Vincent Black Lightning S

Η μοτοσυκλέτα της "επιστροφής"
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

18/8/2017

Διχασμένη προσωπικότητα

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια εταιρεία που την έλεγαν Vincent και έφτιαχνε τα πιο γρήγορα και κακά μηχανάκια της εποχής, κάποτε όμως έκλεισε και με τον καιρό όλα τα Vincent εξαφανίστηκαν από τους δρόμους. Ώσπου, μια μέρα, εμφανίστηκε κάποιος που τον αποκαλούσαν Μεσσία, το όνομα του ήταν Li, Bernard Li, και επί δέκα ολόκληρα χρόνια κόπιασε με τους συνεργάτες του για να φτιάξουν τέσσερα ολοκαίνουργια, γυαλιστερά Vincent

Πριν από σχεδόν τρίαντα χρόνια η Triumph επέστρεψε στο Meriden, πολύ κοντά στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε, χάρη στα εκατομμύρια του John Bloor. Στη συνέχεια ακολούθησε η Norton, τώρα στα πρόθυρα πλήρους αναβίωσης στο Oregon του Portland στην Αμερική, 8.000 μίλια μακριά από το Birmingham όπου δημιουργήθηκε. Τουλάχιστον, κράτησαν την ίδια αρχιτεκτονική στους αερόψυκτους δικύλινδρους εν σειρά κινητήρες. Σειρά έχει η Vincent, η τελευταία από το τρίο των αναγεννημένων βρετανικών βιομηχανιών, εφόσον ο Li συνεχίσει την προσπάθειά του. Όπως η Norton, έτσι και η Vincent είναι έτοιμη να περάσει στη απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, στην πόλη της μοτοσυκλέτας, το Detroit.

4 x Vincent

Για την αναβίωση της Vincent, ο Li μιμήθηκε την ιταλική Mondial, εξελίσσοντας μια σειρά από τέσσερα διαφορετικά μοντέλα, όλα βασισμένα στον V2 κινητήρα της Honda από το SP1, στα οποία θα επικεντρωθούν αρχικά οι πωλήσεις. Κατάφερε να πείσει την ιαπωνική εταιρεία με την περιβόητη λιγομίλητη διοίκηση να του πουλήσει τους κινητήρες της, το οποίο από μόνο του αποτελεί μεγάλη επιτυχία για τον ίδιο. Το γεγονός όμως ότι είχε τέσσερις διαφορετικά ολοκληρωμένες μοτοσυκλέτες να εξελίσσονται, κατασκευασμένες στο Detroit από τους ειδικούς του R&D τμήματος της Rough Engineering, υπογραμμίζει την οικονομική δέσμευση του Li για το project – όπως και τα μεγάλα κεφάλαια που θα πρέπει να διαθέτει συνεχώς.

Αυτά τα τέσσερα διαφορετικά πρωτότυπα της Vincent είναι συνήθως αραγμένα στο γκαράζ του Barney Li, και το Black Lightning S, ντυμένο με ανθρακόνημα, αποτελεί τη ναυαρχίδα τους. Στην άλλη άκρη βρίσκονται το γυμνό Black Shadow, με ακτινωτές ζάντες, και το Black Lightning, ST με εξοπλισμό ταξιδιού και μπαγκαζιέρα. Θα έπρεπε να ονομαστεί Black Prince, αλλά δεν έχω άδεια για τη χρήση αυτού του ονόματος προς το παρόν, ανέφερε συλλογισμένα ο Barney. To τελευταίο από τα τέσσερα μοντέλα είναι το πιο αμφισβητούμενο, αλλά πιθανότατα θα αποτελέσει και το πιο προσοδοφόρο για τους Αμερικάνους αντιπροσώπους της Vincent: το cruiser Black Eagle ουσιαστικά αποτελεί την αμερικάνικη προσέγγιση στο πώς θα ήταν μια Harley-Davidson εάν είχε ζητηθεί από τον Philip Vincent να κατασκευάσει μία…

Και οι τέσσερις μοτοσυκλέτες μοιράζονται το ίδιο, πανέμορφα συγκολλημένο, αλουμινένιο πλαίσιο, με σωληνωτές βάσεις κινητήρα, σχεδιασμένο στο New Mexico από τον Αμερικανό James Parker, ο οποίος σχεδίασε όλα τα μοντέλα αφότου ανέλαβε ο Li. Ο Barney δεν μας επέτρεψε να φωτογραφίσουμε τα υπόλοιπα Vincent όταν τον επισκεφτήκαμε στο San Diego, και δικαιολογημένα, αφού ήθελε να καθυστερήσει την εμφάνισή τους ώσπου να μπουν στην παραγωγή. Και στα τέσσερα έχει δοθεί έμφαση στη λεπτομέρεια, με αποτέλεσμα κανένα να μη μοιάζει με τα υπόλοιπα. Οπωσδήποτε φέρουν όλα εμφανή τη σφραγίδα των Vincent, αφού και ο οκταβάλβιδος V2 90ο κινητήρας της Honda με τα δύο πλαϊνά ψυγεία δεν έχει μεγάλη διαφορά εμφανισιακά από του μεγαλοφυούς αερόψυκτου V2 500 που είχε σχεδιάσει ο ίδιος ο Vincent πριν από μισό αιώνα.

Ουτοπική απόδοση

Αντιλαμβάνομαι καλύτερα πια, ως πρώην ιδιοκτήτης ενός Vincent, ότι όλα άρχισαν να βελτιώνονται την ημέρα που το πούλησα, τη μοναδική φορά που κατάφερα να το βάλω μπρος με την πρώτη μανιβελιά, όταν ο τύπος που θα το αγόραζε ήρθε να το ελέγξει. Αλληλούια!!! Το V2 Rapid, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ήταν πραγματικά γρήγορο, αλλά ήταν επίσης και ιδιότροπο, λόγω της περίεργης λειτουργίας των Girdraulic Vincent πιρουνιών και του αμορτισέρ, ο σχεδιασμός των οποίων ωστόσο δεν ήταν στην πραγματικότητα διαφορετικός από των σημερινών Fior, SaxTrak, Hossak και BMW Telelever, που απλώς αποτελούν μια σύγχρονη, σωστά κατασκευασμένη εκδοχή εκείνων. Το δικό μου Vincent όμως συνέχιζε να προβάλλει προκλητικά την πίστη του στην παράδοση επιδεικνύοντας μια απόδοση ανάλογη με της οικογένειας των V2 που έβγαζε το εργοστάσιο του Stevenage τω καιρώ εκείνω.

