Οδηγούμε Triumph Tiger Sport 660 2022 – Αποστολή στην Πορτογαλία

Αληθινά sport - Αναβαθμίζει την κατηγορία
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

13/12/2021

Περιμέναμε να το οδηγήσουμε από την ώρα που βγήκε το Trident και αρχίσαμε να ανυπομονούμε για αυτό μετά τα πρώτα χιλιόμετρα με το Trident και την πρώτη εμπειρία με αυτόν κινητήρα. Οι αναγνώστες του ΜΟΤΟ ξέρετε άλλωστε πως πρόκειται για τριλογία, ακόμη μία μοτοσυκλέτα ετοιμάζεται με τον ίδιο κινητήρα και κοιτάτε προς on-off μεριά για να ξέρετε τι να περιμένετε ή απλά δείτε τις επιλογές στην γκάμα της Yamaha που η Triumph απόλυτα στοχεύει να παρουσιάσει αντίστοιχες προτάσεις.

To Trident μπήκε απέναντι από το MT-07 και τώρα το Tiger 660 απέναντι από το Tracer 700 όπως ξεκάθαρα και επανειλημμένως τοποθετήθηκαν στην παρουσίασή τους οι Άγγλοι, αναφέροντας και την Yamaha και τα μοντέλα της, όταν μίλησαν για ανταγωνισμό.

Παρέα με τους Άγγλους και Αμερικανούς συναδέλφους και λοιπούς καλεσμένους, βγήκα αμέσως μετά σε γνώριμους δρόμους της νότιας Πορτογαλίας για να πάρουμε μία πρώτη γεύση από τον τρόπο που επέλεξε η Triumph να τοποθετηθεί απέναντι στον ανταγωνισμό, κι ευτυχώς δεν διάλεξε την αντιγραφή, ούτε έβαλε πρωταρχικό στόχο την τιμή πώλησης.

Αυτό φαινόταν ήδη από τα τεχνικά χαρακτηριστικά με επώνυμες αναρτήσεις, διαφορετικές επιλέξιμες χαρτογραφήσεις και ένα βασικό αλλά πλήρες πακέτο ηλεκτρονικών που έκαναν την διαφορά στο χαρτί. Η εφαρμογή απέχει πολύ από την θεωρία βέβαια και στα πρώτα χιλιόμετρα τα πράγματα δεν είχαν ξεκαθαρίσει ως προς πια κατεύθυνση πήρε τελικά η Triumph, καθώς κινούμασταν μέσα σε πολυσύχναστους συνδετικούς δρόμους. Κατευθυνόμαστε βόρεια, αφήνοντας την τουριστική παραλία μέχρι να φτάσουμε στο κέντρο μίας περιοχής με έντονο ανάγλυφο που αποτελεί τον τοπικό παράδεισο των μοτοσυκλετιστών. Πολλές παρουσιάσεις έχουν γίνει στο ίδιο σημείο, η Triumph παρουσίασε στους ίδιους δρόμους το Scrambler 1200 λιώνοντας σχεδόν όλα τα μαρσπιέ στην επαφή τους με την άσφαλτο και την Κυριακή που οδηγούμε εμείς, υπάρχουν πολλές ομάδες που έχουν βγει να κάνουν το ίδιο. Μαζί με την νότια Σαρδηνία οι διαδρομές αυτές είναι από τις πιο γεμάτες σε στροφές που υπάρχουν στην Μεσόγειο και δεν είναι τυχαίο που η Triumph επέλεξε αυτό ακριβώς το κομμάτι για το 660, το Sport των Tiger. Έχει κάνει αρκετή δουλειά για να το εξοπλίσει κατάλληλα, έχει βάλει ένα πιρούνι που αξίζει τα λεφτά του, ένα ψαλίδι που όχι και τόσο αλλά κάνει ωστόσο την δουλειά του και έφτιαξε μία μοτοσυκλέτα που μπορεί να οδηγηθεί πάρα πολύ γρήγορα, χωρίς σοβαρές παραχωρήσεις και πολλές προϋποθέσεις. Ξέρετε πόσες τέτοιες υπάρχουν στην ευρύτερη κατηγορία, τσεκάροντας ακριβώς αυτά τα κουτάκια; Ελάχιστες κι αυτό αν ανοίξεις την ψαλίδα και αρχίσεις να περιλαμβάνεις κι άλλα μοντέλα που ξεφεύγουν σε κυβισμό.

Βέβαια ακόμη εκείνη την στιγμή ζούσαμε με τις υποσχέσεις, δεν είχαμε δει κάτι στην πράξη για αυτό και στην πρώτη στάση έγιναν οι απαραίτητες διατυπώσεις. Ο πλοηγός είναι ένας τύπος που τα τελευταία είκοσι χρόνια εργάζεται σε μία εταιρεία που ελέγχει 6 πίστες στην Αγγλία, ανάμεσά τους το Cadwell Park και η δουλειά του είναι να προετοιμάζει αναβάτες για τους αγώνες, του BSB συμπεριλαμβανομένου. Την προηγούμενη εικοσαετία έτρεχε και ο ίδιος και είναι ένας τοπικός θρύλος εκεί πάνω, μετρώντας κάτι παραπάνω από 40 χρόνια μέσα στις πίστες. Πήρε πολύ πατριωτικά λοιπόν το «πάμε πολύ χαλαρά» και το «πιο σιγά πηγαίνω με Versys 300» και έσπασε αμέσως το ήδη μικρό μας γκρουπ στην μέση. Είχε έρθει η ώρα να διαπιστώσουμε πόσο καλά είχε προετοιμάσει η Triumph το μικρός της Tiger, πριν του πετάξει επάνω τα αυτοκόλλητα γράμματα “Sport”, και μάλιστα σε έντονο κόκκινο χρώμα να τα τονίσει κιόλας.

