Ιστορίες με παπιά από τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη και τον Μάκη Παπαδημητρίου! [video]

Ιστορίες για το όχημα που "σμίλεψε" γενιές μοτοσυκλετιστών
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

18/11/2020

Δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο εμβληματική εικόνα, έννοια και σχήμα –τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα- για όλους εμάς που οδηγούμε και ζούμε καθημερινά με μοτοσυκλέτες, από το παπί. Για την συντριπτική πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, το παπί ήταν το εφαλτήριο για το σύμπαν των μοτοσυκλετών. Το δίκυκλο που μας έδωσε την πρώτη γεύση από τον "απαγορευμένο καρπό", που για πολλούς από εμάς σήμανε την έναρξη ενός υπέροχου ταξιδιού ζωής. Όλοι, ακόμη και όσοι δεν ξεκίνησαν την δίτροχη καριέρα τους από αυτό, βρέθηκαν στη σέλα ενός παπιού και όλοι –μα όλοι- έχουν μνήμες και ανεξίτηλες ιστορίες από την εμπειρία τους.

Δεν είναι τυχαίο που τα παπιά έγιναν ορόσημο στην σύγχρονη μοτοσυκλετιστική Ιστορία. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι σε πολλές περιπτώσεις είναι αυτά που έγραψαν την Ιστορία, όπως στην περίπτωση της Honda όπου ουσιαστικά αποτέλεσαν τον "σπόρο" για την ανάπτυξη του ιαπωνικού γίγαντα. Ήταν, είναι, και όπως φαίνεται θα συνεχίσουν να είναι, η επιτομή της πρακτικότητας, ένα εργαλείο δουλειάς, αλλά και όπως έχει δείξει η ιστορία για όλους εμάς που γαλουχηθήκαμε μοτοσυκλετιστικά την δεκαετία του '80, ένα από τα πιο πρόσφορα εδάφη για μια πρώτη επαφή με το customizing!

Το κυριότερο όμως είναι, πως επειδή ακριβώς αποτέλεσαν για δεκαετίες ολόκληρες τον ορισμό του entry level, οι εμπειρίες και οι αναμνήσεις που έχουν δημιουργηθεί μαζί τους, είναι φυλαγμένες στο σεντούκι του μυαλού με τα πιο ζωντανά μας χρόνια, τότε που μετά από μια βόλτα με το παπί και το κορίτσι στην παραλία, ήταν σα να είχες κατακτήσει τον κόσμο όλο.

Με αφορμή τέσσερα παπιά της Honda, εμείς επιχειρήσαμε να ανασύρουμε αυτές τις μνήμες, έχοντας μαζί μας την καλύτερη παρέα: Τον Μάκη Παπαδημητρίου και τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, δύο από τους καλύτερους ηθοποιούς της νέας γενιάς, αλλά και δύο παθιασμένους μοτοσυκλετιστές, με την αυθεντικά έννοια του όρου. Μετά από την εμπειρία της βόλτας και της κουβέντας μαζί με τους δύο καλούς φίλους, το σίγουρο είναι ότι όλοι μας προσθέσαμε άλλη μια μοναδική… παποϊστορία στον "φάκελό" μας!

Λάζαρος Μαυράκης

Δείτε εδώ το βίντεο της βόλτας με τον Μάκη και τον Πυγμαλίωνα

Τα οπίσθια… της πτώσης

Ο σωστός μοτοσυκλετιστής οφείλει να έχει οδηγήσει στη βροχή χωρίς αδιάβροχα ή να έχει μείνει τουλάχιστον μια φορά από βενζίνη στο πουθενά ή ακόμα και να έχει φύγει δικάβαλος για διακοπές και να γυρίσει μόνος του. Αυτές είναι μερικές από τις περιπτώσεις όπου η φράση ο σωστός μοτοσυκλετιστής ξεκινά με ειλικρίνεια και καταλήγει με σαρκασμό και ειρωνεία.
Παρόλα αυτά υπάρχει και η φράση "ο σωστός μοτοσυκλετιστής οφείλει να έχει τουλάχιστον μια ιστορία με παπί" χωρίς να κρύβεται από πίσω κανένας σαρκασμός  και καμία ειρωνεία.

Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης ένας από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς που διαθέτει η χώρα, πρόσφατα βραβευμένος με το βραβείο της Ακαδημίας Κιν/φου, είναι σωστός μοτοσυκλετιστής. Βασικά, όχι. Είναι πιο σωστός κι από σωστός γιατί δεν έχει μια ιστορία για παπιά. Δεν έχει καν δυο ιστορίες. Ούτε τρεις αν με ρωτάτε. Έχει τόσες ιστορίες για παπιά που όταν αρχίσει να τις λέει (χαρισματικός story teller) χάνεις την αίσθηση του χρόνου και απλά απολαμβάνεις γελώντας με την ψυχή σου. Στο βίντεο που συνοδεύει το άρθρο μπορείτε να πάρετε μια μικρή γεύση.

