Editorial 646 - Εξίσου επικίνδυνο και το «αργά βαδίζω, ζωή κερδίζω»

Από το

motomag

1/9/2023

Όπως ακριβώς οι ανοιξιάτικοι μήνες χωρίς βροχή γεμίζουν τους δρόμους με ξεκράνωτους και σαγιονάρες, γιατί ως γνήσιος χρήστης δικύκλου και όχι ως μοτοσυκλετιστής πραγματικός, απεχθάνεται την βροχή ο ξεκράνωτος σαγιονάρας, έτσι και ο Σεπτέμβριος σηματοδοτεί την επιστροφή του «όλο αριστερά, δικαίωμά μου είναι». Έχουμε εξαντλήσει το θέμα της καταπάτησης των ορίων ταχύτητας και μάλιστα μέσα στις πόλεις και τα χωριά της χώρας που μαζί με μία ακόμη σωρεία παραβιάσεων αποτελούν βασική αιτία για την τραγική πρωτιά της χώρας σε τροχαία δυστυχήματα. Ακριβώς επειδή έχουμε εξαντλήσει τα θέματα αυτά, πρέπει να μιλήσουμε και για ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα στους δρόμους αυτής της χώρας για το οποίο ελάχιστα έχουν ειπωθεί. Εξίσου προβληματική συμπεριφορά με εκείνον που τρέχει παραπάνω, επιδεικνύει και εκείνος που πηγαίνει σιγά σε λεωφόρους και δρόμους που το όριο δεν είναι 50 χ.α.ω αλλά παραπάνω. Δεν μιλάμε για την Ε.Ο. λοιπόν που σε σημεία ισχύει το 130 χ.α.ω και σπάνια θα δεις κάποιον ξεχασμένο αριστερά, αλλά για κάτι πολύ πιο άμεσο, πολύ πιο επικίνδυνο επίσης που το βλέπουμε συνέχεια και πιο έντονα στην αρχή του Φθινοπώρου: Να οδηγεί κανείς αργά στην αριστερή λωρίδα.

Στην Αυστρία το να οδηγείς συνέχεια αριστερά επισύρει πρόστιμο, στην Γερμανία δεν διανοείται κανείς να κολλήσει αριστερά όχι μόνο στα λίγα πλέον σημεία που δεν υπάρχει όριο ταχύτητας, αλλά γενικά σε όλο το δίκτυο. Νιώθω τυχερός που μπορώ να μιλάω βασισμένος στην εμπειρία, οπότε μετρήστε πως εκτός Βαλκανίων κανείς δεν οδηγεί στο αριστερό ρεύμα πηγαίνοντας κάτω από το ανώτατο όριο ταχύτητας, αλλά μένει κολλημένος σε αυτό. Στις ΗΠΑ υπάρχουν δρόμοι με αμέτρητες λωρίδες ανά κατεύθυνση και όρια ταχύτητας που παρακολουθούνται πολύ αυστηρά. Οδηγούν λοιπόν σε όλες τις λωρίδες κοντά στο όριο και εκνευρίζονται με τους οδηγούς που δεν κάνουν το ίδιο. Στις Σκανδηναβικές χώρες δεν υπάρχει εκτεταμένο δίκτυο αυτοκινητόδρομων, η Νορβηγία έχει ελάχιστα χιλιόμετρα και όλα στο νότιο τμήμα, δεν χρειάζεται όλο το χρόνο στο βόρειο κομμάτι της έτσι κι αλλιώς. Τα όρια τηρούνται ευλαβικά και τα πρόστιμα είναι βαριά, δεν θα δεις όμως και κανέναν να πηγαίνει με 70 χ.α.ω εκεί που το όριο είναι 90, των φορτηγών συμπεριλαμβανομένων.

Ξεχασμένος λοιπόν στην αριστερή λωρίδα με τους υπόλοιπους να προσπερνούν από δεξιά, αγνοώντας εκείνους που τον αγριοκοιτούν είναι μονάχα ο Έλληνας σε μεγάλο βαθμό και σε μικρότερη επέκταση ο Βαλκάνιος. Έχω γυρίσει όλες τις χώρες, από εκείνες που κακώς ή από σπόντα της ιστορίας νοούνται ως τέτοιες, ή είναι απλά ένα ιδιαίτερο καθεστώς εδάφους όπως το Γριβραλτάρ, το Μονακό, το Λιχτενστάιν και έπειτα όλες τις μικρές και τις μεγάλες και φυσικά κάθε σπιθαμή των Βαλκανίων, με τους χωματόδρομους να συμπεριλαμβάνονται. Σας το ξανά λέω πως αυτό το κόλλημα με την αριστερή λωρίδα το έχουμε μόνο εμείς και το έχουμε γιατί υπάρχει -δυστυχώς- τεράστια ανοχή με εκείνους που πηγαίνουν πολύ γρήγορα. Το «έλα μωρέ όποτε θέλω τρέχω» λειτουργεί στο μυαλό εκείνου που καθυστερεί την ροή των αυτοκινήτων ως μαξιλάρι ύπνου. Ο Δανός θα πάρει τηλέφωνο και θα δώσει στην αστυνομία τα στοιχεία σου αν τον προσπεράσεις με 200χ.α.ω. Ο Δανός αστυνομικός που βρίσκεται λίγο πιο κάτω γιατί δεν χρειάζεται να κάνει τον σφραγιδάκια κλεισμένος μέσα στο τμήμα πάνω από ένα πάκο χαρτιά, ούτε τον υπηρέτη πολιτικών και επιχειρηματικών με μέσο και την ταμπέλα του φύλακα προστασίας, θα σε σταματήσει και είναι βέβαιο πως δεν θα την γλιτώσεις. Πιο ελαστικοί σε συμπεριφορά οι Νορβηγοί και ακόμη περισσότερο οι Σουηδοί, αλλά ούτε και εκεί θα την γλιτώσεις αν το παρακάνεις και το αποτέλεσμα είναι ένα: Σπάνια βλέπεις κάποιον να πηγαίνει πολύ γρήγορα, πολύ πάνω από το όριο. Εξίσου όμως σπάνια θα συναντήσεις κάποιον να πηγαίνει πολύ πιο κάτω από το όριο.

