Διπλή Δοκιμή Kawasaki ZX-6R 636 2019 Jerez & Castelloli ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ

Γι΄αυτό αγαπάμε τα 600
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/4/2019

Φορτώσαμε πλούσια εμπειρία οδηγώντας το νέο Kawasaki Ninja 636 και εξαιτίας αυτής της η πρώτη προσέγγιση είναι απαραίτητα φιλοσοφική: Από τη στιγμή που μπήκαν τα ηλεκτρονικά στη μοτοσυκλετιστική ζωή μας, άλλαξαν πολλά. Κυρίως άλλαξε το δόγμα πως οι μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτες είναι για έμπειρους αναβάτες και οι μικρότερου κυβισμού είναι κατάλληλες για τους πιο άπειρους.

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει πια. Η τεχνολογία που έχουν οι μεγάλες μοτοσυκλέτες τις κάνουν πολύ πιο ασφαλείς και εύκολες σε όλες τις συνθήκες. Αντιθέτως οι μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτες, λόγω της ανάγκης για περιορισμό του κόστους κατασκευής και της τιμής πώλησης, έχουν λιγότερα και υποδεέστερης απόδοσης ηλεκτρονικά βοηθήματα ενεργητικής ασφάλειας, χειρότερες αναρτήσεις, χειρότερα φρένα και φτηνότερα υλικά, με αποτέλεσμα να έχουν σχεδόν το ίδιο βάρος με τις μεγάλες. Έτσι το μόνο που αλλάζει είναι οι επιδόσεις -κυρίως- στην ευθεία, όμως και πάλι τα περισσότερα άλογα και η μεγαλύτερη ροπή είναι πλεονέκτημα για έναν άπειρο αναβάτη, γιατί μπορεί να κερδίσει εύκολα και με ασφάλεια χρόνο στην ευθεία, αντί να προσπαθεί να πάει γρήγορα στις στροφές, αυξάνοντας τις πιθανότητες να φέρει στο όριο της πρόσφυσης τα ελαστικά του.

τέρμα γκάζι στις εξόδους...

Συναντήσαμε το νέο Kawasaki 636 σε δύο διαφορετικές φάσεις με μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους, όπως και χιλιομετρική, σε ξεχωριστές πίστες με διαφορετικά ελαστικά. Αυτό μετέτρεψε την προσέγγισή μας απέναντί του σε μία μεγάλη βεντάλια, καθώς φορτώσαμε μπόλικη εμπειρία σε περιβάλλον πίστας. Το οδηγήσαμε στην τεχνική, κλειστή για το ευρύ κοινό πίστα του Castelloli στην Βαρκελώνη με τα νέα Dunlop Sportsmart mk3 και έπειτα στην εξόχως μοτοσυκλετιστική πίστα της Jerez με Bridgestone S22.

Η εμπειρία μας από την παρουσίαση των νέων ελαστικών S22 της Bridgestone στην πίστα της Jerez, όπου οδηγήσαμε το ZX-10R και το ZX-6R 636 μαζί, είναι μια καλή απόδειξη για όλα όσα λέγαμε παραπάνω στην αρχή. Εδώ να πούμε πως η πίστα της Jerez έχει μοτοσυκλετάδικη χάραξη, με παρατεταμένες στροφές και μόλις μία μεγάλη ευθεία. Καμία σχέση δηλαδή με τις περισσότερες καινούριες πίστες, που έχουν σχεδιαστεί για αγώνες αυτοκινήτων και έχουν πολλές ευθείες και κλειστές στροφές για να μπορούν τα αυτοκίνητα να κάνουν προσπεράσεις στα φρένα. Ξεκινώντας με την μεγάλη ZX-10R ήταν εύκολο να κάνουμε προσπεράσεις στους πιο αργούς αναβάτες στις μικρές ευθείες της Jerez και με την βοήθεια των ηλεκτρονικών, να κρατήσουμε υπό έλεγχο τα 200 άλογα μέσα στις στροφές. Ειδικά με αυτά τα λάστιχα που έχουν σχεδιαστεί κυρίως για χρήση στο δρόμο και ζεσταίνονται αμέσως, πρέπει να αποφεύγεις να ανοίγεις τέρμα το γκάζι με τη μοτοσυκλέτα υπερβολικά πλαγιασμένη, ώστε να μην τα υπερθερμάνεις. Τα μεγάλα superbike των 1000 κυβικών είναι τέλεια για να γράφεις γρήγορα γυρολόγια, πλαγιάζοντας όσο λιγότερο γίνεται στις στροφές.