Τον απαγάγαμε διακριτικά από το γύρισμά του (πρωταγωνιστεί στην κωμωδία "Η Φαμίλια") και κάναμε μια βόλτα με τέσσερα παπιά της Honda για να θυμηθούμε όλοι λίγο τα παλιά και να απολαύσουμε τα καινούργια. Astrea Grand-Χ, Supra-X, Super Cub και GTR150 που έγιναν η αφορμή για κουβέντα και μπόλικο γέλιο.

Η δική μου περιπέτεια με παπί (από τις λίγες ομολογουμένως που έχω) ήταν πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια. Πολύ πιτσιρικάς τότε, λίγα χρόνια μετά το '87 που το μπάσκετ άκμαζε σε κάθε γειτονιά και φυσικά και στη δική μου. Παίζαμε μπάσκετ λοιπόν νωρίς το απόγευμα με δυο φίλους, ένας εκ των οποίων είχε στην κατοχή του -στα όρια της νομιμότητας...  δηλαδή παράνομα- ένα Astrea Grand. Μπορντό. Ή βυσσινί ας πούμε, κάτι τέτοιο. Το παπί αραγμένο στην άκρη του γηπέδου κι εμείς πάνω κάτω συνέχεια. Κάποια στιγμή περνάει με το αμάξι ο πατέρας του φίλου με το παπί, και του λέει ότι πρέπει να πάει μαζί του να τον βοηθήσει και να αφήσει το παπί στο γήπεδο. "Παιδιά, έρχομαι σε λίγο, το αφήνω εδώ, ρίχνετε καμιά ματιά", λέει σε μένα και στον άλλο φίλο, και φεύγει.
Εμείς συνεχίζουμε να παίζουμε και αντιλαμβανόμαστε ότι σουτάρουμε κοιτώντας το παπί. Τα κλειδιά επάνω. Μου λέει ο άλλος -ο Σπύρος- "αν γυρίσουμε γρήγορα δεν θα καταλάβει τίποτα".
Και το τσιμπάμε. Οδηγούσε ο Σπύρος. Κάναμε γύρους στη γειτονιά, τρισευτυχισμένοι, ούτε κράνη ούτε τίποτα. Και όλη την ώρα γελούσαμε που δεν θα καταλάβαινε τίποτα ο ιδιοκτήτης του παπιού. Δρόμο το δρόμο, στενό το στενό βρισκόμαστε να μπαίνουμε με σκασμένη δευτέρα στον βοηθητικό χώρο του γυμναστηρίου της Ηλιούπολης, όπου για κακή μας τύχη μόλις είχε τελειώσει η προπόνηση του παιδικού κοριτσιών στο βόλεϊ.  Ο Σπύρος έπαθε αυτό που προσπαθούμε όλοι να αποφύγουμε και ποτέ δεν το αποφεύγουμε. Κοιτούσε ένα κοριτσάκι που πήγαινε δεξιά αριστερά και το παπί ακολουθούσε αντιστοίχως -αρκούντως πειθήνια-  φρενάροντας και κάνοντας τα σχετικά οχτάρια με κοκκαλωμένο το πίσω φρένο και το Σπύρο και εμένα να σκεφτόμαστε σε κλάσματα του δευτερολέπτου, την οργή του άλλου, την οργή των γονιών, την οργή γενικά σαν έννοια.
Πέσαμε. Γλίτωσε το κοριτσάκι με ένα σχετικά ελαφρύ βρόντο και το παπί με ένα στραβωμένο αριστερό μαρσπιέ. "Δεν ντρέπεστε παλιόπαιδα;" αναφώνησε δικαίως η προπονήτρια κι εμείς με την ουρά στα σκέλια ξανακαβαλήσαμε και βρεθήκαμε σε ελάχιστο χρόνο πίσω στο γήπεδο μπάσκετ. Το μόνο πρόβλημα που θα μαρτυρούσε την μαλακία μας λύθηκε με μια πέτρα. Το λάστιχο στο μαρσπιέ απορρόφησε τα χτυπήματα και είχε μείνει μόνο ένα ξύσιμο από κάτω που έπρεπε να πάρεις κάμψεις για να το δεις.
Ο άλλος γύρισε κι εγώ με περισσό θράσος και ανείπωτη σαχλαμάρα του λέω: "τι σε ήθελε ο πατέρας σου ρε φίλε;"
Δεν του το είπαμε ποτέ.

Μάκης Παπαδημητρίου

 

Top Gun revolution!

