Vincent Black Lightning S

Η μοτοσυκλέτα της "επιστροφής"
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

18/8/2017

Διχασμένη προσωπικότητα

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια εταιρεία που την έλεγαν Vincent και έφτιαχνε τα πιο γρήγορα και κακά μηχανάκια της εποχής, κάποτε όμως έκλεισε και με τον καιρό όλα τα Vincent εξαφανίστηκαν από τους δρόμους. Ώσπου, μια μέρα, εμφανίστηκε κάποιος που τον αποκαλούσαν Μεσσία, το όνομα του ήταν Li, Bernard Li, και επί δέκα ολόκληρα χρόνια κόπιασε με τους συνεργάτες του για να φτιάξουν τέσσερα ολοκαίνουργια, γυαλιστερά Vincent

Πριν από σχεδόν τρίαντα χρόνια η Triumph επέστρεψε στο Meriden, πολύ κοντά στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε, χάρη στα εκατομμύρια του John Bloor. Στη συνέχεια ακολούθησε η Norton, τώρα στα πρόθυρα πλήρους αναβίωσης στο Oregon του Portland στην Αμερική, 8.000 μίλια μακριά από το Birmingham όπου δημιουργήθηκε. Τουλάχιστον, κράτησαν την ίδια αρχιτεκτονική στους αερόψυκτους δικύλινδρους εν σειρά κινητήρες. Σειρά έχει η Vincent, η τελευταία από το τρίο των αναγεννημένων βρετανικών βιομηχανιών, εφόσον ο Li συνεχίσει την προσπάθειά του. Όπως η Norton, έτσι και η Vincent είναι έτοιμη να περάσει στη απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, στην πόλη της μοτοσυκλέτας, το Detroit.

4 x Vincent

Για την αναβίωση της Vincent, ο Li μιμήθηκε την ιταλική Mondial, εξελίσσοντας μια σειρά από τέσσερα διαφορετικά μοντέλα, όλα βασισμένα στον V2 κινητήρα της Honda από το SP1, στα οποία θα επικεντρωθούν αρχικά οι πωλήσεις. Κατάφερε να πείσει την ιαπωνική εταιρεία με την περιβόητη λιγομίλητη διοίκηση να του πουλήσει τους κινητήρες της, το οποίο από μόνο του αποτελεί μεγάλη επιτυχία για τον ίδιο. Το γεγονός όμως ότι είχε τέσσερις διαφορετικά ολοκληρωμένες μοτοσυκλέτες να εξελίσσονται, κατασκευασμένες στο Detroit από τους ειδικούς του R&D τμήματος της Rough Engineering, υπογραμμίζει την οικονομική δέσμευση του Li για το project – όπως και τα μεγάλα κεφάλαια που θα πρέπει να διαθέτει συνεχώς.

Αυτά τα τέσσερα διαφορετικά πρωτότυπα της Vincent είναι συνήθως αραγμένα στο γκαράζ του Barney Li, και το Black Lightning S, ντυμένο με ανθρακόνημα, αποτελεί τη ναυαρχίδα τους. Στην άλλη άκρη βρίσκονται το γυμνό Black Shadow, με ακτινωτές ζάντες, και το Black Lightning, ST με εξοπλισμό ταξιδιού και μπαγκαζιέρα. Θα έπρεπε να ονομαστεί Black Prince, αλλά δεν έχω άδεια για τη χρήση αυτού του ονόματος προς το παρόν, ανέφερε συλλογισμένα ο Barney. To τελευταίο από τα τέσσερα μοντέλα είναι το πιο αμφισβητούμενο, αλλά πιθανότατα θα αποτελέσει και το πιο προσοδοφόρο για τους Αμερικάνους αντιπροσώπους της Vincent: το cruiser Black Eagle ουσιαστικά αποτελεί την αμερικάνικη προσέγγιση στο πώς θα ήταν μια Harley-Davidson εάν είχε ζητηθεί από τον Philip Vincent να κατασκευάσει μία…

Και οι τέσσερις μοτοσυκλέτες μοιράζονται το ίδιο, πανέμορφα συγκολλημένο, αλουμινένιο πλαίσιο, με σωληνωτές βάσεις κινητήρα, σχεδιασμένο στο New Mexico από τον Αμερικανό James Parker, ο οποίος σχεδίασε όλα τα μοντέλα αφότου ανέλαβε ο Li. Ο Barney δεν μας επέτρεψε να φωτογραφίσουμε τα υπόλοιπα Vincent όταν τον επισκεφτήκαμε στο San Diego, και δικαιολογημένα, αφού ήθελε να καθυστερήσει την εμφάνισή τους ώσπου να μπουν στην παραγωγή. Και στα τέσσερα έχει δοθεί έμφαση στη λεπτομέρεια, με αποτέλεσμα κανένα να μη μοιάζει με τα υπόλοιπα. Οπωσδήποτε φέρουν όλα εμφανή τη σφραγίδα των Vincent, αφού και ο οκταβάλβιδος V2 90ο κινητήρας της Honda με τα δύο πλαϊνά ψυγεία δεν έχει μεγάλη διαφορά εμφανισιακά από του μεγαλοφυούς αερόψυκτου V2 500 που είχε σχεδιάσει ο ίδιος ο Vincent πριν από μισό αιώνα.

Ουτοπική απόδοση

Αντιλαμβάνομαι καλύτερα πια, ως πρώην ιδιοκτήτης ενός Vincent, ότι όλα άρχισαν να βελτιώνονται την ημέρα που το πούλησα, τη μοναδική φορά που κατάφερα να το βάλω μπρος με την πρώτη μανιβελιά, όταν ο τύπος που θα το αγόραζε ήρθε να το ελέγξει. Αλληλούια!!! Το V2 Rapid, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ήταν πραγματικά γρήγορο, αλλά ήταν επίσης και ιδιότροπο, λόγω της περίεργης λειτουργίας των Girdraulic Vincent πιρουνιών και του αμορτισέρ, ο σχεδιασμός των οποίων ωστόσο δεν ήταν στην πραγματικότητα διαφορετικός από των σημερινών Fior, SaxTrak, Hossak και BMW Telelever, που απλώς αποτελούν μια σύγχρονη, σωστά κατασκευασμένη εκδοχή εκείνων. Το δικό μου Vincent όμως συνέχιζε να προβάλλει προκλητικά την πίστη του στην παράδοση επιδεικνύοντας μια απόδοση ανάλογη με της οικογένειας των V2 που έβγαζε το εργοστάσιο του Stevenage τω καιρώ εκείνω.

