Yamaha MT-09 Tracer: Το κοσκίνισμα του τιμονιού και η απάντηση της εταιρίας

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

2/10/2015

Τον περασμένο Απρίλιο, όταν δοκιμάσαμε το Yamaha MT-09 Tracer, ήρθαμε αντιμέτωποι μ' ένα πρόβλημα που μας παρουσιάστηκε αναπάντεχα. Ζήσαμε δηλαδή την στιγμή ακριβώς της δημιουργίας του. To τιμόνι του Tracer άρχισε να κουνά μετά τα 180Km/h, όταν λίγο πριν πήγαινε με άνεση στην τελική του, χωρίς κανένα πρόβλημα. Είχαμε γράψει τότε, στο τεύχος 546 - Μάιος 2015, ότι η μοτοσυκλέτα κουνούσε μετά τα 180Km/h, και μάλιστα σε ξεχωριστό BOX, με κόκκινο χρώμα για να ξεχωρίζει, και αυτή ήταν μία από τις πρώτες αναφορές σε ολόκληρο τον κόσμο, γι’ αυτό το θέμα. Από τότε έχουμε ξανά αναφερθεί στο κοσκίνισμα του Tracer, όπως έπραξαν αργότερα αι κάποιοι από τους ιδιοκτήτες του, όταν άρχισαν να γράφουν χιλιόμετρα, όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή – αρχή. Για να υπάρχει συγκεντρωμένο ολόκληρο το ιστορικό, με όσα διαπιστώσαμε εμείς, την επικοινωνία μας με την Yamaha και τις αναφορές ορισμένων ιδιοκτητών.

Το κόκκινο Tracer που δοκιμάσαμε στις αρχές του χρόνου, ήταν ένα από τα πρώτα που είχαν έρθει, με λιγότερα από χίλια χιλιόμετρα στο κοντέρ. Φορούσε Dunlop Sportsmart, αλλά την πρώτη έκδοσή τους, όχι τα Sportsmart II. Το περισσότερο που είδα στο κοντέρ, ήταν 224 κι αυτό σε κατηφόρα, γιατί αυτά τα χιλιόμετρα δεν έρχονται γρήγορα και χρειάζεσαι απόσταση. Στην περιοχή των διακοσίων είκοσι πήγα πολλές φορές, γιατί ήθελα να δω πώς τα πιάνει και πώς συμπεριφέρεται. Δεν κούνησε ποτέ. Μετά άρχισαν οι σούζες, χωρίς καμία από αυτές να ακολουθείται από απότομη προσγείωση, και αρκετές ακόμα φορές που το Tracer πήγε μέχρι τα 224-225. Αναφέρομαι στην ένδειξη του κοντέρ βέβαια, αφού η πραγματική ταχύτητα είναι πολύ μικρότερη, και η απόκλιση μεγαλώνει όσο ανεβαίνουν τα νούμερα στην ευμεγέθη οθόνη των οργάνων. Το Tracer δεν ξεπερνά τα 208Km/h λόγο κόφτη ταχύτητας. Συνολικά στο τέλος είχαμε ήδη περάσει δέκα μέρες με μεγάλες αποστάσεις, δικάβαλο ταξίδι, σούζες κτλ… Κανένα κούνημα ποτέ.

 

Μετά όμως ήρθε η ώρα των μετρήσεων!

Η διαδικασία των μετρήσεων αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δοκιμής του περιοδικού, όπως και η δυναμομέτρηση και το ζύγισμα, πρακτικές που – δυστυχώς για την διατήρηση του ανταγωνισμού- είμαστε οι μόνοι στην Ελλάδα που τις πραγματοποιούμε. Ξεκινήσαμε λοιπόν να μετράμε την επιτάχυνση από στάση με το Tracer και αμέσως μετά, τον ρυθμό επιβράδυνσης. Ολοκληρώσαμε το φρενάρισμα και αρχίσαμε την διαδικασία μέτρησης των ρεπρίζ, και εκεί παρουσιάστηκε το πρόβλημα για πρώτη φορά. Επιταχύνοντας δυνατά, το Tracer ξεκινούσε ένα έντονο κοσκίνισμα που δεν το έκανε προηγουμένως, ακόμα και όταν επιταχύναμε με τον ίδιο ρυθμό. Οπότε δεν ήταν η επιτάχυνση η αιτία του προβλήματος… Μετρήσαμε τις ρεπρίζ, όχι όμως χωρίς φόβο, καθώς έπρεπε να κρατάμε το γκάζι τέρμα ανοικτό, όσο το τιμόνι δεν ήταν καθόλου σταθερό… Και για επιβεβαίωση ότι δεν ευθυνόταν ο ρυθμός επιτάχυνσης, το Tracer συνέχισε το κοσκίνισμα, κάθε φορά που άγγιζε εκείνα τα χιλιόμετρα. Όσο συνέχιζε να γράφει χιλιόμετρα, το πρόβλημα εμφανιζόταν όλο και νωρίτερα. Για εμάς η διαφορά ήταν μεγάλη, ακριβώς γιατί νιώσαμε τη στιγμή που συνέβη, έχοντας και την σύγκριση άμεσα, έτσι όπως παρουσιάστηκε σε εμάς το πρόβλημα.

Επιστρέψαμε την μοτοσυκλέτα, επισημάναμε το πρόβλημα και περιμέναμε απάντηση για την αιτία που συνέβησαν τα παραπάνω.

