Σύντομη δοκιμή: SYM VF185 - Δυναμομέτρηση του 6ταχυτου παπιού!

Πρώτη δυναμομέτρηση και μετρήσεις επιδόσεων!
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

8/2/2019

Όπως όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες δημοσιογράφοι, έτσι κι εμείς είχαμε στα χέρια μας το νέο υπερπαπί  της SYM για περίπου μία ώρα. Φυσικά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα δεν μπορείς να κάνεις σοβαρό και αναλυτικό τεστ. Ολοκληρωμένο  τεστ επιπέδου ΜΟΤΟ θα δημοσιεύσουμε, αφού πρώτα ζήσουμε μαζί του για μία εβδομάδα και κάψουμε πολλά-πολλά ρεζερβουάρ βενζίνης. Θεωρούμε πως δεν χρειάζεται να αναλύσουμε για ποιο λόγο δεν θα πρέπει κανείς να δημοσιεύει απόψεις μετά από μία σύντομη βόλτα, παρόλο που εκεί έξω υπάρχουν θεωρείες που βασίστηκαν σε ελάχιστη οδηγική εμπειρία. Στον χρόνο αυτό προλαβαίνει κανείς ίσα να το φωτογραφίσει... Αν όμως είσαι το ΜΟΤΟ, μπορείς (και το οφείλεις στους αναγνώστες σου…) να κάνεις κάτι περισσότερο απ’ όλους τους άλλους, ακόμα κι αν έχεις μόλις μία ώρα στη διάθεσή σου (και παίξεις και με τις καθυστερήσεις). Θα γράψουμε φυσικά μερικά πράγματα για την συμπεριφορά του και τις πρώτες εντυπώσεις που αποκομίσαμε από τα συνολικά 80 χιλιόμετρα που κάναμε οδηγώντας το, όμως υπό αυτές τις συνθήκες είναι καλύτερα να μιλήσουν οι αριθμοί. Έτσι αποφασίσαμε να αφιερώσουμε το χρόνο που είχαμε στα χέρια μας το SYM VF185 στις μετρήσεις επιδόσεων και τη δυναμομέτρησή του. Πριν όμως συνεχίσετε την ανάγνωση να ξεκαθαρίσουμε, πως το συγκεκριμένο VF185 είναι ΠΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ και έχει μερικές μικροδιαφορές σε κάποια σημεία σε σύγκριση με όσα θα πωλούνται κανονικά σε λίγο καιρό από τα καταστήματα της SYM. Οπότε είναι πιθανόν να υπάρξουν και ορισμένες διαφοροποιήσεις και στις επιδόσεις μεταξύ αυτού το VF 185 που δοκιμάσαμε τώρα και του VF 185 που θα πάρουμε για πλήρες τεστ. Πότε θα γίνει αυτό; Σε πλαίσιο ημερών τοποθετείται το επίσημο λανσάρισμα καθώς η Ελληνική αντιπροσωπεία, Γκοργκόλης Α.Ε. θα πραγματοποιήσει στις αρχές Μαρτίου μία παρουσίαση στις κεντρικές εγκαταστάσεις στα Τρίκαλα, όπου εκεί θα υπάρχουν κι άλλα μοντέλα από τις εταιρίες που εισάγει στην ελληνική αγορά. Αμέσως μετά θα ξεκινήσει και η διάθεση των μοντέλων προς πλήρη δοκιμή...