Δεν χρειάζεται να ρισκάρεις με πρόωρα χουφτώματα του γκαζιού μέσα στη στροφή. Όμως ακόμα κι αν το κάνεις, τα εξελιγμένα traction control που παίρνουν εντολές από την IMU θα μεταφέρουν ομαλά τη δύναμη, ρυθμίζοντας την τροφοδοσία του ψεκασμού ride by wire.

Πρόσθεσε τώρα τα quick shifter Up/Down, τα wheelie control, το ρυθμιζόμενο φρένο κινητήρα και το επίσης ρυθμιζόμενο cornering ABS και θα καταλάβεις γιατί τα καινούρια superbike είναι ταχύτερα και ασφαλέστερα για έναν αναβάτη με μικρή εμπειρία από οδήγηση σε πίστα.

Αν ακόμα δεν έχεις πειστεί, τότε κατέβα από τη σέλα του ZX-10R και αμέσως μετά ανέβα στου ZX-6R 636. Το αναβαθμισμένο για το 2019 supersport μοντέλο της Kawasaki έχει στα χαρτιά περίπου τα ίδια ηλεκτρονικά με τη μεγάλη της αδερφή. Έχει ρυθμιζόμενο Traction Control, έχει ABS φυσικά και έχει και Quick Shifter. Η διαφορά είναι στη λέξη “περίπου”. Το quick-shifter είναι μόνο για τα ανεβάσματα, κόβοντας απλώς το ρεύμα χωρίς να επεμβαίνει στον ψεκασμό. Το ABS δεν είναι cornering και οι δαγκάνες είναι Nissin και όχι monoblock M50 της Brembo. Φυσικά η κεντρική μονάδα δεν έχει αισθητήρες G-Force όπως η IMU της ZX-10R, οπότε το traction control επεμβαίνει βάσει του εγκατεστημένου λογισμικού και δεν παίρνει real-time δεδομένα. Ουσιαστικά έχει τα ηλεκτρονικά που είχε η ZX-10R το 2010.

Βγάλε τώρα 50 άλογα από τον κινητήρα και μάλλον θα έχεις καταλάβει γιατί με το ZX-6R θα πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο για να πας γρήγορα στην πίστα.

Όταν όμως το κάνεις, τότε θα θυμηθείς γιατί γουστάρεις να οδηγάς τα supersport 600.

Γουστάρεις να τα οδηγάς γιατί… πραγματικά τα οδηγάς ΕΣΥ και δεν είσαι ΕΠΙΒΑΤΗΣ όπως με τα 1000. Τα στύβεις, τους πίνεις το αίμα, ορμάς στις εισόδους των στροφών και ελέγχεις την πορεία σου μέσα στη στροφή με το γκάζι. Στις ευθείες δεν κρατιέσαι απλώς από το τιμόνι προσπαθώντας να μείνεις πάνω στη σέλα όπως κάνεις με τα 1000. Με το ZX-6R σκύβεις, ψάχνεις για την μικρότερη δυνατή αεροδυναμική αντίσταση και κοιτάς το στροφόμετρο για να ανεβάσεις ταχύτητα την σωστή στιγμή.

