Honda: 50 χρόνια στην κορυφαία κατηγορία των GP

Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

14/10/2016

Ο φετινός αγώνας Motul Gran Prix of Japan στο Motegi είναι ένας αγώνας-ορόσημο για την Big-H, καθώς σηματοδοτεί μισό αιώνα παρουσίας της εταιρείας στην κορυφαία κατηγορία των GP. Κατά τη διάρκεια των 50 αυτών ετών (η Honda δεν συμμετείχε στο πρωτάθλημα μόνο το 1968 και το 1978) οι αγώνες αποτέλεσαν ένα μεγάλο σχολείο για τους μηχανικούς και τους αναβάτες της Honda, οι οποίοι μέσα από εκεί έμαθαν τι σημαίνει μοτοσυκλετιστικός σχεδιασμός και εξέλιξη. Εκτός όμως από… παιδαγωγικό χαρακτήρα, η μεγάλη κατηγορία έφερε πολλές και σημαντικές επιτυχίες στο εργοστάσιο: 270 νίκες και 38 παγκόσμια πρωταθλήματα στα 500cc και στα MotoGP, τόσο σε επίπεδο αναβατών όσο και κατασκευαστών.
Η Honda έκανε το ντεμπούτο της στα 500cc το 1966, εφτά χρόνια αφού είχε μπει στο παγκόσμιο πρωτάθλημα το 1959 στο Isle of Man TT με 125cc. Από τότε η εταιρεία έχει επιτύχει πάνω από 700 νίκες συνολικά σε όλες τις κατηγορίες (MotoGP/500cc, 350cc, 250cc, 125cc και 50cc). Από το 1961, 31 αναβάτες έχουν κερδίσει αγώνες στην κορυφαία κατηγορία για λογαριασμό της Honda, η οποία μάλιστα έχει και το ρεκόρ των περισσότερων νικών μέσα σε μια σεζόν στην μεγάλη κατηγορία: 15 νίκες το 1997 και το 2003, 14 νίκες το 2002 και το 2014 και 13 νίκες το 1996, το 1998 και το 2011.


Γι' αυτό το λόγο, ως φόρο τιμής σ' εκείνη την πρώτη προσπάθεια πριν από 50 χρόνια, η οποία καρποφόρησε με τον καλύτερο τρόπο για την Honda, το εργοστάσιο έφερε στα πιτς της εργοστασιακής ομάδας Repsol Honda το αυθεντικό RC181, με τους Marquez και Pedrosa να συναντούν ένα κομμάτι της Ιστορίας της οποίας την συνέχεια γράφουν οι ίδιοι.