Δέκα μέρες μετά όμως, κι ακόμα δεν υπάρχει πόρισμα. Και δεν υπάρχει πόρισμα, γιατί παρά την δοκιμή των ανθρώπων της Yamaha, το πρόβλημα δεν παρουσιάστηκε ξανά! Καθώς όμως είχε προηγηθεί και αλλαγή ελαστικών, θεωρήσαμε – από τη στιγμή που τίποτα άλλο δεν βρέθηκε – ότι ευθυνόντουσαν τα ελαστικά. Μια κατασκευαστική αστοχία στο ελαστικό, είναι πολύ πιθανό να εξηγεί το πρόβλημα, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να επιβεβαιωθεί, παρά μόνο με την απαγωγή σε άτοπο. Από τη στιγμή που όλα είναι καλά, και μονάχα τα ελαστικά διαφέρουν, άρα έφταιγαν τα ελαστικά. Άλλωστε μόλις πριν λίγο καιρό, είχαν αναφερθεί κατασκευαστικά λάθη σε συγκεκριμένες παρτίδες Continental, που οδήγησαν μάλιστα την KTM να συζητά αλλαγή στην πρώτη τοποθέτηση. Δεν είχε άμεση σχέση με την περίπτωση του Tracer, απλά αυτό το περιστατικό αποδεικνύει ότι τέτοια πράγματα συμβαίνου, και ήταν μέρος της ειδησεογραφίας των ημερών… όλα τα στοιχεία εκείνη τη στιγμή συνηγορούσαν ότι ένα κατασκευαστικό λάθος του ελαστικού, είναι μια πιθανή εξήγηση.

 

Το θέμα είναι ότι μέχρι να μετρήσουμε φρένα, δεν είδαμε κανένα κοσκίνισμα στο τιμόνι και η μοτοσυκλέτα είχε γράψει τότε, άλλα χίλια χιλιόμετρα.

 

Με τον χρόνο να πιέζει για την έκδοση του τεύχους, δημοσιεύουμε την δοκιμή και γράφουμε σε ξεχωριστό μποξάκι, κατακόκκινο να φαίνεται, αυτό ακριβώς που είδαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή.

 

Άλλες δέκα μέρες μετά, και σε επικοινωνία με την αντιπροσωπεία, μαθαίνουμε ότι τελικά εντόπισαν το πρόβλημα. Από ένα μικρό λάθος, εξέτασαν την πρώτη φορά διαφορετικό Tracer, από εκείνο που τους επιστρέψαμε. Το Tracer που είχαμε για δοκιμή, πήγε στην Κρήτη σε test ride και μετά από λίγο, άρχισε να κουνά από τα 100-120 ακόμα, πράγμα που οι υπεύθυνοι διαπίστωσαν αμέσως, και έβγαλαν κατευθείαν από την ομάδα των test rides, για λόγους ασφαλείας. Είχαν δύο κόκκινα Tracer για δοκιμή, και όταν επιστρέψαμε εμείς το ένα από αυτά επισημαίνοντας το πρόβλημα, εκ παραδρομής ελέγχθηκε διαφορετική μοτοσυκλέτα, που δεν το παρουσίαζε. Πιθανότατα γιατί δεν είχε κάνει όσα εμείς είχαμε υποβάλει την δίδυμη αδερφή της, κάνοντας το πρόβλημα να βγει γρηγορότερα στην επιφάνεια… Στην εξέταση της αντιπροσωπίας, διαπιστώθηκε ότι το ρουλεμάν του λαιμού χρειαζόταν ρύθμιση, και πράγματι αμέσως μετά από αυτό, η μοτοσυκλέτα που σε εμάς ξεκίνησε το κοσκίνισμα έπειτα από δυνατό φρενάρισμα, ήταν και πάλι σταθερή. Και παρέμεινε σταθερή, έπειτα από αρκετά απότομα φρεναρίσματα, όπως ζητήσαμε από την Yamaha να την υποβάλλει… Άλλωστε το συγκεκριμένο Tracer συνέχισε τα test rides και αφού έγραψε και άλλα χιλιόμετρα δοκιμών, επέστρεψε στα χέρια μας, πριν από δύο μήνες, όταν το χρειαστήκαμε για τις ανάγκες μιας συγκριτικής δοκιμής, με τις υπόλοιπες της κατηγορίας. Στις μέρες που το είχαμε στη διαθεσή μας, δεν διαπιστώσαμε ξανά το πρόβλημα.

Στο διαδίκτυο όμως, σε forum και στην ηλεκτρονική επικοινωνία του περιοδικού, υπήρχαν παράπονα από ιδιοκτήτες, που είχαν το ίδιο ακριβώς πρόβλημα με αυτό που κι εμείς διαπιστώσαμε. Έπειτα αρχίσαμε να βλέπουμε τέτοιες μεμονωμένες περιπτώσεις και σε άλλες χώρες, τόσο με μια πρόχειρη ματιά στο internet, όσο και πιο επιστεμμένα. Επικοινωνώντας οι ίδιοι με συναδέλφους του εξωτερικού, που μπορεί να μην γνώριζαν το πρόβλημα αλλά είχαν ακούσει και αυτοί μεμονωμένες περιπτώσεις, είδαμε ότι τελικά δεν ήταν κάτι τυχαίο. Ποιος ξέρει, ίσως τα ρουλεμάν τιμονιού κάτω από έντονη χρήση, όπως συνεχή δυνατά φρεναρίσματα και απότομες επιταχύνσεις, να ξεσφίγγουν και να θέλουν ρύθμιση, ίσως αν συνεχίσεις αυτές τις πρακτικές και μετά την ρύθμιση, να υπάρχει και πάλι το ίδιο πρόβλημα… Για αυτό λοιπόν ψάξαμε και τελικά βρήκαμε ορισμένες περιπτώσεις παραπόνων σε Αμερική, Αγγλία και Ισπανία, μία στην Αυστρία και μετά κάτι μεγαλύτερο: ένα επίσημο γράμμα προς την Yamaha στην Ιταλία, με υπογραφές ιδιοκτητών που ζητούσαν απάντηση στο πρόβλημα που είχαν επισημάνει.

