Dunlop Roadsmart IV: Το δοκιμάζουμε σε όλες τις συνθήκες

Η νέα γενιά Roadsmart εξισώνει τις συνθήκες του δρόμου

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

21/4/2022

Συνομιλώντας κατά καιρούς με τα στελέχη των μεγαλύτερων κατασκευαστών ελαστικών, έχω καταγράψει ορισμένους κοινούς προβληματισμούς που παραδέχονται όλοι τους πως ισχύουν στον ίδιο βαθμό, κι ένας από αυτούς είναι πως τα ελαστικά που προορίζονται για καθημερινή χρήση δρόμου, έχουν στην πράξη τόσες απαιτήσεις που ο σχεδιασμό και η εξέλιξή καταλήγει δυσκολότερο έργο από την εξέλιξη ενός αγωνιστικού ελαστικού. Διότι το τελευταίο καλείται να κάνει ένα πράγμα, τα ελαστικά αυτής της κατηγορίας πρέπει να είναι σπορ με αξιώσεις, αλλά να έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής, καλή απόδοση στο βρεγμένο, να ζεσταίνονται γρήγορα αλλά να μην υπερθεμαίνονται εύκολα, να απορροφούν ανωμαλίες του δρόμου χωρίς όμως κινητικότητα πέλματος και να αντέχουν και στο φόρτωμα και τέλος, εκείνο που παραβλέπουν όλοι, να διατηρούν αυτά τα χαρακτηριστικά σε αρκετές διαφορετικές διαστάσεις!

Υψηλόβαθμο στέλεχος της Dunlop στην Ευρώπη εξηγούσε στο ΜΟΤΟ, κατά την παρουσίαση του νέου ελαστικού που έχετε ήδη διαβάσει στο τεύχος 629, πως το Roadsmart IV είναι ο κοινός τόπος επαφής της εταιρείας με εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες, που σημαίνει πως η ανάπτυξή του έχει μεγαλύτερη σημασία από τα αγωνιστικά ελαστικά των Moto2 και Moto3 στα MotoGP που τα τελευταία χρόνια η Dunlop είναι αποκλειστικός προμηθευτής.

Η αναφορά δεν ήταν τυχαία, καθώς το Roadsmart IV επωφελείται από την τεράστια αγωνιστική πορεία της Dunlop με τρόπο πολύ άμεσο και πρακτικό και όχι θεωρητικό. Οι αγώνες αποτελούν τον τόπο της εξέλιξης του είδους, χωρίς αυτούς η εξέλιξη όχι μόνο είναι αργή αλλά μπορεί να οδηγηθεί και σε λάθους δρόμους. Μπορείς να πεις πως όλα τα ελαστικά δρόμου κάθε εταιρείας επωφελούνται από την αγωνιστική της πορεία με βάση την εμπειρία που έχει αποκτηθεί, όμως εδώ μιλάμε για κάτι τελείως πρακτικό και όχι θεωρητικό: Πρόσφατα το τμήμα αγωνιστικών ελαστικών της Dunlop, αυτό που κατασκευάζει τα ελαστικά της Moto2 και της Moto3, μετακόμισε από το Birmingham της Αγγλίας όπου βρισκόταν επί δεκαετίας, στο βασικό εργοστάσιο της Dunlop στην Γαλλία, εκεί που κατασκευάζονται και τα Roadsmart IV. Η μεταφορά αυτή προίκισε τις γραμμές παραγωγής των ελαστικών δρόμου με ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες εργαλειομηχανές βουλκανισμού και επέτρεψε στην Dunlop να χρησιμοποιήσει ορισμένες τεχνικές κατασκευής που μέχρι στιγμής υπήρχαν μόνο στους αγώνες και στα αγωνιστικά ελαστικά που μπορούσαν να καλύψουν το υψηλότερο κόστος παραγωγής. Η ενοποίηση αυτή όμως, έδωσε πρόσβαση σε εργαλεία που μέχρι πριν δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η ανάπτυξή τους χωρίς να αυξηθεί και το κόστος, κι έτσι από την απλή μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειρίας που γινόταν μέχρι πριν άμεσα και απρόσκοπτα στην κοινωνία της πληροφορίας που ζούμε, πλέον άνοιξε ο δρόμος και για την φυσική χρήση του εξοπλισμού!