Στα πρώτα χιλιόμετρα από το κατάστημα της SYM στην παραλία της Καλλιθέας, έως το δυναμόμετρο του Άκη Γεωργόπουλου που για χρόνια συνεργάζεται με το MOTO, ο κινητήρας του VF 185 σε εντυπωσιάζει με την απουσία κραδασμών και την ακρίβεια που έχει το κιβώτιο ταχυτήτων του. Ο κινητήρας VF 185 έχει το κλασσικό σχήμα που έχουν οι κινητήρες των μοτοσυκλετών, με τον κύλινδρό του σε κάθετη θέση και όχι οριζόντια, που έχουν συνήθως τα παπιά. Οπότε και το πλαίσιό του έχει αρχιτεκτονική που θυμίζει μοτοσυκλέτα. Οι ομοιότητες με τις μοτοσυκλέτες συνεχίζονται και στο κιβώτιο ταχυτήτων, αφού έχει κανονικό συμπλέκτη και έξι σχέσεις. Κάποιοι λατρεύουν τα ημι-αυτόματα 3τάχυτα ή 4τάχυτα κιβώτια των παπιών, όμως κάποιοι άλλοι (όπως ο υπογράφων… ) τα βρίσκουν εκνευριστικά στη γρήγορη οδήγηση και κυρίως όταν έχεις συνεπιβάτη στη σέλα, όπου του πατάς το πόδι σε κάθε κατέβασμα ταχύτητας. Ο λόγος ύπαρξης των παπιών από την πρώτη στιγμή της σπουδαίας καριέρας του, ήταν βέβαια η ευκολία οδήγησης με το ένα χέρι, ώστε να μεταφέρονται τα νουντλς στον πελάτη που έθετε την παραγγελία, και στην Ελλάδα όλων των ειδών οι μεταφορές. Αυτός ήταν ο πρώτος λόγος και παραμένει κυρίαρχος σε όλη την ιστορική πορεία του παπιού, κι ένας συμπλέκτης αντιτίθεται φυσικά ακριβώς σε αυτόν τον λόγο... Το VF 185 βέβαια δεν στοχεύει μονάχα σε όσους δουλεύουν στην διανομή, πόσο μάλιστα τα τελευταία χρόνια που οι έλεγχοι γίνονται ολοένα πιο συχνοί κι ακριβείς με τον ΚΟΚ να απαγορεύει την οδήγηση με το ένα χέρι, αν κι ακόμη δεν έχουμε ακούσει να έχει επιδοθεί αντίστοιχη κλίση. Σε κάθε περίπτωση η ευκολία της χρήσης με μόνο ένα χέρι είναι επιθυμητή για ένα εργαλίο δουλειάς, όπως είναι τα παπιά, αλλά όχι απαραίτητη. Αναμένουμε την πλήρη και λεπτομερή δοκιμή του για να δούμε ακριβώς πόσο κοντά είναι στον όρο μοτοσυκλέτα, αλλά ακριβώς αυτό είναι αυτή την στιγμή το κοινό του καθώς οι περισσότεροι που πραγματοποιούν test ride με πρόθεση αγοράς, είναι άνθρωποι που έχουν ήδη μοτοσυκλέτα και θέλουν κάτι πολύ κοντά σε αυτή, περιορίζοντας όμως το κόστος χρήσης και συντήρησης. Ο συμπλέκτης είναι λοιπόν μία ιδιαίτερα ευχάριστη για αυτούς προσθήκη. Όπως είπαμε άλλωστε, το κιβώτιο ταχυτήτων του VF 185 έχει ακρίβεια στις αλλαγές και δεν μας μάγκωσε ούτε μια φορά κατά τη διάρκεια των μετρήσεων. Επίσης χάρη στη ροπή (λόγω παραπάνω κυβικών σε σχέση με τα υπόλοιπα παπιά) και το μεγάλο εύρος στροφών του κινητήρα δεν χρειάζεται να αλλάζεις συχνά ταχύτητες.

Με αυτή την ευχάριστη πρώτη εντύπωση, το VF 185 ανέβηκε πάνω στο δυναμόμετρο για να δούμε πόσο κοντά στους 18 ίππους που ανακοινώνει το εργοστάσιο είναι η πραγματική του ιπποδύναμη. Τι έδειξε; Ταρατατζούμ-ταρατατζούμ! Κυρίες και κύριοι… έχουμε 17,48 υγιέστατα αλογάκια στις 8.600 στροφές! Πραγματικά είναι σπάνιο να δούμε στο δυναμόμετρο πραγματικές ιπποδυνάμεις τόσο κοντά σε αυτές που ανακοινώνει το εργοστάσιο. Τίμια η SYM!

Πίσω στην σέλα του VF 185 και βουρρρρ στην εθνική για τις μετρήσεις επιδόσεων. Χωρίς σκύψιμο, έπιανε κόφτη στροφών με έκτη στα ελαφρώς κατηφορικά σημεία, δείχνοντας πάνω από 143km/h στο ψηφιακό κοντέρ του. Όμως η πραγματική τελική του σύμφωνα με το V-Box ήταν 133.97 km/h η οποία όμως χρειάστηκε 1.675 μέτρα για να επιτευχθεί. Για να έχετε μια σύγκριση μεγεθών, το δικύλινδρο Suzuki V-Strom 250 των 23,8 ίππων στον τροχό έχει πραγματική τελική 124,34km/h. Στις επιταχύνσεις από στάση, το VF 185 έκανε για το 0-100km/h 12,7 (V-Strom 250: 11,82sec), για τα 0-400μ έκανε 18,17  (V-Strom 250: 17,8sec) και για τα 0-1000μ έκανε 37,27 (V-Strom 250: 35,75sec). Επιτρέψτε μας να υπενθυμίσουμε στους νέους αναγνώστες πως το V-Box της RaceLogic δεν είναι ένα τυχαίο επαγγελματικό όργανο μετρήσεων, κοστίζει σχεδόν τα διπλάσια από το ίδιο το VF185 (!) και φυσικά τα νούμερα που αποδίδει δεν έχουν καμία σχέση με όλα όσα μπορεί να δει κανείς με κάποια εφαρμογή στο κινητό του τηλέφωνο. Η ίδια η διαδικασία των μετρήσεων είναι αρκετά χρονοβόρα, ακόμη και για ένα παπί, ενώ με τον ίδιο τρόπο έχουμε καταγράψει τις μετρήσεις όλων των μοντέλων που κυκλόφορούν στην ελληνική αγορά, όπως επίσης έχουμε κάνει την δυναμομέτρησή τους στο ίδιο δυναμόμετρο από τον ίδιο άνθρωπο που εδώ και δεκαετίες συνεργάζεται με το περιοδικό. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν απευθείας συνδέσεις στις μεταξύ τους συγκρίσεις και προστιθέμενη αξία στο αποτέλεσμα...

