Editorial 642 - Αναβρασμός και αντιμετώπιση

Από το

motomag

1/5/2023

Αυτή την στιγμή έχει ήδη ολοκληρωθεί μία τεράστια αλλαγή αντιπροσωπειών στην ελληνική αγορά, που μία – μία και ξεχωριστά συμβαίνει σπάνια. Όλες όμως μαζί οι αλλαγές που έχουν λάβει χώρα τον τελευταίο χρόνο είναι κάτι πρωτόγνωρο που όμοιό του έχει ζήσει η αγορά μία άλλης πιο μακρινής περιόδου. Τέτοια εποχή πέρσι η Kawasaki άλλαξε χέρια και πέρασε εκεί που ήταν παλαιότερα. Και όχι δεν εννοώ στον πρώην υπουργό και πρόεδρο των ΑΝΕΛ Πάνο Καμμένο, αλλά στα χέρια του Άκη Στυλιανίδη που ήταν επί χρόνια ο διευθυντής της TEOMOTO του εταιρικού οχήματος που είχε αναλάβει την εισαγωγή της Kawasaki μέσα στον Όμιλο Θεοχαράκη, μέχρι και την αποχώρησή του. Τώρα όχι μόνο έφερε την KSR στην Ελλάδα με όλες τις μάρκες που αυτή αντιπροσωπεύει, αλλά απέκτησε και την Kawasaki.

Παράλληλα η KTM, Husqvarna και GASGAS με την προοπτική να ακολουθήσει και η Bajaj πέρασαν στα χέρια ενός νέου παίκτη στην αγορά της μοτοσυκλέτας του Ομίλου Πέτρος Πετρόπουλος. Ένας από τους πιο εύρωστους οικονομικά ομίλους αυτού του μεγέθους και με τεράστιο πορτφόλιο, εισέρχεται στην αγορά της μοτοσυκλέτας εκπροσωπώντας τον μεγαλύτερο ευρωπαίο κατασκευαστή. Αν αυτή είναι η αρχή, τότε σίγουρα υπάρχει και συνέχεια. Σχετικά πρόσφατα έχει αλλάξει χέρια και η CFMOTO, από την πρώτη στιγμή που η TEOMOTO είχε προβλήματα. Παράλληλα όμως υπήρχε κι ένας αναβρασμός για τις νέες αντιπροσωπείες, κυρίως των Κινέζων κατασκευαστών, ένας χορός μουσικών καρεκλών που νικητής δεν ήταν εκείνος που θα προλάβαινε να καθίσει όταν η μουσική σταματούσε αλλά εκείνος που θα τραβούσε την καρέκλα κάτω από τα πόδια όποιου ήταν μπροστά του. Και όχι μόνο των Κινέζων. Η Peugeot Motorcycles επίσης πέρασε από πολλά κύματα μετά την TEOMOTO, φλέρταρε έντονα με την ελληνική αντιπροσωπεία των αυτοκινήτων και μετά την φετινή EICMA όπου έγιναν και τα τελευταία ραντεβού, πέρασε στα χέρια του Ομίλου Σαρακάκη. Η QJ και η KOVE πήγαν στα χέρια ενός από τους πλέον ισχυρούς παίκτες που σαρώνει την ελληνική αγορά, του Βασίλη Γκορκόλη που μαζί με τους υιούς Αλέξανδρο και Άρη διευθύνον με έδρα στα Τρίκαλα μία τεράστια γκάμα δικύκλων. Η QJ επίσημα, η KOVE κατά εκτίμηση, είναι πλέον στο δυναμικό της Γκοργκόλης ΑΕ, ενώ η τελευταία προσθήκη στην ελληνική αγορά είναι αυτή των UM που θα αντιπροσωπεύεται πλέον από την ΤΕΟΡΕΝ.