Κι έτσι το Roadsmart IV γίνεται πλέον το πρώτο ελαστικό της κατηγορίας που κάνει χρήση της τεχνολογίας Jointless Tread. Η ονομασία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τοποθετείται η γόμα πάνω στον σκελετό. Όπως ακριβώς και με την Jointless Belt τεχνολογία για την κατασκευή του σκελετού που είτε με αυτή την ονομασία είτε με διαφορετική, όλοι οι μεγάλοι κατασκευαστές χρησιμοποιούν, αντίστοιχα και με την Jointless Tread η εξωτερική γόμα απλώνεται σε λωρίδες σε μορφή μαστίχης τυλιγμένη πάνω στον σκελετό και γίνεται ένα σώμα κατά την διαδικασία του βουλκανισμού στην νέα εργαλειομηχανή που μέχρι πριν είχαν πρόσβαση μονάχα τα αγωνιστικά ελαστικά. Μέχρι τώρα η γόμα των ελαστικών αυτής της κατηγορίας ήταν ένα φύλλο που τύλιγε τον σκελετό και επικολλιούνταν επάνω του και ο βουλκανισμός, μεταξύ άλλων, εξαφάνιζε και το σημείο της ένωσης.

Η άλλη βασική διαφορά που έχει το νέο ελαστικό με τον προκάτοχό του, είναι στην εξέλιξη της ίδιας της Jointless Belt τεχνολογίας καθώς τώρα το νήμα που αποτελεί τον σκελετό είναι ένα και ενιαίο, εφαρμόζεται απευθείας στο εσωτερικό πέλμα και περιμένει την γόμα σε μορφή μαστίχης για να επικολληθεί. Μέχρι τώρα η κατασκευή του σκελετού ξεκινούσε φτιάχνοντας μία πλακέ ζώνη από τρεις χορδές που εμποτίζονταν στο ίδιο μίγμα της γόμας, κι έπειτα αυτή η ζώνη τυλιγόταν πάνω στο εσωτερικό πέλμα με την Jointless Belt τεχνολογία. Ο εμποτισμός σε γόμα και η δημιουργία ζώνης ήταν ο μόνος τρόπος συγκόλλησης όλων των διαφορετικών στρωμάτων πριν ξεκινήσει ο βουλκανισμός. Τώρα μπορεί και αυτή η διαδικασία να αλλάξει κι έτσι ένα ενιαίο νήμα, χωρίς κάποιον εμποτισμό, τυλίγεται πάνω στο εσωτερικό πλέγμα και απευθείας εφαρμόζεται το μίγμα της γόμας με Jointless Tread τρόπο. Το βασικό κέρδος αυτής της αλλαγής είναι το μικρότερο βάρος του ελαστικού και η καλύτερη απαγωγή θερμότητας, καθώς ο σκελετός παίζει τον μεγαλύτερη ρόλο στην διατήρηση θερμότητας του ελαστικού και πλέον είναι σε αμεσότερη επαφή με το εσωτερικό πλέγμα και την εξωτερική γόμα.

