Η "μαγική" ανάρτηση των MotoGP στις μοτοσυκλέτες μας

Προσθέτωντας "καλό" βάρος στη μοτοσυκλέτα μας
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/1/2021

Καλό βάρος στον κόσμο των αγώνων και των απόλυτων επιδόσεων δεν υπάρχει. Τουλάχιστον αυτό ξέρουμε και κάπως έτσι ήρθε στη ζωή μας το carbon fiber και τα υπόλοιπα εξωτικά υλικά. Όμως το βάρος και συγκεκριμένα η αδράνεια της μάζας, μπορούν να μας βοηθήσουν να λύσουμε μερικά σοβαρά προβλήματα των αναρτήσεων, αρκεί να βρούμε έναν τρόπο να το ξεφορτωνόμαστε όποτε μας γουστάρει. Οι μηχανολόγοι στην Formula 1 και στα MotoGP βρήκαν πως να χρησιμοποιούν την αδράνεια για να βελτιώσουν τη συμπεριφορά των αναρτήσεων και τώρα ήρθε η σειρά των μοτοσυκλετών δρόμου να επωφεληθούν. 

Στην αρχή όλοι μας είχαμε την περιέργεια να μάθουμε τι στο καλό κρυβόταν μέσα στην “άσχημη” ουρά των Ducati με την στραβή, μονόπλευρη εξάτμιση. Ο χαρακτηρισμός Salad Box που έδωσαν οι δημοσιογράφοι στο carbon κουτί που βρισκόταν στην ουρά των ιταλικών μοτοσυκλετών, ήταν φράση που χρησιμοποίησε ο Michale Pirro για να αποφύγει τις ερωτήσεις τους και δείχνει σε μεγάλο βαθμό πως κανείς δεν ήξερε ακριβώς τι περιέχει μέσα.

Η φαντασία οργίαζε και κάποιοι έφτασαν στο σημείο να πουν πως είναι συσκευή “προωθητικών αερίων”, δηλαδή πως χρησιμοποιεί την ταχύτητα των καυσαερίων της εξάτμισης για να μειώσει την οπισθέλκουσα και να βελτιώσει την αεροδυναμική. Μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 24 Νοεμβρίου του 2017, ο Petrucci (αναβάτης της Pramac τότε) θα έχει μια άσχημη πτώση στα δοκιμαστικά της Jerez, σπάζοντας ένα μεγάλο κομμάτι της ουράς στη μοτοσυκλέτα του και ως αποτέλεσμα η τηλεοπτική κάμερα θα μας έδειξε για μερικά δευτερόλεπτα τι βρίσκεται μέσα. Δυστυχώς όχι τόσα, όσα θα θέλαμε να ξέρουμε, αλλά αρκετά ώστε οι “κατάσκοποι” και οι μηχανολόγοι των paddock να καταλάβουν χοντρικά περί τίνος πρόκειται.

Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν βέβαιοι πως η Ducati είχε φτιάξει έναν μηχανισμό με αντίβαρο, που η δουλειά του ήταν να εξουδετερώνει τις ταλαντώσεις της πίσω ανάρτησης. Μάλιστα ένας από αυτούς, ισχυρίζεται πως είχε βρεθεί σε κουβέντα με τον Gigi Dall’lnga και του είχε προτείνει αυτή τη λύση, όσο ήταν στην Aprilia και πριν πάει στη Ducati. Η υπόθεση αποκτά ενδιαφέρον από εδώ και πέρα, διότι ως ιδέα η χρησιμοποίηση ενός αντίβαρου με ελεγχόμενη ελευθερία κίνησης υπήρχε στη Formula 1 από την ομάδα της Renault το 2005, όμως εκεί ο ρόλος του ήταν περισσότερο για τον έλεγχο του ύψους του αυτοκινήτου από το έδαφος, το οποίο επηρεάζει άμεσα την αεροδυναμική και κυρίως το downforce. Το πρόβλημα που προσπαθούσε να λύσει τότε η Renault είχε σχέση με τη σκληρότητα των ελατηρίων της ανάρτησης, όπου λόγω της ισχυρής παρουσίας του downforce στις υψηλές ταχύτητες έπρεπε να είναι υπερβολικά σκληρά για να μην σέρνεται η κοιλιά του αυτοκινήτου στην άσφαλτο. Τα υπερβολικά σκληρά ελατήρια όμως δημιουργούσαν πρόβλημα στις χαμηλότερες ταχύτητες, καθώς ήταν δύσκολο για τα αμορτισέρ να ελέγξουν σωστά την κίνησή τους. Έτσι ένα μεγάλο κινούμενο αντίβαρο κοντά στη μύτη, σταθεροποιούσε το “σώμα” του αυτοκινήτου ως προς την επιφάνεια της ασφάλτου, δυσκολεύοντας τα σκληρά ελατήρια να κάνουν περιττές κινήσεις. Στην πραγματικότητα, αυτή η κινούμενη μάζα του αντίβαρου, έκανε το αυτοκίνητο να συμπεριφέρεται σαν κάποιος να αυξάνει και να μειώνει το βάρος του. Όσοι από εσάς έχετε οδηγήσει μια βαριά λιμουζίνα ή μια βαριά μοτοσυκλέτα, θα έχετε νοιώσει αυτή τη μαγική αίσθηση πως ισοπεδώνουν την επιφάνεια του δρόμου. Όσο πιο ελαφριά είναι η μοτοσυκλέτα, τόσο πιο εύκολα επηρεάζεται από τις ανωμαλίες του οδοστρώματος, διότι έχει μικρότερη αδράνεια μάζας. Το βάρος όμως είναι πολύ κακό πράγμα για τις επιδόσεις και την συνολική συμπεριφορά κάθε οχήματος. Το ιδανικό θα ήταν να μπορούσαμε να αλλάζουμε την αδράνεια μάζας του οχήματός μας τι στιγμή που θέλουμε εμείς. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει στην πράξη, οπότε υπάρχουν δύο λύσεις. Η μία είναι οι ηλεκτρονικά ελεγχόμενες ενεργητικές αναρτήσεις, που “διαβάζουν” την επιφάνεια του οδοστρώματος και “νοιώθουν” τις μετατοπίσεις του βάρους του οχήματος, ρυθμίζοντας κατάλληλα τις αποσβέσεις τους.

Αυτού του είδους οι αναρτήσεις απαγορεύονται στους αγώνες και έως τώρα δεν υπάρχει εφαρμογή τους σε όχημα παραγωγής. Ημί-ενεργητικές αναρτήσεις έχουμε, αλλά και αυτές απαγορεύονται στους αγώνες. Οπότε η άλλη λύση που απομένει στις αγωνιστικές ομάδες είναι η χρήση κινούμενου αντίβαρου. Στην πράξη, η επικουρική απόσβεση των ταλαντώσεων του ελατηρίου που προσφέρει στο υδραυλικό αμορτισέρ, αποδείχτηκε πως έχει περισσότερα από ένα ευεργετικά αποτελέσματα. Διότι τα αμορτισέρ μπορούν (ως ένα βαθμό) να αποσβέσουν τις ταλαντώσεις του ελατηρίου, όχι όμως τις ταλαντώσεις του σκελετού του ελαστικού!

Αυτές οι ταλαντώσεις του ελαστικού δημιουργούν σε μεγάλο βαθμό το φαινόμενο του chattering, το οποίο προκαλεί πρόωρη φθορά στα ελαστικά και ανεπιθύμητες ταλαντώσεις σε ολόκληρη τη μοτοσυκλέτα, καθώς δεν αποσβένονται επαρκώς από την ανάρτηση και περνάνε αφιλτράριστες στο πλαίσιο. Έτσι η ύπαρξη του αντίβαρου στην ουρά των μοτοσυκλετών της Ducati, αποσβένει και αυτές τις ταλαντώσεις.

