Husqvarna 500 GP

Η σουηδική έκπληξη
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

17/8/2017

Σε μια εποχή που οι βρετανικές τετράχρονες αγωνιστικές GP έπνεαν τα λοίσθια, όταν το πρώτο κύμα ιαπωνικών δίχρονων ετοιμαζόταν να κατακλύσει τις πίστες των GP, μια μοτοσυκλέτα την οποία έφτιαξε, οδήγησε και συντήρησε ένας άνθρωπος μόνος του, κατάφερε, με την υποστήριξη μιας εταιρείας άσχετης με τους αγώνες ταχύτητας, να αφήσει το στίγμα της στην Ιστορία. Ήταν ένα δικύλινδρο δίχρονο Husqvarna 500, και ο “πατέρας” της επιτυχίας του λεγόταν Granath, Bo Granath

Αν γινόταν ένας διαγωνισμός με την ερώτηση “Ποιος κατασκευαστής ήταν ο πρώτος που αγωνίστηκε με δίχρονη μοτοσυκλέτα για μια ολόκληρη περίοδο στα GP 500;”, ελάχιστοι θα αναγνώριζαν τη Husqvarna. Η μικρή της περιπέτεια στους αγώνες ταχύτητας τη δεκαετία του ’70 δείχνει σήμερα τόσο απίθανη όσο και τότε, διότι στο δεύτερο μισό ενός αιώνα κατασκευής μοτοσυκλετών –που εορτάστηκε το 2003 με τον τίτλο του Eddy Seel στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Supermoto, αν και με λιγότερες τυμπανοκρουσίες από τη συνομήλικη Harley-Davidson– οι Σουηδοί είχαν αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στο χώμα, κερδίζοντας 16 παγκόσμια πρωταθλήματα ΜΧ και άλλα 26 στο Enduro.

Όμως, εκτός των μυθικών 350/500 δικύλινδρων V 50 μοιρών αγωνιστικών GP με τα οποία έτρεξαν τη δεκαετία του ’30 οι Βρετανοί Stanley Woods και Ernie Nott, η Husqvarna δεν είχε καμία άλλη ασφάλτινη παράδοση. Αυτά, μέχρι την ανέλπιστη επιτυχία του Bo Granath, ο οποίος τερμάτισε στην εκπληκτική πέμπτη θέση της γενικής κατάταξης των GP 500 το 1972, με ένα δίχρονο δικύλινδρο που εξελίχθηκε με τη βοήθεια της Husqvarna, επιτρέποντάς της να διεκδικήσει την τέταρτη θέση στην κατάταξη των Κατασκευαστών – ψηλότερα από τη Suzuki!

Ένα motocross στα Grand Prix

Συνεχίζοντας να αγωνίζεται στα 63 του χρόνια με ένα Husaberg Supermono κι ένα GSX-R 600, ο γεννημένος στη Στοκχόλμη Bo απολαμβάνει μια συνεχή αγωνιστική δραστηριότητα τεσσάρων δεκαετιών που ξεκίνησε το 1961. Την ίδια εποχή που έτρεχε στο σουηδικό πρωτάθλημα, αλλά και σε σποραδικούς αγώνες GP με τα αγαπημένα του βρετανικά μονοκύλινδρα, ο Βο ξεκινούσε μια επιχείρηση που σήμερα ανθεί, εισάγοντας στις σκανδιναβικές χώρες αγωνιστικά εξαρτήματα και τα λάδια Motul. Το 1963 έτρεξε  για πρώτη για πρώτη φορά στο Isle of Man TT, ενώ μέχρι το 1967 ήταν ένας πλήρους απασχόλησης αναβάτης αγώνων, αναγνωρισμένος ως ένας από τους καλύτερους ιδιώτες στα GP – αλλά πλέον έψαχνε για τη μοτοσυκλέτα που θα του επέτρεπε να ξεπεράσει τις ορδές των μονοκύλινδρων στις κατηγορίες των 350 και 500cc.

Η Husqvarna είχε χτίσει ένα αξεπέραστο ρεκόρ στους χωμάτινους αγώνες τη δεκαετία του ’60, με τους Rolf Tibblin, Bill Nilsson και Torsten Hallman να κυριαρχούν στο παγκόσμιο ΜΧ από το 1959. Ωστόσο, ο αρχιμηχανικός της ομάδας, Ruben Helmin, ήταν οπαδός της ταχύτητας κι αυτό εξηγεί πώς ένα μονοκύλινδρο δίχρονο 250cc εξελίχθηκε ολοκληρωτικά από εξαρτήματα ΜΧ του εργοστασίου, ακόμη και το πλαίσιο, και αγωνίστηκε επιτυχώς το 1966 με τον Kent Anderson, μετέπειτα παγκόσμιο πρωταθλητή GP125. Ήταν ο Bo Granath που το πρωτοέτρεξε στα 350, τη χρονιά που πήρε τίτλο σε τρεις κατηγορίες στο σουηδικό πρωτάθλημα: στα 500 με το δικό του Matchless G50, στα 125 με ένα πρώην εργοστασιακό ΜΖ και στα 350 με το μονοκύλινδρο Husqvarna!

“Σκεφτόμουν ότι ένα δικύλινδρο 500, με δύο κυλίνδρους 250cc των ΜΧ της Husqvarna, θα ήταν ό,τι πρέπει για να κερδίσεις τα αγγλικά μονοκύλινδρα”, λέει ο Βο. “Ζήτησα από το εργοστάσιο να μου φτιάξει έναν τέτοιο κινητήρα, είχαν ήδη ένα πρωτότυπο που φτιάχτηκε χρησιμοποιώντας το πλαίσιο ενός Norton Manx, αλλά μου απάντησαν ότι επρόκειτο για ένα πειραματικό μοτέρ και δεν ήταν καλή ιδέα. Πάντως, έφτιαξαν μερικά σχέδια, και μέχρι το 1968 το μοτέρ είχε φτιαχτεί με μικρό κόστος. Οι δύο κύλινδροι προέρχονταν από αγωνιστικά ΜΧ 250 και τα μόνα εξαρτήματα που έπρεπε να σχεδιαστούν από λευκό χαρτί ήταν τα κάρτερ, το μεσαίο κομμάτι του στροφάλου και ο πρωτεύων άξονας του κιβωτίου”.

Ο ίδιος ο Granath ανέλαβε να τροποποιήσει ένα πλαίσιο από ΜΧ 250 και, όταν το έκανε, συμπλήρωσε τη μοτοσυκλέτα με πιρούνι Ceriani, τροχούς και φρένα Fontana. Έτρεξε με αυτό στους δύο τελευταίους αγώνες του σουηδικού πρωταθλήματος, χάνοντας τη νίκη στο Linkoping για ένα μέτρο και τον τίτλο του για ένα βαθμό – έχοντας τρέξει ολόκληρο τον αγώνα χωρίς συμπλέκτη και με βίαιους κραδασμούς από το δικύλινδρο μοτέρ…

Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ

Καπνός στην Ισπανία

Αυτή η μοτοσυκλέτα άφηνε πολλές υποσχέσεις, καθώς ζύγιζε μόλις 120 κιλά, πολύ λιγότερο από τον τετράχρονο ανταγωνισμό. Έτσι ο Βο έφτιαξε μια δεύτερη 350cc και, με τον εαυτό του ως μηχανικό και αναβάτη ταυτόχρονα, ξεκίνησε την αγωνιστική περίοδο του 1969.