Καβαλώντας το Black Lighting S που παρουσιάστηκε από τον Barney Li και πιέζοντας το μπουτόν της μίζας, γίνεται σαφές πόσο διαφορετική είναι η σύγχρονη Vinnie. Σε αντίθεση με την αυθεντική σκυφτή θέση οδήγησης, το σύγχρονο μοντέλο έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά – και αυτό στη σπορ έκδοση, όπου επιλέχθηκε μονόσελο από superbike (μολονότι το κάλυμμα της ουράς μπορεί να αφαιρεθεί). Ο Li εξηγεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή, όπως και αυτή της γεωμετρίας του πλαισίου, είχε σκοπό να ελκύσει ανθρώπους της ηλικίας του. Ήθελα κάτι άνετο, να έχεις την αίσθηση ότι κάθεσαι σε κάτι συμπαγές, να είναι σαφές στους χειρισμούς του και να μην είναι υπερβολικά γρήγορο, ανέφερε. Με συμπεριφορά sportbike αλλά αίσθηση cruiser, η μοτοσυκλέτα αυτή έχει πραγματικά διχασμένη προσωπικότητα.

Μακρύ Όχημα

Αυτό είναι αποτέλεσμα του μεγάλου μεταξονίου, 1.588mm, ανάλογο με του Ducati 750SS Imola, που ήταν εκπληκτικά σταθερό. Το Black Lighting S είναι εξίσου σταθερό, μεταφέροντάς σου αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, ενώ και στην πόλη, όπου οι ανωμαλίες είναι πολλές, μένει ανεπηρέαστο χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους και τη σωστή λειτουργία της ανάρτησής του. Αν παρασυρθείς λίγο παραπάνω και αρχίσεις να κινείσαι γρήγορα, θα πρέπει να είσαι προσεκτικός στις μεγάλες κλίσεις, όπου η απόσταση από το έδαφος γίνεται οριακή, με αποτέλεσμα να ξύνουν εύκολα στην άσφαλτο τόσο τα μαρσπιέ όσο και οι εξατμίσεις στη δεξιά του πλευρά. Το Black Lightning S είναι, πραγματικά, περισσότερο sport cruiser παρά sportbike.

Η σταθερότητα επιτυγχάνεται με τις απείρως καλύτερες σε σχέση με των γνήσιων Vincent αναρτήσεις του, με τα 43mm καλάμια της Showa και το Fox Twin αμορτισέρ να ελέγχει την λειτουργία του ψαλιδιού. Εδώ αναρωτήθηκα, γιατί άραγε ο Parker δεν χρησιμοποίησε μπροστινό σύστημα ανάρτησης τύπου Telelever, συμπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αναφορά στο παρελθόν;

Με γωνία κάστερ 25ο και ίχνος 97mm, η γεωμετρία της μοτοσυκλέτας είναι λίγο συντηρητική, παρόλο που οι αναρτήσεις επιδεικνύουν σαφή λειτουργία, με την πίσω ειδικά να προσφέρει εξαιρετική πρόσφυση στις στροφές πίσω από τους λόφους του San Diego, λόγω του 190/50-17 πίσω ελαστικού D207 της Dunlop, τοποθετημένου σε αλουμινένια ζάντα 5,5 ιντσών. Επιπλέον, το μακρύ μεταξόνιο προσφέρει έντονη αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, με αντίτιμο την πιο αργή γεωμετρία – παρά τον πολύ καλό μοχλό του μεγάλου τιμονιού. Δεν έχει σπορ αίσθηση, παρότι είναι μακρύ, χαμηλό και με αρκετά μικρό βάρος, 185 κιλά στεγνό σύμφωνα με τον Barney Li. Το Vincent είναι πραγματικά γρήγορο, 270+ χ.α.ώ. τελική λέει ο Bernard ότι πιάνει, και, παρότι αρκετά ευέλικτο στις χαμηλές ταχύτητες, αποδεικνύεται πολύ σταθερό στις υψηλές. Επίσης, φρενάρει πολύ καλά χάρη στο αποτελεσματικό και προοδευτικό σύστημα πέδησης της Brembo, με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων και δισκόπλακες 320mm.

Έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά

Αποφασισμένος να πετάξεις

Το αλουμινένιο πλαίσιο είναι βαμμένο σε Vincent Black, με την εισαγωγή και το φίλτρο μπροστά από τον λαιμό του τιμονιού. Το πλαστικό ρεζερβουάρ των 19 λίτρων είναι τοποθετημένο κάτω και ελαφρώς πίσω από τη σέλα, δικαιολογώντας εν μέρει το μακρύ μεταξόνιο – αυτό που δείχνει σαν ρεζερβουάρ, στην πραγματικότητα είναι κάλυμμα για το φιλτροκούτι από άριστα κατεργασμένο ανθρακόνημα. Εξίσου παραπλανητικό είναι το μεγάλο στρογγυλό φανάρι που περιλαμβάνει έναν συνδυασμό τεσσάρων λαμπτήρων αλογόνου με εξαιρετικό φωτισμό.

Λιγότερο πιστά στην παράδοση είναι τα δύο τελικά των εξατμίσεων σε σχήμα χωνιού στη δεξιά πλευρά – τα Vincent είχαν πάντοτε ίσια τελικά στο αγωνιστικά ή 2-σε-1 στα δρόμου. Δείχνουν όμορφα και ακούγονται πολύ έντονα, ειδικά στις υψηλές στροφές, παρότι η PGM–F1 ECU δεν έχει ακόμα επαναπρογραμματιστεί για τις πιο ελεύθερες εξατμίσεις. Το μικρό βάρος του Vincent εξασφαλίζει συνεχόμενα πολύ καλή επιτάχυνση μέχρι τα 210+χλμ/ώρα, σε βαθμό να νιώθεις ευτυχής που το μεταξόνιο του είναι τόσο μακρύ και η κατανομή βάρους είναι 51-49%, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του εμπρός τροχού στο έδαφος. Το Black Lightning είναι εύκολο στην οδήγηση χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους, την προοδευτική λειτουργία του συμπλέκτη και τη μακριά πρώτη του, αλλά συνολικά έχει κοντύτερη κλιμάκωση σε σχέση με το SP-1. Ο κόφτης επεμβαίνει στις 8.000 σ.α.λ., παρά το γεγονός ότι και χωρίς αυτόν ο κινητήρας μπορεί να συνεχίσει μέχρι τη μεγάλη κόκκινη γραμμή των 10.000.

