Η επιστροφή της Bimota

Από το

Μαύρο Σκύλο

16/12/2011

Μετά από μια πολύ μεγάλη μείωση των πωλήσεών της, αποτέλεσμα και της παγκόσμιας ύφεσης –μόλις εκατόν πενήντα μοτοσυκλέτες πούλησε το 2011– η Bimota έκανε την μεγάλη επιστροφή στην Eicma. Έχοντας απουσιάσει για δυο χρόνια, έκανε τη μεγάλη επιστροφή και παρουσίασε δυο καινούργια μοντέλα δρόμου, την ανανεωμένη αγωνιστική Moto2 και, για πρώτη φορά στην ιστορία της, μοτοσυκλέτες εκτός δρόμου με δίχρονο και τετράχρονο κινητήρα. Ο Roberto Comini που έσωσε την εταιρεία από την πτώχευση το 2003, και μετά από την προσωπική τραγωδία του θανάτου της γυναίκας του, κάτι που τον υποχρέωσε να γυρίσει πίσω στην διεύθυνση της φαρμακευτικής εταιρείας, τώρα έχει αφοσιωθεί και πάλι στην Bimota. Χρηματοδότησε την ανάπτυξη των καινούργιων μοντέλων και σκοπεύει να αναδιοργανώσει πλήρως το δίκτυο διανομής τους. Η διεύρυνση της γκάμας των μοντέλων είναι το κλειδί του σχεδίου του Comini για να προσφέρει η Bimota μια ευρύτερη επιλογή μοντέλων στους πελάτες και τους αντιπροσώπους της διατηρώντας την εστίαση της εταιρείας στην ποιότητα και την αποκλειστικότητα. Η πρώτη νέα μοτοσυκλέτα είναι η DB9 Brivido, μια έκδοση streetfighter της DB8 Biposto της διθέσιας έκδοσης της DB7. Βrivido στα ιταλικά σημαίνει συγκίνηση. Σχεδιάστηκε από τον Enrico Borghesan στις εγκαταστάσεις της Bimota."Προσπάθησα να κρατήσω την διακριτική αισθητική του DB7 ενώ ταυτόχρονα να έχει και τη μυώδη όψη ενός streetfighter" λέει ο Borgesen. Ο αρχιμηχανικός της Bimota Andrea Acquaviva, είχε μια πτώση πριν από δυο χρόνια, οδηγώντας προς την δουλειά του ένα DB7, και για αυτό “ηρέμησε” την ριζοσπαστική γεωμετρία του, φέρνοντας την γωνία κάστερ στις 25ο και αυξάνοντας το ίχνος κατά πέντε χιλιοστά μεγαλύτερο ίχνος για την DB9. Χρησιμοποιεί την ανανεωμένη έκδοση του υγρόψυκτου 1198 της Ducati, τον Testastreta Evoluzione στη μορφή που κινεί τις Daivel και Multistrada Με 162 ίππους και 13 χιλιογραμμόμετρα ροπής στις 8.000 έχει προγραμματιστεί να αρχίσει η παραγωγή του, τον Φεβρουάριο, σε τιμή που δεν έχει ανακοινωθεί. Με στόχο να πάρει τη πρώτη θέση από το Streetfighter S της Ducati το DB9 Brivido ζυγίζει 176 κιλά, έχοντας το πιρούνι της Marzocchi με τα καλάμια των πενήντα χιλιοστών πλήρως ρυθμιζόμενο όπως και το αμορτισέρ της Extreme Tech ακτινικές δαγκάνες και δίσκους 320 χιλιοστών της Brembo και σφυρήλατες ζάντες της OZ. Ο Borghesan ήταν επίσης υπεύθυνος για την σύλληψη του DB10 Bimotard , η οποία λόγω των χρονικών