Θα σας πάω αμέσως στο τέλος για ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα και επιστρέφουμε για να δούμε την λογική πορεία της διεξαγωγής του, όπως και των υπολοίπων. Ξοδεύεις 17 λίτρα βενζίνης πηγαίνοντας μόνο σε στροφές, αν θυμάστε από το Trident ο κινητήρας είναι ιδιαίτερα οικονομικός, γράφεις εκατοντάδες χιλιομέτρων με αμέτρητες αλλαγές κατεύθυνσης πηγαίνοντας συνεχώς δεξιά κι αριστερά και βουτώντας από το ένα μαρσπιέ στο άλλο, κατεβαίνεις να γεμίσεις και δεν υπάρχει ούτε ένας μυς που να έχει πιαστεί, δεν αισθάνεσαι κούραση, δεν έχεις ταλαιπωρηθεί έχεις απλά διασκεδάσει. Αυτό είναι κάτι πολύτιμο. Είναι πραγματικό αγαθό και ήταν ακριβώς εκείνο που συζητούσαμε στο τέλος της ημέρας.

Πάμε στην αρχή λοιπόν, όπου ο γρηγορότερος εξηντάρης αποφασίζει να δείξει πώς οδηγούνται τα supersport 600άρια στον απίστευτο Cadwell Park κρατώντας την τρίτη σχέση στο κιβώτιο και κάνοντας αφρενάριστες εισόδους με τριψήφιο αριθμό χιλιομέτρων σε στροφές με κλειστές καμπές. Ανάμεσα στους πολλούς Πορτογάλους μοτοσυκλετιστές που κάνουν την βόλτα τους, είναι και καινούρια streetfighter, όπως 1290 Super Duke R, Yamaha MT10 κτλ, και σχολιάζουμε πως το Tiger 660 μέσα στον δρόμο που έχει κουλουριαστεί σαν το φίδι μετά από ένα καλό γεύμα πηγαίνει το ίδιο γρήγορα, έως και καλύτερα και σίγουρα πιο ξεκούραστα. Το πιρούνι τα δουλεύει τα χρήματά του, δεν παίζει παιχνίδια και μπορείς να το εμπιστευτείς ακόμη και όταν χρησιμοποιείς τα φρένα μέσα στην στροφή. Βέβαια για να μπεις με μία σχέση επάνω κουβαλώντας μπόλικη ταχύτητα στην είσοδο απαιτεί ένα βαθμό εξοικείωσης και εμπειρίας σε πίστα που απόλυτα ξεφεύγει από τον μέσο αναβάτη που στοχεύει το Tiger. Εκείνο το ξέσπασμα στις χαμηλές στροφές που έχει ένας δικύλινδρος είναι ένα ωραίο βοήθημα σε σφιχτό στροφιλίκι ώστε να κερδίσεις έδαφος στην έξοδο της στροφής, όταν οδηγείς γρήγορα σε άδειο, κλειστό δρόμο. Ο τρικύλινδρος της Triumph το αντισταθμίζει αυτό με την χαρακτηριστική του ευστροφία κι ένα γρανάζωμα που κάνει τις δύο πρώτες σχέσεις να θέλουν γρήγορα να δώσουν την θέση τους στην τρίτη, αντίστοιχα βέβαια επηρεάζει και τις σούζες για όποιον ενδιαφέρεται, καθώς το Tiger 660 θα σηκωθεί σε πολύ συγκεκριμένο φάσμα στροφών και ταχύτητας.

Το ζήτημα της sport οδήγησης δεν είναι πρωταρχικής σημασίας για μία μοτοσυκλέτα που προορίζεται για καθημερινή χρήση και για ταξίδια. Ωστόσο εκτός από την ίδια την Triumph που στην διάρκεια της παρουσίασης το έφερε στο προσκήνιο, το γεγονός πως φρόντισε με τον εξοπλισμό να τονίσει τα sport χαρακτηριστικά και δεν περιορίστηκε σε ένα αυτοκόλλητο απλά, μας δίνει και στοιχεία για τα πραγματικά όρια της μοτοσυκλέτας και τις αντιδράσεις της σε ακραίες καταστάσεις, όπως το φρενάρισμα πανικού. Υπάρχουν λοιπόν ορισμένα γκρίζα σημεία που θα αναφερθούν στο επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ, σημειώνοντας πάντα πως στις παρουσιάσεις το βασικό είναι να έχουμε μία πρώτη γεύση της μοτοσυκλέτας και κυρίως να δούμε την φιλοσοφία της εταιρείας πίσω από την δημιουργία της, ώστε να ξέρουμε και αν έχει πετύχει εκείνο που ήθελε. Η δοκιμή στην Ελλάδα θα δώσει την πλήρη εικόνα, ιδιαίτερα στον τομέα των αναρτήσεων και είτε θα βάψει διαφορετικά είτε θα γκριζάρει περισσότερο κάποια μελανά σημεία με πρώτο παράδειγμα τα φρένα. Στο επόμενο τεύχος θα έχουμε εκείνα που χρειάζονται περισσότερη διερεύνηση.