RC181: Η ιστορία της πρώτης μοτοσυκλέτας για την μεγάλη κατηγορία της Honda

Η πρώτη νίκη της Honda στην κατηγορία έγινε τον Μάιο του 1966. Δεδομένων των εξωτικών μελών της υπόλοιπης οικογένειας των αγωνιστικών μοτοσυκλετών της Honda –που συμπεριελάμβανε το εξακύλινδρο 250 RC166 και το πεντακύλινδρο RC149 των 125 κυβικών- το RC181 ήταν μια σχετικά απλή μοτοσυκλέτα, η οποία ενσωμάτωνε την τυπική αρχιτεκτονική των κινητήρων της Honda: τετρακύλινδρος εν σειρά με ελαφριά κλίση προς τα εμπρός, ο οποίος διέθετε εκκεντροφόρους που έπαιρναν κίνηση από γρανάζια για να ελέγξουν 16 βαλβίδες (τέσσερις ανά κύλινδρο). Στην πρώτη του έκδοση, με αναβάτη τον Jim Redman, απέδιδε 85 ίππους στις 12.500 στροφές με μέγιστη τελική τα 170km/h.
Ο Redman ξεκίνησε την καριέρα της Honda στην μεγάλη κατηγορία με στιλ, κερδίζοντας τον Giacomo Agostini (με MV Agusta) στο Hockenheim στις 22 Μαΐου του 1966. Έχοντας δεχθεί μια τόσο μεγάλη ήττα, η MV Agusta κατασκεύασε μια υπερκυβισμένη έκδοση του ελαφριού τρικύλινδρου κινητήρα των 350cc για το ολλανδικό GP που ακολουθούσε, όπου ο Redman οδήγησε αριστοτεχνικά νικώντας ξανά τον Ιταλό αναβάτη. Όλα έδειχναν ότι ο Redman ήταν στο σωστό μονοπάτι για την πραγματοποίηση του ονείρου της Honda να κατακτήσει την κατηγορία των 500.
Μια εβδομάδα όμως αργότερα, στο Spa-Francorchamps, ο Redman είχε μια πτώση στο βρεγμένο GP του Βελγίου. "Υπήρχε μια λίμνη με νερό, η μοτοσυκλέτα έκανε υδρολίσθηση και έπεσα με πάνω από 250 χιλιόμετρα την ώρα", δήλωσε ο Redman ο οποίος τραυματίστηκε αρκετά από αυτή την πτώση και λίγο αργότερα ανακοίνωσε πως αποσύρεται.
Με τον Redman εκτός, η Honda έριξε όλο το βάρος της στον Mike Hailwood, ο οποίος είχε ήδη εμπειρία από τις κατηγορίες των 125, 350 και 500. Στο Assen o Hailwood έπεσε ενώ ήταν μπροστά και στο Spa δεν κατάφερε να κερδίσει εξαιτίας προβλήματος στο κιβώτιο. Στο Brno κατάφερε μια εμφατική νίκη απέναντι στον Ago, αλλά στην Imatra της Φιλανδίας τερμάτισε δεύτερος μετά από μια έξοδο που είχε. Ο Hailwood ξανακέρδισε στο Ulster και στο Isle of Man, οπότε αν πετύχαινε ακόμη μια νίκη στο φινάλε της σεζόν στην Ιταλία, ο τίτλος θα πήγαινε στην Honda κι ας είχε χάσει τους τρεις πρώτους αγώνες. Ο Hailwood κι ο Ago έδωσαν σκληρές μάχες στην Monza μέχρι που στο RC181 έσπασε μια βαλβίδα εξαγωγής.
Η κόντρα μεταξύ της Honda και της MV ήταν πλέον στο "κόκκινο", αλλά παρά τον έντονο ανταγωνισμό οι δύο ομάδες ανέπτυξαν δεσμούς αμοιβαίας εμπιστοσύνης που εξελίχθηκαν σε δεσμούς φιλίας. "Μερικές φορές ανταλλάσσαμε και δώρα", θυμάται ο team leader της Honda, Michihiko Aika. "Η MV μας έδινε ιταλικό κρασί κι εμείς του δίναμε αποξηραμένα φύκια από την Ιαπωνία".