“Ειδικά το 500 ήταν πολύ γρήγορο, στους περισσότερους αγώνες βρισκόμουν μπροστά πριν εγκαταλείψω για οποιονδήποτε λόγο”, θυμάται. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη δίχρονη αγωνιστική μοτοσυκλέτα των GP 500, πριν την έλευση της δίχρονης επανάστασης που θα ακολουθούσε, αλλά η Ιστορία δεν άφησε το όνομα του Βο να γραφτεί στα βιβλία της. Στον εναρκτήριο αγώνα της χρονιάς, ο Βο κρατούσε την τρίτη θέση όταν από τους κραδασμούς διαλύθηκε η ανάφλεξη. Τελικά τρίτος τερμάτισε ο Ginger Molloy που τον ακολουθούσε με ένα μονοκύλινδρο Bultaco, σημειώνοντας την πρώτη άνοδο σε βάθρο GP με δίχρονη μοτοσυκλέτα.

“Είχαν ραγίσει τα κάρτερ στα δοκιμαστικά, οπότε τηλεφώνησα στη Σουηδία να μου στείλουν ένα νέο κινητήρα και καπνό. Η γραμμή όμως ήταν χάλια και έτσι άκουσαν μόνο τον καπνό, και αυτό ήταν το μόνο που έλαβα. Όταν γύρισα στη Σουηδία, όλοι έλεγαν για το τηλεφώνημα του Βο που ζητούσε να του στείλουμε καπνό στην Ισπανία!”

Εκείνη τη χρονιά η μοτοσυκλέτα της Husqvarna εγκατέλειψε σε 17 από τους 23 αγώνες, αλλά ο Βο κατάφερε να πάρει τη νίκη στον τελευταίο αγώνα. “Όλη η χρονιά ήταν μια κόλαση, σε κάθε αγώνα έπρεπε να ανοίξω τον κινητήρα μόνος μου και να φτιάξω το κιβώτιο, κάθε φορά άλλαζα δίσκους συμπλέκτη. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα, αλλά είχα και πολλά άλλα. Τελικά αποφάσισα να παρατήσω το 350 και να επικεντρωθώ στο 500”.

Στο μεταξύ, η Kawasaki παρουσίαζε το H1R, ξεκινώντας το κύμα των δίχρονων GP που ο Βο είχε προβλέψει…

Τρέμε Agostini!

Την επόμενη χρονιά η Husqvarna παρουσίασε μια νέα γκάμα αγωνιστικών ΜΧ, με νέους κινητήρες. Ο Ruben Helmin δεν έχασε την ευκαιρία και έφτιαξε έναν νέο δικύλινδρο, σχεδιασμένο εξαρχής για τον Βο. Μάλιστα, οι Σουηδοί έστειλαν έναν κινητήρα στην Αγγλία και τη Seeley για να τους φτιάξουν εκεί ένα πλαίσιο, το οποίο ήταν έτοιμο λίγο πριν τον αγώνα στο Assen το 1971. “Ήταν απίστευτο! Έστριβε απίθανα, έξυνα συνεχώς τις εξατμίσεις, αλλά η μοτοσυκλέτα μου ήταν βιδωμένη στην άσφαλτο. Μόνο ο κινητήρας ήθελε λίγη δουλειά, δεν έβγαζε όση δύναμη θα ήθελα, αλλά ήξερα ότι αυτή ήταν η μοτοσυκλέτα που ονειρευόμουν για τρία χρόνια!”

Ο αερόψυκτος δικύλινδρος σε σειρά κινητήρας δεν είχε προβλήματα αξιοπιστίας, ειδικά μετά από κάμποση δουλειά που έκανε μόνος του ο Granath. Οι αποδείξεις άρχισαν να έρχονται: όγδοη θέση στο σουηδικό GP του ’71, έκτη στο Ulster, δέκατη στη Monza.

Η επόμενη χρονιά ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Η περίοδος του 1972 έφερε το πρώτο βάθρο για τον Granath, αυτό που ονειρευόταν για πολλά χρόνια. Μετά από έναν σκληρό αγώνα 45 γύρων στο αυστριακό GP του Saltzburgring τερμάτισε τρίτος, μπροστά από τις ορδές τρικύλινδρων δίχρονων Kawasaki και ο Βο βρισκόταν δεύτερος στη βαθμολογία πίσω από τον Agostini και την MV Agusta του. Στο σουηδικό GP του 1972 ανέβηκε στην τρίτη θέση του βάθρου, επιτυχία που ακούστηκε πολύ στη χώρα του και έκανε τους ανθρώπους της Husqvarna ιδιαίτερα περήφανους, ειδικά διότι τότε υπήρχε μια άλλη σουηδική εταιρεία, η Crescent, την οποία κέρδισε κατά κράτος! Ο Βο κυνηγούσε μέχρι τέλους την τρίτη θέση του πρωταθλήματος, αλλά μια σπασμένη κλείδα στον αγώνα των 350 στο Montjuich τού στέρησε την ευκαιρία να τη διεκδικήσει. Τελικά κατετάγη πέμπτος εκείνη τη χρονιά, αλλά το κατόρθωμά του ήταν τεράστιο, καθώς όλη τη χρονιά αγωνιζόταν ταυτόχρονα και με ένα Yamaha στα 350 (“αυτό ήθελε μόνο τη συνηθισμένη συντήρηση και αναλώσιμα, δεν χαλούσε όπως το Husqvarna που ήθελε ολόκληρο λύσιμο σε κάθε αγώνα…”), ήταν ο ίδιος μηχανικός του εαυτού του και στις δύο κατηγορίες και έκανε και τη στρατιωτική του θητεία! Απίστευτο;

Τα επόμενα χρόνια, η Husqvarna πειραματίστηκε με βαλβίδες reed, αλλά τα πολλά μηχανικά προβλήματα δεν επέτρεψαν στον Βο να έχει επιτυχίες. Ο ίδιος μάλιστα τροποποίησε το μοτέρ του κάνοντάς το υγρόψυκτο και προσπάθησε να πείσει τη Husqvarna πώς αυτός ήταν ο δρόμος του μέλλοντος, αλλά δεν τον άκουσαν. Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ… Στο μεταξύ, ο Granath συνέχισε να αγωνίζεται στα σκανδιναβικά πρωταθλήματα, κατατροπώνοντας μοτοσυκλέτες όπως οι Kawasaki KR500, Suzuki RG500 και Yamaha TZ750 με δικές του εκδόσεις του δικύλινδρου δίχρονου κινητήρα σε διάφορους κυβισμούς και παίρνοντας όλους τους τίτλους στις κατηγορίες 250, 350 και 750cc το 1976, πριν σταματήσει να ασχολείται με τους αγώνες επαγγελματικά.