Φρενάρεις όσο πιο αργά μπορείς και στα κατεβάσματα ρυθμίζεις με το γκάζι τις στροφές του κινητήρα ελέγχοντας το ντριφτ του πίσω τροχού που ελαφρώνει. Αν φρενάρεις παραπάνω απ’ όσο πρέπει ή κατεβάσεις μία λιγότερη ή μία περισσότερη ταχύτητα θα κολλήσεις μέσα στη στροφή. Ο κινητήρας έχει δύναμη από τις 8.000 στροφές και πάνω. Αυτόν τον αριθμό ακριβώς θα πρέπει να δείχνει η βελόνα του στροφόμετρου όταν μπαίνεις στη στροφή. Με λιγότερες στροφές δεν θα μπορέσεις να βγεις δυνατά στην έξοδο.

Μόλις όμως τα κάνεις σωστά όλα αυτά, το ZX-6R θα σου δώσει τέτοια ικανοποίηση και χαρά, που κανένα μεγάλο Superbike 1000 δεν μπορεί να κάνει. Λυσσάς, ιδρώνεις και γουστάρεις. Διαλέγεις γραμμές, σκέφτεσαι την επόμενη κίνηση, καταστρώνεις σχέδια δράσης για να προσπεράσεις. Νοιώθεις αυτή τη μοναδική ικανοποίηση πως εσύ ελέγχεις πλήρως την κατάσταση. Ο κινητήρας ουρλιάζει στον κόφτη διαρκώς, του πίνεις το αίμα!

Για να μην παρεξηγηθούμε όμως, να είμαστε σαφείς: Το ZX-6R γυρνούσε διαολεμένα γρήγορα στην πίστα της Jerez. Είναι πραγματικά πολύ γρήγορη μοτοσυκλέτα και μόνο στην πίσω μεγάλη ευθεία τα superbike είχαν πιθανότητες να το προσπεράσουν. Αν δεν σε έφταναν εκεί, τότε τους χαιρετούσες και δεν σε ξαναέβλεπαν μπροστά τους. Κι όσο περνούσαν οι γύροι, τόσο αυξανόταν η διαφορά, καθώς με τα 1000 μόνο οι πολύ γυμνασμένοι μπορούσαν να κρατήσουν σταθερό γυρολόγιο. Όλα αυτά ως εδώ εμπίπτουν στην πλειοψηφία των αναβατών. Το πρόβλημα με εμάς -τους Έλληνες- είναι πως όλοι μας θεωρούμε τον εαυτό μας εκτός πλειοψηφίας. Ένας αγωνιζόμενος θα έκανε ελικοπτεράκι το 600άρι βουτώντας με το 1000άρι παντού και πάντα με ορμή και αίμα στα μάτια. Ακόμη και στους αγωνιζόμενους βέβαια, αυτοί είναι ελάχιστοι, ας μην μείνουμε λοιπόν σε όσα ισχύουν για τους ελάχιστους! Όσα λέμε ισχύουν για γρήγορους αναβάτες στην πίστα, και είναι ήδη μειοψηφικό το πακέτο αυτό. Με το ZX-6R δεν χρειάζεσαι μπράτσα, αλλά εμπειρία, πάθος και μυαλό. Γι΄αυτό και είναι μια μοτοσυκλέτα που θα ευχαριστηθούν περισσότερο οι αναβάτες μεγαλύτερης ηλικίας. Όσοι δηλαδή έχουν χορτάσει από το ωμό γκάζι των superbike και ζητούν την απόλαυση της οδήγησης στην πίστα. Όταν απολαμβάνεις την οδήγηση του ZX-6R, ενώ μόλις πριν λίγα λεπτά έχεις οδηγήσει την αφρόκρεμα των superbike του 2019 σε μια από τις καλύτερες πίστες των MotoGP, νομίζουμε πως αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορείς να κάνεις για ένα supersport 600 σήμερα.

Στην ολότελα τεχνική, κρυμμένη και σκονισμένη πίστα στο Castelloli της Βαρκελώνης, οι συσχετισμοί ήταν διαφορετικοί, κι αυτό γιατί το 636 ήταν το γρηγορότερο που υπήρχε εκεί! Να δημιουργήσουμε καταρχήν την εικόνα, γιατί έτσι πολλά πράγματα θα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα. Η πίστα αυτή έχει φτιαχτεί εξ αρχής ως πεδίο δοκιμών για τις εταιρίες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών και όχι για αγώνες. Μπορεί να γίνονται track days, μπορεί να διοργανώνονται και κάποιοι γύροι τοπικών πρωταθλημάτων –η Ισπανία είναι παράδεισος του μηχανοκίνητου αθλητισμού- αλλά ο σκοπός της δημιουργίας της ήταν να γίνει ένα πεδίο δοκιμών και το έχει καταφέρει απόλυτα, αποτελώντας μία εξαιρετικά επικερδή επιχείρηση. Αυτό είναι κι ένα έμμεσο μήνυμα σε όποιον ονειρεύεται πίστες F1 και λοιπά στην Ελλάδα. Η Ισπανία έχει καμιά 60αριά πίστες και «πιστούλες» όχι μία για όλες τις δουλειές. Στην συγκεκριμένη, που έχει χωθεί μέσα στις κορυφές και διαθέτει και γέφυρα περνώντας πάνω από τον εαυτό της, έχουν τοποθετήσει ένα εξελιγμένο σύστημα κεραιών με την τηλεμετρία να μην χάνεται ούτε σε ένα χιλιοστό της πίστας με την εντονότατη μορφολογία εδάφους και ταυτόχρονα ένα απίστευτα ταχύ δίκτυο που υποστηρίζεται και με δορυφορική σύνδεση. Έτσι, όταν η BMW κλείνει μερικές εβδομάδες δοκιμών τον χρόνο στην πίστα πληρώνοντας ένα σεβαστό ποσό σε ετήσια βάση, επωφελείται από το πρόσθετο γεγονός πως τα δεδομένα φτάνουν σε πραγματικό χρόνο απευθείας στην Γερμανία. Μάλιστα, τόσο απλά και φοβερά.

Στην πίστα αυτή η Dunlop παρουσίασε το νέο Sportsmart MK3 σε μία γενναία απόφαση καθώς αυτή την εποχή δεν μαστίζεται από σκόνη και γύρη από το παρακείμενο δάσος. Γύρη σε ποσότητες που την σηκώνεις με το φτυάρι όμως, ένα πρόβλημα τόσο σοβαρό που είχαν τοποθετήσει πριν τις πινακίδες για τα φρένα, μεγάλα μπλοκ από ντυμένες σε πανί αχυρόμπαλες για να καταφέρουν να κρατήσουν την σκόνη μακριά. Έτσι και πατούσες εκτός γραμμής φλερτάριζες με το γλίστρημα, ενώ και η γραμμή δεν ήταν κάτι σταθερό και απόλυτο στην διάρκεια των γύρων. Να προσθέσουμε τώρα τα έντονα σαμαράκια στην είσοδο, και με το επίθετο «έντονα» εννοούμε πως εξαιτίας τους οδηγούσαν μέχρι και σε αύξηση πίεσης 0,6bar στα ελαστικά, που είναι σημαντικό νούμερο για τέτοια επίδραση, αλλά θα τα εξηγήσουμε αυτά στην δοκιμή των ελαστικών.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ιδανικό για άμεσα συμπεράσματα σε ελαστικά και σπαστικό αν δοκιμάζεις μοτοσυκλέτες, το 636 κατάφερε να είναι ένα εξαιρετικό παιχνίδι που σου επέτρεπε να διασκεδάσεις μαζί του και να αισθανθείς τεράστια εμπιστοσύνη αψηφώντας σκόνες, σαμαράκια κι άλλους δημοσιογράφους που έφευγαν ευθεία, μιας κι αυτό συνέβη μερικές φορές. Μελλοντικά στο τεύχος θα αναλύσουμε πλήρως τι συμβαίνει με αναρτήσεις, κυρίως την πίσω που θέλει περισσότερο ψάξιμο, κι ας μείνουμε τώρα στο πόσο φιλική είναι αυτή η μοτοσυκλέτα μόλις φεύγεις από τον παράδεισο της Jerez και μπαίνεις μαζί της σε καταστάσεις που θυμίζουν περισσότερο την χώρα μας. Σαμαράκια και σκόνες, πάνω στις οποίες το εμπρός φρένο αρχίζει και χάνει στα μάτια σου –και στο χέρι σου- αλλά όχι σε σημείο που να γίνεται πρόβλημα. Η θέση οδήγησης παραμένει καλά μελετημένη και εδώ στις νέες συνθήκες, ενώ βολεύεσαι είτε είσαι Pedrosa, είτε Rossi –για το ύψος πάντα μιλάμε, κάθε άλλος συσχετισμός ανήκει στα πλαίσια νοσηρής φαντασίας.