Μέχρι και το 2014 όταν επισκεπτόταν κανείς την EICMA υπήρχε μία ολόκληρη πτέρυγα αφιερωμένη στους Κινέζους κατασκευαστές οι οποίοι προσέφεραν ηλεκτρικά κυρίως σκούτερ και φθηνά αερόψυκτα μονοκύλινδρα, των οποίων η ποιότητα ήταν τουλάχιστον αστεία. Σήκωνες την σέλα και έβρισκες καλώδια με μονωτική ταινία, το έδειχνες στον ιδιοκτήτη / πωλητή και σου απαντούσε πως είναι production ready και αν θέλεις αγοράζεις εκείνη την στιγμή. Με LEGO να το έφτιαχνες θα είχες το ίδιο αποτέλεσμα. Στις 12 το μεσημέρι η πτέρυγα εκείνη μύριζε noodles και η εικόνα της έμοιαζε περισσότερο με υπαίθριο παζάρι καθώς πίσω ή και μέσα στα μικρά περίπτερα είχαν βγει γκαζάκια και μαγειρεύονταν μεσημεριανό. Μερικοί κερνούσαν και μαθήματα χειρισμού chopstick αν σε έκοβαν για έτοιμο πελάτη, αλλιώς σε στραβοκοιτούσαν μέχρι να φύγεις. Μιλάμε για ένα χώρο περίπου τέσσερις φορές μεγαλύτερο από την ελληνική έκθεση μοτοσυκλέτας, γεμάτο με διάφορους Κινέζους κατασκευαστές. Η εικόνα αυτή άλλαξε ριζικά μέσα σε μία μόλις χρονιά. Όχι γιατί σοβάρεψαν οι Κινέζοι, υπήρχαν σοβαρές προτάσεις και τότε, όπως υπάρχουν ασόβαρες και τώρα. Απλά ο κόσμος σταμάτησε να αγοράζει δίκυκλα από το super market καθώς εκεί είχαμε φτάσει. Πήγαινες με τα πόδια σε κατάστημα γενικής λιανικής πώλησης και έφευγες με πασχαλινό αρνί-γάτα, κάρβουνα που δεν θα άναβαν ποτέ κι ένα φανταχτερό κουβά-κράνος πάνω στο καινούριο σου παπί, όλα μαζί. Ακόμη και τώρα θα δει κανείς πολύ κόσμο να αναφέρεται στους Κινέζους συνολικά, χωρίς διαχωρισμό λες και είναι όλοι ίδιοι, προφανώς έχοντας μείνει με την προηγούμενη εικόνα. Πλέον στην τελευταία EICMA τα πιο εντυπωσιακά περίπτερα από πλευράς νέων μοντέλων -κι όχι από την χλιδή των γυψοσανίδων και του laminate, ή των οθονών- ήταν κινέζικων εταιρειών που είχαν ήδη κλεισμένες συμφωνίες με αντιπροσώπους και ήταν εκεί πρώτα για να τους μάθει το κοινό και έπειτα για να βρουν νέες συμφωνίες αντιπροσώπευσης. Μία είχε μείνει εκτός, η UM, έκλεισε πλέον κι αυτή. Ο παφλασμός των έως τώρα στάσιμων νερών δεν θα σταματήσει βέβαια, απλά ανακόπτεται το κυνήγι της τελευταίας αντιπροσωπείας. Τώρα θα αρχίσει η καλύτερη περίοδος για τον Έλληνα μοτοσυκλετιστή, όταν και θα κονταροχτυπιούνται όλοι αυτοί για την πώληση. Είναι δύσκολο να το δούμε τώρα, γιατί ακόμη η ζήτηση είναι μεγαλύτερης της προσφοράς από την στιγμή που εξακολουθούμε να έχουμε κενά διαθεσιμότητας αλλά σταδιακά η ομαλοποίηση θα αλλάξει το τοπίο. Ωστόσο δεν θα γίνει σε όλες τις κατηγορίες ταυτόχρονα. Τα μεσαία on-off είναι αυτή την στιγμή στο επίκεντρο της κόντρας με τιμές που φανερώνουν, για όποιον βλέπει το κόστος εισαγωγών και της φορολογίας, του ιδιαίτερα μικρού περιθωρίου κέρδους. Αν φτάνει μία μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα να βρίσκεται κοντά στην τιμή της Γερμανίας, τότε δεν χρειάζεται πολύ σκέψη για να δεις πως η αντιπροσωπεία εδώ κερδίζει λιγότερα από τον φθηνότερο Γερμανό. Μόνο την διαφορά ΦΠΑ να δει κανείς χωρίς τις υπόλοιπες χρεώσεις που όσες φορές τις γράφουμε τόσες ξεχνιούνται, θα καταλάβει πως τα ποσοστά δεν είναι τα ίδια.