Δίχρονη καταιγίδα

Το αγωνιστικό Husky 500 του Βο έμεινε στο γκαράζ του όπως ακριβώς ήταν όταν τερμάτισε τον τελευταίο αγώνα το 1976. Ο ίδιος το ξανάβγαλε έξω το 1997 για μια επετειακή εκδήλωση στο Sachsenring και, πρόσφατα, για το TT Centennial Classic στο Assen – όπου είχα την ευκαιρία, μετά από πρόσκληση του Βο, να οδηγήσω αυτήν την μοναδική μοτοσυκλέτα.

Συγκριτικά με τα δίχρονα Suzuki και Kawasaki, το Husky δείχνει χαμηλότερο, ελαφρύτερο και πιο ευέλικτο, χάρη στο πλαίσιο της Seeley θυμίζει αρκετά τη θέση οδήγησης των Matchless G50. Ο κινητήρας, με διαστάσεις 69,5 x 64,5 που μας κάνουν 489cc, φορούσε στρόφαλο 180 μοιρών για να απόσβεση των κραδασμών. Όπως είχε τρέξει το 1976, οι αερόψυκτες κεφαλές πατούσαν πάνω στους δικούς του υγρόψυκτους κυλίνδρους, ενώ η τροφοδοσία είχε ανατεθεί σε ένα ζευγάρι Mikuni 34mm από Yamaha TZ350. Σε αυτή τη μορφή ο Βο λέει ότι αποδίδει 65 ίππους στις 8.500 στροφές, εξαιρετική απόδοση για μια μοτοσυκλέτα 117 κιλών (με υγρά, χωρίς βενζίνη), συγκρίσιμη με τους 82 ίππους των τρικύλινδρων Kawasaki που ζύγιζαν 135 κιλά.

Αυτό αποδείχθηκε στην πίστα, όπου το Husky τραβούσε καθαρά και δυνατά από τις 4.000 στις σφιχτές στροφές Karlsloga και δεν υπήρχε κανένας λόγος να χρησιμοποιήσω την πολύ κοντή πρώτη. Αλλά από τις 6.500 και πάνω στο στροφόμετρο της Krober η δύναμη έρχεται καταιγιστικά, μέχρι τις 9.500 που αρχίζει η πτώση – αν και μπορείς να το παρακάνεις λιγάκι μέχρι λίγο πάνω από τις 10.000, γλυτώνοντας μια-δυο αλλαγές. Το αγωνιστικό κιβώτιο επιτρέπει ακριβέστατες “καρφωτές” αλλαγές και οι πέντε τελευταίες σχέσεις είναι σωστά κλιμακωμένες ώστε να σου επιτρέπουν να είσαι συνεχώς μέσα στην καλή περιοχή του κινητήρα, ανεβάζοντας σχέση από τις 9.000 και πάνω. Σπάνια θα χρειαστεί να πατινάρεις με τον συμπλέκτη στην έξοδο της στροφής, δείγμα της ελαστικότητας του μοτέρ με καταβολές από ΜΧ, αποδίδει τη δύναμή του γλυκά και προοδευτικά σαν τα μεταγενέστερα Yamaha με βαλβίδες reed, και καθόλου απότομα, όπως περίμενα.

Η επιτάχυνση είναι πολύ δυνατή για τα δεδομένα της δεκαετίας του ’70, με τη σημαντική συνδρομή του μικρού βάρους του Husqvarna. Η ελαφριά αίσθηση φαίνεται πολύ και στον τρόπο που αλλάζει κατεύθυνση, στον τρόπο που ο μπροστινός τροχός σηκώνεται στο αέρα κάθε φορά που βγαίνω από το σικέιν με τρίτη – αυτό με έκανε να εκτιμήσω και το Ohlins σταμπιλιζατέρ εποχής που έχει τοποθετήσει ο Βο. Κι όμως, το δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο, ούτε με τέρμα γκάζι στη γρήγορη δεξιά που οδηγεί στην τεράστια ευθεία της πίστας. Αν και έχει κάμποσους κραδασμούς στις χαμηλές στροφές, όπως όλα τα δικύλινδρα με στρόφαλο 180 μοιρών, όσο οι στροφές ανεβαίνουν τόσο ηρεμεί η κινητήρας, ενώ χάρη στις ελαστικές βάσεις του μοτέρ δεν συνάντησα ενοχλητικούς κραδασμούς ούτε καν δουλεύοντάς το στα κόκκινα.

Το CBR, o λόξυγγας και μια σπασμένη μπιέλα

Ωστόσο, στο πρώτο κομμάτι της δοκιμής αντιμετώπισα δύο προβλήματα, με τα φρένα και το πιρούνι. Ο δίσκος 280mm μπροστά είχε πολύ ξύλινη αίσθηση, ζητούσε πολλή δύναμη στη μανέτα και πάλι δεν έδινε το δάγκωμα που θα περίμενα, οπότε έπρεπε να ζορίσω αρκετά τον πίσω δίσκο της Brembo για να επιβραδύνω το Husqvarna από ταχύτητες της τάξης των 180-190 χιλιομέτρων. Δεν πιστεύω ότι έφταιγαν οι δαγκάνες, έχω οδηγήσει κι άλλες μοτοσυκλέτες με δαγκάνες AP Lockheed, πιθανότατα το φταίξιμο πρέπει να αποδοθεί στα γερασμένα τακάκια και τους παλιούς ατσάλινους δίσκους που ο Βο νομίζει ότι προέρχονται από κάποιο Yamaha.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το πιρούνι, που, πολύ απλά, είχε ανεπαρκέστατες αποσβέσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, το να κρατώ ανοιχτό το γκάζι μέσα στη στροφή σήμαινε πολλά κουνήματα, με το Husky να δείχνει μια σαφή πρόθεση να με στείλει στην αμμοπαγίδα. Το μόνο που με έσωσε, αρκετές φορές, ήταν η σπουδαία πρόσφυση των σύγχρονων ελαστικών της Avon.

Σταματώντας για λίγη θεραπεία από τον κύριο Granath –για τη μοτοσυκλέτα φυσικά– αποκαλύφθηκε ότι το ένα καλάμι του πιρουνιού δεν είχε σταγόνα λάδι μέσα του. Γεμίζοντάς το, η κατάσταση βελτιώθηκε και μπορούσα πλέον να κρατώ μεγαλύτερες ταχύτητες μέσα στη στροφή, εκμεταλλευόμενος την άριστη συμπεριφορά του πλαισίου της Seeley. Πίσω η μοτοσυκλέτα φοράει δύο πιο σύγχρονα αμορτισέρ Ohlins, αλλά ο Βο αγωνιζόταν τότε με Girling. Στους γύρους που έκανα, σπάνια με απασχόλησε κάποιο μικρό κούνημα πίσω, μάλιστα δεν με απέτρεψε από το τα κυνηγηθώ με ένα CBR600 που γυρνούσε την ίδια ώρα στην πίστα. Μπορεί να μ’ έπαιρνε κάθε φορά στα φρένα, αλλά θα έβρισκα την ευκαιρία να του ρίξω στην ευθεία, περνώντας τον σα να είχε μείνει κολλημένος με τέταρτη σχέση!