Καβαλώντας το Black Lighting S που παρουσιάστηκε από τον Barney Li και πιέζοντας το μπουτόν της μίζας, γίνεται σαφές πόσο διαφορετική είναι η σύγχρονη Vinnie. Σε αντίθεση με την αυθεντική σκυφτή θέση οδήγησης, το σύγχρονο μοντέλο έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά – και αυτό στη σπορ έκδοση, όπου επιλέχθηκε μονόσελο από superbike (μολονότι το κάλυμμα της ουράς μπορεί να αφαιρεθεί). Ο Li εξηγεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή, όπως και αυτή της γεωμετρίας του πλαισίου, είχε σκοπό να ελκύσει ανθρώπους της ηλικίας του. Ήθελα κάτι άνετο, να έχεις την αίσθηση ότι κάθεσαι σε κάτι συμπαγές, να είναι σαφές στους χειρισμούς του και να μην είναι υπερβολικά γρήγορο, ανέφερε. Με συμπεριφορά sportbike αλλά αίσθηση cruiser, η μοτοσυκλέτα αυτή έχει πραγματικά διχασμένη προσωπικότητα.

Μακρύ Όχημα

Αυτό είναι αποτέλεσμα του μεγάλου μεταξονίου, 1.588mm, ανάλογο με του Ducati 750SS Imola, που ήταν εκπληκτικά σταθερό. Το Black Lighting S είναι εξίσου σταθερό, μεταφέροντάς σου αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, ενώ και στην πόλη, όπου οι ανωμαλίες είναι πολλές, μένει ανεπηρέαστο χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους και τη σωστή λειτουργία της ανάρτησής του. Αν παρασυρθείς λίγο παραπάνω και αρχίσεις να κινείσαι γρήγορα, θα πρέπει να είσαι προσεκτικός στις μεγάλες κλίσεις, όπου η απόσταση από το έδαφος γίνεται οριακή, με αποτέλεσμα να ξύνουν εύκολα στην άσφαλτο τόσο τα μαρσπιέ όσο και οι εξατμίσεις στη δεξιά του πλευρά. Το Black Lightning S είναι, πραγματικά, περισσότερο sport cruiser παρά sportbike.

Η σταθερότητα επιτυγχάνεται με τις απείρως καλύτερες σε σχέση με των γνήσιων Vincent αναρτήσεις του, με τα 43mm καλάμια της Showa και το Fox Twin αμορτισέρ να ελέγχει την λειτουργία του ψαλιδιού. Εδώ αναρωτήθηκα, γιατί άραγε ο Parker δεν χρησιμοποίησε μπροστινό σύστημα ανάρτησης τύπου Telelever, συμπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αναφορά στο παρελθόν;

Με γωνία κάστερ 25ο και ίχνος 97mm, η γεωμετρία της μοτοσυκλέτας είναι λίγο συντηρητική, παρόλο που οι αναρτήσεις επιδεικνύουν σαφή λειτουργία, με την πίσω ειδικά να προσφέρει εξαιρετική πρόσφυση στις στροφές πίσω από τους λόφους του San Diego, λόγω του 190/50-17 πίσω ελαστικού D207 της Dunlop, τοποθετημένου σε αλουμινένια ζάντα 5,5 ιντσών. Επιπλέον, το μακρύ μεταξόνιο προσφέρει έντονη αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, με αντίτιμο την πιο αργή γεωμετρία – παρά τον πολύ καλό μοχλό του μεγάλου τιμονιού. Δεν έχει σπορ αίσθηση, παρότι είναι μακρύ, χαμηλό και με αρκετά μικρό βάρος, 185 κιλά στεγνό σύμφωνα με τον Barney Li. Το Vincent είναι πραγματικά γρήγορο, 270+ χ.α.ώ. τελική λέει ο Bernard ότι πιάνει, και, παρότι αρκετά ευέλικτο στις χαμηλές ταχύτητες, αποδεικνύεται πολύ σταθερό στις υψηλές. Επίσης, φρενάρει πολύ καλά χάρη στο αποτελεσματικό και προοδευτικό σύστημα πέδησης της Brembo, με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων και δισκόπλακες 320mm.

Έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά

Αποφασισμένος να πετάξεις

Το αλουμινένιο πλαίσιο είναι βαμμένο σε Vincent Black, με την εισαγωγή και το φίλτρο μπροστά από τον λαιμό του τιμονιού. Το πλαστικό ρεζερβουάρ των 19 λίτρων είναι τοποθετημένο κάτω και ελαφρώς πίσω από τη σέλα, δικαιολογώντας εν μέρει το μακρύ μεταξόνιο – αυτό που δείχνει σαν ρεζερβουάρ, στην πραγματικότητα είναι κάλυμμα για το φιλτροκούτι από άριστα κατεργασμένο ανθρακόνημα. Εξίσου παραπλανητικό είναι το μεγάλο στρογγυλό φανάρι που περιλαμβάνει έναν συνδυασμό τεσσάρων λαμπτήρων αλογόνου με εξαιρετικό φωτισμό.

Λιγότερο πιστά στην παράδοση είναι τα δύο τελικά των εξατμίσεων σε σχήμα χωνιού στη δεξιά πλευρά – τα Vincent είχαν πάντοτε ίσια τελικά στο αγωνιστικά ή 2-σε-1 στα δρόμου. Δείχνουν όμορφα και ακούγονται πολύ έντονα, ειδικά στις υψηλές στροφές, παρότι η PGM–F1 ECU δεν έχει ακόμα επαναπρογραμματιστεί για τις πιο ελεύθερες εξατμίσεις. Το μικρό βάρος του Vincent εξασφαλίζει συνεχόμενα πολύ καλή επιτάχυνση μέχρι τα 210+χλμ/ώρα, σε βαθμό να νιώθεις ευτυχής που το μεταξόνιο του είναι τόσο μακρύ και η κατανομή βάρους είναι 51-49%, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του εμπρός τροχού στο έδαφος. Το Black Lightning είναι εύκολο στην οδήγηση χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους, την προοδευτική λειτουργία του συμπλέκτη και τη μακριά πρώτη του, αλλά συνολικά έχει κοντύτερη κλιμάκωση σε σχέση με το SP-1. Ο κόφτης επεμβαίνει στις 8.000 σ.α.λ., παρά το γεγονός ότι και χωρίς αυτόν ο κινητήρας μπορεί να συνεχίσει μέχρι τη μεγάλη κόκκινη γραμμή των 10.000.