Ειλικρινά, είναι ανεξήγητο το ότι η Honda δεν κατασκεύασε ένα μηχανάκι όπως αυτό, έτσι ώστε να ανταγωνιστεί τη Ducati τόσο στις πωλήσεις όσο και στους αγώνες, όπως έκανε με τα superbikes της. Όμως ο Barney Li το έφτιαξε για τον εαυτό του. Η μικρή του ζελατίνα καλύπτει καλύτερα απ’ όσο περίμενα, διώχνοντας τον αέρα πάνω από το κράνος, σίγουρα όμως δεν μπορείς να το “τελικιάσεις” σε όρθια θέση, εκτός αν είσαι αποφασισμένος να πετάξεις: σε αυτή την περίπτωση, απλώς κρατήσου σφιχτά και σκέψου την Αγγλία…

 

Ε, αφού έχει μίζα…

Παρά το γεγονός ότι δεν έχει τίποτα από Βρετανία, οφείλω να παραδεχτώ την αναβίωση των Vincent. Στην πραγματικότητα τα νέα δεν έχουν και μεγάλη σχέση με αυτά του εργοστασίου του Stevenage, πέρα από το όνομα στο κάλυμμα από το φιλτροκούτι και τον πραγματικά πετυχημένο σχεδιασμό. Έχω ένα προαίσθημα ότι θα εκτιμήσω περισσότερο την πιο συγκεκριμένη οδηγική συμπεριφορά του sport-tourer Lightning ST από τη διχασμένη προσωπικότητα του αδερφού “S”, γιατί η σχεδίαση του πλαισίου θα του ταιριάζει καλύτερα, όμως και αυτό θα εξακολουθεί να φέρει τον δημοφιλή κινητήρα της Honda, ή ακόμα και το cruiser Black Eagle, όπου το μακρύ μεταξόνιο θα είναι προτέρημα…

Αγνοώντας τις απόψεις που εκφράστηκαν από μια μερίδα του ειδικού Τύπου, ο Bernard Li δημιούργησε εντυπώσεις, όχι όμως ως καιροσκόπος επιχειρηματίας που ψάχνει να βρει την ευκαιρία, αλλά ως πραγματικός θαυμαστής της μοτοσυκλετιστικής ιστορίας, πού είναι έτοιμος να διαθέσει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας που δημιούργησε δουλεύοντας μια ζωή ώστε να αναβιώσει ένα εκ των ενδοξότερων ονομάτων της βρετανικής κληρονομιάς, αχρησιμοποίητο τα τελευταία 49 χρόνια. Αντιμετωπίστε το πιο σωστά: σκεφτείτε ότι τα Husqvarna τα τελευταία 15 χρόνια φτιάχνονται στην Ιταλία, ή ότι τα Royal Enfield φτιάχνονται στη Ινδία, τα δε Husaberg στην Αυστρία – επομένως δεν έγινε και τίποτα αν τα Vincent κατασκευάζονται στο Detroit… Ο κόσμος είναι πολύ μικρότερος στις μέρες μας απ’ ό,τι ήταν πριν πενήντα χρόνια, όταν σταμάτησε η παραγωγή των Vincent. Αν ο Bernard Li είναι διατεθειμένος να διαθέσει τα χρήματα του, τότε του εύχομαι καλή τύχη. Ειδικά εφόσον αυτά διαθέτουν μίζα…

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ BERNARD LI

 

Επιδιώκοντας την τελειότητα

Η περίπτωση του Bernard Li αποτελεί ζωντανό παράδειγμα του αμερικάνικου ονείρου, μιας και από φτωχός φοιτητής έφτασε να γίνει ιδρυτής της εταιρείας Eagle One, την οποία στη συνέχεια πούλησε για πολλά εκατομμύρια δολάρια στη Valvoline

Γεννήθηκε στο Chenzing της Κίνας, στα τέλη της κομουνιστικής επανάστασης του Μάο, και πήγε στην Αμερική με τους γονείς του όταν ήταν μόλις έξι μηνών. Το ενδιαφέρον του για τις μοτοσυκλέτες ξεκίνησε αφού η οικογένεια του μετακόμισε στα προάστια του Maryland, όταν ένας φίλος του από το σχολείο τού έμαθε να οδηγάει ένα BSA Spitfire. Μαγεμένος από την εμπειρία, έκανε οικονομία για να αγοράσει ένα κακομεταχειρισμένο αλλά γρήγορο Honda Scrambler 305cc, για το οποίο ξόδεψε αμέτρητο χρόνο επισκευάζοντας και γυαλίζοντάς το, ώσπου έγινε αγνώριστο σε σχέση με το πώς ήταν.

Καθόμουν για ώρες κάτω από ένα δέντρο γυαλίζοντας τον κινητήρα, με ειδική αλοιφή για τις βαλβίδες και πολύ σκληρή δουλειά, μέχρι να γίνει όμορφο, αναφέρει ο Li. Αυτή ήταν η αρχή της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας που τελικά κατέληξε στην Eagle One. Ήθελα να δείχνουν όλα όμορφα, και το να παρέχω τα σωστά προϊόντα γι’ αυτό αποδείχτηκε μια ιδιαίτερα ικανοποιητική επιχείρηση. Ύστερα από 27 μηχανάκια –συμπεριλαμβανομένου και ενός Norton Commando, το οποίο ήταν και ο λόγος που ο Barney ξεκίνησε να θαυμάζει την ένδοξη ιστορία των βρετανικών μοτοσυκλετών–, ο Li εύχεται να έχει καταφέρει ακριβώς αυτό με τα πρωτότυπα αναγεννημένα Vincent.

Στο μεταξύ, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο που σπούδαζε ιστορία και μετακόμισε στην Καλιφόρνια το 1969, με μόνα περιουσιακά στοιχεία ένα CB450 Honda και 700 δολάρια.
Ξεκινήσαμε την Eagle One το 1978, με τρεις… κτηνίατρους ως χρηματοδότες, στους οποίους εργαζόταν η γυναίκα μου, και καταφέραμε να βγάλουμε λεφτά από την πρώτη ημέρα. Δεν φοβηθήκαμε να επενδύσουμε πολύ χρόνο σε πειράματα ώστε να βεβαιωθούμε ότι όλα τα προϊόντα ήταν καλά, και αποζημιωθήκαμε γι’ αυτό, διότι εξελίχθηκαν σε σημείο να θεωρηθούν ως η καλύτερη σειρά προϊόντων περιποίησης αυτοκινήτου στον κόσμο. Επίσης, στη συνέχεια εξέλιξα μια σειρά προϊόντων περιποίησης μοτοσυκλετών, ώστε να εμπλακώ ξανά με τη μοτοβιομηχανία. Είκοσι χρόνια μετά, την πούλησα στη Valvoline – και αυτό μου επέτρεψε να ασχοληθώ πάλι με την πρώτη μου αγάπη, τη μοτοσυκλέτα.