Εντάξει, ο τύπος με το Honda γέλασε τελευταίος – κι εγώ ήμουν τυχερός που δεν απογειώθηκα όταν το Husqvarna κόλλησε με σπασμένη πέμπτη στην ευθεία. Κατάφερα να μην πέσω και να επιστρέψω στα pits, όπου ανακαλύψαμε ότι το πρόβλημα ήταν μια σπασμένη μπιέλα. Ο Βο πιστεύει ότι ήταν το αποτέλεσμα ενός “λόξυγγα” που είχε παρατηρήσει παλιότερα και εκδηλώθηκε πλήρως τώρα. Παρ’ όλα αυτά, αν και το παιχνίδι μου με το Husky τέλειωσε λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι θα ήθελα, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω και να αξιολογήσω μια μοτοσυκλέτα που θεωρώ ως έναν από τους μεγαλύτερους αφανείς ήρωες στην ιστορία των αγώνων GP.

Tο δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο

Δεν τα παρατώ ποτέ

Με τα δεδομένα των μετέπειτα ιαπωνικών μοτοσυκλετών, αυτό το Husqvarna είναι τρόπον τινά ένα φτιαγμένο στο σπίτι σπεσιαλάκι, με αυτούς τους κυλίνδρους που ο Βο έκανε μόνος του υγρόψυκτους και την περίεργη εμφάνιση του “υβριδικού” κινητήρα που τονίζεται από τις αερόψυκτες κεφαλές. Το Husky του Bo Granath ήταν ένας άξιος διεκδικητής του βάθρου των GP 500, κι αυτή είναι η μέγιστη διάκριση για μια μοτοσυκλέτα που αγωνίζεται σε αυτήν την κορυφαία κατηγορία. Το μόνο που έλειψε ποτέ από αυτό το αποδοτικό αγωνιστικό πακέτο ήταν η πλήρης χρηματοδότηση. Αν ο Βο δεν επεδίωκε να ασχολείται αποκλειστικά ο ίδιος με το μηχανάκι του, αν η Husqvarna προσπαθούσε να στήσει σε συνεργασία με τη Seeley μια κανονική αγωνιστική μοτοσυκλέτα ως διάδοχο των τετράχρονων μονοκύλινδρων, τότε η Ευρώπη θα είχε βρει μια άξια αντίπαλο στα ΤΖ350 και Η1R στην κατηγορία των 500cc – τουλάχιστον μέχρι το 1966 που ήρθε το RG500 και άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Το Husky ήταν ευκολότερο σε σχέση με το ΤΖ350, αν και θα έπρεπε να οδηγείς μονίμως στο όριο για να ανταγωνιστείς τα τρικύλινδρα Kawasaki. Αλλά ζώντας μαζί του μέρα με τη μέρα, όπως έκανε ο Granath, μάθαινες πώς να πηγαίνεις πολύ γρήγορα και μπορούσες να καταφέρεις πολλά – το απέδειξε ο Βο στη θρυλική σεζόν του 1972.

Ο ίδιος ο Agostini έχει αναγνωρίσει τον Granath και το Husqvarna του ως την ταχύτερη ιδιωτική συμμετοχή της δεκαετίας του ’70. Και, στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτό το Husky δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια σπέσιαλ μοτοσυκλέτα φτιαγμένη στο σπίτι, σχεδιασμένη και συντηρημένη από τον ίδιο ένα άνθρωπο που την οδηγούσε με απίθανο τρόπο – και με ελάχιστη βοήθεια από ένα εργοστάσιο που ειδικευόταν σε χωματερές μοτοσυκλέτες. Αυτά που κατάφερε, παρά τα αμέτρητα προβλήματα που αντιμετώπισε, με απολύτως ελάχιστους πόρους και μετά από πολλές απογοητεύσεις, λένε πολλά για το ποιόν του ανθρώπου Bo Granath. Το ρητό της ομάδας του θα πρέπει να ήταν “Δεν τα παρατώ ποτέ”, απλούστατα γιατί ποτέ δεν τα παράτησε – και κοιτάξτε τί κατάφερε με την επιμονή του. Από μόνος του…

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Κατασκευαστής / Μοντέλο:
Husqvarna / 500 GP
Κινητήρας:
Δίχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος σε σειρά
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
69,5 x 64,5
Χωρητικότητα (cc):
489
Τροφοδοσία:
Δύο καρμπιρατέρ Mikuni 34mm
Ανάφλεξη:
Motoplat
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2
Τύπος συμπλέκτη:
Υγρός πολύδισκος (8 δίσκοι)
Πρωτεύουσα μετάδοση:
Γρανάζια
Τελική μετάδοση:
Aλυσίδα, κιβώτιο 6 σχέσεων
Πλαίσιο:
Ατσάλινο σωληνωτό
Βάρος (kg):
117 με λάδια, χωρίς βενζίνη
Ανάρτηση εμπρός:
Τηλεσκοπικό πιρούνι Ceriani
Ανάρτηση πίσω:
Δύο αμορτισέρ Girling (ή αργότερα Ohlins)
Φρένο εμπρός:
Δίσκος 280mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Φρένο πίσω:
Δίσκος 220mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Ελαστικό εμπρός / Διάσταση:
Avon AM20 Roadrunner / 90/90-18
Ελαστικό πίσω / Διάσταση:
Avon AM23 Roadrunner / 130/65-18
Ισχύς (hp/rpm):
65 / 8.500

 

 

Μπλε και κίτρινο, στα χρώματα της σημαίας της Σουηδίας φυσικά, για να ξεχωρίζει

 

Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, το φέρινγκ είναι στενό πάνω και φαρδαίνει κάτω μόνο όσο χρειάζεται για τα πλαϊνά καπάκια του κινητήρα

 

Η ομορφότερη γωνία της μοτοσυκλέτας, από πίσω, με μια βαρβάτη δόση αγριάδας. Το πίσω λάστιχο είναι διάστασης 130/65, λίγο φαρδύτερο από τα 120/70 που φορούν σήμερα κατά κόρον οι σπορ μοτοσυκλέτες

 

Το πλαίσιο είναι ειδικά σχεδιασμένο για αυτόν τον κινητήρα από τη Seeley στην Αγγλία – πολύ καλύτερα από το αρχικό, πρώην ΜΧ πλαίσιο της Husqvarna. Αργότερα ο κινητήρας τοποθετήθηκε σε ελαστικές βάσεις, λύνοντας το θέμα των αμέτρητων κραδασμών που προκαλούσαν το ένα πρόβλημα πίσω από το άλλο

