Ducati Apollo V4

Ο Δεινόσαυρος της Ducati
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

14/8/2017

Μυστήριο και παλαιολιθικό, το αποτυχημένο Ducati Apollo V4 ανέκαθεν συνοδευόταν από ένα μεγάλο αναπάντητο ερώτημα: πώς είναι πραγματικά να το οδηγείς; Οδηγούμε το μοναδικό σωζόμενο κομμάτι στον κόσμο, σε μια προσπάθεια να απαντήσουμε στην προαιώνια απορία

Λόγω διαφόρων προβλημάτων ασφαλείας με τα λάστιχα πριν από 40 χρόνια, δεν επετράπη ποτέ και σε κανέναν δημοσιογράφο να καβαλήσει το Apollo. Αυτά μέχρι τη γενναιόδωρη απόφαση του Hiroaki Iwashita να αγοράσει το μοναδικό κομμάτι και να το επαναφέρει σε κοινή θέα, δανείζοντάς το για μεγάλο χρονικό διάστημα στο μουσείο του εργοστασίου της Ducati. Τώρα, χάρη στη σκληρή δουλειά του Giuliano Pedretti, πρώην μηχανικού της Ducati Corse, και των συναδέλφων του, που αποκατέστησαν προσεκτικά τη μία και μοναδική μοτοσυκλέτα που υπάρχει σε αυθεντική κατάσταση σε όλο τον κόσμο, μπορούμε να μάθουμε επιτέλους και πώς είναι η οδήγησή της.

Ένα λάστιχο τυλιγμένο στον λαιμό μου

Δύο Apollo κατασκευάστηκαν από τη Ducati. Η τύχη του πρώτου πρωτοτύπου, βαμμένου σε μεταλλικό χρυσό χρώμα, αγνοείται – αν υπάρχει ακόμη… Ο Iwashita-san εντόπισε το δεύτερο στην κατοχή της εταιρείας DomiRacer Inc., με έδρα στο Cincinnati των Η.Π.Α. Ο ιδιοκτήτης του, Bob Schanz, το είχε αγοράσει μαζί με όλα τα περιεχόμενα μιας αποθήκης στο New Jersey. Ανάμεσα σε διάφορα Ducati, μηχανάκια και εξαρτήματα, βρισκόταν και το δεύτερο πρωτότυπο V4.

“Ήταν εμφανώς παραμελημένο και φθαρμένο από τον χρόνο που πέρασε ως έκθεμα, αλλά το μόνο που του έλειπε ήταν το αυθεντικό ρεζερβουάρ”, μου έγραφε το 1984 ο Schanz. “Θα προσπαθήσω κάποια στιγμή να το κάνω να δουλέψει, αλλά μήπως θέλεις να το πάρεις όπως είναι;”.

Τί χαμένη ευκαιρία, άφησα να φύγει από τα χέρια μου μια μοναδική μοτοσυκλέτα της ιστορίας της Ducati, αυτό που σήμερα είναι αναμφίβολα μια μοτοσυκλέτα του ενός εκατομμυρίου!

Κάπως έτσι, το Apollo αγοράστηκε από τον Iwashita δύο χρόνια μετά –έναντι 17.000 δολαρίων, που ήταν ένα αρκετά σημαντικό ποσό το 1986–, ο οποίος το “έκρυψε” στην προσωπική του συλλογή μέχρι το 1995 που το εμφάνισε σε μια έκθεση κλασικών μοτοσυκλετών στο Τόκυο. Τα νέα για την ύπαρξη της μοτοσυκλέτας έφτασαν γρήγορα στη Ducati, και όταν εγκαινιάστηκε το νέο μουσείο στα πλαίσια της εξαγοράς από την TPG το ’96, έγιναν άμεσα οι απαραίτητες κινήσεις ώστε το Apollo να γίνει το κεντρικό έκθεμα. Προηγουμένως η ομάδα του Pedretti φρόντισε να αποκαταστήσει πλήρως το τετρακύλινδρο V, που τώρα είναι έτοιμο να οδηγηθεί και να μας αποκαλύψει τα μυστικά του – αρκεί να έχουν βρει σύγχρονα λάστιχα, γιατί δεν θα ήθελα να μιμηθώ τον Fuzzi Librenti 40 χρόνια πριν και να βρεθώ με τη γόμμα του πίσω λάστιχου τυλιγμένη γύρω από τον λαιμό μου…

Σερφ σε γιγάντια κύματα

Στην πραγματικότητα, τα ασπρόμαυρα 16 ιντσών Goodyear που φοράει σήμερα το Apollo είναι του ίδιου τύπου με τα λάστιχα που είχε όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στη Daytona, 40 χρόνια πριν. Τουλάχιστον, είναι φρεσκοφορεμένα, από καινούργιο στοκ, αρκετά για μια ευγενική βόλτα κατά την οποία το κοντέρ της Jaeger δεν ξεπέρασε ποτέ την ένδειξη των 70 μιλίων ανά ώρα – σωστά διαβάσατε, μίλια, αμείλικτη απόδειξη για την εθνικότητα της αγοράς που στόχευε το Apollo.

Σε ύψος μόλις 760mm, η φαρδιά και άνετη σέλα –η αυθεντικότητα της οποίας τονίζεται από τη στάμπα μιας κούπας καφέ της δεκαετίας του ’60 στο κρεμ χρώματος, βινύλ κάλυμμά της!– είναι εύκολα προσβάσιμη, και μόλις καθίσεις επάνω της εντυπωσιάζεσαι από το πόσο χαμηλό και λεπτό δείχνει το μηχανάκι, ελάχιστα πιο ογκώδες από οποιοδήποτε desmo V2. Το ψηλό τιμόνι είναι σήμα κατατεθέν της δεκαετίας του ’60 και ακόμη περισσότερο αμερικάνικου στυλ, αν και όχι τόσο υπερβολικό όπως σε πολλά Harley, συνδυασμένο με μαρσπιέ που δεν είναι καθόλου μπροστά τοποθετημένα, όπως στην πλειοψηφία των σύγχρονων cruisers. Το καλό με αυτή τη θέση οδήγησης είναι ότι, όντας πραγματικά πολύ άνετη στις χαλαρές βόλτες, δεν σου προκαλεί κανένα πρόβλημα και σε υψηλότερες ταχύτητες – και παρά το ψηλό τιμόνι, δεν νιώθεις την ανάγκη να κρατηθείς γερά από αυτό, με αποτέλεσμα σταθερότητα στη γρήγορη οδήγηση.

Βάζω το κλειδί στον διακόπτη πάνω στο φανάρι και αγνοώ επιδεικτικά τη μανιβέλα, η μίζα της Fiat τα καταφέρνει μια χαρά να θέσει σε λειτουργία τον κινητήρα. Τα τέσσερα αγωνιστικά Dell’Orto που φοράει η μοτοσυκλέτα αποδεικνύουν ότι ήταν ρυθμισμένη για επιδόσεις. Ο ήχος της εξάτμισης του Apollo είναι οπωσδήποτε μοναδικός: δεν μοιάζει καθόλου με αυτόν των V4 της Honda, έχει μάλλον μια χαρακτηριστική χροιά ενός σύγχρονου desmo V2, μόνο που ακούγεται πιο γεμάτος και πιο υψίσυχνος, ακόμη και στις χαμηλές στροφές. Πραγματικά πολύ ιδιαίτερος.

Ψάχνω τον λεβιέ ταχυτήτων, βρίσκεται δεξιά και οι ταχύτητες είναι ανάποδα, η πρώτη πάνω και οι άλλες τέσσερις κάτω. Η διαδικασία των αλλαγών με τον πολύ μακρύ λεβιέ είναι αργή, ανάλογη της εποχής του Apollo – αν βιαστείς, θα βρεις σίγουρα νεκρά. Το μοναδικό αυτό Ducati έχει ψυχή στις επιταχύνσεις και οι σχέσεις του δείχνουν πολύ μακριές, ειδικά από τη δεύτερη έως και την τέταρτη ταχύτητα, αλλά η αίσθηση που σου δίνει μοιάζει περισσότερο με μοτοσυκλέτας του ’80 παρά του ’60. Φτιαγμένο για τις Η.Π.Α., το Apollo ειδικεύεται στο cruising, και γρήγορα ανακαλύπτεις ότι ο καλύτερος τρόπος για να το οδηγήσεις είναι να φτάνεις γρήγορα στην πέμπτη ταχύτητα. Δεν πειράζει αν οι στροφές πέσουν χαμηλά, ο τετρακύλινδρος κινητήρας των 1.256cc έχει άφθονη ροπή που βγαίνει στον δρόμο σαν να σερφάρεις πάνω σε τεράστια κύματα. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη από τις αρχικές ανακοινώσεις της Ducati για την τιμή της ροπής αυτής της μοτοσυκλέτας, και είναι πραγματικά κρίμα, γιατί είμαι βέβαιος ότι αν το ανεβάσουν σήμερα στο δυναμόμετρο, το νούμερο που θα προκύψει θα κάνει πολλές σύγχρονες κατασκευές να κοκκινίσουν από ντροπή.

Ραπτομηχανή εναντίον μίξερ

Παρ’ όλα αυτά, ο αναμφίβολα εντυπωσιακός κινητήρας του Apollo δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικός των πρώιμων ’60s. Δίπλα σε ένα βρετανικό δικύλινδρο της ίδιας εποχής ή ένα Harley οποιασδήποτε εποχής, μοιάζει σαν να συγκρίνεις μια ραπτομηχανή με ένα μίξερ όσον αφορά τους κραδασμούς και την άνεση στην οδήγηση – μόνο ένα BMW boxer μπορούσε να αποδίδει τόσο μεταξένια τη δύναμή του εκείνη την εποχή. Σεβόμενος τη σπανιότητα του Apollo (και την απόλυτη έλλειψη ανταλλακτικών!), δεν δοκίμασα να φτάσω τις στροφές στα κόκκινα, αλλά ακόμη κι αν πλησιάσεις σχετικά ψηλά απολαμβάνεις την ίδια τεμπέλικη και χαλαρή λειτουργία από τον κινητήρα. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν καθόλου τετρακύλινδρες μοτοσυκλέτες, ούτε καν το 600cc MV Agusta που μπήκε στην παραγωγή το 1966, το Apollo θα είχε θέσει τα στάνταρ από πλευράς απόδοσης και άνεσης και θα είχε προσφέρει έναν στόχο για τους Ιάπωνες. Ήταν πραγματικά μια μοτοσυκλέτα μπροστά από την εποχή της, γεμάτη πρωτοποριακή τεχνολογία.

Το μοναδικό αυτό Ducati έχει ψυχή στις επιταχύνσεις

Αυτά όσον αφορά τον κινητήρα, διότι από πλευράς κρατήματος το Apollo ήταν ικανοποιητικό αλλά όχι κάτι το ξεχωριστό. Υπεύθυνη ήταν η αμερικανική αστυνομία με τον κανονισμό της για ζάντες 16 ιντσών σε μια μοτοσυκλέτα που φώναζε ότι έχει ανάγκη τα 18άρια σπορ λάστιχα που τότε είχαν κυκλοφορήσει. Ακόμη και χωρίς τα προβλήματα ασφαλείας που οδήγησαν στην εξαφάνιση του Apollo, τα αυτοκινητάδικα Goodyear με τους σαφείς δυναμικούς περιορισμούς χαντακώνουν οριστικά τις δυνατότητές του. Δείχνουν και αισθάνονται τελείως ακατάλληλα για οτιδήποτε μεγαλύτερο από 15 μοίρες κλίσης, και παρότι είναι εύκολο να ξύσεις κάτω τα μαρσπιέ χωρίς αίσθημα ανασφάλειας, αντιλαμβάνεσαι γρήγορα τις παραμορφώσεις του ελαστικού μόλις αρχίσεις να ζητάς το κάτι παραπάνω στις στροφές. Το μακρύ μεταξόνιο σε κάνει να αισθάνεσαι σα να οδηγείς φορτηγό στις σφιχτές στροφές, με αντιστάθμισμα όμως το καλό κράτημα στις γρήγορες ανοιχτές καμπές, όπου οι ανέλπιστα αποδοτικές αναρτήσεις της Ceriani δείχνουν το καλό πρόσωπο που θα περίμενε κανείς πριν 40 χρόνια – παρόλο που είναι αρκετά ενδοτικές ώστε να μην ταλαιπωρείσαι στις λακκούβες με μια μοτοσυκλέτα 271 κιλών στεγνού βάρους.

Ειλικρινά, το μόνο πράγμα που θα προκαλέσει ανησυχία, εκτός της βαριάς αίσθησης και των γελοίων ελαστικών, είναι τα φρένα. Τα δύο ταμπούρα 220mm είναι αρκετά μόνο για μικρές ταχύτητες, ενώ μετά από μερικά γερά φρεναρίσματα η απόδοσή τους άρχιζε να φθίνει σημαντικά, κάνοντας τη μανέτα του μπροστινού να φτάνει μέχρι το γκριπ χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Σύμφωνοι, με τα στάνταρ της εποχής αυτά τα φρένα βρίσκονταν κάπου στον μέσο όρο – αλλά η απόδοση αυτού του εκπληκτικού κινητήρα ήταν πολύ μπροστά και, ως αποτέλεσμα, τα ελαστικά δεν ήταν το μόνο θέμα που χρειαζόταν άμεσης προσοχής, άσχετα αν αποδείχθηκαν ο λόγος που το Apollo εξαφανίστηκε τελείως.