O Mike Hailwood με το RC181 του 1967


Μπορεί ο Hailwood να απέτυχε να κερδίσει τον τίτλο στην μεγάλη κατηγορία, αλλά το 1966 ήταν η χρονιά που το εργοστάσιο κατάφερε ένα μοναδικό επίτευγμα, κερδίζοντας και τα πέντε παγκόσμια πρωταθλήματα κατασκευαστών (στα 500cc, στα 350cc, στα 250cc, στα 125cc και στα 50cc), ενώ ο Hailwood πήρε τον τίτλο σε επίπεδο αναβατών στις κατηγορίες των 350 και 250, κι ο Ελβετός Luigi Taveri στα 125.
"Εκείνη η σεζόν ήταν η χρυσή εποχή μας, αν και είχαμε ελάχιστους ανθρώπους στην ομάδα μας", λέει ο Aika. "Οι περισσότεροι που είχαμε ήταν 12 στο Isle of Man, συμπεριλαμβανομένων των σχεδιαστών του κινητήρα και του πλαισίου, μαζί με τους μηχανικούς. Δεν είχαμε οδηγούς ή βοηθούς. Τα κάναμε όλα μόνοι μας, φροντίζοντας 30 μοτοσυκλέτες, έξι για την κάθε κατηγορία".
Η τιτάνια αυτή προσπάθεια για συμμετοχή και στα πέντε παγκόσμια πρωταθλήματα παράλληλα με την συμμετοχή στη F1 με αυτοκίνητα είχε ένα τεράστιο κόστος, οπότε η Honda αποφάσισε να αποσυρθεί από τις κατηγορίες 125 και 50cc πριν την έναρξη της σεζόν του 1967. Η Honda είχε μπει για πρώτη φορά στην F1 το 1964, κέρδισε για πρώτη φορά το 1965 και σχεδίασε μια ολοκληρωτική επίθεση για το 1967 με οδηγό τον πρώην αναβάτη αγώνων και παγκόσμιο πρωταθλητή, John Surtees, πίσω από το τιμόνι ενός τρίλιτρου V12 Honda.
Ο Aika ξεκίνησε την σεζόν του 1967 με ελάχιστα μέλη στην ομάδα και με τον Hailwood να διεκδικεί το στέμμα στα 250, στα 350 και στα 500 μόνος του. Το RC181 βελτιώθηκε τη δεύτερη χρονιά της θητείας του, με 10 κυβικά επιπλέον φτάνοντας έτσι στα 499cc, για ακόμη περισσότερη δύναμη. Παρόλα αυτά, ο στρόφαλος παρέδωσε πνεύμα στον πρώτο αγώνα του Hockenheim, ενώ ο Hailwood βρισκόταν πολύ μπροστά από την MV του Agostini. Τον επόμενο μήνα ο Βρετανός πήρε μια θρυλική νίκη απέναντι στον Ago στο Isle of Man TT, πετυχαίνοντας και ρεκόρ γύρου που παρέμεινε για πάρα πολλά χρόνια. Ο Ago έκανε την αντεπίθεσή του κερδίζοντας τους δύο επόμενους αγώνες στο Spa και στο Sachsenring και στη συνέχεια ο Hailwood νίκησε τον Ιταλό στο Brno με διαφορά 17 δευτερολέπτων. Στην Imatra είχε μια πτώση και στην Monza ήταν μπροστά όταν αναγκάστηκε να κόψει ρυθμό εξαιτίας προβλημάτων στο κιβώτιο. Κέρδισε ξανά στο φινάλε της σεζόν στον Καναδά, αλλά αυτή η νίκη δεν ήταν αρκετή. Ο Ago πήρε το πρωτάθλημα τερματίζοντας στην δεύτερη θέση.
Τον Φεβρουάριο του 1968 η Honda ανακοίνωσε την απόσυρσή της από όλες τις κατηγορίες των GP, ώστε να επικεντρωθεί στην εξέλιξη πιο κερδοφόρων μοτοσυκλετών, όπως το τετρακύλινδρο CB750, και στην F1 με στόχο την αγορά των αυτοκινήτων. Το CB750 ήταν η πρώτη superbike μοτοσυκλέτα στον κόσμο και παρουσιάστηκε το 1969, όταν η ετήσια παραγωγή της Honda έφτασε στο 1,5 εκατομμύριο μονάδες για πρώτη φορά στην Ιστορία της.

Ετικέτες

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!

Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ
Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

23/10/2025

Στις 23 Οκτωβρίου 2011 ο κόσμος του MotoGP πάγωσε. Ο Marco Simoncelli το όνομα που όλοι μας πιστεύαμε πως θα είναι ο επόμενος απόλυτος διεκδικητής των MotoGP, ο νεαρός αναβάτης που ο Rossi έβλεπε ως συνεχιστή του, έχοντας προλάβει να γίνει ήδη ένας από του πιο αναγνωρίσιμους αναβάτες της σύγχρονης εποχής, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του Grand Prix της Μαλαισίας, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που παραμένει αισθητό ακόμη και σήμερα. Ο “Super Sic”, όπως τον γνώριζε όλος ο κόσμος, δεν υπήρξε απλώς ένας εξαιρετικός αναβάτης ήταν μια προσωπικότητα που οι αγώνες μοτοσυκλέτας χρειαζόντουσαν και μάλιστα χρειάζονται ακόμη. Είχε τεράστιο πάθος και ανεπιτήδευτη αγάπη για τους αγώνες, με μία πρέζα χιούμορ που έλκυε ακόμη και τους οπαδούς άλλων αναβατών!

Δεκατέσσερα χρόνια μετά, η μνήμη του συνεχίζει να ζει δυνατά χωρίς να έχει προλάβει να γεμίσει με ρεκόρ ή να φορτώσει τα στατιστικά, τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου και η καθολική του αποδοχή από όλους, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο στα MotoGP αλλά και γενικά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό!