Από την στιγμή που το «ξεσφίξιμο» του λαιμού δεν ήταν κάτι τυχαίο σε εμάς και μόνο, αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι που μέχρι στιγμής δεν είχε πράξει άλλο περιοδικό, από όλα όσα ψάξαμε στην Ευρώπη, ζητώντας επίσημες απαντήσεις από την Yamaha. Πράγμα που θα είχαμε πράξει νωρίτερα, αν από την αρχή είχε εντοπιστεί το πρόβλημα, και δεν είχαν μπερδέψει τις μοτοσυκλέτες, όμως δεν υπάρχει κάτι να προσθέσει ο οποιοσδήποτε σ’ αυτό, κι αυτά μπορούν να συμβούν… Ακολουθούν οι ερωτήσεις μας προς την Yamaha, και οι απαντήσεις τους:

 

Κατά την δοκιμή του Yamaha MT-09 Tracer, και συγκεκριμένα όταν μετρούσαμε τον ρυθμό επιβράδυνσης (μια συγκεκριμένη διαδικασία μέτρησης επιδόσεων, που το περιοδικό υποβάλλει όλες τις μοτοσυκλέτες δοκιμής) αντιμετωπίσαμε αστάθεια κα κοσκίνισμα του τιμονιού. Αυτό είναι κάτι που έχει παρουσιαστεί και σε άλλα MT-09 Tracer;

Μετά τον απαραίτητο έλεγχο που πραγματοποιήσαμε, διαπιστώσαμε ότι στο συγκεκριμένο και μόνον test ride, το ρουλεμάν του συστήματος διεύθυνσης ήταν αρρύθμιστο. Αυτό είναι κάτι σπάνιο, αλλά όχι απίθανο για ένα όχημα του οποίου η διαδικασία στρωσίματος δεν έχει ολοκληρωθεί. Η εργασία ελέγχου και ρύθμισης των ρουλεμάν συστήματος διεύθυνσης είναι μια standard εργασία που εκτελείται ως μέρος της περιοδικής συντήρησης κατά τη διάρκεια του πρώτου service. Αυτό ακριβώς κάναμε μετά την δοκιμή στο συγκεκριμένο, εξαλείφοντας το φαινόμενο που περιγράφετε.

Απαιτείται πιο επισταμένος έλεγχος των ρουλεμάν τιμονιού στο Yamaha MT-09 Tracer, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα μοντέλα της σειράς MT;

Δεν υφίσταται τέτοιο θέμα. Οι μηχανικοί του Συμβεβλημένου Δικτύου μας γνωρίζουν τη σημασία του πλήρους και σωστού ελέγχου κάθε δικύκλου, αμέσως μετά την διαδικασία στρωσίματος. Το πρώτο service του ΜΤ-09 Tracer έχει τις ίδιες απαιτήσεις που έχει κάθε πρώτο service, και οι μηχανικοί μας διαθέτουν άρτια εκπαίδευση και πολύτιμη εμπειρία να φέρουν εις πέρας τις συνήθεις εργασίες.         

Με δεδομένο ότι υπάρχουν ιδιοκτήτες που παραπονιούνται για «κοσκίνισμα» του τιμονιού στις υψηλές ταχύτητες, τι συνιστάτε σε όσους ιδιοκτήτες αντιμετωπίσουν τέτοιο θέμα;

Καταρχήν να στραφούν σ’ ένα Συμβεβλημένο Συνεργείο προκειμένου να αποφανθεί εάν υφίσταται πράγματι πρόβλημα, και εάν ναι, να προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες. Μήπως αυτό που περιγράφουν ως «πρόβλημα» είναι τελικά κάτι απόλυτα φυσιολογικό – εάν όχι το ζητούμενο -  για ένα sport-touring δίκυκλο, με τον χαρακτήρα, την ιπποδύναμη, το βάρος και τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του Tracer? 

Σε περίπτωση που υπάρχει αστάθεια της μοτοσυκλέτας σε υψηλές ταχύτητες, υπάρχουν και άλλα σημεία της μοτοσυκλέτας που χρειάζονται πρόσθετο έλεγχο, πέραν των ρουλεμάν τιμονιού;

Επιγραμματικά, μερικά από αυτά που πρέπει ως μοτοσικλετιστές να ελέγχουμε όταν πρόκειται να κινηθούμε παρατεταμένα σε υψηλές ταχύτητες με κάθε «όρθιο» δίκυκλο, είναι τα εξής:

•         Η ικανότητα και η αντοχή μας για τέτοιου είδους οδήγηση

•         Το ντύσιμο αναβάτη και συνεπιβάτη

•         Οι αεροδυναμικές ενοχλήσεις που προκύπτουν σε αυτές τις ταχύτητες από άλλα οχήματα, γεωγραφικές ιδιομορφίες ( πλευρικοί άνεμοι, τούνελ κλπ)

•         Η κατάσταση όλων των τμημάτων του πλαισίου ( ρουλεμάν τιμονιού - ψαλιδιού, πιέσεις - κατάσταση ελαστικών, σωστή συναρμογή περιφερειακών ( βαλίτσες, ανεμοθώρακας) και άλλα πολλά).