Όπως βλέπουμε στο σχεδιάγραμμα, η κίνηση του αντίβαρου είναι πλήρως ελεγχόμενη και μάλιστα με ηλεκτρονικό τρόπο (ως προς το εύρος της κίνησής του), κάτι που αγγίζει τα όρια των κανονισμών, έστω κι αν δεν αποτελεί απευθείας μέρος της ανάρτησης.

Ένας αντίστοιχης λογικής “αποσβεστήρας ταλαντώσεων” αλλά με εντελώς πιο απλό σχεδιασμό κατασκευάζεται από την ιταλική εταιρεία Supreme Technology και μπορεί να τοποθετηθεί σε όλες τις μοτοσυκλέτες. Βιδώνει σταθερά στην άκρη του ψαλιδιού (εδώ δηλαδή είναι μη αναρτώμενο βάρος και όχι αναρτώμενο όπως στη Ducati). Σύμφωνα με την Supreme Technology, αποσβένει τις ταλαντώσεις του σκελετού του ελαστικού που διοχετεύονται στο ψαλίδι κι από εκεί καταλήγουν στο πλαίσιο. Η ιταλική εταιρεία λέει πως το σύστημά της το χρησιμοποιούν αναβάτες στις Moto3 και Moto2, στα Motul WSBK, στο παγκόσμιο Supersport, αλλά και στο Flat Track και ότι έχει αναγνωριστεί από την ιταλική ομοσπονδία μοτοσυκλέτας ως συσκευή ασφάλειας στους αγώνες, καθώς μειώνει τον κίνδυνο ενός highsiding έως και 90%. Βαρύγδουπη δήλωση μεν, αλλά η ύπαρξή του έχει λογική και όπως είδαμε στην περίπτωση των εργοστασιακών Ducati, κάποιοι πιστεύουν στα πλεονεκτήματά του και φρόντισαν να κρύψουν την ύπαρξή του μέσα σε ένα “salad box”.                    

Tech Tips: Τι λάδια να βάλω στον κινητήρα της μοτοσυκλέτας μου;

Απαντάμε (ξανά) στην ερώτηση-zombie του παγκόσμιου μοτοσυκλετισμού
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

18/10/2018

Υπάρχει μόνο μία σωστή απάντηση στην ερώτηση: Τι λάδια να βάλω στον κινητήρα της μοτοσυκλέτας μου;

Και η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΣΩΣΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ είναι: ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΣΤΟ OWNER’S MANUAL ο κατασκευαστής του κινητήρα σου.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ. ΤΕΛΕΙΑ!

Τότε γιατί κάθε τρεις και λίγο θα εμφανιστεί κάποιος που θα ρωτάει αυτή την ερώτηση ξανά και ξανά εις τους αιώνες των αιώνων, αμήν; Διότι στους ανθρώπους αρέσουν οι θεωρίες συνομωσίας και οι εύκολες και φτηνές λύσεις. Όταν κάποιος ψάχνει στο internet για να βρει μια απάντηση, συνήθως ψάχνει να βρει κάποιον άλλον που να έχει την ίδια άποψη με αυτόν. Του λένε δέκα άνθρωποι ότι πρέπει να βάλει το λάδι που λέει ο σχεδιαστής του κινητήρα του, αλλά αυτός συνεχίζει να αναρωτιέται μέχρι να βρει κάποιον που θα του πει να βάλει το πιο φτηνό ή το λάδι της “αγαπημένης” του μάρκας κ.τ.λ.

Κάτι σαν τους οπαδούς του Κινήματος Της Επίπεδης Γης, των Ψεκασμών και γενικά όλων των “ψαγμένων” θεωριών που κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται ότι γνωρίζουν κάτι παραπάνω από την “Μάζα” των “Προβάτων του Συστήματος”.