Ο Simoncelli ήταν φτιαγμένος από υλικό που δεν μετριέται σε τίτλους και στατιστικά. Το ανέμελο μαλί κάτω από το κράνος, το σπινθηροβόλο βλέμμα και εκείνο το απίστευτο πάθος για μάχη, που έκανε κάθε γύρο του MotoGP να θυμίζει κάτι από άλλες εποχές. Ήταν αγνός αγωνιστής, με μια ιταλική τρέλα που δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να κρύψει.

Super Sic 58 – The Legacy
Ονοματεπώνυμο: Marco Simoncelli
Ημερομηνία γέννησης: 20 Ιανουαρίου 1987, Cattolica, Ιταλία
Θάνατος: 23 Οκτωβρίου 2011, Sepang, Μαλαισία
Αριθμός αγώνων GP: 151 (125cc, 250cc, MotoGP)
Νίκες: 14 (12 στο 250cc, 2 στο 125cc)
Παγκόσμιοι τίτλοι: 1 (250
cc, 2008 – Gilera)
Ομάδες:
Matteoni Racing, Metis Gilera, San Carlo Honda Gresini}
Νούμερο: 58 (αποσυρμένο επίσημα από το MotoGP το 2016)

Κληρονομιά:
• Το Misano World Circuit Marco Simoncelli φέρει το όνομά του από το 2012.
• Το Fondazione Marco Simoncelli στηρίζει νέους και οικογένειες σε ανάγκη, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της οικογένειας.
• Κάθε χρόνο, οι φίλοι του διοργανώνουν στο Misano το “Sic Day”, ένα φεστιβάλ χαράς και μοτοσυκλέτας, όπως το ήθελε εκείνος.
• Το #58 παραμένει σύμβολο πάθους και αυθεντικότητας, ένα νούμερο που θα θυμίζει για πάντα τι σημαίνει να ζεις ως αγωνιζόμενος στην κορυφή της μοτοσυκλέτας

Η καριέρα του εκτοξεύθηκε το 2008, όταν κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα 250cc με τη Gilera, χαρίζοντας στην παραπαίουσα τότε Ιταλική μάρκα το τελευταίο της σπουδαίο τρόπαιο. Από τότε, το όνομα “Simoncelli” έγινε συνώνυμο με τον επιθετικό και θεαματικό τρόπο οδήγησης. Ήταν ένα ιδιαίτερο επιθετικό στιλ, από εκείνα που ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν χρησιμοποιούσαν αργότερα εναντίον του, ήταν όμως μοιραία και εκείνο που έδωσε το άδοξο τέλος. Όταν ανέβηκε στο MotoGP με τη Honda της ομάδας Gresini, όλοι ήξεραν πως μπροστά τους είχαν έναν από εκείνους τους αναβάτες που ή θα έγραφαν ιστορία ή θα την πλήρωναν ακριβά.

Γνώρισα προσωπικά τον Simoncelli με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Είχε μόλις κερδίσει τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο και βρισκόμασταν στην πίστα δοκιμών της Goodyear-Dunlop, μία μαγευτική τοποθεσία με μία εκπληκτική πίστα όπου φυσικά δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε μπορεί να μπει κανείς άλλος πέρα από τους αναβάτες δοκιμών και τους δημοσιογράφους, στις λίγες φορές που έχει φιλοξενήσει παρουσιάσεις ελαστικών.

Ήμουν για ακόμη μία φορά ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος και είχα μπει να οδηγήσω μαζί με τους Άγγλους δημοσιογράφους που τότε ήταν μία πολυπληθή ομάδα χωρίς Youtubers και Influencers, όλοι τους εξαιρετικά έμπειροι και επίσης όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με αγωνιστικές περγαμηνές που έφταναν για δύο από αυτούς μέχρι και το BSB! Μπήκαμε με superbike στο session εκείνο και ο Simoncelli με ένα Dorsoduro 750. Αυτό που περισσότερο το έχετε δει να κυκλοφορεί με την ομάδα ΔΙΑΣ, σπάνια δικάβαλο παρότι η ομάδα αυτή έτσι έχει στηθεί και αν θυμάστε από την δοκιμή στο MOTO, δεν ήταν και μία μοτοσυκλέτα που μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει.