 

Ο κινητήρας προέκυψε συνδέοντας δύο κυλίνδρους από ΜΧ 250. Τα πλαϊνά κάρτερ είναι τα αυθεντικά της Husqvarna, αλλά το μεσαίο τμήμα τους φτιάχτηκε εκ των υστέρων για να συνδέσει τους δύο κυλίνδρους. Αυτός ο κινητήρας είναι πολύ δουλεμένος και φαίνεται, ακριβώς όπως τερμάτισε τον τελευταίο του αγώνα το 1976

 

Οι κεφαλές έχουν ακόμη τις ψύκτρες τους, αλλά οι κύλινδροι τις ξεφορτώθηκαν όταν ο Granath έφτιαξε το δικό του σύστημα υδρόψυξης. Διακρίνεται καθαρά το κύκλωμα ψύξης που χρησιμοποίησε ο Σουηδός. Η Husqvarna δεν πείστηκε από τον Granath και πέρασαν 7 χρόνια ώσπου να εισαγάγει την υδρόψυξη στις μοτοσυκλέτες της

 

Όταν δουλεύεις ανεξάρτητα από εταιρικές πολιτικές, τότε είσαι πιο ελεύθερος. Ο Granath επέλεξε ελεύθερα τα περιφερειακά της μοτοσυκλέτας του και προτίμησε αυτό το πιρούνι της ιταλικής Ceriani, ένα από τα καλύτερα της εποχής του

 

Σήμερα το δίχρονο 500 φοράει δυο αμορτισέρ της Ohlins, ωστόσο ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του με δυο Girling

 

“Spola Kröken” σημαίνει “Σταμάτα να Πίνεις”. Για κάποιο διάστημα η σουηδική κυβέρνηση ήταν χορηγός του Granath, και, μέσω της μοτοσυκλέτας που κέρδιζε τα πάντα στους εγχώριους αγώνες, επέλεξε να διαφημίσει την καμπάνια της εναντίον του αλκοολισμού

 

Σήμερα είναι 63 ετών, αλλά ο Σουηδός συνεχίζει να αγωνίζεται ερασιτεχνικά με ένα Supermono Husaberg κι ένα GSX-R 600. Φυσικά, δεν ξεχνά από πού ξεκίνησε, από τη μοτοσυκλέτα που τον έφερε πίσω από τον μεγάλο Giacomo Agostini και το βάθρο των Grand Prix

 

Η ανακατασκευή του Μουσείου Μοτοσυκλέτας στο μεγαλύτερο υψόμετρο – Μπήκαμε στο νέο Top Mountain!

Μεγαλύτερο από πριν και σε χρόνο ρεκόρ
Η ανακατασκευή του ψηλότερου Μουσείου Μοτοσυκλέτας – Μπήκαμε στο νέο Top Mountain!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

22/8/2023

Θαύματα γίνονται, ζωντανή απόδειξη αυτού είναι η αναγέννηση του υπέροχου Μουσείου Μοτοσυκλέτας Top Mountain της Αυστρίας σε λιγότερο από ένα χρόνο μετά την καταστροφή αυτού και του πολύτιμου περιεχομένου του από πυρκαγιά. Θυμηθείτε τι είχε συμβεί:
 

         

Το 2016 τα δίδυμα αδέλφια Attila και Alban Scheiber, 49 ετών τότε, άνοιξαν το υψηλότερο μουσείο μηχανοκίνητων της Ευρώπης σε υψόμετρο 2.160 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στην είσοδο του Timmelsjoch High Alpine Road (γνωστό και ως Passo del Rombo), ενός ιδιωτικού δρόμου με διόδια που συνδέει την Αυστρία με την Ιταλία. Με το κόστος των διοδίων για κάθε πέρασμα το 2023 να είναι 18€ για αυτοκίνητο και 16€ για μοτοσυκλέτα, οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν έναν πιο γραφικό αν και με χαμηλότερη ταχύτητα (επειδή είναι στενότερος σε φάρδος) τρόπο μετακίνησης μεταξύ των επαρχιών Τιρόλο της Αυστρίας και Aldo Adige της Ιταλίας, από ό,τι το καλύτερα γνωστό Brenner Pass 25 χιλιόμετρα ανατολικά. Είναι πιο δημοφιλές μεταξύ των μοτοσυκλετιστών γιατί απαγορεύεται η διέλευση μεγάλων φορτηγών – την πιο επισκέψιμη χρονιά πριν τον Covid, το 2017, πέρασαν από το Timmelsjoch Pass ακριβώς 190.259 οχήματα, με τα 75.550 εξ αυτών να είναι μοτοσυκλέτες. Επιπρόσθετα αρκετοί κατασκευαστές μοτοσυκλετών και αυτοκινήτων χρησιμοποιούν τις κλειστές στροφές του δρόμου ως πεδίο δοκιμών για τα μελλοντικά τους μοντέλα, οπότε τα οχήματα με καμουφλάζ είναι συχνό θέαμα.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
άποψη του μουσείου πριν την πυρκαγιά

Ο Angelus Scheiber, ο παππούς των δίδυμων επιχειρηματιών, ήταν πρωτοπόρος στον τουρισμό και με την υποστήριξη της επαρχίας του Τιρόλο κατασκεύασε τον πρώτο ασφαλτοστρωμένο δρόμο πάνω από το Timmelsjoch Pass, την δεκαετία του 1950. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1955, ακολουθώντας το μονοπάτι της παλιάς εμπορικής διαδρομής που περπατούσαν τα μουλάρια και ο ολοκληρωμένος δρόμος, μαζί με τα διόδια, άνοιξε τον Ιούλιο του 1959. Το 2000, ο ιδιωτικός δρόμος πέρασε εξολοκλήρου στην οικογένεια Scheiber, μετά την εξαγορά του εναπομείναντος μεριδίου της κυβέρνησης του Τιρόλο. Αυτό σημαίνει ότι έχουν το δικαίωμα να συλλέξουν και να κρατήσουν ολόκληρο το ποσό των διοδίων, καθώς και ότι έχει στην κατοχή της 25 τελεφερικ για σκι στη γύρω περιοχή, που παρέχουν πρόσβαση σε πίστες συνολικού μήκους 125 χιλιομέτρων και εξυπηρετούν μέχρι και 6.000 λάτρεις των χειμερινών σπορ, σε κάθε δεδομένη στιγμή. Τα χειμερινά σπορ είναι και το βασικό επιχειρηματικό πεδίο της οικογένειας όλα αυτά τα χρόνια, από την διαχείριση πιστών σκι, μέχρι ξενοδοχεία και καταστήματα ενοικίασης εξοπλισμού. Χάρη στην τοποθεσία του, το χιονοδρομικό κέντρο είναι ανοιχτό από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι και τις αρχές Μαΐου, ενώ υπάρχει ακόμα και ελικοδρόμιο στο κοντινό Hochgurgl, επιτρέποντας έτσι στους πλούσιους σκιέρ να φτάσουν πετώντας μέχρι εκεί για μια μέρα στο χιόνι, επιστρέφοντας μετά στο ιδιωτικό τους jet, στο αεροδρόμιο Inssbruck 100 χιλιόμετρα μακριά, για να γυρίσουν στην πατρίδα τους.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Αμέσως μετά την πυρκαγιά, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική

Επομένως τα κέρδη από αυτήν και διάφορες άλλες επιχειρήσεις που σχετίζονται με τον τουρισμό, χρηματοδότησαν το όνειρο των δύο παθιασμένων με την μοτοσυκλέτα δίδυμων αδελφών ώστε να επενδύσουν ένα σύνολο 23 εκατομμυρίων ευρώ στην κατασκευή του δικού τους ιδιωτικού μουσείου, του οποίου τα εγκαίνια στις 18 Αυγούστου 2016, έγιναν από τον μοναδικό Giacomo Agostini, ενώ ακολούθησε επίδειξη από την ομάδα ακροβατικών της Red Bull. Η έκθεση των μοτοσυκλετών κάλυπτε 2.400 τ.μ. και φιλοξενούσε ένα ολοκληρωτικά καινούργιο κέντρο είσπραξης διοδίων όπως επίσης και ένα εστιατόριο 300 θέσεων, στο ίδιο κτίριο. Υπήρχε χώρος για 400 ακόμα άτομα στην εξωτερική βεράντα και πρόσβαση στο νέο τελεφερίκ Kirchenkarbahn με συρματόσχοινο, ενσωματωμένο στο συγκρότημα του Μουσείου, με γόνδολες χωρητικότητας δέκα ατόμων να μεταφέρουν 2.400 ανθρώπους κάθε ώρα στην χιονοδρομική ζώνη της οικογένειας Scheiber. Το Μουσείο είδε 350 μοτοσυκλέτες ως εκθέματα, 170 εξ αυτών ιδιοκτησίας της οικογένειας Scheiber, με τις υπόλοιπες να έχουν παραχωρηθεί από συλλέκτες και άλλα μουσεία από όλο τον κόσμο, με πρώτο και καλύτερο τον Γερμανό συλλέκτη Dieter Mutschler, ο οποίος διέθεσε κυριολεκτικά δεκάδες μοτοσυκλέτες.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Σημερινή άποψη του Μουσείου Top Mountain και του σταθμού διοδίων 

Το Μουσείο Μοτοσυκλέτας Top Mountain Crosspoint, όπως είναι το επίσημο όνομά του, διακρίθηκε για τον μοναδικό αρχιτεκτονικό του σχεδιασμό, τον οποίο επιμελήθηκε ο νεαρός τοπικός αρχιτέκτονας και ιδιοκτήτης/αναβάτης μίας vintage μοτοσυκλέτας, Michael Brötz. Η ιδέα του αναπαριστά ένα κύμα χιονιού που γλιστρά στην πλαγιά του βουνού και του έδωσε τη νίκη στον διαγωνισμό ανάθεσης απέναντι σε πέντε άλλους, πιο καταξιωμένους, αρχιτέκτονες. Κατά την διάρκεια των επόμενων τρεισήμισι ετών, από τα εγκαίνιά του το 2016, απέκτησε γρήγορα φήμη παγκοσμίως ως ένα αξιοθέατο για όλες τις μέρες του χρόνου, αν και κατά τους χειμερινούς μήνες μπορεί κανείς να το φτάσει μόνο από την βόρεια, αυστριακή πλευρά. Ο φιδίσιος δρόμος 29 χιλιομέτρων μέχρι το Timmelsjoch στην ιταλική πλευρά, που ανεβαίνει μέχρι τα 1.800 μέτρα υψόμετρο με μια σειρά από φουρκέτες, είναι κλειστός από χιόνι για τέσσερις μήνες το χρόνο.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Η επόμενη ημέρα μετά τη φωτιά

Αλλά την νύχτα της 18ης Ιανουαρίου 2021, ενώ το μουσείο παρέμενε κλειστό στα πλαίσια της καραντίνας της Αυστρίας για τον Covid-19, ξέσπασε μία τεράστια πυρκαγιά με την πρώτη αναφορά να γίνεται στις 4 π.μ., εξαιτίας ενός όπως αποδείχτηκε αργότερα βραχυκυκλώματος μίας ελαττωματικής μεγάλης οθόνης στην αίθουσα εκδηλώσεων του μουσείου. Ολόκληρο το Μουσείο τυλίχτηκε στις φλόγες και παρ’ όλο που η τοπική εθελοντική πυροσβεστική υπηρεσία βρέθηκε άμεσα στο σημείο και κατόρθωσε να αποτρέψει την εξάπλωση της πυρκαγιάς στο εστιατόριο και τον σταθμό του τελεφερίκ, το άνω τμήμα του Μουσείο Μοτοσυκλέτας που στέγαζε την πλειονότητα των μοτοσυκλετών της έκθεσης, όπως επίσης και μία χούφτα Κλασσικά αυτοκίνητα, καταστράφηκε. Παρά την χρήση τόσο εκχιονιστικών μηχανημάτων για τη ρίψη χιονιού στη φωτιά όσο και κανονιών νερού, μεγάλο κομμάτι του κτιρίου κάηκε κυριολεκτικά ολοσχερώς. Το Μουσείο ήταν κατά κύριο λόγο κατασκευασμένο από ξύλο και παραδόξως δεν διέθετε σύστημα καταιονισμού – ειδικά μετά την πυρκαγιά του 2003 που κατέστρεψε το Εθνικό Μουσείο Μοτοσυκλέτας της Βρετανίας, το οποίο επίσης δεν είχε σύστημα πυρόσβεσης. Επομένως δεν αποτελεί έκπληξη ότι καταστράφηκε ολοσχερώς, αν και ευτυχώς κανείς δεν τραυματίστηκε μιας και η πυρκαγιά έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της νύχτας. Παρ’ όλ’ αυτά, περίπου 230 Κλασσικές μοτοσυκλέτες και ένας μικρός αριθμός αυτοκινήτων χάθηκαν στις στάχτες.,

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Τα συνεργεία κατέφθασαν άμεσα αλλά δεν γινόταν να σταματήσουν την καταστροφή

Ένα σημαντικό κομμάτι όμως της έκθεσης μοτοσυκλετών γλίτωσε από τις φλόγες, καθώς στον υπόγειο όροφο οι Scheiber είχαν δημιουργήσει ένα χώρο για ειδικά εκθέματα, τα οποία τη νύχτα που ξέσπασε η πυρκαγιά περιλάμβαναν ένα στόλο από 53 Indian και φορτηγά Chevrolet. “Είχαμε οργανώσει πραγματικά την καλύτερη έκθεση vintage μοτοσυκλετών Indian που υπήρξε ποτέ στην Ευρώπη και όλες επέζησαν”, μας λέει ο Attila Scheiber.