•         Η σωστή ρύθμιση των αναρτήσεων, σύμφωνα με το φορτίο που φέρει η μοτοσυκλέτα.

•         Σε κάθε περίπτωση πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι κινούμενοι με ταχύτητες διπλάσιες του συνηθισμένου, οι αντιδράσεις και η γενικότερη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας διαφοροποιείται σημαντικά – κάτι για το οποίο πρέπει να είμαστε έτοιμοι και αντίστοιχα «διαφοροποιημένοι».

Ανδρέας Κοσκινάς
Δ/ντης Τεχνικών Υπηρεσιών
ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.Ε.

 

Για τον επίλογο, να επισημάνουμε ότι λάβαμε θετική πρόθεση από την πλευρά της Yamaha να εξετάσει τυχών παράπονα ιδιοκτητών, οι οποίοι δεν έχουν παρά να απευθυνθούν στο δίκτυό της, σε περίπτωση που θεωρούν ότι έχουν το παραμικρό πρόβλημα

 

 

Θυμηθείτε το video της δοκιμής του Tracer:

 

Ετικέτες

Η Can-Am επέστρεψε στις μοτοσυκλέτες - Τις οδηγούμε στα Μέγαρα!

Ίδια ηλεκτρική βάση, διαφορετικός χαρακτήρας για την naked και την on-off
Η Can-Am επέστρεψε στις μοτοσυκλέτες - Τις οδηγούμε στην πίστα καρτ των Μεγάρων
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

8/10/2025

Οι Pulse και Origin είναι πλέον διαθέσιμες στο ελληνικό κοινό και εμείς βρεθήκαμε στην πίστα καρτ των Μεγάρων για μια πρώτη επαφή με τις δύο ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες που βάζουν ξανά την Can-Am στον δίτροχο χάρτη.

Η Can-Am επιστρέφει στην κατασκευή μοτοσυκλετών έπειτα από δεκαετίες και επιλέγει να το κάνει με τις ηλεκτρικές Pulse και Origin απευθυνόμενη σε ένα κοινό που είναι από τώρα πρόθυμο να κάνει την μετάβαση από τους κινητήρες εσωτερικής καύσης στους ηλεκτρικούς, παρά το γεγονός ότι καινούργιες μοτοσυκλέτες με θερμικούς κινητήρες θα είναι διαθέσιμες στην ΕΕ για πολλά, πάρα πολλά χρόνια ακόμη, όπως έχουμε ξεκάθαρα αναλύσει στο MOTO.

Σε μία προσεγμένη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην πίστα καρτ των Μεγάρων, η Πέτρος Πετρόπουλος ΑΕΒΕ, η εταιρεία που αντιπροσωπεύει τα προϊόντα της BRP (Sea-Doo, Ski-Doo, Can-Am) στην Ελλάδα εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα, κάλεσε τον ελληνικό Ειδικό Τύπο, για μια πρώτη επαφή με τις δύο ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες της καναδικής εταιρείας στο ασφαλές περιβάλλον της πίστας. Πριν όμως μιλήσουμε για αυτή την πρώτη μας επαφή με τις ηλεκτρικές Pulse και Origin ας δούμε πιο αναλυτικά τα χαρακτηριστικά τους και τι φέρνουν στο δίτροχο "τραπέζι".

Can-Am Origin & Pulse - Παρουσίαση στα Μέγαρα 2025

Κοινή βάση, διαφορετικός χαρακτήρας και στόχος

Οι δυο νέες μοτοσυκλέτες διαθέτουν κοινή βάση και απευθύνονται η μία στον “ανήσυχο” αναβάτη που θέλει και περιπετειούλες στο χώμα και η άλλη σε εκείνον που θέλει να απολαύσει την ήσυχη, δυναμική και ραφιναρισμένη λειτουργία του ηλεκτρικού κινητήρα αποκλειστικά στην άσφαλτο. Με την αυτονομία που προσφέρει η σχετικά μεγάλη συστοιχία μπαταριών των 8,9 kWh οι δύο μοτοσυκλέτες υπόσχονται να τα καταφέρουν περίφημα στο αστικό και περιαστικό περιβάλλον έχοντας ικανή αυτονομία για να καλύψουν τις ημερήσιες ανάγκες μετακίνησης χωρίς να υπάρχει το άγχος ότι θα ξεμείνεις από "ζουμί" γυρνώντας στο σπίτι.

Η Origin είναι ο φόρος τιμής της Can-Am στην Off-Road κληρονομιά της, με διττό χαρακτήρα ώστε να εξυπηρετεί τόσο τις αστικές ανάγκες κίνησης του αναβάτη όσο και τις σύντομες εκτός δρόμου ανησυχίες του στο περιαστικό περιβάλλον. Από την άλλη, η Pulse είναι μια naked μοτοσυκλέτα που έχει και αυτή όρθια θέση οδήγησης, κάτι μεταξύ πολιτικού supermoto και on-off, επίσης με άνετες γωνίες για τα χέρια και τα πόδια.