Την ίδια στιγμή η αντιμετώπιση των μητρικών εταιρειών στην ανάληψη μίας αντιπροσωπείας είναι τελείως διαφορετική με τους Ιάπωνες να είναι οι πλέον πιστοί. Θα στηρίξουν τον τοπικό αντιπρόσωπο για μεγάλο διάστημα και την ώρα της αλλαγής θα προτιμήσουν κάποιον που γνωρίζουν, αντί για κάποιον νέο, όσο μεγάλη και αν είναι η διαφορά τους. Αυτό είναι το παράδειγμα της Kawasaki και των διαφόρων που την διεκδίκησαν στο ενδιάμεσο. Οι Ευρωπαίοι από την άλλοι κοιτούν νούμερα και δεν είναι ιδιαίτερα ελαστικοί, όσο τουλάχιστον κινούνται ακόμη με την μορφή της αντιπροσωπείας και δεν βρίσκονται απευθείας στις χώρες. Θα συγχωρήσουν ένα ή ίσως και δύο πισωγυρίσματα αλλά μετά θα ζητήσουν αλλαγή δίνοντας όμως και τον απαραίτητο χρόνο για να γίνει αυτή σωστά. Οι Κινέζοι δύσκολα μπαίνουν σε ένα καλούπι όλοι μαζί καθώς υπάρχουν εταιρείες που έχουν τις δυνατότητες για ταχεία επέκταση αλλά χωρίς ιδιαίτερα σαφές πλάνο για το πώς αυτή θα γίνει. Άλλοι είναι αποφασισμένοι σε πιο μικρά και σταθερά βήματα όμως κοινός παρονομαστής όλων, είναι πως το τράβηγμα του χαλιού κάτω από τα πόδια μπορεί να γίνει σε χρόνο DT, έτσι και ρίξεις το ποτήρι σου κάτω και το λερώσεις. Διαφορετική αντιμετώπιση από τις μητρικές εταιρείες και αυξημένος ανταγωνισμός, αυτή είναι η πραγματικότητα αυτή την στιγμή όσο τα νερά παραμένουν ταραγμένα.

editorial 521 - το τέλος της τέχνης;