Η απόκριση του γκαζιού είναι άμεση και η γκαζιέρα δουλεύει σωστά και προοδευτικά, ενώ το σαφές κιβώτιο δεν σου κάνει την χάρη στα κατεβάσματα, ακόμη κι αν προσπαθήσεις να του κάνεις «μπλιπ» όπως λένε χαρακτηριστικά οι Αμερικανοί που χαίρονται καιρό την νέα αυτή έκδοση του 636 που στην χώρα τους πήγε πριν από την Ευρώπη. Με λίγο γκάζι και παίξιμο στην γκαζιέρα και πάλι τα κατεβάσματα –καρφωτά- είναι ένα ζήτημα, ενώ το quick shifter είναι «απλώς ΟΚ» στα ανεβάσματα για χρήση σε track days κτλ, όχι σε κάτι περισσότερο από αυτό.

Το κυνήγι που έριχνες παλιότερα στα 600άρια για να πας γρήγορα, απαιτώντας την διατήρηση της ορμής και της έντονης σωματικής καταπόνησης, όπως εξηγούμε παραπάνω, έχουν έρθει τα ηλεκτρονικά να το αλλάξουν. Τώρα μπορείς να στρίψεις αδιανόητα γρήγορα με τα 1000άρια και αν δεν είσαι εξαιρετικά γυμνασμένος δεν τα εκμεταλλεύεσαι και στο έπακρο. Με το 636 κυριαρχείς στο παιχνίδι, γιατί η οδήγηση στην πίστα πρέπει να είναι στο τέλος της ημέρας ένα παιχνίδι, ούτε να αισθάνεσαι πως έχεις ριψοκινδυνέψει, ούτε να σε έχει κουράσει η υπερβολή.

Θα επανέλθουμε με αναλυτική, επί μέρους, ανάλυση του 636!

 

Ετικέτες

Δοκιμή στην Ελλάδα: MV Agusta Magni Filorosso

Κάνει ακριβώς αυτό που υπόσχεται
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

15/10/2018

Το μεγαλύτερο πρόβλημα με τις neoretro μοτοσυκλέτες είναι ότι αδυνατούν να μετουσιώσουν την μηχανική αίσθηση που είχαν τα πρωτότυπα από τα οποία άντλησαν οι σχεδιαστές τους την ιδέα για να τις κατασκευάσουν. Αισθητικά πετυχαίνουν τον στόχο τους και σου ξυπνούν αναμνήσεις από το ανέμελο παρελθόν, όμως από την στιγμή που θα πατήσεις το κουμπί της μίζας και ξεκινήσεις, σε προσγειώνουν απότομα στο παρόν, με την αποστειρωμένη λειτουργία των σύγχρονων κινητήρων τους. Πανέμορφες, γρήγορες, ασφαλείς και χίλιες φορές πιο αξιόπιστες από τις παλιές μοτοσυκλέτες, αλλά ταυτόχρονα άψυχες και… ξενέρωτες. Μέχρι που θα έρθει η στιγμή να καβαλήσεις την Magni Filorosso και θα ψάχνεις να βρεις δανεικά να την αγοράσεις, παρά το γεγονός ότι απέχει εκατομμύρια έτη φωτός από τον χαρακτηρισμό “καλή” σε οποιονδήποτε τομέα μπορείς να σκεφτείς!