Το να κυκλοφορείς Αύγουστο στην Αθήνα του 1989 –και δη βράδυ- έμοιαζε με σκηνή αποκάλυψης από ταινία με ζόμπι, που οι μεν είχαν φάει τους δε και μετά φαγώθηκαν και μεταξύ τους. Οι γάτες στους δρόμους ήταν απείρως περισσότερες από τα οχήματα που μπορεί να συναντούσες, μιας και τα διακοποδάνεια της "χρυσής" εκείνης εποχής, είχαν στείλει την συντριπτική πλειοψηφία των Αθηναίων στις διακοπές των ονείρων τους. Το παρεάκι μας δυστυχώς δεν ανήκε στην προνομιούχα κάστα που μπορούσε να δανειστεί 20 φορές πάνω από το κόστος ζωής του και η παραμονή στο κλεινόν άστυ ήταν μονόδρομος. Δεν μας χάλασε όμως, καθώς όλη η παρέα, ο Πάνος, ο Βαγγέλης, ο άλλος Πάνος, ο Κώστας, ο… τρίτος Πάνος κι εγώ, είχαμε τα παπιά μας! Όχι όλοι δηλαδή, αλλά κι αυτοί που δεν είχαν, έπαιζαν τον ρόλο των… riding bitch μας!

Έχοντας εξαντλήσει κάθε πιθανή διαδρομή –και έχοντας αποφύγει και ένα μπλόκο… αυγουστιάτικα στην Αθήνα!- είχαμε αρχίσει να αναζητάμε εναλλακτικούς τρόπους διασκέδασης. Μέχρι που σταματήσαμε σε ένα φανάρι (ναι… είχαμε κι εμείς βίτσια τότε). Δίπλα ακριβώς υπήρχε ένας κάδος σκουπιδιών. Γεμάτος. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα προσγειώθηκε η πρώτη σακούλα στο τιμόνι μου. Αυτό ήταν. Το σύνθημα είχε δοθεί και το "πανηγύρι" ξεκίνησε. Οι συνεπιβάτες είχαν το καθήκον της περισυλλογής και εκτόξευσης πυρομαχικών κι εμείς οι οδηγοί έπρεπε να αποφεύγουμε τα αντίπαλα πυρά και με μανούβρες να φέρνουμε τον συνεπιβάτη μας σε θέση βολής. Κάτι σαν το Top Gun ένα πράγμα, αλλά με δωδεκάβολτα Honda C50 (με ρεκτιφιέ στα 72cc)! Κι όλα αυτά στους κεντρικότερους δρόμους της Αθήνας. Εντάξει, δεν ήμαστε τώρα πια περήφανοι για τον χαμό που αφήσαμε πίσω μας, αλλά τότε ήταν ένα από τα πιο διασκεδαστικά καλοκαιρινά βράδια της ζωής μας. Ποτέ δεν καθάρισε από την ποδιά του παπιού μου εκείνο τον λεκέ από τον πελτέ "Κύκνος". Ίσως με αυτόν τον τρόπο υποσυνείδητα ήθελα να κρατήσω ανεξίτηλες τις αναμνήσεις της εποχής εκείνης…

Λάζαρος Μαυράκης

 

Τα γλυκόλογα!

Έχω πολλές ιστορίες με παπιά που θα βρουν ανθρώπους να ταυτιστούν μαζί τους, αλλά μία συγκεκριμένη έχει τις περισσότερες πιθανότητες να την έχουμε ζήσει όλοι μας μαζί, με μικρές παραλλαγές: Κατεβαίνω την Περιφερειακή Θεσσαλονίκης με Honda Super Cub 50, ένας δρόμος που ίσως έχει μεγαλύτερες υψομετρικές διαφορές από αυτό που θα έπρεπε και σίγουρα γλιστρά παραπάνω από εκείνο που θα έπρεπε να επιτρέπεται. Είναι καλοκαίρι, είναι μεσημέρι και βράζεις αυγά πάνω στο κουτί υπολογιστή που κουβαλάω πίσω στο παπί. Από εκείνα τα παλιά PC που η λαμαρίνα του κουτιού άνετα συγκρινόταν με αυτή του παπιού σε πάχος. Κέρδιζε κιόλας. Είναι εκείνη η εποχή που για να εργαστείς ως έφηβος χρειαζόσουν λιγότερα χαρτιά από αυτά που υπάρχουν σήμερα για την συγκεκριμένη περίπτωση, δουλεύω τα καλοκαίρια ως τεχνικός Η/Υ σε μία εταιρεία που εξυπηρετεί εκείνους που -κυρίως- είχαν PC τότε, δηλαδή άλλες εταιρείες. Κάθε υπολογιστής που δεν φτιαχνόταν επί τόπου ήταν ήδη ένας αγώνας δρόμου, με το χρονόμετρο να ξεκινά να μετρά αντίστροφα. Την όποια απειρία μου ως έφηβος τεχνικός, την κάλυπτα με την ταχύτητα στην μετακίνηση των υπολογιστών και παρόλο που μου είχαν φύγει και 2-3 πάνω από την σχάρα του παπιού, το συνολικό σκορ ήταν για ρεκόρ. Εκείνη την Παρασκευή, με 40 βαθμούς μεσημεριάτικα στον περιφερειακό της πανέμορφης Θεσσαλονίκης πήγαινα για το triple crown, θα τελείωνα μία ακόμη εγκατάσταση και το απόγευμα θα ήμουν ήδη στην Χαλκιδική με το πενηνταράκι. Γιατί σαν την Χαλκιδική δεν έχει…