Από το

Μαύρο Σκύλο

26/3/2013

Ή η αρχή μιας άλλης; Μιλάω για την τέχνη της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, με την έννοια της συνολικής σχέσης του αναβάτη μαζί της, της ενασχόλησής του με την λειτουργία της και την συντήρησή της. Κάθε πρόοδος της τεχνολογίας φέρνει και αλλαγές σ' αυτή τη σχέση. Από το 1969 που η λέξη "ηλεκτρονική" εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα, στο τρικύλινδρο δίχρονο Kawasaki Mach III 500, μπήκαν τα ηλεκτρονικά στην μοτοσυκλετιστική μας ζωή, ενώ σήμερα οι κορυφαίες μοτοσυκλέτες έχουν περισσότερα ηλεκτρονικά συστήματα από ποτέ, κι είμαστε μόνο στην αρχή της εξέλιξης των περισσότερων από αυτά. Και πιο πριν όμως, πριν το 1969, κάθε μικρή πρόοδος άλλαζε κάτι σημαντικό. Σκεφτείτε τους ταπεινούς διακόπτες των ρεζερβουάρ με τις τρεις υπό εξαφάνιση "λέξεις", ΟΝ-ΟFF-RES. Μέχρι να εμφανιστούν, έπρεπε να έχεις συνεχώς το νου σου πότε θα τελειώσει η βενζίνη, να σταματάς, να ανοίγεις την τάπα και να κουνάς τη μηχανή δεξιά αριστερά ώστε να κρίνεις με το μάτι (αν δεις το πλατσούρισμα) και το αφτί (το πως ακουγόταν το πλατσούρισμα) πόσο μακριά μπορείς να πας ακόμα. Με την εμφάνιση του ON-OFF-RES απλά άφηνες το αριστερό σου χέρι από το τιμόνι για να γυρίσεις ρεζέρβα, που από την εμπειρία σου ήξερες για πόσο σου φτάνει. Αργότερα, εμφανίστηκαν οι δείκτες στάθμης καυσίμου, με ένα πρόβλημα: Ήταν πολύ αναξιόπιστοι, καθώς κανένα ρεζερβουάρ μοτοσυκλέτας δεν έχει κανονικό σχήμα, κι έδειχναν γεμάτο-γεμάτο-γεμάτο για πολλά χιλιόμετρα, για να περάσουν όμως στο άδειο-άδειο- έμεινες βλάκα πολύ γρήγορα. Σήμερα έχουμε ψηφιακές μπαρίτσες που αναβοσβήνουν, μετρήσεις μέσης και στιγμιαίας κατανάλωσης, και το πιο χρήσιμο απ' όλα, χιλιόμετρα που σου απομένουν μέχρι να μείνεις.

Για να μην πούμε τι γνώσεις και ενασχόληση απαιτούσαν οι προπολεμικής τεχνολογίας μοτοσυκλέτες, με λεβιεδάκια για την προπορεία της ανάφλεξης, για τον αέρα, παλιότερα και χειροκίνητη λίπανση κινητήρα, ακόμα και φώτα που άναβαν με σπίρτο, ας πιάσουμε το θέμα από την έλευση της ηλεκτρονικής ανάφλεξης. Ξαφνικά, ο αναβάτης δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί με το ιδανικό αβάνς για κάθε ταχύτητα κιβωτίου, άνοιγμα γκαζιού και κλίση του οδοστρώματος. Δεν χρειαζόταν καν να υπάρχει μηχανικό αβάνς. Δεν χρειαζόταν πια να ξέρει τι κάνουν οι πλατίνες, να τις καθαρίζει, να τις ρυθμίζει και να τις αλλάζει, να βάζει λάδι στο σφουγγαράκι τους, να βρίσκει πεταμένο στην άκρη του δρόμου χαρτονάκι από Άσσο σκέτο κασετίνα για να ρυθμίζει το διάκενό τους στα 0,4 mm περίπου, να βρίσκει ντουκόχαρτο για να τις πάρει λίγο όταν μπιμπικιάσουν, να ταιριάζει άλλο πυκνωτάκι γιατί σιγά μην παραγγείλει το δικό τους. Ό,τι βρεθεί. Το κεφάλαιο πλατίνες όμως είχε ξεκινήσει την πορεία του προς το τέλος. Η βασική διαφορά των ηλεκτρονικών από τις πλατίνες είναι πως ενώ για τις πλατίνες ο αναβάτης μπορούσε να κάνει κάτι (να τις ρυθμίσει ή να τις αλλάξει στο πλάι του δρόμου και να συνεχίσει, όταν χαλάσει όμως η ηλεκτρονική πρέπει να την πετάξεις και αγοράσεις μια άλλη (και οι πρώτες χαλούσαν, ειδικά οι aftermarket), που δεν έβρισκες πρόχειρη και σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Πλατίνες όμως, είχες πολλές πιθανότητες να βρεις, αν δεν κουβαλούσες μαζί σου.