Ειλικρινά, είναι ανεξήγητο το ότι η Honda δεν κατασκεύασε ένα μηχανάκι όπως αυτό, έτσι ώστε να ανταγωνιστεί τη Ducati τόσο στις πωλήσεις όσο και στους αγώνες, όπως έκανε με τα superbikes της. Όμως ο Barney Li το έφτιαξε για τον εαυτό του. Η μικρή του ζελατίνα καλύπτει καλύτερα απ’ όσο περίμενα, διώχνοντας τον αέρα πάνω από το κράνος, σίγουρα όμως δεν μπορείς να το “τελικιάσεις” σε όρθια θέση, εκτός αν είσαι αποφασισμένος να πετάξεις: σε αυτή την περίπτωση, απλώς κρατήσου σφιχτά και σκέψου την Αγγλία…

 

Ε, αφού έχει μίζα…

Παρά το γεγονός ότι δεν έχει τίποτα από Βρετανία, οφείλω να παραδεχτώ την αναβίωση των Vincent. Στην πραγματικότητα τα νέα δεν έχουν και μεγάλη σχέση με αυτά του εργοστασίου του Stevenage, πέρα από το όνομα στο κάλυμμα από το φιλτροκούτι και τον πραγματικά πετυχημένο σχεδιασμό. Έχω ένα προαίσθημα ότι θα εκτιμήσω περισσότερο την πιο συγκεκριμένη οδηγική συμπεριφορά του sport-tourer Lightning ST από τη διχασμένη προσωπικότητα του αδερφού “S”, γιατί η σχεδίαση του πλαισίου θα του ταιριάζει καλύτερα, όμως και αυτό θα εξακολουθεί να φέρει τον δημοφιλή κινητήρα της Honda, ή ακόμα και το cruiser Black Eagle, όπου το μακρύ μεταξόνιο θα είναι προτέρημα…

Αγνοώντας τις απόψεις που εκφράστηκαν από μια μερίδα του ειδικού Τύπου, ο Bernard Li δημιούργησε εντυπώσεις, όχι όμως ως καιροσκόπος επιχειρηματίας που ψάχνει να βρει την ευκαιρία, αλλά ως πραγματικός θαυμαστής της μοτοσυκλετιστικής ιστορίας, πού είναι έτοιμος να διαθέσει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας που δημιούργησε δουλεύοντας μια ζωή ώστε να αναβιώσει ένα εκ των ενδοξότερων ονομάτων της βρετανικής κληρονομιάς, αχρησιμοποίητο τα τελευταία 49 χρόνια. Αντιμετωπίστε το πιο σωστά: σκεφτείτε ότι τα Husqvarna τα τελευταία 15 χρόνια φτιάχνονται στην Ιταλία, ή ότι τα Royal Enfield φτιάχνονται στη Ινδία, τα δε Husaberg στην Αυστρία – επομένως δεν έγινε και τίποτα αν τα Vincent κατασκευάζονται στο Detroit… Ο κόσμος είναι πολύ μικρότερος στις μέρες μας απ’ ό,τι ήταν πριν πενήντα χρόνια, όταν σταμάτησε η παραγωγή των Vincent. Αν ο Bernard Li είναι διατεθειμένος να διαθέσει τα χρήματα του, τότε του εύχομαι καλή τύχη. Ειδικά εφόσον αυτά διαθέτουν μίζα…

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ BERNARD LI

 

Επιδιώκοντας την τελειότητα

Η περίπτωση του Bernard Li αποτελεί ζωντανό παράδειγμα του αμερικάνικου ονείρου, μιας και από φτωχός φοιτητής έφτασε να γίνει ιδρυτής της εταιρείας Eagle One, την οποία στη συνέχεια πούλησε για πολλά εκατομμύρια δολάρια στη Valvoline

Γεννήθηκε στο Chenzing της Κίνας, στα τέλη της κομουνιστικής επανάστασης του Μάο, και πήγε στην Αμερική με τους γονείς του όταν ήταν μόλις έξι μηνών. Το ενδιαφέρον του για τις μοτοσυκλέτες ξεκίνησε αφού η οικογένεια του μετακόμισε στα προάστια του Maryland, όταν ένας φίλος του από το σχολείο τού έμαθε να οδηγάει ένα BSA Spitfire. Μαγεμένος από την εμπειρία, έκανε οικονομία για να αγοράσει ένα κακομεταχειρισμένο αλλά γρήγορο Honda Scrambler 305cc, για το οποίο ξόδεψε αμέτρητο χρόνο επισκευάζοντας και γυαλίζοντάς το, ώσπου έγινε αγνώριστο σε σχέση με το πώς ήταν.

Καθόμουν για ώρες κάτω από ένα δέντρο γυαλίζοντας τον κινητήρα, με ειδική αλοιφή για τις βαλβίδες και πολύ σκληρή δουλειά, μέχρι να γίνει όμορφο, αναφέρει ο Li. Αυτή ήταν η αρχή της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας που τελικά κατέληξε στην Eagle One. Ήθελα να δείχνουν όλα όμορφα, και το να παρέχω τα σωστά προϊόντα γι’ αυτό αποδείχτηκε μια ιδιαίτερα ικανοποιητική επιχείρηση. Ύστερα από 27 μηχανάκια –συμπεριλαμβανομένου και ενός Norton Commando, το οποίο ήταν και ο λόγος που ο Barney ξεκίνησε να θαυμάζει την ένδοξη ιστορία των βρετανικών μοτοσυκλετών–, ο Li εύχεται να έχει καταφέρει ακριβώς αυτό με τα πρωτότυπα αναγεννημένα Vincent.

Στο μεταξύ, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο που σπούδαζε ιστορία και μετακόμισε στην Καλιφόρνια το 1969, με μόνα περιουσιακά στοιχεία ένα CB450 Honda και 700 δολάρια.
Ξεκινήσαμε την Eagle One το 1978, με τρεις… κτηνίατρους ως χρηματοδότες, στους οποίους εργαζόταν η γυναίκα μου, και καταφέραμε να βγάλουμε λεφτά από την πρώτη ημέρα. Δεν φοβηθήκαμε να επενδύσουμε πολύ χρόνο σε πειράματα ώστε να βεβαιωθούμε ότι όλα τα προϊόντα ήταν καλά, και αποζημιωθήκαμε γι’ αυτό, διότι εξελίχθηκαν σε σημείο να θεωρηθούν ως η καλύτερη σειρά προϊόντων περιποίησης αυτοκινήτου στον κόσμο. Επίσης, στη συνέχεια εξέλιξα μια σειρά προϊόντων περιποίησης μοτοσυκλετών, ώστε να εμπλακώ ξανά με τη μοτοβιομηχανία. Είκοσι χρόνια μετά, την πούλησα στη Valvoline – και αυτό μου επέτρεψε να ασχοληθώ πάλι με την πρώτη μου αγάπη, τη μοτοσυκλέτα.

