MotoGP Austria: Το Red Bull Ring τα κατάφερε: Ο πρώτος βαρετός αγώνας στην ιστορία του και γιατί το πρωτάθλημα έχει πέσει σε τοίχο

Έναν κόκκινο τοίχο που μάλλον δεν θα σπάσει ούτε φέτος
MotoGP Austria: Το Red Bull Ring τα κατάφερε: Ο πρώτος βαρετός αγώνας στην ιστορία του και γιατί το πρωτάθλημα έχει πέσει σε τοίχο
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

21/8/2023

Το Red Bull Ring στο Spielberg είναι μία από τις ελάχιστες πίστες που δεν έχει κερδίσει ο Marquez όταν ήταν στο απόγειό του γιατί πάντα μία Ducati ήταν εκεί να φέρει την ανατροπή ακόμη και την τελευταία στιγμή, όπως έγινε με τον Dovizioso το 2017 και το 2019. Βέβαια το 2018 κέρδισε ο Lorenzo πάλι με μάχη έναντι του Marquez, λίγο αργότερα θα πήγαινε στην Honda πριν σπάσει το συμβόλαιό του και φύγει μία και καλή.

Όμως ήταν το 2020 που το Red Bull Ring έμεινε στην επιφάνεια της ειδησεογραφίας και του σχολιασμού για μεγάλο διάστημα, όταν οι μοτοσυκλέτες τους Zarco και του Morbidelli πέρασαν αιρούμενες και ως άμορφες μάζες μετάλλου και carbon ανάμεσα από τις μοτοσυκλέτες του Vinales και του Rossi και κυριολεκτικά ελάχιστα πάνω από το κεφάλι του δεύτερου.

Το πιο τρομακτικό ατύχημα στην σύγχρονη ιστορία του MotoGP που μόνο από τύχη δεν μετατράπηκε σε δυστύχημα, έμεινε στην επικαιρότητα για πολύ καιρό και έφερε αλλαγή και στην διαδρομή της πίστας χωρίς να είναι το μόνο εκείνης της χρονιάς. Ήταν ένα περιστατικό που αναλύθηκε εδώ, και είναι δύσκολο να ξεχαστεί.

Δεν γίνεται επίσης να ξεχάσουμε την εικόνα του Vinales να πηδάει από την μοτοσυκλέτα με 226χ.α.ω πάλι την ίδια χρονιά, γιατί είχε μείνει από φρένα. Τότε οι κατηγορίες του κοινού συγκεντρώθηκαν κατά της Yamaha που δεν είχε βάλει τη νέα δαγκάνα της Brembo που φορούσαν και οι υπόλοιποι τρεις αναβάτες της, η οποία είχε εξελιχθεί συγκεκριμένα για αυτή την πίστα. Παρά την μετατροπή στην διαδρομή της, η πίστα αυτή παραμένει και τώρα μία από τις πιο δύσκολες για τα φρένα, όπως τόνισε πριν λίγα εικοσιτετράωρα και ο Miller, χαρακτηρίζοντάς την από τις πλέον απαιτητικές.

Το 2020 σε εκείνο το χάλι ο Pol Espargaro κατέγραψε μία νίκη με τα χρώματα της KTM στον αγώνα που σταμάτησε από το τρομακτικό ατύχημα και που τελικά όταν έγινε ξανά χωρίς τον Zarco και τον Morbidelli η νίκη πήγε στον Dovizioso. Εκείνη την χρονιά έγινε και δεύτερος αγώνας στο σπίτι της KTM με την νίκη να πηγαίνει στον Oliveira επίσης επεισοδιακά, αλλά να γιορτάζεται διπλά από τους Αυστριακούς καθώς κέρδισε μοτοσυκλέτα της KTM Tech3. Η ιστορία χρωστούσε όμως μία νίκη στην KTM με τα εργοστασιακά της χρώματα μέσα στο σπίτι της, η οποία ήρθε την επόμενη χρονιά από τον Binder και γιορτάστηκε περισσότερο καθώς ο Binder αποτελεί παιδί της KTM, για τους λόγους που αναφέρονται εδώ. Όχι χωρίς επεισόδια φυσικά καθώς ο Savadori έπεσε πάνω στον Pedrosa ενώ ήταν και οι δύο wildcart συμμετοχές και οι δύο αναβάτες εξέλιξης για Aprilia και KTM αντίστοιχα με την μοτοσυκλέτα του Pedrosa να πιάνει φωτιά. Ο Savadori έτρεξε και φέτος, όπου έπεσε στον αγώνα Sprint μετά από λάθος του Quartararo που τον ακούμπησε, ο οποίος Quartararo έλαβε ποινή για αυτό. Στο μεταξύ κάτι αντίστοιχο πήγε να γίνει μεταξύ Vinales και Quartararo στον αγώνα και σε ανάποδους ρόλους. Δεν ταιριάζει η Αυστρία στον Savadori, όπως δεν ευνοεί και τις κόντρες Aprilia-Yamaha.