Ήρθαν και εποχές που ο αναβάτης δεν είχε να ρυθμίσει τίποτα. Ούτε αναρτήσεις, ούτε απόδοση κινητήρα, ούτε κάτι άλλο που να είχε σχέση με την συμπεριφορά και τις επιδόσεις της μοτοσυκλέτας. Έτσι είναι, κι ο καθένας ας την οδηγήσει όπως μπορεί. Φυσικά, πάντα κάποιοι μπορούσαν καλύτερα από τους άλλους. Σήμερα, με όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα, υπάρχει άραγε εξίσωση των αναβατών, ή παραμένουν οι διαφορές μεταξύ τους; Μια απλουστευμένη λογική λέει πως από την στιγμή που τα ηλεκτρονικά αποφασίζουν τι θα συμβεί, η απόδοση των φρένων για παράδειγμα, θα είναι ίδια για όλους. Πατάς με όλη σου τη δύναμη, το ABS κάνει τη δουλειά του, οι ημιενεργητικές αναρτήσεις την δική τους, σταματάνε όλοι οι αναβάτες στις ίδιες αποστάσεις, αντίστοιχα γλιτώνουν όλοι το ίδιο ένα γλίστρημα χάρη στο traction control, κατεβάζουν όλοι όπως νά 'ναι ταχύτητες αφού έχουν μονόδρομο συμπλέκτη και auto blipper, και κάπως έτσι είναι εύκολο να πιστέψει κανείς πως πάει πια, δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς να οδηγεί, τα συστήματα τα κάνουν όλα γι' αυτόν, άντε κι έγιναν όλοι ίδιοι. Μόνο που στην πραγματική ζωή δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι αλήθεια πως τα ηλεκτρονικά συστήματα μπορούν να βοηθήσουν κάποιον αναβάτη, άπειρο ή έμπειρο αδιάφορο, να την γλιτώσει κάποια στιγμή. Ο λιγότερο ικανός όμως θα παραμείνει σ' αυτό το επίπεδο, ενώ ο καλύτερος αναβάτης θα αφιερώσει χρόνο και φαιά ουσία για να κατανοήσει πλήρως και εμπειρικά την λειτουργία του κάθε συστήματος. Μετά, έρχεται το επόμενο στάδιο, η πλήρης εκμετάλλευση των νέων δυνατοτήτων που προσφέρει το κάθε καλοσχεδιασμένο σύστημα. Βοηθούν τα ηλεκτρονικά στην εξέλιξη των αναβατών; Σίγουρα ναι. Κανείς αναβάτης δεν μπορούσε ποτέ να οδηγεί με μπλοκαρισμένους τους τροχούς. Το σύνηθες ήταν ένα ξαφνικό μπλοκάρισμα και εξίσου αστραπιαία, επώδυνη πτώση. Αυτό που αλλάζει είναι πως τώρα ο αναβάτης προειδοποιείται για το όριο της πρόσφυσης και του μπλοκαρίσματος, και ρυθμίζει το φρενάρισμά του ανάλογα, πετυχαίνοντας πολύ πιο εύκολα τη μέγιστη επιβράδυνση. Αυτό και μόνο απελευθερώνει ένα κομμάτι από την υπολογιστική ισχύ του εγκεφάλου του, που δεν χρειάζεται πια να ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα, τουλάχιστον όχι τόσο πολύ. Αν προσθέσει κανείς τις αντίστοιχες μειώσεις απαιτήσεων σε υπολογιστική ισχύ και στα θέματα της πρόσφυσης, της απόκρισης – απόδοσης του κινητήρα και της λειτουργίας των αναρτήσεων που άρχισαν πια να προσαρμόζονται στις συνθήκες της κάθε στιγμής, ο αναβάτης έχει πια το περιθώριο να ασχοληθεί την αξιοποίηση όλων αυτών, με τις γραμμές του, με τις εντολές του προς την μοτοσυκλέτα, έτσι όπως ποτέ πριν δεν μπορούσε να κάνει. Γι' αυτό κι ακόμα δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο οδηγικό επίπεδο μπορούν να μας φτάσουν. Ακόμα και οι αναβάτες – θεοί των MotoGP μπορεί να αναπολούν τις μέρες χωρίς ηλεκτρονικά "βοηθήματα", τουλάχιστον όσοι έμαθαν αρχικά να τρέχουν χωρίς αυτά, αλλά δεν θα μπορούσαν να πάνε το ίδιο γρήγορα χωρίς αυτά. Και πάλι, μιλάμε για τους καλύτερους του κόσμου, με τις καλύτερες μοτοσυκλέτες, που τρέχουν σε συγκεκριμένες συνθήκες μιας κλειστής πίστας. Στους δρόμους, είναι μια άλλη ιστορία. Για ρωτήστε τους, πόσοι από αυτούς τους υπερ-αναβάτες κυκλοφορούν με μοτοσυκλέτα στο δρόμο; Αν υπάρχει κάποιος, θα είναι η εξαίρεση.