Φυσικά, η κυριότερη αλλαγή που αντιλαμβάνεται κανείς κοιτώντας το ελαστικό δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω, αλλά η νέα χάραξη. Στο προηγούμενο μοντέλο που θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό να παράγεται αλλά σε νέα τιμή αποτελώντας μία πιο προσιτή λύση, η Dunlop είχε εφαρμόσει μία τεχνική σχεδιασμού που την αποκαλεί «νησίδες» καθώς τα αυλάκια είναι χωρισμένα σε ομάδες που καλύπτουν το ελαστικό αφήνοντας κενά αχάρακτης γόμας ανάμεσά τους. Αφήνει πίσω της την τεχνική των ομάδων αυλακιών, των «νησίδων» και φτιάχνει τώρα μία νέα χάραξη παρόλο που ο τρόπος αυτός αποδείχτηκε αποτελεσματικός στο Roadsmart III. Βάζοντας όμως στόχο να αναβαθμίσει την απόδοση στο βρεγμένο και ταυτόχρονα την σπορ συμπεριφορά, χρειάστηκε κάτι νέο καθώς αποδείχτηκε πως οι νησίδες προσέδιδαν κινητικότητα πέλματος σε ακραία σπορ, ρυθμό οδήγησης. Παράλληλα τα νέα αυλάκια βελτιώνουν την διάρκεια ζωής, κάτι που αυτή την στιγμή αποτελεί δήλωση της Dunlop χωρίς να επαληθεύεται από εμάς, από την στιγμή που δεν έχουμε γράψει χιλιάδες χιλιόμετρα με τα νέα Roadsmart IV.

Εκείνο που με βεβαιότητα επαληθεύτηκε, ήταν τα δυναμικά χαρακτηριστικά του σε μία αρχική διαδρομή τριακοσίων χιλιομέτρων χωρίς στάσεις, πριν μπούμε μαζί τους στην ιδιωτική πίστα δοκιμών της Dunlop. Εκτός από μία κανονική πίστα με έντονες υψομετρικές διακυμάνσεις στην μορφολογία της, η Goodyear, στην ομπρέλα της οποίας είναι και η Dunlop, διαθέτει και μία σειρά εξεζητημένων πεδίων δοκιμών για δοκιμές στο βρεγμένο και για δοκιμές ελιγμών και ευελιξίας. Η πίστα εξομοίωσης βροχής γεμίζει νερό και μάλιστα δημιουργεί και αυλάκια με περισσότερη ροή ώστε να έρχεται πολύ κοντά σε συνθήκες καταιγίδας σε δημόσιο δρόμο και την περνάς μονάχα με αδιάβροχα καθώς είναι σαν να βρέχει εκεί μέρα από τους πίδακες που δημιουργούν τα ελαστικά, τόσο πολύ νερό που υπάρχει στην επιφάνειά της.

Είναι ένας εξεζητημένος μηχανισμός που διακινεί τεράστιες ποσότητες νερού αλλά σε απόλυτο σεβασμό του περιβάλλοντος. Η πίστα είναι κατασκευασμένη σε πλαγιά και δεν χρησιμοποιεί μπεκ για την κατάβρεξή της αλλά διατρέχεται από την αριστερή της μεριά από υπόγειο αυλάκι που στην ουσία είναι η υπερχείλιση διαφορετικών, συγκοινωνούντων δεξαμενών. Το νερό που ξεχειλίζει και διατρέχει την πίστα, συλλέγεται από υπόγεια υδρορροή που διατρέχει την πίστα από την δεξιά της μεριά κι αφότου φιλτραριστεί, επαναπροωθείται στις δεξαμενές. Το αποτέλεσμα είναι μία πίστα που μόνιμα την διατρέχει το νερό με ακανόνιστα σημεία όπου έχει περισσότερη ή λιγότερη ροή, ανάλογα με την υπερχείλιση. Είναι ένα εξαιρετικό πεδίο δοκιμών για να δεις την απόδοση σε βρεγμένο οδόστρωμα σε συνθήκες που μόνιμα προσομοιάζουν μία καταρρακτώδη βροχή.