Χαμένες ευκαιρίες

Ήταν μια τραγωδία σε δυο ρόδες, χάρη στην ανικανότητα των εταιρειών ελαστικών να φτιάξουν το κατάλληλο προϊόν για τις επιδόσεις μια τόσο βαριάς και δυνατής μοτοσυκλέτας. Οι μοτοσυκλετιστές της δεκαετίας του ’60 στερήθηκαν την ευκαιρία να καβαλήσουν την πρώτη μιας σειράς τετρακύλινδρων μοτοσυκλετών που θα ακολουθούσαν. Ο Jοe Berliner είχε τη σωστή ιδέα, ζητώντας από τη Ducati το 1961 να φτιάξει το Apollo, αλλά για λάθος λόγους. Αν δεν είχαν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στην αμερικάνικη αγορά και την επιμονή της στους τροχούς 16 ιντσών, αν είχαν συλλάβει το Apollo ως την πρώτη τετρακύλινδρη σπορ μοτοσυκλέτα του κόσμου με τα ανάλογα λάστιχα, φρένα και κρατήματα –ακόμη και σε τιμή υψηλότερη από αυτήν του Triumph Bonneville, που ήταν η απόλυτη σπορ μοτοσυκλέτα της εποχής του ’60–, τότε η αμερικάνικη αγορά δεν θα υποχρεωνόταν να περιμένει άλλα δέκα χρόνια για να παρουσιάσει η Kawasaki το Z1 και η Honda το CB 750. Αφότου το οδήγησα, είμαι πεπεισμένος ότι το Ducati Apollo ήταν μια από τις μεγαλύτερες χαμένες ευκαιρίες του παγκόσμιου μοτοσυκλετισμού.

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

Τα τελευταία 40 χρόνια η Ducati φλέρταρε με τους V4 κινητήρες, χωρίς ποτέ (μέχρι τώρα και τα MotoGP) να τους υιοθετήσει κανονικά. Ο θρυλικός Fabio Taglioni παρήγαγε περισσότερα από 1000 σχέδια στα 30 χρόνια της κυριαρχίας του, και μοιραία το πλούσιο βιογραφικό του θα περιελάμβανε και τετρακύλινδρα. Για την ακρίβεια, έφτιαξε τρία διαφορετικά. Το πιο πρόσφατο ήταν το σχέδιο Bipantah, με την ένωση δύο V2 κινητήρων Pantah, σχέδιο που τερματίστηκε λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του το 1984, ενώ πρώτο ήταν το τετρακύλινδρο εν σειρά 125 GP του 1964, που δεν έτρεξε ποτέ. Την ίδια εποχή ο Taglioni συνέλαβε το Apollo 1260, το διασημότερο εκ των τριών

 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η Ducati ήταν μια από τις πολλές μικρές εταιρείες της Ιταλίας που πάσχιζαν να επιβιώσουν, μετά την ανηλεή επίθεση της Fiat με το 500 (το “πεντακοσαράκι”) που, πωλούμενο σε εκατοντάδες χιλιάδες, έβαλε τέλος στη μοτοσυκλετιστική ανάπτυξη της περασμένης δεκαετίας. Με την παραγωγή της να έχει πέσει στις 6.000 μοτοσυκλέτες ετησίως, η Ducati επιβίωνε χάρη στις κρατικές χορηγίες και βασιζόταν επίσης πολύ στην αμερικάνικη αντιπροσωπεία, Berliner Motor Corporation, όπου πουλιόταν σχεδόν το 85% της ετήσιας παραγωγής της. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τότε οι αδελφοί Joe και Mike Berliner ουσιαστικά κινούσαν τα νήματα της Ducati.

Με το βλέμμα στη Harley

Ο μεγάλος αδελφός, Joe, ήταν πεπεισμένος για τη δυναμική της αγοράς των Η.Π.Α. –ειδικά μετά την τάση απόρριψης των μονοπωλίων, που έκανε τις αστυνομικές διευθύνσεις να ψάχνουν και εκτός Harley-Davidson–, και, με την Indian να σβήνει, αυτό σήμαινε ότι οι εισαγόμενες μοτοσυκλέτες είχαν ελπίδες. Αρχικά κοίταξαν προς τη μεριά της Zundapp, αλλά το ΚS601 σταμάτησε ξαφνικά να παράγεται το 1958, αν και είχε αρέσει πολύ στις Η.Π.Α. Έτσι, οι αδελφοί Berliner ζήτησαν από τη Ducati να σχεδιάσει μια μοτοσυκλέτα κατάλληλη για τη χρήση αυτή. Οι προδιαγραφές της αμερικανικής αστυνομίας είχαν μερικούς απαράβατους περιορισμούς: ο κυβισμός έπρεπε να είναι τουλάχιστον 1.200cc, το μεταξόνιο το λιγότερο 1.515mm και οι τροχοί 5.00 x 16’’ – τίποτε άλλο δεν θα γινόταν δεκτό.

Ο Taglioni έπιασε δουλειά και κατέληξε σε έναν αερόψυκτο V4 κινητήρα 90 μοιρών για τη βέλτιστη απόσβεση κραδασμών χωρίς αντικραδασμικό άξονα, στρόφαλο 180 μοιρών (δηλαδή τα πιστόνια ανεβοκατέβαιναν σε ζεύγη, σαν δύο συζευγμένοι V2) και κυβισμό 1.256cc, ελάχιστα παραπάνω από το σημείο αναφοράς, το μεγαλύτερο τότε Harley, το Duo Glide στα 1.215cc. Οι Berliner πρότειναν ακόμη υγρόψυξη, που ο Taglioni απέρριψε ως πολύπλοκη και άχρηστη, και άξονα, κάτι που ο Ιταλός σχεδιαστής δεν εμπιστευόταν. Άφησε ωστόσο χώρο στο σχέδιό του για αυτόματη μετάδοση που σκόπευε αργότερα να χρησιμοποιήσει.

Με διαστάσεις 84,5 x 56, αυτός ο κινητήρας ήταν ό,τι πιο υπερτετράγωνο είχε σχεδιάσει ποτέ ο Taglioni. Εγκατεστημένος ως ενεργό μέρος σε ένα στιβαρό ανοιχτό, διπλό πλαίσιο, οπωσδήποτε θα χάριζε στο Apollo καλύτερα κρατήματα από οποιοδήποτε μηχανάκι της Harley – η οποία, με τη σειρά της, μόλις είχε ανακαλύψει την πίσω ανάρτηση…

Το Apollo είχε ανάγκη τις επιδόσεις του, αλλά, μέχρι η τεχνολογία των ελαστικών να το προφτάσει, ήταν θανατηφόρο

Έτοιμο για ροντέο

Σχετικά συμπαγές σε διαστάσεις, με τον αλουμινένιο κινητήρα του να βοηθά στο να κρατιέται το βάρος στα 271 κιλά (έναντι 291 των Harley), το πρωτότυπο οδηγήθηκε πρώτα από τον Franco Farne, που διαμαρτυρήθηκε μετά την πρώτη του βόλτα ότι “στρίβει σαν νταλίκα!” Παρ’ όλα αυτά, πιστό στον “Αμερικάνικο Τρόπο”, το Ducati Berliner 1260 Apollo –όπως έγινε επισήμως γνωστό– προσέφερε τις απαραίτητες επιδόσεις στην ευθεία, με 100 ίππους στις 7.000 στροφές, πολύ πάνω από τους 55 ίππους του Harley, και τελική ταχύτητα άνω των 200 χιλιομέτρων. Ιδιαίτερα εντυπωσιακά νούμερα, που αφορούσαν τη δυνατότερη μοτοσυκλέτα που είχε κατασκευαστεί μεταπολεμικά στην Ευρώπη. Επίσης, καταδικαστικά νούμερα, όπως ανακάλυψε ο δοκιμαστής της Ducati, Giancarlo “Fuzzi” Librenti. Πηγαίνοντας στην Autostrada για αρκετή ώρα με πάνω από 160, το πίσω λάστιχο άρχισε να διαλύεται. “Κατά κάποιον τρόπο που δεν μπορώ να περιγράψω, κατάφερα να το σταματήσω με τον πίσω τροχό μπλοκαρισμένο, είναι ένα θαύμα που ζω!”, δήλωσε ο Fuzzi. “Τώρα είμαι έτοιμος για ροντέο”, αστειευόταν αργότερα.