Και τότε κόλλησε. Στην κατηφόρα με τέρμα γκάζι και τον γεμάτο σίδερο υπολογιστή δεμένο με λάστιχα πίσω. Και στο αριστερό ρεύμα κάνοντας προσπέραση… Μπαντιλίκια μέχρι την άκρη του δρόμου κρατώντας τον υπολογιστή με το ένα χέρι από φόβο περισσότερο, αν έφευγε δεν θα μπορούσα να τον κρατήσω. Πάει το ρεκόρ σκέφτηκα σιχτιρίζοντας το παπί για την επιλογή της συγκεκριμένης ημέρας… Δεν είχε ξαναβγάλει πρόβλημα, σήμερα βρήκε; Άρχισα να του μιλάω, σαν να είναι άλογο κούρσας και το να ξεκουραστεί θα βοηθούσε, να του εξηγώ πως σήμερα συγκεκριμένα έπρεπε να φτάσω στην Χαλκιδική ό,τι και να γίνει, περίμενε το αίσθημα. Πέρασε σχεδόν μισή ώρα με γλυκόλογα και μαντέψτε: Η μανιβέλα του άρχισε να κατεβαίνει! Το έβαλα μπροστά και ξεκίνησα με μισό γκάζι για τα πρώτα μέτρα και τέρμα συνέχεια μετά γιατί το triple crown περίμενε! Ήμουν Χαλκιδική στην ώρα μου και από τότε του μιλούσα μόνο, δεν του άλλαζα λάδια…

Θάνος Φελούκας

 

Τα παπιά μας!

 

Astrea Grand-Χ

Το entry-level μοντέλο της Honda πρεσβεύει με τον καλύτερο τρόπο τις κλασσικές αξίες των παπιών που τα έκαναν να τα αγαπήσουμε τόσο πολύ στην Ελλάδα. Με βασικό χαρακτηριστικό την απλότητα, το Astrea Grand προσφέρει έναν πραγματικά οικονομικό τρόπο μετακίνησης σε βάθος χρόνου. Ο αερόψυκτος κινητήρας των 110 κυβικών έχει τροφοδοσία ηλεκτρονικού ψεκασμού και είναι ρυθμισμένος για μειωμένη κατανάλωση καυσίμου, με ελάχιστες απαιτήσεις σε συντήρηση. Οι χυτές ζάντες αλουμινίου και το μεγάλο δισκόφρενο εμπρός συμβαδίζουν με τις σύγχρονες ανάγκες για σταθερότητα και ασφάλεια σε όλες τις συνθήκες.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           
Τιμή:
2,360€
Μεταξόνιο (mm):
1.230
Ύψος σέλας (mm):
790
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/ 99
Κινητήρας:
Μονοκύλινδρος, αερόψυκτος με 1ΕΕΚ και 2 Β/Κ
Χωρητικότητα (cc):
109
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
8,7/7.250
Ροπή (kg.m/rpm):
0,86/6.000
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Ελαστικό:
80/90-17
ΦΡΕΝΟ
Ταμπούρο
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Ελαστικό:
70/90-17
ΦΡΕΝΟ
Μονό δισκόφρενο
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Τιμή κατασκευαστή (lit/100km)
1,5
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
4
 
 
 
 

 