Φυσικά μετρήσαμε και την απόδοση των φρένων του. Το VF 185 έχει δισκόφρενα εμπρός και πίσω, όμως το ABS επεμβαίνει ΜΟΝΟ στο εμπρός τροχό. Κάτι σαν το Supermoto Mode που έχουν τα ABS της KTM δηλαδή, κι αυτό συμβαίνει εξαιτίας των ελάχιστων κανονισμών που έχει επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις εταιρίες που κατασκευάζουν μονάδες, όπως η Bosch και η Continental, να έχουν από καιρό προετοιμαστεί με αντίστοιχες μονάδες ABS, τις οποίες έχουμε από καιρό αναλύσει στο περιοδικό. Θέλει πολύ ακόμη δουλειά σε δοκιμές φρεναρίσματος για ένα τελικό συμπέρασμα, αλλά για αρχή κρατήστε πως μπορείς ακόμη και τώρα να ντριφτάρεις τον πίσω τροχό με κατεβάσματα ταχυτήτων και το φρένο, όπως στα supermoto… Αυτό που δεν μπορείς να κάνεις είναι Endo με την ίδια ευκολία όπως πριν, αλλά εδώ που τα λέμε δεν έχουμε και καμιά φοβερή άσφαλτο στην Ελλάδα για να πεις πως τα endo είναι η καθημερινή σου διασκέδαση. Αντιθέτως, οι δρόμοι μας γλιστράνε τόσο πολύ, που το ABS στον εμπρός τροχό είναι σωτήριο για κάθε αναβάτη, ανεξαρτήτως εμπειρίας και ικανοτήτων. Η μέτρησή μας στο φρενάρισμα πανικού, δηλαδή μέγιστη δύναμη στην μανέτα επιβραδύνοντας από τα 120km/h στα 40km/h ήταν 70,9μέτρα, (ενώ για το V-Strom 250 που εδώ χρεισιμοποιούμε ως σημείο αναφοράς ήταν 55,06 μέτρα).

Η αίσθηση και η απόδοση των φρένων είναι κορυφαία για τα δεδομένα των παπιών αν και το VF 185 δεν είναι το πρώτο και το μόνο απ’ όσα έχουμε δοκιμάσει που διαθέτει ABS, καθώς λίγες μέρες πριν οδηγούσαμε το Super Cub της Honda, ενώ σύντομα θα ακολουθήσουν και άλλα μοντέλα παπιών με ABS. Προς το παρόν εστιάζουμε στο γεγονός πως η πρώτη επαφή με το παπί της SYM μας έβαλε να αναθεωρήσουμε τα όρια για ολόκληρη την κατηγορία, και μπορεί ως νούμερο να είναι μεγαλύτερο από μικρές μοτοσυκλέτες, αλλά σίγουρα η πρώτη εντύπωση είναι πάρα πολύ καλή!

Στο πρακτικό κομμάτι δεν μπορούμε φυσικά να πούμε πολλά πράγματα μετά από μόνο μία ώρα οδήγησης. Θα περιοριστούμε στα βασικά, δηλαδή στην γενική αίσθηση. Το VF 185 είναι σαφώς ένα σπορ παπί, με ό,τι συνοδεύει την λέξη σπορ. Η σέλα είναι μακριά σε μήκος και χωράει εύκολα δύο άτομα μεν, αλλά είναι στενή για τον συνεπιβάτη και με σφιχτό αφρώδες. Όπως στενή είναι και η ποδιά, οπότε δεν προστατεύει τα γόνατα από τον κρύο αέρα. Εξίσου σπορ είναι και οι αναρτήσεις, με το πίσω μονό αμορτισέρ να δείχνει πως έχει ρυθμιστεί για να έχει δύο άτομα στη σέλα χωρίς να τερματίζει στις βαθιές λακκούβες. Γενικά η άνεση έχει παραχωρήσει λίγο περισσότερο χώρο στην σπορ πλευρά του χαρακτήρα του VF 185.  