Σύντομα οι Ιταλοί ανακάλυψαν ότι το συμβάν με τον Librenti δεν ήταν μεμονωμένο. Ο κινητήρας ήταν πολύ δυνατός για τα 16άρια λάστιχα, ενώ δεν γλύτωσε ούτε η πιο ήπια έκδοση με τα μικρότερα Dell’Orto, που σταματούσε στους 80 ίππους. Η Ducati προχώρησε και σε μια ακόμη πιο κλειστή έκδοση με 65 ίππους, πάλι πάνω από τους 55 των Harley, η οποία δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα με τα λάστιχα – όμως πλέον δεν μπορούσαν να πουλήσουν το Apollo ως ένα λουσάτο sport-touring, αφού πλέον οι επιδόσεις του υπολείπονταν συγκρινόμενες με των BMW και των βρετανικών δικύλινδρων. Το Apollo είχε ανάγκη τις επιδόσεις του, αλλά, μέχρι η τεχνολογία των ελαστικών να το προφτάσει, ήταν θανατηφόρο.

Η κληρονομιά

Αυτή ήταν η ιδανική ευκαιρία για τη νέα Χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση της Ιταλίας να ακυρώσει το πρόγραμμα που ξεκίνησε στην πόλη-προπύργιο των κομουνιστών, τη Bologna. Η δικαιολογία τους ήταν ότι με μόνες πωλήσεις αυτές της αστυνομίας, το πρόγραμμα ήταν πολύ ακριβό για να δικαιολογήσει τις επενδύσεις στο εργοστάσιο της Ducati για μια νέα γραμμή παραγωγής. Την ώρα που ο Berliner έπειθε τον ένα μετά τον άλλο τους διοικητές αστυνομικών διευθύνσεων των Η.Π.Α. να αγοράσουν το Apollo, στην Ιταλία αποφασίστηκε διστακτικά η διακοπή του προγράμματος. Τα δύο πρωτότυπα που είχαν σταλεί στις Η.Π.Α. κλείστηκαν στις αποθήκες των αδελφών Berliner στο New Jersey και έμειναν ξεχασμένα σε μια γωνία για δύο δεκαετίες. Ήταν η υπενθύμιση μιας μοτοσυκλέτας που σκοτώθηκε από τις αψιμαχίες δύο πολιτικών κομμάτων στην Ιταλία και από τη δική της προχωρημένη τεχνολογία.

Παρ’ όλα αυτά, η μνήμη του Apollo συνέχισε να υπάρχει. Όπως τόνιζε ένα προφητικό άρθρο του περιοδικού Motociclismo το 1963, ο μισός V4 θα ήταν ιδανική βάση για μια οικογένεια V2 90 μοιρών. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Taglioni σχεδίασε τον πρώτο V2 750cc που είχε τις ρίζες του στον V4 του Apollo. Τριάντα χρόνια και δέκα παγκόσμιους τίτλους SBK αργότερα, η Ducati έχει την τιμή να αντιγράφεται από τη Honda και τη Suzuki, και τώρα είναι η σειρά του Desmosedici να αποδείξει την αξία του V4 – γεννώντας μια νέα οικογένεια μοντέλων δρόμου που πλέον ξέρουμε ότι θα πραγματοποιηθεί. Άραγε, θα λέγεται κανένα από αυτά Apollo;

TEXNIKA ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Κατασκευαστής / Μοντέλο                                                    Ducati Apollo 1260

Κινητήρας:                                                                              Τετράχρονος, αερόψυκτος, τετρακύλινδρος V 90o, 2 B/K και ένας εκκεντροφόρος με ωστήρια

Διάμετρος x Διαδρομή (mm):                                                84,5 x 56

Χωρητικότητα (cc):                                                                1.256

Σχέση συμπίεσης:                                                                   10:1

Τροφοδοσία:                                                                            4 καρμπιρατέρ 29mm Dell’Orto

Τύπος συμπλέκτη:                                                                  Υγρός πολύδισκος

Τελική μετάδοση:                                                                   Κιβώτιο πέντε σχέσεων, αλυσίδα

Πλαίσιο:                                                                                   Ατσάλινο διπλό ανοιχτό

Μεταξόνιο (mm):                                                                     1.555

Ύψος σέλας (mm):                                                                  760

Βάρος (kg):                                                                              271 στεγνό

Ανάρτηση εμπρός:                                                                  Τηλεσκοπικό πιρούνι Ceriani 38mm

Ανάρτηση πίσω:                                                                     Δύο αμορτισέρ Ceriani

Φρένο εμπρός / πίσω:                                                             Ταμπούρο 220mm με ένα έκκεντρο

Ελαστικό εμπρός / πίσω:                                                       5,00 x 16

Ισχύς εργοστασίου (hp/rpm):                                                 100 / 7.000

Τελική ταχύτητα (km/h):                                                        200

Ετικέτες

Ρεπορτάζ: «Πόθοι στα Γαιδουράγκαθα» 2018 – Ο κοιμώμενος δράκος [video]

Κι έγινε της Βέσπας…
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

24/8/2018

Κάθε χρόνο ένα παντελώς ετερόκλητο γκρουπ μοτοσυκλετών συγκεντρώνεται στο Ηράκλειο της Κρήτης για να ξεκινήσει μία διαδρομή που θα τους βγάλει εκεί που υπάρχουν μόνο γαϊδουράγκαθα. Κανείς δεν ξέρει που θα πάνε, κανείς δεν γνωρίζει από πού θα πάνε, κανείς δεν έχει σαφή εικόνα για το πόσοι είναι οι συμμετέχοντες, ούτε και γνωρίζονται όλοι με όλους. Αν υπάρχει μία συνταγή αποτυχίας, μία οδηγία για να πάνε όλα λάθος, αν κάποιος έκανε μία λίστα με τα πράγματα που δεν πρέπει να κάνετε όταν οργανώνετε μία συγκέντρωση μοτοσυκλετιστών, τότε τα “Agatha” -όπως είναι το υποκοριστικό τους-τσεκάρουν όλα τα κουτάκια. Έτσι προέκυψε και ο τίτλος: «Πόθοι στα Γαϊδουράγκαθα», καθώς πριν φτάσεις εκεί που δεν έχει τίποτα άλλο, παρά μόνο το αυτοφυές φυτό που καταναλώνουν αυτάρεσκα τα συμπαθή υποζύγια, θα ταλαιπωρηθείς, θα πάθεις, θα μάθεις και τελικά θα ποθήσεις πράγματα που μέχρι πριν τα είχες δεδομένα και σίγουρα, όπως τις μανέτες της μοτοσυκλέτας σου, την μανιβέλα, τα πλαστικά της, μία κρύα μπύρα, ακόμη και την λογική την ίδια.

