επαρχιακούς,  η νέα Africa Twin είναι μία μοτοσυκλέτα γνήσια Honda: Σε κερδίζει ως σύνολο. Με την παραδοχή ότι το GS παραμένει ο βασιλιάς της κατηγορίας, η Africa Twin έρχεται δεύτερη μπροστά από το 1050 Adventure, ενώ αν η τιμή της χωρίς το DCT ήταν αντίστοιχη με του V-Strom που ακολουθεί, τότε θα ήταν το σίγουρο best seller. Με την παρουσία του Africa Twin έγινε πιο κατανοητό ότι πλέον έχει δημιουργηθεί μία νέα μεσαία τάξη στην κατηγορία των οn-οff, που κάποτε ήταν η μεγαλύτερη. Με την κρίση όμως επιστρέφουμε στην ουσία, και σε περίπτωση που κάποιος την είχε ξεχάσει τόσο καιρό, να θυμηθούμε αυτό που έχουμε γράψει πολλές φορές: Όλες οι μεγάλες on-off, έχουν χαρτογράφηση enduro που αποδίδει εκατό ίππους, μαζί και η Ducati Multristrada Enduro που μόλις παρουσιάστηκε και θα την δείτε στο επόμενο τεύχος. Όχι απλά γιατί "τόσα χρειάζεσαι για το χώμα" αλλά με καθαρά πρακτικά κριτήρια, πρέπει να έχεις περισσότερη ροπή σε χαμηλότερες στροφές κι αυτή η αύξηση της ροπής, γίνεται μονάχα αν μειώσεις την ιπποδύναμη, από τα εκατόν πενήντα -και βάλε- άλογα. Μέχρι να αλλάξουν τα πράγματα, και να φτιαχτεί ένας κινητήρας με δύναμη παντού και μέγιστη ροπή σε μεγάλο εύρος στροφών, η λύση θα είναι να ξέρεις τι θέλεις από μία μοτοσυκλέτα. Εκτός από το GS, οι υπόλοιπες του συγκριτικού περιμένουν αυτό ακριβώς από εσένα…

 

Ετικέτες

Dunlop Roadsmart IV: Το δοκιμάζουμε σε όλες τις συνθήκες

Η νέα γενιά Roadsmart εξισώνει τις συνθήκες του δρόμου

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

21/4/2022

Συνομιλώντας κατά καιρούς με τα στελέχη των μεγαλύτερων κατασκευαστών ελαστικών, έχω καταγράψει ορισμένους κοινούς προβληματισμούς που παραδέχονται όλοι τους πως ισχύουν στον ίδιο βαθμό, κι ένας από αυτούς είναι πως τα ελαστικά που προορίζονται για καθημερινή χρήση δρόμου, έχουν στην πράξη τόσες απαιτήσεις που ο σχεδιασμό και η εξέλιξή καταλήγει δυσκολότερο έργο από την εξέλιξη ενός αγωνιστικού ελαστικού. Διότι το τελευταίο καλείται να κάνει ένα πράγμα, τα ελαστικά αυτής της κατηγορίας πρέπει να είναι σπορ με αξιώσεις, αλλά να έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής, καλή απόδοση στο βρεγμένο, να ζεσταίνονται γρήγορα αλλά να μην υπερθεμαίνονται εύκολα, να απορροφούν ανωμαλίες του δρόμου χωρίς όμως κινητικότητα πέλματος και να αντέχουν και στο φόρτωμα και τέλος, εκείνο που παραβλέπουν όλοι, να διατηρούν αυτά τα χαρακτηριστικά σε αρκετές διαφορετικές διαστάσεις!

Υψηλόβαθμο στέλεχος της Dunlop στην Ευρώπη εξηγούσε στο ΜΟΤΟ, κατά την παρουσίαση του νέου ελαστικού που έχετε ήδη διαβάσει στο τεύχος 629, πως το Roadsmart IV είναι ο κοινός τόπος επαφής της εταιρείας με εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες, που σημαίνει πως η ανάπτυξή του έχει μεγαλύτερη σημασία από τα αγωνιστικά ελαστικά των Moto2 και Moto3 στα MotoGP που τα τελευταία χρόνια η Dunlop είναι αποκλειστικός προμηθευτής.

Η αναφορά δεν ήταν τυχαία, καθώς το Roadsmart IV επωφελείται από την τεράστια αγωνιστική πορεία της Dunlop με τρόπο πολύ άμεσο και πρακτικό και όχι θεωρητικό. Οι αγώνες αποτελούν τον τόπο της εξέλιξης του είδους, χωρίς αυτούς η εξέλιξη όχι μόνο είναι αργή αλλά μπορεί να οδηγηθεί και σε λάθους δρόμους. Μπορείς να πεις πως όλα τα ελαστικά δρόμου κάθε εταιρείας επωφελούνται από την αγωνιστική της πορεία με βάση την εμπειρία που έχει αποκτηθεί, όμως εδώ μιλάμε για κάτι τελείως πρακτικό και όχι θεωρητικό: Πρόσφατα το τμήμα αγωνιστικών ελαστικών της Dunlop, αυτό που κατασκευάζει τα ελαστικά της Moto2 και της Moto3, μετακόμισε από το Birmingham της Αγγλίας όπου βρισκόταν επί δεκαετίας, στο βασικό εργοστάσιο της Dunlop στην Γαλλία, εκεί που κατασκευάζονται και τα Roadsmart IV. Η μεταφορά αυτή προίκισε τις γραμμές παραγωγής των ελαστικών δρόμου με ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες εργαλειομηχανές βουλκανισμού και επέτρεψε στην Dunlop να χρησιμοποιήσει ορισμένες τεχνικές κατασκευής που μέχρι στιγμής υπήρχαν μόνο στους αγώνες και στα αγωνιστικά ελαστικά που μπορούσαν να καλύψουν το υψηλότερο κόστος παραγωγής. Η ενοποίηση αυτή όμως, έδωσε πρόσβαση σε εργαλεία που μέχρι πριν δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η ανάπτυξή τους χωρίς να αυξηθεί και το κόστος, κι έτσι από την απλή μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειρίας που γινόταν μέχρι πριν άμεσα και απρόσκοπτα στην κοινωνία της πληροφορίας που ζούμε, πλέον άνοιξε ο δρόμος και για την φυσική χρήση του εξοπλισμού!

Κι έτσι το Roadsmart IV γίνεται πλέον το πρώτο ελαστικό της κατηγορίας που κάνει χρήση της τεχνολογίας Jointless Tread. Η ονομασία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τοποθετείται η γόμα πάνω στον σκελετό. Όπως ακριβώς και με την Jointless Belt τεχνολογία για την κατασκευή του σκελετού που είτε με αυτή την ονομασία είτε με διαφορετική, όλοι οι μεγάλοι κατασκευαστές χρησιμοποιούν, αντίστοιχα και με την Jointless Tread η εξωτερική γόμα απλώνεται σε λωρίδες σε μορφή μαστίχης τυλιγμένη πάνω στον σκελετό και γίνεται ένα σώμα κατά την διαδικασία του βουλκανισμού στην νέα εργαλειομηχανή που μέχρι πριν είχαν πρόσβαση μονάχα τα αγωνιστικά ελαστικά. Μέχρι τώρα η γόμα των ελαστικών αυτής της κατηγορίας ήταν ένα φύλλο που τύλιγε τον σκελετό και επικολλιούνταν επάνω του και ο βουλκανισμός, μεταξύ άλλων, εξαφάνιζε και το σημείο της ένωσης.