Σε κάθε περίπτωση όμως, το 660 βάζει σοβαρή υποψηφιότητα αυτή την στιγμή να είναι η ταχύτερη μοτοσυκλέτα αυτής της κατηγορίας και μάλιστα με διαφορά, χωρίς ακόμη να φτάσουμε να μιλάμε για ιπποδυνάμεις ή να μετράμε επιδόσεις και επιταχύνσεις, αλλά μένοντας στον τρόπο που συμπεριφέρεται όταν ανέβει ο ρυθμός. Ο εμπρός τροχός βιδώνει κάτω και μπορείς να αγνοήσεις την αναπόφευκτη αποσταθεροποίηση του πίσω τροχού από την αλλαγή της γεωμετρίας όταν συμπιέζεις την ανάρτηση στο δυνατό φρενάρισμα. Τον διατάζεις μέσα από τα φαρδύ τιμόνι με τον άψογο μοχλό και με τα χέρια σου τοποθετημένα σε σωστή γωνία να αλλάξει κατεύθυνση, ξανά και ξανά σε διαδοχικές στροφές χωρίς ενδιάμεσες ευθείες και εκείνος εκτελεί με σαφήνεια. Το πλαίσιο από εκεί και πέρα φροντίζει να σβήσει τα υπόλοιπα και να ακολουθήσει και η υπόλοιπη μοτοσυκλέτα ως ένα σύνολο που τα πάντα συνεργάζονται εξαιρετικά. Είπαμε, τα όποια μελανά σημεία κατά την συγκεκριμένη συμπεριφορά του αναβάτη θα τα δούμε στο επόμενο τεύχος, δεν είναι όλα ρόδινα. Οι αναρτήσεις ανήκουν στην Showa, μπροστά και πίσω με 150mm διαδρομής και οι δύο και το πιρούνι είναι SFF, έχει τις ρυθμίσεις ξεχωριστά στα καλάμια. Το αμορτισέρ διαθέτει και τηλεπροφόρτιση που είναι έξυπνα καλυμμένη από την βάση των πίσω αριστερά μαρσπιέ.

Σταθερότητα υπάρχει και στα πολλά χιλιόμετρα, σε σημείο να γίνεται αξιοζήλευτη και από μεγαλύτερες μάλιστα μοτοσυκλέτες την ίδια στιγμή που η προστασία από τον αέρα είναι σε καλά επίπεδα πριν ακόμη σηκώσεις την ζελατίνα που ρυθμίζεται σε πέντε θέσεις. Χωρίς να έχεις όγκο μπροστά σου, χωρίς να χάνεις σημεία του δρόμου που κρύβονται από την μοτοσυκλέτα, απολαμβάνεις την σωστή ανακατεύθυνση του αέρα που με την σειρά της συνηγορεί σε αυτό που λέγαμε αρκετά πιο πάνω, να αδειάσεις το ρεζερβουάρ οδηγώντας και να το γεμίσεις ξανά και ξανά χωρίς να χρειάζονται μεγάλες στάσεις. Εξαρχής η Triumph είχε βάλει στόχο να έχει αυξημένες ταξιδιωτικές ικανότητες το 660, από την πρώτη στιγμή που σχεδίαζε το Trident δηλαδή, έχοντας προνοήσει ώστε να υπάρχουν όλες οι βάσεις και απρόσκοπτη αλλαγή του υποπλαισίου. Στην εξελικτική αυτή διαδρομή αυτή φρόντισε να το προετοιμάσει και με έτοιμες βάσεις για τις βαλίτσες, ώστε να μην προεξέχει τίποτα όταν τις βγάζεις και η τοποθέτησή τους να γίνειται πανεύκολα. Διαθέτουν πλαϊνές βαλίτσες 57 λίτρων συνολικά που μπορούν να έχουν το χρώμα της μοτοσυκλέτας και κεντρική βαλίτσα 47 λίτρων που χωρά δύο full face κράνη. Ας σημειώσουμε πως η μοτοσυκλέτα έρχεται με Michelin Road 5 ως πρώτη τοποθέτηση, ένα καλό ελαστικό που ανεβάζει την αρχική τιμή πώλησης, αλλά είναι και απαραίτητο ταυτόχρονα.

Κραδασμοί δεν υπάρχουν, σε οποιοδήποτε φάσμα στροφών οδηγείς απαλλαγμένος από την επιρροή τους και η σέλα εκτός από το σωστό αφρώδες υλικό για να είναι άνετη, έχει και την απόσταση από το έδαφος που χρειάζεται για να μην βρίσκουν κάτω εύκολα τα μαρσπιέ, δίχως να λυγίζουν ταυτόχρονα υπερβολικά τα γόνατα. Μικρές λεπτομέρειες που κάνουν όμως τεράστια διαφορά αν δεν τις πετύχουν και στο 660 έχουν εργαστεί λες και ράβουν κουστούμι. Θα ήθελα τα μαρσπιέ λίγο πιο φαρδιά γιατί μία Νο 45 μπότα μετά βίας χωράει και όταν αρχίσεις να τα ξύνεις στην άσφαλτο, ξύνεις μαζί και την μπότα ή ακόμη χειρότερα αν διπλώσουν, γιατί δεν έχουν και κανένα μεγάλο αποστάτη, τρως κλωτσιά από τον δρόμο στο κουντεπιέ. Μεγαλύτερα νούμερα θα έχουν και μεγαλύτερο πρόβλημα.

Για να περιοριστεί το κόστος τα όργανα είναι ίδια με του Trident απλά έχουν αλλάξει το πλαίσιο και έχουν κάνει μικρές αλλαγές προσαρμόζοντας τα στα δεδομένα του 660. Προέρχονται από Ασιάτη κατασκευαστή, σε αντίθεση με του Tiger 900 που φτιάχνονται στην Ευρώπη, αλλά έχουν την ίδια υψηλή τεχνική κατασκευής, που σημαίνει πως η οθόνη είναι ένα σώμα με το gorilla glass και έτσι δεν δημιουργούνται αντανακλάσεις στον ήλιο. Και είχαμε τελείως καλοκαιρινές συνθήκες στην δοκιμή για να το δούμε αυτό, μπαινοβγαίνοντας μάλιστα κάτω από το παχύ φύλλωμα των δέντρων, αλλάζοντας συνεχώς συνθήκες φωτισμού.

Οι σχέσεις στο κιβώτιο κουμπώνουν με σαφήνεια και απουσιάζει το δυνατό «κλανκ» στην πρώτη, ένα από τα παλιά χαρακτηριστικά των Triumph που τείνουν να το αποβάλλουν τελείως. Ο συμπλέκτης είναι μονόδρομος και υποβοηθούμενος και μπορεί εύκολα να διαχειριστεί όλη την ροπή και την δύναμη του κινητήρα, που σημαίνει πως δεν θα ξεκολλήσεις τον πίσω τροχό κατεβάζοντας, ακόμη κι αν θέλεις να το κάνεις εσκεμμένα πριν από κάποια είσοδο σε στροφή. Στον πρόσθετο εξοπλισμό υπάρχει quickshifter που πολύ θα ήθελα να δω αν αξίζει τα λεφτά που το χρεώνουν, αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό γιατί καμία από τις μοτοσυκλέτες της παρουσίασης δεν το διέθετε εκείνη την στιγμή. Η Triumph έχει ετοιμάσει έναν κατάλογο από 40 αξεσουάρ στον πρόσθετο εξοπλισμό τα οποία εξελίσσονται παράλληλα με την μοτοσυκλέτα και εσωτερικά από την ίδια την Triumph, αυτό σημαίνει πως καλύπτονται και από την ίδια, διετή εγγύηση. Η Triumph έχει αναπτύξει ξεχωριστή ομάδα για αυτό τον σκοπό, καθώς ήταν και η πρώτη από τους μεγάλους κατασκευαστές που όταν η μόδα του customizing μεσουρανούσε ανέπτυξε γκάμα με πάνω από 150 αξεσουάρ για αντίστοιχα μοντέλα της, στοχεύοντας στην επένδυση της εξατομίκευσης που επιζητούσαν οι αγοραστές.

Το Tiger έχει δύο χάρτες, που πλήρως επεξηγούν τον εαυτό τους, Road και Rain. Άλλη μία προσθήκη απέναντι στον ανταγωνισμό αν και στην πράξη είναι κάτι που ελάχιστα θα χρειαστείς. Η λειτουργία του ηλεκτρονικού γκαζιού είναι εξαιρετική, όσο γκάζι ζητήσεις, τόσο ακριβώς παίρνεις, μία τεχνολογία που οι κατασκευαστές χρειάστηκαν αρκετό καιρό να την καταφέρουν να δουλεύει απροβλημάτιστα και που πλέον ο ένας μετά τον άλλο έρχονται στο ίδιο σημείο. Το traction control δουλεύει πάρα πολύ καλά στην γρήγορη οδήγηση ώστε να ανοίξεις το γκάζι άφοβα σε μέγιστη κλίση για να πάρεις την περισσότερη δύναμη που μπορείς κατά την επιτάχυνση, με την επέμβασή του να είναι ομαλή χωρίς να γονατίζει την μοτοσυκλέτα σαν καμήλα σε άρνηση να αφήσει την όαση. Πόσα έτη φωτός μπροστά από την πρώτη γενιά του μεγάλου Tiger είναι όλα αυτά; Βέβαια για να το απενεργοποιήσεις χρειάζεται να μπεις στο κεντρικό menu και να κάνεις μία σειρά από κινήσεις εκεί μέσα, πράγμα όχι δύσκολο αλλά σίγουρα όχι άμεσο.

Απεναντίας τα φλας απενεργοποιούνται μόνα τους, ενώ ο εξοπλισμός περιλαμβάνει και immobiliser καθώς και προετοιμασία για σύνδεση των οργάνων με το κινητό του αναβάτη μέσα από το ανανεωμένο Triumph Connectivity. Στο μέλλον θα γίνουν διαθέσιμα κι αρκετά από αυτά που διαθέτει ήδη η Triumph στις μεγαλύτερου κυβισμού μοτοσυκλέτες, όπως η σύνδεση και η λειτουργία της GoPro από τα όργανα.

Η Triumph αφουγκράστηκε το κοινό της και για την σχεδίαση της μοτοσυκλέτας, ακολουθώντας τις κατευθυντήριες γραμμές που πήρε από το ερωτηματολόγιο και έκαναν λόγο για μοτοσυκλέτα που πρέπει να είναι μοντέρνα, επιθετική και να ξεχωρίζει, αλλά όχι έντονα.

Με το νέο Tiger 660 η μεσαία κατηγορία αποκτά τον πρώτο τρικύλινδρο εκπρόσωπό της και ο ανταγωνισμός αναβαθμίζεται και μπαίνει στο κόκκινο από την στιγμή που το Tiger αποδίδει 81 ίππους στις 10.250 στροφές και 6,6kg.m ροπής στις 6.250 στροφές, ενώ είναι -φυσικά- Euro5. Μαζεύοντας τιμές ανταλλακτικών και εργασίας στην Αγγλία, η Triumph διατείνεται πως έχοντας μειώσει τις εργατοώρες σε μόλις 8 για τα πρώτα τρία χρόνια υπολογίζοντας πως είναι 30% φθηνότερη από τον ανταγωνισμό, ενώ για αναλώσιμα και ανταλλακτικά για την ίδια περίοδο είναι 17% φθηνότερη, πράμα που χρειάζεται την δική μας επαλήθευση όπως καταλαβαίνετε.