Η πραγματικότητα είναι φυσικά πως τα «Άγκαθα» είναι όσο οργανωμένα πρέπει και όσο αφημένα στο απρόοπτο χρειάζεται να είναι…

Στην τρίτη τους συνεχή δι-(;)-οργάνωση τα «Άγκαθα» συγκέντρωσαν περισσότερο κόσμο και μεγάλωσαν την διαδρομή τους μειώνοντας ταυτόχρονα τις πτώσεις, καθότι κι αυτές πρωταγωνιστούν. Βελτιώνονται δηλαδή με τρόπο διαμετρικά αντίστροφο από την αρχή τους. Αν όλα αυτά ως εδώ σας μοιάζουν λίγο μπερδεμένα, λίγο περίεργα, μην αισθάνεστε άβολα καθώς αυτό ακριβώς ισχύει για όλους όσους δεν αποτελούν μέλη του MRCG, της ομάδας αυτής που δημιουργεί την εκδήλωση. Πρόκειται καταρχήν για ένα γκρουπ που έχει περισσότερα από 50.000 μέλη έχοντας ήδη αποκλείσει πενταψήφιο αριθμό μελών, μερικές φορές απόλυτα δικαιολογημένα, τις περισσότερες έχοντας δείξει απίστευτη υπομονή πριν το πράξουν, κι άλλες γιατί απλά δεν ταίριαζαν οι συγκυρίες ή γιατί πήραν πολύ σοβαρά τις απειλές.. βλέπετε στο MRCG δεν συμπαθούν τα σκούτερ, αλλά στα «Άγκαθα» συμμετείχε ένα από αυτά χωρίς να το στραβοκοιτάξει κανείς, ενώ τους πάντες ταπείνωσαν… οι βέσπες!

Αν και κλέβουν λίγο ως ταυτότητα οχήματος, κινούμενα στην γκρίζα ζώνη γιατί καίνε λάδι (το να μυρίζεις διχρονίλα στο MRCG είναι προτέρημα) και κυρίως διαθέτουν ταχύτητες, δεν παύουν όμως να είναι σκούτερ, και μαζί με τα παπιά, να μπαίνουν στους χωματόδρομους με όλα, χοροπηδώντας και προσπερνώντας, κάνοντας τους πάντες να ποντάρουν στην πτώση τους και σε κάθε προσπέραση να την.. εύχονται και λίγο! Η οποία πτώση ωστόσο, ευτυχώς για τα παιδιά, δεν ήρθε ποτέ. Σε αντίθεση με δεκάδες άλλες από την πρώτη στιγμή της εκδήλωσης, σε ένα σκηνικό που θύμιζε αναπαράσταση του «Joe Bar». Το σημαντικό είναι πως οι πτώσεις ήταν σημαντικά λιγότερες από κάθε άλλη φορά και όλες τους αναίμακτες.

Από το MOTO είμασταν οι πρώτοι που φτάσαμε στο σημείο συνάντησης (συγκυριακά μιας και πήγαμε απευθείας από το λιμάνι) δύο εκπρόσωποι του περιοδικού φέτος, ώστε να έχουμε την ευκαιρία να συναντηθούμε με τον φίλο και συνάδελφό μας, Λάζαρο Αλεξάκη, την ψυχή των «Αγκάθων» και ιδρυτή της ομάδας. Ελάχιστα λεπτά αργότερα το διπλανό πάρκινγκ είχε γεμίσει μοτοσυκλέτες, όλες τους διαφορετικές, όλες τους παράταιρες, ακριβώς όπως πρέπει δηλαδή, μακριά από κανόνες ή προτιμήσεις σε μοντέλα. Μιλάμε για μία μεγάλη παρέα που συμπεριφέρεται με ακριβώς αυτό τον τρόπο, δημιουργώντας πηγαδάκια, φωνάζοντας, γκαζώνοντας, σχολιάζοντας τις μοτοσυκλέτες των φίλων, εκτοξεύοντας απειλές –κούφιες- σε περίπτωση που κάνουν το λάθος και τους περάσουν. Μέχρι να ακουστεί μία φωνή: «σε 5 λεπτά ξεκινάμε» κι αυτό το πολύχρωμο λεφούσι μπήκε στη σειρά με μία πειθαρχία που ο οποιοσδήποτε θα ποντάριζε πως ήταν αδύνατο να υπάρξει. Σαν την Λεγεώνα των Ξένων, όλοι τους διαφορετικοί, όλοι τους όμως πανέτοιμοι να βγουν ταυτόχρονα στον δρόμο, κι ας μην ήξεραν οι περισσότεροι που ακριβώς πηγαίνουν. Υπήρχε φυσικά πλοηγός, εμπειρότατος με την δυνατότητα να κρατήσει έναν ρυθμό που να είναι όλοι ευχαριστημένοι, από τα παπιά και τις βέσπες μέχρι τις street.. δύσκολο; Απλά ακατόρθωτο, αλλά το πέτυχε, εκτός φυσικά από το να κρατήσει τις βέσπες πίσω, μιας και είχαν βαλθεί να τιμωρήσουν το MRCG για όλα όσα έχει πει, και το έκαναν προσπερνώντας τον ένα πίσω από τον άλλο.

Κατεύθυνση νότια, αφήνοντας την Ε.Ο και στρίβοντας προς Μοίρες, ακολουθώντας τον βασικό κάθετο δρόμο μέχρι το χωριό Αγ. Βαρβάρα, εκεί έλεγε το ΡόαντΜπουκ πως θα στρίβαμε δεξιά στο περίπτερο. Φυσικά και υπήρχε ΡόαντΜπουκ! Με φωτογραφίες παρακαλώ! Αλλά ήταν φτιαγμένο επίτηδες για να αποτελεί το αστείο της παρέας, με οδηγίες όπως «στρίβουμε δεξιά μετά από λίγο» ή «ψάχνουμε μία μεγάλη πέτρα»! Πέτυχε το σκοπό του με ευκολία. Κανείς δεν μπορούσε να πει πως δεν είχε ενημερωθεί και ταυτόχρονα κανείς δεν ήταν ενήμερος… Πίσω μας ακολουθούσαν οι γενναίες «σκούπες», ενδιάμεσα οι διαχειριστές της ομάδας μετακινούνταν στο κομβόι σαν τα τσομπανόσκυλα βοηθώντας, ελέγχοντας, κατευθύνοντας! Υπήρχαν και οχήματα υποστήριξης, τρία τον αριθμό, το ένα από αυτά ικανό να ακολουθήσει παντού, και φυσικά, ακολουθώντας τον κανόνα που θέλει το κάθετι στο MRCG να είναι μία μεγάλη περιπέτεια, αυτό ακριβώς χάλασε κιόλας. Κάθε χρόνο έχει πρόβλημα τροφοδοσίας. Πέρσι το είχε ο οδηγός του το τροφοδοτικό πρόβλημα, φέτος η ίδια η Σούζυ.. όλα τα οχήματα έχουν ονόματα στο MRCG, ακόμη κι εκείνα που νομίζεις πως δεν έχουν.