Ο Simoncelli ξεκίνησε τελευταίος, πίσω μας και σε λίγους γύρους μας είχε μαζέψει. Εγώ βρισκόμουν τότε σχετικά μπροστά στο γκρουπ, τρίτος κατά σειρά όταν με πέτυχε στο πιο αργό κομμάτι της πίστας, αργό για εμάς. Ανηφορικό εσάκι με θετική κλίση στην μεσαία του στροφή. Ήξερα ότι ήταν πίσω μου και είχα υπολογίσει να κρατηθώ στην έξοδο για να μην τον κόψω και να ανοίξω το γκάζι του GSXR1000R μόλις με περάσει. Μόνος μου στόχος να μείνω πίσω του για λίγο καθώς αμέσως μετά είχαμε άλλες δύο στροφές που μας οδηγούσαν στην ευθεία, οπότε θα προλάβαινα να οδηγήσω τουλάχιστον μισό γύρο πίσω του. Ότι και να έκανε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει στην ευθεία με το Dorsoduro 750 από το GSXR1000R!

ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ!

Την ώρα που έστριβα την δεύτερη στροφή από το εσάκι, εκείνη την αριστερή με την θετική κλίση, είδα ένα Dorsoduro να πετάγεται πλαγιασμένο μέσα από κερμπ πέρνοντας μαζί του χώματα, πετραδάκια και χόρτα και να προσγειώνεται μπροστά μου με το γόνατο. Πίστεψα ότι απλά έπεφτε μπροστά μου, άφησα το γκάζι και προσευχήθηκα στην Dunlop να κρατήσει το εμπρός ελαστικό που εκείνη την στιγμή του ζητούσες να κάνει κάτι δύσκολο. Μόνο που ο Simoncelli δεν είχε πέσει, ντριφτάρισε στην προσγείωση μέχρι το εξωτερικό κερμπ, εκτός δηλαδή αγωνιστικής γραμμής και πάνω του ακριβώς άνοιξε το γκάζι και με τρόπο που δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει το Dorsoduro 750 σηκώθηκε με το γκάζι, πλάγιασε στην επόμενη δεξιά ξύνοντας τα πάντα και εξαφανίστηκε στα 150 μέτρα της ευθείας πριν τα φρένα της επόμενης αριστερής. Όταν βγήκα στην ευθεία ήταν ήδη περίπου στην μέση και δεν τον έφτασα ποτέ στα φρένα της σπαστής δεξιάς, μίας πολύ ύπουλης στροφής που όταν μάθαινες την πίστα μπορούσες να την πουλήσεις πηγαίνοντας διαγώνια προς την κατηφορική ευθεία πριν από μία απότομη δεξιά όπου είχαν σημειωθεί και αρκετές πτώσεις.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνη την ημέρα, ήμουν τότε ένας νέος συντάκτης, συνομιλώντας με τον επόμενο Valentino Rossi (όπως τον λέγαμε με τον πατέρα του)

Δεν οδηγήσαμε ποτέ μαζί για μισή πίστα, ενώ αμέσως μετά ήμασταν μόνοι μας για τους λίγους γύρους που έμεναν για το υπόλοιπο session. ΌΛΟΙ οι Άγγλοι συνάδελφοι είχαν βγει έξω νωρίτερα ζητώντας από την Dunlop να βγάλει τον Simoncelli γιατί δεν ήθελαν να σκοτωθούν δοκιμάζοντας λάστιχα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα δει ως απερισκεψία, ήμουν ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς κατάφερε να προσγειωθεί πλαγιασμένος και κυρίως με την λογική ακολουθία της σκέψης του. Πώς δηλαδή πήρε την απόφαση να βγει εκτός πίστας, μέσα από τα κέρμπ! Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχαμε μετά, ξεκίνησα από εκεί: «Πώς το σκέφτηκες αυτό και κυρίως γιατί; Ποιος ο λόγος;» - «Δεν το σκέφτηκα, μου είπε ο Simoncelli, δεν ήταν δηλαδή μία μελετημένη από πριν απόφαση, είχατε πολύ πιο γρήγορες μοτοσυκλέτες οπότε έπρεπε να μην φρενάρω πουθενά για να σας περάσω, ότι ήρθαν οι στροφές και είδα ότι θα έπρεπε να κόψω πολύ για να μείνω πίσω από το GSXR και μετά στην ευθεία να μην μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκα την προσπέραση στην επόμενη στροφή και μου ήρθε πολύ μακριά. Οπότε εκεί που έστριβα την πρώτη δεξιά, το σήκωσα και έκανα την αριστερή εκτός πίστας.