Η απαρίθμηση των κυριολεκτικά δεκάδων ιστορικά σημαντικών μοτοσυκλετών που χάθηκαν για πάντα – οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν έλιωσαν τα πλαίσια και τους κινητήρες σε άμορφα κομμάτια μετάλλου, ανίκανα να ανακατασκευαστούν, ειδικά τα εξαρτήματα από αλουμίνιο, μαγνήσιο, πλαστικό ή κεραμικό υλικό – θα ήταν μία πολύ αποκαρδιωτική διαδικασία. Αλλά για να δώσουμε μία εικόνα του μεγέθους της καταστροφής, τουλάχιστον 13 Brough Superior καταστράφηκαν, αν και μία εξ αυτών, ένα εκ των έξι δειγμάτων του τετρακύλινδρου μοντέλου του George Brough που γνωρίζουμε ότι υπάρχουν, έχει σταλεί στον διάσημο συντηρητή Sam Lovegrove στην Βρετανία, ο οποίος θα προσπαθήσει να το επαναφέρει. Αλλά τα υπόλοιπα δώδεκα κομμάτια της πρώτης Superbike του κόσμου χάθηκαν για πάντα. Κατά την εκκαθάριση που ακολούθησε, οι Scheiber πέταξαν πάνω από 250 μοτοσυκλέτες, όλες χαμηλής αξίας, κυρίως μικρού κυβισμού συμπεριλαμβανομένων μοτοποδηλάτων και άλλων παρόμοιων. Μόλις η ασφαλιστική κατέβαλε την αποζημίωση, όλες οι εναπομείναντες ξεγραμμένες μοτοσυκλέτες πωλήθηκαν σε μία εταιρεία διάσωσης, μέσω της διαδικασίας της δημοπρασίας. “Όλες οι μοτοσυκλέτες ανήκουν πλέον σε αυτούς, οπότε ας ελπίσουμε ότι κάποιοι φοίνικες θα αναδειχθούν από τις στάχτες τους”, μας λέει ο Mark Upham, ο ομογενής Βρετανός που κατέχει το εμπορικό σήμα της Brough Superior και είναι ο ιδιοκτήτης του British Only Austria, ο οποίος συνεργάστηκε με τους αδελφούς Scheiber για την συγκρότηση της συλλογής, και τις δύο φορές.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
 Ο Mark Upham

Ο Upham με συνόδευσε στο Μουσείο σε μία πρόσφατη επίσκεψη και στη διαδρομή μας εκεί από το αεροδρόμιο του Inssbruck μου εξήγησε τον καίριο ρόλο του στην διαδικασία εκκαθάρισης. “Έπρεπε να συμφωνήσω με τις ασφαλιστικές εκτιμήσεις για όλες τις μοτοσυκλέτες που καταστράφηκαν στην φωτιά. Κατά μέσο όρο χρειάστηκαν περίπου τέσσερις ώρες ανά μοτοσυκλέτα, για όλες τις 360, μέχρι να φτάσουμε στην ασφαλισμένη αξία. Αν οι μοτοσυκλέτες ήταν υπασφαλισμένες, οι Scheiber έπρεπε να καλύψουν την διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας αξίας και της τρέχουσας, αλλά στην περίπτωση των δανεισμένων μοτοσυκλετών το Μουσείο θα έπρεπε να πληρώσει τους ιδιοκτήτες από την τσέπη του. Το 70% του ρίσκου ανήκε στην Lloyds του Λονδίνου, με το υπόλοιπο να βρίσκεται σε γερμανικές ασφαλιστικές εταιρείες. Χρειάστηκε αρκετή έρευνα και συζήτηση με τις εταιρείες αυτές προκειμένου να διευθετηθεί κάθε πτυχή της υπόθεσης. Ήταν μία πολύ περίπλοκη κατάσταση και η διαδικασία αποτίμησης πήρε αρκετό χρόνο, επειδή οι προηγούμενες αξίες πώλησης των πολύ σπάνιων μοτοσυκλετών ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν, ή απλώς δεν υπήρχαν για τις περιπτώσεις των μεμονωμένων μοντέλων που κατασκευάστηκαν μόνο μία και μοναδική φορά. Επομένως, έπρεπε να προτείνω λογικές εκτιμήσεις, βασισμένες σε παρόμοιες μοναδικές και ιστορικές μοτοσυκλέτες και να τις δικαιολογήσω. Μερικές φορές ήταν αρκετά αγχωτικό!” Μόνο το περιεχόμενο του Μουσείο ήταν ασφαλισμένο για 27 εκατομμύρια ευρώ.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
τα δίδυμα αδέλφια Attila και Alban Scheiber

Αλλά το θαύμα βρίσκεται σε αυτό που συνέβη στην συνέχεια. Πλήρως ασφαλισμένοι για τα έξοδα ανοικοδόμησης ύψους 12 εκατομμυρίων ευρώ, οι αδελφοί Scheiber ήταν αποφασισμένοι να αναστηλώσουν το Μουσείο και να το κάνουν ακόμη μεγαλύτερο από πριν, ενώ ακόμα πιο δύσκολο κομμάτι, να το ξαναγεμίσουν με ακριβές μοτοσυκλέτες που είτε θα αγόραζαν οι ίδιοι, ή θα δανείζονταν – καλά, η δεύτερη επιλογή θέτει ως βάση ότι κάποιος θα τους εμπιστευόταν, για δεύτερη φορά, ότι θα κρατήσουν τα περήφανα αποκτήματά του σώα και ασφαλή. Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί ιδιοκτήτες πραγματικά σημαντικών μοτοσυκλετών, βασισμένοι στο ότι όπως ο κεραυνός έτσι και η ατυχία δεν θα χτυπήσει δύο φορές στο ίδιο σημείο, είχε σαν αποτέλεσμα να τους προσφερθούν περισσότερες από 3.000 μοτοσυκλέτες, σύμφωνα με τον Attila Scheiber. “Η διαδικασία της επιλογής ήταν δύσκολη – αλλά ήταν ένα όμορφο και απρόσμενο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε!”, όπως μας λέει.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
συνέντευξη του Attila Scheiber σε επόμενη τεύχος του MOTO