Ο Li εξακολούθησε να οδηγεί μηχανάκια τα χρόνια που ήταν στην Eagle One, καλύπτοντας συνολικά 10-15.000 μίλια στα ταξίδια του στην Αμερική και αργότερα στην Ευρώπη με μια σειρά από τουριστικά μοντέλα, συνήθως BMW K1200RS, Harley-Davidson Road King και Yamaha FJR1300, τα οποία βρίσκονται σήμερα στο γκαράζ του μαζί με τα τέσσερα πρωτότυπα Vincent. Στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 σκεφτόμασταν τί μοτοσυκλέτα να αγοράσουμε, και ψάχναμε, ώσπου καταλήξαμε στην αγορά του πρώτου μας Harley-Davidson, ανέφερε ο Li. Θυμάμαι που ένας φίλος μου έλεγε, ‘Ξέρεις, δεν είναι ότι θέλουμε να αγοράσουμε μια Harley για την ιστορία που κουβαλάει – είναι το κοντινότερο σε αυτό που θέλουμε. Και αυτό που πραγματικά θέλουμε είναι ένα Vincent Black Shadow με καλά φρένα!’. Και είχε απόλυτο δίκαιο – αυτό που θέλαμε εμείς, αλλά και άλλοι αναβάτες σαν και εμάς, ήταν κάτι με μεγάλη κληρονομιά και παραδοσιακό σπορ χαρακτήρα, αλλά με σύγχρονη απόδοση. Τελικά αποχώρησα από την Eagle One, έχοντας τις βάσεις για να διευθύνω σωστά την κατασκευή μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας – η οποία και πραγματοποιήθηκε!

Vincent, όπως Aston Martin

Εντάξει, αλλά γιατί συγκεκριμένα τη Vincent; Ήταν απλά η καλύτερη από τις παλιές μοτοσυκλέτες. Η γενιά μου ήταν αυτή που πρώτη αγόρασε ιαπωνικές μοτοσυκλέτες – είχα όμως και φίλους που οδηγούσαν Triumph και Harley Sportster. Υπήρχε έντονη αντιπαράθεση για το ποιος έχει το πιο γρήγορο, θυμάμαι όλες αυτές τις συζητήσεις που πάντοτε τελείωναν με το να λέει κάποιος ‘Οι μοτοσυκλέτες μας είναι όλες για πέταμα, το πιο γρήγορο δίτροχο είναι το Vincent Black Shadow’. Και είχαν δίκαιο, αλλά για να είμαι ειλικρινής πέρασαν πραγματικά πολλά χρόνια μέχρι να δω κάποιο – καλύπτονταν από ένα πέπλο μυστηρίου, ότι ήταν οι πιο κακές, ωμές, γρήγορες, ακριβές, αλλά και οι πιο σπάνιες μοτοσυκλέτες που είχαν ποτέ φτιαχτεί, και αυτό είναι που αποφάσισα να διορθώσω. Το βλέπω ως εξής: οι Harley είναι όπως οι Chevrolet με δύο ρόδες, η Indian είναι η Ford της μοτοσυκλέτας – το άλλο αμερικάνικο έμβλημα. Η Ducati είναι σαν την Alfa Romeo, η MV Agusta όπως η Ferrari, και οι BMW όπως… η BMW! Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να αποκτήσω τα δικαιώματα τις Vincent, τα οποία για την Αγγλία ανήκαν στην οικογένεια Holder από το 1974.

Το ότι τα δικαιώματα της επωνυμίας στην Αμερική δεν ανήκαν σε κανέναν, δεν ήταν πρόβλημα; Ναι, δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά, τουλάχιστον στην Αμερική, γι’ αυτό και ακολούθησα κατά γράμμα ό,τι αναφέρει ο νόμος σχετικά με τους τίτλους των εταιρειών. Ξεκινήσαμε το 1994, πουλώντας ρούχα με το λογότυπο της Vincent, για πρώτη φορά μέχρι τότε, και μέχρι το ’95 είχαμε αποκτήσει τα δικαιώματα της επωνυμίας της Vincent στην Αμερική, Γερμανία και Ιαπωνία. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα για τον David Holder, ώσπου πολύ αργότερα μου έγραψε κάποιος από την Αγγλία, ήταν ο μόνος που έφτιαχνε ανταλλακτικά για τους κινητήρες της Vincent, τα οποία μάλιστα δεν είχαν πάνω το λογότυπό της, με αποτέλεσμα να μην τον βρούμε όταν κάναμε τις έρευνές μας. Του μίλησα και συμφωνήσαμε για τα σχέδιά μου για αναβίωση της Vincent, προσπαθήσαμε δε να κάνουμε οι ίδιοι κάποιο είδος συμφωνίας παρά να απευθυνθούμε σε δικηγόρους που κανείς τους δεν είναι καλός. Υπήρξαν αρκετοί δημοσιογράφοι που θέλησαν να υποκινήσουν κάποιο είδος διαμάχης γύρω από αυτό, αλλά απ’ όσο πληροφορήθηκα ο David Holder είναι πραγματικός κύριος και αγαπάει πραγματικά τη Vincent. Τώρα που γνωριστήκαμε, θα βρούμε έναν τρόπο να κάνουμε κάτι που στο χρόνο θα ωφελήσει και τους δυο μας. Έχω την ενεργή υποστήριξη της οικογένειας Vincent γι’ αυτό που κάνω: Ο Robin Vincent-Day, γαμπρός του Phil Vincent, ο οποίος συντηρεί με τη γυναίκα του Dee πολλά αγωνιστικά Vincent από τα δικά τους 1950 Rapid, έχει ήδη δηλώσει την υποστήριξή τους τόσο δημόσια όσο και σε μένα προσωπικά, και αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Το υπερωκεάνιο που ρυμούλκησε ένα καραβάκι