Μάλιστα το ερώτημα αυτό είναι σαν τον υιό του AIDS και αλλάζει διαρκώς μορφή, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να το θεραπεύεις. Την μια εμφανίζεται ως: Να βάλω λάδια αυτοκινήτου; Την άλλη ως: Να βάλω συνθετικά; Την παρ’ άλλη: Βρήκα λάδια με 3 ευρώ, κάνουν; Η λίστα δεν τελειώνει ποτέ και η αρρώστια μεταλλάσσεται συνεχώς.   

Επειδή όμως μπορεί να τύχει να αγοράσουμε μια μεταχειρισμένη μοτοσυκλέτα από κάποιον τέτοιο “έξυπνο” και “ψαγμένο” τύπο, είμαστε υποχρεωμένοι να επανερχόμαστε στο θέμα, για να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας πρωτίστως.

Γιατί λοιπόν, μόνο ο κατασκευαστής ξέρει τι λάδια πρέπει να βάζουμε στον κινητήρα μας και όχι ο Τάκης ο Σουζοκαντίλης; Διότι είναι ο μόνος που γνωρίζει τα διάκενα κάθε εξαρτήματος, την μηχανική αντοχή κάθε εξαρτήματος, τις θερμοκρασίες που αναπτύσσονται σε κάθε σημείο του κινητήρα και τις δυνατότητες του συστήματος λίπανσης. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι μοναδικά σε κάθε κινητήρα και δεν υπάρχουν περιθώρια για γενικότητες. Αν ένας τετρακύλινδρος εν σειρά έχει βαλβίδες τιτανίου, πιθανόν χρειάζεται άλλου τύπου λάδια σε σχέση με έναν που έχει ατσάλινες, ακόμα κι αν μιλάμε για την ίδια μοτοσυκλέτα, όπως το Yamaha R1-S (ατσάλινες) και το R1-M (τιτανίου).

(Το παράδειγμα της R1 είναι τυχαίο, μην μπείτε στον κόπο να βρείτε αν έχουν τα ίδια λάδια ή όχι)

Κάποιες φορές θα πρέπει να βάζουμε και την ίδια μάρκα που προτείνει ο κατασκευαστής. Για παράδειγμα, ένας κινητήρας που έχει πολύ σκληρά ελατήρια βαλβίδων, ίσως χρειάζεται κάποιο ειδικό πρόσθετο που να αντέχει την σύνθλιψη ή να χρειάζεται μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε αυτό. Δηλαδή μπορεί δύο ίδιου τύπου λάδια να έχουν τα ίδια ακριβώς συστατικά, όμως να διαφέρουν στην περιεκτικότητα διότι ο κατασκευαστής του κινητήρα μας έχει ζητήσει από την εταιρεία λιπαντικών που συνεργάζεται, να φτιάξει ένα λάδι που να αντέχει περισσότερο στην σύνθλιψη.

Άρα αν έχω λεφτά, βάζω το ακριβότερο συνθετικό που θα βρω και περιέχει τα πάντα, για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ και ΟΧΙ!

Θα βάζεις ΜΟΝΟ το λάδι που λέει ο κατασκευαστής, διότι η συμπεριφορά των συνθετικών λαδιών δεν είναι ίδια με των ημί-συνθετικών ή των ορυκτών όταν ο κινητήρας είναι κρύος ή σε θερμοκρασία λειτουργίας ή βράζει μέσα στην κίνηση της πόλης. Το λάδι πέρα από την λίπανση του κινητήρα είναι “συσσωρευτής θερμότητας” και παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ψύξη του κινητήρα μας. Το ποσοστό θερμότητας που μπορεί να απορροφήσει ένα συνθετικό λάδι, μπορεί να διαφέρει πάρα πολύ σε σχέση με ένα ημι-συνθετικό.