Παρ’ όλ’ αυτά, τα παραπάνω άφησαν την ανακατασκευή του χώρου που θα φιλοξενήσει τα εκθέματα να εκκρεμεί, ενώ τα αδέλφια είχαν ήδη αποφασίσει να επεκτείνουν τον χώρο του Μουσείο στα 4.500 τ.μ. προκειμένου να μεγαλώσουν τον αριθμό των εκθεμάτων στις 530 μοτοσυκλέτες συνολικά (σε αντίθεση με τις 350 που ήταν πριν). Η μακροσκελής αίτηση για να πάρουν την άδεια γι’ αυτήν την επέκταση είχε ήδη υποβληθεί, με το αποτέλεσμα να είναι υπέρ τους. Οπλισμένοι με αυτή την έγκριση από τις τοπικές αρχές να ανακατασκευάσουν το Μουσείο σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα σχέδια, οι Scheiber ξεκίνησαν την αποπεράτωση του έργου με την ταχύτητα και το πάθος ανδρών που έχουν συνηθίσει να ολοκληρώνουν τις υποχρεώσεις τους όσο πιο γρήγορα γίνεται, με τις αυστηρότερες προδιαγραφές – και έχοντας τα κεφάλαια για να εξασφαλίσουν κάτι τέτοιο. Ένας στόλος από 30 μπετονιέρες ξεκίνησαν να οργώνουν τους δρόμους ανάμεσα σε Obergurgl και Hochgurgl και μέχρι 100 άνδρες να εργάζονται στο κτίριο, κάθε ώρα της ημέρας. Ως ο μεγαλύτερος εργοδότης στην περιοχή, η οικογένεια Scheiber έχει δημιουργήσει καλή φήμη σε βάθος τεσσάρων γενεών, επομένως η πλήρης υποστήριξη για την αναστήλωση του μουσείου μετά την φωτιά από όλες τις κατευθύνσεις, ήταν προβλεπόμενη.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Σημερινή άποψη του εστιατορίου του Top Mountain

Δέκα μήνες μετά την ημέρα που ξέσπασε η φωτιά, το πλήρως ανανεωμένο και ολοκληρωτικά ανακατασκευασμένο Μουσείο Μοτοσυκλέτας Top Mountain άνοιξε ξανά στις 18 Νοεμβρίου 2021 – μεγαλύτερο και καλύτερο από πριν, αλλά με την ίδια χαρακτηριστική κεντρική έκθεση, με ξεχωριστές ομάδες μοτοσυκλετών – μόνο που τώρα είναι περισσότερες από πριν. Πράγματι – η συλλογή είναι πολύ μεγαλύτερη και οπωσδήποτε καλύτερη από πριν και αξίζει να κάνετε μία παράκαμψη από το πρόγραμμά σας για να το επισκεφτείτε.

Παραδόξως όμως, δεν υπάρχει κατάλογος που να καλύπτει το Μουσείο, ούτε καν μία λίστα με τις μοτοσυκλέτες που εκτίθενται, κάτι που σίγουρα θα κάλυπτε το κόστος του πολύ γρήγορα. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζεις μόνο ότι βλέπεις μέσω των ελάχιστων πληροφοριών σε μία μεταλλική πλάκα μπροστά από κάθε μοτοσυκλέτα. Επιπλέον, η κύρια έκθεση των μοτοσυκλετών έχει ορισμένα μηχανήματα αρκετά μακριά από τον θεατή – δεν είναι ότι έχει ως προτεραιότητα την ποσότητα σε βάρος της ποιότητας, αλλά υπάρχουν μερικές πραγματικά συναρπαστικές μοτοσυκλέτες που είναι πολύ μακριά για να δεις την κάθε λεπτομέρεια από κοντά. Κρίμα.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Σημερινή άποψη της βασικής αίθουσας του Μουσείου - Μεγάλη συλλογή φωτογραφιών στο τέλος του άρθρου!

Εκτός από τις 530 μοτοσυκλέτες από το 1885 και έπειτα μέχρι το σήμερα και τις ειδικές εκθέσεις, το Μουσείο προσφέρει ένα ακόμα αξιοθέατο που απευθύνεται κυρίως στους νεότερους επισκέπτες. Η KTM έχει υπάρξει σημαντικός υποστηρικτής του Μουσείου Top Mountain από την πρώτη μέρα και πέραν τις 24 μοτοσυκλέτες που δάνεισε από το δικό της μουσείο Motohall στο Mattighofen, συμπεριλαμβανομένης μίας αγωνιστικής RC16 του MotoGP, βοήθησε στην δημιουργία ενός ξεχωριστού τομέα με την ονομασία ‘Motor Experience’. Αυτή η έκθεση πολυμέσων περιλαμβάνει έναν κινηματογράφο 4D, ένα τοίχο με κινητήρες, τεχνολογίες προσομοίωσης που δείχνουν πώς λειτουργούν οι τετράχρονοι και οι δίχρονοι κινητήρες και πολλούς ήχους κινητήρα σε διάφορους σταθμούς που είναι κατανεμημένοι σε όλο τον εκθεσιακό χώρο.

Είναι κάτι που έκανε η KTM στο Motohall, όπου ζωντανεύει τους αναβάτες με τους οποίους έχει κερδίσει τόσους πολλούς τίτλους όλα αυτά τα χρόνια με τον επισκέπτη να ακούει την φωνή τους και να βλέπει την προσπάθειά τους σε ένα τεράστιο video-εμπειρία που επίσης αξίζει την επίσκεψη αν σας βγάλει ο δρόμος προς τα εκεί. Διαφορετικά αντίστοιχη είναι και η εμπειρία στο Top Mountain.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Εκείνο που λείπει από το μουσείο, είναι οι πληροφορίες για όλα τα εκθέματα

Σκοπός όλων αυτών είναι να δώσουν στους επισκέπτες την δυνατότητα να ‘βιώσουν την γοητεία της οδήγησης μοτοσυκλέτας με όλες τους τις αισθήσεις, ακόμα κι αν δεν έχουν το αντίστοιχο δίπλωμα’, όπως μας ενημερώνει η πινακίδα μπροστά από την είσοδο. Στα αξιοθέατα περιλαμβάνεται το “Sound of Motorbikes”, όπου οι επισκέπτες μπορούν να καθίσουν πάνω σε μία μοτοσυκλέτα-προσομοιωτή και να βιώσουν τις αισθήσεις της οδήγησης μίας πραγματικής, με τους κραδασμούς, το θόρυβο και την δυναμική συμπεριφορά. Και ναι – είναι διασκεδαστικό ακόμα και για όσους από εμάς οδηγούμε πραγματική μοτοσυκλέτα!

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Προσφέρεται για βόλτα με μοτοσυκλέτα

Αλλά το βασικό πλεονέκτημα του αναγεννημένου Μουσείου Top Mountain είναι η τεράστια ποικιλία σημαντικών μοτοσυκλετών από όλο τον κόσμο, οι οποίες, χάρη στο αποφασιστικό πάθος και το κίνητρο των αδελφών Scheiber, εκτίθενται ακόμα μία φορά για να μπορούμε εμείς να τις θαυμάσουμε. Μεγαλύτερο, και σίγουρα καλύτερο – αλλά σε απελπιστική ανάγκη ενός ενημερωτικού φυλλαδίου, ή μίας ακουστικής παρουσίασης.

Ακολουθεί μεγάλη συλλογή φωτογραφιών: