Ολική επαναφορά σε Husqvarna WR360!

Όταν το πάθος γίνεται... κόλλημα!
17/10/2019

Το να δίνεις ξανά ζωή σε μια μοτοσυκλέτα που για πολλούς έχει παραδώσει εδώ και πολύ καιρό πνεύμα, προϋποθέτει απόλυτη αφοσίωση, υπομονή κι επειμονή. Με άλλα λόγια πρέπει να είσαι "κολλημένος" μ' αυτό για να έχει ελπίδες να φτάσεις στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του Αλέξη Στεφανίδη κι ενός Husqvarna WR360, ενός ανθρώπου που ακόμη κι από το μακρινό Καζακστάν όπου ζει και εργάζεται, βρίσκει τον τρόπο να πετυχαίνει τους στόχους του. Ακολουθεί το... "manual ικανοποίησης πάθους" για όσους είναι ταγμένοι στο κόλλημα του restoring.

 

Κολλήματα

 

Του Αλέξη Στεφανίδη

Φωτό: του ιδίου, Λεωνίδας Γερμανόπουλος

 

Μπορώ να γράψω στην κυριολεξία εκατοντάδες λόγους γιατί τρελαίνομαi ή μάλλον... γιατί "κόβω φλέβες" για μοτοσυκλέτες, αλλά για να μην γίνω βαρετός και γραφικός, σήμερα θα αναφέρω μόνο έναν και αγαπημένο…

Το τι εστί μοτοσυκλέτα για τοv καθένα είναι μεγάλη κουβέντα. Για κάποιους είναι απλά ένα πρακτικό μεταφορικό μέσο. Άλλοι το μεταφράζουν απλά σε "endo- πάντα-σούζα και λεζάντα". Μια μερίδα τις θεωρεί επικίνδυνες όσο και η οπλοκατοχή στην Αμερική. Τόσο επικίνδυνες που δεν θέλουν να τις βλέπουν ούτε παρκαρισμένες. Αλλά, υπάρχει και μια κατηγορία ανθρώπων, που γι' αυτούς δεν είναι απλά πάθος ή αγάπη...

Μάιος μήνας και έχω έρθει στην Ελλάδα για σύντομες διακοπές. Εδώ και χρόνια ζω και εργάζομαι στο εξωτερικό, σε μια πολύ κρύα χώρα και χρειαζόμουν λίγο ήλιο και ζέστη. Φυσικά, άνοιξη χωρίς μηχανή δεν γίνεται, αλλά η δικιά μου αποφάσισε την πιο άκυρη στιγμή να μου κάνει "ηλεκτρονικές κόνξες". Για καλή μου τύχη ο μηχανικός κατανοούσε πλήρως την κάψα του ξενιτεμένου και έκανε πέρα άλλες δουλειές για να πάρω και εγώ λίγη χαρά το δεκαήμερο των διακοπών. "Έλα να την πάρεις το απογευματάκι μετά τις 17:00, θα στην έχω έτοιμη", μου λέει.

Από την ανυπομονησία μου έφτασα νωρίτερα, (μεσημέρι για την ακρίβεια) και φυσικά το συνεργείο ήταν κλειστό. Καθώς περίμενα έξω, σκάει ένα Cagiva Elefant (ναι, οι Ιταλοί "EleFant" το γράφουν όχι "ElePHant"). Ο αναβάτης, ήταν ένας πενηντάχρόνος - βαθειά ατημέλητος κυριούλης. Η έκφραση, τα κόκκινα μάτια, τα κατασημαδεμένα χέρια, το "σπασμένο" πρόσωπο και το γενικό παρουσιαστικό, παρέπεμπαν σε άνθρωπο που δεν είχε εύκολη ζωή. Όντας ιταλόφιλος, το Elefant μου κίνησε το ενδιαφέρον και καθώς γυρόφερνα την μηχανή του, με μισο-κοίταξε και με κοφτό, αυστηρό και απόμακρο λόγο με ρωτάει: "Εδώ φτιάχνουν Ducati και λοιπά ιταλικά;"

Εγώ αντί να τον κατατοπίσω απάντησα με ερώτηση: "Αυτό το Elefant Bi-Faro δεν ήταν στο car.gr; Άψογο το έχεις για τα χρόνια του!"

"Τι ξέρεις εσύ για τα Bi-Faro ρε μικρέ;"

Εκεί είχε τελειώσει το θέμα. Ο άνθρωπος ζωντάνεψε, το πρόσωπο του έλαμψε, τα μάτια του γυάλισαν και άρχισε να μου μιλάει ακατάπαυστα. Και τι δεν μου είπε... Πότε το πήρε, γιατί το πήρε, πόσο το πήρε, πού έχει πάει με αυτό. Μάντρες που πήδηξε κάπου στην μέση του πουθενά για να γλυτώσει από κάτι αγριόσκυλα, όταν σε ένα χωράφι πήρε το μάτι του ένα πεταμένο Elefant. Στην προσπάθεια του να βρει και να παρακαλέσει το ιδιοκτήτη να του το πουλήσει, ο τύπος πήγε να χάσει το πόδι του από δύο Rottweilers! Και για τί; Για να σώσει ένα κατασκουριασμένο Elefant με τα μισά εναπομείναντα ανταλλακτικά πάνω του...