Supra-X

Για εκείνους που θέλουν κάτι παραπάνω από ένα απλό παπί η Honda έχει στη γκάμα της το Supra-X. Με αερόψυκτο κινητήρα 125 κυβικών που αποδίδει σχεδόν 9 ίππους στις 7.250 στροφές, έχει τις απαραίτητες επιδόσεις για κίνηση σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας και τα δύο ισχυρά δισκόφρενα με συνδυασμένη λειτουργία, ολοκληρώνουν το υψηλότερο επίπεδο ενεργητικής ασφάλειας. Με φώτα θέσης LED και παροχή ρεύματος κάτω από τη σέλα που ανοίγει από την κεντρική κλειδαριά, το Supra-X είναι ένα ισορροπημένο κοκτέιλ απλότητας, οικονομίας χρήσης και ταυτόχρονα σύγχρονων ανέσεων και εμφάνισης.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           
Τιμή:
2.850€
Μεταξόνιο (mm):
1.235
Ύψος σέλας (mm):
770
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/105
Κινητήρας:
Μονοκύλινδρος, αερόψυκτος με 1ΕΕΚ και 2 Β/Κ
Χωρητικότητα (cc):
125
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
8.98/7.250
Ροπή (kg.m/rpm):
1/5.500
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Ελαστικό:
80/90-17
ΦΡΕΝΟ
Δισκόφρενο
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Ελαστικό:
70/90-17
ΦΡΕΝΟ
Δισκόφρενο
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Τιμή κατασκευαστή (lit/100km)
1,7
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
-
 
 
 
 

 

GTR 150

Το supersport παπί στη γκάμα της Honda είναι απόλυτα προσανατολισμένο στις επιδόσεις. Καρδιά του GTR 150 είναι ένας υπερσύγχρονος πολύστροφος υγρόψυκτος κινητήρας, με 2 επικεφαλής εκκεντροφόρους που αποδίδει 15,1 ίππους στις 9.000 στροφές. Συνδυάζεται με ένα κιβώτιο έξι σχέσεων και συμβατικό συμπλέκτη στο χέρι, αντί για το συνηθισμένο ημί-αυτόματο κιβώτιο τεσσάρων σχέσεων που έχει η πλειοψηφία των παπιών. Με το βάρος να μην ξεπερνά τα 105 κιλά, οι επιδόσεις του GTR 150 είναι εντυπωσιακές. Φυσικά η Honda ξέρει πως δεν αρκεί ένας δυνατός κινητήρας για να φτιάξεις ένα αληθινό σπορ παπί και έδωσε αντίστοιχη προσοχή στα υπόλοιπα μηχανικά μέρη. Το πλαίσιο είναι περιμετρικό και συνοδεύεται από ένα μεγάλης διατομής ψαλίδι, με μονό αμορτισέρ κεντρικά τοποθετημένο, ακολουθώντας τη φιλοσοφία σχεδιασμού των μοτοσυκλετών. Το σύστημα πέδησης με τα δύο μεγάλα δισκόφρενα έχει συνδυασμένο, δικάναλο ABS, εξασφαλίζοντας πως το GTR 150 θα σταματάει το ίδιο γρήγορα όπως επιταχύνει. Την σπορ φιλοσοφία τονίζουν οπτικά τα ειδικά χρώματα και το μεγάλο στροφόμετρο στον πίνακα οργάνων.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           
Τιμή:
 
Μεταξόνιο (mm):
1.276
Ύψος σέλας (mm):
780
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/ 122
Κινητήρας:
Μονικύλινδρος, υγρόψυκτος με 2ΕΕΚ και 4 Κ/Β
Χωρητικότητα (cc):
149,2
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
15,1/9.000
Ροπή (kg.m/rpm):
2,3/6.500
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Μονό αμορτισέρ κεντρικά τοποθετημένο
Ελαστικό:
120/70-17
ΦΡΕΝΟ
Δισκόφρενο με συνδυασμένο ABS
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Ελαστικό:
90/80-17
ΦΡΕΝΟ
Δισκόφρενο με συνδυασμένο ABS
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Τιμή κατασκευαστή (lit/100km)
1,6
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
-
 
 
 
 

 

Super Cub 125

Ένας πραγματικός ύμνος στο πρώτο παπί της Honda, που ίδρυσε την κατηγορία δίκυκλων με τα δισεκατομμύρια ιδιοκτήτες όλα αυτά τα χρόνια. Πρόκειται για το πιο Premium παπί της Honda όπου οι σχεδιαστές έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους για να το κάνουν όσο πιο πολυτελές και… ποθητό γίνεται. Η ποιότητα των υλικών, το φινίρισμα και η συναρμογή είναι κορυφαία για την κατηγορία και συνδυάζεται από μοντέρνα στοιχεία εξοπλισμού, όπως το σύστημα keyless, τα LED φώτα, και το συνδυασμένο ABS στα φρένα. 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           
Τιμή:
3.990€
Μεταξόνιο (mm):
1.245
Ύψος σέλας (mm):
780
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/ 109
Κινητήρας:
Μονοκύλινδρος, αερόψυκτος με 1ΕΕΚ και 2 Β/Κ
Χωρητικότητα (cc):
125
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
10/7.500
Ροπή (kg.m/rpm):
1,06/5.000
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Ελαστικό:
80/90-17
ΦΡΕΝΟ
Δισκόφρενο με συνδυασμένο ABS
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Ελαστικό:
70/90-17
ΦΡΕΝΟ
Δισκόφρενο με συνδυασμένο ABS
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Τιμή κατασκευαστή (lit/100km)
1,5
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
-
 
 
 
 

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!

Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ
Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

23/10/2025

Στις 23 Οκτωβρίου 2011 ο κόσμος του MotoGP πάγωσε. Ο Marco Simoncelli το όνομα που όλοι μας πιστεύαμε πως θα είναι ο επόμενος απόλυτος διεκδικητής των MotoGP, ο νεαρός αναβάτης που ο Rossi έβλεπε ως συνεχιστή του, έχοντας προλάβει να γίνει ήδη ένας από του πιο αναγνωρίσιμους αναβάτες της σύγχρονης εποχής, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του Grand Prix της Μαλαισίας, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που παραμένει αισθητό ακόμη και σήμερα. Ο “Super Sic”, όπως τον γνώριζε όλος ο κόσμος, δεν υπήρξε απλώς ένας εξαιρετικός αναβάτης ήταν μια προσωπικότητα που οι αγώνες μοτοσυκλέτας χρειαζόντουσαν και μάλιστα χρειάζονται ακόμη. Είχε τεράστιο πάθος και ανεπιτήδευτη αγάπη για τους αγώνες, με μία πρέζα χιούμορ που έλκυε ακόμη και τους οπαδούς άλλων αναβατών!

Δεκατέσσερα χρόνια μετά, η μνήμη του συνεχίζει να ζει δυνατά χωρίς να έχει προλάβει να γεμίσει με ρεκόρ ή να φορτώσει τα στατιστικά, τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου και η καθολική του αποδοχή από όλους, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο στα MotoGP αλλά και γενικά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό!

Ο Simoncelli ήταν φτιαγμένος από υλικό που δεν μετριέται σε τίτλους και στατιστικά. Το ανέμελο μαλί κάτω από το κράνος, το σπινθηροβόλο βλέμμα και εκείνο το απίστευτο πάθος για μάχη, που έκανε κάθε γύρο του MotoGP να θυμίζει κάτι από άλλες εποχές. Ήταν αγνός αγωνιστής, με μια ιταλική τρέλα που δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να κρύψει.

Super Sic 58 – The Legacy
Ονοματεπώνυμο: Marco Simoncelli
Ημερομηνία γέννησης: 20 Ιανουαρίου 1987, Cattolica, Ιταλία
Θάνατος: 23 Οκτωβρίου 2011, Sepang, Μαλαισία
Αριθμός αγώνων GP: 151 (125cc, 250cc, MotoGP)
Νίκες: 14 (12 στο 250cc, 2 στο 125cc)
Παγκόσμιοι τίτλοι: 1 (250
cc, 2008 – Gilera)
Ομάδες:
Matteoni Racing, Metis Gilera, San Carlo Honda Gresini}
Νούμερο: 58 (αποσυρμένο επίσημα από το MotoGP το 2016)

Κληρονομιά:
• Το Misano World Circuit Marco Simoncelli φέρει το όνομά του από το 2012.
• Το Fondazione Marco Simoncelli στηρίζει νέους και οικογένειες σε ανάγκη, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της οικογένειας.
• Κάθε χρόνο, οι φίλοι του διοργανώνουν στο Misano το “Sic Day”, ένα φεστιβάλ χαράς και μοτοσυκλέτας, όπως το ήθελε εκείνος.
• Το #58 παραμένει σύμβολο πάθους και αυθεντικότητας, ένα νούμερο που θα θυμίζει για πάντα τι σημαίνει να ζεις ως αγωνιζόμενος στην κορυφή της μοτοσυκλέτας

Η καριέρα του εκτοξεύθηκε το 2008, όταν κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα 250cc με τη Gilera, χαρίζοντας στην παραπαίουσα τότε Ιταλική μάρκα το τελευταίο της σπουδαίο τρόπαιο. Από τότε, το όνομα “Simoncelli” έγινε συνώνυμο με τον επιθετικό και θεαματικό τρόπο οδήγησης. Ήταν ένα ιδιαίτερο επιθετικό στιλ, από εκείνα που ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν χρησιμοποιούσαν αργότερα εναντίον του, ήταν όμως μοιραία και εκείνο που έδωσε το άδοξο τέλος. Όταν ανέβηκε στο MotoGP με τη Honda της ομάδας Gresini, όλοι ήξεραν πως μπροστά τους είχαν έναν από εκείνους τους αναβάτες που ή θα έγραφαν ιστορία ή θα την πλήρωναν ακριβά.