Ο υπαίτιος της διατάραξης της φυσιολογικής ροής σε μία λωρίδα, είτε επειδή πηγαίνει αργά αριστερά, είτε γιατί έχει παρανόμως σταματήσει τέρμα δεξιά μπροστά σε είσοδο καταστήματος για να μην περπατήσει, ευθύνεται για την αύξηση της ταχύτητας των οχημάτων αμέσως αφότου τον προσπεράσουν αλλά και για την αργή κίνησή τους πίσω τους. Οι δρόμοι θα πρέπει να είναι σωλήνες, όχι μπουκάλια κρασιού στιβαγμένα το ένα πίσω από το άλλο, όπως είναι τώρα. Επιβραδύνεις στον λαιμό του μπουκαλιού γιατί κάποιος πηγαίνει αργά ή επειδή άργησε να ξεκινήσει στο φανάρι, αναπτύσσεις ταχύτητα και ξανά βρίσκεις ροή για λίγο μέχρι να την ξανά χάσεις στον επόμενο λαιμό που θα συναντήσεις μπροστά σου.

Ως Έλληνες πολίτες που έχουμε μόνο δικαιώματα και καθόλου ευθύνες, μπερδεμένοι και για τα δικαιώματά μας μερικές φορές με κορυφαίο παράδειγμα: «πληρώνω δημοτικά τέλη, δικαίωμά μου να πετάξω το σκουπίδι κάτω, να έρθουν οι υπάλληλοι να το μαζέψουν», αδυνατούμε να καταλάβουμε πόσο μεγάλο ζήτημα είναι να πηγαίνει κανείς αργά αριστερά ή να αργεί να ξεκινήσει στο φανάρι. Όχι μόνο να ξεχαστείς και να σου κορνάρουν αλλά και το να ξεκινήσεις μετά τον μπροστινό σου αντί για μαζί του, εμπίπτει επίσης στην παραπάνω λανθασμένη συμπεριφορά. Ελάχιστα τέτοια παραδείγματα στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθημερινή η κατάσταση στους Ελληνικούς δρόμους. Πείτε λοιπόν στους δικούς σας ανθρώπους πως αν τους προσπερνούν από δεξιά δεν είναι όλοι «ζουλάπια που δεν σέβονται τίποτα», ούτε «τεντηπόϊδες που τρέχουν, ανεύθυνοι κτλ», το λάθος είναι που βρίσκονται εκείνοι στην αριστερή λωρίδα. Κανείς δεν σου λέει να βιάζεσαι, αλλά να μην βιάζεσαι μένοντας δεξιά, αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Και είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει την εικόνα εκεί έξω. Η δικαιολογία επίσης «πηγαίνω στο όριο, είναι παράνομη η προσπέραση» μπορεί να υπάρξει μόνο αν αυτό το όριο τηρείται ευλαβικά και όχι στο περίπου. Αν το όριο είναι 70 χ.α.ω. και πηγαίνεις με 65, τότε το πρόβλημα είναι δικό σου και κακώς βρίσκεσαι δεξιά. Κι ένα τελευταίο: Δικαστές και ισχυρογνώμονες έχουμε γεμίσει. Δεν ξέρεις αν πεισμώνοντας στην αριστερή λωρίδα καθυστερείς κάποιον που σε ενδεχόμενο δικαστήριο θα αθωωθεί παραβιάζοντας το όριο γιατί τα δικαστήρια κάνουν και αυτό, αθωώνουν αν αποδείξεις πως υπήρχε σοβαρός λόγος που έτρεχες. Γίνεται να έχουν όλοι νομικά σωστό λόγο που παραβιάζουν το όριο; Σίγουρα δεν έχουν. Αλλά δεν ξέρεις αν εκείνος που ανάβει τα φώτα είναι ο ένας στο εκατομμύριο, για αυτό κάνει στην άκρη και άφησέ τον να φύγει. Δεν επεκτείνομαι στην περίπτωση της βραδυπορίας που επίσης τιμωρείται διοικητικά από τον Κ.Ο.Κ όπως και την είσοδο οχημάτων σε δρόμους που απαγορεύεται να κινούνται, όπως πατίνια σε λεωφόρους και ποδήλατα σε Ε.Ο. Διότι είναι διαφορετικές περιπτώσεις καθώς εκεί η επικινδυνότητα αλλά και η παρανομία αναγνωρίζεται από εκείνον που την εκτελεί εκείνη την στιγμή, ενώ η πιο πάνω συμπεριφορά δεν λογαριάζεται ως επικίνδυνη και υπαίτια για την αύξηση της κίνησης στους αστικούς δρόμους.

 

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...