Σπάνια το δυναμόμετρο δείχνει ιπποδυνάμεις τόσο κοντά σε εκείνες που ανακοινώνει το εργοστάσιο. Στην περίπτωση του VF 185 όμως βρεθήκαμε σε αυτή την σπάνια συγκυρία.

Με 17,48 ίππους στις 8.600 στροφές και 1,63kg/m ροπής στις 7.200, το VF 185 μας θύμισε τις ένδοξες εποχές του δίχρονου Yamaha Z 125. Δώστε γκάζι στο λαό!  

 

Ανανεώνουμε το ραντεβού μας με το SYM VF185 σε σύντομο χρονικό διάστημα από τώρα, με την πλήρη δοκιμή του και όχι μόνο....

Θα επαναλάβουμε όλες τις μετρήσεις, καθώς και την δυναμομέτρηση, με το μοντέλο που θα παραλάβουμε για πλήρη δοκιμή

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΙΚΑ

Τιμή: 2.695€

Κινητήρας: Υγρόψυκτος, τετραβάλβιδος με 1ΕΕΚ 185cc

Κιβώτιο ταχυτήτων: 6 σχέσεων

Συμπλέκτης: Υγρός πολύδισκος

Ιπποδύναμη: 18hp (εργοστασίου)

Ρεζερβουάρ: 6 λίτρα

Φρένα: Δύο αεριζόμενοι δίσκοι τύπου “Μαργαρίτα” με ABS στον εμπρός τροχό

 

 

 

Shark Raw/Drak: Μακρόχρονη δοκιμή κράνους!

2 κράνη - Τέσσερα συν ένα χρόνια!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

5/9/2018

Λίγα είναι τα κράνη που τα περιμένω πριν ακόμη βγουν στην παραγωγή, και το Shark Raw ήταν τότε μία από τις σπάνιες περιπτώσεις. Ιδιαίτερα σπάνια, καθώς δεν χρησιμοποιώ ποτέ Jet κράνη, όχι ότι δεν τα συνιστώ ή ότι δεν είναι σωστό να τα χρησιμοποιεί κάποιος, απλά δεν τα χρησιμοποιώ ο ίδιος. Διανύοντας κατ’ ελάχιστο εκατό χιλιόμετρα διαδρομών την ημέρα κι αρκετά ακόμη αργά την νύκτα σε αυτοκινητόδρομους, καθίσταται περισσότερο από απαραίτητο να υπάρχει πλήρη κάλυψη, αλλά κι αντοχή σε μεγάλες ταχύτητες. Παρόλο αυτά, το Raw –πλέον Drak- το περίμενα καιρό, από την ημέρα που ήταν πρωτότυπο, με την ελπίδα πως είχε βρεθεί η χρυσή τομή.

Φανταστείτε λοιπόν την απογοήτευση τότε το 2013, όταν ανακάλυψα πως η ελληνική αντιπροσωπεία ήταν σκεπτική στο να το εισάγει, κι αυτό γιατί ήταν κράνος μεσαίας - και προς τα επάνω τιμής, ενώ ταυτόχρονα ήταν ιδιαίτερο, ξεφεύγοντας πλήρως από τα υπόλοιπα. Εκ των υστέρων, κι έχοντας υπάρξει επιχειρηματίας, αναγνωρίζω πολύ καλά την αγωνία τους και ήταν εύλογη και δικαιολογημένη. Εκείνη την στιγμή βέβαια αντιδρούσα όπως κάθε άλλος καταναλωτής, το ήθελα την πρώτη ημέρα της παρουσίασής του, κι αν γινόταν από την γραμμή παραγωγής να πετάξει με μαγικό τρόπο κατευθείαν στην πόρτα μου. Βλέπετε είχα την πεποίθηση πως πρώτα θα έκανε την δουλειά του σαν ένα κανονικό κράνος κι έπειτα ήταν φυσικά η εμφάνισή του. Ας μην γελιόμαστε, με αυτό στο κεφάλι φαντάζεσαι τον εαυτό σου λίγο πιο κοντά με πιλότο σε F-16 που είναι ίσως το μοναδικό πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο (να κάνεις βόλτα και μόνο) από την οδήγηση μοτοσυκλέτας!