Πέρσι ο Bagnaia πήρε την νίκη, όπως και τον τίτλο στο τέλος, πράγμα που θα επαναλάβει και φέτος αν δεν γκρεμιστούν πολλοί φούρνοι μαζί.

Φέτος όμως η πίστα αυτή κατάφερε μετά από όλα τα παραπάνω που συνήθως γεμίζουν τον Δεκαπενταύγουστο με επεισόδια στα MotoGP, να μας δώσει έναν βαρετό αγώνα. Ο Bagnaia τον χαρακτήρισε ένα πάρτι για το πλήθος κόσμου που παρευρέθηκε, σχεδόν 95.000, όχι γιατί το είδε με άλλο μάτι εξαιτίας της διαδοχικής νίκης του εκεί μέσα, αλλά γιατί ήταν ένα κανονικό πάρτι με διάφορους DJ καλεσμένους ανά περιοχή της πίστας, με δυνατές μουσικές με φοβερά VIP και μπάσα που ακουγόντουσαν μέχρι αργά. Το αργά με βάση το ωράριο όπως ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη, βαρύ απόγευμα για εμάς εδώ. Για όσους πήγαν εκεί λοιπόν, ανάμεσά τους και κάποιο Έλληνες, η ατμόσφαιρα ήταν υπέροχη και σίγουρα πέρασαν καταπληκτικά με ευχάριστο καιρό και μπόλικα πράγματα να ζήσουν πέρα από τον αγώνα. Για κάποιον που άφησε την οικογένεια στην παραλία, ψάχνοντας κάποια γωνιά να δει τον αγώνα, η εικόνα ήταν διαφορετική. Ο Binder είπε τα ίδια και η αλήθεια είναι πως οι διοργανωτές έκαναν καλά τη δουλειά τους, ως προς αυτό το κομμάτι. Μακάρι να μπορούσε να πει κανείς το ίδιο και για εκείνους που ενέκριναν το σχέδιο της πίστας, καθώς είναι καταδικασμένη να δίνει αδιάφορους αγώνες τώρα που άλλαξε και -ευτυχώς- δεν είναι εύκολο να δώσει δραματικές εικόνες με ιπτάμενες μοτοσυκλέτες πάνω από κεφάλια αγωνιζομένων. Ο Aleix Espargaro το είπε ξεκάθαρα στην συνέντευξη, πως σε αυτή την πίστα δεν θα δούμε ποτέ θέαμα, δεν ευνοεί την μάχη ρόδα – ρόδα γιατί είναι γεμάτη σταμάτα-ξεκίνα χωρίς ροή.

Είναι μία πίστα που απαιτεί πολλά φρένα και πολλές επιταχύνσεις στο τέρμα, που σημαίνει πως καταπονεί πολύ τα ελαστικά, θέλει και τους δικούς της υπολογισμούς για τα καύσιμα όπως είδαμε με τον Bezzecchi που έκανε ρεκόρ πίστας την Παρασκευή έχοντας βάλει τρεις σταγόνες παραπάνω καύσιμο από αυτό που χρειαζόταν και έτσι μετά τον γρήγορο γύρο παράτησε την μοτοσυκλέτα και τον πήγε το αφεντικό πίσω στο box, δηλαδή ο Rossi. Ο οποίος θέλει να δείχνει κομμάτι της δράσης για αυτό και δεν παρακολουθεί από το box μαζί με την υπόλοιπη ομάδα αλλά είναι έξω, στην πίστα. Ο τρόπος που πανηγύρισε στο τέλος με τον δικό του αναβάτη αλλά και τον παλιό μαθητή του, τον Bagnaia, δείχνει ξεκάθαρα πως είναι κάτι που νιώθει, πως θέλει να είναι όσο πιο κοντά γίνεται και ήταν μία από τις όμορφες στιγμές του αγώνα. Πάντως το θέμα του καυσίμου το έθιξε και ο Bagnaia. Είπε πως στον γύρο για να λάβουν θέσεις, στον sighting lap, έκανε ό,τι μπορούσε για να κάψει μερικά ml λιγότερα καθώς σε αυτή την πίστα το πόσο καις παίζει τεράστιο ρόλο.