Η άλλη βασική διαφορά που έχει το νέο ελαστικό με τον προκάτοχό του, είναι στην εξέλιξη της ίδιας της Jointless Belt τεχνολογίας καθώς τώρα το νήμα που αποτελεί τον σκελετό είναι ένα και ενιαίο, εφαρμόζεται απευθείας στο εσωτερικό πέλμα και περιμένει την γόμα σε μορφή μαστίχης για να επικολληθεί. Μέχρι τώρα η κατασκευή του σκελετού ξεκινούσε φτιάχνοντας μία πλακέ ζώνη από τρεις χορδές που εμποτίζονταν στο ίδιο μίγμα της γόμας, κι έπειτα αυτή η ζώνη τυλιγόταν πάνω στο εσωτερικό πέλμα με την Jointless Belt τεχνολογία. Ο εμποτισμός σε γόμα και η δημιουργία ζώνης ήταν ο μόνος τρόπος συγκόλλησης όλων των διαφορετικών στρωμάτων πριν ξεκινήσει ο βουλκανισμός. Τώρα μπορεί και αυτή η διαδικασία να αλλάξει κι έτσι ένα ενιαίο νήμα, χωρίς κάποιον εμποτισμό, τυλίγεται πάνω στο εσωτερικό πλέγμα και απευθείας εφαρμόζεται το μίγμα της γόμας με Jointless Tread τρόπο. Το βασικό κέρδος αυτής της αλλαγής είναι το μικρότερο βάρος του ελαστικού και η καλύτερη απαγωγή θερμότητας, καθώς ο σκελετός παίζει τον μεγαλύτερη ρόλο στην διατήρηση θερμότητας του ελαστικού και πλέον είναι σε αμεσότερη επαφή με το εσωτερικό πλέγμα και την εξωτερική γόμα.

Φυσικά, η κυριότερη αλλαγή που αντιλαμβάνεται κανείς κοιτώντας το ελαστικό δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω, αλλά η νέα χάραξη. Στο προηγούμενο μοντέλο που θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό να παράγεται αλλά σε νέα τιμή αποτελώντας μία πιο προσιτή λύση, η Dunlop είχε εφαρμόσει μία τεχνική σχεδιασμού που την αποκαλεί «νησίδες» καθώς τα αυλάκια είναι χωρισμένα σε ομάδες που καλύπτουν το ελαστικό αφήνοντας κενά αχάρακτης γόμας ανάμεσά τους. Αφήνει πίσω της την τεχνική των ομάδων αυλακιών, των «νησίδων» και φτιάχνει τώρα μία νέα χάραξη παρόλο που ο τρόπος αυτός αποδείχτηκε αποτελεσματικός στο Roadsmart III. Βάζοντας όμως στόχο να αναβαθμίσει την απόδοση στο βρεγμένο και ταυτόχρονα την σπορ συμπεριφορά, χρειάστηκε κάτι νέο καθώς αποδείχτηκε πως οι νησίδες προσέδιδαν κινητικότητα πέλματος σε ακραία σπορ, ρυθμό οδήγησης. Παράλληλα τα νέα αυλάκια βελτιώνουν την διάρκεια ζωής, κάτι που αυτή την στιγμή αποτελεί δήλωση της Dunlop χωρίς να επαληθεύεται από εμάς, από την στιγμή που δεν έχουμε γράψει χιλιάδες χιλιόμετρα με τα νέα Roadsmart IV.

Εκείνο που με βεβαιότητα επαληθεύτηκε, ήταν τα δυναμικά χαρακτηριστικά του σε μία αρχική διαδρομή τριακοσίων χιλιομέτρων χωρίς στάσεις, πριν μπούμε μαζί τους στην ιδιωτική πίστα δοκιμών της Dunlop. Εκτός από μία κανονική πίστα με έντονες υψομετρικές διακυμάνσεις στην μορφολογία της, η Goodyear, στην ομπρέλα της οποίας είναι και η Dunlop, διαθέτει και μία σειρά εξεζητημένων πεδίων δοκιμών για δοκιμές στο βρεγμένο και για δοκιμές ελιγμών και ευελιξίας. Η πίστα εξομοίωσης βροχής γεμίζει νερό και μάλιστα δημιουργεί και αυλάκια με περισσότερη ροή ώστε να έρχεται πολύ κοντά σε συνθήκες καταιγίδας σε δημόσιο δρόμο και την περνάς μονάχα με αδιάβροχα καθώς είναι σαν να βρέχει εκεί μέρα από τους πίδακες που δημιουργούν τα ελαστικά, τόσο πολύ νερό που υπάρχει στην επιφάνειά της.