Χρειάζεται να έχει κανείς πρότερη εμπειρία σε "αναλογικές" μοτοσυκλέτες, για να εκτιμήσει τις "ψηφιακές"; Όχι απαραίτητα. Μπορεί να είναι και καλύτερα να μην έχει. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους να αποβάλλουν συνήθειες και προκαταλήψεις ετών. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα το δούμε στους αναβάτες των επόμενων γενεών, που θα έχουν μάθει να βρίσκουν νέα όρια μόνο πάνω σε νέες μοτοσυκλέτες.

Ο τίτλος αυτού του editorial είναι παραπλανητικός. Η τέχνη δεν τελειώνει, εξελίσσεται. Το ίδιο και οι αναβάτες. Αυτό που αλλάζει μαζί με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών είναι το είδος της εμπλοκής του αναβάτη, ποια πράγματα χρειάζεται να σκέφτεται, πότε και πόσο. Η ουσία όμως, παραμένει ίδια. Κατανόηση, εφαρμογή, εξέλιξη. Έτσι κι αλλιώς, η κίνηση μιας μοτοσυκλέτας και στους τρεις άξονες του χώρου (ταυτόχρονα!) και το πλήθος των ερεθισμάτων που δέχεται ο αναβάτης της, απαιτεί πολύ πιο ουσιαστική εμπλοκή απ' ότι ένα αυτοκίνητο. Επιβάλλεται άλλωστε, καθώς οι συνέπειες του κάθε λάθους μπορεί να είναι πολύ χειρότερες. Από τη μια, φοβάμαι πως οι οδηγοί των σύγχρονων αυτοκινήτων μπορεί να γίνονται καλοί χειριστές αλλά σπάνια πραγματικά καλοί οδηγοί, καθώς δεν αποκτούν εμπειρία για την δυναμική συμπεριφορά του αυτοκινήτου όταν πια οι νόμοι της φυσικής ορίζουν την πορεία του. Μερίδιο ευθύνης εδώ, ειδικά στα αυτοκίνητα, έχουν και οι πωλητές, όπως και πολλοί "δημοσιογράφοι", που επιμένουν "αυτό δεν κολλάει πουθενά, τα κάνει όλα μόνο του, πάντα θα σε σώζει". Μια ματιά στις μπαριέρες και τα χαντάκια του δρόμου πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού, τις μέρες που ο δρόμος είναι χιονισμένος ή και παγωμένος, δίνει μια καλή άποψη: Ειδικά αυτά που υποτίθεται πως είναι άτρωτα, όπως οι μεγάλες ψηλές τζιπούρες, πάνε στου χαντάκ' χωρίς δεύτερη συζήτηση, αν ο οδηγός τους πιστέψει τους ισχυρισμούς πωλητών και εταιριών. Το ίδιο ισχύει και στις μοτοσυκλέτες. Τα συστήματα δεν είναι πανάκεια, απλά σου βγάζουν μερικές σκοτούρες απ' το κεφάλι σου, αφήνοντάς σε να ασχοληθείς με άλλα ζητήματα. Το γεγονός πως η οδήγηση μοτοσυκλέτας απαιτεί το 100% της προσοχής σου, δεν αλλάζει. Αποδεδειγμένα όμως, τα συστήματα αυτά μειώνουν τις συνέπειες μιας λάθος εκτίμησης και μας βοηθούν να πάμε πιο γρήγορα, με περισσότερη ασφάλεια.