Σε αυτόν τον βαρετό αγώνα πάντως, για μία ακόμη φορά φάνηκε πως ο Bagnaia είναι αυτή τη στιγμή είναι ο καλύτερος αναβάτης με την καλύτερη μοτοσυκλέτα, είναι ανίκητος συνδυασμός. Ο Quartararo τον χαρακτήρισε Verstappen με την έννοια ότι θα σαρώσει και φέτος, όπως ακριβώς αναμένεται να κάνει και ο Verstappen - για τρίτη συνεχή χρονιά εκείνος. Θα μπορούσε βέβαια ο Quartararo, μιας και διακατέχεται από ευθύτητα να τον χαρακτηρίσει τον Marquez ακριβώς δέκα χρόνια πριν, όταν ξεκινούσε να κερδίζει τον παγκόσμιο τίτλο, αλλά θα του προσέδιδε μεγαλύτερη διάρκεια από αυτό που θέλει να πιστεύει, τον καθιστά και πιο άπιαστο από αυτό που είναι τώρα. Παραδέχτηκε όμως ο Quartararo πως δεν είναι μόνο η μοτοσυκλέτα που είναι με διαφορά η καλύτερη όλων των υπολοίπων, αλλά ο συνδυασμός τους και η ψυχολογική φόρα που έχει πάρει ο Bagnaia. Ο Quartararo είπε αυτό που λέει όλος ο κόσμος, πως αυτή την στιγμή δεν υπάρχει κανείς να είναι πιο γρήγορος από τον Bagnaia εννοώντας παντού και πάντα, όχι στις δοκιμές ή σε ένα αγώνα Sprint. Γυρίστε τώρα στο τέλος της προηγούμενης παραγράφου. Ποιος μιλάει έτσι; Ποιος κοιτά τα πάντα; Για ποιον είναι σοβαρές τέτοιες λεπτομέρειες; Για εκείνον που κοιτά μόνο τον τίτλο και τίποτα άλλο. Ο πρωταθλητισμός σε κάθε άθλημα θέλει προσήλωση, ο Bagnaia έχει κάνει τεράστια λάθη ως προς αυτό, το έχει αναγνωρίσει ως μειονέκτημα και πλέον το άλλαξε σε προτέρημα με το να μην ξεχνά ποτέ, πόσο σημαντικό είναι να παραμένεις προσηλωμένος και να ασχολείσαι με τις λεπτομέρειες.

Όλοι οι αναβάτες και όλες οι ομάδες βλέπουν αυτή την στιγμή πως η Ducati έχει την καλύτερη ομάδα με την καλύτερη μοτοσυκλέτα και τον καλύτερο αναβάτη, που με άλλη μία νίκη με τέτοια διαφορά από τον Martin και τον Bezzecchi, θα μπορεί στο τέλος να χάσει τελείως ένα τριήμερο και πάλι να μην χρειαστεί να φτάσουμε στον τελευταίο αγώνα για να ανακηρυχθεί πρωταθλητής.

Η συγκεκριμένη πίστα δείχνει το παραπάνω και από μία άλλη πλευρά: Μέχρι πριν από λίγο καιρό οι Ducati μπορούσαν να οδηγηθούν μόνο από έναν, μόνο ένας μπορούσε να κερδίσει μαζί τους γιατί μόνο ένας μπορούσε να κάνει το ελαστικό να δουλεύει για εκείνον. Δεν έχει σημασία που έχει περάσει πάνω από μία δεκαετία από την εποχή του Stoner, αυτό το πράγμα δεν είχε αλλάξει για πολύ καιρό, μέχρι να γίνουν πολλοί, εκείνοι που πλέον μπορούν να βρεθούν στο βάθρο με μία Ducati. Ένας από τους λόγους που συνέβη αυτό είναι πως έγιναν πολλές και οι Ducati σε μία μεγάλη επένδυση που προσπερνά τα μεγέθη της εταιρείας και αν επεκταθώ στους λόγους θα πρέπει να ανοίξουμε άλλο άρθρο. Σημασία έχει πως ο Bagnaia είναι ο μόνος που επικοινώνησε με τον Stoner, κάτι πολύ δύσκολο για τον οποιοδήποτε πλην του στενού οικογενειακού κύκλου του Αυστραλού όχι τόσο για να πάρει το μυστικό, αλλά την ώθηση πως προχωρά προς την σωστή πλευρά αναζητώντας την πρόσφυση. Η συγκεκριμένη πίστα που είπαμε ήδη πως ταλαιπωρεί πολύ τα ελαστικά, έφτασε να ευνοεί την μοναδική μοτοσυκλέτα που απεχθανόταν τις αλλαγές ελαστικών. Είτε θα πρέπει κανείς να πιστέψει πως η Michelin ευνοεί την Ducati, είτε πως στην Ducati έχουν φτάσει πλέον στο σημείο να μπορούν να δουλέψουν με ό,τι ελαστικό και να τους δώσεις. Ισχύει το δεύτερο, αν δει κανείς αυτό που είπε και ο Binder, πως δεν μπορούν να κάνουν το ελαστικό της συγκεκριμένης πίστας να δουλέψει στην KTM.