Ο Li εξακολούθησε να οδηγεί μηχανάκια τα χρόνια που ήταν στην Eagle One, καλύπτοντας συνολικά 10-15.000 μίλια στα ταξίδια του στην Αμερική και αργότερα στην Ευρώπη με μια σειρά από τουριστικά μοντέλα, συνήθως BMW K1200RS, Harley-Davidson Road King και Yamaha FJR1300, τα οποία βρίσκονται σήμερα στο γκαράζ του μαζί με τα τέσσερα πρωτότυπα Vincent. Στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 σκεφτόμασταν τί μοτοσυκλέτα να αγοράσουμε, και ψάχναμε, ώσπου καταλήξαμε στην αγορά του πρώτου μας Harley-Davidson, ανέφερε ο Li. Θυμάμαι που ένας φίλος μου έλεγε, ‘Ξέρεις, δεν είναι ότι θέλουμε να αγοράσουμε μια Harley για την ιστορία που κουβαλάει – είναι το κοντινότερο σε αυτό που θέλουμε. Και αυτό που πραγματικά θέλουμε είναι ένα Vincent Black Shadow με καλά φρένα!’. Και είχε απόλυτο δίκαιο – αυτό που θέλαμε εμείς, αλλά και άλλοι αναβάτες σαν και εμάς, ήταν κάτι με μεγάλη κληρονομιά και παραδοσιακό σπορ χαρακτήρα, αλλά με σύγχρονη απόδοση. Τελικά αποχώρησα από την Eagle One, έχοντας τις βάσεις για να διευθύνω σωστά την κατασκευή μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας – η οποία και πραγματοποιήθηκε!

Vincent, όπως Aston Martin

Εντάξει, αλλά γιατί συγκεκριμένα τη Vincent; Ήταν απλά η καλύτερη από τις παλιές μοτοσυκλέτες. Η γενιά μου ήταν αυτή που πρώτη αγόρασε ιαπωνικές μοτοσυκλέτες – είχα όμως και φίλους που οδηγούσαν Triumph και Harley Sportster. Υπήρχε έντονη αντιπαράθεση για το ποιος έχει το πιο γρήγορο, θυμάμαι όλες αυτές τις συζητήσεις που πάντοτε τελείωναν με το να λέει κάποιος ‘Οι μοτοσυκλέτες μας είναι όλες για πέταμα, το πιο γρήγορο δίτροχο είναι το Vincent Black Shadow’. Και είχαν δίκαιο, αλλά για να είμαι ειλικρινής πέρασαν πραγματικά πολλά χρόνια μέχρι να δω κάποιο – καλύπτονταν από ένα πέπλο μυστηρίου, ότι ήταν οι πιο κακές, ωμές, γρήγορες, ακριβές, αλλά και οι πιο σπάνιες μοτοσυκλέτες που είχαν ποτέ φτιαχτεί, και αυτό είναι που αποφάσισα να διορθώσω. Το βλέπω ως εξής: οι Harley είναι όπως οι Chevrolet με δύο ρόδες, η Indian είναι η Ford της μοτοσυκλέτας – το άλλο αμερικάνικο έμβλημα. Η Ducati είναι σαν την Alfa Romeo, η MV Agusta όπως η Ferrari, και οι BMW όπως… η BMW! Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να αποκτήσω τα δικαιώματα τις Vincent, τα οποία για την Αγγλία ανήκαν στην οικογένεια Holder από το 1974.

Το ότι τα δικαιώματα της επωνυμίας στην Αμερική δεν ανήκαν σε κανέναν, δεν ήταν πρόβλημα; Ναι, δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά, τουλάχιστον στην Αμερική, γι’ αυτό και ακολούθησα κατά γράμμα ό,τι αναφέρει ο νόμος σχετικά με τους τίτλους των εταιρειών. Ξεκινήσαμε το 1994, πουλώντας ρούχα με το λογότυπο της Vincent, για πρώτη φορά μέχρι τότε, και μέχρι το ’95 είχαμε αποκτήσει τα δικαιώματα της επωνυμίας της Vincent στην Αμερική, Γερμανία και Ιαπωνία. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα για τον David Holder, ώσπου πολύ αργότερα μου έγραψε κάποιος από την Αγγλία, ήταν ο μόνος που έφτιαχνε ανταλλακτικά για τους κινητήρες της Vincent, τα οποία μάλιστα δεν είχαν πάνω το λογότυπό της, με αποτέλεσμα να μην τον βρούμε όταν κάναμε τις έρευνές μας. Του μίλησα και συμφωνήσαμε για τα σχέδιά μου για αναβίωση της Vincent, προσπαθήσαμε δε να κάνουμε οι ίδιοι κάποιο είδος συμφωνίας παρά να απευθυνθούμε σε δικηγόρους που κανείς τους δεν είναι καλός. Υπήρξαν αρκετοί δημοσιογράφοι που θέλησαν να υποκινήσουν κάποιο είδος διαμάχης γύρω από αυτό, αλλά απ’ όσο πληροφορήθηκα ο David Holder είναι πραγματικός κύριος και αγαπάει πραγματικά τη Vincent. Τώρα που γνωριστήκαμε, θα βρούμε έναν τρόπο να κάνουμε κάτι που στο χρόνο θα ωφελήσει και τους δυο μας. Έχω την ενεργή υποστήριξη της οικογένειας Vincent γι’ αυτό που κάνω: Ο Robin Vincent-Day, γαμπρός του Phil Vincent, ο οποίος συντηρεί με τη γυναίκα του Dee πολλά αγωνιστικά Vincent από τα δικά τους 1950 Rapid, έχει ήδη δηλώσει την υποστήριξή τους τόσο δημόσια όσο και σε μένα προσωπικά, και αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Το υπερωκεάνιο που ρυμούλκησε ένα καραβάκι

Έχοντας αποκτήσει τα δικαιώματα του ονόματος της Vincent, το επόμενο βήμα ήταν η επιλογή του κινητήρα. Προφανώς έπρεπε να είναι ένα σύγχρονο V2, αλλά το κόστος για να εξελίξουμε δικό μας κινητήρα από το μηδέν ήταν αστρονομικό. Υπάρχουν άπειροι δρόμοι για να αποτύχεις και ελάχιστοι για να επιτύχεις. Κανείς δεν είναι τόσο ικανός στην κατασκευή κινητήρων όσο οι Ιάπωνες, αλλά δεν είναι εύκολο να πείσεις κάποιον από αυτούς να σε βοηθήσει, συν ότι φοβόμουν πως η επιλογή ενός ιαπωνικού κινητήρα για την αναβίωση της Vincent θα συνεπαγόταν έναν μεγάλο αριθμό αρνητικών συσχετισμών. Στο τέλος καταλήξαμε σε μια εξισορροπητική λύση, επιλέγοντας τον καταλληλότερο κινητήρα, που να είναι σήμα κατατεθέν στην αγορά. Ο κόσμος δεν πρόκειται ποτέ να μάθει πραγματικά πόση βοήθεια είχε η εταιρεία του John Bloor από την Kawasaki για να ξεκινήσει – αλλά σκέψου πόσο καθοριστικό ήταν αυτό για την αξιοπιστία των προϊόντων της….

Στο μεταξύ ο Li είχε ξεκινήσει συζητήσεις με τον Terry Prince, “γκουρού” στην ανακατασκευή των Vincent, και τον συνεργάτη του στην Αυστραλία. Αυτοί εξέλισσαν μια σύγχρονη έκδοση του παραδοσιακού αερόψυκτου V2 50ο στα 1.200cc, το οποίο αποκαλούσαν RTV, αλλά οι συζητήσεις ναυάγησαν όταν χρεοκόπησε η εταιρεία τους. “Ένα από τα μεγαλύτερα αρνητικά του RTV είναι ότι δεν θα μας επέτρεπε να δημιουργήσουμε σύγχρονες μοτοσυκλέτες, θα ήταν κάτι σαν δικύλινδρη εκδοχή του Enfield India. Προσπάθησα να έρθω σε επαφή με όλους τους κατασκευαστές, συμπεριλαμβανομένων της BMW και των ιταλικών εταιρειών, αλλά μόνο δύο από αυτούς απάντησαν, η Honda και η Kawasaki.

Ίσως να ξαφνιάστηκαν, αφού γενικά αποφεύγουν να προμηθεύουν με κινητήρες άλλες εταιρείες, όμως η Honda αποδείχτηκε η πιο θετική. Η διοίκηση της Honda στην Αμερική αντιλήφθηκε ακριβώς τί ήθελε να κάνει ο Li, κι αυτό αποδείχτηκε καταλυτικό για να πάρει έγκριση από την κεντρική διοίκηση της Honda στις αρχές του 2001, για την προμήθεια των δικύλινδρων κινητήρων από το SP1.

Από την πλευρά μου δεν μπορώ να κάνω κάτι που θα ωφελούσε τη Honda, πέρα από το να αγοράσω 5.000 κινητήρες, το οποίο γι’ αυτούς είναι μια σταγόνα στον ωκεανό. Είμαι απλώς ένα καραβάκι που έτυχε να βρίσκεται στην ίδια πορεία με ένα υπερωκεάνιο, και συμφώνησαν να μου πετάξουν ένα σχοινί για να με ρυμουλκήσουν. Αυτό που κίνησε το ενδιέφερε της Honda ήταν ότι μπορούσαμε δημιουργήσουμε κάτι αξιόλογο με τον κινητήρα της – ήθελαν ένα Vincent με Honda κινητήρα και όχι ένα Honda με το λογότυπο της Vincent.

Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar

Το κλειδί της επιτυχίας ήταν η συμφωνία με τον Αμερικάνο σχεδιαστή James Parker, ο οποίος έγινε γνωστός από τον σχεδιασμό της εναλλακτικής μπροστινής ανάρτησης που χρησιμοποιήθηκε από τη Yamaha στο GTS 1000.

 

Vincent: Τα γνήσια superbikes

Η Vincent ιδρύθηκε το 1928 από τον Philip Vincent, απόφοιτο του πανεπιστημίου Cambridge, όταν αγόρασε την εταιρεία HRD με την οικονομική βοήθεια του αγρότη πατέρα του και έθεσε τις βάσεις για τον χαρακτηρισμό της ως της πρώτης εταιρείας που κατασκεύασε superbike. Οι σειρές των δικύλινδρων 1.000cc superbikes συνέχισαν να κατασκευάζονται –κάτω από ιδιόμορφες συνθήκες– επί δύο δεκαετίες μετά το 1936 (με μια διακοπή πέντε ετών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η Vincent αφιερώθηκε στην κατασκευή μη μοτοσυκλετιστικών, πολεμικών, προϊόντων), θέτοντας νέα δεδομένα στην απόδοση και τεχνολογική τελειότητα των μοτοσυκλετών, τέτοια που καμία άλλη εταιρεία στον κόσμο δεν μπορούσε να πετύχει.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ατελείωτες νίκες σε αγώνες και ρεκόρ ταχύτητας τη δεκαετία μετά τον πόλεμο (1946-1956), αφότου ξανάρχισε η παραγωγή. Σε αυτές τις επιτυχίες περιλαμβάνεται και το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας μοτοσυκλέτας –με πάνω από 255 χ.α.ώ. τελική– που σημείωσε στο Bonneville ο Rollie Free το 1948 φορώντας μόνο το μαγιό του και έχοντας “ξαπλώσει” πάνω στο Vincent με τα πόδια να προεξέχουν από την ουρά του, προκειμένου να βελτιώσει την απόδοση! Σχεδιάστηκε το 1936 από τον ιδιοφυή Αυστραλό μηχανικό Phil Irving, και μόνο 78 από τα πρώτης έκδοσης δικύλινδρα V 50ο Vincent κατασκευάστηκαν πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ανασχεδιάστηκαν όμως κατά τη διάρκειά του από τον ίδιο, ενώ η δεύτερη γενιά κυκλοφόρησε στη στάνταρ έκδοση Rapid το 1946, με το τίτλο της πιο γρήγορης και ασφαλούς μοτοσυκλέτας του κόσμου.