Κάθε εξέλιξη φέρνει νέες απαιτήσεις. Όταν το φαίρινγκ της BMW R100RS και τα άλλα full fairing που ακολούθησαν έκαναν εφικτό το πολύωρο ταξίδι μεγάλων ταχυτήτων, έθεσε και μια σειρά νέων, αυξημένων απαιτήσεων σε λάστιχα, αναρτήσεις, φρένα, πλαίσια... Όσο ανέβαιναν οι ιπποδυνάμεις και οι ταχύτητες, ανέβαιναν κι ένα σκαλί οι απαιτήσεις, όχι μόνο για την υπόλοιπη μοτοσυκλέτα, αλλά και για τον αναβάτη της. Όταν δεν υπήρχαν ρυθμίσεις αναρτήσεων, δεν ασχολούνταν κανείς μαζί τους κι όλα καλά, πορευόσουν μ' αυτά που είχες. Βάλε όμως στην εξίσωση τις πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις με hi-low speed συμπίεση, προφορτίσεις, επαναφορές, ύψος πίσω ανάρτησης, σκληρότητες ελατηρίων, ύψος στάθμης λαδιού και διαφορετικό ιξώδες, κι έχεις ένα λαμπρό νέο πεδίο γνώσης και πειραματισμών που οδηγεί και σε καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας, και σε βελτίωση της συμπεριφοράς της, και σε πιο σκεπτόμενους αναβάτες, και σε πρόοδο των ίδιων των αναρτήσεων.

Φυσικά, το κάθε ηλεκτρονικό σύστημα που είναι προγραμματισμένο να λειτουργεί και να επεμβαίνει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, έχει και ένα εγγενές και ουσιώδες μειονέκτημα: Είναι τόσο καλό (ή κακό) όσο του επιτρέπουν οι παράμετροι της λειτουργίας του. Μπορεί οι κατασκευαστές να λένε πως προγραμματίζουν τα συστήματά τους να αντιδρούν όπως θα ήθελε ένας έμπειρος αναβάτης, πιπιλίζοντας παράλληλα την καραμέλα της ασφάλειας, η πραγματικότητα όμως είναι πως στόχος των πωλήσεών τους δεν είναι το μικρό ποσοστό των πραγματικά καλών αναβατών, αλλά η μετριότητα της μάζας, που ελπίζουν να ψήσουν πως η υπερμοτοσυκλέτα τους δεν αποτελεί απειλή, αλλά ευεργέτημα. Πως θα τους ανεβάσει σε οδηγικές απολαύσεις παραδεισένιες, σε μέρη μακρινά κι ονειρεμένα, πως θα τους κάνει καλύτερους απ' ότι είναι. Μόνο που αυτό δεν γίνεται. Κανείς προγραμματιστής δεν μπορεί να προβλέψει τις καταστάσεις που θα προκύψουν στην πραγματική ζωή, το ίδιο όπως κανείς κατασκευαστής κράνους δεν μπορεί να προβλέψει όλους τους πιθανούς τρόπους και τόπους πρόσκρουσης του ξερού μας κεφαλιού που θα φοράει το κράνος. Η ασφάλεια όμως είναι το μεγάλο εμπόρευμα των ημερών μας, κι αυτό μας πουλάνε όλοι. Η αλήθεια είναι πως με ηλεκτρονικά ή χωρίς, η μοτοσυκλέτα παραμένει υπέροχα επικίνδυνη, και γι' αυτό την αγαπάμε. Φαίνεται πως μας χρειάζεται να νιώθουμε πως για μια ακόμη μέρα, για μια ακόμη βόλτα, τα καταφέραμε με την αξία μας απέναντι στους κινδύνους. Με βοηθήματα ή χωρίς. Κι αν μια μέρα βγει το απόλυτα ασφαλές μοντέλο που με τίποτα δεν θα σε αφήσει να κινδυνεύσεις, 1) Δεν θα είναι μοτοσυκλέτα, και 2) Δεν θα έχει ενδιαφέρον.