Ο Piero Taramasso της Michelin, τόνισε τα χαρακτηριστικά της πίστας που αναφέρθηκαν πιο πάνω για να εξηγήσει πως έφεραν ένα νέο ασύμμετρο ελαστικό για πίσω κρατώντας συμμετρικό το εμπρός και για τις τρεις γόμες. Ενισχύοντας τον σκελετό στο κέντρο και την γόμα στην δεξιά πλευρά, θέλησαν να δώσουν στους αναβάτες ένα ελαστικό που μπορεί να ανταπεξέλθει στις ιδιαίτερες συνθήκες. Είναι η μοναδική πίστα της Ευρώπης που η χρήση των φρένων ξεπερνά το ένα τρίτο της συνολικής διάρκειας του γύρου. Οι αναβάτες περνάνε το 35% του χρόνου γύρου πιέζοντας τα φρένα!

Όταν τα ξέρεις όλα αυτά, αρχίζεις να βρίσκεις θεαματικό ακόμη και αυτόν τον βαρετό αγώνα γιατί μπορείς πιο εύκολα να αντιληφθείς τι ακριβώς καταφέρουν να δαμάσουν εκεί μέσα. Ακόμη περισσότερο, όταν έχεις εμπειρία πίστας αυτού του μεγέθους και προδιαγραφών εντυπωσιάζεσαι από την προσπάθεια που καταβάλουν, πράγματα με τα οποία στο τέλος μπορεί να αρχίσει να ταυτίζεται και ο μέσος μοτοσυκλετιστής αν αρχίσει να τα χτενίζει τόσο. Ίσως το παρακάτω γεγονός με τον Aleix Espargaro, μπορεί να σχηματίσει ακόμη καλύτερα την εικόνα:

Όταν ξεκίνησε τον αγώνα είχε την χαμηλότερη πίεση που χρησιμοποίησε ποτέ, για να το πούμε όπως στην βόρεια Ελλάδα που έχουν τον καλύτερο όρο για να εξηγήσεις κάτι τέτοιο, το «ελαστικό του Aleix Espargaro είχε εικόνα φούιτ». Πολύς ντόρος τώρα τελευταία για τα όρια των πιέσεων στα ελαστικά, την οποία οι κριτές επιβλέπουν τώρα απευθείας. Οπότε αν σου λέει ο Aleix Espargaro πως στον αγώνα Sprint με τους λίγους γύρους έφτασε να έχει πάνω από 2.2 bar και να γλιστρά στα φρένα πριν πλαγιάσει την μοτοσυκλέτα στις στροφές 2,4 και 5 τότε αντιλαμβάνεσαι πόσο αυξάνεται η πίεση από την διαστολή και πόσο χαμηλά πρέπει να ξεκινήσουν. Στις πρώτες στροφές ήταν τρομακτικό και η αίσθηση της Aprilia πολύ βαρύτερη, στον δεύτερο γύρο τα πράγματα ήταν υποφερτά και από τον τέταρτο και μετά φυσιολογικά, εξήγησε ο Aleix Espargaro. Άρα ο Bagnaia τα πήγε δέκα φορές καλύτερα με την διαχείριση των ελαστικών, όπως και η ομάδα βρήκε τον τρόπο να διαχειριστεί το ίδιο ακριβώς ζήτημα που αντιμετώπισε η Aprilia. Ας μην ξεχνάμε πως ο Aleix Espargaro έφτασε να γυρίζει στον χρόνο των πρώτων, αν και πίσω από τον Vinales. Από τον οποίο περίμενα κάτι περισσότερο:

Διότι δεν έδωσε καμία σοβαρή εξήγηση για τις άσχημες εκκινήσεις τόσο στον αγώνα όσο και στον Sprint. Αντιθέτως είπε πως έχει δώσει όλα όσα μπορούσε ως αναβάτης και πρέπει να τον βοηθήσει τώρα και η ομάδα. Η Aprilia αξίζει περισσότερη πίστη από αυτή, αξίζει την αφοσίωση που δίνει ο Aleix, εκτός και αν αυτά ο Vinales τα λέει για να τα ακούσουν πιο πάνω, στο Piaggio Group ώστε να κάνουν μία κίνηση αντίστοιχη της Ducati με μία εξωπραγματική επένδυση. Αν αυτό είναι το πλάνο του, τότε έχει μικρό ποσοστό επιτυχίας γιατί ήδη η Aprilia έχει ξεπεράσει εκείνο που αναλογεί σε μία εταιρεία με την γκάμα της και δίνει ψυχή στα MotoGP. Όπου ψυχή βλέπε χρήμα που θα μπορούσε να το πάρει έτσι και αλλιώς από την αγορά χωρίς να χρειάζεται να κυνηγά το βάθρο, σαν την απόφαση της Suzuki να φύγει ένα πράγμα.