Κοστίζει περίπου 35.000 ευρώ στις περισσότερες χώρες τις Ευρώπης ή 32.000 δολάρια χωρίς φόρους για όσους έχουν τα λεφτά τους σε τράπεζες των Νήσων Κάιμαν. 

Από αυτά τα χρήματα, τα 30.000 τα δίνεις για τον ήχο που ακούς όταν την οδηγάς και τα υπόλοιπα 5000 για να έχεις την πιο Bad Ass σε εμφάνιση μοτοσυκλέτα στα πιτς της πίστας. Οποιασδήποτε πίστας! Την συγκεκριμένη Magni Filorosso την οδηγήσαμε στην πίστα των Μεγάρων κατά την διάρκεια του Legends Track Day.

 Πρόκειται για την πρώτη φορά στον κόσμο που ένας δημοσιογράφος οδηγάει μια Magni Filorosso παραγωγής και όχι το πρωτότυπο που είχε δοκιμάσει ο συνεργάτης μας Alan Cathcart πριν δύο χρόνια.

 

Η μοτοσυκλέτα ανήκει σε έναν γερμανό συλλέκτη που συμμετείχε στο Legends Track Day και είχε την ευγενή καλοσύνη να μας την παραχωρήσει, παρά το γεγονός ότι μας γνώριζε μόλις 35 δευτερόλεπτα (τρελός για δέσιμο δηλαδή…).

Σε σχέση με το πρωτότυπο που έχουν οδηγήσει οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι στον υπόλοιπο κόσμο, η Magni Filorosso παραγωγής έχει 5,1cm πιο μακρύ ψαλίδι! Η διαφορά είναι τεράστια σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη της, ο οποίος ξέρει πολύ καλά τί λέει, καθώς ήταν από τους πρώτους που παρήγγειλε μια Filorosso και η οικογένεια Magni του την παρέδωσε σε μια πίστα της Ιταλίας, όπου οδήγησε ταυτόχρονα και μια βελτιωμένη πρωτότυπη μοτοσυκλέτα.

Εκείνη η βελτιωμένη πρωτότυπη μοτοσυκλέτα είχε αυτό το μακρύτερο ψαλίδι σε σχέση με την πρωτότυπη που είχαν οδηγήσει οι ξένοι δημοσιογράφοι και η οικογένεια των Magni την είχε φέρει εκεί για να την οδηγήσουν οι πρώτοι ιδιοκτήτες και να αποφασίσουν αν ήθελαν το κοντό ή το μακρύ ψαλίδι. Καθώς όλοι προτίμησαν το μακρύ ψαλίδι, τους επόμενους μήνες βρήκαν στην εξώπορτα του σπιτιού τους ένα κουτί με αυτό το επιμηκυμένο ψαλίδι. Βέβαια όταν πήγαν να το βάλουν στη μοτοσυκλέτα τους ανακάλυψαν ότι χρειαζόταν να αλλάξουν και τα αμορτισέρ, καθώς τα 51mm είναι τεράστια διαφορά. Πέρα από το ψαλίδι, η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα έχει και ορισμένα custom made εξαρτήματα που δεν υπάρχουν σε άλλη Filorosso. Το ένα από αυτά είναι φυσικά το λευκό αναλογικό στροφόμετρο, αντί για τα ψηφιακά LCD όργανα του MV Agusta Brutale 800 που έχουν όλες οι άλλες.

Βέβαια η Magni έχει βγάλει την ακόμα πιο περιορισμένη έκδοση Filorosso Black που έχει ένα αντίστοιχο αναλογικό στροφόμετρο. Ο Michel έχει κρατήσει το ψηφιακό όργανο, διότι είναι απαραίτητο όταν κάνεις service στον κινητήρα για την διάγνωση πιθανών βλαβών και την ρύθμιση του ψεκασμού. Τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά του Brutale 800 έχουν καταργηθεί από την Magni και δεν υπάρχει ούτε ABS, ούτε Traction Control, ούτε δούλευε το quick-shifter Up/Down. Για όλα αυτά πρέπει να φροντίζει ο αναβάτης, όπως τις παλιές “καλές” εποχές…

Η δεύτερη μοναδικότητα της συγκεκριμένης μοτοσυκλέτας είναι οι πλάκες του πιρουνιού, που είναι κατασκευασμένες από μαγνήσιο και όχι από αλουμίνιο.    