Από εδώ και πέρα η ιστορία της έλευσης του πρώτου Raw στην Ελλάδα παρουσιάζει διακλαδώσεις, δεν υπάρχει μονάχα μία εκδοχή. Το μόνο σίγουρο είναι πως υπήρχαν κι άλλοι που πίεζαν την ελληνική αντιπροσωπεία να το εισάγει, σε μία όμως πολύ δύσκολη οικονομικά περίοδο που οι περισσότεροι από εμάς μπορούσαμε απλά να καλύψουμε το κόστος ενός πλαστικού κουβά για το κεφάλι μας, πόσο μάλλον για καινούριο κράνος, κι άρα τέτοιες αποφάσεις περιείχαν τεράστιο ρίσκο. Και ίσχυε το ίδιο, αν και σε μικρότερο βαθμό και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Κι όμως τελικά το “Drak” όπως είναι πλέον το όνομά του, ήρθε στην Ελλάδα κι από τότε πέρασαν διάφορα στα χέρια του περιοδικού, ενώ ξεπέρασε τις προσδοκίες εμπορικά, καθώς έτυχε καθολικής αποδοχής σε ολόκληρο τον κόσμο και φυσικά εμφανίστηκαν κλώνοι του, όπως συμβαίνει με όλα τα πετυχημένα προϊόντα, ενώ η Shark έφτασε να φτιάχνει μία ολόκληρη οικογένεια γύρω από αυτό…

Τώρα μπορεί να είναι ένα γνωστό πλέον κράνος, κάπως συνηθισμένο να το βλέπει κανείς στους δρόμους, τότε όμως σε κοιτούσαν καλά-καλά για να καταλάβουν αν συμβαίνει κάτι με εσένα ή σε σχέση με εσένα κι εκείνους. Έμοιαζες ύποπτος ή πως θα τους σταματήσεις για έλεγχο… Στα φανάρια οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή, πού θα το βρουν, πόσο κάνει και κάπου στο τέλος αν είναι και καλό. Όλα για την εμφάνιση λοιπόν, το αν είναι καλό ή όχι, ερχόταν τελευταίο. Μετά από δύο κράνη, πολυφορεμένα και τα δύο, ένα σε καθημερινή και φυσιολογική χρήση και το άλλο στην πιο σκληρή που υπάρχει, ας δούμε αυτό ακριβώς, αν είναι καλό!

Οι φωτογραφίες που βλέπετε είναι από ένα κράνος που επί τέσσερα χρόνια έκανε πολλά καθημερινά χιλιόμετρα, με πληθώρα διαφορετικών μοτοσυκλετών, από γυμνές και streetfighters του λίτρου, μέχρι on-off κι όλα όσα θα βρεις στο ενδιάμεσο αλλά και έξω από αυτά τα πλαίσια! Από ταξίδια λοιπόν, μέχρι ταχύτητες πολύ πάνω από αυτό που είχε η Shark στο μυαλό της όταν το σχεδίαζε, το κράνος συγκέντρωσε μία χρήση που ήταν εξαιρετικά εντατική, όχι όμως αδέξια, απερίσκεπτη ή απρόσεχτη. Η φθορά που έχει υποστεί είναι από υπερβολική χρήση, και όχι από αμέλεια.

Συγκεντρώνοντας όλα αυτά τα χιλιόμετρα μαζί του και σε τόσες πολλές διαφορετικές μοτοσυκλέτες, το Drak αποδείχτηκε τελικά περισσότερο σκληροτράχηλο από εκείνο που στην αρχή υποψιαζόμουν. Ο πρώτος φόβος σχετικά με την αντοχή, ήταν για τους ελαστικούς ιμάντες της μάσκας, καθώς θεώρησα πως θα χαλαρώσουν γρήγορα. Για αυτό το λόγο δεν άφηνα ποτέ το κράνος στην άκρη έχοντας την μάσκα τραβηγμένη επάνω, αποφεύγοντας γενικά να αφήνω την μάσκα σε αυτή την θέση. Το δεύτερο κράνος του παραδείγματος δεν είχε αυτή την τύχη, η μάσκα περνούσε ώρες ατελείωτες πάνω στο κράνος με τους ιμάντες τεντωμένους, κι αυτό γιατί είναι πιο εύκολο να το τοποθετείς στο κεφάλι σου ή να το αφαιρείς αν πρώτα την σηκώσεις. Αποδείχτηκε με τον καιρό πως η διαφορά ήταν μικρή ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις: Στον ενάμισι χρόνο οι ιμάντες είχαν χαλαρώσει δίχως όμως να υπάρχει λειτουργικό πρόβλημα καθώς μπορείς να τους σφίξεις και στα δύο χρόνια είχαν χάσει αρκετή από την ελαστικότητά τους. Όταν αρχίζουν να χάνουν ελαστικότητα το συνεχές σφίξιμο σταδιακά παύει να είναι λύση, γιατί ο στόχος είναι να προσαρμόζεται η μάσκα στο πρόσωπο και όχι απλά να στηρίζεται, επίσης τότε είναι που όλη η δύναμη πηγαίνει στους συνδέσμους της μάσκας κι έτσι στο τέλος μπορεί να αρχίσουν να κόβονται.