​ Can-Am Origin & Pulse - Παρουσίαση στα Μέγαρα

Οι δύο μοτοσυκλέτες μοιράζονται τον ηλεκτροκινητήρα E-Power της θυγατρικής Rotax που υπάγεται επίσης στην BRP όπως και η Can-Am, με τη μετάδοση να γίνεται απευθείας χωρίς κιβώτιο στον πίσω τροχό, ενώ η ύπαρξη ηλεκτρικού μοτέρ προσθέτει στις ευκολίες για τον αναβάτη και την όπισθεν. Ο ηλεκτρικός κινητήρας βρίσκεται πίσω από την κάσα της μπαταρίας, είναι υγρόψυκτος όπως η ίδια η μπαταρία, ενώ υγρόψυκτοι είναι επίσης ο εναλλάκτης αλλά και ο ενσωματωμένος φορτιστής, κάτι που εξασφαλίζει σταθερότητα στην απόδοση του συστήματος σε όλες τις συνθήκες και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής για τα κελιά της μπαταρίας.

Και στις δύο περιπτώσεις η απόδοση του ηλεκτρικού κινητήρα φτάνει στο μέγιστο όριο των 47 ίππων (35 KW) που επιβάλλει η κατηγορία Α2 με τη ροπή να βρίσκεται στα 7,34 kgm στις 4.600 σ.α.λ., αν και στην πραγματικότητα βρίσκεται κοντά σε αυτήν την τιμή σχεδόν από τις πρώτες περιστροφές. Με το μοτέρ στους 47 ίππους η Can-Am ανακοινώνει 0-100 χλμ./ώρα σε 3,8 δευτερόλεπτα για την Pulse και 4,3 δευτερόλεπτα για την Origin και τελική που περιορίζεται ηλεκτρονικά στα 129 χλμ./ώρα. Η τελική μετάδοση γίνεται με αλυσίδα που είναι κλειστή σε μπάνιο λαδιού, με το κέλυφος να ντουμπλάρει και ως μονόμπρατσο ψαλίδι. Το όφελος εδώ είναι μεγάλο για τη μακροζωία της αλυσίδας με την Can-Am να αναφέρει έλεγχο και αντικατάσταση κάθε 25.000 χλμ. χωρίς να χρειάζεται ενδιάμεσα κάποιου είδους συντήρηση.

Οι δύο μοτοσυκλέτες είναι διαθέσιμες με τον ίδιο ηλεκτρικό κινητήρα και για κατηγορία διπλώματος "Α1" με την απόδοσή στα χαρτιά να μειώνεται στους 15 ίππους (11 KW). Λέμε στα χαρτιά γιατί στην πράξη ο κινητήρας δίνει την αίσθηση ότι είναι πολύ πιο δυνατός -πολύ πιο κοντά στην "ανοιχτή" έκδοσή του από ό,τι περιμένεις- και θυμίζει συμβατικό κινητήρα που έχει τουλάχιστον υπερδιπλάσια χωρητικότητα από 125άρη λόγω της ροπής που ανακοινώνεται ίδια και στις δύο περιπτώσεις.

Can-Am Origin & Pulse στα Μέγαρα παρουσίαση 2025

Οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν ίδιο πλαίσιο και διαφορετικό υποπλαίσιο που εδράζεται πάνω στην κοινή κάσα της μπαταρίας η οποία αποτελεί το κυρίως δομικό μέρος του πλαισίου. Φέρουν επίσης ίδιο ενσωματωμένο φορτιστή 6,6 kW, ίδια LED φωτιστικά σώματα, ντουλαπάκι εκεί που κανονικά θα ήταν το ρεζερβουάρ σε μια συμβατική μοτοσυκλέτα (μικρότερο στην Origin) και μεγάλη έγχρωμη TFT οθόνη αφής (!) με διαγώνιο στις 10,25 ίντσες και δυνατότητα συνδεσιμότητας. 

Η αυτονομία που προσφέρει η μπαταρία με μία πλήρη φόρτιση μπορεί να φτάσει στον αστικό κύκλο του πρωτόκολλου μετρήσεων WMTC τα 160 χλμ. στην Pulse και τα 145 στην Origin. Στον συνδυασμένο κύκλο του WMTC η αυτονομία είναι 115 χλμ. για την Origin (84 με σταθερή ταχύτητα 80 χλμ./ώρα) και 130 χλμ. για την Pulse -89 χλμ. με την σταθερή ταχύτητα των 80 χλμ./ώρα. Ενσωματώνεται επίσης και σύστημα ανάκτησης ενέργειας που φορτίζει την μπαταρία κατά την επιβράδυνση, με τον αναβάτη να μπορεί να το ενεργοποιήσει και αυτοβούλως περιστρέφοντας αντίθετα το γκριπ του γκαζιού, ενώ ρυθμίζεται σε δύο επίπεδα έντασης.

Ο χρόνος που θα χρειαστεί για να φορτίσει η μπαταρία από το 20% στο 80% είναι 50 λεπτά, ενώ για να φτάσει από το 0% στο 100% χρειάζεται 90 λεπτά με την ανακοινώσιμη τελική ταχύτητα να βρίσκεται στα 129 χλμ./ώρα. Ο αναβάτης έχει στη διάθεσή του τρία προγράμματα λειτουργίας για τον κινητήρα, τα Eco (αυξάνει την αυτονομία και περιορίζει την απόδοση), Rain και Sport+ για την Impulse με την Origin να προσθέτει ένα ακόμη, το “Off-Road”, για εκτός δρόμου χρήση.