Με τη “γρήγορη” έκδοση του Black Shadow, και ιδιαίτερα το αγωνιστικό Black Lightning, τα Vincent απόκτησαν παγκοσμίου εμβέλειας φήμη, ως ορόσημο της μοτοσυκλετιστικής τελειότητας. Στη συνέχεια εξελίχθηκε η τρίτη έκδοση (που βγήκε στη αγορά το 1949) και τέλος η τέταρτη (το 1954), με συνολική παραγωγή 11.134 μοτοσυκλετών, που πουλήθηκαν σε όλο τον κόσμο από το 1946 και μετά –κάποια από αυτά ήταν full-fairing, όπως τα sport-touring Black Prince και Black Knight–, λίγο πριν σταματήσει η παραγωγή τους το 1955. Παρά την εισαγωγή μιας σειράς πρωτοποριακών τεχνολογικών λύσεων, που εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις σύγχρονες μοτοσυκλέτες (όπως τα Cantilever αμορτισέρ, τα Girder καλάμια, ο high-cam κινητήρας, σχεδιασμένος για τη βελτίωση της παλινδρομικής κίνησης, αλλά και το μονοκόμματο πλαίσιο με χρήση του μοτέρ ως ενεργού τμήματός του, με αναρτώμενο κεντρικό δοχείο λαδιού), η εμμονή του Vincent στην ασυμβίβαστη κατασκευαστική και τεχνολογική ποιότητα κάθε άλλο παρά συνέβαλε στην κερδοφορία. Αλλά η αξία των προϊόντων της εταιρείας του υπογραμμίστηκε από τις επιτυχίες των Vincent, που συνέχισαν σε ανοιχτούς διαγωνισμούς μέχρι και τη δεκαετία του ’70, και τη θέση τους ως συλλεκτικών μοτοσυκλετών σήμερα, μισό αιώνα μετά. Όπως τα σύγχρονα δικύλινδρα της Ducati, πενήντα χρόνια πριν ένα Vincent έθεσε τα στάνταρ για τους υπόλοιπους: ήταν τo πρώτο πραγματικό superbike.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

 

Κατασκευαστής / Μοντέλο:                Vincent / Black Lightning S

Κινητήρας:            Τετράχρονος, δικύλινδρος V 90o, υγρόψυκτος, 2EΕΚ, 4Β/Κ

Διάμετρος x Διαδρομή (mm):             100 x 63,6

Χωρητικότητα (cc):             999

Ανάφλεξη:             Ψηφιακή PGM FI

Τροφοδοσία:         Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:             2 σε 1 σε 2

Σύστημα εκκίνησης:            Μίζα

Τύπος συμπλέκτη:                Υγρός, πολύδισκος, υδραυλικός

Τελική μετάδοση: Κιβώτιο 6 σχέσεων, αλυσίδα

Πλαίσιο: Χυτό αλουμινένιο με τον κινητήρα ενεργό μέρος του

Μεταξόνιο (mm):  1.588

Γωνία κάστερ (ο): 25

Ίχνος (mm):           97

Βάρος κενή (kg):   185

Ρεζερβουάρ (l):      19

Ανάρτηση Εμπρός:               Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι Showa 43mm

Ανάρτηση Πίσω:  Αμορτισέρ Fox Twin, τύπου Cantilever

Φρένο Εμπρός:      Δύο δίσκοι 320mm, δαγκάνες Brembo τεσσάρων εμβόλων

Φρένο Πίσω:         Δίσκος με δαγκάνα Brembo δύο εμβόλων

Τελική ταχύτητα (km/h):    270+

Μεγάλα On-Off στο χώμα! Η Jocelin Snow είναι η ευκαιρία που ψάχναμε για να ασχοληθούμε ξανά με το θέμα [VIDEO]

Πρέπει κάποια στιγμή να τελειώσουμε με τέτοια ζητήματα
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

19/11/2019

Ο άντρας που νίκησε τον Chris Birch και η γυναίκα που ταπείνωσε τους πάντες κάνοντας Trophy στην Μογγολία, έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους: Οδηγούν καλύτερα τις On-Off μοτοσυκλέτες από κάθε άλλον που έχετε δει, όταν με τα χέρια στην ανάταση δεν πιάνουν τον μέσο όρο ύψους. Ωστόσο το βασικό κοινό τους χαρακτηριστικό δεν είναι ούτε οι πόντοι, ούτε η οδήγηση, είναι το γεγονός πως δεν πήραν ως δεδομένο την κοινή πεποίθηση και δεν άφησαν κανέναν σχετικό και άσχετο να τους μιλήσει…

Με ύψος 1.55 και γυναικεία χαρακτηριστικά, δεν είναι δηλαδή καμιά αντρογυναίκα ούτε 200 κιλά σε μύες και τένοντες για να μπορέσει κανείς να ισχυριστεί το παραμικρό, η Jocelin φοράει τα γυαλιά σε όποιον μασουλάει την καραμέλα, πως τα μεγάλα On-Off δεν κάνουν για χώμα. Ναι, υπάρχουν αρκετοί εκεί έξω που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο - και όπως τα σαλιγκάρια μετά την βροχή, έτσι κι αυτές οι φωνές έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Όταν υπάρχει οικονομική δυσχέρεια όλα είναι μαύρα κι άραχνα, ξεκινώντας από τις νέες μοτοσυκλέτες που μας θυμίζουν αυτά που δεν μπορούμε να αποκτήσουμε, κι έπειτα από τους υπόλοιπους που κάνουν αυτά που δεν μπορούμε εμείς.

Η Jocelin σηκώνει τα μεγάλα Adventure από το έδαφος σαν να ήταν ένα μέτρο ψηλότερη και με μπράτσα...

Σε αυτό το τελευταίο μπαίνουμε όλοι μέσα, μας αγγίζει όλους ανεξαιρέτως η κακή ψυχολογία της τελευταίας δεκαετίας. Διότι προφανώς και παίζει ρόλο η οικονομική κρίση στην μερίδα του κόσμου που υποστηρίζει πως τα μεγάλα on-off δεν κάνουν για χώμα, κι αυτό προκύπτει από δύο γεγονότα. Πρώτον πως τα κιλά, ο όγκος και το χώμα έχουν συνδυαστεί δεκαετίες τώρα χωρίς γκρίνια κι έπειτα γιατί στην υπόλοιπη Ευρώπη που η οικονομία είναι καλύτερη, η εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Προ οικονομικής κρίσης κανείς δεν γκρίνιαζε αν του έλεγες να πατήσει χώμα με Honda Varadero – για παράδειγμα. Στην υπόλοιπη Ευρώπη και κυρίως βόρεια, οι χωμάτινες εξορμήσεις και βόλτες έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια για την περίοδο των λίγων μηνών που μπορούν να οδηγήσουν, όταν στην Ελλάδα έχουμε διαπιστώσει το αντίθετο.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη οργώνουν τους χωματόδρομους, χωρίς μάλιστα να έχουν την ίδια ελευθερία κίνησης στα βουνά, καθώς μονάχα στα Βαλκάνια μπορείς να κινείσαι δίχως περιορισμούς οπουδήποτε θέλεις εσύ. Στις υπόλοιπες χώρες επίσης, τα σχολεία για χωμάτινη οδήγηση γνωρίζουν τεράστια επιτυχία και μονάχα εδώ, καλλιεργείται η εντύπωση πως «δεν κάνουν οι On-Off για χώμα»!