Είναι ένας εξεζητημένος μηχανισμός που διακινεί τεράστιες ποσότητες νερού αλλά σε απόλυτο σεβασμό του περιβάλλοντος. Η πίστα είναι κατασκευασμένη σε πλαγιά και δεν χρησιμοποιεί μπεκ για την κατάβρεξή της αλλά διατρέχεται από την αριστερή της μεριά από υπόγειο αυλάκι που στην ουσία είναι η υπερχείλιση διαφορετικών, συγκοινωνούντων δεξαμενών. Το νερό που ξεχειλίζει και διατρέχει την πίστα, συλλέγεται από υπόγεια υδρορροή που διατρέχει την πίστα από την δεξιά της μεριά κι αφότου φιλτραριστεί, επαναπροωθείται στις δεξαμενές. Το αποτέλεσμα είναι μία πίστα που μόνιμα την διατρέχει το νερό με ακανόνιστα σημεία όπου έχει περισσότερη ή λιγότερη ροή, ανάλογα με την υπερχείλιση. Είναι ένα εξαιρετικό πεδίο δοκιμών για να δεις την απόδοση σε βρεγμένο οδόστρωμα σε συνθήκες που μόνιμα προσομοιάζουν μία καταρρακτώδη βροχή.

Η αρχή βέβαια της ημέρας έγινε κυνηγώντας τον Peter Hickman μαζί με έναν Αυστριακό και δύο Γερμανούς συναδέλφους, σχηματίζοντας ένα ξεχωριστό γκρουπ πέντε αναβατών και δύο πλοηγών που πήραν οδηγίες από το μεγάλο αφεντικό της Dunlop για ακραία σπορ οδήγηση όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν, «και μην τολμήσουν να πουν πως βαρέθηκαν». Το αποτέλεσμα ήταν να κάνει λόγο ο Peter Hickman, συνέντευξη του οποίου θα διαβάσετε σύντομα στο ΜΟΤΟ, για οδήγηση που ξεφεύγει από τα δικά του πρότυπα για ελαστικά δρόμου και αγνώστους συνοδοιπόρους, κι ας μην πλησιάσαμε ούτε στο ελάχιστο μία ημέρα του στο Isle of Man. Ήταν όμως η πλέον γρήγορη οδήγηση που επέτρεπε ο δρόμος και οι συνθήκες, με στάσεις μονάχα για να αλλάξουμε μοτοσυκλέτες, δοκιμάζοντας τα νέα ελαστικά από Suzuki GSX-S 1000GT, μέχρι Honda NT1000!

Η καλή η ημέρα φάνηκε από την πρώτη κιόλας στροφή, όταν ο πλοηγός χρειάστηκε να βγάλει το πόδι από τα μαρσπιέ του Versys 1000 που είχαν διπλώσει ξύνοντας την άσφαλτο με όλο τους πλέον το μήκος και όχι μονάχα τον αποστάστη. Βασικό μέλημα της Dunlop είναι να σχεδιάζει τα ελαστικά έτσι ώστε το πίσω να χάνει πρώτο την πρόσφυση, δίνοντάς σου χρόνο αντίδρασης. Πρόκειται για μία φιλοσοφία σχεδιασμού που ξεκινά από την γεωμετρία του ελαστικού αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί και φυσικά ο λόγος είναι για σταθερή πρόσφυση του δρόμου και όχι για τις στιγμές που το εμπρός ελαστικό θα περάσει πρώτο από σημείο μειωμένης πρόσφυσης. Οπότε όταν πατήσεις χαλίκια ή βρεγμένο κομμάτι του δρόμου χάνοντας στιγμιαία πρόσφυση εμπρός, βασίζεσαι να σε ακολουθήσει το ελαστικό στην γρήγορη αντίδραση και να ανακτήσει άμεσα όπως φυσικά και υπήρξε τέτοια περίπτωση και μάλιστα σε ένα από τα ταχύτερα κομμάτια της διαδρομής, εκεί όπου συμβαίνουν αυτές οι περιπτώσεις.