Η αρχή βέβαια της ημέρας έγινε κυνηγώντας τον Peter Hickman μαζί με έναν Αυστριακό και δύο Γερμανούς συναδέλφους, σχηματίζοντας ένα ξεχωριστό γκρουπ πέντε αναβατών και δύο πλοηγών που πήραν οδηγίες από το μεγάλο αφεντικό της Dunlop για ακραία σπορ οδήγηση όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν, «και μην τολμήσουν να πουν πως βαρέθηκαν». Το αποτέλεσμα ήταν να κάνει λόγο ο Peter Hickman, συνέντευξη του οποίου θα διαβάσετε σύντομα στο ΜΟΤΟ, για οδήγηση που ξεφεύγει από τα δικά του πρότυπα για ελαστικά δρόμου και αγνώστους συνοδοιπόρους, κι ας μην πλησιάσαμε ούτε στο ελάχιστο μία ημέρα του στο Isle of Man. Ήταν όμως η πλέον γρήγορη οδήγηση που επέτρεπε ο δρόμος και οι συνθήκες, με στάσεις μονάχα για να αλλάξουμε μοτοσυκλέτες, δοκιμάζοντας τα νέα ελαστικά από Suzuki GSX-S 1000GT, μέχρι Honda NT1000!

Η καλή η ημέρα φάνηκε από την πρώτη κιόλας στροφή, όταν ο πλοηγός χρειάστηκε να βγάλει το πόδι από τα μαρσπιέ του Versys 1000 που είχαν διπλώσει ξύνοντας την άσφαλτο με όλο τους πλέον το μήκος και όχι μονάχα τον αποστάστη. Βασικό μέλημα της Dunlop είναι να σχεδιάζει τα ελαστικά έτσι ώστε το πίσω να χάνει πρώτο την πρόσφυση, δίνοντάς σου χρόνο αντίδρασης. Πρόκειται για μία φιλοσοφία σχεδιασμού που ξεκινά από την γεωμετρία του ελαστικού αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί και φυσικά ο λόγος είναι για σταθερή πρόσφυση του δρόμου και όχι για τις στιγμές που το εμπρός ελαστικό θα περάσει πρώτο από σημείο μειωμένης πρόσφυσης. Οπότε όταν πατήσεις χαλίκια ή βρεγμένο κομμάτι του δρόμου χάνοντας στιγμιαία πρόσφυση εμπρός, βασίζεσαι να σε ακολουθήσει το ελαστικό στην γρήγορη αντίδραση και να ανακτήσει άμεσα όπως φυσικά και υπήρξε τέτοια περίπτωση και μάλιστα σε ένα από τα ταχύτερα κομμάτια της διαδρομής, εκεί όπου συμβαίνουν αυτές οι περιπτώσεις.

Κρατώντας βαθιά τα φρένα μέσα στις στροφές για να διατηρηθεί ο υψηλός ρυθμός οδήγησης που επιβάλλει ο πλοηγός και με τον Peter Hickman να ακολουθεί, δίχως να αφήνει περιθώριο, η εμπιστοσύνη στο Roadsmart IV χτίζεται πολύ γρήγορα κι ανεβαίνει πολλούς ορόφους. Το ελαστικό διατηρεί την κατευθυντικότητά του και τα περιθώριά του βρίσκονται πολύ ψηλά, όπως διαπιστώσαμε αμέσως μετά στην πίστα αυτή την φορά με πλοηγό τώρα τον Hickman. Δίχως πλέον περιορισμούς και στην ασφάλεια που προσφέρει η ιδιαίτερη και άκρως τεχνική ιδιωτική πίστα της Goodyear-Dunlop και κρατώντας τις ίδιες street μοτοσυκλέτες, το Roadsmart IV μας αποκαλύπτεται πλήρως. Υψηλός βαθμός κλίσης που έρχεται αβίαστα και δεν προκύπτει από υπερ-προσπάθεια, ακριβώς το αντίθετο. Εμπιστοσύνη στο εμπρός ελαστικό που έχει ομοιογένεια στην συμπεριφορά του σε όλες τις μοίρες που συναντά την άσφαλτο και ταχύτητα προσαρμογής στις αλλαγές κλίσης σε ρυθμό που ξεφεύγει από την σπορ οδήγηση στον δρόμο, είναι το συμπέρασμα μετά από αρκετούς γύρους στην πίστα, φανερώνοντας τα υψηλά όρια που έχει το Roadsmart IV.

Στην πίστα – λίμνη, ο στόχος της Dunlop ήταν να βελτιώσει την απόδοση μεταξύ 7ο και 30ο κλίσης που θεωρεί πως είναι το μέσο εύρος κλίσης των αναβατών σε βρεγμένους δημόσιους δρόμους. Βασικό σημείο αναφοράς όμως για τους περισσότερους όταν οδηγούν σε καταρρακτώδη βροχή είναι οι 20ο κλίσης, κι εκεί το ελαστικό έχει 46 τετραγωνικά εκατοστά επαφής με την άσφαλτο, δηλαδή τρία περισσότερα από το Roadsmart III. Την έκδοση αυτή είχαμε δοκιμάσει στην ίδια ακριβώς πίστα έναντι όμως του ανταγωνισμού που βγήκε τότε καλύτερο ελαστικό και τώρα το δοκιμάζαμε έναντι της νέας του έκδοσης. Βέβαια και ο ανταγωνισμός έχει βελτιωθεί από τότε και μάλιστα αρκετά, είναι όμως χαρακτηριστικό πως το Roadsmart IV είχε βελτιωθεί αρκετά έναντι του III που τα οδηγούσαμε εναλλάξ σε ίδιο μοντέλο μοτοσυκλέτας. Να σημειωθεί πως στο παραπάνω εμβαδό ελαστικού αντιστοιχεί ποσοστό αυλακώσεων που αγγίζει το 12,6% έναντι 10,3% στο προηγούμενο μοντέλο που δεν είναι μικρή διαφορά. Ακόμη περισσότερα για το βρεγμένο αλλά και για τα δυναμικά χαρακτηριστικά του Roadsmart IV, διαβάζετε στο τεύχος #629 του ΜΟΤΟ.

Με διάφορες εκδόσεις για να προσαρμόζεται το ελαστικό σε βαρύτερες και πιο τουριστικές μοτοσυκλέτες, καθώς και πλήθος διαστάσεων το Roadsmart IV είναι ένα από τα πιο σημαντικά ελαστικά στην τεράστια γκάμα της Dunlop γιατί την φέρνει κοντά σε εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες. Ενώ οι sport-touring μοτοσυκλέτες έχουν πρακτικά εξαφανιστεί, τα sport-touring ελαστικά μονοπωλούν εδώ και χρόνια τις πωλήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο και όχι μόνο στην Ευρώπη και χρησιμοποιούνται σε καθημερινή βάση από μεγάλο εύρος των street μοτοσυκλετών. Για αυτό ακριβώς τον λόγο, η Dunlop επένδυσε αρκετά στην εξέλιξή του και του έδωσε δυναμικά στοιχεία για να είναι σύντροφος όλες τις ώρες, σε όλες τις καιρικές συνθήκες αλλά και σε κάθε ρυθμό οδήγησης.

 

Οδηγούμε Indian FTR 1200: Ήρθε με τις πάντες

Ένα αμερικάνικο Flat Track για τους ελληνικούς δρόμους
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

29/10/2019

Η Indian δεν θα έπρεπε να χρειάζεται συστάσεις, καθώς είναι από τις σημαντικότερες και πιο εμβληματικές αμερικάνικες εταιρείες μοτοσυκλετών, ενώ έως τα μέσα των 50ies ήταν ο απόλυτος αντίπαλος της Harley Davidson στην τεράστια αγορά των ΗΠΑ. Όμως από τότε έως πριν λίγα χρόνια, οι διοικητικές αστοχίες την οδήγησαν σε μια μακροχρόνια απουσία της από την αγορά. Το όνομά της έμεινε ζωντανό χάρη στη μοναδική ομορφιά της Chief με τα χαρακτηριστικής σχεδίασης art-deco φτερά-φούστες, που εμφανιζόταν τακτικότατα στα εξώφυλλα βιβλίων. Κάποια στιγμή στις αρχές του 2000, μια ομάδα επενδυτών ανέστησε το όνομα της Indian, όμως λόγω της χρήσης κινητήρων της S&S οι μοτοσυκλέτες έμοιαζαν σαν Harley Davidson που τους έχεις βάλει φτερά-φούστες και ό,τι αξεσουάρ χρωμίου βρήκες στους καταλόγους των after market κατασκευαστών. Το αποτέλεσμα ήταν φυσικά να κλείσει για άλλη μια φορά η εταιρεία και το όνομα της Indian να γίνει ξανά φάντασμα.