Συνολικά στα τρία χρόνια είναι δύσκολο να μην χρειαστεί να αλλάξεις μάσκα, αν είναι καθημερινή η χρήση του κράνους. Πράγμα που δεν είναι καθόλου κακή επίτευξη, το αντίθετο. Η Shark λέει πως η ζελατίνα της είναι αντιχαρακτική και λέει λίγα, θα μπορούσε να την πει διαμαντένια και να πέσει μέσα γιατί είναι πραγματικά δύσκολο να αποκτήσει γρατζουνιές, ούτε θαμπώνει με τον καιρό. Καταστρέφεται το αφρώδες όπως φαίνεται στις φωτογραφίες, αλλά αυτό θα γίνει περίπου μαζί με το διάστημα που θα πρέπει να αλλάξεις τους ιμάντες. Κρατάς λοιπόν την ζελατίνα ως ανταλλακτικό και αλλάζεις την μάσκα μετά από δύο έως τρία χρόνια, καθώς θα έχει χάσει την ελαστικότητά της, μία ικανοποιητική διάρκεια ζωής, που ταιριάζει και με τον χρυσό κανόνα που έχουμε στο MOTO για τα κράνη - τα 3/5/7 χρόνια και που έχουμε εξηγήσει πολύ αναλυτικά εδώ, για να μην επαναλαμβανόμαστε.

Κάτω από την μάσκα υπάρχει το χαρακτηριστικό αφαιρούμενο προστατευτικό του πηγουνιού, που προσωπικά δεν αφαίρεσα ποτέ, όπως και οι περισσότεροι που το έχουν στην κατοχή τους. Οι βασικοί λόγοι είναι αυτοί: Το προστατευτικό μπαίνει δύσκολα αλλά ασφαλίζει πολύ όμορφα χωρίς να δημιουργεί πρόβλημα με κενά ανάμεσα στην μάσκα, σφυρίγματα από τον αέρα κτλ. Είναι βασικό στοιχείο της εμφάνισης του Raw και ο κύριος λόγος που το αντιμετωπίζεις σαν ένα full face κράνος, πράγμα που σημαίνει πως χωρίς αυτό έχεις έναν λιγότερο λόγο να πάρεις το συγκεκριμένο κράνος. Η λογική της Shark είναι πως εύκολα προσαρμόζεις το κράνος σου ανάμεσα σε πλήρως Jet και αυτό το… υβρίδιο που σου δίνει μία κάπως μεγαλύτερη αίσθηση ασφάλειας. Κι αυτό είναι έξυπνο και θα αρέσει σε πολύ κόσμο, αλλά εγώ έτσι κι αλλιώς δεν αισθάνομαι άνετα με κράνη τύπου jet, οπότε και δεν μπήκα ποτέ στην διαδικασία να το αφαιρέσω. Ας μην γελιόμαστε η προστασία που προσφέρει είναι για να μην σου σπάσει τα δόντια μία πέτρα από τα ελαστικά προπορευόμενου οχήματος και μέχρι εκεί. Ευτυχώς δεν μπορώ να διανθίσω το συγκεκριμένο άρθρο με μία εμπειρική ανάλυση σε περίπτωση πτώσης, όμως βάση γενικότερης εμπειρίας ήξερα από την πρώτη στιγμή της επιλογής μου πως η προστασία δεν θα ήταν εφάμιλλη με οποιοδήποτε κράνος κλειστού τύπου. Φέρω στο πηγούνι ένα πολύ παλιό σημάδι από σκίσιμο που έχει συμβεί με full face κράνος, μία άλλη εμπειρία που μου τόνισε νωρίς πως η σωστή επιλογή κράνους και –αναπόφευκτα- τιμής αγοράς, είναι εξίσου σημαντική με την απόκτησή του και την χρήση του, αυτή καθ’ αυτή!