Από το ίδιο υλικό είναι και οι ζάντες, που σχεδιαστικά θυμίζουν τις χρυσές Campagnolo που χρησιμοποιούσαν όλες σχεδόν οι ιταλικές εργοστασιακές αγωνιστικές μοτοσυκλέτες εκείνες τις ένδοξες εποχές του ’60 και του ‘70.

Η διάμετρό τους είναι 18 ιντσών εμπρός και πίσω, ενώ το πλάτος των ελαστικών που φιλοξενούν είναι 110 εμπρός και 160 πίσω. Είναι δηλαδή 10mm πιο στενό εμπρός από μια MV Agusta F3 και 20mm πίσω. Στο συμβατικό πιρούνι 43mm της Forcella Italia βρίσκονται δύο δίσκοι 320mm και τετραπίστονες δαγκάνες της Brembo από Ducati 916.

Όλα αυτά έχουν σημασία όσο κάθεσαι και κοιτάς την Filorosso σε φωτογραφίες ή παρκαρισμένη στα πιτς. Διότι αν την καβαλήσεις και μπεις στην πίστα, ανακαλύπτεις τον… πολλαπλό οργασμό!

Τίποτα δεν συγκρίνεται πάνω σε αυτή την γη με τον ήχο που κάνουν τα τρία γυμνά σώματα του ψεκασμού κάτω από το ρεζερβουάρ. Τίποτα απολύτως! Μια Formula 1 με V12 κινητήρα της δεκαετίας του ’60 ίσως πλησιάζει κάπως την στεγνή, ξερή στριγκλιά της της Filorosso, αλλά δεν την ξεπερνά.

Κι εκεί που λες ότι αξίζει τα 35.000 ευρώ μόνο γι΄αυτόν τον ήχο, έρχεται η πρώτη στροφή και μένεις… χαζός! Ώπα, φίλε τι΄ναι τούτο; Δίχρονο;

Η θέση οδήγησης μιμείται τις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες του 1960 και συνολικά είναι για τα πανηγύρια. Ακόμα και εγώ που είμαι 1,70 (με χοντρή σόλα στα παπούτσια…) είχα σφηνώσει μέσα στη σέλα με την κόκκινη alcantara και ήταν αδύνατον να κάνω την παραμικρή κίνηση με το σώμα. Τα κλιπ-ον είναι τόσο κλειστά, που είναι αδύνατον να στρίψεις το τιμόνι έστω και μία μοίρα δεξιά-αριστερά χωρίς να ακουμπήσεις το ρεζερβουάρ! Κι όμως, η Filorosso έμπαινε στις στροφές των Μεγάρων όπως θα έκανε ένα δίχρονο 250. Αλλάζει κατεύθυνση με το βλέμμα. Ούτε καν χρειάζεται να γύρεις το κεφάλι προς το εσωτερικό της στροφής! Κάπως έτσι τελειώνεις με την κάθε στροφή της πίστας και βγαίνεις στην ευθεία για να ξανακούσεις αυτά τα οπιούχα ηχητικά εφέ του ψεκασμού και των τριών μαύρων μεγαφώνων που έχει για εξάτμιση.

Όποιος έχει 35.000 ευρώ για να αγοράσει μια μοτοσυκλέτα με μοναδικό σκοπό την ψυχοσωματική του ηδονή, η Filorosso είναι ακριβώς αυτό που ψάχνει. 

 

ΥΓ

Κι όσοι αναρωτηθούν γιατί η Filorosso έχει φτερά στο φαίρινγκ της σαν εκείνα των καινούριων MotoGP, ας ρίξουν μια ματιά στην φωτογραφία που ακολουθεί…

Thanks for the Money Can not Buy Experience that you gave me