Το τελευταίο θέμα που έβγαλε στην επιφάνεια ο αγώνας της Αυστρίας είναι τα δύο μέτρα και σταθμά που κρατούν οι κριτές ή καλύτερα μετέφερε στους ίδιους, το πρόβλημα του μικροσκοπίου. Αν πιάσεις το καλύτερο πιάτο από το καλύτερο εστιατόριο και το βάλεις στο μικροσκόπιο, πάρεις δείγμα και το αναλύσεις χημικά θα βρεις… σκατά. Δεν μιλάμε για εκείνο το ποσοστό που θα βρεις στο κοκκινιστό αρνάκι με ρύζι που σερβίρεται επί της οδού Pansodan στην Γιαγκόν, την μεγαλύτερη πόλη της Βιρμανίας, αλλά ένα απειροελάχιστο δείγμα κάτω από όλους τους δείκτες του υγειονομικού που παρόλο αυτά θα σου επιτρέψει να το μετατρέψεις σε σημαία. Δεν θα είναι δύσκολο να βρεθεί και στο καλύτερο εστιατόριο, με Michelin και αυτό... Έτσι ακριβώς είναι το πρίσμα κάτω από το οποίο πλέον αντιμετωπίζονται οι κριτές των MotoGP στα κοινωνικά δίκτυα. Φωτογραφίες απομονώνονται, μεγεθύνονται και χρησιμοποιούνται για να δείξουν λάθος στην απόφασή τους και χρόνο σπαταλούν οι οπαδοί για να ανατρέξουν σε παλαιότερους αγώνες και να κάνουν συγκρίσεις. Είναι ένα τοξικό περιβάλλον το οποίο δυστυχώς το ποτίζουν οι ίδιοι οι κριτές. Φτάσαμε εδώ γιατί κάτι πήγε λάθος και συνεχίζει να πηγαίνει λάθος.

Αν ο Quartararo λαμβάνει ποινή γιατί έπεσε ο Savadori αλλά όχι ο Martin γιατί έπεσε ο Marini τότε κάτι είναι λάθος. Υπό τεράστια μεγέθυνση των δύο περιστατικών μπορεί κανείς να διακρίνει την απειροελάχιστη διαφορά τους γιατί στην πρώτη περίπτωση Martin βούτηξε και έφτασε πιο μπροστά από τον Marini, ενώ ο Quartararo όχι. Για αυτό και ο καημένος ο Savadori όχι απλά δεν κατάλαβε τι τον βρήκε αλλά κοίταξε από την άλλη μεριά(!) και μετά έπεσε, λες και έτρεχε σε track day και ήθελε να δει ποιος άσχετος δεν ξέρει να στρίβει αλλά κατάφερε και μπήκε στο γρήγορο γκρουπ! Πόσοι θα διακρίνουν την διαφορά αυτή; Εκ του αποτελέσματος ελάχιστοι γιατί ήδη εκεί έξω συγκρίνουν τα δύο περιστατικά. Από τον Martin ξεκινώντας! Διότι ήταν τόσο σίγουρος πως θα πάρει ποινή για την πτώση του Marini που πήγαινε στο όριο να κερδίσει χρόνο από τον μεγαλύτερο γύρο – δικά του λόγια αμέσως μετά. Και θα πει τώρα ο προσεκτικός αναγνώστης πως αν είναι έτσι οι κριτές έκαναν καλά τη δουλειά τους. Και ναι και όχι. Διότι φτάσαμε να το διυλίζουμε πάρα πολύ και στους αγώνες μοτοσυκλέτας πρέπει να είναι πιο απλά τα πράγματα από την στιγμή που ακόμη και τώρα επιτρέπεται να πέσεις πάνω στον αντίπαλό σου. Αν το κάνεις επίτηδες, πολύ επιθετικά, πολύ έτσι ή πολύ αλλιώς ή λίγο περισσότερο από πριν, τότε θα τιμωρηθείς. Είναι σαφές το πότε; Υπάρχουν φορές που δεν είναι δυστυχώς. Ιδιαίτερα αν ξεκινήσεις συγκρίσεις με το παρελθόν. Ο Marquez έχει κάνει πολλές φορές αντίστοιχες κινήσεις με του Martin και όχι μόνο στην εκκίνηση. Δεν τιμωρήθηκε για αυτές όπως δεν έχουν τιμωρηθεί και άλλοι που άφησαν πίσω τους πεσμένους αναβάτες. Η μεταστροφή αυτή στο πως αντιμετωπίζουμε τα  πράγματα έγινε για έναν και μόνο λόγο και είναι μία μεταβατική περίοδος αυτή που διανύουμε μέχρι να κατασταλάξει το νέο επίπεδο παρέμβασης των κριτών, αλλά και αντίληψης των αναβατών για το τι μπορούν να κάνουν και τι όχι: Είναι που τα MotoGP έχουν δώσει αρκετούς αγώνες προσομοίωσης με την Moto3 αλλά με ταχύτητες και ορμή πολλαπλάσιες σε ένα πακέτο δισεκατομμυρίων με πτώσεις που επιφέρουν τεράστιο κόστος σε καριέρες, και όχι μόνο, που είναι αναγκαίο να αλλάξουν τα όρια ανοχής. Και όχι δεν θα επηρεάσει το θέαμα -στο τέλος- όπως δεν σταμάτησαν τα MotoGP όταν έφυγε ο Rossi και συνεχίζουν να υπάρχουν χωρίς ο Marquez να είναι άτρωτος μπροστά.

