Editorial 651 - Η εξέλιξη στην τέχνη της οδήγησης

Από το

motomag

1/2/2024

Κάθε φορά που βρίσκομαι με κάποιον παγκοσμίου φήμης αναβάτη που έχει περάσει από πολλές μοτοσυκλετιστικές περιόδους, έχει δηλαδή οδηγήσει σε πίστες σε πολλές διαφορετικές φάσεις στην εξέλιξη των μοτοσυκλετών και δεν γεννήθηκε απευθείας μέσα στις IMU έξι αξόνων, θα προσπαθήσω να βρω την ευκαιρία να μιλήσουμε για τα ηλεκτρονικά και την εξέλιξη των μοτοσυκλετών. Αντίθετα με κάποιες απόψεις «εκεί έξω» οι νέοι αναβάτες σε αυτό το επίπεδο που συζητάμε έχουν ξεκινήσει να οδηγούν πριν πάνε σχολείο και τα πάντα για αυτούς είναι μία φυσική κίνηση, μία προέκταση του εαυτού τους κάνοντας τα πάντα να φαίνονται πιο εύκολα από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Είναι εντυπωσιακό που συχνά η οδήγηση της μοτοσυκλέτας σε κορυφαίο αγωνιστικό επίπεδο λαθεύεται ως κάτι το προσιτό από το οποίο μας χωρίζει το μέσο, η αγωνιστική μοτοσυκλέτα. Δεν έχω δει κανέναν που να παίζει μπάλα στο πάρκο, να λέει πως είναι ίδιος με τους υπόλοιπους μέσα στο γήπεδο, λουσμένοι από τους προβολείς και με χιλιάδες ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω τους. Αντιθέτως έχω ακούσει πολλές φορές κάποιους να λένε πως είναι φανταστικοί οδηγοί που θα μπορούσαν να είχαν κάνει καριέρα μέσα στις πίστες αν τους είχαν δοθεί τα εφόδια. Ίσως η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός πως στην πρώτη περίπτωση το μέσο είναι πολύ πιο προσιτό και το να δοκιμάσει κανείς τις ικανότητες του ή να τις αποδείξει όταν κληθεί, είναι άμεσο και εύκολο. Το παραπάνω φαινόμενο επεκτείνεται και σε ανόμοιες συγκρίσεις αναβατών διαφορετικών εποχών, ένα λάθος που δεν θα υποπέσει κανείς από αυτούς που δικαιούνται να το κάνουν. Όπως ο Freddie Spencer. Δεν θα ακούσεις αυτόν τον φανταστικό άνθρωπο να λέει «αααρε όταν τρέχαμε εμείς καβαλούσαμε αληθινές μοτοσυκλέτες», «αυτοί ήταν αγώνες, οι δικοί μας που είχαν ρίσκο» και άλλα τέτοια φοβερά και καταπληκτικά που απεναντίας κάποιοι θα προσπαθήσουν να τεκμηριώσουν. Είτε από ανάγκη να αναδείξουν την εποχή τους, είτε για να παραμείνουν σχετικοί και εντός συζήτησης καθώς η επαφή τους με την μοτοσυκλέτα έχει φθίνει με τον χρόνο, δεν διαβάζουν, δεν παρακολουθούν αλλά ταυτόχρονα δεν βλέπουν πως ασχολούνται και λιγότερο.