Όμως για καλή της τύχη, η Polaris αποφάσισε να μπει στο παιχνίδι των μοτοσυκλετών και χάρη στην τεχνογνωσία της στο σχεδιασμό κινητήρων υψηλής απόδοσης για τα οχήματα ελευθέρου χρόνου που κατασκευάζει (Snow mobile, 4X4 side by side και jet Ski κ.τ.λ.) έδωσε στην Indian την δική της σχεδιαστική οντότητα. Έτσι πέρα από τα αερόψυκτα τουριστικά θηρία, μπόρεσε να φτιάξει το σύγχρονο τεχνολογικά Scout και να διαφοροποιηθεί από την Harley Davisdon, προσφέροντας κάτι εντελώς διαφορετικό σε αισθητική και αίσθηση. Αυτός ο σύγχρονος υγρόψυκτος V2 κινητήρας της Indian είναι που της έδωσε τη δυνατότητα να ξεφύγει από την κλασική κατηγορία των cruiser και με το FTR 1200 να βρεθεί με αξιώσεις απέναντι σε κάθε μεγάλη γυμνή μοτοσυκλέτα που κατασκευάζεται από ευρωπαϊκό ή ιαπωνικό εργοστάσιο. Οι 120 ονομαστικοί ίπποι το τοποθετούν εύκολα δίπλα στα BMW R1250R, Ducati Monster 1200 σε επιδόσεις, ενώ η flat track αισθητική τραβάει κόσμο και από την neo-retro κατηγορία!

Βέβαια αυτή η μακροχρόνια απουσία της Indian από την ενεργό δράση και το γεγονός πως οι ευρωπαίοι δεν έχουν μεγάλη σχέση με τα snow mobile και τα υπόλοιπα power-toys για να γνωρίζουν το μέγεθος και τις δυνατότητες της Polaris, κάνουν την FTR 1200 να μοιάζει ως κάτι εντελώς καινούριο και άγνωστο στις αγορές της Ευρώπης.

Αυτό το διαπιστώσαμε από πρώτο χέρι κυκλοφορώντας με το FTR 1200 στους ελληνικούς δρόμους. Η μοτοσυκλέτα έχει πολύ εντυπωσιακή παρουσία και τραβάει τα βλέμματα, αλλά την ίδια στιγμή δεν είναι εύκολο για τον κόσμο να την ταυτοποιήσει και να την κατατάξει. Οπότε σε κάθε φανάρι πρέπει να απαντάς δύο φορές στην ίδια ερώτηση: Τι μάρκα είναι αυτό φίλε; - Είναι το καινούριο Indian FTR 1200 – Α, Indian, δηλαδή; ….. Ανάβει πράσινο το φανάρι και η κουβέντα μένει εκεί, μαζί με την απορία…

Όχι ότι εμείς ξέραμε από πριν τι είδους μοτοσυκλέτα είναι η FTR 1200. Ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά που καβαλάμε σύγχρονη Indian στη ζωή μας και είχαμε πολλές αναπάντητες ερωτήσεις στο μυαλό μας. Οι περισσότερες απαντήθηκαν στην πρώτη βόλτα!

Η σέλα μοιάζει υπερβολικά ψηλή όταν βρεθείς δίπλα στην FTR 1200, όμως τελικά είναι οφθαλμαπάτη! Τα πόδια σου ακουμπάνε πολύ εύκολα στο έδαφος στα φανάρια και την ίδια ώρα η άνεση είναι πάρα πολύ καλή.  