Εξαιρετικά ισορροπημένη μοτοσυκλέτα, ειλικρινής σε όσα λέει πως προσφέρει καθώς το κάνει και με το παραπάνω και με πλούσιο εξοπλισμό. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις του 2022, έρχεται σε απόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ, ακόμη πιο αναλυτικά!

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ              

Αντιπρόσωπος:

ΗΛΙΟΦΙΛ Α.Ε.

Τιμή:

9.290

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2.071

Ύψος (mm):

1.315-1.398

Μεταξόνιο (mm):

1.418

Ύψος σέλας (mm):

835

Ίχνος (mm):

97,1

Γωνία κάστερ (˚):

23,1

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο, περιμετρικό, σωληνωτό

Πλάτος (mm):

834

Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):

206

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

17,2 / -

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, υγρόψυκτος, τρικύλινδρος εν σειρά, με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

74,04 x 51,1

Χωρητικότητα (cc):

660

Σχέση συμπίεσης:

11,95:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

80 / 10.250

Ροπή (kg.m/rpm):

6,5 / 6.250

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

121,2

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

3 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Με γρανάζια / -

Τελική μετάδοση / σχέση:

Με αλυσίδα / -

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

-

2,5

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ένα αμορτισέρ Showa

Διαδρομή (mm):

150

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

5,5 x 17

Ελαστικό:

180/55 ZR 17

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 255mm με δαγκάνα ενός εμβόλου και ABS

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι της Showa

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

150 / 41

Ρυθμίσεις:

-

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,5 x 17

Ελαστικό:

120/70 ZR 17

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 310mm με δαγκάνες δύο εμβόλων και  ABS

 

 

 

 

 

 

Ετικέτες

Εργοστάσιο – Μουσείο Ducati

Στο λίκνο των θρύλων
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

27/6/2017

Η Bologna είναι μια πόλη που διαθέτει πάρα πολλά στοιχεία που θα μπορούσαν να την κάνουν ξεχωριστή και να την συνυφάνουν με διάφορα πολιτιστικά και πολιτισμικά δεδομένα. Σε όλους εμάς όμως, το όνομα της Bologna είναι το ένα και το αυτό με μία μόνο θρυλική επωνυμία: της Ducati.

Πριν από λίγο καιρό βρεθήκαμε στην Bologna για μια από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που μια εταιρεία επιλέγει να κάνει την παρουσίαση ενός νέου μοντέλου στην έδρα της. Συνήθως το μπουλούκι των δημοσιογράφων συγκεντρώνεται σε κάποιο θέρετρο, που συνδυάζει τον καλό καιρό με τις απαραίτητες υποδομές και το πολύ καλό οδικό δίκτυο, προκειμένου να διαπιστώσουμε την αποτελεσματικότητα των σχεδιαστών του. Με το Scrambler Café Racer όμως, η Ducati επέλεξε να το δείξει για πρώτη φορά στον ειδικό τύπο καλώντας τους δημοσιογράφους στο "σπίτι" της. Να οδηγήσουμε το νέο μοντέλο λίγα χιλιόμετρα από εκεί που είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου, εκεί που οδηγήθηκε για πρώτη φορά από τους αναβάτες εξέλιξης, εκεί ουσιαστικά που διαμορφώθηκαν τα χαρακτηριστικά της απόδοσης και της συμπεριφοράς της. Όποιος έχει οδηγήσει εκεί στους πρόποδες των Απέννινων, στο περίφημο Passo della Futa, μπορεί να καταλάβει γιατί γενικότερα οι κόκκινες μοτοσυκλέτες διαθέτουν αυτόν τον ιδιαίτερο και ξεχωριστό χαρακτήρα. Το bonus όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η δυνατότητα που είχαμε να επισκεφθούμε το εργοστάσιο με τις γραμμές παραγωγής και στη συνέχεια το ανανεωμένο μουσείο της εταιρείας πριν καν οδηγήσουμε την μοτοσυκλέτα, για να δούμε από κοντά πώς φτιάχνονται τα πραγματικά αντικείμενα του πάθους.

 

Η ιστορική γραμμή

Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, δημιουργήθηκε μια μεγάλη δραστηριότητα γύρω από την τεχνολογία των τηλεπικοινωνιών, με τον Giuglielmo Marconi –γνήσιο τέκνο της Bologna- να κατοχυρώνει την πατέντα του ραδιοτηλέγραφου. Την ίδια εποχή, ένας συντοπίτης του, ο Adriano Cavalieri Ducati κατοχυρώνει την πατέντα για τον πομπό βραχέων ραδιοκυμάτων και στις 4 Ιουλίου του 1926, μαζί με τα αδέρφια του Bruno και Marcello, ιδρύει την Societa Scientifica Radio Brevetti Ducati. Το αντικείμενο της εταιρείας ήταν η κατασκευή μικρών πυκνωτών Manens, οι οποίοι φτιάχνονταν σε ένα μικρό σπίτι από δύο εργάτες και μια γραμματέα! Μέσα σε δέκα χρόνια, η ανάπτυξη της εταιρείας ήταν τέτοια που απασχολούσε χιλιάδες υπαλλήλους στο καινούργιο εργοστάσιο στην περιοχή του Borgo Panigale. Τον Οκτώβρη του 1944 όμως, το εργοστάσιο βομβαρδίστηκε από τους συμμάχους με αποτέλεσμα να καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, αλλά μέσα σε έναν χρόνο ξαναχτίστηκε με αντικείμενο πλέον την κατασκευή μικρών μοτοσυκλετών, που αποτελούσαν ένα φθηνό μέσο μετακίνησης στην μεταπολεμική περίοδο της Ιταλίας.

Η αρχή έγινε με το περίφημο Cucciolo (κουτάβι στα ιταλικά), έναν μικρό τετράχρονο κινητήρα 48 κυβικών που μπορούσε να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε ποδήλατο, ο οποίος απέκτησε διαστάσεις φαινομένου. Λίγο αργότερα φτιάχτηκε το "60", η πρώτη ολοκληρωμένη μοτοσυκλέτα της Ducati, και στη συνέχεια "μπήκε το νερό στ' αυλάκι" με την έλευση του Fabio Taglioni και την σχεδίαση του 125 Sport. Έκτοτε, η Ducati είχε μια διαρκώς ανοδική πορεία, τόσο εμπορικά όσο και αγωνιστικά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ducati Siluro 100 που έσπασε 46 (!) παγκόσμια ρεκόρ ταχύτητας εν έτει 1956. Η ιστορική συνέχεια επεφύλαξε πολλά ορόσημα για την Ducati, όπως τα Scrambler και το 750GT, το πρώτο superbike της εταιρείας την δεκαετία του '70 με τον πρώτο δικύλινδρο desmo V 90° και πρόγονος του SuperSport Desmo του '73 που μπήκε στη συλλογή του μουσείου Guggenheim ως μια από τις ομορφότερες μοτοσυκλέτες που φτιάχτηκαν ποτέ. Το έτερο σήμα-κατατεθέν της Ducati, το πλαίσιο χωροδικτύωμα, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1979 στο Pantah 500 και την επόμενη χρονιά επανασχεδιάστηκε από τον Taglioni για το 600 ΤΤ2, με το βάρος του να φτάνει μόλις στα 7 κιλά!

Η λίστα με τους ιστορικούς σταθμούς της Ducati είναι μακρά, η οποία συμπεριλαμβάνει από νίκες στο Dakar (με το Cagiva Elefant που είχε κινητήρα της Ducati), μέχρι το θρυλικό 916 που επαναπροσδιόρισε τα superbikes της σύγχρονης εποχής και το Monster που έκανε το ίδιο για την κατηγορία των Naked. Η συνεργασία με την Cagiva δημιούργησε πολύ ισχυρότερους δεσμούς, καθώς το 1985 η εταιρεία του Castiglioni ενέταξε την Ducati στον όμιλο (αφού πιο πριν, το 1950, είχε αναλάβει τον έλεγχο το ιταλικό κράτος), ενώ το 1996 η εταιρεία άλλαξε ιδιοκτησιακό καθεστώς περνώντας στα χέρια της αμερικανικής Texas Pacific Group και το 2005 τα αδέρφια Bonomi επανέφεραν την εταιρεία σε ιταλικά χέρια. Το 2012 όμως, η Ducati εξαγοράστηκε από το Volkswagen Group –και πιο συγκεκριμένα από την Audi που ανήκει στον όμιλο- όπου και παραμένει μέχρι σήμερα ακολουθώντας το επιχειρηματικό πλάνο των Γερμανών.

Το "κόκκινο" εργοστάσιο

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, το πρώτο εργοστάσιο της Ducati ήταν ουσιαστικά το υπόγειο του σπιτιού των αδερφών Ducati, όπου κατασκεύαζαν πυκνωτές και εξοπλισμό για ραδιόφωνα. Το 1935 λειτούργησαν για πρώτη φορά οι εγκαταστήσεις στο Borgo Panigale, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης του κύκλου εργασιών της εταιρείας, δίνοντας μια επιπλέον ώθηση στην δυναμική της Ducati. Μέσα σε λίγα χρόνια κατέληξε να αποτελεί ένα… μικρό χωριό, ενώ λίγο μετά άνοιξαν δύο νέα εργοστάσια της εταιρείας με αντικείμενο τις δραστηριότητες της Ducati στον τομέα των οπτικών. Ενώ το όλο εγχείρημα βρισκόταν σε μια οργιώδη ανάπτυξη, ήρθε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος να βάλει ένα απότομο φρένο. Το 1943 το εργοστάσιο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και τον Οκτώβριο του 1944 καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων. Μετά το τέλος του πολέμου ξεκίνησε αμέσως η ανακατασκευή του και το 1948 τα αδέρφια Ducati έφυγαν από την εταιρεία. To 1954 η Ducati διασπάστηκε σε δύο εταιρείες, την Ducati Elettrotecnica και την Ducati Meccanica. Η Ducati Meccanica ήταν η εταιρεία που συνέχισε την παραγωγή μοτοσυκλετών, το εργοστάσιο της οποίας αποτελεί μέχρι σήμερα το βασικό εργοστάσιο της Ducati, καθώς η εταιρεία διαθέτει πλέον κι ένα εργοστάσιο στην Ταϊλάνδη όπου συναρμολογούνται οι μοτοσυκλέτες που έχουν προορισμός τις αγορές της Ασίας.

Σήμερα, το εργοστάσιο της Ducati στην Bologna παραμένει ένα μικρό… χωριό, με ένα σύμπλεγμα κτιρίων και εγκαταστάσεων να αποτελούν την καρδιά της ιταλικής εταιρείας. Εκεί που βρίσκονται τα γραφεία της εταιρείας ήταν οι γραμμές παραγωγής, ενώ οι τωρινές γραμμές συναρμολόγησης κινητήρων είναι στο κτήριο που χτίστηκε μεταξύ του 1969-1973 και αποτελούσε το εργοστάσιο παραγωγής των αλουμινένιων και τα ατσάλινων μερών.

Παντού βλέπεις χαμόγελα και ευχάριστες φυσιογνωμίες που δημιουργούν μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα μέσα σε ένα επαγγελματικό και υψηλού τεχνολογικά επιπέδου περιβάλλον

Έχοντας επισκεφθεί πολλά εργοστάσια-και δη ευρωπαϊκά- κατασκευής μοτοσυκλετών, το εργοστάσιο της Ducati δεν ξεχωρίζει για τις τεχνολογικές του καινοτομίες ή για το πρωτότυπο σύστημα των logistics που χρησιμοποιεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ακολουθεί ό,τι πιο σύγχρονο και άρτιο υπάρχει στον συγκεκριμένο τομέα. Λίγο ως πολύ όμως, τα περισσότερα εργοστάσια είναι εναρμονισμένα για τις σύγχρονες τεχνικές και ακολουθούν –με μικρές διαφοροποιήσεις- τις ίδιες μεθόδους. Το εργοστάσιο στο Borgo Panigale ξεχωρίζει για άλλο λόγο κι όχι τόσο για την μειωμένη παρουσία αυτοματισμών σε σχέση με τα άλλα εργοστάσια. Με το που περνάς την πύλη του ιστορικού εργοστασίου –πιστέψτε με, δεν είναι υπερβολή- γίνεσαι αποδέκτης μιας εντελώς διαφορετικής ατμόσφαιρας. Ένα εργοστάσιο, μια εταιρεία, ένας οργανισμός γενικότερα, είναι οι άνθρωποί του και στην Ducati αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι εργάτες, οι μηχανικοί, οι διοικητικοί υπάλληλοι, είναι όλοι τους άνθρωποι παθιασμένοι με την μοτοσυκλέτα και την φίρμα. Δουλεύουν για την Ducati και γουστάρουν που το κάνουν. Παντού βλέπεις χαμόγελα και ευχάριστες φυσιογνωμίες που δημιουργούν μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα μέσα σε ένα επαγγελματικό και υψηλού τεχνολογικά επιπέδου περιβάλλον. Στις τέσσερις γραμμές συναρμολόγησης οι εργάτες που μοντάρουν τα πλαίσια με τους κινητήρες δουλεύουν λες και πρόκειται για την δική τους μοτοσυκλέτα. Η έντονη γυναικεία παρουσία (πάνω από το 20% είναι γυναίκες) δίνει μια διαφορετική αισθητική στον βιομηχανικό σκηνικό. Ανάμεσα στα CNC και τους επεξεργασμένους στροφάλους, την μονοτονία του μετάλλου την σπάνε δύο μεγάλες γλάστρες με φίκους, γύρω από τις οποίες στρίβουν ξυστά τα περονοφόρα με τις εξαρτήματα για τις γραμμές παραγωγής. Ακόμη και στον λειτουργικό και ποιοτικό έλεγχο μέσα στα κλειστά δυναμόμετρα, οι εργάτες που κάνουν την διαδικασία μοιάζουν λες κι έχουν στηθεί για κόντρα σε φανάρι, αντί να αλλάζουν βαριεστημένα ταχύτητες και να συλλέγουν στοιχεία. Μικρές λεπτομέρειες που όλες μαζί όμως φτιάχνουν το διαφορετικό κλίμα που "μυρίζει" Ducati.

Από τις τέσσερις γραμμές παραγωγής η μία είναι αφιερωμένη στην οικογένεια των Panigale λόγω της ιδιαιτερότητας των κινητήρων τους και στις άλλες τρεις συναρμολογούνται όλα τα υπόλοιπα μοντέλα της γκάμας. Στις τρεις αυτές γραμμές τα μοντέλα που συναρμολογούνται εξαρτώνται από τις προπαραγγελίες των αντιπροσώπων και όχι από την κάθε παραγγελία ξεχωριστά του εκάστοτε πελάτη, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο εργοστάσιο της BMW, και στην ακμή της σεζόν (που ξεκινάει την άνοιξη και τελειώνει το φθινόπωρο) σε ορισμένες απ' αυτές δουλεύουν έως και τρεις βάρδιες.

Κάπου ανάμεσα στις γραμμές συναρμολόγησης των κινητήρων και μοτοσυκλετών, υπάρχει μια κατακόκκινη –τι παράξενο!- πόρτα, ερμητικά κλεισμένη με ηλεκτρονικές κλειδαριές και καθόλου παράθυρα. Πάνω της έχει μόνο ένα μεγάλο αυτοκόλλητο: Ducati Corse. Πίσω από αυτή την πόρτα βρίσκεται το άντρο του αγωνιστικού τμήματος της Ducati. Η εξέλιξη, ο σχεδιασμός και η βάση των εργοστασιακών ομάδων, τόσο για τα MotoGP όσο και για τα WSBK, γίνεται σ' αυτό το τμήμα του εργοστασίου, στο οποίο φυσικά ούτε λόγος για να ρίξουμε έστω και μια κλεφτή ματιά.

Για τους λάτρεις των στατιστικών, να αναφέρουμε ότι οι εγκαταστάσεις του Borgo Panigale καταλαμβάνουν μια έκταση 71.657 τετραγωνικών μέτρων, ενώ η συνολική έκταση του οικοπέδου είναι 114.873m2. Εκεί εργάζονται 1.187 άνθρωποι, από τους 1.558 που απασχολεί η Ducati παγκοσμίως. Εξίσου εντυπωσιακά είναι και τα νούμερα της παραγωγής, καθώς το 2016 έγιναν 55.451 παραδόσεις μοτοσυκλετών στους ιδιοκτήτες τους (ένα νούμερο ρεκόρ για την εταιρεία), ενώ η παραγωγή της περασμένης χρονιάς στο εργοστάσιο της Bologna ήταν 47.054 μοτοσυκλέτες.

Επένδυση στην εκπαίδευση

Η Ducati είναι όμως κάτι περισσότερο από ένα εργοστάσιο παραγωγής μοτοσυκλετών. Είναι μια φίρμα με δυνατό σήμα και ιδιαίτερα ισχυρούς δεσμούς με τους πελάτες της –και όχι μόνο- όντας ταυτόχρονα συνώνυμο του πάθους και του ιταλικού σχεδιασμού. Αυτά τα στοιχεία είναι που της έδωσαν την ώθηση για να δραστηριοποιηθεί και σε τομείς διαφορετικούς από τον αυστηρά κατασκευαστικό χώρο, επενδύοντας τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στην ενίσχυση του brand name της.

Το Fisica in Moto (η φυσική της μοτοσυκλέτας) είναι ένα διαδραστικό εργαστήριο φυσικής μέσα στο εργοστάσιο της Ducati. Είναι κατασκευασμένο για μαθητές γυμνασίου-λυκείου και είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ του Fondazione Ducati (του μη κερδοσκοπικού οργανισμού της Ducati που συμμετέχει σε κοινωνικές, εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις) και του λυκείου Malpighi από την Bologna. Η διαδρομή που έχει σχεδιαστεί για τους μαθητές που επισκέπτονται το εργαστήριο, είναι σχεδιασμένη από κοινού από τους καθηγητές του σχολείου και καθηγητών από το πανεπιστήμιο της Bologna, στην οποία τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να δουν στην πράξη την εφαρμογή των νόμων της φυσικής πάνω στην μοτοσυκλέτα, με ενδιαφέρουσες δράσεις και πειράματα.

Παράλληλα, σε ένα πιο υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης λειτουργεί το project DESI (Ducati Education System Italy). Είναι ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε να λειτουργεί το Σεπτέμβριο του 2014 από την Ducati και την Lamborghini –τις δύο ιταλικές εταιρείες που ανήκουν στο Audi group), με στόχο την φοίτηση και την εκπαίδευση στην Ιταλία. Μέσα απ' αυτό, δίδεται η δυνατότητα σε νεαρούς Ιταλούς να κάνουν το επόμενο βήμα σ' αυτούς τους τομείς και είναι βασισμένο στο σύστημα που χρησιμοποιείται ήδη στην Γερμανία. Ουσιαστικά, παρέχει την ευκαιρία στο να προχωρήσει η εκπαίδευση μέσα από την πρακτική άσκηση σε πραγματικές συνθήκες, μέσα στην εταιρεία. Σε συνεργασία με τα κολέγια Fiorovanti Belluzzi και Aldini Valeriani, συμμετείχαν 48 φοιτητές την πρώτη χρονιά και 26 την δεύτερη σε τρεις διαφορετικούς τομείς της παραγωγικής διαδικασία, παίρνοντας ένα πολύτιμο εφόδιο για την μετέπειτα ένταξή τους στην αγορά εργασίας.

 

Το νέο μουσείο της Ducati

Για την Ducati, κάθε προϊόν της αποτελεί ένα έργο τέχνης και ως τέτοια θα έπρεπε να έχουν τον δικό τους ξεχωριστό χώρο για να εκτίθενται στα μάτια του κοινού.

 

Γι' αυτό το λόγο, το 1998, ιδρύθηκε το μουσείο της Ducati, που συμπεριλαμβάνεται κι αυτό στις εγκαταστάσεις του Borgo Panigale. Πρόκειται για έναν χώρο 850 τετραγωνικών μέτρων το οποίο μέχρι πρότινος στέγαζε μόνο το αγωνιστικό κομμάτι της ιστορίας της Ducati. Πρόσφατα, ο χώρος ανακαινίσθηκε και αναδιοργανώθηκε και πλέον εκτίθενται όλα τα μοντέλα-ορόσημα της Ducati, μαζί με τις καινοτομίες και τα τεχνολογικά στοιχεία που την χαρακτηρίζουν.

Το καλωσόρισμα στο μουσείο γίνεται από μια ιστορική αναδρομή με εκθέματα από τότε που η Ducati δεν κατασκεύαζε μοτοσυκλέτες αλλά πυκνωτές και εξαρτήματα ραδιοφώνων, μαζί με φωτογραφίες από τα αδέρφια Ducati και το σπίτι τους, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο εργοστάσιο της φίρμας.

Η συνέχεια είναι αφιερωμένη στις μοτοσυκλέτες, οι οποίες είναι μοιρασμένες σε τέσσερα δωμάτια και σε τρεις τομείς, με το λευκό χρώμα να κυριαρχεί στους τοίχους προκειμένου οι μοτοσυκλέτες να ξεχωρίζουν και να μην αποσπά τίποτε το βλέμμα από πάνω τους, όπως μας είπαν οι άνθρωποι που μας ξενάγησαν στον ανακαινισμένο χώρο.

Ο ένας τομέας έχει να κάνει με την ιστορία των μοτοσυκλετών παραγωγής παραθέτοντας τα κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία της εποχής που δημιουργήθηκαν. Ο δεύτερος τομέας αφορά τις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες και την αγωνιστική παράδοση της εταιρείας, όπου τα εκθέματα συνοδεύονται από τα αμέτρητα τρόπαια που έχουν κερδίσει σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ ο τρίτος τομέας είναι αφιερωμένος στους ίδιους τους αναβάτες της Ducati, τους "ήρωες της Ducati", όπως τους αποκαλούν οι άνθρωποι της εταιρείας.

Συνολικά εκτίθενται 46 μοτοσυκλέτες, εκ των οποίων οι 19 είναι μοτοσυκλέτες παραγωγής, ενώ για μερικές από αυτές είναι η πρώτη φορά που ποζάρουν ως εκθέματα.

Ετικέτες