Έχοντας αποκτήσει τα δικαιώματα του ονόματος της Vincent, το επόμενο βήμα ήταν η επιλογή του κινητήρα. Προφανώς έπρεπε να είναι ένα σύγχρονο V2, αλλά το κόστος για να εξελίξουμε δικό μας κινητήρα από το μηδέν ήταν αστρονομικό. Υπάρχουν άπειροι δρόμοι για να αποτύχεις και ελάχιστοι για να επιτύχεις. Κανείς δεν είναι τόσο ικανός στην κατασκευή κινητήρων όσο οι Ιάπωνες, αλλά δεν είναι εύκολο να πείσεις κάποιον από αυτούς να σε βοηθήσει, συν ότι φοβόμουν πως η επιλογή ενός ιαπωνικού κινητήρα για την αναβίωση της Vincent θα συνεπαγόταν έναν μεγάλο αριθμό αρνητικών συσχετισμών. Στο τέλος καταλήξαμε σε μια εξισορροπητική λύση, επιλέγοντας τον καταλληλότερο κινητήρα, που να είναι σήμα κατατεθέν στην αγορά. Ο κόσμος δεν πρόκειται ποτέ να μάθει πραγματικά πόση βοήθεια είχε η εταιρεία του John Bloor από την Kawasaki για να ξεκινήσει – αλλά σκέψου πόσο καθοριστικό ήταν αυτό για την αξιοπιστία των προϊόντων της….

Στο μεταξύ ο Li είχε ξεκινήσει συζητήσεις με τον Terry Prince, “γκουρού” στην ανακατασκευή των Vincent, και τον συνεργάτη του στην Αυστραλία. Αυτοί εξέλισσαν μια σύγχρονη έκδοση του παραδοσιακού αερόψυκτου V2 50ο στα 1.200cc, το οποίο αποκαλούσαν RTV, αλλά οι συζητήσεις ναυάγησαν όταν χρεοκόπησε η εταιρεία τους. “Ένα από τα μεγαλύτερα αρνητικά του RTV είναι ότι δεν θα μας επέτρεπε να δημιουργήσουμε σύγχρονες μοτοσυκλέτες, θα ήταν κάτι σαν δικύλινδρη εκδοχή του Enfield India. Προσπάθησα να έρθω σε επαφή με όλους τους κατασκευαστές, συμπεριλαμβανομένων της BMW και των ιταλικών εταιρειών, αλλά μόνο δύο από αυτούς απάντησαν, η Honda και η Kawasaki.

Ίσως να ξαφνιάστηκαν, αφού γενικά αποφεύγουν να προμηθεύουν με κινητήρες άλλες εταιρείες, όμως η Honda αποδείχτηκε η πιο θετική. Η διοίκηση της Honda στην Αμερική αντιλήφθηκε ακριβώς τί ήθελε να κάνει ο Li, κι αυτό αποδείχτηκε καταλυτικό για να πάρει έγκριση από την κεντρική διοίκηση της Honda στις αρχές του 2001, για την προμήθεια των δικύλινδρων κινητήρων από το SP1.

Από την πλευρά μου δεν μπορώ να κάνω κάτι που θα ωφελούσε τη Honda, πέρα από το να αγοράσω 5.000 κινητήρες, το οποίο γι’ αυτούς είναι μια σταγόνα στον ωκεανό. Είμαι απλώς ένα καραβάκι που έτυχε να βρίσκεται στην ίδια πορεία με ένα υπερωκεάνιο, και συμφώνησαν να μου πετάξουν ένα σχοινί για να με ρυμουλκήσουν. Αυτό που κίνησε το ενδιέφερε της Honda ήταν ότι μπορούσαμε δημιουργήσουμε κάτι αξιόλογο με τον κινητήρα της – ήθελαν ένα Vincent με Honda κινητήρα και όχι ένα Honda με το λογότυπο της Vincent.

Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar

Το κλειδί της επιτυχίας ήταν η συμφωνία με τον Αμερικάνο σχεδιαστή James Parker, ο οποίος έγινε γνωστός από τον σχεδιασμό της εναλλακτικής μπροστινής ανάρτησης που χρησιμοποιήθηκε από τη Yamaha στο GTS 1000.

 

Vincent: Τα γνήσια superbikes

Η Vincent ιδρύθηκε το 1928 από τον Philip Vincent, απόφοιτο του πανεπιστημίου Cambridge, όταν αγόρασε την εταιρεία HRD με την οικονομική βοήθεια του αγρότη πατέρα του και έθεσε τις βάσεις για τον χαρακτηρισμό της ως της πρώτης εταιρείας που κατασκεύασε superbike. Οι σειρές των δικύλινδρων 1.000cc superbikes συνέχισαν να κατασκευάζονται –κάτω από ιδιόμορφες συνθήκες– επί δύο δεκαετίες μετά το 1936 (με μια διακοπή πέντε ετών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η Vincent αφιερώθηκε στην κατασκευή μη μοτοσυκλετιστικών, πολεμικών, προϊόντων), θέτοντας νέα δεδομένα στην απόδοση και τεχνολογική τελειότητα των μοτοσυκλετών, τέτοια που καμία άλλη εταιρεία στον κόσμο δεν μπορούσε να πετύχει.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ατελείωτες νίκες σε αγώνες και ρεκόρ ταχύτητας τη δεκαετία μετά τον πόλεμο (1946-1956), αφότου ξανάρχισε η παραγωγή. Σε αυτές τις επιτυχίες περιλαμβάνεται και το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας μοτοσυκλέτας –με πάνω από 255 χ.α.ώ. τελική– που σημείωσε στο Bonneville ο Rollie Free το 1948 φορώντας μόνο το μαγιό του και έχοντας “ξαπλώσει” πάνω στο Vincent με τα πόδια να προεξέχουν από την ουρά του, προκειμένου να βελτιώσει την απόδοση! Σχεδιάστηκε το 1936 από τον ιδιοφυή Αυστραλό μηχανικό Phil Irving, και μόνο 78 από τα πρώτης έκδοσης δικύλινδρα V 50ο Vincent κατασκευάστηκαν πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ανασχεδιάστηκαν όμως κατά τη διάρκειά του από τον ίδιο, ενώ η δεύτερη γενιά κυκλοφόρησε στη στάνταρ έκδοση Rapid το 1946, με το τίτλο της πιο γρήγορης και ασφαλούς μοτοσυκλέτας του κόσμου.