Δεν είναι όμως μονάχα η πτώση, δεν φοράμε το κράνος μόνο για αυτή την αποφράδα μέρα κι ας είναι αυτή η απολύτως πιο διευρυμένη άποψη. Από τα έντομα μέχρι την σκόνη και μετά τον ίδιο τον αέρα και τον ήλιο, η προστασία πρέπει να είναι συνεχής. Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του Drak είναι πως ασφαλίζει πλήρως χωρίς να αφήνει κενά. Σε όλο αυτό το διάστημα και πάντα με δεδομένο την πληθώρα χιλιομέτρων, έχει αποτρέψει τριψήφιο αριθμό μελισσών κι άλλων εντόμων από το να σφηνωθούν μέσα στο κράνος, την ίδια στιγμή που αισθάνεσαι λιγότερο εγκλωβισμένος από ένα full face. Θα πρέπει να έρθει ο χειμώνας και να είναι βαρύς, ώστε να ανακαλύψεις πως περνά περισσότερος αέρας στο μέτωπο, από αυτό που θα ήθελες εκείνη την στιγμή. Όσο μάλιστα χαλαρώνουν οι ιμάντες τόσο περισσότερος αέρας θα φτάνει ακριβώς εκεί που θα ενοχλεί τα ιγμόρεια, με την λύση να είναι να τους ρυθμίσεις πιο σφιχτά μέχρι να την αλλάξεις, όπως αναλύουμε πιο πάνω. Η βροχή δεν πρόκειται να ενοχλήσει, αλλά σε εξαιρετικά χαμηλή θερμοκρασία αρχίζει και μετατρέπεται σε πράξη γενναιότητας να οδηγείς γρήγορα.

Η ταχύτητα πάντως δεν έχει όριο μαζί του, το όριο είναι καθαρά προσωπική υπόθεση. Το Drak βγαίνει σε δύο μεγέθη εξωτερικού κελύφους και είναι και τα δύο σχεδιασμένα με στενή γραμμή, για να αγκαλιάζουν το κεφάλι καλά. Δένοντας το σωστά, κολλά στο μέτωπο όσο τα χιλιόμετρα ανεβαίνουν, με μικρή μετατώπιση προς τα πίσω. Είναι εκείνη η στιγμή που πιέζει τους λοβούς των αυτιών, που μέχρι πριν απολάμβαναν των χώρο τους χωρίς πίεση. Και πιέζοντας τα αυτιά, εκεί πάνω από τα διακόσια χιλιόμετρα, δεν ακούς τίποτα και ξαφνικά γίνεται ένα από τα πιο ήσυχα κράνη… προφανώς παίζουμε με τις λέξεις και τα νοήματα τώρα. Σημασία εδώ έχει η προσεκτική ανάγνωση, γιατί σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει ο ισχυρισμός πως είναι το καλύτερο κράνος για αυτές τις ταχύτητες. Απλά πάντα υπάρχει και η θετική πλευρά, ακόμα και στα μειονεκτήματα. Για να ζήσεις βέβαια την εμπειρία της ησυχίας μέσα από την επίδραση των χιλιομέτρων, πρέπει σαφώς να το παρακάνεις, καθώς κινείσαι με τέτοιες ταχύτητες με ένα κατά βάση jet κράνος σε γυμνή, για παράδειγμα μοτοσυκλέτα. Το πόσο θα μείνεις σε αυτά τα χιλιόμετρα είναι ζήτημα αντοχής και διαφέρει από τον καθένα. Αυτές όμως είναι οι ειδικές περιπτώσεις και η καθημερινότητα με το Drak είναι αυτή που μετράει πραγματικά.

Ανάμεσα στις πρωτιές του, είναι και το γεγονός πως είναι το πρώτο που με έκανε να σπάσω τον χρυσό κανόνα, χωρίς να το αλλάξω στα τρία χρόνια. Συνηθίζεις να έχεις ένα κράνος που κλείνει τελείως αλλά μπορείς να μπεις σε κάποιο κατάστημα χωρίς να σε κοιτάνε καχύποπτα, κάνοντας μονάχα με μία κίνηση χωρίς να το βγάλεις. Οι συχνές στάσεις με αυτό στο κεφάλι είναι το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου, ενώ δύο φορές μπήκα μαζί του και σε τράπεζα, τρίτη δεν το δοκίμασα – είναι το μόνο μέρος που ό,τι κι αν φοράς στο κεφάλι κινείς υποψίες.