Στον τομέα των αναρτήσεων την ευθύνη μπροστά αναλαμβάνει η ΚΥΒ με ανεστραμμένο πιρούνι διαμέτρου 43mm και διαδρομή στα 255 χλστ. στην Origin και στα 140 χλστ. για την Pulse που φέρει USD πιρούνι 41 χλστ. Επίσης 255 χλστ. είναι η διαδρομή του πίσω τροχού στην ηλεκτρική on-off με το μονό αμορτισέρ να είναι πλήρως ρυθμιζόμενο, ενώ στην Pulse το αμορτισέρ προέρχεται από τη Sachs, ρυθμίζεται μόνο ως προς την προφόρτισή του ελατηρίου και έχει διαδρομή 140 χλστ.

Can-Am Origin & Pulse στα Μέγαρα παρουσίαση 2025

Ο off-road χαρακτήρας της Pulse ενισχύεται από την ύπαρξη ακτινωτών τροχών 21 και 18 ιντσών εμπρός και πίσω αντίστοιχα με διαστάσεις 90-90 μπροστά και 120-80 πίσω για τα διπλής χρήσης Dunlop D605. Αντίστοιχα στην Pulse οι ζάντες είναι χυτές αλουμινίου 17 ιντσών και στα δύο άκρα, ενώ εδώ ελαστικό πρώτης τοποθέτησης είναι το Dunlop Sportmax GPR-300 με διαστάσεις 110/70 μπροστά και 150/60 πίσω.

Για την επιβράδυνση φροντίζει και στις δύο περιπτώσεις ένας δίσκος των 320mm μπροστά που συνεργάζεται με διπίστονη δαγκάνα της J.Juan, ενώ το πίσω δισκόφρενο έχει διάμετρο 240 χλστ. και η δαγκάνα είναι ενός εμβόλου. Τη λειτουργία "επιτηρεί" μονάδα ABS στην A2 αλλά και στην Α1 έκδοση.

Για την Origin το μήκος βρίσκεται στα 2.204 χλστ., το πλάτος στα 861 χλστ., το ύψος στα 1,414 χλστ. και η απόσταση από το έδαφος στα 274 χλστ., ενώ η σέλα απέχει από το έδαφος 865 χλστ. Η κάστερ είναι στις 30 μοίρες και το ίχνος στα 118 χλστ., ενώ το μεταξόνιο βρίσκεται στα 1.503 χλστ. 

Λόγω των διαφορετικών τροχών αλλά και των μικρότερων διαδρομών των αναρτήσεων, η Pulse, που έχει και διαφορετικό υποπλαίσιο και μικρές αλλαγές στον λαιμό, φτάνει σε μήκος τα 2.030 χλστ. με το πλάτος στα 947 χλστ. και το ύψος στα 1.171 χλστ. Εδώ το μεταξόνιο είναι 1.412 χλστ. με την κάστερ στις 27,2 μοίρες και το ίχνος στα 101 χλστ., ενώ το ύψος της σέλας βρίσκεται στα 784 χλστ. Διαφορές έχουμε και στο βάρος με την Origin να ζυγίζει επίσημα 187 κιλά και την Pulse 10 λιγότερα, στα 177 κιλά.

Origin και Pulse είναι διαθέσιμες σε δύο διαφορετικές εξοπλιστικές εκδόσεις που προσθέτουν στο συνθετικό του ονόματός τους το "’73" και χαρακτηρίζονται από τον πλουσιότερο εξοπλισμό και έξτρα λεπτομέρειες όπως η κοντή φιμέ ζελατίνα, τα πλαϊνά εμπρός πλαστικά βαμμένα με το νούμερο “73”, κίτρινα σιρίτια στους τροχούς και ασημένιες πινελιές στα πλαϊνά του εμπρός LED προβολέα.

Ησυχία και ευχάριστη αίσθηση
Η πρώτη επαφή μας με τις δύο ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες της Can-Am μάς έδειξε ότι η καναδική εταιρεία ξόδεψε χρόνο και χρήμα για τη σχεδίαση και την εξέλιξη των μοτοσυκλετών της και παρόλο που η βάση είναι ίδια κάθε μοτοσυκλέτα έχει τον δικό της χαρακτήρα και εντάσσεται πλήρως στην κατηγορία που θέλει να ανήκει χωρίς "αλλά". Βέβαια και οι δύο προτάσεις της Can-Am, ελέω της αυτονομίας που προσφέρει η υγρόψυκτη μπαταρία τους, δεν μπορούν να έχουν κάποιον άλλο ρόλο εκτός από εκείνον του commuter ακόμη και στις πιο φιλικές προς τα ηλεκτρικά χώρες όπου το δίκτυο φόρτισης δεν είναι τόσο ελλιπές όσο αυτό της Ελλάδας.

Can-Am Origin & Pulse στα Μέγαρα παρουσίαση 2025

Η ποιότητα κατασκευής βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο και οι δύο μοτοσυκλέτες σε καλοσωρίζουν με μια άνετη θέση οδήγησης που χαρακτηρίζεται και στις δύο περιπτώσεις από το ψηλά τοποθετημένο τιμόνι. Χώρος στη σέλα υπάρχει μπόλικος και για τους ψηλούς με την απόσταση των μαρσπιέ από αυτή να είναι λογική, ενώ ακόμη και στην ψηλότερη Origin οι κοντύτεροι δεν θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα αφού η μοτοσυκλέτα είναι στενή, δεν ανοίγει πολύ τα πόδια και αυτά φτάνουν στο έδαφος χωρίς να δημιουργούν ψυχολογικά προβλήματα.