Με τη “γρήγορη” έκδοση του Black Shadow, και ιδιαίτερα το αγωνιστικό Black Lightning, τα Vincent απόκτησαν παγκοσμίου εμβέλειας φήμη, ως ορόσημο της μοτοσυκλετιστικής τελειότητας. Στη συνέχεια εξελίχθηκε η τρίτη έκδοση (που βγήκε στη αγορά το 1949) και τέλος η τέταρτη (το 1954), με συνολική παραγωγή 11.134 μοτοσυκλετών, που πουλήθηκαν σε όλο τον κόσμο από το 1946 και μετά –κάποια από αυτά ήταν full-fairing, όπως τα sport-touring Black Prince και Black Knight–, λίγο πριν σταματήσει η παραγωγή τους το 1955. Παρά την εισαγωγή μιας σειράς πρωτοποριακών τεχνολογικών λύσεων, που εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις σύγχρονες μοτοσυκλέτες (όπως τα Cantilever αμορτισέρ, τα Girder καλάμια, ο high-cam κινητήρας, σχεδιασμένος για τη βελτίωση της παλινδρομικής κίνησης, αλλά και το μονοκόμματο πλαίσιο με χρήση του μοτέρ ως ενεργού τμήματός του, με αναρτώμενο κεντρικό δοχείο λαδιού), η εμμονή του Vincent στην ασυμβίβαστη κατασκευαστική και τεχνολογική ποιότητα κάθε άλλο παρά συνέβαλε στην κερδοφορία. Αλλά η αξία των προϊόντων της εταιρείας του υπογραμμίστηκε από τις επιτυχίες των Vincent, που συνέχισαν σε ανοιχτούς διαγωνισμούς μέχρι και τη δεκαετία του ’70, και τη θέση τους ως συλλεκτικών μοτοσυκλετών σήμερα, μισό αιώνα μετά. Όπως τα σύγχρονα δικύλινδρα της Ducati, πενήντα χρόνια πριν ένα Vincent έθεσε τα στάνταρ για τους υπόλοιπους: ήταν τo πρώτο πραγματικό superbike.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

 

Κατασκευαστής / Μοντέλο:                Vincent / Black Lightning S

Κινητήρας:            Τετράχρονος, δικύλινδρος V 90o, υγρόψυκτος, 2EΕΚ, 4Β/Κ

Διάμετρος x Διαδρομή (mm):             100 x 63,6

Χωρητικότητα (cc):             999

Ανάφλεξη:             Ψηφιακή PGM FI

Τροφοδοσία:         Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:             2 σε 1 σε 2

Σύστημα εκκίνησης:            Μίζα

Τύπος συμπλέκτη:                Υγρός, πολύδισκος, υδραυλικός

Τελική μετάδοση: Κιβώτιο 6 σχέσεων, αλυσίδα

Πλαίσιο: Χυτό αλουμινένιο με τον κινητήρα ενεργό μέρος του

Μεταξόνιο (mm):  1.588

Γωνία κάστερ (ο): 25

Ίχνος (mm):           97

Βάρος κενή (kg):   185

Ρεζερβουάρ (l):      19

Ανάρτηση Εμπρός:               Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι Showa 43mm

Ανάρτηση Πίσω:  Αμορτισέρ Fox Twin, τύπου Cantilever

Φρένο Εμπρός:      Δύο δίσκοι 320mm, δαγκάνες Brembo τεσσάρων εμβόλων

Φρένο Πίσω:         Δίσκος με δαγκάνα Brembo δύο εμβόλων

Τελική ταχύτητα (km/h):    270+

Ποινικός Κώδικας: Τρία χρόνια φυλακή για σούζες – Αυστηρότερα αλλά όχι σκληρά για τους κλέφτες!

Βγαίνεις την επόμενη ημέρα της σύλληψης αν κλέψεις μοτοσυκλέτα
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

21/11/2019

Δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Τεύχος Α’ 180/2019 ο Νόμος 4637/2019 - Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις στον οποίο αν δεν ρίξεις προσεκτική ματιά, θα βγάλεις λάθος συμπέρασμα.

Καταρχήν όλες αυτές τις ημέρες στην γενική ειδησεογραφία συζητούνται οι αλλαγές του Ποινικού Κώδικα, κυρίως για το γεγονός πως αλλάζουν τα πράγματα για εκείνους που πετούν μολότοφ και εκείνους που έχουν καταχραστεί τεράστιες ποσότητες δημοσίου χρήματος. Απέχουμε και από τις δύο αυτές διασκεδαστικές ενασχολήσεις με τα κοινά για να δώσουμε αξία από το συγκεκριμένο βήμα σε τελεσίγραφα που ανταλλάσσονται τις τελευταίες ώρες και άλλα ωραία και ελληνικά, οπότε θα εστιάσουμε στις αλλαγές των άρθρων 4 και 5 - μιας και αρκετός κόσμος έχει μπερδευτεί και δεν ξέρει τι ακριβώς ισχύει με διάφορα δημοσιεύματα που κυκλοφορούν.

Ξεκινώντας από τις κλοπές, που μέσα σε αυτές είναι και οι κλοπές οχημάτων και μοτοσυκλετών που μας ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση, το πρόβλημα είναι πως ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ το όριο των 120.000 Ευρώ για να τιμωρηθεί η κλοπή με κάθειρξη έως δέκα έτη ΚΑΙ χρηματική ποινή.

Κι αυτό παρά την εναντίωση του κ. Μιχάλη Χρυσοχοΐδη σε συνέντευξή του στο Βήμα της Κυριακής, επίμαχο μέρος της οποίας θα βρείτε παρακάτω. Αυτό σημαίνει πως αν κάποιος κλέψει μία μοτοσυκλέτα, και εκτός αν αυτή είναι κάποια σαν την HONDA RC213V-S, τότε δεν αντιμετωπίζει κάθειρξη έως δέκα έτη. Αυτό θα συμβεί αν είναι δύο ή περισσότεροι και αποδειχτεί πως είχαν οργανωθεί με σκοπό την τέλεση κλοπών. Σε αυτή την περίπτωση δεν ισχύει όριο για τα κλοπιμαία. Την στιγμή της κλοπής όμως αν φαίνεται πως κάποιος έχει δράσει μόνος του χωρίς συνεργό, τότε δεν αντιμετωπίζει βαριές ποινές.

Η αναστολή φυλάκισης για κλοπή ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ να υφίσταται κανονικά. Όπως δηλαδή πρόσφατα άλλαξε από 1η Ιουλίου 2019 με κυριότερη αλλαγή την διάταξη του άρθρου 99 παράγραφος 1 εδάφιο δεύτερο που αντικαθίσταται ως εξής: «Ο χρόνος αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που χορηγεί την αναστολή, εάν ο καταδικασθείς είναι παρών.