Ετικέτες

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!

Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ
Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

23/10/2025

Στις 23 Οκτωβρίου 2011 ο κόσμος του MotoGP πάγωσε. Ο Marco Simoncelli το όνομα που όλοι μας πιστεύαμε πως θα είναι ο επόμενος απόλυτος διεκδικητής των MotoGP, ο νεαρός αναβάτης που ο Rossi έβλεπε ως συνεχιστή του, έχοντας προλάβει να γίνει ήδη ένας από του πιο αναγνωρίσιμους αναβάτες της σύγχρονης εποχής, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του Grand Prix της Μαλαισίας, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που παραμένει αισθητό ακόμη και σήμερα. Ο “Super Sic”, όπως τον γνώριζε όλος ο κόσμος, δεν υπήρξε απλώς ένας εξαιρετικός αναβάτης ήταν μια προσωπικότητα που οι αγώνες μοτοσυκλέτας χρειαζόντουσαν και μάλιστα χρειάζονται ακόμη. Είχε τεράστιο πάθος και ανεπιτήδευτη αγάπη για τους αγώνες, με μία πρέζα χιούμορ που έλκυε ακόμη και τους οπαδούς άλλων αναβατών!

Δεκατέσσερα χρόνια μετά, η μνήμη του συνεχίζει να ζει δυνατά χωρίς να έχει προλάβει να γεμίσει με ρεκόρ ή να φορτώσει τα στατιστικά, τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου και η καθολική του αποδοχή από όλους, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο στα MotoGP αλλά και γενικά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό!

Ο Simoncelli ήταν φτιαγμένος από υλικό που δεν μετριέται σε τίτλους και στατιστικά. Το ανέμελο μαλί κάτω από το κράνος, το σπινθηροβόλο βλέμμα και εκείνο το απίστευτο πάθος για μάχη, που έκανε κάθε γύρο του MotoGP να θυμίζει κάτι από άλλες εποχές. Ήταν αγνός αγωνιστής, με μια ιταλική τρέλα που δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να κρύψει.

Super Sic 58 – The Legacy
Ονοματεπώνυμο: Marco Simoncelli
Ημερομηνία γέννησης: 20 Ιανουαρίου 1987, Cattolica, Ιταλία
Θάνατος: 23 Οκτωβρίου 2011, Sepang, Μαλαισία
Αριθμός αγώνων GP: 151 (125cc, 250cc, MotoGP)
Νίκες: 14 (12 στο 250cc, 2 στο 125cc)
Παγκόσμιοι τίτλοι: 1 (250
cc, 2008 – Gilera)
Ομάδες:
Matteoni Racing, Metis Gilera, San Carlo Honda Gresini}
Νούμερο: 58 (αποσυρμένο επίσημα από το MotoGP το 2016)

Κληρονομιά:
• Το Misano World Circuit Marco Simoncelli φέρει το όνομά του από το 2012.
• Το Fondazione Marco Simoncelli στηρίζει νέους και οικογένειες σε ανάγκη, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της οικογένειας.
• Κάθε χρόνο, οι φίλοι του διοργανώνουν στο Misano το “Sic Day”, ένα φεστιβάλ χαράς και μοτοσυκλέτας, όπως το ήθελε εκείνος.
• Το #58 παραμένει σύμβολο πάθους και αυθεντικότητας, ένα νούμερο που θα θυμίζει για πάντα τι σημαίνει να ζεις ως αγωνιζόμενος στην κορυφή της μοτοσυκλέτας

Η καριέρα του εκτοξεύθηκε το 2008, όταν κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα 250cc με τη Gilera, χαρίζοντας στην παραπαίουσα τότε Ιταλική μάρκα το τελευταίο της σπουδαίο τρόπαιο. Από τότε, το όνομα “Simoncelli” έγινε συνώνυμο με τον επιθετικό και θεαματικό τρόπο οδήγησης. Ήταν ένα ιδιαίτερο επιθετικό στιλ, από εκείνα που ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν χρησιμοποιούσαν αργότερα εναντίον του, ήταν όμως μοιραία και εκείνο που έδωσε το άδοξο τέλος. Όταν ανέβηκε στο MotoGP με τη Honda της ομάδας Gresini, όλοι ήξεραν πως μπροστά τους είχαν έναν από εκείνους τους αναβάτες που ή θα έγραφαν ιστορία ή θα την πλήρωναν ακριβά.

Γνώρισα προσωπικά τον Simoncelli με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Είχε μόλις κερδίσει τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο και βρισκόμασταν στην πίστα δοκιμών της Goodyear-Dunlop, μία μαγευτική τοποθεσία με μία εκπληκτική πίστα όπου φυσικά δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε μπορεί να μπει κανείς άλλος πέρα από τους αναβάτες δοκιμών και τους δημοσιογράφους, στις λίγες φορές που έχει φιλοξενήσει παρουσιάσεις ελαστικών.

Ήμουν για ακόμη μία φορά ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος και είχα μπει να οδηγήσω μαζί με τους Άγγλους δημοσιογράφους που τότε ήταν μία πολυπληθή ομάδα χωρίς Youtubers και Influencers, όλοι τους εξαιρετικά έμπειροι και επίσης όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με αγωνιστικές περγαμηνές που έφταναν για δύο από αυτούς μέχρι και το BSB! Μπήκαμε με superbike στο session εκείνο και ο Simoncelli με ένα Dorsoduro 750. Αυτό που περισσότερο το έχετε δει να κυκλοφορεί με την ομάδα ΔΙΑΣ, σπάνια δικάβαλο παρότι η ομάδα αυτή έτσι έχει στηθεί και αν θυμάστε από την δοκιμή στο MOTO, δεν ήταν και μία μοτοσυκλέτα που μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει.

Ο Simoncelli ξεκίνησε τελευταίος, πίσω μας και σε λίγους γύρους μας είχε μαζέψει. Εγώ βρισκόμουν τότε σχετικά μπροστά στο γκρουπ, τρίτος κατά σειρά όταν με πέτυχε στο πιο αργό κομμάτι της πίστας, αργό για εμάς. Ανηφορικό εσάκι με θετική κλίση στην μεσαία του στροφή. Ήξερα ότι ήταν πίσω μου και είχα υπολογίσει να κρατηθώ στην έξοδο για να μην τον κόψω και να ανοίξω το γκάζι του GSXR1000R μόλις με περάσει. Μόνος μου στόχος να μείνω πίσω του για λίγο καθώς αμέσως μετά είχαμε άλλες δύο στροφές που μας οδηγούσαν στην ευθεία, οπότε θα προλάβαινα να οδηγήσω τουλάχιστον μισό γύρο πίσω του. Ότι και να έκανε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει στην ευθεία με το Dorsoduro 750 από το GSXR1000R!

ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ!

Την ώρα που έστριβα την δεύτερη στροφή από το εσάκι, εκείνη την αριστερή με την θετική κλίση, είδα ένα Dorsoduro να πετάγεται πλαγιασμένο μέσα από κερμπ πέρνοντας μαζί του χώματα, πετραδάκια και χόρτα και να προσγειώνεται μπροστά μου με το γόνατο. Πίστεψα ότι απλά έπεφτε μπροστά μου, άφησα το γκάζι και προσευχήθηκα στην Dunlop να κρατήσει το εμπρός ελαστικό που εκείνη την στιγμή του ζητούσες να κάνει κάτι δύσκολο. Μόνο που ο Simoncelli δεν είχε πέσει, ντριφτάρισε στην προσγείωση μέχρι το εξωτερικό κερμπ, εκτός δηλαδή αγωνιστικής γραμμής και πάνω του ακριβώς άνοιξε το γκάζι και με τρόπο που δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει το Dorsoduro 750 σηκώθηκε με το γκάζι, πλάγιασε στην επόμενη δεξιά ξύνοντας τα πάντα και εξαφανίστηκε στα 150 μέτρα της ευθείας πριν τα φρένα της επόμενης αριστερής. Όταν βγήκα στην ευθεία ήταν ήδη περίπου στην μέση και δεν τον έφτασα ποτέ στα φρένα της σπαστής δεξιάς, μίας πολύ ύπουλης στροφής που όταν μάθαινες την πίστα μπορούσες να την πουλήσεις πηγαίνοντας διαγώνια προς την κατηφορική ευθεία πριν από μία απότομη δεξιά όπου είχαν σημειωθεί και αρκετές πτώσεις.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνη την ημέρα, ήμουν τότε ένας νέος συντάκτης, συνομιλώντας με τον επόμενο Valentino Rossi (όπως τον λέγαμε με τον πατέρα του)