Στην πίστα καρτ βέβαια όπου έγινε η πρώτη επαφή με τις δύο Can-Am βρέθηκα αρχικά στη σέλα της Pulse, στην έκδοση "Α1", η οποία ήταν και η ευχάριστη έκπληξη μεταξύ των δύο εκδόσεων λόγω της απόδοσης του ηλεκτρικού κινητήρα. Γιατί μπορείς και με το δίκιο σου να περιμένεις από την "Α2" μοτοσυκλέτα να έχει μπόλικο και χορταστικό ηλεκτρικό "γκάζι", όχι όμως και από την πιο αδύναμη έκδοση που αν ήταν συμβατική θα είχε κινητήρα πολύ μεγαλύτερης χωρητικότητας από 125 κ.εκ. για να το φτάσει σε επιταχύνσεις και ρεπρίζ.

Σίγουρα εκείνοι που έχουν στα χέρια τους δίπλωμα A1, αλλά και οι οδηγοί αυτοκινήτου που το έχουν αναβαθμίσει, θα αισθανθούν από την πρώτη στιγμή ότι κλέβουν εκκλησία αφού ο ηλεκτρικός κινητήρας της Impulse υπακούει στο παραμικρό άνοιγμα του γκαζιού και μεταφέρει άμεσα μπόλικη ροπή στον πίσω τροχό σχεδόν διαισθητικά. Με τη συστοιχία μπαταριών να έχει τοποθετηθεί στο σωστό σημείο η Impulse παρουσιάζει πολύ καλή συγκέντρωση μαζών και αλλάζει με χάρη κατεύθυνση με τη θέση οδήγησης να προσφέρει πολύ καλό έλεγχο. Πολύ καλή είναι και η αίσθηση που δίνει το πιρούνι, τουλάχιστον σε άσφαλτο που δεν έχει τις ανωμαλίες των ελληνικών δρόμων όπως στην πίστα καρτ των Μεγάρων. Μπορείς να την πιέσεις στα φρένα και αυτά να κατεβάσουν τη δύναμή τους χωρίς παρατράγουδα και έπειτα να πάρεις μεγάλη κλίση με αυτοπεποίθηση, μέχρι το μαρσπιέ να αρχίσει να ξύνει την άσφαλτο.

Can-Am Origin & Pulse στα Μέγαρα παρουσίαση 2025

Η "Α2" έκδοση με τους 42 ίππους προσφέρει ακόμη πιο απολαυστική επιτάχυνση χωρίς άλλες διαφορές στη συμπεριφορά της έναντι της μικρότερης Impulse. Εδώ ο εμπρός δίσκος  και ο μονός εμπρός δίσκος, είναι στην πραγματικότητα αρκετός λόγω της τελικής που περιορίζεται στα 129 χλμ./ώρα. Όχι ότι κατάφερα να τελικιάσω μέσα στην πίστα καρτ αλλά κάθε φορά που επιβράδυνα δυνατά η δύναμη ερχόταν γραμμικά και αναλογικά ως προς τη δύναμη που ασκούσα στη μανέτα, χωρίς αρχικό δάγκωμα και το φρένο μου έδειχνε ότι θα μπορούσε να επιβραδύνει με ασφάλεια τη μοτοσυκλέτα και στην μικρή τελική ταχύτητα της. Βέβαια μια 4πίστονη διαγκάνα θα προσέφερε ακόμη περισσότερη δύναμη που δεν θα πήγαινε χαμένη στη naked, αν ο αναβάτης της ήθελε να κινηθεί πιο επιθετικά και όχι απλά σβέλτα. Στην επιβράδυνση, στρέφοντας το γκάζι προς την αντίθετη κατεύθυνση ο ηλεκτροκινητήρας λειτουργεί σαν γεννήτρια για την μπαταρία και μαζί με αυτό προσθέτει λίγη ακόμη επιβραδυντική ισχύ, ενώ η ένταση του συστήματος ανάκτησης ενέργειας μπορεί να ρυθμιστεί και να προσομοιώσει ακόμη καλύτερα το φρένο του συμβατικού κινητήρα.

Πάνω-κάτω τα ίδια ισχύουν και για την Origin, την οποία οδήγησα επίσης στην μικρή πίστα χωρίς να πατήσω καθόλου χώμα. Εδώ βέβαια τα πιο στενά ελαστικά, σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη αδράνεια των βαρύτερων ακτινωτών τροχών -ειδικά του εμπρός των 21 ιντσών- δίνουν μια δικαιολογημένα βαρύτερη αίσθηση στην αλλαγή κατεύθυνσης. Παράλληλα, οι αναρτήσεις με τις μεγαλύτερες διαδρομές είναι και πιο μαλακές και έτσι η μεταφορά βάρους στα φρένα είναι πιο έντονη, όσο περιμένεις όμως από μία on-off. Η Origin σου δίνει και αυτή σιγουριά από το μπροστινό της και σου επιτρέπει να την οδηγήσεις σβέλτα επιλέγοντας και διαφορετικό στιλ "αλά supermoto" στις πιο σφιχτές στροφές μέχρι να ξύσει και αυτή τα μαρσπιέ της. Σε γενικές γραμμές και οι δύο μοτοσυκλέτες είναι πολύ ευχάριστες στην οδήγησή τους, κρύβουν πολύ καλά το βάρος τους, το οποίο χωρίς να είναι αμελητέο βρίσκεται σε λογικό επίπεδο και είναι παράλληλα πολύ προσεγμένες στην κατασκευή τους.