Καταλάβατε λοιπόν; Ο εν λόγω κυριούλης δεν ήταν τυχαίος. Ήταν Cagiva-freak και πιο συγκεκριμένα φανατικός "Κατσιβοελεφαντάκιας". Και η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα ήταν η μία από τις τέσσερις Elefant που είχε στην κατοχή του! Η όρεξη και η ενέργεια ξαφνικά ξεχείλιζαν στον λόγο του. Και όσο περνούσε η ώρα, με την συζήτηση "μαλάκωσε" και ήρθαν τα χαμόγελα και τα γέλια. "’Ασε φιλαράκι. Έχω τρελό κόλλημα με τα Elefant" μου λέει ντροπαλά.

Εδώ τι να πεις; Respect Level 1.000.000! Κύριε μου, μπορεί να τα είπαμε μόνο για μια ώρα αλλά να ξέρετε σας θαυμάζω εσάς και το "κόλλημα" σας. Αυτά τα "κολλήματα" είναι κάτι που λατρεύω στη μοτοσυκλετιστική κουλτούρα. Για κάποιους από εμάς η μοτοσυκλέτα είναι και άποψη. Η επιλογή του μοντέλου (και πολλές φορές η χρονιά παραγωγής) είναι σαν μία δήλωση για το ποιος είσαι. Γιατί πίσω από το "κόλλημά" μας κρύβονται πολλά περισσότερα στοιχεία της ψυχοσύνθεσης μας: Αισθητική, βιώματα, γνώσεις, προτιμήσεις, στάσεις ζωής κλπ. Και γι' αυτό υπάρχει αυτή η καταπληκτική ποικιλότητα κολλημάτων εκεί έξω. Ducatisti, Varaderάκηδες, ΧTάκηδες, Guzzisti και λοιπές υποκουλτούρες σαν τον προαναφερθέντα Κατσιβοελεφαντάκια, που κάνουν την συνολική μοτοσυκλετιστική εμπειρία άκρως πιο ενδιαφέρουσα.

14 ώρες στο δρόμο για Καβάλα και πίσω. Αυτά ήταν τα μόνα 10 λεπτά που σταματήσαμε για διάλειμμα

 

Status quo

Όπως και αυτοί, έτσι και εγώ έχω το κόλλημα μου. Και είναι ξεκάθαρα βιωματικό και συναισθηματικής φύσεως. Πίσω στα τέλη των '90ies, όταν ήμουν ακόμα λυκειόπαιδο, έξω από τα σχολεία και τις πλατείες, εκτός από παπιά και scooters του Piaggio Group, οι πιο τυχεροί είχαν στην κατοχή τους Honda NSR 250, Yamaha WR 200 και Suzuki RGV-Γ 250. Απομεινάρια ιαπωνικών παραεισαγωγών, καθώς τα περισσότερα ήταν με τα μισά πλαστικά και κακοσυντηρημένα. Αν ήσουν λίγο μεγαλύτερος και εκκεντρικός στην καλύτερη να είχες KTM LC4 640 ή το Duke.

Στους λυκειακούς άγραφους νόμους, όσο πιο καλή η μοτοσυκλέτα, τόσο πιο αποτελεσματική η αναρρίχηση στις ιεραρχίες των "εφηβικών καστών". Παραδείγματος χάριν, με ένα Honda CR 250, ο σπασίκλας της τάξης μέσα σε μια μέρα μπορούσε να μεταλλαχτεί σε celebrity όλων των σχολείων του δήμου. Δεν υπήρχε πιο αποτελεσματικό make-over από την αγορά μιας μοτοσυκλέτας. Μία καινούρια μηχανή στην πλατεία ήταν πάντα ένα μεγάλο γεγονός και αντικείμενο συζήτησης για μέρες.

Εντούτοις, τίποτα δεν με προετοίμασε για το σοκ που με περίμενε ένα βράδυ Παρασκευής, όταν ένας φίλος μας (εν ονόματι Bέγγος και ουδεμία σχέση με τον γνωστό ηθοποιό) θα πάρκαρε στην πλατεία ένα ολοκαίνουργιο Husqvarna WR 360 του 1999. O εν λόγω τύπος είχε αποφασίσει ότι ακόμα και τα KTM LC4 άρχιζαν να δείχνουν κοινότυπα και όφειλε να κάνει μια νέα, ηχηρή δήλωση για το ποιος έχει την καλύτερη μηχανή. Και αν τα κατάφερε λέει... Ένα χρόνο μετά κυκλοφορούσαν άλλα τέσσερα-πέντε Ηusky WR/WRE 125 στα περίχωρα.

Αλλά, υπάρχει και μια κατηγορία ανθρώπων, που γι' αυτούς δεν είναι απλά πάθος ή αγάπη...