Να τονίσουμε εδώ και κάτι σημαντικό, είναι άλλο πράγμα οι λέξεις φυλάκιση και κάθειρξη, μιας και μπορεί κανείς εύκολα να μπερδέψει τους όρους.

Το καλό είναι πως πλέον -δηλαδή από τον Ιούλιο του 2019- ο νόμος επιτρέπει στο δικαστήριο να κρίνει αν η τέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία. Επί κυβέρνησης Σύριζα το δικαστήριο δεν είχε αυτή την επιλογή και αναγκαστικά άφηνε κάποιον ελεύθερο, παρόλο που η εκτέλεση της ποινής ήταν απολύτως αναγκαία για να τον αποτρέψει από νέες αξιόποινες πράξεις. Παράδειγμα: Αλγερινός που έχει περάσει τα σύνορα της χώρας παράνομα, προσπαθεί να ληστέψει σκούτερ που ανήκει σε αστυνομικό εκτός υπηρεσίας, τον οποίο και απειλεί με μαχαίρι. Ο αστυνομικός αντιδρά και μετά από καταδίωξη τον συλλαμβάνει. Οι αξιόποινες πράξεις στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν περισσότερες από μία, παρόλο αυτά το δικαστήριο αναγκαστικά του έδινε αναστολή. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο πλέον.

Και πάλι όμως ένας κλέφτης που πιάνεται να προσπαθεί να αφαιρέσει μοτοσυκλέτα θα είναι έξω με αναστολή, εκτός κι αν το δικαστήριο φέρει επιχειρήματα πως πρέπει η ποινή να εκτελεσθεί. Το γεγονός πως πλέον έχει επιλογή είναι θετικό. Το γεγονός επίσης πως αν δεν έχει συνεργό θα πρέπει να κλέψει πολλές μοτοσυκλέτες για να πάει στην φυλακή, είναι ανησυχητικό.

Υπάρχει επίσης -από τον Ιουλίου του 2019 όχι τώρα- η πρόβλεψη για μερική έκτιση της ποινής φυλάκισης και μερική αναστολή της υπόλοιπης για ποινές έως 3 ετών, που δεν μπορεί να έχει διάρκεια -η μερική έκτιση- κατώτερη των 10 ημερών και ανώτερη των 3 μηνών.

Παραθέτουμε την τροποποιήση στo άρθρo 374 του Ποινικού Κώδικα παράγραφος 1 που αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή αν: α) ο υπαίτιος αφαιρεί από τόπο προορισμένο για θρησκευτική λατρεία, πράγμα αφιερωμένο σε αυτή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας, β) ο υπαίτιος αφαιρεί πράγμα επιστημονικής ή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας που βρίσκεται σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο, γ) η συνολική αξία των αφαιρεθέντων αντικειμένων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, ή δ) τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν οργανωθεί με σκοπό την τέλεση κλοπών.»

Προφανώς μας ενδιαφέρουν τα (γ) και (δ) στην συγκεκριμένη περίπτωση που αναλύονται πιο πάνω. Αν κλέψεις μία μοτοσυκλέτα πέφτεις στα μαλακά και δύο και τρείς και μέχρι να φτάσεις τα 120.000 – αν όμως το κάνεις με παρέα, τότε και με ένα παπάκι να σε πιάσουν πας φυλακή. Πάλι καλά δηλαδή...

Το πιο σημαντικό είναι αυτό, μιας και οι σπείρες είχαν ρημάξει τις μοτοσυκλέτες. Φτάνει τώρα να μην οργανωθούν διαφορετικά, και να φαίνεται ένας κάθε φορά…

Από εκεί και πέρα δεν έχει εστιάσει κανείς στην αυστηρή, αυστηρότατη ποινή που υπάρχει για όσους οδηγούν γρήγορα, επικίνδυνα, κάνουν σούζες και κόντρες! Κι αυτό γιατί αλλάζει και το άρθρο 4 το οποίο και μας βρίσκει σύμφωνους σε όλα, απλά υπάρχει κίνδυνος ακόμη και για τις σούζες σε άδειους δρόμους. Το άρθρο 4 προβλέπει έως τρία χρόνια φυλάκιση ή χρηματική ποινή σε όποιον κάνει επικίνδυνους ελιγμούς και προκύπτει κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Όχι φθορά, αλλά κίνδυνος. Άρα, σούζα σε άδειο δημόσιο δρόμο με παρκαρισμένα αυτοκίνητα = τρία χρόνια φυλάκιση. Με αναστολή φυσικά, εκτός κι αν το δικαστήριο φέρει αποδείξεις πως πρέπει να μείνει κανείς μέσα. Δεν θέλουμε όμως να αλλάξει το άρθρο 4, κι αυτό γιατί προβλέπει αυστηρότερα πράγματα και κάθειρξη (μεγάλη η διαφορά) αν προξενήσει κανείς τραυματισμό ή θάνατο κι ακόμα και ισόβια για όποιον επιφέρει τον θάνατο σε πολλαπλά θύματα. Το άρθρο 4 συμπεριλαμβάνει και την μέθη με τις ίδιες ποινές, την είσοδο σε αυτοκινητόδρομο με ανάποδη φορά, αλλά και την οδήγηση σε πλατείες και πεζόδρομους. Πράγματα που πρέπει και έπρεπε να είναι έτσι, χρόνια τώρα.

Όλες αυτές είναι αρμοδιότητες του Υπουργού Δικαιοσύνης και έπρεπε να γίνουν καιρό τώρα, καθώς αποδεδειγμένα οι κλοπές είχαν γιγαντωθεί στην χώρα μας εξαιτίας της χαλαρότητας του νόμου. Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, και ο κ. Χρυσοχοΐδης εισηγήθηκαν πολλά από τα παραπάνω. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Βήμα της Κυριακής, ο κ. Χρυσοχοΐδης αναφέρθηκε και στις κλοπές. Η συνέντευξη αυτή είναι προγενέστερη της ανάρτησης του νέου Ποινικού Κώδικα στην Εφημερίδα Κυβέρνησης

Πηγή

 

Την περασμένη εβδομάδα ψηφίστηκε στη Βουλή ο νέος Ποινικός Κώδικας. Πολλά θέματα αφορούν δικές σας αρμοδιότητες. Πριν από τις εκλογές είχατε ασκήσει αυστηρή κριτική σε συγκεκριμένες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας ότι έκρυβαν πολιτική σκοπιμότητα και δεν στόχευαν στην αποσυμφόρηση των φυλακών. Τώρα είστε ικανοποιημένος με τις αλλαγές που έγιναν;

κ. Χρυσοχοΐδης: «Δεν κρίνω τις προθέσεις των συντακτών του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ. Διαπιστώνω όμως τις συνέπειες, τα αποτελέσματά του. Αφήνω στην άκρη ότι άδειασαν οι φυλακές από τους τρομοκράτες, τους οποίους τώρα με μεγάλο κόπο συλλαμβάνουμε. Έτοιμους να μας κάνουν να θρηνήσουμε νέα θύματα, πολλά θύματα απ’ ό,τι φαίνεται. Ποιος το θέλει αυτό; Κανένας πολίτης και κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Εγινε όμως η αποφυλάκιση με τον νόμο Παρασκευόπουλου. Δεν ήταν αφροσύνη;».