Can-Am Origin & Pulse στα Μέγαρα παρουσίαση 2025


Κοιτάζοντας μπροστά
Origin και Pulse είναι δύο μοτοσυκλέτες που δεν απευθύνονται σε όσους κινούνται με σφιχτό μπάτζετ για την αγορά της επόμενης Α2 ή Α1 μοτοσυκλέτας τους. Είναι premium ηλεκτρικές για τους συνειδητοποιημένους αναβάτες που ασπάζονται όλα τα θετικά που φέρνει η ηλεκτρική ενέργεια στους δύο τροχούς αναφορικά με τους εκπεμπόμενους ρύπους και είναι πρόθυμοι να κάνουν συμβιβασμούς με την περιορισμένη αυτονομία που προσφέρουν. Κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις πάντα, στην προκειμένη περίπτωση το κέρδος προκύπτει από την γεμάτη απόδοση του ηλεκτρικού μοτέρ σε όλο το φάσμα λειτουργίας αλλά και το ελάχιστο δυνατό κόστος κίνησης που μπορεί να ντροπιάσει ακόμη και παπί αναφορικά με την κατανάλωση ή τα ευρώ/100 χλμ. αν προτιμάτε. Ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα χρήματα που κοστίζουν οι Origin και Pulse πηγαίνει στο προηγμένο σύστημα κίνησης, το οποίο είναι πλήρως υγρόψυκτο, κάτι μοναδικό για τον κόσμο των δύο τροχών. Είναι παράλληλα πολύ ευχάριστο κατά τη λειτουργία του, ήσυχο και απίστευτα πολιτισμένο με την τεράστια ροπή και τον ακαριαίο αλλά πλήρως αναλογικό τρόπο απόδοσης στην περιστροφή του δεξιού γκριπ να μην αφήνει περιθώριο σύγκρισης με συμβατικό μοτέρ ειδικά στην A1 έκδοση. Μεγάλο μέρος του κόστους αφορά φυσικά και την ίδια την μπαταρία με τις σπάνιες γαίες που έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή της και ανεβάζουν σημαντικά την τιμή έναντι μιας συμβατικής μοτοσυκλέτας. Όλα αυτά βέβαια θα τα δούμε σε βάθος κατά την αναλυτική δοκιμή τους, όπως φυσικά και το πώς συμπεριφέρονται σε πραγματικές συνθήκες οδήγησης.

Η Can-Am προσπάθησε να σκοράρει δυνατά σε τομείς όπως η ποιότητα κατασκευής και η συμπεριφορά και δείχνει να το έχει πετύχει, ενσωματώνοντας και προηγμένες για ηλεκτρικά τεχνολογίες στα μοντέλα της με τον αναβάτη να κερδίζει επίσης σε συνδεσιμότητα μέσω της hi-tech οθόνης αφής. Το σύστημα προσφέρει και τη δυνατότητα Over-the-Air αναβαθμίσεων, για τα ηλεκτρονικά, τον κινητήρα και την μπαταρία της, περιορίζοντας έτσι τις επισκέψεις στο συνεργείο και το όποιο έξτρα κόστος συνεπάγεται αυτό. Αν θέλετε να ξεχωρίζετε στις μετακινήσεις σας, η Origin και η Impulse είναι δύο μοτοσυκλέτες που το κάνουν και αυτό και αποτελούν δυνατό αντίπαλο για αντίστοιχης απόδοσης ηλεκτρικά δίκυκλα δίνοντας παράλληλα και κύρος στον αναβάτη τους. Βεβαία όλα αυτά θα τα δούμε πιο διεξοδικά κατά την πλήρη δοκιμή των δύο μοτοσυκλετών σε πραγματικές συνθήκες κίνησης

Οι μοτοσυκλέτες της Can-Am καλύπτονται από 2ετή εγγύηση εκτός από την μπαταρία όπου η εγγύηση φτάνει τα πέντε χρόνια ή τα 50.000 χιλιόμετρα. Οι τιμές τους χωρίς να υπολογίζεται σε αυτής η επιδότηση από το κρατικό πρόγραμμα "Κινούμαι Ηλεκτρικά 3" (επιδότηση 20% της τιμής προ ΦΠΑ και με μέγιστο ποσό επιδότησης 700 ευρώ για ηλεκτρικά δίκυκλα κατηγορίας L1e έως L4e.) ξεκινούν από τα 14.000 ευρώ που βρίσκεται στο πλαίσιο του ηλεκτρικού ανταγωνισμού:

Μοντέλο

Έκδοση

Ισχύς

Χρώμα

Κιτ συνεπιβάτη

Τιμή

Pulse

Standard

11 kW

Bright White

 

14.000 €

Pulse

Standard

35 kW

Bright White

 

14.000 €

Pulse

Standard

11 kW

Carbon Black

ΝΑΙ

15.000 €

Pulse

Standard

35 kW

Carbon Black

ΝΑΙ

15.000 €

Pulse

73

35 kW

Sterling Silver

ΝΑΙ

17.000 €

Origin

Standard

11 kW

Bright White

 

14.800 €

Origin

Standard

35 kW

Bright White

 

14.800 €

Origin

Standard

11 kW

Carbon Black

ΝΑΙ

15.800 €

Origin

Standard

35 kW

Carbon Black

ΝΑΙ

15.800 €

Origin

73

35 kW

Sterling Silver

ΝΑΙ

17.500 €