Από που να αρχίσω για το WR; Τα χρώματα του; Ο συνδυασμός άσπρου, κίτρινου και μπλε σε συνδυασμό με τα πολύ ιδιαίτερα γραφικά και πλαστικά φωνάζανε Made in Europe. ‘H να πω για την ολόισια μακριά εξάτμιση που ήταν σαφώς πιο όμορφη από των αντίστοιχων ΚΤΜ ΕΧC και TΜ-EN που είχαν ένα ενοχλητικό και παλαιϊκό "τσάκισμα" στην σχεδίαση τους. Στην εποχή του τελειομανή Castiglioni, δινόταν ιδιαίτερη προσοχή στην Husqvarna: τoν θυρεό της εταιρείας τον έβρισκες και στο παραμικρό πολυμερές εξάρτημα, όπως και στα καπάκια μαγνησίου και την κεφαλή του κινητήρα. Ο κυβισμός της μοτοσυκλέτας ήταν και αυτό ευρωπαϊκο σήμα κατατεθέν: 349 δίχρονα κυβικά εκατοστά! Ψαρωτικό έτσι; Ποιος τους σκέφτεται αυτούς τους κυβισμούς στην Ιαπωνία, που όλα τα θέλουν τυποποιημένα σε 50, 125, 250, 500, 750 και ούτω καθεξής; Και άλλο να λες έχω "ΧΟΥΣΚΒΑΡΝΑ ΝΤΑΜΠΛ ΓΙΟΥ ΑΡ ΤΡΙΑ-ΕΞΗΝΤΑ". Σαφώς και ακούγεται πιο μπρουτάλ από το να λες απλά έχω "ΓΙΑΜΑΧΑ ΝΤΙ ΤΙ" ή "ΧΟΝΤΑ ΣΙ ΑΡ ΕΜ".

Και πέρα από τα εξωτικά περιφερειακά (Marzocchi πιρούνι, Brembo φρένα κλπ), το καλύτερο απ’ όλα ήταν ο άκρως μεταλλικός ήχος από τον δίχρονο κινητήρα του, που ήταν αδύνατον να τον μπερδέψεις με άλλο αντίστοιχο μοντέλο. Τον άκουγες πέντε τετράγωνα παρακάτω. Κάθε φορά που πέρναγε ο Βέγγος έξω από το σπίτι μου, πεταγόμουν έξω στο μπαλκόνι να τον ακούσω. Και όσο χανόταν ο ήχος στον ορίζοντα με έπιανε μια μικρή θλίψη που δεν μπορούσα να το ακούσω άλλο. Πριόνι σε στεροειδή λέμε! Αναρωτιόμουν τότε, στο μακρινό 1999: "Γίνεται καλύτερα;" Κι η απάντηση είναι ΝΑΙ! Γιατί για το 2000, οι Ιταλοί κατάφεραν να το κάνουν ακόμα πιο όμορφο και επιθετικό, με νέα "κοφτερά" πλαστικά που στένευαν την σιλουέτα του. Επιπλέον, ο νέος χρωματικός συνδυασμός κίτρινου-άσπρου-μαύρου-μπλε το έκανε ακόμα πιο άγριο. Περιττό να πω ότι όλα τα σχολικά μου βιβλία έγραφαν "Husqvarna WR 360". Eν τέλει, μετά από αγώνα ενός έτους, οι γονείς μου θα μου έκαναν δώρο αποφοίτησης ένα ελαφρώς μεταχειρισμένο WRE 125 του 1999. Αλλά... το "κόλλημα", είχε μείνει κόλλημα. Αλλο πράμα το WR 360 του 2000!

Το χρέπι όπως το παραλάβαμε...

 

Το όνειρο γίνεται πραγματικότητα

Βρισκόμαστε στο 2001, δεν έχω κλείσει ούτε ένα χρόνο με το WRE 125 και κάνω την πρώτη απόπειρα να το ανταλλάξω με διαφορά χρημάτων (300.000 δραχμές τότε), για να πάρω το WR 360 του Βέγγου που είχε πουληθεί σε κάποιον γνωστό του. Ο νέος ιδιοκτήτης είχε φροντίζει να το κάνει "καλοκαιρινό" από τα καπάκια που είχε μαζέψει. Εποχές ΠΑΣΟΚ βλέπεις... Τότε επιτρεπόντουσαν όλα. Μέχρι και καθαρόαιμα δίχρονα enduro σε δημόσιους δρόμους. Η απόπειρα αγοράς ήταν κίνηση εντελώς απερίσκεπτη, με δίπλωμα για μόλις 125 κυβικά. Αλλά ειλικρινά τώρα... Μπορείς να βρείς λογική σε τέτοιου είδους πάθη; Δυστυχώς ή ευτυχώς τελικά δεν τα βρήκαμε στο παζάρεμα και το όνειρο για ένα 360 έμεινε στο συρτάρι για αρκετό καιρό. Πιθανόν να γλύτωσα και εγώ το ενδεχόμενο της "ξάπλας" στους δημόσιους δρόμους.