Κρατώντας βαθιά τα φρένα μέσα στις στροφές για να διατηρηθεί ο υψηλός ρυθμός οδήγησης που επιβάλλει ο πλοηγός και με τον Peter Hickman να ακολουθεί, δίχως να αφήνει περιθώριο, η εμπιστοσύνη στο Roadsmart IV χτίζεται πολύ γρήγορα κι ανεβαίνει πολλούς ορόφους. Το ελαστικό διατηρεί την κατευθυντικότητά του και τα περιθώριά του βρίσκονται πολύ ψηλά, όπως διαπιστώσαμε αμέσως μετά στην πίστα αυτή την φορά με πλοηγό τώρα τον Hickman. Δίχως πλέον περιορισμούς και στην ασφάλεια που προσφέρει η ιδιαίτερη και άκρως τεχνική ιδιωτική πίστα της Goodyear-Dunlop και κρατώντας τις ίδιες street μοτοσυκλέτες, το Roadsmart IV μας αποκαλύπτεται πλήρως. Υψηλός βαθμός κλίσης που έρχεται αβίαστα και δεν προκύπτει από υπερ-προσπάθεια, ακριβώς το αντίθετο. Εμπιστοσύνη στο εμπρός ελαστικό που έχει ομοιογένεια στην συμπεριφορά του σε όλες τις μοίρες που συναντά την άσφαλτο και ταχύτητα προσαρμογής στις αλλαγές κλίσης σε ρυθμό που ξεφεύγει από την σπορ οδήγηση στον δρόμο, είναι το συμπέρασμα μετά από αρκετούς γύρους στην πίστα, φανερώνοντας τα υψηλά όρια που έχει το Roadsmart IV.

Στην πίστα – λίμνη, ο στόχος της Dunlop ήταν να βελτιώσει την απόδοση μεταξύ 7ο και 30ο κλίσης που θεωρεί πως είναι το μέσο εύρος κλίσης των αναβατών σε βρεγμένους δημόσιους δρόμους. Βασικό σημείο αναφοράς όμως για τους περισσότερους όταν οδηγούν σε καταρρακτώδη βροχή είναι οι 20ο κλίσης, κι εκεί το ελαστικό έχει 46 τετραγωνικά εκατοστά επαφής με την άσφαλτο, δηλαδή τρία περισσότερα από το Roadsmart III. Την έκδοση αυτή είχαμε δοκιμάσει στην ίδια ακριβώς πίστα έναντι όμως του ανταγωνισμού που βγήκε τότε καλύτερο ελαστικό και τώρα το δοκιμάζαμε έναντι της νέας του έκδοσης. Βέβαια και ο ανταγωνισμός έχει βελτιωθεί από τότε και μάλιστα αρκετά, είναι όμως χαρακτηριστικό πως το Roadsmart IV είχε βελτιωθεί αρκετά έναντι του III που τα οδηγούσαμε εναλλάξ σε ίδιο μοντέλο μοτοσυκλέτας. Να σημειωθεί πως στο παραπάνω εμβαδό ελαστικού αντιστοιχεί ποσοστό αυλακώσεων που αγγίζει το 12,6% έναντι 10,3% στο προηγούμενο μοντέλο που δεν είναι μικρή διαφορά. Ακόμη περισσότερα για το βρεγμένο αλλά και για τα δυναμικά χαρακτηριστικά του Roadsmart IV, διαβάζετε στο τεύχος #629 του ΜΟΤΟ.

Με διάφορες εκδόσεις για να προσαρμόζεται το ελαστικό σε βαρύτερες και πιο τουριστικές μοτοσυκλέτες, καθώς και πλήθος διαστάσεων το Roadsmart IV είναι ένα από τα πιο σημαντικά ελαστικά στην τεράστια γκάμα της Dunlop γιατί την φέρνει κοντά σε εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες. Ενώ οι sport-touring μοτοσυκλέτες έχουν πρακτικά εξαφανιστεί, τα sport-touring ελαστικά μονοπωλούν εδώ και χρόνια τις πωλήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο και όχι μόνο στην Ευρώπη και χρησιμοποιούνται σε καθημερινή βάση από μεγάλο εύρος των street μοτοσυκλετών. Για αυτό ακριβώς τον λόγο, η Dunlop επένδυσε αρκετά στην εξέλιξή του και του έδωσε δυναμικά στοιχεία για να είναι σύντροφος όλες τις ώρες, σε όλες τις καιρικές συνθήκες αλλά και σε κάθε ρυθμό οδήγησης.