περιορισμών σχεδιάστηκε σε εξωτερικό συνεργάτη υπό την καθοδήγησή του. Είναι μια έκδοση supermoto που βασίζεται στο καθιερωμένο DB6 Delirio χρησιμοποιώντας τον κλασσικό αερόψυκτο κινητήρα της Ducati με τις δυο βαλβίδες και τους 98ίππους από τα 1078 κυβικά του. Τo πλαίσιο είναι ατσάλινο χωροδικτύωμα αλλά με αυξημένες τις διαδρομές των αναρτήσεων που φθάνουν πλέον στα 160 χιλιοστά. Χρησιμοποιεί τον ίδιο συνδυασμό αναρτήσεων με τo ανεστραμμένο της Marzocchi και το αμορτισέρ της Extreme Tech και το βάρος της να φθάνει τα 168 κιλά και την παραγωγή της να έχει προγραμματιστεί για τον Μάιο του 2012. Για να ενισχύσει την παρουσία της στους αγώνες, η Bimota έχει προσλάβει τον ισπανό πρώην αναβάτη του παγκόσμιου superbike, Ruben Xaus, ως διευθυντή αγωνιστικού , ο οποίος εκτός των άλλων καθηκόντων του για τεστ οδήγησης στις μοτοσυκλέτες, θα διαχειριστεί την ισπανική ομάδα που θα αγωνιστεί στην επόμενη σεζόν με την αναθεωρημένη έκδοση της HB4 στην Μoto2. Αυτή έχει πολλές αλλαγές και με εξαντλητική δίαιτα αλλά και νέο κουστούμι από ανθρακονήματα, έχασε τέσσερα κιλά σε σύγκριση με την προηγούμενη έκδοση που οδηγούσε ο Ratthapark Wilairot, και έφερε σαν καλύτερο αποτέλεσμα μια τέταρτη θέση στο Αssen, κατά τη διάρκεια του 2010. Για πρώτη φορά στα 38 χρόνια της ιστορίας της η Bimota εξετάζει το ενδεχόμενο να εισέλθει στην αγορά μοτοσυκλετών εκτός δρόμου μέσω των BBX 300 και BBX508 που εκτέθηκαν στο Μιλάνο. Οι μοτοσυκλέτες αναπτύχθηκαν από την JTG / Jotagas εταιρεία που ανήκει στον Mika Arpa και τον πολυπρωταθλητή Trial Jordi Tarrés, και εδρεύει στη βορειοανατολική Ισπανία στο Alcañiz στην πίστα των αγώνων Superbike και MotoGP. Η BBX300 ζυγίζει 100 κιλά και τροφοδοτείται από δίχρονο κινητήρα με καρμπυρατέρ και διαστάσεις 72 επί 72 χιλιοστά. Θα υπάρχει και έκδοση με 250 κυβικά ενώ η εκκίνηση γίνεται με μίζα. Ο τετράχρονος κινητήρας του BBX508 έχει τέσσερις βαλβίδες, τροφοδοσία από ψεκασμό και διαστάσεις 100 επί 62,5 χιλιοστά ενώ θα διατεθεί με 400 και 450 κυβικά. Η μοτοσυκλέτα ζυγίζει 115 κιλά και μοιράζεται το ίδιο πλαίσιο με την δίχρονη BBX300. Τo πιρούνι της Marzocchi έχει καλάμια πενήντα χιλιοστών και δίνει διαδρομή 330 χιλιοστά ενώ το αμορτισέρ της Öhlins δίνει στον πίσω τροχό 320 χιλιοστά. Το αφεντικό της Bimota Roberto Comini έχει πει ότι το θέμα των BBX θα προχωρήσει μόνο εάν οι αντιπρόσωποί της καταγράψουν ενδιαφέρον και ζήτηση. Το αν θα γίνει αυτό μένει να το δούμε.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!

Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ
Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

23/10/2025

Στις 23 Οκτωβρίου 2011 ο κόσμος του MotoGP πάγωσε. Ο Marco Simoncelli το όνομα που όλοι μας πιστεύαμε πως θα είναι ο επόμενος απόλυτος διεκδικητής των MotoGP, ο νεαρός αναβάτης που ο Rossi έβλεπε ως συνεχιστή του, έχοντας προλάβει να γίνει ήδη ένας από του πιο αναγνωρίσιμους αναβάτες της σύγχρονης εποχής, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του Grand Prix της Μαλαισίας, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που παραμένει αισθητό ακόμη και σήμερα. Ο “Super Sic”, όπως τον γνώριζε όλος ο κόσμος, δεν υπήρξε απλώς ένας εξαιρετικός αναβάτης ήταν μια προσωπικότητα που οι αγώνες μοτοσυκλέτας χρειαζόντουσαν και μάλιστα χρειάζονται ακόμη. Είχε τεράστιο πάθος και ανεπιτήδευτη αγάπη για τους αγώνες, με μία πρέζα χιούμορ που έλκυε ακόμη και τους οπαδούς άλλων αναβατών!

Δεκατέσσερα χρόνια μετά, η μνήμη του συνεχίζει να ζει δυνατά χωρίς να έχει προλάβει να γεμίσει με ρεκόρ ή να φορτώσει τα στατιστικά, τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου και η καθολική του αποδοχή από όλους, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο στα MotoGP αλλά και γενικά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό!

Ο Simoncelli ήταν φτιαγμένος από υλικό που δεν μετριέται σε τίτλους και στατιστικά. Το ανέμελο μαλί κάτω από το κράνος, το σπινθηροβόλο βλέμμα και εκείνο το απίστευτο πάθος για μάχη, που έκανε κάθε γύρο του MotoGP να θυμίζει κάτι από άλλες εποχές. Ήταν αγνός αγωνιστής, με μια ιταλική τρέλα που δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να κρύψει.

Super Sic 58 – The Legacy
Ονοματεπώνυμο: Marco Simoncelli
Ημερομηνία γέννησης: 20 Ιανουαρίου 1987, Cattolica, Ιταλία
Θάνατος: 23 Οκτωβρίου 2011, Sepang, Μαλαισία
Αριθμός αγώνων GP: 151 (125cc, 250cc, MotoGP)
Νίκες: 14 (12 στο 250cc, 2 στο 125cc)
Παγκόσμιοι τίτλοι: 1 (250
cc, 2008 – Gilera)
Ομάδες:
Matteoni Racing, Metis Gilera, San Carlo Honda Gresini}
Νούμερο: 58 (αποσυρμένο επίσημα από το MotoGP το 2016)

Κληρονομιά:
• Το Misano World Circuit Marco Simoncelli φέρει το όνομά του από το 2012.
• Το Fondazione Marco Simoncelli στηρίζει νέους και οικογένειες σε ανάγκη, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της οικογένειας.
• Κάθε χρόνο, οι φίλοι του διοργανώνουν στο Misano το “Sic Day”, ένα φεστιβάλ χαράς και μοτοσυκλέτας, όπως το ήθελε εκείνος.
• Το #58 παραμένει σύμβολο πάθους και αυθεντικότητας, ένα νούμερο που θα θυμίζει για πάντα τι σημαίνει να ζεις ως αγωνιζόμενος στην κορυφή της μοτοσυκλέτας

Η καριέρα του εκτοξεύθηκε το 2008, όταν κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα 250cc με τη Gilera, χαρίζοντας στην παραπαίουσα τότε Ιταλική μάρκα το τελευταίο της σπουδαίο τρόπαιο. Από τότε, το όνομα “Simoncelli” έγινε συνώνυμο με τον επιθετικό και θεαματικό τρόπο οδήγησης. Ήταν ένα ιδιαίτερο επιθετικό στιλ, από εκείνα που ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν χρησιμοποιούσαν αργότερα εναντίον του, ήταν όμως μοιραία και εκείνο που έδωσε το άδοξο τέλος. Όταν ανέβηκε στο MotoGP με τη Honda της ομάδας Gresini, όλοι ήξεραν πως μπροστά τους είχαν έναν από εκείνους τους αναβάτες που ή θα έγραφαν ιστορία ή θα την πλήρωναν ακριβά.

Γνώρισα προσωπικά τον Simoncelli με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Είχε μόλις κερδίσει τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο και βρισκόμασταν στην πίστα δοκιμών της Goodyear-Dunlop, μία μαγευτική τοποθεσία με μία εκπληκτική πίστα όπου φυσικά δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε μπορεί να μπει κανείς άλλος πέρα από τους αναβάτες δοκιμών και τους δημοσιογράφους, στις λίγες φορές που έχει φιλοξενήσει παρουσιάσεις ελαστικών.

Ήμουν για ακόμη μία φορά ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος και είχα μπει να οδηγήσω μαζί με τους Άγγλους δημοσιογράφους που τότε ήταν μία πολυπληθή ομάδα χωρίς Youtubers και Influencers, όλοι τους εξαιρετικά έμπειροι και επίσης όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με αγωνιστικές περγαμηνές που έφταναν για δύο από αυτούς μέχρι και το BSB! Μπήκαμε με superbike στο session εκείνο και ο Simoncelli με ένα Dorsoduro 750. Αυτό που περισσότερο το έχετε δει να κυκλοφορεί με την ομάδα ΔΙΑΣ, σπάνια δικάβαλο παρότι η ομάδα αυτή έτσι έχει στηθεί και αν θυμάστε από την δοκιμή στο MOTO, δεν ήταν και μία μοτοσυκλέτα που μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει.