Στα επόμενα χρόνια θα πέρναγαν αρκετές άλλες μηχανές από τα χέρια μου και η αγορά ένος WR 360 θα γινόταν δευτερεύουσα ανάγκη, κυρίως λόγω πρακτικότητας και λοιπών προτεραιοτήτων. Φοιτητής στην Αγγλία δειλά-δειλά και με οικονομίες από part time δουλειές, θα ξεκινήσω την συλλογή μοτοσυκλετών με το 360 να βρίσκεται στην λίστα των "must have". Έλα όμως που βγαίνοντας από το πανεπιστήμιο και ξεκινώντας πλέον να δουλεύω, τα 360 είχαν γίνει άφαντα από τις αγγελίες. Όχι ότι τα πούλαγαν και με τη σέσουλα το 2000.

Mέχρι που φτάνουμε ένα βράδυ τον Φεβρουάριο του 2012. Μετά από απέραντες καμμένες ανθρωποώρες στο car.gr, αναρτάται αγγελία για ένα "διχίλιαρο" 360 στην Καβάλα. Πετάγομαι από το καναπέ τρομάζοντας την φίλη μου και αναμπουμπουλιασμένος από τον ενθουσιασμό παίρνω 01:00 τα ξημερώματα τον ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέτας.

"Ναι καλησπέρα ή καλημέρα... Δεν ξέρω... Τέλος πάντων... Συγνώμη για την ενόχληση για το Husqvarna ήθελα να ρωτήσω."

"Καλά ρε φίλε στον ύπνο σου το έβλεπες;"

"Βασικααααά... ΝΑΙ! Λοιπόν έρχομαι να το πάρω σήμερα! ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΩΣΕΙΣ ΑΛΛΟΥ!!!"

"Κοίτα να δεις που όλοι μου έλεγαν ότι θα το παντρευτώ το Husky..."

Στις 04:00 τα ξημερώματα είμαστε ήδη στην εθνική με έναν κολλητό μου που εθιμοτυπικά έπρεπε να πληρώσει την νύφη για το κόλλημά μου. Ήμασταν 14 ώρες στο δρόμο με σύνολο 50 λεπτά διαλειμμάτων: 40 λεπτά για την μεταβίβαση στην Καβάλα και ένα διάλειμμα 10 λεπτών στον γυρισμό. Aπό την Καβάλα το WR θα βρεθεί στο σαλόνι του σπιτιού μου περιμένοντας υπομονετικά την ανακατασκευή του, αφού ουσιαστικά αυτό που αγόρασα δεν ήταν παρά ένα χρέπι με την σωστή χρονολογία κατασκευής.

Αναγέννηση!

Από το 2012 μου πήρε πέντε ολόκληρα χρόνια για να ξεκινήσω την ανακατασκευή του. ‘Επρεπε να βρεθούν τα χρήματα (βασικότατον) και τα ανταλλακτικά, με τα γνήσια αυτοκόλλητα να είναι ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος της έρευνας. Για τα εργοστασιακά αυτοκόλλητα πραγματικά έψαχνα για πέντε χρόνια μανιωδώς και παντού, με μηδενικό αποτέλεσμα. Μέχρι και στις επισκέψεις μου στο εργοστάσιο του Varese, ρωτούσα αν τυχόν τους είχε ξεμείνει stock, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική.

Ξάφνου, μια μέρα ψάχνοντας στο internet για ανταλλακτικά μιας μηχανής φίλου, έπεσα κατά τύχη πάνω σε χρυσωρυχείο στην Αγγλία! Φυσικά και οι τακτικές μου στο υπεραστικό τηλέφωνο δεν είχαν αλλάξει, μόνο η γλώσσα επικοινωνίας:

"ΝΤΟΝΤ ΓΙΟΥ ΝΤΕΡ ΤΟΥ ΓΚΙΒ ΔΕ ΧΑΣΚΙ ΣΤΙΚΕΡΖ ΤΟ ΑΝΥΓΟΥΟΝ ΕΛΣ. ΟΚΕΪ ΣΕΡ????"

Με την αγορά των αυτοκόλλητων ήμουν πλέον έτοιμος για να αρχίσω την ανακατασκευή. Στο μυαλό μου από το 2000, είχα φανταστεί ξανά και ξανά πως θα ήθελα να ήταν το προσωπικό μου 360: Aπόλυτα stock με μικρές αισθητικές παρεμβάσεις, όπως άσπρο πλαίσιο με μαύρες ζάντες και μαύρα περιφερειακά που δεν θα χάλαγαν την εργοστασιακή εμφάνιση, αλλά θα έδιναν αυτό το έξτρα κατιτίς που ήθελα. Έγραψα μια μακροσκελή λίστα με μικρές λεπτομέρειες που είχαν σημασία για μένα. Εδώ δεν μιλάμε για μια μοτοσυκλέτα απλά. Εδώ μιλάμε για το κόλλημά μου, την μοτοσυκλετιστική βιτρίνα του "είναι" μου. Τίποτα δεν έπρεπε να είναι λάθος, γι' αυτό μόνο στον μηχανικό μου (Δημήτρης Mπίνης – What a Bike) θα μπορούσα να εμπιστευτώ το project. Άμα δεν έχεις μηχανικό που να νιώθει την καψούρα και τις ανησυχίες σου, τότε έχεις πρόβλημα. Ο Δημήτρης πήγαινε την λίστα κατά γράμμα στο σημείο που χρειάστηκε να με επαναφέρει στην σωστή γραμμή, όταν κατάλαβε ότι πήγαινα να αποκλίνω από το αρχικό σχέδιο, λόγω δυσκολίας εύρεσης κάποιων ανταλλακτικών. Όταν έπεφτα σε αυτήν την παγίδα με κοίταγε με μισό μάτι και μου έλεγε με αυστηρότητα δασκάλου: "Αλέξη, εγώ αυτό δεν το βάζω, έτσι; Μαύρο γράφει η λίστα, ΜΑΥΡΟ! ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΜΑΥΡΟ! Με δουλειές ψιλικοκό δεν θα βγάλουμε άκρη."