Μετά την Αγ. Βαρβάρα, λίγα χιλιόμετρα όπως με «ακρίβεια» το έθετε το ΡόαντΜπουκ, στρίβουμε αριστερά σε μία ανηφόρα…. Έχετε δει μαζικές εκκινήσεις από αμερικάνικους αγώνες; Εκεί που λες πως η πρώτη στροφή χωρά καμιά εικοσαριά μηχανάκια, αλλά έχουν ξεκινήσει πεντακόσια, οπότε πώς θα στρίψουν; Και που τελικά δεν στρίβουν, αλλά κάνουν έναν λόφο από αναβάτες και ρόδες; Εεε κάπως έτσι ήταν η ανηφόρα αυτή. Όλοι τους έτοιμοι να ορμήσουν, με τους μισούς ενδεχομένως να ανεβαίνουν για πρώτη φορά ανηφορικό χώμα. Δεν έβλεπες τίποτα και ξαφνικά σβηστά μηχανάκια μπλόκαραν το μέσο της ανηφόρας, πρέπει να ήταν το καλύτερο θέαμα.. αν ήσουν κάπου πιο κάτω. Εμείς όμως είμασταν εκεί, χωμένοι στην ανηφόρα. Κανείς δεν έπεσε πάνω στον άλλο, τουλάχιστον όχι με τρόπο που να χωρά έστω κι ένα βλέμμα πίσω, αλλά στην κορυφή μετρούσαμε ήδη 6 πτώσεις, και 3 λάστιχα, τόσο απλά.

Ένα ήπιο ευπρόσδεκτο αεράκι –ευπρόσδεκτο γιατί δεν ξέραμε καλύτερα- έδινε γκάζι στις ανεμογεννήτριες κάτω από τις οποίες βρισκόμασταν, κι όλοι βοηθούσαν κάποιον ώστε σε πολύ σύντομο διάστημα η ομάδα βρισκόταν ξανά σε πορεία, βγαίνοντας σε ένα εξαιρετικό στροφιλίκι που θα ήθελες να ανεβοκατεβαίνες με superbike, αλλά πιάνουμε το τέλος του για να περάσουμε από την Γέργερη και να πάμε στην Νύβριτο, εκεί που οι οδηγίες έλεγαν να προσέχουμε τα στενά και πως θα χαθούμε, σίγουρα. Όσοι το βρήκαν αλλά και όσοι χάθηκαν, συναντιούνται τελικά στο Ζαρό για ανεφοδιασμό, αναβατών και μοτοσυκλετών, επισκευή ελαστικών, παπουτσιών και ρουχισμού. Ναι εκτός από τα λάστιχα είχαν χαλάσει και σόλες, γιατί η παρέα έχει ορισμένους τρελούς που έχουν έρθει από μακριά!

Υπάρχει TDR που ήρθε οδικώς από την Θεσσαλονίκη, παρέα από την Κέρκυρα, υπάρχουν καινούρια, custom, ανακατασκευασμένα, μηχανάκια που έπρεπε να ανακατασκευαστούν αλλά το παλεύουν όπως έχουν, τα πάντα βλέπεις κι αυτό είναι το μαγικό. Μέχρι το Ζαρό μετράμε 3 χαλασμένα παπούτσια, οι πτώσεις πλησιάζουν τον διψήφιο αριθμό και ήδη κάποιος δεν βρίσκει το φίλο του. Τα «Άγκαθα» περηφανεύονται πως καταπίνουν αναβάτες, πως χάνεται κόσμος… και φέτος αναμενόταν μία καλή σοδειά.

Από τον Ζαρό φεύγουμε νότια για να στρίψουμε δεξιά σε ένα χωματόδρομο. Όχι την πρώτη χωμάτινη διασταύρωση που θα δείτε, αλλά την δεύτερη, κι αμέσως αριστερά για να μπούμε σ’ ένα γραφικό, ήπιο χωματόδρομο, που ακολουθεί την φυσική κοίτη ενός μικρού φαραγγιού και προστατεύει από τον ήλιο. Πρόκειται για το φαράγγι του Απολύχνου, από τον ομώνυμο εγκαταλελειμμένο οικισμό σε υψόμετρο 220μ, μέσα στο φαράγγι. Μετά τα σπίτια υπάρχει πλατεία με πηγές και την Βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, όπου γίνεται η συνάντηση με όσους ακολουθούν την ασφάλτινη διαδρομή, για να ξεκινήσουμε και πάλι προς Μοίρες.

Ήδη σε αυτό το σημείο τα «Άγκαθα» έχουν ανοίξει το βιβλίο με τις παράλληλες ιστορίες και γράφουν ασταμάτητα. Γιατί ο κάθε ένας βλέπει άλλα πράγματα. Περίπου 140 μοτοσυκλέτες, που εκεί στην μέση του φαραγγιού ήδη μετράνε απώλειες, έχουν περάσει από έναν ήπιο χωματόδρομο που σε ένα του σημείο είχε σχεδόν κλείσει από πεσμένα βράχια: Άλλα είδαν οι μπροστά κι άλλα οι πίσω. Με εύρος γραμμής πάνω από δύο χιλιόμετρα είναι λογικό.. «ο Κώστας που είναι;» ακούγεται μία φωνή, που καλύπτεται από ένα μπραπ, σε μονοκύλινδρο που πήρε μπροστά: «ασ’ τον φίλε.. ασ’ τον αυτόν πάει τώρα…» κάποιος απαντά με μια σιγουριά που εκείνη την στιγμή δεν αφήνει επιλογές. Φεύγουμε κι ο «Κώστας» μπαίνει στην λίστα με τους αγνοούμενους…

Το κομβόι περνά μέσα από τις Μοίρες, ανασυνταγμένο και για άλλη μία φορά αποτελεί την είδηση της ημέρας καθώς κλείνει τον δρόμο και βγάζει τους πάντες στα μπαλκόνια. Από εκεί στο Τυμπάκι, που σε λίγες μέρες θα δει και την Παγκρήτια Συγκέντρωση Μοτοσυκλετιστών, και θα έχει να λέει πως δεν σταματούν να βλέπουν μοτοσυκλέτες να περνούν…

Το αεράκι συνεχίζει να δροσίζει τους πάντες, όσο περνάμε από τα θερμοκήπια για να φτάσουμε στην Αγ. Γαλήνη. Από εκεί θα χωριστούμε και πάλι σε εκείνους που θα πατήσουν χώμα κι εκείνους που θα πάνε μόνο από άσφαλτο, κι έτσι κατηφορίζουμε προς κάτω παίρνοντας τον δρόμο που κανονικά χρησιμοποιείται μονάχα από τουρίστες που ήρθαν εδώ να βρουν την γαλήνη… καμιά κατοσταριά μοτοσυκλέτες μετά, η γαλήνη επιστρέφει για εκείνους, διακόπτεται για τους δύο που χάθηκαν και ακολουθούν πιο πίσω.. επιστρέφει και ξαναδιακόπτεται για τους δέκα που έφτιαχναν ένα πίσω λάστιχο, κι αυτό συνεχίζεται για τους τουρίστες της μικρής μας παράλληλης ιστορίας μέχρι το σούρουπο..