Το αστείο της υπόθεσης είναι πως οι μεγάλες Adventure μοτοσυκλέτες έχουν βελτιωθεί ακριβώς εκεί σε συμπεριφορά τα τελευταία χρόνια, ακριβώς δηλαδή στον τρόπο που μπορείς να τις οδηγήσεις στο χώμα. Έχοντας δηλαδή κερδίσει σε ευελιξία και κατανομή βάρους, έχοντας καλύτερες αναρτήσεις, γεωμετρικά χαρακτηριστικά, απόκριση κτλ...

Τί άλλαξε από τότε, πέρα από τις ίδιες τις μοτοσυκλέτες; Η διάθεση και η οικονομική ευχέρεια όλων μας προς το χειρότερο. Οι μοτοσυκλέτες κατά βάση βελτιώθηκαν. Για να θέσουμε το επίπεδο της συζήτησης, κανείς δεν χρειάζεται ένα μεγάλο Adventure πολλών χιλιάδων Ευρώ για να κάνει το παραμικρό, το επαναλαμβάνουμε συνέχεια αυτό.

Όταν ακριβώς έναν χρόνο πριν, πραγματοποιούσαμε ένα μεγάλο συγκριτικό στα βουνά της Βουλγαρίας ταξιδεύοντας με 250-300 κυβικά, το κάναμε για να αποδείξουμε τον παραπάνω ισχυρισμό και καταλήγαμε στο συμπέρασμα πως περάσαμε και πιο όμορφα και πιο ξεκούραστα συγκριτικά με αντίστοιχο ταξίδι και χίλια κυβικά πρόσθετα. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως όποιος θέλει να ταξιδεύει και να οδηγεί σβέλτα σε επαρχιακούς και να πηγαίνει και στο χώμα, δεν μπορεί να το κάνει με μία μεγάλη on-off! Και μπορούσε πάντα, δεν χρειάζεται δηλαδή να αγοράσει κάποια από τις καινούριες.

Η Jocelin είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα για το γεγονός πως το μόνο που χρειάζεται κανείς είναι θέληση! Ούτε κάποιον συγκεκριμένο σωματότυπο, ούτε ιδιαίτερες γνώσεις. Μόνης της έφτασε στο επίπεδο που είναι τώρα! Αν ακολουθήσει κάποιος την πορεία της και δει πως ασχολείται αγωνιστικά πλέον και σχεδόν επαγγελματικά με την μοτοσυκλέτα, μπορεί να την κατατάξει σε μία ειδική περίπτωση που δεν επιβεβαιώνει κανέναν κανόνα. Ωστόσο δεν είναι αυτή η πραγματικότητα. Η Jocelin ξεχωρίζει ακριβώς για αυτή την αγωνιστική ιδιότητα, όμως στην θέση της υπάρχουν κι άλλες γυναίκες που καβαλούν με αξιώσεις και δεν είναι στα… κυβικά της Laia Sanz για να υποστηρίξει κανείς πως το μέγεθος παίζει ρόλο!

Η αμερικανικής καταγωγής Jocelin, ξεκίνησε να οδηγεί στα 12 παρά την επιθυμία των γονιών της να την αποτρέψουν. Τα κατάφερε παίρνοντας την μοτοσυκλέτα με «γραμμάτια» από έναν συμμαθητή της. Τα γραμμάτια ήταν απλές κόλες χαρτί που ομολογούσαν χρέος, αρκετά δεσμευτικό στην μικρή κοινωνία που μεγάλωσε, ώσπου αργότερα, βδομάδα την εβδομάδα, να τον αποπληρώσει μαζεύοντας το χαρτζιλίκι και όσα δώρα μπορούσε. Μερικά χρόνια αργότερα και δίχως να έχει σταματήσει να οδηγεί, θα γίνει επαγγελματίας οδηγός αγώνων στην μεσαία κατηγορία των GP. Η αγωνιστική ενασχόληση της έδειξε την αγχωτική πλευρά της οδήγησης, το κυνήγι του αποτελέσματος και όχι της εμπειρίας, πράγμα που την ώθησε σε αλλαγή της απόφασής της για το μέλλον. Τα παράτησε και άρχισε να προπονεί μικρά παιδιά στα πρώτα τους βήματα με μοτοσυκλέτες.

Μέχρι και εκείνη την στιγμή, δεν ήθελε να έχει καμία επαφή με τις μεγάλες On-Off. Όπως κι αρκετός κόσμος, η Jocelin τρόμαζε στην ιδέα πως η απόσταση της σέλας με το έδαφος, ήταν μεγαλύτερη από το μήκος των ποδιών της! Πέρασαν αρκετά χρόνια κάνοντας ταξίδια με ένα KTM 990 Supermoto, μέχρι η ανάγκη για εξερεύνηση, να την οδηγήσει να βάλει τακούνια, να πειράξει αναρτήσεις και να συμφιλιωθεί με την ιδέα. Η Jocelin δεν είχε κάποιον να της δείξει τον χειρισμό των μεγαλύτερων μοτοσυκλετών ή -το πιο σημαντικό- να την ενθαρρύνει. Κι αυτή η στιγμή ήρθε το 2017, μόλις πρόσφατα!

Είδε την ιστορία θάρρους ενός μικρού αγοριού που έπαιζε γκολφ ενώ είχε μονάχα ένα χέρι, κι αυτό την οδήγησε να εξερευνήσει τον θαυμαστό κόσμο των αληθινών ηρώων αυτού του κόσμου, των ανθρώπων με κινητικά προβλήματα που υπερβαίνουν την φύση για να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα. Αυτό την αφύπνισε. Ναι ήταν μικροκαμωμένη, ναι η σωματική διάπλαση δεν βοηθούσε, αλλά ήταν αρτιμελής που σημαίνει πως το μόνο που της έλειπε ήταν η πεποίθηση.