Δεν οδηγήσαμε ποτέ μαζί για μισή πίστα, ενώ αμέσως μετά ήμασταν μόνοι μας για τους λίγους γύρους που έμεναν για το υπόλοιπο session. ΌΛΟΙ οι Άγγλοι συνάδελφοι είχαν βγει έξω νωρίτερα ζητώντας από την Dunlop να βγάλει τον Simoncelli γιατί δεν ήθελαν να σκοτωθούν δοκιμάζοντας λάστιχα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα δει ως απερισκεψία, ήμουν ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς κατάφερε να προσγειωθεί πλαγιασμένος και κυρίως με την λογική ακολουθία της σκέψης του. Πώς δηλαδή πήρε την απόφαση να βγει εκτός πίστας, μέσα από τα κέρμπ! Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχαμε μετά, ξεκίνησα από εκεί: «Πώς το σκέφτηκες αυτό και κυρίως γιατί; Ποιος ο λόγος;» - «Δεν το σκέφτηκα, μου είπε ο Simoncelli, δεν ήταν δηλαδή μία μελετημένη από πριν απόφαση, είχατε πολύ πιο γρήγορες μοτοσυκλέτες οπότε έπρεπε να μην φρενάρω πουθενά για να σας περάσω, ότι ήρθαν οι στροφές και είδα ότι θα έπρεπε να κόψω πολύ για να μείνω πίσω από το GSXR και μετά στην ευθεία να μην μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκα την προσπέραση στην επόμενη στροφή και μου ήρθε πολύ μακριά. Οπότε εκεί που έστριβα την πρώτη δεξιά, το σήκωσα και έκανα την αριστερή εκτός πίστας.

Στην συνέχεια εκείνης της συνέντευξης τον ρώτησα αν οδηγεί στον δρόμο και μου είπε πως όχι γιατί είναι επικίνδυνο και γελάσαμε έπειτα μαζί.

Μπορούσες να το δεις όπως οι Άγγλοι, ως επιθετικό και απερίσκεπτο ή να τον θαυμάσεις ως κάτι εξωπραγματικό και μοναδικό. Διότι αυτό ήταν. Απίστευτα πράος και μαζεμένος όλες τις στιγμές, εκτός από εκείνες που οδηγούσε. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και μου για λίγο, πολύ λίγο, οδηγήσαμε και μαζί.

Το 2011, με τον αριθμό 58 πάνω στο λευκό fairing, ο Marco έδειχνε πως το μεγάλο του ξέσπασμα ήταν θέμα χρόνου. Πάλευε με τους καλύτερους τότε, με Lorenzo, Stoner, Pedrosa, Rossi κι αν κάποιες φορές οι κινήσεις του ήταν υπερβολικά τολμηρές, είχαν εκείνο το στοιχείο του “πραγματικού αγώνα” που σήμερα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Οδήγησε πάντα σαν να μην υπήρχε αύριο, και ίσως τελικά γι’ αυτό να έγινε αθάνατος.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
στιγμιότυπο από την ίδια εκείνη ημέρα

Η μοίρα στάθηκε άδικη στη Sepang. Μια πτώση στην πρώτη κιόλας στροφή, ένα ατυχές σημείο επαφής και το όνειρο σταμάτησε απότομα. Ο θάνατός του σε ζωντανή μετάδοση καθώς όλοι οι θεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί βλέποντας το κράνος του να φεύγει, έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία και κανείς, δεν θέλει να το αναπαράγει. Είχε έντονα στοιχεία αρχαιοελληνικής τραγωδίας μάλιστα από την στιγμή που πάνω του έπεσαν οι καλύτεροί του φίλοι εκτός πίστας και ταυτόχρονα ανταγωνιστές την ώρα του αγώνα. Ένας από τους καλύτερους θα σβήσει άδοξα. Όμως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε κάτι άλλο, ένας θρύλος που κανένας χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Από τότε, το νούμερο 58 έγινε σύμβολο: όχι μόνο του Simoncelli, αλλά κάθε αναβάτη που τρέχει με την καρδιά του.

Η Honda Gresini διατήρησε τη μνήμη του, το Misano World Circuit φέρει πλέον το όνομά του, και κάθε φορά που βλέπεις εκείνη τη λευκοκόκκινη σημαία με τον αριθμό 58, νιώθεις ότι ο “Super Sic” δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει σε κάθε νέο αναβάτη που ανεβαίνει με πάθος πάνω στη μοτοσυκλέτα, σε κάθε θεατή που ανατριχιάζει όταν ακούει τον κινητήρα να ανεβάζει στροφές.

Ο Simoncelli ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν χρειάζονται χρόνο για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Αρκούσαν λίγες σεζόν για να αλλάξει την ψυχή των GP, για να θυμίσει σε όλους μας πως οι αγώνες δεν είναι μόνο νίκες, είναι άνθρωποι, πάθος, είναι συναίσθημα.

Και αν σήμερα κοιτάξεις τον ουρανό πάνω από το Misano, κάπου ανάμεσα στις στροφές της ιστορίας θα δεις τον Marco να γελά, με εκείνο το ανέμελο βλέμμα που λέει:

“Corri forte, ma divertiti – τρέξε δυνατά, αλλά απόλαυσέ το.”