Στην συνέχεια εκείνης της συνέντευξης τον ρώτησα αν οδηγεί στον δρόμο και μου είπε πως όχι γιατί είναι επικίνδυνο και γελάσαμε έπειτα μαζί.

Μπορούσες να το δεις όπως οι Άγγλοι, ως επιθετικό και απερίσκεπτο ή να τον θαυμάσεις ως κάτι εξωπραγματικό και μοναδικό. Διότι αυτό ήταν. Απίστευτα πράος και μαζεμένος όλες τις στιγμές, εκτός από εκείνες που οδηγούσε. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και μου για λίγο, πολύ λίγο, οδηγήσαμε και μαζί.

Το 2011, με τον αριθμό 58 πάνω στο λευκό fairing, ο Marco έδειχνε πως το μεγάλο του ξέσπασμα ήταν θέμα χρόνου. Πάλευε με τους καλύτερους τότε, με Lorenzo, Stoner, Pedrosa, Rossi κι αν κάποιες φορές οι κινήσεις του ήταν υπερβολικά τολμηρές, είχαν εκείνο το στοιχείο του “πραγματικού αγώνα” που σήμερα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Οδήγησε πάντα σαν να μην υπήρχε αύριο, και ίσως τελικά γι’ αυτό να έγινε αθάνατος.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
στιγμιότυπο από την ίδια εκείνη ημέρα

Η μοίρα στάθηκε άδικη στη Sepang. Μια πτώση στην πρώτη κιόλας στροφή, ένα ατυχές σημείο επαφής και το όνειρο σταμάτησε απότομα. Ο θάνατός του σε ζωντανή μετάδοση καθώς όλοι οι θεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί βλέποντας το κράνος του να φεύγει, έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία και κανείς, δεν θέλει να το αναπαράγει. Είχε έντονα στοιχεία αρχαιοελληνικής τραγωδίας μάλιστα από την στιγμή που πάνω του έπεσαν οι καλύτεροί του φίλοι εκτός πίστας και ταυτόχρονα ανταγωνιστές την ώρα του αγώνα. Ένας από τους καλύτερους θα σβήσει άδοξα. Όμως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε κάτι άλλο, ένας θρύλος που κανένας χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Από τότε, το νούμερο 58 έγινε σύμβολο: όχι μόνο του Simoncelli, αλλά κάθε αναβάτη που τρέχει με την καρδιά του.

Η Honda Gresini διατήρησε τη μνήμη του, το Misano World Circuit φέρει πλέον το όνομά του, και κάθε φορά που βλέπεις εκείνη τη λευκοκόκκινη σημαία με τον αριθμό 58, νιώθεις ότι ο “Super Sic” δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει σε κάθε νέο αναβάτη που ανεβαίνει με πάθος πάνω στη μοτοσυκλέτα, σε κάθε θεατή που ανατριχιάζει όταν ακούει τον κινητήρα να ανεβάζει στροφές.

Ο Simoncelli ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν χρειάζονται χρόνο για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Αρκούσαν λίγες σεζόν για να αλλάξει την ψυχή των GP, για να θυμίσει σε όλους μας πως οι αγώνες δεν είναι μόνο νίκες, είναι άνθρωποι, πάθος, είναι συναίσθημα.

Και αν σήμερα κοιτάξεις τον ουρανό πάνω από το Misano, κάπου ανάμεσα στις στροφές της ιστορίας θα δεις τον Marco να γελά, με εκείνο το ανέμελο βλέμμα που λέει:

“Corri forte, ma divertiti – τρέξε δυνατά, αλλά απόλαυσέ το.”