Στο μεταξύ οι υπόλοιποι με μικτή διαδρομή χώματος και ασφάλτου φτάνουμε στους ξακουστούς αμμόλοφους του Αγ. Παύλου που οι λιγοστοί γυμνιστές αναστατώνονται στην θέα τόσων μοτοσυκλετών πάνω στα βράχια. Ένα σφίξιμο σε ένα τελικό εξάτμισης μίας «τσοπεριάς» που ακολουθούσε σε κανονικό ρυθμό τόση ώρα, ένας γρήγορος απολογισμός σε τούμπες που έχουν φτάσει τουλάχιστον τριάντα τον αριθμό και ορισμένες ακόμη απώλειες από αγνοούμενους, και η ομάδα συνεχίζει προς τα κάτω, στην Τριόπετρα.

Πρέπει να γίνει κατανοητό πως κανείς δεν έμεινε χωρίς βοήθεια, κανείς αγνοούμενος δεν έμεινε στην τύχη του, απλά οι πληροφορίες σε 150 μοτοσυκλέτες που πάνω στα βράχια απλώνονται σε απόσταση χιλιομέτρου, δεν ταξιδεύουν παντού με την ίδια ταχύτητα…

Φανταστείτε τώρα μία ήσυχη παραλία που περνούν δύο-τρία αυτοκίνητα από έναν δρόμο γεμάτο άμμο, δίπλα στις ξαπλώστες... Από εκεί πέρασε το κομβόι! Φτάνοντας οι πρώτες μοτοσυκλέτες, όλοι λιάζονταν και ελάχιστοι κολυμπούσαν. Οι τελευταίοι είδαν την ανάποδη εικόνα, ήταν όλοι μέσα στην θάλασσα… ίσως από τρόμο, ίσως από απλό αίσθημα επιβίωσης έφυγαν όσο πιο μακριά μπορούσαν! Το κομβόι πλέον ανεβοκατεβαίνει τα βραχώδη παράλια που καταλήγουν στις τεράστιες παραλίες της Τριόπετρας και Ξερομηλιάς που τις συναντάμε έρημες και άδειες, πριν ανεβούμε-κατεβούμε για να πιάσουμε τον παραλιακό χωματόδρομο για την Πρέβελη. Αυτό το ανέβα-κατέβα κάποιοι το έκαναν τρεις φορές γιατί χάθηκαν, πήγαν προς τα πίσω και ξανά χάθηκαν στον δρόμο που είχαν έρθει!

Στάση λοιπόν για όλους, χαμένους και μη, στο γεφυράκι και την λίμνη, πάνω από το φαράγγι που καταλήγει δάσος με φοίνικες, κι έπειτα κατευθείαν για τα χωράφια! Εκεί που μπορείς να δεις την παραλία και το ξακουστό δάσος, ευθυγραμμισμένα μπροστά σου, αν πατήσεις χώμα. Τέσσερις πτώσεις κόστισαν στην ομάδα οι σέλφι που βγήκαν εκεί, μεγαλύτερη ζημιά και από τις τέσσερις, ένα πλαστικό σε μία παγκαζιέρα…

Βγαίνουμε στην άσφαλτο για την Μονή Πρεβέλης και λίγο πριν την φτάσουμε ξανά μπαίνουμε στο χώμα, κάνοντας άμεσα τις πτώσεις μετά την στάση δεκατέσσερις, έτσι από την πρώτη στιγμή. Περνάμε του Γιαννιού που οι κάτοικοί του θα το θυμούνται για πολύ καιρό και παίρνουμε το δρόμο για Αμμούδι χάνοντας καμιά δεκαριά συμμετέχοντες που είχαμε βρεθεί μαζί τους στην λίμνη αρκετή ώρα πριν. Από εκεί μας περιμένει η παραλία του Πλακιά και έπειτα της Σούδας, που φαίνονται κοντά αλλά είναι τόσο μακριά…

Έμεινε το τελευταίο κομμάτι χώματος και πριν βρούμε την είσοδο του χωματόδρομου μπαίνουμε στο πάρκινγκ ενός κάμπινγκ που τελείωνε ο δρόμος… Ο ιδιοκτήτης έντρομος φώναζε πως δεν υπάρχει χώρος για όλους και προσπαθώντας να του πουν να μην ανησυχεί, πώς θα μείνουν αλλού, εκείνος άκουσε μόνο πως θα μείνουν… ανέβηκε σε ένα φουσκωτό κι ανοίχτηκε στο πέλαγος.

Η παρέα πρέπει να περάσει 2-3 όρμους ακόμη για να ολοκληρώσει την ημέρα σε μία ταβέρνα που έχει ενημερωθεί να περιμένει με την σούβλα έτοιμη. Είναι η παραλία Περιστέρε όπου ολοκληρώθηκε η απαγωγή του Κράιπε, του διοικητή των Ναζί που τον μετέφεραν μέσα από τα βουνά για να τον παραλάβουν οι σύμμαχοι και να τον στείλουν αιχμάλωτο στην Αίγυπτο κι από εκεί στον Καναδά, με επικεφαλή της επιχείρησης, τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, Βρετανό συγγραφέα, λόγιο και φιλέλληνα. Η απαγωγή του Κράιπε στοίχισε την πλήρη καταστροφή των Ανωγείων και την εκτέλεση εκατοντάδων αμάχων.

Σε εμάς η παραλία θα στοίχιζε μία αμμοβολή.

Ο αέρας που φυσά ισιώνει τα κύματα της θάλασσας και απλώνει παχιά στρώση από τζατζίκι στην μούρη των πρώτων που παράγγειλαν και δεν περίμεναν πως τα πιάτα μπορούσαν να πετάξουν. Εδώ γίνονται ανασυγκροτήσεις, μερεμέτια σε μοτοσυκλέτες που το χρειάζονται, τσάμπα αμμοβολή σε ντεπόζιτα που ήθελαν βάψιμο, αλλά και το απαραίτητο μπάνιο στη θάλασσα. Κλείνουν έτσι ορισμένα κεφάλαια που άνοιξαν στη διάρκεια της ημέρας. Κεφάλια όχι, ευτυχώς. Αν κι όλοι ψάχνουν τους τύπους με τις βέσπες, εκφράζοντας μία κάποια επιθυμία για λύσιμο διαφορών, μιας και τους ταπείνωσαν στους χωματόδρομους, έτσι για να μην ξανά τολμήσουν στο MRCG να μιλήσουν για σκούτερ… Τα παπιά είχαν επίσης την τιμητική τους, κερνώντας εκλεκτό τσάι Κεϋλάνης, ενώ το καλύτερο της ημέρας, ήταν πώς έφταναν μοτοσυκλέτες που ήταν βέβαιο πως είχαν εγκαταλείψει. Οι δρόμοι είχαν γίνει συνεργεία και πολύς κόσμος είχε να ευχαριστήσει την ομάδα για την υποστήριξη και για το γεγονός πως κατάφεραν να τερματίσουν την πρώτη μέρα χωρίς αναποδιές.