Τα προβλήματα όμως δεν σταμάτησαν στην εύρεση γνήσιων ανταλλακτικών και στις στιλιστικές επεμβάσεις. Το χειρότερο πράμα που μπορείς να κάνεις σε μια μηχανή είναι να την αφήσεις αδούλευτη για χρόνια. Τα πέντε χρόνια ακινησίας φάνηκαν όταν ο Δημήτρης έλυσε τον κινητήρα. Το ψυκτικό είχε γίνει σαν ζαχαρωμένο μέλι, κάνοντας το καθάρισμα του κινητήρα ακόμα πιο δύσκολο. Εννοείται πως φλάντζες, πιστόνια και λοιπά αντικαταστάθηκαν. Το πίσω στεφάνι της ζάντας φάνηκε να είχε "ανοίξει" και είχε μπαλωθεί με άθλιο τρόπο. Γι' αυτό και αντικαταστάθηκε αλλάζοντας και τις ακτίνες του εμπρός και πίσω τροχού. Όσο για τον θάλαμο διαστολής της εξάτμισης... Ο πρώην ιδιοκτήτης ήταν σοβαρός εντουράς οπότε δεν χρειάζεται να εξηγήσω σε τι κατάσταση ήταν. Όσο και αν προσπαθήσαμε να την διορθώσουμε, στην "πένα" δεν ξανάγινε ποτέ. Μέχρι σήμερα, προσπαθώ να αποφασίσω αν θα φτιάξω έναν custom θάλαμο και αν πρέπει να τον βάψω ή να τον αφήσω άβαφο. Οι αναρτήσεις δέχτηκαν πλήρης περιποίηση και ρυθμίστηκαν στα κιλά μου. Εν ολίγοις η μοτοσυκλέτα έγινε βίδες όπως άρμοζε να γίνει σε μια τέτοια περίπτωση πάθους.

Το ντεπόζιτο έμεινε ως έχει αλλά όχι για πολύ. Προσπαθώ ακόμα να καταλάβω αν μπορώ να βάλω μικρότερο από το CR250 (όχι το Honda, έβγαζε και η Husqvarna CR) αλλά οι απόψεις διίστανται στα σχετικά forums. Μου περνάνε και σκέψεις για carbon…

Ο Δημήτρης δεν ήταν ο μόνος που υπέφερε από το κόλλημα μου. Στην μάχη αποκατάστασης του γέρικου enduro έπεσε και ο πολύ καλός φίλος Γιάννης Τριανταφυλλίδης από το EnduroΜΧ.gr που το πήρε προσωπικά το project. Όντας σχολικός φίλος, είχε ζήσει παιδιόθεν τον έρωτά μου για το μεγάλο δίχρονο της Husqvarna. Δεν θυμάμαι πόσες φορές έπρεπε να πάει απ’ τον Δημήτρη για να αντικαταστήσει τ’ ανταλλακτικά, γιατί πολύ απλά το ένα μου μύριζε και το άλλο μου βρώμαγε. H υπομονή, επιμονή και κατανόηση που έδειξαν μαζί μου ήταν άξια μνείας.

Το Husqvarna παρεδώθη Ιούλιο του 2017 και τελείωσε ενάμιση χρόνο μετά από προσωπικό κόπο του Δημήτρη και των υπολοίπων εμπλεκομένων. Ενάμιση χρόνο για ένα enduro; Ναι. Λόγω της παλαιότητας του μοντέλου, ακόμα και τα πιο απλά ανταλλακτικά ήθελαν αρκετό ψάξιμο για να βρεθούν. Προσθέστε τον ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα μου και την τελειομανία του Δημήτρη και οι 18 μήνες ξαφνικά δεν φαίνονται και τόσοι πολλοί. Τι μήνες; Eδώ μου πήρε 18 ολόκληρα χρόνια για να πραγματοποιήσω αυτό το project. Άμα αυτό δεν σε στιγματίζει ως κολλημένο, τότε τι;

Πίσω στο μακρινό 2000, 18 χρονών με ένα WR 125 του 1999, ονειρευόμουν ένα WR 360

 