Ο Simoncelli ξεκίνησε τελευταίος, πίσω μας και σε λίγους γύρους μας είχε μαζέψει. Εγώ βρισκόμουν τότε σχετικά μπροστά στο γκρουπ, τρίτος κατά σειρά όταν με πέτυχε στο πιο αργό κομμάτι της πίστας, αργό για εμάς. Ανηφορικό εσάκι με θετική κλίση στην μεσαία του στροφή. Ήξερα ότι ήταν πίσω μου και είχα υπολογίσει να κρατηθώ στην έξοδο για να μην τον κόψω και να ανοίξω το γκάζι του GSXR1000R μόλις με περάσει. Μόνος μου στόχος να μείνω πίσω του για λίγο καθώς αμέσως μετά είχαμε άλλες δύο στροφές που μας οδηγούσαν στην ευθεία, οπότε θα προλάβαινα να οδηγήσω τουλάχιστον μισό γύρο πίσω του. Ότι και να έκανε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει στην ευθεία με το Dorsoduro 750 από το GSXR1000R!

ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ!

Την ώρα που έστριβα την δεύτερη στροφή από το εσάκι, εκείνη την αριστερή με την θετική κλίση, είδα ένα Dorsoduro να πετάγεται πλαγιασμένο μέσα από κερμπ πέρνοντας μαζί του χώματα, πετραδάκια και χόρτα και να προσγειώνεται μπροστά μου με το γόνατο. Πίστεψα ότι απλά έπεφτε μπροστά μου, άφησα το γκάζι και προσευχήθηκα στην Dunlop να κρατήσει το εμπρός ελαστικό που εκείνη την στιγμή του ζητούσες να κάνει κάτι δύσκολο. Μόνο που ο Simoncelli δεν είχε πέσει, ντριφτάρισε στην προσγείωση μέχρι το εξωτερικό κερμπ, εκτός δηλαδή αγωνιστικής γραμμής και πάνω του ακριβώς άνοιξε το γκάζι και με τρόπο που δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει το Dorsoduro 750 σηκώθηκε με το γκάζι, πλάγιασε στην επόμενη δεξιά ξύνοντας τα πάντα και εξαφανίστηκε στα 150 μέτρα της ευθείας πριν τα φρένα της επόμενης αριστερής. Όταν βγήκα στην ευθεία ήταν ήδη περίπου στην μέση και δεν τον έφτασα ποτέ στα φρένα της σπαστής δεξιάς, μίας πολύ ύπουλης στροφής που όταν μάθαινες την πίστα μπορούσες να την πουλήσεις πηγαίνοντας διαγώνια προς την κατηφορική ευθεία πριν από μία απότομη δεξιά όπου είχαν σημειωθεί και αρκετές πτώσεις.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνη την ημέρα, ήμουν τότε ένας νέος συντάκτης, συνομιλώντας με τον επόμενο Valentino Rossi (όπως τον λέγαμε με τον πατέρα του)

Δεν οδηγήσαμε ποτέ μαζί για μισή πίστα, ενώ αμέσως μετά ήμασταν μόνοι μας για τους λίγους γύρους που έμεναν για το υπόλοιπο session. ΌΛΟΙ οι Άγγλοι συνάδελφοι είχαν βγει έξω νωρίτερα ζητώντας από την Dunlop να βγάλει τον Simoncelli γιατί δεν ήθελαν να σκοτωθούν δοκιμάζοντας λάστιχα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα δει ως απερισκεψία, ήμουν ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς κατάφερε να προσγειωθεί πλαγιασμένος και κυρίως με την λογική ακολουθία της σκέψης του. Πώς δηλαδή πήρε την απόφαση να βγει εκτός πίστας, μέσα από τα κέρμπ! Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχαμε μετά, ξεκίνησα από εκεί: «Πώς το σκέφτηκες αυτό και κυρίως γιατί; Ποιος ο λόγος;» - «Δεν το σκέφτηκα, μου είπε ο Simoncelli, δεν ήταν δηλαδή μία μελετημένη από πριν απόφαση, είχατε πολύ πιο γρήγορες μοτοσυκλέτες οπότε έπρεπε να μην φρενάρω πουθενά για να σας περάσω, ότι ήρθαν οι στροφές και είδα ότι θα έπρεπε να κόψω πολύ για να μείνω πίσω από το GSXR και μετά στην ευθεία να μην μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκα την προσπέραση στην επόμενη στροφή και μου ήρθε πολύ μακριά. Οπότε εκεί που έστριβα την πρώτη δεξιά, το σήκωσα και έκανα την αριστερή εκτός πίστας.