Τι εννοείτε ότι αφήνετε στην άκρη την αποφυλάκιση τρομοκρατών;

«Εννοώ ότι ήταν παράλογες, εκτός πραγματικότητας οι αλλαγές του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, ξέρετε, δεν πρόκειται μόνο για την τρομοκρατία, τις άδειες και την ατελείωτη επιείκεια. Σας λέω κάτι πολύ πιο απλό: είχαν καταργηθεί τα πταίσματα. Η ηχορύπανση μεταξύ αυτών. Ρωτώ, ποιος ασυλλόγιστος σοφός το έκανε;

κ. Χρυσοχοΐδης «Κάηκαν» τα τηλέφωνα της Αστυνομίας, του Λιμενικού όλο το καλοκαίρι από έξαλλους πολίτες που δεν μπορούσαν να ησυχάσουν το βράδυ από τα μπαρ και δεν υπήρχε νόμος να τους προστατέψει. Παρόμοια ισχύουν για κλοπές χωρίς διάρρηξη που έγινε πλημμέλημα και άνθησαν οι πορτοφολάδες και οι απατεώνες εις βάρος ηλικιωμένων. Ποιος σκέφθηκε να βάλει όριο στην αξία κλαπέντων τα 120.000 ευρώ; Στην Ελλάδα της κρίσης, παντού πλην Εκάλης δεν υπάρχει τέτοια περιουσία, για ποιους είχε νομοθετήσει λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ; Γέμισαν ατιμώρητες σπείρες η Αθήνα και τα αστικά κέντρα».

Αυτά πιστεύετε ότι έγιναν σκόπιμα ή πρόκειται για λάθη;

«Δεν μου αρέσει ποτέ να ψάχνω στην πολιτική τις προθέσεις, είναι έδαφος πόλωσης, καθόλου γόνιμο. Φαίνεται ότι κάποιοι σκέφθηκαν πως θα έπρεπε να είναι μια ιδανική κοινωνία αγγέλων και νομοθέτησαν στον κόσμο των ιδεών τους. Την πραγματικότητα, τους ανθρώπους, τους πολίτες δεν τους σκέφθηκαν· αν διατάραξαν την καθημερινότητα, την ασφάλεια, αν δυσκόλεψαν τη ζωή τους. Είπαν ότι ήθελαν να αποσυμφορήσουμε τις φυλακές. Μα ο τρόπος να αποσυμφορήσουμε τις φυλακές δεν είναι να βγάλουμε έξω αμετανόητους.

Η αποσυμφόρηση έχει ευθεία σχέση με την πρόληψη του εγκλήματος, με τον περιορισμό της ανομίας, αλλά και με την καταστολή, τη νόμιμη βία που, σύμφωνα με το Σύνταγμα και υπό τις προϋποθέσεις που αυτό θέτει, οφείλει να ασκεί η Αστυνομία».

Συνδέετε όσα περιγράφετε με τη σημερινή στάση της αντιπολίτευσης;

κ. Χρυσοχοΐδης: «Δυστυχώς ναι. Κοιτάξτε, είναι παράλογο αυτό που συνέβη επί ΣΥΡΙΖΑ. Είναι έξω από κάθε λογική, κοινωνική ανάγκη, πέρα από τα βασικά δικαιώματα και ανάγκες των πολιτών.

Δεν θα με ενδιέφερε ιδιαίτερα αν αυτή η λογική πεισματικά δεν επέμενε σήμερα να επανέρχεται και να διεκδικεί παράλογα τη συνέχεια αυτής της συνταγής αποτυχίας. Μιλώ για τα πρόσφατα, την ΑΣΟΕΕ, τα Εξάρχεια, τη ρηχή προπαγάνδα κάποιων υπερδικαιωματιστών».

Ναι, αλλά ποια είναι τα όρια της καταστολής; Ο Αλέξης Τσίπρας σάς καταγγέλλει ότι στήνετε επικοινωνιακό σόου στα Εξάρχεια.

κ. Χρυσοχοΐδης: «Το Σύνταγμα και οι νόμοι θέτουν τα όρια. Η πολιτεία και τα δικαστήρια. Έχουμε κράτος δικαίου. Άλλο «βιαιόμετρο» δεν υπάρχει και σίγουρα δεν κρατά ο καθένας από ένα. Ας τελειώνουμε με αυτά. Δεν είμαι εδώ για προπαγάνδα. Ότι δηλαδή από τις καταλήψεις κτιρίων στα Εξάρχεια βγάζουμε ανάλγητα μάνες με παιδιά. Είναι ρεζιλίκι να μιλάει πρώην πρωθυπουργός για μωρομάνες κραδαίνοντας μια φωτογραφία, όταν 10 κτίρια στα Εξάρχεια – 12 στην Αθήνα – αποδόθηκαν στην πόλη και στους ιδιοκτήτες, όταν οι πρόσφυγες απελευθερώθηκαν από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης εκεί μέσα. Και όταν αφαιρέσαμε τη δυνατότητα σε άλλους, που είχαν σαν προπέτασμα τους πρόσφυγες, να συνεδριάζουν, να παρανομούν και να σχεδιάζουν. Τώρα που άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι της τρομοκρατίας ξεκαθαρίζει και το ποιους ξεβολεύουμε στα Εξάρχεια. Μη γίνονται λοιπόν κάποιοι θεσμικοί παράγοντες αθέλητοι ομολογητές της βαριάς παρανομίας».

 

Ο νέος Ποινικός Κώδικας κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα για τις σπείρες, δεν αναιρεί όμως το όριο των 120.000 Ευρώ που ο ίδιος ο κ. Χρυσοχοΐδης έκρινε ιδιαίτερα αυστηρό, όπως χαρακτηριστικά είπε…