Και σαν μην έφτανε ο ενθουσιασμός που επιτέλους τελείωσε η ανακατασκευή του WR, πέφτει στα χέρια μου το τεύχος του ΜΟΤΟ με άρθρο του Βασίλη Καραχάλιου με τα απομνημονεύματα από το δικό του WR 400 του 1985. Ο Βασίλης έγραφε: “Κι όταν είσαι είκοσι χρονών κι έχεις λεφτά στην τσέπη, προσθέτεις κι ό,τι έχεις μαζέψει απ’ την δουλειά, αν είσαι τυχερός τσοντάρει κι ο πατέρας σου τα υπόλοιπα (ήμουν!), και πας για το όνειρο…” Για να συμπληρώσει ότι Αμερικάνικα περιοδικά της εποχής ανέφεραν το 85άρη WR 400 ως: Best enduro bike you can buy!” EYΓΕ ΡΕ ΚΑΡΑΧΑΛΙΟ Γ...*&%$ ΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΜΟΥ! ΡΕ ΤΙ ΧΑΡΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΔΩΣΕΣ! Πλέον μπορώ να λέω ότι υπάρχει και η υποκουλτούρα των "Χουσκβαρνονταμπλγιουαράκηδων" αφού είμαστε πλέον δύο, ταγμένοι και δηλωμένοι! Άραγε, μπορώ τώρα να ιδρύσω λέσχη;

Joe Bar Team: Το μοτοσυκλετιστικό κόμικ με την παγκόσμια απήχηση που ήρθε στην Ελλάδα από το ΜΟΤΟ

Οι ιστορίες δημοσιεύτηκαν σε κάθε τεύχος και ξεχωριστά σε τόμους
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

29/12/2021

Πριν από τριάντα χρόνια, και πιο συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 1991, ο Jean-Raul (aka Ζανό ο Σαμουράι), ο Guido (aka Ο Παππούς), o Eduard (aka Εντ ο Τσίτας) και o Jean (aka Τζο ο Πλακατζής) μπήκαν στην παρέα του ΜΟΤΟ κι έκαναν τους ίδιους και τις μοτοσυκλέτες τους (ένα Kawasaki 750 H2, ένα Ducati 9000SS, ένα Honda CB750 κι ένα Norton 850 Commando ΜΚ1 αντίστοιχα) μέρος της Ιστορίας του περιοδικού.

Αυτά ήταν τα ονόματα των χαρακτήρων όπως για πρώτη φορά αποδόθηκαν στα ελληνικά από τον αείμνηστο συνεργάτη μας, τον Γκουίντο Τσιόφφι, που εκείνη την λιγότερο καλωδιωμένη, λιγότερο ταξιδεμένη από τις μάζες εποχή και με σαφώς βραδύτερη επικοινωνία από αυτή που τώρα απολαμβάνουμε, μας δίδαξε πως ο μοτοσυκλετισμός έχει την ίδια γλώσσα σε όλες τις χώρες.

Το κόμικ “Joe Bar Team” δημιουργήθηκε από τον Christian Debarre που υπέγραφε ως Bar2 με στόχο να αποδώσει την μοτοσυκλετιστική κουλτούρα της δεκαετίας του ’70 που εξελισσόταν μπροστά στα προ-εφηβικά του μάτια. Γεννημένος στις 18 Απριλίου του 1960, ο Bar2 βλέπει στους δρόμους τους πρώτους ανένταχτους της ζωής του, τους μοτοσυκλετιστές, όσο διαβάζει τα κόμικ του André Franquin. Αυτά τα δύο παντρεύτηκαν δημιουργώντας την συντροφιά του «Joe Bar» που στα γαλλικά δημιουργεί ένα έξυπνο λογοπαίγνιο με τον «τρελάρα» και όχι τον τρελό, κι αμυδρά παραπέμπει στο απόβαλμα, το έκτρωμα, σύμφωνα με παλαιότερη δήλωση του ίδιου. Η σχολή ενός από τους σημαντικότερους Βέλγους καλλιτέχνες, του André Franquin δημιουργού των «Gaston» και «Marsupilami», παραγωγού του «Spirou et Fantasio», επηρέασε πολλούς κομίστες και τον Debarre επίσης. Με το Joe Bar Team ήθελε να αποτυπώσει την εικόνα που ονειρευόταν να ζήσει μεγαλώνοντας, όσο έβλεπε τους μοτοσυκλετιστές με τον ίδιο τρόπο που ένα μικρό παιδί αντιμετώπιζε κάποτε και σε εμάς εδώ τον μοτοσυκλετισμό της «Αύρας» ομαλοποιώντας και στρογγυλεύοντας τις εικόνες. Για αυτό και το “Joe Bar Team” είναι μία αποτύπωση ενός παλαιότερου Παρισιού με σύγχρονες για την εποχή του Bar2 μοτοσυκλέτες.

Το “Joe Bar Team” κυκλοφορεί στις σελίδες του Moto Journal στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και δένεται σε τόμο το 1990. Με την έκδοση του τόμου, η ανάγκη αυτή για έκφραση μίας συγκεκριμένης πτυχής στην ζωή του Bar2 καλύπτεται και σταματά να σκιτσάρει για το συγκεκριμένο μεταπηδώντας σε ένα άλλο είδος.

Συμβαίνει όμως κάτι παράδοξο και κάπως ελληνικό συν τοις άλλοις, γιατί στο μεσοδιάστημα το Joe Bar Team υιοθετείται από μοτοσυκλετιστικά περιοδικά ανά τον κόσμο και αρχίζει έτσι να αγαπιέται ακόμη περισσότερο και από τους Γάλλους! Η φήμη του στο εξωτερικό επιστρέφει και σε εθνικό επίπεδο τρέφοντας το αίσθημα των αναγνωστών, που ζητάνε την συνέχισή του. Κατά μία έννοια η ευρεία αποδοχή του σε αγγλικά και σε άλλες γλώσσες του δίνει ώθηση και στις γαλλόφωνες χώρες που κυκλοφορούσε.

Για το ελληνικό κοινό συμβαίνει το ίδιο επίσης, η αποδοχή του κόμικ είναι τεράστια και οι Γάλλοι λαμβάνουν και από την Ελλάδα, το μήνυμα πως πρέπει να συνεχίσουν. Ωστόσο ο Bar2 έχει προχωρήσει σε νέο είδος παρόλο που το ενδιαφέρον για περισσότερες Joe Bar ιστορίες συνεχίζεται αμείωτο. Εκείνη την περίοδο έρχεται πιο κοντά με έναν οκτώ χρόνια νεαρότερο δημιουργό που έχει μόλις αποφοιτήσει από την σχολή καλών τεχνών, τον Stéphane Deteindre με τον οποίο συνεργάζονται στην ίδια διαφημιστική εταιρεία. Ο Deteindre ανακαλύπτει πως οι κομίστες είναι απλοί άνθρωποι και όχι ημίθεοι και πως θα μπορούσε και ο ίδιος να κάνει αυτό που αγαπούσε τόσο να διαβάζει. Υπογράφοντας με όνομα «Fane» αναλαμβάνει να συνεχίσει το Joe Bar κάνοντας το όνειρό του πραγματικότητα και ξελαφρώνοντας τον Bar2 από την πίεση. Αρχικά γράφει ο ίδιος και τους διαλόγους μαζί με τα σκίτσα, που μένουν πιστά στην παράδοση του André Franquin και βάζει σε αυτά όλη την απίστευτη ενέργεια που έχει ένας νεαρός όταν το όνειρό του γίνεται πραγματικότητα.

Ο Fane κρατά όλους τους χαρακτήρες και εισάγει και νέους ενώ αποδεικνύεται άξιος συνεχιστής κάνοντας δική του την παρέα του Joe Bar. Στην Ελλάδα οι ιστορίες γνωρίζουν απίστευτη αγάπη, δένονται σε πολυτελή τεύχη σε δική μας έκδοση και βρίσκουν τον δρόμο τους στα βιβλιοπωλεία. Οι χαρακτήρες μπαίνουν σε μπλούζες, αυτοκόλλητα και γίνονται φιγούρες με το Joe Bar Team να αποκτά φανατικούς αναγνώστες και εκτός μοτοσυκλετιστικού κόσμου. Το κοινό ταυτίζεται και για έναν ακόμη λόγο, καθώς το Joe Bar Team έχει συγχρονιστεί πλήρως με πτυχές του ελληνικού μοτοσυκλετισμού που εκείνη την εποχή δεν απέχει πολύ από τα σκίτσα και το κόμικ δεν φαίνεται ξένο. Ο Fane γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και κάνει το επόμενο βήμα συμβαδίζοντας με εκδοτική εταιρεία στον χώρο τον κόμικ, ξεφεύγοντας από τα περιοδικά μοτοσυκλέτας. Το κοινό των κόμικ είναι διαφορετικό από το αμιγώς μοτοσυκλετιστικό, το ίδιο και οι εκδοτικοί οίκοι που στην Γαλλία μάλιστα έχουν μάθει να επενδύουν σε τίτλους που γίνονται παγκόσμιες επιτυχίες με αντίστοιχα μεγάλα μεγέθη, όπως για παράδειγμα ο Αστερίξ. Εκείνη την εποχή το Joe Bar Team χάνεται από πολλά περιοδικά μοτοσυκλέτας ανά τον κόσμο και θα περάσουν χρόνια και στην Ελλάδα μέχρι τα νέα άλμπουμ να κυκλοφορήσουν από διαφορετικές εκδόσεις και σε άλλη μετάφραση.

Ο αρχικός δημιουργός, Christian Debarre, δεν εγκατέλειψε ωστόσο ποτέ το κόμικ του, επέστρεψε αναλαμβάνοντας μόνος του τον 5ο τόμο και συνεργάστηκε με τον Fane στους υπόλοιπους, ενώ στο σενάριο για τα συνολικά 8 άλμπουμ που έχουν κυκλοφορήσει έχουν εμπλακεί και γνωστοί Γάλλοι σεναριογράφοι.

Το ΜΟΤΟ κυκλοφόρησε τις ιστορίες για τα πρώτα τρία άλμπουμ, ταυτόχρονα με την έκδοσή τους έξω κι έκανε το Joe Bar Team ευρύτατα γνωστό στο ελληνικό κοινό.

Ο Fane θα συνεργαστεί αργότερα με έναν από τους μεγαλύτερους γαλλικούς οίκους για κόμικ μεταπηδώντας στο είδος επιστημονικής φαντασίας που πάντα ήθελε να εξερευνήσει, με τον ίδιο πόθο που οι μοτοσυκλέτες είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον του Bar2 στην προ-εφηβική ηλικία. Στον ίδιο οίκο θα βρεθεί και ο Bar2 μαζί και τα δικαιώματα του Joe Bar Team. Το 5ο άλμπουμ θα βγει σε σχέδια και σκίτσα αποκλειστικά του Bar2 και οι δύο τους θα συνεργαστούν ξανά στο 6ο άλμπουμ. Ακολουθεί η εγκυκλοπαίδεια «L'Encyclopédie imbécile de la moto» που στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως Σαλταρισμένη εγκυκλοπαίδεια μοτοσυκλέτας, και με αρχικούς δημιουργούς  τους Bar2 και Michel Bidault.

Το 7ο άλμπουμ είναι μία συνεργασία των Bar2, Fades, Patrice Perna και Henri Jenfèvre και τέλος το 2014 εκδίδουν το τελευταίο της σειράς, το 8ο άλμπουμ πάλι από το δίδυμο Bar2 και Fades. Το 2007, ανάμεσα στα άλμπουμ 7 και 8, θα κυκλοφορήσουν και το «Manuel de conduite à l'usage du motocycliste débutant» ένα εγχειρίδιο για νέους αναβάτες που ακόμη και έμπειροι όμως, θα αναγνωρίσουν τον εαυτό τους.

Λίγο αργότερα από το 8ο άλμπουμ θα κυκλοφορήσει και ένα αλμανάκ κάλτ μοτοσυκλετών για την περίοδο 1955-1985 βασισμένο όλο σε γραφή, σκίτσο και χαρακτήρες Joe Bar Team που υπογράφουν οι Bar2, Pierre Vedel, Fades και Juan με πληροφορίες για μοτοσυκλέτες που άφησαν εποχή, όπως οι Norton 500 Manx 1960, Triumph 650 Bonneville (61), Honda CB 450 (66), CB 750, Kawasaki 500 H1 (69), Honda 900 Bol d'Or (79), Yamaha 350 RDLC (80), Suzuki 1100 Katana (82), Kawasaki 900 Ninja (84), MV Agusta 750 S, Ducati 900 SS 1976 και πολλές ακόμη σε 128 χορταστικές σελίδες. Η εγκυκλοπαίδεια αυτή είναι και η τελευταία στην οικογένεια του Joe Bar Team.

Η ευρεία αποδοχή του παρελθόντος δεν έχει μειωθεί ούτε στην σύγχρονη εποχή, αλλά στον καιρό του διαδικτύου το κόμικ έχει δεχτεί κριτική γιατί αποτυπώνει ενέργειες που παραβαίνουν τον ΚΟΚ και αντικοινωνική συμπεριφορά που επιβραβεύεται από τους χαρακτήρες. Αυτό βέβαια είναι κάτι που περισσότερο χαρακτηρίζει την εποχή μας ως σύνολο και λιγότερο κάθε ξεχωριστή δημιουργία φανταστικών χαρακτήρων και καταστάσεων, με τα κοινωνικά δίκτυα να μεγεθύνουν το αρνητικό και όχι το θετικό σχόλιο που ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα υπερισχύει για κάθε ένα από τα άλμπουμ.

Στο ΜΟΤΟ στηρίξαμε τους Γάλλους δημιουργούς από την πρώτη στιγμή και πριν μεταπηδήσουν εκτός αμιγούς μοτοσυκλετιστικού χώρου. Το κάναμε αναγνωρίζοντας από την πρώτη στιγμή πως ένα κόμικ για μοτοσυκλέτες μπορεί να δημιουργηθεί μονάχα αν συντονιστούν πολλά απόμακρα μεταξύ τους πράγματα καθώς, όπως έχει πει και ο Fane, είναι πιο εύκολο να γράψεις ιστορίες για το διάστημα και το φανταστικό, παρά φανταστικές ιστορίες για μία πραγματική κι ακραία επικριτική κοινότητα, όπως οι μοτοσυκλετιστές. Δεν είναι λοιπόν άξιο απορίας που χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να δούμε να ξεπηδά κάτι τελείως νέο και 100% ελληνικό, που ουδεμία σχέση έχει με την σχολή του André Franquin, αλλά ακολουθεί την σχολή ενός άλλου «Γαλάτη, κοντόξανθου με έναν χοντρό φίλο και τον σκύλο του που ποτέ δεν πρέπει να αποκαλείς έτσι. Τον φίλο, όχι τον σκύλο». Αυτή όμως είναι μία ολότελα διαφορετική ιστορία, που μόλις τώρα έχει αρχίσει να γράφεται.