Κατά επέκταση και εγώ στέκομαι στο θέμα αυτό με τελευταία αφορμή την συνάντηση με τον Steve Plater και έπειτα με τον Michael Dunlop. Ο Συνιώρης είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού, έχει την δική του στήλη, μιλάω πολύ συχνά μαζί του λοιπόν πέρα από το να συμμετέχει στα συγκριτικά μας, όπως συμβαίνει και με μία πληθώρα άλλων αγωνιζομένων παλαιών και νέων σε κάθε κατηγορία. Είναι όμως επίσης αυταπόδεικτο πως αλλιώς θα περάσει η άποψη του Plater και ας είμαι σε θέση να μπορώ να ισχυριστώ, έχοντας οδηγήσει παλαιότερα μαζί του, πως ορισμένοι Έλληνες αγωνιζόμενοι αλλά και αναβάτες θα μπορούσαν να τον ανταγωνιστούν. Η άποψη τους δεν θα έχει τον ίδιο αντίκτυπο όμως, παρόλο που οι ικανότητες τους δεν είναι μικρότερες. Παρένθεση εδώ πως μόνο στην Ελλάδα πρέπει συνεχώς να αποδεικνύεις τον εαυτό σου ενώ ο ξένος δεν περνά ποτέ από το ίδιο ξεσκόνισμα. Το ζούμε καθημερινά με νέους αναγνώστες που βλέπουν μόνο το motomag.gr αγνοώντας την δουλειά που γίνεται εδώ κι έτσι αναρωτιούνται ποια είναι η πηγή, όταν τους περιγράφουμε γραμμές παραγωγής ή συζητήσεις με αγωνιζόμενους που δεν περιμένουν ένα ελληνικό περιοδικό να έχει πρόσβαση. Που να μάθουν πως η ύλη του μεταφράζεται και κάποιοι άλλοι πληρώνουν περισσότερα για να διαβάσουν εκείνο που οι Έλληνες είδαν πρώτοι. Έχουν μάθει στην εισαγωγή, όχι στην εξαγωγή. Σε ένα τέτοιο λοιπόν περιβάλλον ο Plater, που έχει μείνει στην ιστορία για την πρώτη του εμφάνιση στο Isle of Man TT, έχει ιδιαίτερη σημασία όταν εξηγεί πως η τέχνη της οδήγησης εξελίσσεται, δεν έχει σταθερά όρια και πως αυτά συνεχώς διευρύνονται με τους παλιούς να είχαν τεράστιο πρόβλημα να κυνηγήσουν τους νέους, αν με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούσαν να βρεθούν δίπλα – δίπλα. Κι όμως αυτός είναι ένας προβληματισμός που διαχρονικά επανέρχεται με κάθε μεγάλη αλλαγή στην τεχνολογία της μοτοσυκλέτας από το 1969 που εμφανίστηκε για πρώτη φορά η λέξη ηλεκτρονική στο Kawasaki Mach III 500, εκείνος ο τρικύλινδρος δίχρονος διάολος που έκανε τους πάντες να αναρωτιούνται για το μέλλον. Μέχρι τότε όλα τα έφτιαχνες ακόμη και μόνος σου αν χρειαζόταν. Από τότε και μετά όμως άρχισες να χρειάζεσαι εξιδεικευμένα ανταλλακτικά. Άλλαξε και η τέχνη της οδήγησης βέβαια, γιατί μέχρι τότε οδηγός και μηχανικός ήταν συνώνυμα και για πολλά χρόνια μετά από αυτό, οι μηχανολογικές γνώσεις ήταν απαραίτητες αν ήθελες να είσαι σίγουρος πως θα ολοκληρώσεις μία διαδρομή. Ήταν μία εποχή που δεν φαινόταν παράξενο αυτό γιατί δεν απείχε από τον πόλεμο όσο τώρα και οι μοτοσυκλέτες πριν από εκεί οδηγούνταν μόνο με γνώσεις για την ανάφλεξη, την ιδανική ρύθμιση αβάνς για κάθε σχέση κτλ. Περάσαμε ήδη μία εποχή, την έχουμε ζήσει όλοι μας εδώ μέσα, που η τεχνολογία που σήμερα έχει ξεπεραστεί, μας φαινόταν εξωπραγματική και πως θα μας αποξενώσει από την οδήγηση. Φανταστείτε αρχές του 2000 να μιλάμε για μοτοσυκλέτες με οθόνες, σύνδεση κινητού τηλεφώνου και αναρτήσεις που μία δουλεύουν έτσι και μία αλλιώς. Όταν το 2010 βλέπαμε το Skyhook, φοβόμασταν πως έρχεται το Skynet της μοτοσυκλέτας και 14 χρόνια μετά δεν έχει έρθει καμία καταστροφή, το αντίθετο. Φταίει που το πρώτο ABS ήταν για να σκοτώνεσαι μαζί του και τώρα φτάσαμε να μπορούμε να προσαρμόσουμε την οδήγησή μας ανεβάζοντας ρυθμό, αν έχουμε μοτοσυκλέτα με συνδυασμένα φρένα. Η εξέλιξη έχει φέρει τεράστιες αλλαγές που ένας αναβάτης, όπως ο Michael Dunlop, που κάνει το πιο επικίνδυνο πράγμα στον κόσμο με μοτοσυκλέτα ξεκινώντας από μοτοσυκλέτες χωρίς ηλεκτρονικά και καταλήγοντας στα σημερινά, σου λέει πως το σωστό είναι να εξελίσσεσαι, το λάθος είναι να μένεις στάσιμος. Επειδή δεν μιλάει ελληνικά και τα αγγλικά του είναι βαριά, απότομα και κοφτά, ας τον ακούσουμε. Δεν χρειάζεται να πάρουμε νέο, δεν είναι αυτό το νόημα σε καμία περίπτωση. Η εξέλιξη στην οδήγηση δεν έρχεται αν αλλάξεις τροχούς αλλά αν κάνεις νέα πράγματα που δεν είχες δοκιμάσει. Και η μοτοσυκλέτα που ήδη έχεις, είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος να δοκιμάζεις νέα πράγματα. Αν δεν έχεις μπει χώμα μαζί της, κάντο. Αν δεν έχεις πάει ποτέ στην πίστα, κάντο. Αν δεν έχεις ταξιδέψει μακριά, μην περιμένεις. Η τέχνη της οδήγησης είναι να εξελίσσεσαι.

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;