Αυτός ο κινητήρας δεν έχει καμία σχέση με οτιδήποτε αμερικάνικο έρχεται στο μυαλό σας. Ο τρόπος λειτουργίας του και κυρίως η ποιότητα λειτουργίας του θα σε ξαφνιάσουν ευχάριστα. Η εξωτερική του εμφάνιση μοιάζει πάρα πολύ με τον V2 που είχε η Aprilia στα πρώτα Mille και Tuono, όμως εδώ σταματάνε οι ομοιότητες. Η ποιότητα λειτουργίας συγκρίνεται περισσότερο με τους ιαπωνικούς V2 των Suzuki V-Strom 1000 και Honda Varadero, παρά με τους ιταλικούς V2. Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω της απόλυτης απουσίας μηχανικών θορύβων από τις κεφαλές ή τον συμπλέκτη, αλλά και την άριστη αίσθηση του λεβιέ ταχυτήτων με τις γλυκές και ήσυχες αλλαγές. Επίσης η γιγαντιαία διπλή εξάτμιση πνίγει όλους τους γνωστούς ήχους που θα μπορούσαν να κάνουν τα καυσαέρια, με αποτέλεσμα να χάνεις ακόμα και την αίσθηση για το πόσες στροφές έχει ο κινητήρας!

Η ροπή από το ρελαντί και η απόλυτα γραμμική αύξηση των στροφών, δίνουν σε αυτόν το κινητήρα μια πολυδιάστατη προσωπικότητα που επιτρέπει στην Indian να φτιάξει πολλών ειδών μοντέλα γύρω του. Ένα mega-off ήταν το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό μας…

Η μοτοσυκλέτα της δοκιμής ήταν η βασική έκδοση, οπότε δεν είχαμε τα έγχρωμα TFT όργανα, ούτε τις πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις. Αρχικά το θεωρήσαμε σφάλμα της αντιπροσωπείας να μην μας δώσει την full-extra έκδοση για να σας παρουσιάσουμε όλη την τεχνολογία της FTR 1200, όμως μετά το τεστ έχουμε αλλάξει γνώμη. Ένας λόγος είναι οι αναρτήσεις και το συνολικό στήσιμο της FTR 1200. Οι στάνταρ ρυθμίσεις δουλεύουν άψογα σε όλες τις συνθήκες και η μοτοσυκλέτα έχει ομοιογένεια. Δυστυχώς τα ελαστικά flat-track δεν αγαπούν καθόλου την ελληνική άσφαλτο και δεν επιτρέπουν στην FTR 1200 να δείξει όλο το ταλέντο της στις στροφές. Ήμαστε βέβαιοι πως με street ελαστικά η FTR 1200 θα είναι εντυπωσιακή, λόγω της σταθερότητας του πλαισίου, της εργονομίας της θέσης οδήγησης αλλά και της συμπεριφοράς των μη-ρυθμιζόμενων αναρτήσεών της. Ποτέ δεν φανταζόμασταν πως θα γράφαμε καλά λόγια για το πλαίσιο αμερικάνικης μοτοσυκλέτας, ειδικά για μια αμερικάνικη μοτοσυκλέτα που έχει φτιαχτεί από το μηδέν.

Σημασία έχει πως οι αμερικάνοι κατάφεραν να βρεθούν αμέσως στο επίπεδο των ευρωπαϊκών και ιαπωνικών εργοστασίων σε τομείς που ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά.

Ακόμα και στον τομέα της εργονομίας θα τους βάζαμε άριστα αν είχαν φροντίσει για την άνεση του συνεπιβάτη. Όχι πως με την FTR 1200 θα κάνεις μακρινά ταξίδια με δύο άτομα, όμως δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να βάλεις στη σωστή θέση τα μαρσπιέ του φιλοξενούμενου… Ακόμα κι έτσι όμως, η FTR 1200 βάζει την Indian με τις πάντες μέσα στις αγορές της Ευρώπης και μας δίνει υποσχέσεις για ακόμα πιο mainstream μοντέλα στο άμεσο μέλλον.

Αναλυτικά και με πλήρη ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας σε επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