Γνώρισα προσωπικά τον Simoncelli με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Είχε μόλις κερδίσει τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο και βρισκόμασταν στην πίστα δοκιμών της Goodyear-Dunlop, μία μαγευτική τοποθεσία με μία εκπληκτική πίστα όπου φυσικά δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε μπορεί να μπει κανείς άλλος πέρα από τους αναβάτες δοκιμών και τους δημοσιογράφους, στις λίγες φορές που έχει φιλοξενήσει παρουσιάσεις ελαστικών.

Ήμουν για ακόμη μία φορά ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος και είχα μπει να οδηγήσω μαζί με τους Άγγλους δημοσιογράφους που τότε ήταν μία πολυπληθή ομάδα χωρίς Youtubers και Influencers, όλοι τους εξαιρετικά έμπειροι και επίσης όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με αγωνιστικές περγαμηνές που έφταναν για δύο από αυτούς μέχρι και το BSB! Μπήκαμε με superbike στο session εκείνο και ο Simoncelli με ένα Dorsoduro 750. Αυτό που περισσότερο το έχετε δει να κυκλοφορεί με την ομάδα ΔΙΑΣ, σπάνια δικάβαλο παρότι η ομάδα αυτή έτσι έχει στηθεί και αν θυμάστε από την δοκιμή στο MOTO, δεν ήταν και μία μοτοσυκλέτα που μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει.

Ο Simoncelli ξεκίνησε τελευταίος, πίσω μας και σε λίγους γύρους μας είχε μαζέψει. Εγώ βρισκόμουν τότε σχετικά μπροστά στο γκρουπ, τρίτος κατά σειρά όταν με πέτυχε στο πιο αργό κομμάτι της πίστας, αργό για εμάς. Ανηφορικό εσάκι με θετική κλίση στην μεσαία του στροφή. Ήξερα ότι ήταν πίσω μου και είχα υπολογίσει να κρατηθώ στην έξοδο για να μην τον κόψω και να ανοίξω το γκάζι του GSXR1000R μόλις με περάσει. Μόνος μου στόχος να μείνω πίσω του για λίγο καθώς αμέσως μετά είχαμε άλλες δύο στροφές που μας οδηγούσαν στην ευθεία, οπότε θα προλάβαινα να οδηγήσω τουλάχιστον μισό γύρο πίσω του. Ότι και να έκανε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει στην ευθεία με το Dorsoduro 750 από το GSXR1000R!

ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ!

Την ώρα που έστριβα την δεύτερη στροφή από το εσάκι, εκείνη την αριστερή με την θετική κλίση, είδα ένα Dorsoduro να πετάγεται πλαγιασμένο μέσα από κερμπ πέρνοντας μαζί του χώματα, πετραδάκια και χόρτα και να προσγειώνεται μπροστά μου με το γόνατο. Πίστεψα ότι απλά έπεφτε μπροστά μου, άφησα το γκάζι και προσευχήθηκα στην Dunlop να κρατήσει το εμπρός ελαστικό που εκείνη την στιγμή του ζητούσες να κάνει κάτι δύσκολο. Μόνο που ο Simoncelli δεν είχε πέσει, ντριφτάρισε στην προσγείωση μέχρι το εξωτερικό κερμπ, εκτός δηλαδή αγωνιστικής γραμμής και πάνω του ακριβώς άνοιξε το γκάζι και με τρόπο που δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει το Dorsoduro 750 σηκώθηκε με το γκάζι, πλάγιασε στην επόμενη δεξιά ξύνοντας τα πάντα και εξαφανίστηκε στα 150 μέτρα της ευθείας πριν τα φρένα της επόμενης αριστερής. Όταν βγήκα στην ευθεία ήταν ήδη περίπου στην μέση και δεν τον έφτασα ποτέ στα φρένα της σπαστής δεξιάς, μίας πολύ ύπουλης στροφής που όταν μάθαινες την πίστα μπορούσες να την πουλήσεις πηγαίνοντας διαγώνια προς την κατηφορική ευθεία πριν από μία απότομη δεξιά όπου είχαν σημειωθεί και αρκετές πτώσεις.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνη την ημέρα, ήμουν τότε ένας νέος συντάκτης, συνομιλώντας με τον επόμενο Valentino Rossi (όπως τον λέγαμε με τον πατέρα του)