Ήταν τόση η ορμή με την οποία πήρε την απόφαση να ζορίσει τον εαυτό της, που πήγε κατευθείαν στο R1200GS Adventure, το μεγαλύτερο σε όγκο στην κατηγορία! Η αρχή δεν ήταν εύκολη και η Jocelin δυσκολευόταν να το σηκώσει κι από το σταντ ακόμη. Όμως δεν έμεινε σε αυτό. Ξεκίνησε να προπονεί τον εαυτό της, ξεκίνησε να ανεβοκατεβαίνει απλά στην μοτοσυκλέτα. Κι έπειτα να μάθει να την σηκώνει από το έδαφος. Κι όταν τελείωσαν όλα αυτά, έμαθε να την χειρίζεται με χαμηλές ταχύτητες, τότε ήταν που ξεκίνησε και ένα αντίστοιχο σχολείο οδήγησης. Μέσα σε λίγους μήνες, η Jocelin αισθάνθηκε έτοιμη να φύγει για πάνω από ένα μήνα στην Αλάσκα, που ήταν το δεύτερο και βασικό μέρος της προσωπικής της εκπαίδευσης. Σχεδόν 20.000 χιλιόμετρα μετά, και ήταν ήδη στο επίπεδο που άλλοι δεν θα φτάσουν ποτέ. Της πρότειναν να ακολουθήσει το GS Trophy, και τα υπόλοιπα είναι ιστορία…

Θυμηθείτε: KTM Adventure Rally Bosnia 2019: Ζήσαμε μία επική περιπέτεια στα Βαλκάνια! - 1000+ Φωτογραφίες!

«Το μέγεθος μετράει μονάχα αν μιλάς για μπισκότα, όταν μιλάμε για οδήγηση μοτοσυκλέτας το μόνο που παίζει ρόλο είναι η δέσμευσή σου να βελτιωθείς. Δεν ήρθε ουρανοκατέβατη η αυτοπεποίθηση, να ξεκινήσω να χειρίζομαι μία μοτοσυκλέτα 250 κυβικών. Στην αρχή ήταν μόνιμα ξαπλωμένη στο χώμα, περισσότερο την σήκωνα παρά την οδηγούσα. Χρειάστηκε πολλές φορές να απαντήσω στον εαυτό μου, για πιο λόγο το κάνω όλο αυτό! Να με ζορίσω για να συνεχίσω! Εμείς οι πιο κοντοί θα πρέπει να καλλιεργήσουμε την ισορροπία περισσότερο. Δεν έχουμε την άνεση να βάλουμε το πόδι κάτω αν γίνει κάτι. Αλλά για αυτό και γινόμαστε καλύτεροι από τους υπόλοιπους στο τέλος! Από ανάγκη! Χρειάζεται δύναμη χαρακτήρα, αυτοπεποίθηση και ισορροπία! Κι όλα αυτά θα πρέπει να τα περικλείσεις με μπόλικη εξάσκηση. Διότι στο τέλος ο έλεγχος της μοτοσυκλέτες, ιδιαίτερα στο χώμα που απαιτεί γρήγορες αποφάσεις, γίνεται μηχανικά."

από το τεύχος 597: "Θα εκπλαγείτε με το πόσοι «Iker» υπάρχουν στην Ελλάδα που βάζουν τις ακριβές τους μοτοσυκλέτες στο χώμα και κάνουν πράγματα όπως αυτά που θαυμάζει κανείς στο video του Chris Birch. Τα διάφορα σχολεία οδήγησης είναι ένας τρόπος να φτάσεις μέχρι την πόρτα, για να την περάσεις όμως πρέπει απλά να κάνεις την προσπάθεια. Πρέπει απλά να μπεις στην διαδικασία να οδηγήσεις, να πέσεις, να σηκωθείς και να συνεχίσεις.

Αν η ιστορία της Jocelin σας φαίνεται μακρινή, μία στο εκατομμύριο και άλλα τέτοια, ας πάμε μερικά editorial του ΜΟΤΟ πίσω, εκεί που σας συστήναμε τον Iker! Όχι τον Lecuona που πήγε τώρα στην Tech 3 για να καλύψει το ντόμινο θέσεων που άνοιξε η παραίτηση του Zarco στην ομάδα της KTM, αλλά ενός άλλου Ισπανού που δεν τον ξέρει κανείς – δυστυχώς.

Είναι ο άνθρωπος που μπορεί να κερδίσει τον Chris Birch στην σέλα ενός 1290 Adventure R, την στιγμή που ο Chris είναι αναμφισβήτητα ο πλέον ταλαντούχος αναβάτης των μεγάλων On-Off με την KTM και την Red Bull να του ζητούν να ανεβάζει video που τον δείχνουν να οδηγεί. Φίλος του περιοδικού, που σε μία παγκόσμια επιτυχία, έχει έρθει και στο Mega Test, ο Chris δεν είναι απλά ο καλύτερος αναβάτης On-Off είναι κι ένας εκπληκτικός άνθρωπος. Ο Iker έχει καταφέρει να τον κερδίσει… Αν ψάχνετε να βρείτε άλλη πηγή αυτής της πληροφορίας δεν θα την έχετε, εμείς είμαστε η πηγή, μπροστά σε εμένα έγιναν όλα αυτά που εξιστορούσαμε στο τεύχος 597 του Αυγούστου 2019.

 

 

Στην Βοσνία, στο KTM Adventure Rally ο Iker με 1.67 ύψος, τύλιξε σε μία χαρτοπετσέτα του πάντες, έκανε διαστημόπλοιο το 1290 και κέρδισε τον σεβασμό των ανθρώπων της KTM. Είναι ένας στο εκατομμύριο; Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα ήταν ένας στους 180 που είμασταν εκεί μαζί του.

Ποια είναι η διαφορά του Iker από τους υπόλοιπους που λένε πως τα μεγάλα On – Off δεν κάνουν για χώμα; Πως το έχει δοκιμάσει και έχει παλέψει να βελτιωθεί. Τίποτα περισσότερο!

Δεν είναι αγωνιζόμενος σαν την Jocelin, δεν το κάνει βιοποριστικά, έχει γυρίσει τον κόσμο με μεγάλες μοτοσυκλέτες όμως - και στην πορεία έχει μάθει να τις δαμάζει. Γελάει σαρκαστικά αν του πει κανείς πως δεν κάνουν για χώμα, πριν χαθεί από μπροστά του σκαρφαλώνοντας εκεί που άλλοι δυσκολεύονται με enduro…

Οι μοτοσυκλέτες έχουν βελτιωθεί, η οικονομική μας κατάσταση έχει χειροτερέψει όμως. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως αποτραβιόμαστε από τις πρώτες εξαιτίας του δεύτερου. Ο καθένας βρίσκει την λύση που βολεύει τον ίδιο και προχωρά αντίστοιχα. Αυτό που δεν πρέπει να γίνει, είναι να καβαλά κανείς λιγότερο, διότι στην σέλα έγινε καλύτερος ο Iker, όχι στην θεωρία ή στο Facebook…

 

a/p>

Ετικέτες