Στην συνέχεια εκείνης της συνέντευξης τον ρώτησα αν οδηγεί στον δρόμο και μου είπε πως όχι γιατί είναι επικίνδυνο και γελάσαμε έπειτα μαζί.

Μπορούσες να το δεις όπως οι Άγγλοι, ως επιθετικό και απερίσκεπτο ή να τον θαυμάσεις ως κάτι εξωπραγματικό και μοναδικό. Διότι αυτό ήταν. Απίστευτα πράος και μαζεμένος όλες τις στιγμές, εκτός από εκείνες που οδηγούσε. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και μου για λίγο, πολύ λίγο, οδηγήσαμε και μαζί.

Το 2011, με τον αριθμό 58 πάνω στο λευκό fairing, ο Marco έδειχνε πως το μεγάλο του ξέσπασμα ήταν θέμα χρόνου. Πάλευε με τους καλύτερους τότε, με Lorenzo, Stoner, Pedrosa, Rossi κι αν κάποιες φορές οι κινήσεις του ήταν υπερβολικά τολμηρές, είχαν εκείνο το στοιχείο του “πραγματικού αγώνα” που σήμερα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Οδήγησε πάντα σαν να μην υπήρχε αύριο, και ίσως τελικά γι’ αυτό να έγινε αθάνατος.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
στιγμιότυπο από την ίδια εκείνη ημέρα

Η μοίρα στάθηκε άδικη στη Sepang. Μια πτώση στην πρώτη κιόλας στροφή, ένα ατυχές σημείο επαφής και το όνειρο σταμάτησε απότομα. Ο θάνατός του σε ζωντανή μετάδοση καθώς όλοι οι θεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί βλέποντας το κράνος του να φεύγει, έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία και κανείς, δεν θέλει να το αναπαράγει. Είχε έντονα στοιχεία αρχαιοελληνικής τραγωδίας μάλιστα από την στιγμή που πάνω του έπεσαν οι καλύτεροί του φίλοι εκτός πίστας και ταυτόχρονα ανταγωνιστές την ώρα του αγώνα. Ένας από τους καλύτερους θα σβήσει άδοξα. Όμως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε κάτι άλλο, ένας θρύλος που κανένας χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Από τότε, το νούμερο 58 έγινε σύμβολο: όχι μόνο του Simoncelli, αλλά κάθε αναβάτη που τρέχει με την καρδιά του.

Η Honda Gresini διατήρησε τη μνήμη του, το Misano World Circuit φέρει πλέον το όνομά του, και κάθε φορά που βλέπεις εκείνη τη λευκοκόκκινη σημαία με τον αριθμό 58, νιώθεις ότι ο “Super Sic” δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει σε κάθε νέο αναβάτη που ανεβαίνει με πάθος πάνω στη μοτοσυκλέτα, σε κάθε θεατή που ανατριχιάζει όταν ακούει τον κινητήρα να ανεβάζει στροφές.

Ο Simoncelli ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν χρειάζονται χρόνο για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Αρκούσαν λίγες σεζόν για να αλλάξει την ψυχή των GP, για να θυμίσει σε όλους μας πως οι αγώνες δεν είναι μόνο νίκες, είναι άνθρωποι, πάθος, είναι συναίσθημα.

Και αν σήμερα κοιτάξεις τον ουρανό πάνω από το Misano, κάπου ανάμεσα στις στροφές της ιστορίας θα δεις τον Marco να γελά, με εκείνο το ανέμελο βλέμμα που λέει:

“Corri forte, ma divertiti – τρέξε δυνατά, αλλά απόλαυσέ το.”