Ο μηχανισμός που κρατά την μάσκα είναι έξυπνα φτιαγμένος, ώστε να μην προσθέτει όγκο στο πλάι. Κάτω από πλαϊνά πλαστικά που έχουν άψογη συναρμογή και δεν θα ξεκολλήσουν όσο περνούν τα χρόνια, υπάρχει ένας μεταλλικός γάτζος σε κάθε πλευρά, που ασφαλίζει στο κράνος συγκρατώντας τους ιμάντες. Όλα αυτά με πολύ χαμηλό προφίλ, χωρίς να μεγαλώνει ο όγκος, την στιγμή που εσωτερικά υπάρχει ειδική εγκοπή για εφαρμογή ακουστικών. Με κατασκευή από θερμοπλαστικό και πολύ προσεγμένη εσωτερική επένδυση, το Drak είναι ελαφρύ (1.243 γραμμάρια με μάσκα και σαγόνι) όχι βέβαια σε επίπεδο ενός carbon κράνους, αν και πραγματικά carbon κράνη είναι ελάχιστα. Όμως το σημαντικό εδώ είναι η ομοιογένεια και το σωστό σχήμα. Είναι το σχήμα που παίζει μεγαλύτερο ρόλο στο κράνος και όχι τόσο τα γραμμάρια. Διότι ένα σωστά μελετημένο σχήμα κατανέμει το βάρος ομοιόμορφα κι όχι πίσω στην βάση του αυχένα που είναι το πιο συνηθισμένο. Τότε είναι που με την επίδραση του αέρα ένα κράνος αρχίζει να σε κουράζει περισσότερο από κάποιο άλλο κι ας είναι ελαφρύτερό του κατά μερικά γραμμάρια. Το Drak είναι εξαιρετικά μελετημένο κι εξαφανίζει γραμμάρια όταν το φοράς, παρόλο που είναι κράνος ανοιχτού τύπου, κι αυτό μεταφράζεται σε αναπόφευκτα ανομοιόμορφη κατανομή. Όχι σε αυτή την περίπτωση όμως!

Ο αεραγωγός στο κέντρο δεν μεταφέρει ιδιαίτερα πολύ αέρα και κλείνει με μία λαστιχένια τάπα την οποία την αφαιρείς την πρώτη ημέρα και κάπου την ξεχνάς στο σπίτι κρατώντας το για πάντα έτσι. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο αέρας δεν σου λείπει ποτέ. Επιπρόσθετα δεν επηρεάζει την καλή ηχομόνωση, που αντίστοιχη δεν θα βρει κάποιος σε ανοικτού τύπου κράνος, ακόμα και σε αντίστοιχο υβρίδιο. Όλες οι προδιαγραφές του κράνους και οι πιστοποιήσεις που έχει λάβει, είναι τύπου Jet, ωστόσο η Shark ήθελε την μάσκα και το σαγόνι να μπορούν να προσφέρουν στοιχειώδη ασφάλεια, εκτός από κάλυψη απέναντι στα στοιχεία της φύσης και τα έντομα. Διεξάγοντας την δική τους δοκιμασία, σχεδίασαν το Drak με τρόπο που μπορεί να βοηθήσει σε περίπτωση ατυχήματος, κάτι που –ευτυχώς όπως είπαμε- δεν μπορώ να επιβεβαιώσω.

Το αφαιρούμενο εσωτερικό άντεξε κι εκείνο αρκετά πλυσίματα, χωρίς να χάσει αρκετό από τον αρχικό του όγκο, ενώ στα τρία χρόνια η δερματίνη άρχισε να ξεφτίζει χαλώντας την εικόνα. Από την στιγμή που αφαιρείται, κι άρα αλλάζει, είναι κι αυτό ένα πρόβλημα που λύνεται.

Συνολικά το Drak άντεξε πολύ περισσότερο «ξύλο» από αυτό που αρχικά είχε προβλεφθεί για ένα σημαντικό ρόλο: Ολοένα και πιο συχνά το προτιμούσα έναντι ενός full face, ακόμη και για μεγάλες διαδρομές ή για περιπτώσεις που η ταχύτητα θα ήταν αυξημένη, καταλήγοντας σε μία σκληρή χρήση που το έφερε σε αυτή την κατάσταση μετά από τέσσερα χρόνια. Ανανεώνοντας τους αναλώσιμους ιμάντες και την επένδυση, έκανε τον ήρωα για ακόμη έναν χρόνο.

 

μονάχα στο ένα από τα δύο ξεκόλλησαν τα ανάγλυφα γράμματα.. σε εκείνο με την πολύ άγρια χρήση...

Το δεύτερο κράνος της δοκιμής μας, έζησε την εμπειρία μίας πτώσης, όχι –ευτυχώς και πάλι- χτυπώντας στην μάσκα ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για την αντοχή της, αλλά σύρθηκε για κάποια μέτρα στην άσφαλτο και είχε ένα καλό χτύπημα στην πίσω μεριά του. Ούτε σπασμένα πλαϊνά καπάκια, ούτε συστροφή της επένδυσης και μετακίνηση του κράνους, τίποτα από τα μειονεκτήματα που θα περίμενε κανείς, προστατεύοντας απόλυτα σωστά.

Συνολικά η εμπειρία μας μαζί του ήταν απόλυτα θετική, βρίσκοντας εκείνο το κράνος ανοικτού τύπου που εξάλειφε πολλά από τα μειονεκτήματα που έχει η συγκεκριμένη κατηγορία, την στιγμή που ακόμα και τώρα μία πενταετία μετά, παραμένει απόλυτα μοντέρνο.