Δεν οδηγήσαμε ποτέ μαζί για μισή πίστα, ενώ αμέσως μετά ήμασταν μόνοι μας για τους λίγους γύρους που έμεναν για το υπόλοιπο session. ΌΛΟΙ οι Άγγλοι συνάδελφοι είχαν βγει έξω νωρίτερα ζητώντας από την Dunlop να βγάλει τον Simoncelli γιατί δεν ήθελαν να σκοτωθούν δοκιμάζοντας λάστιχα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα δει ως απερισκεψία, ήμουν ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς κατάφερε να προσγειωθεί πλαγιασμένος και κυρίως με την λογική ακολουθία της σκέψης του. Πώς δηλαδή πήρε την απόφαση να βγει εκτός πίστας, μέσα από τα κέρμπ! Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχαμε μετά, ξεκίνησα από εκεί: «Πώς το σκέφτηκες αυτό και κυρίως γιατί; Ποιος ο λόγος;» - «Δεν το σκέφτηκα, μου είπε ο Simoncelli, δεν ήταν δηλαδή μία μελετημένη από πριν απόφαση, είχατε πολύ πιο γρήγορες μοτοσυκλέτες οπότε έπρεπε να μην φρενάρω πουθενά για να σας περάσω, ότι ήρθαν οι στροφές και είδα ότι θα έπρεπε να κόψω πολύ για να μείνω πίσω από το GSXR και μετά στην ευθεία να μην μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκα την προσπέραση στην επόμενη στροφή και μου ήρθε πολύ μακριά. Οπότε εκεί που έστριβα την πρώτη δεξιά, το σήκωσα και έκανα την αριστερή εκτός πίστας.

Στην συνέχεια εκείνης της συνέντευξης τον ρώτησα αν οδηγεί στον δρόμο και μου είπε πως όχι γιατί είναι επικίνδυνο και γελάσαμε έπειτα μαζί.

Μπορούσες να το δεις όπως οι Άγγλοι, ως επιθετικό και απερίσκεπτο ή να τον θαυμάσεις ως κάτι εξωπραγματικό και μοναδικό. Διότι αυτό ήταν. Απίστευτα πράος και μαζεμένος όλες τις στιγμές, εκτός από εκείνες που οδηγούσε. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και μου για λίγο, πολύ λίγο, οδηγήσαμε και μαζί.

Το 2011, με τον αριθμό 58 πάνω στο λευκό fairing, ο Marco έδειχνε πως το μεγάλο του ξέσπασμα ήταν θέμα χρόνου. Πάλευε με τους καλύτερους τότε, με Lorenzo, Stoner, Pedrosa, Rossi κι αν κάποιες φορές οι κινήσεις του ήταν υπερβολικά τολμηρές, είχαν εκείνο το στοιχείο του “πραγματικού αγώνα” που σήμερα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Οδήγησε πάντα σαν να μην υπήρχε αύριο, και ίσως τελικά γι’ αυτό να έγινε αθάνατος.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
στιγμιότυπο από την ίδια εκείνη ημέρα

Η μοίρα στάθηκε άδικη στη Sepang. Μια πτώση στην πρώτη κιόλας στροφή, ένα ατυχές σημείο επαφής και το όνειρο σταμάτησε απότομα. Ο θάνατός του σε ζωντανή μετάδοση καθώς όλοι οι θεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί βλέποντας το κράνος του να φεύγει, έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία και κανείς, δεν θέλει να το αναπαράγει. Είχε έντονα στοιχεία αρχαιοελληνικής τραγωδίας μάλιστα από την στιγμή που πάνω του έπεσαν οι καλύτεροί του φίλοι εκτός πίστας και ταυτόχρονα ανταγωνιστές την ώρα του αγώνα. Ένας από τους καλύτερους θα σβήσει άδοξα. Όμως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε κάτι άλλο, ένας θρύλος που κανένας χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Από τότε, το νούμερο 58 έγινε σύμβολο: όχι μόνο του Simoncelli, αλλά κάθε αναβάτη που τρέχει με την καρδιά του.

Η Honda Gresini διατήρησε τη μνήμη του, το Misano World Circuit φέρει πλέον το όνομά του, και κάθε φορά που βλέπεις εκείνη τη λευκοκόκκινη σημαία με τον αριθμό 58, νιώθεις ότι ο “Super Sic” δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει σε κάθε νέο αναβάτη που ανεβαίνει με πάθος πάνω στη μοτοσυκλέτα, σε κάθε θεατή που ανατριχιάζει όταν ακούει τον κινητήρα να ανεβάζει στροφές.

Ο Simoncelli ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν χρειάζονται χρόνο για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Αρκούσαν λίγες σεζόν για να αλλάξει την ψυχή των GP, για να θυμίσει σε όλους μας πως οι αγώνες δεν είναι μόνο νίκες, είναι άνθρωποι, πάθος, είναι συναίσθημα.

Και αν σήμερα κοιτάξεις τον ουρανό πάνω από το Misano, κάπου ανάμεσα στις στροφές της ιστορίας θα δεις τον Marco να γελά, με εκείνο το ανέμελο βλέμμα που λέει:

“Corri forte, ma divertiti – τρέξε δυνατά, αλλά απόλαυσέ το.”