Το MRCG έχει ανθρώπους που φτιάχνουν τις μοτοσυκλέτες τους μόνοι τους, που τις καστομάρουν, που τις συντηρούν με το υστέρημά τους, και τα «Άγκαθα» είναι μία μεγάλη δοκιμασία για εκείνες, καθώς ξαφνικά γράφουν χιλιόμετρα μέσα στην ζέστη και το λιοπύρι. Το γεγονός πως θα βρεις κάποιον να σε βοηθήσει, που θα το κάνει επίσης με το υστέρημά του, όπως πράγματι έγινε πολλές φορές εκείνη την ημέρα, αυτή η συντροφικότητα, είναι που μαζεύει 150 μοτοσυκλέτες στην άκρη της Κρήτης. Δεν είναι μία συγκέντρωση στο κέντρο της Αθήνας, θέλει κόπο να αφήσεις τα πάντα, να μπεις στο καράβι και να πας στην άκρη της Ελλάδας για να κοιμηθείς στα γαϊδουράγκαθα. Αυτή η συντροφικότητα συνεχίστηκε και το βράδυ: Σαν αγέλη σκύλων, κούρνιασαν όλοι μαζί αγκαλιασμένοι στην ρίζα του βράχου για να προστατευθούν από τον τρελό αέρα..

Μάταιος κόπος, το πρωί ήταν θαμμένοι στην άμμο, τόσο πολύ φυσούσε!

Η δεύτερη μέρα έχει μία εξαιρετική, απίστευτα γραφική διαδρομή μέχρι το Ζαρό, από άσφαλτο που περνά μέσα από χωριά, ξυπνώντας μνήμες σε μαυρομοντυμένες γριές πως οι Γερμανοί ξανά έρχονται.. Λάστιχα, κιβώτια, αλυσίδες και κομμένες ντίζες είναι τα προβλήματα της ημέρας, όπου όλοι τους βοηθιούνται, κανείς δεν εγκαταλείπει ή κανείς δεν μένει πίσω. Στον Ζαρό η ομάδα είναι έτοιμη να πιάσει πάλι το χώμα, μπαίνοντας πρώτα σε ένα διαβολεμένο στροφολίκι που θέλεις να το ανεβοκατέβεις με superbike.. ναι αυτό το ίδιο, για να φτάσει στο Αστεροσκοπείο και να κάνει τον κύριο εκεί που κοιτούσε τις οθόνες του να βλαστημήσει την ημέρα.

Από εκεί η κάθοδος περιλαμβάνει άλλη μία εξαιρετική άσφαλτο, ένα κομμάτι χώματος που έστειλε 40 άτομα στο τρίγωνο των Βερμούδων χωρίς να τους ξανά δει κανείς, και στο τέλος η ιστορία ολοκληρώνεται με τον ιδιοκτήτη της ταβέρνας Αροδαμός, να εξιστορεί πως στους τοίχους έχει τα μοναδικά κειμήλια της οικογένειας του, από την καταστροφή των Ανωγείων από τους Γερμανούς, για εκείνη την αποχώρηση που έγινε στην παραλία που βρισκόμασταν πριν από λίγο…

Το MRCG θέλει να ευχαριστήσει τους:
Νίκος Μάρκας
Γιάννης Παρασύρης
Πίτσος Πίτσου
Ανδρόνικος Χατζηπαράσχος
Μάνος Καραντινάκης
Γιώργος Τσίρος
Κώστας Παπαδάκης

Καθώς δίχως την συνδρομή τους τα 'Αγκαθα" δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν

Ένας μεγάλος, γραφικός κύκλος της νότιας Κρήτης, με κομμάτια που αν δεν πατήσεις χώμα δεν τα εκτιμάς, συμπληρώθηκε έτσι, από την ετερόκλητη παρέα του MRCG. Αν υπήρχαν προβλήματα; Φυσικά και υπήρχαν, και δεν μιλάμε για τις πτώσεις και τις βλάβες, αυτές ήταν ανώδυνες. Έγιναν και οι απαραίτητες συστάσεις σε εκείνους που έκαναν τυφλές προσπεράσεις στο αντίθετο προσπαθώντας κάτι να αποδείξουν… κι αν αυτό το βλέπεις από ανθρώπους που υποτίθεται πως εργάζονται στο χώρο της μοτοσυκλέτας, είναι ακόμα πιο λυπηρό. Η ομάδα έχει τον τρόπο της όμως να κάνει τις συστάσεις και να βάζει τον κόσμο στη θέση του. Το ζήτημα είναι πως σε μία ανοικτή πρόσκληση, όπως στα Άγκαθα, δεν είναι όλοι κομμάτι του πυρήνα της μοτοσυκλέτας, είναι και «ξέμπαρκοι» άνθρωποι που εκστασιάζονται στη θέα μίας αγέλης και νιώθουν άτρωτοι. Σε άλλες συγκεντρώσεις, όπως η Πανελλήνια ή σε «βόλτες» όπως αυτές που συχνά ανακοινώνονται, αυτή η νοοτροπία καταλήγει σε θύματα και σοβαρά τροχαία. Στο MRCG αυτό ευτυχώς δεν έγινε και περιορίστηκε σε δύο περιστατικά αφαίρεσης χρημάτων. Είναι όμως σε τέτοιες στιγμές που η ομάδα συσπειρώνεται, συντρίβει τα κακώς κείμενα και βγαίνει και κερδισμένη, καθώς μέλη που δεν ήρθαν, μέλη από τελείως διαφορετικά σημεία της χώρας, αποκατέστησαν την ζημιά συνεισφέροντας. Το MRCG έχει πλούσια φιλανθρωπική δράση, φτάνοντας στο σημείο να προσελκύσει αρκετές φορές το ενδιαφέρον των παραδοσιακών μέσων μαζικής ενημέρωσης, ακριβώς για αυτή την ανιδιοτελή του προσφορά, και στην σκέψη πως κάποιος μπορεί να την αμαυρώσει, συσπειρώθηκε σβήνοντας τα κακώς κείμενα. Είναι άλλωστε αδύνατο να μην εισχωρήσουν τέτοιοι άνθρωποι σε μία ανοικτή ομάδα. Η μόνη λύση είναι αυτή, να τους περιθωριοποιείς αμέσως μόλις εμφανίζονται!

Του χρόνου λοιπόν, ήδη από τώρα, τα «Άγκαθα» ετοιμάζονται για πρώτη φορά να μην κατέβουν νότια.. το που είναι η έκπληξη, άλλωστε… θα υπάρχει ΡόαντΜπουκ!

φωτογραφίες: Κυριάκος Νικολαδός

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες: