Οδηγούμε το Yamaha Hyper Modified TMAX Roland Sands [video]

Το Mad MAX!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

28/5/2020

Τα σκούτερ είναι πρακτικά και οι μοτοσυκλέτες είναι διασκεδαστικές. Τα μεν προσφέρουν άνετη μετακίνηση, οι δε ενθουσιασμό και συγκινήσεις. Αλλά με τον συνδυασμό αυτών των δύο πριν από ακριβώς 20 χρόνια (τον Ιούλιο του 2000), που πήρε σάρκα και οστά με την μορφή του πρώτου maxi scooter στον κόσμο, του δικύλινδρου εν σειρά ΤΜΑΧ 500, η Yamaha δημιούργησε αυτό που τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν το τέλειο πάντρεμα, αντί για έναν συμβιβασμό από τον οποίο θα έλειπαν τα καλύτερα στοιχεία από τον κάθε κόσμο. Το κείμενο είναι του συνεργάτη μας Alan Cathcart και οι φωτογραφίες του Kevin Wing. Ας σταθούμε λίγο σε αυτό:

 

Και για να μην επαναλαμβανόμαστε, σχετικά με το ποιος είναι ο "Sir" Alan Cathcart και ποιος ο ρόλος του στην Συντακτική Ομάδα του περιοδικού, μπορείτε να διαβάσετε εδώ την σχέση του με το ΜΟΤΟ, για να μαθαίνουν οι νεότεροι κυρίως αναγνώστες, ότι εμείς δεν μεταφράζουμε απλώς ξένα άρθρα…

 

Οι σχεδόν 300.000 πελάτες στην Ευρώπη (πάνω από 190.000 μονάδες μόνο για την Ιταλία) για τις εφτά γενιές του ΤΜΑΧ- η πιο πρόσφατη είναι η υφιστάμενη των 560cc που παρουσιάστηκε φέτος κι έχει όλο τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό (η έκδοση TechMAX) με νέο πλαίσιο και πλαστικά, με ηλεκτρονική διαχείριση του γκαζιού, traction control, επιλογές των riding modes και cruise control- μαρτυρούν ότι η Yamaha πέτυχε διάνα επιβεβαιώνοντας και τον τίτλο της πιο καινοτόμου εταιρείας ανάμεσα από τους τέσσερις μεγάλους Ιάπωνες κατασκευαστές. Και αφού αγνόησε επιδεικτικά τις προκλήσεις των έτερων Ιαπώνων που προσπαθούσαν να την φτάσουν, με μεγαλύτερα και βαρύτερα δικύλινδρα μοντέλα, όπως το Suzuki Burgman και το Honda Silver Wing, αλλά και τις προκλήσεις από τα πιο αδύναμα μεγάλα μονοκύλινδρα από την Ευρώπη και την Ταϊβάν, η Yamaha διατήρησε το πάνω από 60% ποσοστό της στην παγκόσμια αγορά των scooters από 300cc και πάνω. Άντεξε ακόμη και στην επίθεση που έγινε το 2012 για να τερματιστεί η κυριαρχία της από τα C600 Sport και C650 GT της BMW.

Στείλ' το στον Sands!

Πώς κάνεις όμως ένα scooter σέξι και ταυτόχρονα και πρακτικό; Διασκεδαστικό και παράλληλα χρηστικό; Η απάντηση: το στέλνεις στον Sands –δηλαδή στην Roland Sands Design/RSD που έχει έδρα στο Los Angeles, και βάζεις τον "σεφ" του customizing να εφαρμόσει την έμπνευσή του σ' αυτό. Αυτό έκανε o Product Manager της Yamaha, ο Shun Miyazawa το 2012 με ένα τελευταίας γενιάς –τότε- ΤΜΑΧ 530 και το αποτέλεσμα ήταν το ΤΜΑΧ Hyper Modified (τα λέει όλα το όνομα) του RSD. Έκανε το ντεμπούτο του τον Νοέμβριο του 2012 στην EICMA του Μιλάνου, και στη συνέχεια έκανε μια περιοδεία ανά τον κόσμο πριν επιστρέψει στο "σπίτι" του, έτοιμο για να οδηγηθεί αντί να χρησιμοποιείται ως μοτοσυκλέτα βιτρίνας. Το να φτιαχτεί πάντως, δεν είναι εύκολο.

"Πρέπει να ομολογήσει ότι αυτό το scooter ήταν ένα από τα πιο δύσκολα Projects που έχω κάνει μέχρι σήμερα", λέει ο Roland, κοιτώντας με νόημα το αποτέλεσμα της αχαλίνωτης φαντασίας του, που ήταν παρκαρισμένο μπροστά από το γραφείο του (το οποίο κοσμεί ένας κινητήρας MotoGP V5 του Roberts), στο εργαστήριο της RSD στο Los Alamitos, εκεί που έγινε και η σύλληψη της ιδέας. "Ήθελα πάση θυσία να το μεταμορφώσω σε μοτοσυκλέτα! Όλες οι σχεδιαστικές μου ευαισθησίες με οδηγούσαν να εξαλείψω τελείως το κενό ανάμεσα στη σέλα και το λαιμό, να φτιάξω ένα custom ρεζερβουάρ και να το μετατρέψω σε café racer. Είπα όμως στον εαυτό μου, ώπα αν είναι να φτιάξεις μια μοτοσυκλέτα, ας αρχίσουμε με μια μοτοσυκλέτα. Ας εκμεταλλευτούμε το τι είναι αυτό το πράγμα – είναι ένα scooter! Υπάρχει λόγος που ο κινητήρας είναι τόσο χαμηλά τοποθετημένος, που βρίσκεται κάτω από εκεί που κάθεσαι, που το ρεζερβουάρ είναι τοποθετημένο εκεί που είναι- οπότε καταλήξαμε σε ένα είδος surf racer με όρια θέση οδήγησης, με το οποίο μπορείς να πας μια βόλτα στην παραλία, αλλά και να οδηγήσεις γρήγορα στους φιδωτούς δρόμους των φαραγγιών. Είναι ένα Supermoto Scooter!"

Παρόλα αυτά, έχοντας αποφασίσει να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό, ο Sands αρχικά δυσκολεύτηκε πολύ να αποφασίσει τι ακριβώς θα ήταν αυτό. "Δεν υπήρχε τίποτε εύκολο με αυτό το project – ήταν λες και θέλαμε να πατήσουμε στον Άρη", λέει. "Δεν υπήρχαν οδηγίες, ούτε περιοδικά, ούτε σελίδες στο internet που θα μας βοηθούσαν να πάρουμε κρίσιμες σχεδιαστικές αποφάσεις –ουσιαστικά, κανείς δεν είχε κάνε μέχρι τότε κάτι τέτοιο. Δεν υπήρχε κανείς για να πάρουμε τηλέφωνο και να μας δώσει μια συμβουλή, ο οποίος να είχε φτιάξει κάτι παρόμοιο –πραγματικά δεν είχαμε τίποτε άλλο πέρα από τις ιδέες μας για να μας καθοδηγεί και να μας εμπνέει. Αυτό σημαίνει ότι ήταν ένα από τα projects στο οποίο ο καθένας μας μέσα στο συνεργείο προσπαθούσε να βάλει την δική του υπογραφή. Έτσι, είχε μια βάση για σερφ, είχε μια βάση για ποτήρι μπροστά, κρεμάσαμε ένα τρελό ψυγείο πίσω –ουσιαστικά έχουμε πολλά αξεσουάρ έτοιμα σχεδιασμένα για όταν η Yamaha το βάλει στην παραγωγή. Αν ποτέ…!"

Τελικά, πάρθηκε η απόφαση για επιστροφή του ΤΜΑΧ στις βασικές αξίες, με εξαφάνιση των πλαστικών ώστε να δημιουργηθεί ένα γυμνό Superscoot, με την μετάδοση σε κοινή θέα, αντί για να είναι κρυμμένη όπως συμβαίνει συνήθως. "Είδα μια φωτογραφία ενός γυμνού ΤΜΑΧ και ενθουσιάστηκα με αυτό που υπήρχε κάτω από τα πλαστικά, με το ξεχωριστό πλαίσιο και όλα αυτά", λέει ο Roland. "Κατασκευαστικά, το ΤΜΑΧ δείχνει πολύ ωραίο –είναι πολύ διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο, ενώ είναι και λίγο παράξενο, γεγονός που με ιντριγκάρει. Είχαμε όμως περιορισμό στον προϋπολογισμό από την Yamaha, οπότε κρατήσαμε πολλά από τα στάνταρ εξαρτήματα, όπως οι τροχοί, τα φρένα, οι αναρτήσεις και πάει λέγοντας. Πρέπει να είναι ένα από τα λίγα μηχανάκια που έχω φτιάξει κι έχω κρατήσει όλα αυτά, αν και θα μου άρεσε να φτιάξω μερικούς "τρελούς" τροχούς γι' αυτό. Οπότε η κατασκευή του είχε να κάνει κυρίως με το να πετάω πράγματα αντί να βιδών πάνω του εξαρτήματα, αλλά αφαιρέσαμε τόσο πολύ βάρος από πάνω του, τουλάχιστον 36 κιλά, που αν και ο κινητήρας είναι στην στάνταρ μορφή, μπορεί και τρέχει. Ανοίγει το γκάζι κι εκτοξεύεσαι!"

 

Εθιστικό!

Αυτό το ανακάλυψα και ο ίδιος οδηγώντας το Hyper Modified TMAX στους πρόποδες του San Gabriel βόρεια του L.A., με τον δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα και τον στρόφαλο των 180 μοιρών να απελευθερώνει μια δυνατή μουσική που αντιλαλούσε στους βράχους, χάρη στην εξάτμιση της RSD. Παρά το ότι ακόμη και με την πιο ελεύθερη "αναπνοή" χάρη στην εξάτμιση, η ισχύς δεν υπερβαίνει τα 46 άλογα που ανακοινώνει η Yamaha στην στάνταρ μορφή του, αντιλαμβάνεσαι μια αύξηση στην απόδοση λόγω του μειωμένου κατά ένα τρίτο βάρους και των πλαστικών που απομακρύνθηκαν. Το αποτέλεσμα είναι ένα εντελώς απίθανο dragster maxi-scooter, που θα σε κάνει να χαμογελάς όσο περιμένεις στα φανάρια ανυπομονώντας για την επιτάχυνση που νιώθεις όταν ανοίγεις τέρμα το γκάζι. Είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή στις εξόδους των στροφών, με την μεσαία μπάντα των στροφών του Yamaha να είναι κυριολεκτικά εκπληκτική –είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται ως κλισέ, αλλά περιγράφει ακριβώς το φαινόμενο που συμβαίνει όταν από σταθερό γκάζι περιστρέψεις τέρμα το γκριπ του Superscoot. Κι όλα αυτά γίνονται χωρίς να εμπλέκεται κάποια μανέτα συμπλέκτη ή ένας λεβιές ταχυτήτων, προκειμένου να νιώσεις την εθιστική επιτάχυνση. Απλώς ανοίγεις το γκάζι και φεύγεις! Δεν μπορώ να σας πω από ποιες στροφές ή από ποια ταχύτητα δυμβαίνει αυτό, διότι ο Roland αφαίρεσε τα ογκώδη, αλλά με πλήθος πληροφοριών, όργανα και δεν τα είχε αντικαταστήσει τότε με κάτι άλλο πιο μινιμαλιστικό. Φαίνεται όμως ότι πρακτικά συμβαίνει σε όλη την μπάντα των στροφών, μαζεύοντας μπόλικα χιλιόμετρα μέσω της CVT μετάδοσης, της οποίας τον Kevlar ιμάντα μπορείς να τον ακούσεις να ζορίζεται όταν κλείνεις το γκάζι  για να μπεις σε μια στροφή, κάτι που δεν γινόταν στον στάνταρ ΤΜΑΧ, αλλά προσθέτει μια έξτρα δόση προσωπικότητας σε κάτι που είναι ούτως ή άλλως μοναδικό.

Και ναι, είναι μια μοτοσυκλέτα, ειδικά στον τρόπο που στρίβει και συμπεριφέρεται, με πολύ καλή ποιότητα κύλισης και εξαιρετική λειτουργία από τις στοκ ρυθμίσεις των αναρτήσεων της KYB, οι οποίες δεν άλλαξαν για να ταιριάξουν με το σημαντικά χαμηλότερο βάρος των 130 κιλών (πλήρης υγρών και καυσίμου στο αλουμινένιο ρεζερβουάρ, του οποίου η τάπα βρίσκεται στην βάση της σέλας. Η χωρητικότητά του είναι 11,35 λίτρα και ξαναφτιάχτηκε από την RSD και στη συνέχεια τοποθετήθηκε κάτω από την αλουμινένια ουρά που πάνω της στηρίζεται η δερμάτινη σέλα που ράφτηκε από την Bitchin Seat Co. Έπειτα, η ουρά βάφτηκε στο ίδιο χρώμα με το υπόλοιπο σύνολο από της Olympic Powercoating στην Santa Ana, μαζί με την χειροποίητη αλουμινένια βάση της πινακίδας που έχει πάνω της και τον προτζέκτορα της PIAA. Το ψυγείο τοποθετήθηκε στο πλάι με νέες βάσεις και κατασκευάστηκε ένας νέο αεραγωγός που στέλνει τον αέρα πάνω του. Το ψαλίδι μοιάζει είναι λες και έχει επιμηκυνθεί, αλλά δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο, όπως και οι τροχοί μοιάζουν σαν after market, αλλά δεν είναι. Μια μικρή παρατήρηση είναι ότι ο διακόπτης μεταφέρθηκε στο πλάι του scooter, χαμηλά πίσω από το αριστερό σου πόδι, και είναι πολύ εύκολο να το χτυπήσεις όταν μετακινείσαι πάνω στη σέλα –γιατί σίγουρα θα καταλήξεις να το κάνει αυτό την ώρα που στρίβεις στις φουρκέτες με τις υπερβολικές κλίσεις που σου επιτρέπουν τα Dunlop Sportmax GPR-10 τα οποία "φοράνε" οι στάνταρ τροχοί των 15''. Μου συνέβη τέσσερις φορές μέχρι να αρχίσω να θυμάμαι ότι μετά από τις γρήγορες εναλλαγές κλίσεων έπρεπε να ανοίξω πάλι τον διακόπτη, αλλά πιο πριν θα έπρεπε να πιέσω την αριστερή μανέτα του φρένου –εκεί που θα ήταν κανονικά η μανέτα του συμπλέκτη- για να το ξαναβάλω μπροστά!

Πιο μοτοσυκλέτα, παρά scooter

Δεν γίνεται να μην εντυπωσιαστείς από την απίθανη απόδοση του ΤΜΑΧ αλλά και από την αποτελεσματικότητά του. Βρίσκεσαι σε έναν στριφτερό δρόμο με κίνηση, όπου πολύ γρήγορα αρχίζει να τους προσπερνάς όλους, έναν-έναν, ανοίγοντας απλώς το γκάζι για να εκτοξευθεί το Yamaha μέχρι το επόμενο κενό. Η απόκριση στις μεσαίες είναι ιδιαίτερα ζωηρή, αν και μερικές φορές υπάρχει ένα φαινόμενο στα… turbo lag, το οποίο μάλλον οφείλεται στο CVT που θέλει τον χρόνο του για να μεταφέρει την παραπάνω ισχύ στον τροχό. Ο καλύτερος τρόπος για να το αντισταθμίσεις αυτό, είναι η διαχρονική πρακτική στα scooter του να κρατάς λίγο πατημένο το φρένο την ώρα που επιταχύνεις από μια στροφή, γεγονός που σου επιτρέπει να "προφορτίζεις" το γκάζι και να εκμηδενιστεί η υστέρηση. Η τεχνική αυτή είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη σε ένα στριφτερό ορεινό δρόμο, όπου θέλεις την μέγιστη δυνατή επιτάχυνση σε αλλεπάλληλες κλειστές στροφές.

Το χαμηλό κέντρο βάρους του ΤΜΑΧ το καθιστά εξαιρετικά εύκολο στις γρήγορες εναλλαγές κλίσεων και ειδικά στην Hyper μορφή του από την RSD, το ΤΜΑΧ παραμένει το ελαφρύτερο και με την πιο φιλική συμπεριφορά απ' όλα τα πολυκύλινδρα maxi scooters, χάρη στο αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών που είναι σημείο αναφοράς για την κατηγορία.

Αυτό σε ό,τι αφορά την υπέροχη συμπεριφορά του, έναν βασικό παράγοντα που κάνει το δικύλινδρο Yamaha περισσότερο μοτοσυκλέτα παρά scooter, όπως διαπίστωσα κι ο ίδιος την ώρα που ήμουν πλαγιασμένος σε μερικές από τις αμέτρητες στροφές του Glendora Mountain. Η διαδρομή είναι γεμάτη κλειστές στροφές και γρήγορες παρατεταμένες, με τις αναρτήσεις της KYB να "καταπίνουν" τις ανωμαλίες χωρίς να επηρεάζεται η ισορροπία του "Mr. Max", χωρίς να παρεκκλίνει ούτε εκατοστό από την γραμμή που είχα επιλέξει. Το φαρδύ 160/60R15 πίσω ελαστικό βρίσκει με άνεση πρόσφυση όταν χουφτώνεις το γκάζι του Hyper Modified ενώ είσαι ακόμη πλαγιασμένος. Η προοδευτική και ομαλή παροχή της δύναμης, ήταν μια μεγάλη βοήθεια στο να εκμεταλλευτώ στο έπακρο την ροπή των 5,3 χιλιογραμμόμετρων στις εξόδους των γρήγορων στροφών, ενώ το εμπρός ελαστικό με την πιο στρογγυλή κορώνα μου ενέπνεε απεριόριστη εμπιστοσύνη για να διατηρήσω την υψηλή ταχύτητα μέσα στη στροφή. Ανοίγοντας γενναία το γκάζι την ώρα που είναι πλαγιασμένο, πλησιάζοντας τις 50° κλίσης (που είναι το ανώτατο όριο του ΤΜΑΧ) με το Dunlop να "κολλάει" στην άσφαλτο, προσφέρει μια τέτοια αίσθηση επιτάχυνσης που θα ζήλευαν πολλές μοτοσυκλέτες 500cc, με μια γραμμική παροχή μέχρι την επόμενη στροφή.

Αυτό οφείλεται εν μέρει και στο μοτοσυκλετιστικού τύπου αλουμινένιο ψαλίδι, που συνεργάζεται με το προοδευτικό μοχλικό και το αμορτισέρ της KYB, το οποίο δίνει διαδρομή 116mm, ενώ το μοτοσυκλετιστικό πιρούνι των 43mm δίνει διαδρομή 120mm. Ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλο όχημα με κινητήρα εσωτερικής καύσης με το οποίο θα ανεβοκατέβαινα πιο γρήγορα τους δρόμους του φαραγγιού από το Superscoot του Sands, γιατί πάντοτε είσαι με τη σωστή σχέση τη σωστή στιγμή, με τις κατάλληλες στροφές στον κινητήρα για κάθε στροφή, για τον απλούστατο λόγο ότι υπάρχει μόνο μία ταχύτητα –απλώς ανοίγεις το γκάζι και φεύγεις!

Τα στοιχεία που συντελούν σε όλη αυτή την εξαιρετική συμπεριφορά είναι το φαρδύ τιμόνι που προσφέρει ιδανικό μοχλό, η ποιότητα της απόδοσης, η αυτόματη μετάδοση και το σωστό ποσοστό φρένου από τον κινητήρα, που μεταφέρεται μέσω του φυγοκεντρικού συμπλέκτη και κάνει το λάστιχο να στριγγλίζει μερικές φορές (ανάλογα με την ποιότητα της ασφάλτου), την ώρα που φρενάρεις με δύναμη για να μπεις σε μια αργή στροφή. Θα μπορούσε να θεωρηθεί το κατάλληλο εργαλείο για την κίνηση, που είναι βέβαιο ότι θα φέρνει το χαμόγελο στα χείλη σου κάθε φορά που το οδηγείς.

Ξεχωριστή αίσθηση

Μόλις ανέβεις στη σέλα του RSD TMAX, πατάς τη μίζα για να απελευθερωθεί το άρρυθμο τραγούδι του δικύλινδρου εν σειρά, όπως εκφράζεται από το εντυπωσιακό ζευγάρι των… μεγαφωνικών τελικών της εξάτμισης. Παρά τις σταθερές βάσεις του κινητήρα, δεν υπάρχει ίχνος κραδασμού ακόμη και όταν λειτουργεί υπό φορτίο, χάρη στο σύστημα του αντικραδασμικού που προέρχεται από το Ducati Supermono με ένα τρίτο "τυφλό" έμβολο, και στον άξονα της τελικής μετάδοσης. Το FatBar τιμόνι της Renthal με τα καβαλέτα των 63,5mm, δημιουργεί μια σπορ στάση σώματος, που σε ενθαρρύνει να πλαγιάσεις το ΤΜΑΧ στη στροφή και να εμπιστευθείς την πρόσφυση των Dunlop Sportmax για να στρίψεις με απίστευτες ταχύτητες. Η μεγάλη μείωση του βάρους κάνει τα στάνταρ φρένα να αποδίδουν ακόμη καλύτερα –μόνο να θυμάστε ότι το πίσω φρένο είναι στο τιμόνι κι όχι εκεί που μπορεί να ψάχνει το πόδι σας σε ένα πιο νορμάλ café racer, σε σχέση με αυτό το απίστευτα γρήγορο δίτροχο. Από την άλλη τα ίδια τα φρένα από μόνα τους αποδίδουν φανταστικά και έχοντας χάσει το ένα τρίτο του βάρους του, το Superscoot του Sands έχει καλύτερα φρένα απ' ό,τι χρειάζεται, με τους δύο δίσκους μπροστά των 267mm και τις monoblock σπορ δαγκάνες της Sumitomo, και πίσω με τον δίσκο των 282mm (θα μπορούσε να μπει και σε αμερικάνικο flat tracker), χωρίς να υπάρχει συνδυασμένη λειτουργία. Με τα μοτοσυκλετιστικά στάνταρ το Yamaha φρενάρει πολύ καλά, αλλά για τα δεδομένα των scooters η ποιότητα του πακέτου των φρένων είναι εξωπραγματική. Το αποτέλεσμα ήταν ότι σε μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα στην Βόρεια Καλιφόρνια, τα ελαστικά της Dunlop εκτέλεσαν το καθήκον τους άψογα στο φρενάρισμα, σε ένα δίτροχο που θα ήταν λογικό να έχει μηδενικό φρένο από τον κινητήρα λόγω της CVT μετάδοσης. Παρόλα αυτά το φρενάρισμα γινόταν με απόλυτη σταθερότητα, με την βοήθεια και του μακριού μεταξονίου των 1.580mm.

Στην αρχή ήταν παράξενο, να οδηγώ κάτι σε café racer χωρίς να υπάρχει τίποτα ανάμεσα στα γόνατά μου για να στηρίζομαι, και ένα πίσω φρένο που έπρεπε να το ελέγχω με το αριστερό μου χέρι αντί με το δεξί μου πόδι. Μόλις όμως συνήθισα το όμορφο και μινιμαλιστικό χώρο για τα πόδια μου (φοράω μπότα Νο44…) στο δάπεδο, ήταν εξαιρετικά εύκολο και εθιστικό –πάλι αυτή η λέξη- το να διαπιστώνω πόσο γρήγορα μπορούσα να στρίψω το Hyper. Η κατευθυντικότητα είναι αποτελεσματική για ένα όχημα με τόσο μικρούς τροχούς, ειδικά με το διαστάσεων 120/70 εμπρός ελαστικό που αντισταθμίζει το μακρύ μεταξόνιο και την ανοιχτή γωνία κάστερ των 28 μοιρών. Είναι εύκολο να εξαντλήσεις την πολύ καλή πρόσφυση και τις 50° κλίσης, αν και το πλαϊνό σταντ έχει αφαιρεθεί και έχει μείνει μόνο το κεντρικό για να ξύνει την άσφαλτο στις αριστερές στροφές, και το τελικό της εξάτμισης στις δεξιές. Χάρη όμως στο εξαιρετικό ζύγισμα, το ΤΜΑΧ διατηρεί με άνεση την σταθερότητά του στις πιο γρήγορες στροφές, ακόμη και σε αυτές με σαμαράκια στο κέντρο τους, και σε συνδυασμό με το χαμηλό κέντρο βάρους "ισιώνει" κάθε είδους ανωμαλία. Η μοναδική φορά που ένιωσα να διαταράσσεται η ισορροπία του ήταν σε μια στροφή με 80-100km/h, με το γκάζι στη μέση της διαδρομή του σταθερό και με ανωμαλίες στην άσφαλτο, όπου ακόμη και χωρίς να έχει συμπιεστεί το πίσω αμορτισέρ λόγω της δύναμης, άρχισα να γλιστράω πίσω μέχρι που το μακρύ μεταξόνιο και το χαμηλό κέντρο βάρους, μαζί με την συντηρητική γεωμετρία επανάφεραν την τάξη. Σε κάθε άλλη περίπτωση το  ΤΜΑΧ ήταν εντυπωσιακά σταθερό.

Γεννήτρια χαμόγελων

"Κυριολεκτικά, κανείς απ' όσους έχουν οδηγήσει το Hyper δεν έφυγε χωρίς ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη", λέει ο Roland Sands. "Είναι χαριτωμένο, είναι πρακτικό, είναι γρήγορο γιατί αφαιρέσαμε πολύ βάρος, αλλά είναι επίσης και προσιτό. Ανοίγεις το γκάζι και φεύγεις –δεν υπάρχει συμπλέκτης και μπορεί να το οδηγήσει κι ένα μικρό παιδί, αλλά και όποιος θέλει να του πιει το αίμα οδηγώντας το στο όριο, μπορεί να το κάνει επίσης. Το οδηγώ συχνά και οι άνθρωποι φρικάρουν όταν το βλέπουν. Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα να μου αρέσει τόσο πολύ, αλλά είναι τόσο διαφορετικό και παράξενο και παρόλα αυτά δουλεύει εξαιρετικά. Οδηγείται όπως ένα στάνταρ ΤΜΑΧ, αλλά είναι ελαφρύτερο και πιο ευέλικτο, ενώ ακούγεται και σαν χωματερή μοτοσυκλέτα λόγω της αγωνιστικής εξάτμισης. Είναι τρελό!"

O "σεφ" του customizing, Roland Sands!

 

Αυτό είναι απολύτως ακριβές και δεν ωφελεί να το κρύψω: Θέλω ένα και για μένα! Οδηγώντας το Yamaha TMAX απαλλαγμένο από τα περιττά στην πιο βασική μορφή του από τον Roland Sands ήταν ΠΟΛΥΥΥΥ διασκεδαστικό! Βάζοντας σε εξαντλητική δίαιτα αυτό το γυμνό Superscoot, ο Αμερικανός σεφ του customizing προίκισε ένα ήδη εξαιρετικό δείγμα πρακτικότητας με σημαντικό ποσοστό έξτρα δύναμης, το οποίο ασκεί μια ακαταμάχητη γοητεία –σε σημείο που σε κάνει να ψάχνεις τα κλειδιά για να το πας μια πάνω-κάτω στο δρόμο, ίσα για να ζωντανέψει τις αισθήσεις σου και να σου "φορέσει" ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο.

Λοιπόν, Yamaha, το να βάλετε ένα τέτοιο EVO-scooter στην παραγωγή, είναι θέμα αφαίρεσης εξαρτημάτων κι όχι προσθήκης τους, με μηδενική απαίτηση επανασχεδιασμού. Όπως και να έχει δείτε το, ο Roland Sands έχει κάνει το R&D για εσάς –οπότε προσχωρήστε και ΦΤΙΑΞΤΕ ΤΟ!

Δείτε εδώ το video του Hyper Modified TMAX RSD

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ         Yamaha Hyper Modified TMAX RSD
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μεταξόνιο (mm):
1.580
Ίχνος (mm):
95
Γωνία κάστερ (˚):
28
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινένιο χυτό, δύο δοκών
Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):
120
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
11,35 / -
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
68 x 73
Χωρητικότητα (cc):
530
Σχέση συμπίεσης:
10,9:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
46 / 6.750
Ροπή (kg.m/rpm):
5,3 / 5.250
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Αυτόματος φυγοκεντρικός
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
2,6
-
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ ΚΥΒ
Διαδρομή (mm):
116
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
4,5 x 15
Ελαστικό:
160/60R15
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 282mm με δαγκάνε ενός εμβόλου Sumitomo
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι KYB
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
120/43
Ρυθμίσεις:
Kam;ia
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5 x 15
Ελαστικό:
120/70R15
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 267mm με monoblock δαγκάνες Sumitomo τεσσάρων εμβόλων
 
 
 
  

Το άρθρο συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό στο gallery

Ετικέτες

Δοκιμή και συγκριτικό Yamaha Tracer 700

Το Tracer της διπλής χρήσης! (ΜΟΤΟ τ.606 2020)
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

8/12/2021

 

Το Yamaha Tracer 900 έχει πάνω του όλα τα φώτα της δημοσιότητας, όμως το μικρότερο και φτηνότερο Tracer 700 έχει εξίσου δυνατά χαρτιά στα χέρια του, όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας τη δοκιμή και το συγκριτικό που αναδημοσιεύουμε από το τ. 606 του περιοδικού ΜΟΤΟ και φυσικά είναι το πληρέστερο που υπάρχει σε όλο το διαδίκτυο:

 

 

Πόση μοτοσυκλέτα παίρνεις στα μεσαία κυβικά; Αν υπήρχε τρόπος να το μετρήσεις απλοϊκά, το Tracer θα ξέφευγε πολύ από τον μέσο όρο, γιατί πρόκειται στην πράξη για δύο μοτοσυκλέτες. Μία 125 για μέσα στην πόλη και μία μεσαία για ταξίδια και γρήγορες βόλτες! Το Tracer 700 είναι δύο σε ένα και τα κάνει όλα εξίσου καλά!

 

Πριν ακόμη βγει στην παραγωγή το Tenere, όταν μάλιστα η προετοιμασία του δεν ήταν κάτι παραπάνω από φήμη για όλους τους υπόλοιπους εκτός της Yamaha που το προετοίμαζε, άρχισε να διαφαίνεται ο φόβος τους για δημιουργία εσωτερικού ανταγωνισμού. Το φόβο αυτό τον αποκαλύπταμε στο ΜΟΤΟ το 2016, στο τεύχος 564 κατά την δοκιμή της πρώτης γενιάς Tracer 700. Πολύ πριν δούμε το Tenere δηλαδή και καταστεί υπαρκτός πλέον ο φόβος αυτός. Είναι ξεκάθαρο πως η Yamaha φοβάται την περίπτωση να δημιουργηθεί εσωτερικός ανταγωνισμός, και έχει υιοθετήσει ανάλογη στρατηγική επικοινωνίας. Γιγαντώθηκε η προσπάθεια να τονιστούν οι ταξιδιωτικές δυνατότητες του Tracer 700, μία προσπάθεια που είχε ξεκινήσει από το πρώτο του λανσάρισμα, προβλέποντας ακριβώς αυτή την στιγμή. Το Tracer 700 όμως, είναι στην πράξη μία απίθανη καθημερινή μοτοσυκλέτα και για τα δεδομένα της Ελλάδας έχει και ικανότητες για σπορ τουριστική χρήση, ιδιαίτερα αν εξαιρέσουμε τους ελάχιστους αυτοκινητόδρομους που έχουμε εμείς εδώ. Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι μπορούν να το δουν διαφορετικά, εμείς εδώ όμως χρησιμοποιούμε τις μοτοσυκλέτες με τρόπο που δεν συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη και οφείλουμε να κρίνουμε τις μοτοσυκλέτες αντίστοιχα.

Στην πράξη η Yamaha δεν θα πρέπει να φοβάται για εσωτερικό ανταγωνισμό, γιατί Tracer 700 και Tenere 700 είναι μακρινά ξαδέρφια κι όχι αδέρφια, για να έχουν λόγο να εμπλακούν σε διαμάχες για "κληρονομικά". Το Tracer 700 έχει βελτιωθεί σε πολλά σημεία, από όσα είχαμε αναφέρει το 2016, ένα όμως αξίζει ιδιαίτερης μνείας, η εμφάνιση. Δεν έχει σημασία αν σου αρέσει ή όχι η μούρη με τα λεπτά, σχιστά μάτια που σχηματίζουν οι προβολείς, λες και βλέπεις Ιάπωνα που δοκιμάζει την πρώτη κουταλιά σούπας στην οποία έχει πέσει υπερβολικά πολύ λεμόνι… Εμένα μου αρέσουν ακόμη και οι προβολείς από κάτω και βρίσκω την εμφάνιση του εντυπωσιακή και μοντέρνα. Το καλό επίσης είναι πως για πρώτη φορά το Tracer 700 ξεχωρίζει από τον μεγαλύτερο αδερφό του, για πρώτη φορά έχει την δική του προσωπικότητα. Λέμε συχνά εδώ στο ΜΟΤΟ πως η Yamaha είναι η πιο ευρωπαϊκή από τους Ιάπωνες και ο βασικός λόγους που την κάνει να ξεχωρίζει, είναι η σχεδίαση.

Μονάχα η Honda εμπλέκει επίσης τόσους πολλούς Ευρωπαίους στον σχεδιασμό των μοντέλων και παρόλο που έχει δείξει τεράστια όρεξη να πάρει ρίσκο προς κάτι ριζοσπαστικό εμφανισιακά, τις περισσότερες φορές το πράττει προς την λάθος κατεύθυνση, όπως με το Vulcan για παράδειγμα. Η Yamaha από την άλλη ξέρει να σχεδιάζει όμορφες και μοντέρνες μοτοσυκλέτες και το Tracer 700 είναι το νεότερο παράδειγμα. Θεωρούσα επιβεβλημένο να μην μοιάζει με το 900, γιατί μπορεί η δημιουργία κοινού οικογενειακού προφίλ να είναι η πεπατημένη που ακολουθούν όλοι οι κατασκευαστές, όμως η πιστή αντιγραφή πρέπει να αποφεύγεται.

Το 700 καταφέρνει να είναι και Tracer αλλά και μοναδικό, ενώ κρίνοντας από τις αντιδράσεις του κόσμου -έστω κι αυτές τις λίγες εξαιτίας των ημερών που έγινε η δοκιμή- η νέα σχεδίαση είναι και πετυχημένη. Μάλιστα τα πλαστικά στο πλάι που κρύβουν την τροφοδοσία του κινητήρα είναι πιο ποιοτικά από του Tenere, και όπως η προηγούμενη έκδοση, το Tracer 700 είναι συνολικά ένα σκαλί πιο πάνω από το MT-07. Ένα σκαλί μόνο, δεν ξεφεύγει με τεράστια διαφορά και το σαγρέ πλαστικό καπάκι που καλύπτει το ρεζερβουάρ, είναι αμφίβολο για το πόσο θα κρατήσει την σπιρτάδα του μαύρου χρώματος.

Όλες τις ώρες Tracer!

Για τους περισσότερους αυτή είναι μία λεπτομέρεια που δεν έχει μεγάλη σημασία, μπροστά σε έναν κινητήρα που έχει αποδείξει την αξιοπιστία του και είναι από μόνος του μία δυνατή δικαιολογία να αποκτήσει κανείς το Tracer 700. Ο δικύλινδρος crossplane που αποδίδει από πολύ χαμηλά και έχει και διάρκεια στροφών, είναι το πρώτο πράγμα που κάνει το Tracer 700 να ξεχωρίζει από τον άμεσο ανταγωνισμό, όπως θα δείτε στο περιεκτικό συγκριτικό που ακολουθεί. Για να περάσουν τις προδιαγραφές Euro 5 που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση σε ένα συγκεκριμένο φάσμα στροφών, εκτός από την χαρτογράφηση άλλαξε και η τελική μετάδοση κονταίνοντας αρκετά. Όμως τα αποθέματα ροπής στις χαμηλές στροφές και η ευστροφία δεν υπερ-ενισχύονται από τα δύο λιγότερα δόντια στο πίσω γρανάζι και δεν έφτασε το Tracer να γίνει πιο απότομο από αυτό που θα έπρεπε. Ίσα ίσα, που η αλλαγή στην χαρτογράφηση και η οριακά μικρότερη ιπποδύναμη, έχουν εξομαλύνει την συμπεριφορά του συγκριτικά με το προηγούμενο μοντέλο.

Οι σούζες ισχύος, εκείνες που δεν τραβάς τιμόνι για να έρθουν κι απλά τις προκαλείς με τον ρυθμό περιστροφής της γκαζιέρας, εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες όπως και σε όλη την σειρά MT. Τράβηγμα στο τιμόνι χρειάζεται πλέον όταν το σηκώνεις ενώ έχεις τρίτη στο κιβώτιο, και ένα από τα πιο διασκεδαστικά πράγματα με το Tracer 700, παραμένει το "ταξίδι" για μεγάλες αποστάσεις στον πίσω τροχό! Το καλό ζύγισμα είναι το άλλο στοιχείο που σε βοηθά τόσο στις σούζες, όσο και στην καθημερινότητα, αλλά πριν από αυτό είναι η καλή λειτουργία του ψεκασμού που σου δίνει πάντα εκείνο το γκάζι που θα του ζητήσεις. Η απόκριση θα γίνει απότομη μόνο σε γενναία περιστροφή τις γκαζιέρας από λίγες στροφές, αλλά δεν είναι κάτι που θα του δώσεις σημασία από την στιγμή που είναι μία πολύ συγκεκριμένη συνθήκη. Για πιο λόγο άλλωστε να ανοίξεις τέρμα το γκάζι από χαμηλά, αν όχι γιατί αποζητάς την άμεση ανταπόκριση από το Tracer; Σε όλο το υπόλοιπο φάσμα στροφών, έχεις πάντα ακριβώς το γκάζι που θέλεις και μάλιστα με μία αμεσότητα που ξεφεύγει από τα δεδομένα των εν σειρά δικύλινδρων και υπακούει στους V. Πρόκειται για ένα από τα πράγματα που η Yamaha έχει πετύχει διάνα με τον συγκεκριμένο κινητήρα, να συνυπάρχει η ευστροφία με μία αρκετά γραμμική απόκριση και στο τέλος να οδηγείς ένα V στις χαμηλές στροφές και ένα εν σειρά στις ψηλότερες.

Η Yamaha λέει και την απόλυτη αλήθεια για το βάρος, όπως αποδείχτηκε στις ζυγαριές του ΜΟΤΟ, καθώς πεντακόσια γραμμάρια παραπάνω που μετρήσαμε εμείς είναι αμελητέα διαφορά. Αν και τα τελευταία χρόνια, στις τόσες δεκαετίες που ζυγίζουμε μοτοσυκλέτες, οι εταιρείες παρουσιάζουν ολοένα και μικρότερες αποκλίσεις, εξακολουθεί να είναι σπάνια η ταύτιση, όπως συμβαίνει με το Tracer 700. Μικρό βάρος και μαζεμένες διαστάσεις, θα αποτελέσουν τα αγαπημένα χαρακτηριστικά κάθε ιδιοκτήτη. Προσθέτεις το καλό ζύγισμα και το μεγάλο κόψιμο τιμονιού με ένα εξίσου φαρδύ τιμόνι που δημιουργεί εκπληκτικό μοχλό, κι αμέσως έχεις την απόλυτη καθημερινή μοτοσυκλέτα! Η δοκιμή του Tracer ξεκίνησε με την διαδικασία του στρωσίματος, κυριολεκτικά από μηδέν χιλιόμετρα στον ολικό χιλιομετρητή. Αυτό σήμαινε πως τα πρώτα του χιλιόμετρα θα ήταν διαφορετικά από αυτό που κανονικά θα κάναμε ξεκινώντας την διαδικασία της δοκιμής, παρατείνοντας την επαφή μας μαζί του. Ξεκινώντας από ένα ταξίδι όπου ενσωματώσαμε την διαδικασία στρωσίματος, όπως την έχουμε περιγράψει πολλές φορές στο ΜΟΤΟ, επιστρέψαμε σε μία άδεια μεγαλούπολη, που οι δρόμοι της ήταν λες και αντιμετωπίζεις έναν δεκαπενταύγουστο διαρκείας.

Το πρόβλημα με το Tracer ήταν πως όλα αυτά φάνηκαν πολύ εύκολα, σου δημιουργούσε την εντύπωση πως δεν το υποβάλλεις σε αρκετά σκληρή δοκιμασία για να το εκτιμήσεις αντίστοιχα! Μία αλλαγή νομού ισούται με καμία και η κίνηση στους δρόμους της πόλης θέλει μποτιλιάρισμα επιπέδου που αποτελεί είδηση στα κανάλια, για να πεις πως δυσκολεύει η καθημερινότητά σου ή ζορίζει το ταξίδι στην σέλα του Tracer 700! Ήταν από πριν μία πολύ εύκολη μοτοσυκλέτα, όπως ακριβώς και η street ΜΤ-07 που τόσο έχουμε αγαπήσει – και ταλαιπωρήσει- όσο την είχαμε για long term δοκιμή. Τώρα έγινε ακόμη πιο απόλυτη σε αυτό που μπορεί να σου προσφέρει κάθε μέρα. Θέση οδήγησης, καλύτερη σέλα και ένα ξεκάθαρο οπτικό πεδίο που τίποτα απολύτως δεν σε περιορίζει, ιδιαίτερα με την ζελατίνα στην τέρμα κάτω θέση της, μεταμορφώνουν  το Tracer σε ένα κανονικό Supermoto! Μέσα στην πόλη κινείται με την ευκολία παπιού και στο χέρι σου είναι να διατηρήσεις και την αντίστοιχη ταχύτητα ελιγμών! Είχα καιρό να πέσω σε μοτοσυκλέτα που είναι σταθερή, με το κοντέρ να γράφει διακόσια και ταυτόχρονα να οδηγείται στην πόλη ακριβώς όπως κι ένα μοτοσυκλετάκι 125 κυβικών, δίχως καμία υπερβολή σε αυτό. Κι ενώ η διαφορά χαρακτηριστικών με το προηγούμενο Tracer 700 είναι πολύ μικρή, η διαφορά σε αίσθηση είναι μεγάλη και η γεωμετρία της θέσης οδήγησης, η αλλαγμένη σχεδίαση του μούτρου και το φαρδύτερο τιμόνι, είναι αρκετά για να την δεις σαν κάτι καινούριο. Στις μανούβρες, στο παρκάρισμα, σε κάθε χωροταξική διευθέτηση που υπάρχει περίπτωση να υποβάλεις το Tracer, το κάνεις ακριβώς με την ίδια ευκολία μίας μοτοσυκλέτας με πολύ λιγότερα κυβικά. Κι ευτυχώς τα κυβικά αυτά φαίνονται εκεί που τα θέλεις, στον δρόμο!

Γρήγορα παντού!

Το καλύτερο στοιχείο του Tracer 700 είναι οι γρήγορες βόλτες σε επαρχιακό δρόμο. Ναι και το ταξίδι και ο αυτοκινητόδρομος δεν το κουράζουν, όπως δεν σε κουράζει κι εσένα το Tracer, αλλά η Yamaha υπερβάλλει λίγο προσπαθώντας να το αναδείξει ως τουριστική μοτοσυκλέτα. Μία καθημερινή μοτοσυκλέτα που ταξιδεύει κιόλας ναι, μία καθημερινή μοτοσυκλέτα για γρήγορες -σε ρυθμό- βόλτες, ακόμη καλύτερα. Φανταστείτε πως ακριβώς όπως και στο προηγούμενο Tracer 700, οι αποστάτες των μαρσπιέ είναι αρκετά μεγάλοι με αποτέλεσμα να ξύνει ακριβώς στις 45ο μοίρες, που είναι το άτυπο σύνορο που έχουν βάλει οι εταιρείες των ελαστικών. Από εκεί και πάνω κάθε αύξηση στην γωνία κλίσης έχει να κάνει με την πρόσφυση που προσφέρει ο δρόμος. Αυτό ισχύει βέβαια από την πρώτη κιόλας μοίρα κλίσης, αλλά ας μην ανακατεύουμε τα αυτονόητα, ας θεωρήσουμε ένα βασικό επίπεδο πρόσφυσης, που όλοι μας ξέρουμε ποιο είναι αυτό στην Ελλάδα, και όλα τα ελαστικά εκεί έξω μπορούν σε αυτή την συνθήκη να σου επιτρέψουν τις 45ο μοίρες κλίσης. Τα Michelin της πρώτης τοποθέτησης χρειάζεται να ζεσταθούν αρκετά, αλλά αμέσως μετά εύκολα μπορούν να ανέβουν πολύ πιο πάνω από αυτό κι έτσι για μία ακόμη φορά, το πρώτο πράγμα που θα φαγωθεί στο Tracer 700 πριν από τα γρανάζια τελικής μετάδοσης και την φθηνή αλυσίδα, πριν ακόμη και από τα ελαστικά, είναι οι αποστάτες των μαρσπιέ! Δεν χρειάζεται καμία μεγάλη προσπάθεια για να τους βυθίσεις στην άσφαλτο και να τους δεις να εξαφανίζονται χιλιοστό – χιλιοστό.

Λίγη εμπιστοσύνη στο Tracer 700 και είσαι έτοιμος από την πρώτη κιόλας στιγμή. Στο θέμα της εμπιστοσύνης, είναι που το πιρούνι δέχεται το πρώτο σχόλιο κι όχι πριν αρχίσεις να οδηγείς γρήγορα. Ο κόσμος θέλει να το καταδικάσει από την αρχή ακόμη, απλά και μόνο επειδή είναι συμβατικό και όχι ανεστραμμένο. Πράγματι αυτό θέτει περιορισμούς, αλλά μόνο στην εξής συνθήκη: Μπροστά μας υπάρχει στροφή που με ένα σβέλτο ρυθμό οδήγησης την προσεγγίζεις με εξήντα – εβδομήντα χιλιόμετρα. Οδηγώντας φυσιολογικά θα έμπαινες με ακόμη λιγότερα. Και τώρα είσαι με σχεδόν ενενήντα. Με ένα πολύ δυνατό φρενάρισμα που θέλεις να το κρατήσεις μέχρι την κορυφή, αμολώντας την πίεση στην μανέτα εμπρός σταδιακά, διατάζεις το Tracer να βουτήξει καρφώνοντας τον αποστάτη του μαρσπιέ στην άσφαλτο κι αμέσως μετά να κάνει τον ίδιο με τον άλλο, αλλάζοντας κατεύθυνση για την επόμενη διαδοχική στροφή. Με βάση αυτή την συμπεριφορά στις στροφές, θα θέλεις ένα καλύτερο πιρούνι και κυρίως μία λιγότερο απότομη επαναφορά, που στο ανεστραμμένο θα ήταν σίγουρα έτσι. Πρέπει κανείς να αναρωτηθεί λοιπόν και να είναι και ειλικρινείς με την απάντηση που θα δώσει στην εαυτό του, αν είναι αυτή η αντιμετώπιση που θα έχει στις στροφές, να τις προσεγγίζει με πολλά περισσότερα χιλιόμετρα δηλαδή.

Αν ναι, τότε το πιρούνι του Tracer δεν είναι καλό και θα πρέπει να το αλλάξει, αν όμως θέλει απλά να αναθεωρήσει σιγά – σιγά τα όριά του, να οδηγεί με την ενεργητική ασφάλεια που του παρέχει μία ανάρτηση με αρκετά γραμμική συμπεριφορά και ικανοποιητικές αποσβέσεις για έως και σβέλτο ρυθμό, τότε δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από το συγκεκριμένο πιρούνι. Αργότερα όταν εξερευνήσει τα όρια με ασφάλεια και αρχίσει να ζητά περισσότερα, ας προχωρήσει και σε αναβάθμιση. Το αμορτισέρ από την άλλη είναι όπως και στο προηγούμενο μοντέλο, δείχνει την πρόθεση της Yamaha να κρατήσει χαμηλά το κόστος, ή να αυξήσει το κέρδος της, δείτε το όπως θέλετε. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, προσδίδει κινητικότητα χωρίς να είναι απαραίτητο. Έχει γρήγορη επαναφορά και η απόσβεση συμπίεσης δεν είναι γραμμική, που σημαίνει πως μικρές ανωμαλίες δεν είναι ζήτημα, αλλά αν περάσεις με ταχύτητα πάνω από κάποιο σαμαράκι, και δεν εννοώ εκείνα που βρίσκονται επίτηδες στον δρόμο για να σε αποτρέψουν να τρέχεις, τότε η συμπίεση πίσω προβληματίζει. Σε καμία περίπτωση δεν γίνονται επικίνδυνα τα πράγματα, διαφορετικά δεν θα το συζητούσαμε σε αυτό τον τόνο, αλλά είναι από τα πρώτα σημεία που θα αναβάθμιζα μετά από μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα και την φυσιολογική φθορά που έρχεται με την χρήση. Είναι καλό που η Yamaha πρόσθεσε την ρύθμιση επαναφοράς στο αμορτισέρ, στοιχείο που δείχνει πως ακούει έστω κι εμάς τους λίγους που τα λέγαμε από το πρώτο Tracer 700. Κι ενώ πράγματι βελτιώνεται η κατάσταση ρυθμίζοντας την επαναφορά, από ένα σημείο και μετά αρχίζει να φαίνεται περισσότερο η κοφτή απόσβεση συμπίεσης και καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Δεν χρήζει άμεσης βελτίωσης, δεν είναι κάτι στο οποίο πρέπει να δώσει κανείς μεγαλύτερη βάση, πέρα από μία αναβάθμιση με το πέρας του χρόνου.

Unstoppable?

Το ABS από την άλλη δεν είναι κάτι που μπορείς να βελτιώσεις με ευκολία και στο νέο Tracer 700 δυστυχώς δεν έχει διαφοροποιηθεί αισθητά από τον προκάτοχο. Απλά διεκπεραιώνει την αποστολή του σε στεγνή άσφαλτο και θέλει προσοχή στο βρεγμένο. Την ίδια προσοχή που θα πρέπει να δείχνει κανείς όταν οδηγεί με βροχή, μην πει δηλαδή πως επειδή υπάρχει ABS θα κάνει τα χέρια του σαν του Playmobil και θα συμπεριφερθεί στην μανέτα του μπροστινού φρένου σαν το ελατήριο γυμναστικής, χουφτώνοντάς την με όλα τα δάχτυλα ασκώντας όλη την δύναμή του. Εδώ στην κλειστή παρέα αναγνωστών του ΜΟΤΟ ξέρουμε πλέον πως αυτή η συμπεριφορά στο μπροστινό φρένο συγχωρείται στην εποχή μας. Τα τελευταία τέσσερα και κυρίως τα τελευταία δύο χρόνια, έχουμε ABS που κάνουν θαύματα. Δυστυχώς ο κόσμος στην προσπάθειά του να ομαδοποιήσει την πληροφορία που στην εποχή μας τον βομβαρδίζει κάθε στιγμή της ημέρας, τείνει να προσδώσει καθολικότητα και στο επίπεδο τεχνολογίας κάθε μοτοσυκλέτας. Δεν είναι όλα τα ABS ίδια, και του Tracer δεν είναι από εκείνα που καθιστούν επικίνδυνη την χρήση του φρένου, απεναντίας βοηθά στην αποφυγή μπλοκαρίσματος.

Όμως παρουσιάζει έντονη ανάδραση στην μανέτα και αμολά απότομα την πίεση, που σημαίνει πως στο φρενάρισμα πανικού σε στεγνό οδόστρωμα δεν πρόκειται να πέσεις από μπλοκάρισμα του εμπρός φρένου. Όμως ανάλογα με την πρόσφυση μεγαλώνει η απόσταση φρεναρίσματος, ευτυχώς όχι όπως κάποτε με τα πρώτα Transalp ABS για παράδειγμα, ώστε να χαρακτηριστεί επικίνδυνο. Ψάχνοντας τα όρια στο φρενάρισμα και περίπου με 140 στο κοντέρ, το δυνατό εμπρός φρένο θα οδηγήσει σε ανύψωση του πίσω τροχού, ευτυχώς όχι από στιγμιαίο μπλοκάρισμα του εμπρός, αλλά απλά από την μεταφορά βάρους με την αλλαγή γεωμετρίας και την βύθιση της εμπρός ανάρτησης. Η ανύψωση του πίσω τροχού σημαίνει πως το ABS δεν έχει αντίστοιχη αποτροπή, μιας και δεν υπάρχει αντίστοιχα και μονάδα IMU που να μετρά την κλίση της μοτοσυκλέτας. Απλά πράγματα λοιπόν, ένα ABS που διεκπεραιώνει την εντολή για φρενάρισμα από τον αναβάτη και αναρτήσεις που πηγαίνουν ένα βήμα παρακάτω, τα οποία προσπαθούν να ανταπεξέλθουν και στην γρήγορη οδήγηση και τα καταφέρνουν ως ένα ικανοποιητικό βαθμό που ξεπερνά τις ικανότητες του μέσου όρου.

Το πρώτο Tracer 700 είχε πολύ καλή ευστάθεια ακόμη και στις υψηλές ταχύτητες και συνεχίζει ακριβώς το ίδιο και τώρα. Αυτό σημαίνει πως δεν προκύπτουν ταλαντώσεις από μόνες τους, ενώ στην οδήγηση με πολύ δυνατό πλευρικό αέρα καταφέρνει να αποσβέσει και τις περισσότερες από όσες δημιουργούνται από τις ακανόνιστες ριπές. Αυτό είναι επίτευγμα για την γρήγορη γεωμετρία και το μικρό βάρος του Tracer, ενώ για να δεις κάποια απότομη συμπεριφορά θα πρέπει να επιχειρήσεις ελιγμούς κατά την επιτάχυνση κρατώντας το γκάζι ανοικτό κι όλα αυτά μονάχα από τα 160 χιλιόμετρα και πάνω. Ακόμη και αλλάζοντας λωρίδες με το κοντέρ να γράφει διακόσια και την γκαζιέρα στο τέρμα, το Tracer ανταποκρίνεται όπως θα περίμενε κανείς, νευρικά δηλαδή αλλά σταθερά και πάλι, ενώ αν κλείσεις το γκάζι χάνεται και κάθε νευρικότητα! Μετά από 2.000 χιλιόμετρα στην σέλα του και με τον καιρό να περνά από όλες τις εποχές σε αυτό το διάστημα, η ολοκληρωμένη εικόνα για το Tracer 700 είναι εξόχως θετική. Στην σέλα του κάθεσαι για ώρες χωρίς κανένα πρόβλημα, κι ακόμη κι αν αρχικά πεις πως θα ήθελες τα μαρσπιέ να κατέβουν λίγο πιο κάτω, στην πράξη μετά από λίγο το ξεχνάς. Με διαφορά πολύ φαρδύ τιμόνι για ιαπωνική μοτοσυκλέτα, που έχουν την τάση οι Ιάπωνες να φέρνουν τους αγκώνες κολλητά στα πλευρά σου, κάθεσαι άνετα όλες τις ώρες ενώ απολαμβάνεις και τους προβολείς με πολύ καλή απόδοση το βράδυ.

Η δέσμη πιάνει όλο το πλάτος του δρόμου και το εσωτερικό της στροφής καλύπτεται ομοιόμορφα χωρίς σκιάσεις. Αυτό σημαίνει πως όταν η μέρα τελειώσει, συνεχίζεις στους θεοσκότεινους επαρχιακούς δρόμους της Ελλάδας να οδηγείς κρατώντας τον ρυθμό σου. Η κάλυψη από την ζελατίνα είναι επίσης ικανοποιητική, δεν κλέβει τα σκήπτρα της κατηγορίας, αλλά κάνει την δουλειά της. Στην τέρμα κάτω θέση εξαφανίζεται από μπροστά σου και σε αφήνει να οδηγείς όρθιος στα μαρσπιέ, αν σκεφτείς να πατήσεις χώμα στα στενά όρια που θέτει η street καταβολή του και φυσικά τα ελαστικά. Και για κάθε μέρα όμως, η τέρμα κάτω θέση εξαφανίζει την ζελατίνα από μπροστά σου, ενώ συνεχίζει να ανακατευθύνει επαρκώς τον αέρα, χωρίς να δημιουργούνται στροβιλισμοί στο κράνος. Τέρμα επάνω η κάλυψη επίσης βοηθά ικανοποιητικά στο ταξίδι και η μόνη παρατήρηση για την ζελατίνα, πέρα από την δύναμη που χρειάζεται για να την ρυθμίσεις με το ένα χέρι, είναι πως αν πέσεις σε λακκούβα και την έχεις τέρμα κάτω, χαλαρώνει η ασφάλιση και αρχίζεις να ψάχνεις τι είναι αυτό που τρίζει. Η συναρμογή των πλαστικών δεν πρόκειται να προκαλέσει τριγμούς πάντως. Βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και πέρα από το επάνω άβαφο μαύρο, δεν υπάρχει παρατήρηση για τα υπόλοιπα. Ο συνεπιβάτης κάθεται πίσω με άνεση και σε φυσιολογική απόσταση από τον αναβάτη, ενώ οι λίγοι κραδασμοί που έχει το Tracer μετά τις μεσαίες στροφές και τους αισθάνεται ο αναβάτης χωρίς να τον ενοχλούν, δεν φτάνουν στον πίσω. Οπότε όλα τα ταξίδια σε ελληνικό έδαφος που γίνονται κυρίως σε επαρχιακούς και με λίγες αποσκευές, όχι απλά είναι μέσα στις δυνατότητες του ανανεωμένου Tracer 700, αλλά γίνονται και ευχάριστα. Το κρυφό του ταλέντο όμως είναι η καθημερινή συμβίωση, κι εκεί υπερτερεί ακόμη περισσότερο έναντι του παρόντος ανταγωνισμού.

 

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟ YAMAHA TRACER 700-KAWASAKI VERSYS 650-CFMOTO 650MT

Παραδοσιακοί εχθροί και κλώνοι

 

Τέσσερα χρόνια πριν, το Tracer 700 δεν κατάφερε να σβήσει από τον χάρτη το Versys 650 που είχε πρόσφατα ανανεωθεί. Τώρα που το ένα δείχνει ολόφρεσκο και το άλλο δείχνει απλά την ηλικία του, θα πρέπει λογικά η ζυγαριά να γύρει πιο εύκολα σε μία πλευρά. Μόνο που το Versys 650 έχει κουβαλήσει κι έναν κλώνο του τώρα στην κόντρα, το κινέζικης κατασκευής 650MT, από την πιο επώνυμη των Κινέζων, την CFMOTO!

Στα μεσαία δικύλινδρα street με όρθια θέση οδήγησης, το Versys 650 ήταν για πολύ καιρό ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος, κυρίως γιατί είχε δύο πράγματα, έναν κινητήρα με αποδεδειγμένη αξιοπιστία, ποιοτικές αναρτήσεις και όγκο. Προφανώς αυτό μας κάνει τρία και όχι δύο. Είναι γιατί, ακόμη και τώρα, το μέγεθος στην μοτοσυκλέτα μετράει περισσότερο από εκείνο που θα έπρεπε. Ο λόγος που κάποτε το V-Strom 650 ήταν η μοτοσυκλέτα όλης της Ελλάδας και ο συνεχιστής του δεν πήρε παρά ένα μικρό ποσοστό από τις πωλήσεις. Δεν πειράζει που είχαν τον ίδιο κινητήρα, ο όγκος που χάθηκε ήταν εκείνο που έκανε την διαφορά. Το Versys δεν είναι πρακτικά πολύ μεγαλύτερο από το Tracer, φτάνει όμως που δείχνει μεγαλύτερο και που στην σέλα του κάθονται δύο αναβάτες πιο αναπαυτικά. Πέρα από τον όγκο λοιπόν που ευχαριστούσε το μάτι, και έκανε τον ιδιοκτήτη να πιστεύει πως πήρε πολλά περισσότερα από όσα έδωσε, το Versys ήταν κυρίαρχο και για άλλο λόγο, διότι πράγματι έδινε πολλά περισσότερα από αυτό που περίμενε κανείς. Πολύ ποιοτικές αναρτήσεις, με έμφαση στην άνεση και τα ταξίδια και ένας κινητήρας που έφτασε να χρησιμοποιείται σε ενιαίο πρωτάθλημα ταχύτητας στην Αγγλία, όχι για τις επιδόσεις του, αλλά για την αξιοπιστία του και τις δυνατότητες που έδινε στους μηχανικούς, με το κιβώτιο-κασέτα και τις μεγάλες ανοχές.

Η Kawasaki δίνει την παραγωγή μικρών μοτοσυκλετών για την αγορά της Ασίας σε άλλα εργοστάσια. Πάντοτε έψαχνε να βρει μία λύση να αυξήσει την γκάμα της με μοτοσυκλέτες που λύνουν πρακτικά ζητήματα και όχι θέματα πάθους. Τις μοτοσυκλέτες για πάθος τις φτιάχνουν απαράβατα οι ίδιοι, τις άλλες που είναι για τις τεράστιες αγορές της Ασίας κι έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να καλύψουν την παραγωγή, τις μοιράζουν σε διάφορα άλλα εργοστάσια. Ένα από αυτά ήταν για πολλά χρόνια της CFMOTO, που πλέον έχει συμφωνία να παράγει μοτοσυκλέτες της ΚΤΜ. Κομμάτι της αμοιβής των κινέζων ήταν τα σχέδια δικύλινδρων κινητήρων, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν κάποια στιγμή πιο γρήγορα στην δική τους παραγωγή. Κι επειδή στην κεφαλή της CFMOTO βρίσκονται κινέζοι μοτοσυκλετιστές μεγαλωμένοι στο Λονδίνο, ήξεραν ακριβώς ποιον κινητήρα της Kawasaki θα ζητούσαν πρώτο. Κι έτσι γεννήθηκε το CFMOTO 650MT που επίσης δεν είναι καινούρια μοτοσυκλέτα και έχει αποδείξει την αξιοπιστία του κινέζικου κινητήρα της, αντιγραφή του ιαπωνικού Kawasaki.

Το θέμα του CFMOTO ήταν άλλο βέβαια, κι ένας από τους λόγους που αποτελεί την long term μοτοσυκλέτα μας για φέτος, είναι αυτός. Να μπορέσουμε να δούμε αν η σκληρή καθημερινή χρήση θα αναδείξει προβλήματα που κανονικά δεν φαίνονται. Ένα πράγμα όμως πρέπει να παραδεχτεί κανείς για το CFMOTO, είναι πολύ πιο μοντέρνο από το Versys 650 και τραβά τα βλέμματα. Ξεπερνώντας το υποκειμενικό στοιχείο, το CFMOTO είναι μοντέρνα μοτοσυκλέτα που δεν περνά απαρατήρητη και για να το γράψουμε αυτό, πέρα από την δοκιμή της πριν από καιρό, βασιζόμαστε στα 5.000 χιλιόμετρα που έχουμε κάνει μαζί της από τον Ιανουάριο. Η ερώτηση «τι μάρκα είναι αυτή», ακολουθείται αυτόματα από ερώτηση για την καταγωγή και συνοδεύει πάντα με το ίδιο επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού την απάντηση. Υπάρχει πολύς κόσμος εκεί έξω που ενδιαφέρεται για μοτοσυκλέτες, χωρίς να διαβάζει για μοτοσυκλέτες, κι απλά ενημερώνεται για ότι περνά από μπροστά του, οπότε η άγνοια δεν είναι εδώ το θέμα μας, αλλά η ομοιότητα στις αντιδράσεις. Το CFMOTO είναι λοιπόν ένα πιο όμορφο, πιο φθηνό Versys 650 που έτσι κι αλλιώς ήταν φθηνότερο από το Tracer. Αυτομάτως αυτό τοποθετεί τα πράγματα με μία πολύ συγκεκριμένη σειρά βάση τιμής, η χρήση θα καθορίσει τα υπόλοιπα.

Πες τί θέλεις

Ευτυχώς Tracer και Versys, κατά επέκταση και 650MT, διαφέρουν αρκετά στην χρήση για την οποία προορίζονται. Καταρχήν το Versys έρχεται με μπαγκαζιέρα και το 650ΜΤ συνοδεύει τα αντιαισθητικά κάγκελα με δύο πολύ πιο όμορφες πλαστικές, πλαϊνές βαλίτσες, στην ίδια τιμή. Για λόγους ομοιομορφίας στο συγκριτικό, έχουμε αφήσει τις βαλίτσες στην ησυχία τους, είναι όμως ενδεικτικό της χρήσης τους. Ταξίδια λοιπόν, αυτό υπόσχονται τα δύο 650 και πράγματι εκπληρώνουν την υπόσχεσή τους. Στην κορυφή είναι το Versys, πρώτα από όλα για τις αναρτήσεις του. Ξεκάθαρα προσανατολισμένο στην άνεση, οι ρυθμιζόμενες αναρτήσεις που έχει το Kawasaki φιλτράρουν εξαιρετικά τις ανωμαλίες του δρόμου ενώ η προοδευτικότητά τους μας βρίσκει σύμφωνους και στην γρήγορη οδήγηση. Συγκριτικά με του Tracer η διαφορά είναι τεράστια, τόσο στο πιρούνι, όσο και στο αμορτισέρ. Για το 650ΜΤ δεν ισχύει το ίδιο βέβαια, η ταύτιση με το Kawasaki υπάρχει στην σχεδίαση του κινητήρα και στα γενικά γεωμετρικά χαρακτηριστικά, αλλά από εκεί και πέρα η αίσθηση στην οδήγηση είναι αρκετά διαφορετική. Ωστόσο τα δύο 650 είναι εξίσου σταθερά και τελείως ακλόνητα σε πλευρικό αέρα. Πολύ περισσότερο από το Tracer που όπως είπαμε η μόνη νευρικότητα που μπορεί να δείξει σε υψηλή ταχύτητα, είναι από εξωγενείς παράγοντες.

Σε δυνατό αέρα και σε ανωμαλίες του δρόμου με πολλά χιλιόμετρα το Versys έρχεται πρώτο με διαφορά, ακλόνητο σε κάθε περίπτωση ενώ το 650MT ακολουθεί σε πολύ κοντινή απόσταση και το Tracer μένει τρίτο. Χαμογελώντας όμως πονηρά. Διότι αυτή η διαφορά στην ευθεία θα καλυφθεί στις στροφές ή στην γρήγορη οδήγηση που σαφέστατα το Tracer υπερτερεί. Το Versys και το 650ΜΤ αποδίδουν ψηλά και για μικρό εύρος στροφών, και ιδιαίτερα στο 650ΜΤ θα πρέπει να ακούς τον κινητήρα να φωνάζει για να πάρεις την απόδοση των άλλων δύο.

Το Tracer ακούει από πολύ χαμηλότερα το μήνυμα σου, σε σημείο που σηκώνει σούζα πριν ακόμη τα άλλα δύο ανεβάσουν ντεσιμπέλ στο ψευτο-τελικό της εξάτμισης. Τόσο μεγάλη είναι η διαφορά τους και ναι, δεν υπάρχει τελικό εξάτμισης αλλά απόληξη του συλλέκτη καμουφλαρισμένη σε τελικό και για τις τρεις του συγκριτικού. Ο crossplane δικύλινδρος δείχνει στην άμεση σύγκριση κατευθείαν, την τεράστια διαφορά του με τους άλλους δύο, δηλαδή τον έναν και τον κλώνο του. Στις χαμηλές στροφές τους χωρίζει ένα χάος, στις μεσαίες το Versys ψαλιδίζει την διαφορά με το Tracer χωρίς να πλησιάσει, και μόνο ψηλότερα αρχίζουν να συγκλίνουν και τα τρία.

Πρακτικά αυτό δημιουργεί θέματα και στην καθημερινή οδήγηση, πέρα από την ενθουσιώδη σε κλειστούς επαρχιακούς που το Tracer σουζάρει, εκεί που οι υπόλοιποι παίζουν με τις σχέσεις του κιβωτίου. Ανάμεσα στα αυτοκίνητα και σε κάθε είδους μανούβρα το Tracer κερδίζει με άνεση. Το 650ΜΤ έχει βέβαια κι αυτά τα σίδερα που το κάνουν να φαίνεται έτοιμο να παλέψει σε αρένα με μονομάχους, και εκτός από την ξεκούραση των ποδιών στο ταξίδι, σαν να οδηγείς τσόπερ, δεν έχουν καμία άλλη πρακτική αξία. Η ευστροφία του Yamaha βοηθά και στην μικρότερη χρήση της μανέτας του συμπλέκτη και όλα αυτά συνηγορούν να βγει κερδισμένο με τεράστια διαφορά στην καθημερινή χρήση. Κάπου εκεί βέβαια το 650ΜΤ αρχίζει να φωνάζει για την μεγάλη απόσταση που τους χωρίζει σε κόστος απόκτησης και στα κατάλληλα αυτιά ο λόγος του αποτελεί βουλοκέρι απέναντι σε κάθε άλλο επιχείρημα από την Ιαπωνική πλευρά.

Το δικό σου παζλ

Τώρα στην ανανέωσή του, το Tracer είναι πλέον και η μόνη ασιατική μοτοσυκλέτα του συγκριτικού με φυσιολογικό τιμόνι. Παρόλο που η Yamaha έχει να δείξει το τιμόνι του TDM που είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα οδήγησης με στομαχικό πρόβλημα, που δεν σε αφήνει να ανοίξεις τα χέρια, έχει τώρα περάσει σε άλλο επίπεδο και διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους Ιάπωνες και τους Κινέζους αντίστοιχα. Ο μεγαλύτερος μοχλός βοηθά και στο ταξίδι, όχι μόνο στην καθημερινή χρήση, διότι ξεκουράζει τα χέρια και τοποθετεί το σώμα σε μία πιο φυσική στάση. Τα μαζεμένα στους αγκώνες χέρια δεν κάνουν την διαφορά στην προστασία από τον αέρα, αλλά οι μεγάλες ζελατίνες των 650 είναι ο δευτερεύων λόγος που ταξιδεύεις καλύτερα μαζί τους. Ιδιαίτερα το 650ΜΤ προστατεύει εξαιρετικά τον αναβάτη του και μάλιστα χωρίς στροβιλισμούς στο κράνος από την μεγάλη ζελατίνα η οποία ρυθμίζεται και σε ύψος. Ο κινητήρας τους και η σταθερότητα είναι ο κυρίαρχος λόγος που ταξιδεύεις με μεγαλύτερη άνεση συγκριτικά με το Tracer. Επιπρόσθετα το Versys 650 μοιάζει με μεγαλύτερη μοτοσυκλέτα από αυτό που πραγματικά είναι, έχει πιο βαριά αίσθηση και πολύ πιο ποιοτικές αναρτήσεις, στοιχεία που πολλαπλασιάζουν την διαφορά του στο ταξίδι.

Το επίσης μεγαλύτερο ρεζερβουάρ του, που προσθέτει τουλάχιστον εκατό χιλιόμετρα αυτονομίας έναντι του Tracer είναι επίσης άλλος ένας λόγος. Διότι ναι, το Tracer είναι ελαφρύτερη μοτοσυκλέτα αλλά το κάνει με το μικρότερο ρεζερβουάρ του συγκριτικού, αν και μόνο με το Versys έχει σημαντική διαφορά. Οι Κινέζοι δεν έχουν μπει στην διαδικασία μείωσης βάρους, αντιθέτως τους ενδιαφέρουν άλλα ζητήματα προς το παρόν και το αποτέλεσμα είναι το 650ΜΤ να μην κρύβει τα κιλά του. Όπως επίσης και ο κινητήρας, μπορεί να προέρχεται από τα ίδια σχέδια, αλλά στα χρόνια που ακολουθήσαν η εξέλιξή του έχει πάρει τον δικό της δρόμο.

Για τους περισσότερους το Tracer 700, παρότι ακριβότερο και από τις τρεις, είναι συνολικά καλύτερη μοτοσυκλέτα διότι τα ταξίδια δεν θα είναι η καθημερινότητά της, ώστε να γύρει η πλάστιγγα στην μεριά του Versys. Ο παρονομαστής της τιμής βγάζει αμέσως πρώτο το 650MT διότι πολύ απλά κάνει ό,τι και τα άλλα δύο κοστίζοντας αρκετά λιγότερο. Ωστόσο το πορτοφόλι του καθενός είναι διαφορετικό και ο παρονομαστής αυτός δεν γίνεται να είναι κοινός. Όταν στην καθημερινότητα επιβάλλονται οι μεγάλες αποστάσεις, το Versys έρχεται να προταθεί εμπρός, κι αν προσμετρήσει και η άνεση τότε οι πολύ πιο ποιοτικές του αναρτήσεις δημιουργούν την μεγάλη διαφορά. Όποιος λοιπόν επιλέξει να αποκαθηλώσει το Tracer από την πρώτη θέση, θα πρέπει να θέσει σε κάποια από τις παραπάνω παραμέτρους μία μεγαλύτερη βαρύτητα, τα κομμάτια του παζλ δεν ενώνονται μονάχα με έναν τρόπο…

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ  Yamaha MT 07 Tracer 700

Αντιπρόσωπος:

ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.Ε.

 

 

 

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

196,5 kg

(χωρίς καύσιμο:173,5 kg)

Πίσω

48,7%

Εμπρός

51,3%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

0%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

 

Τύπος:

Ατσάλινο τύπου "διαμάντι"

 

Πλάτος (mm):

840

 

Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):

196

 

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

17

 

 

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

 

Τύπος:

Τετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος σε σειρά με 4Β/Κ και 2ΕΕΚ

 

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

80 x 68,6

 

Χωρητικότητα (cc):

689

 

Σχέση συμπίεσης:

11,5 :1

 

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

75/8.750

 

Ροπή (kg.m/rpm):

6,83/6.500

 

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

108,8

 

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

 

Σύστημα εξαγωγής:

 2 σε 1

 

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

 

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

 

 

 

 

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

 

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος, με ντίζα

 

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια 1,925 :1

 

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα, γρανάζια 2,812:1

 

Συνολικές σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm

 

1η

2,846

 

2α

2,125

 

3η

1,632

 

4η

1,300

 

5η

1,091

 

6η

0,964

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ (S Mode)

Km/h

Sec

Μέτρα

 

0-50

1,58

10,68

 

0-100

3.66

55,29

 

0-150

7,72

199,45

 

0-200

 

 

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

Km/h

 

0-400

12.12

175.04

 

0-1.000

23,65

193.25

 

 

 

 

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

2,66/43,96

2,83/46,69

 

80-120

2,72/75,8

2,72/75,79

3,6/175

120 - 160

Δεν φτάνει 160

4,1/150

10,5/280

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

3,1

104

 

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

 

100-40

2,61

58

 

 

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

 

Κενή

Γεμάτη

 

Θεωρητικά

 

2,61

 

Πραγματικά

 

3,01

 

 

 

 

 

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

 

ΠΙΣΩ

 

ΤΥΠΟΣ

 Ένα αμορτισέρ, μοχλικό

 

Διαδρομή (mm):

142

 

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς

 

ΤΡΟΧΟΣ

 

Ζάντα:

5,5'' x 17

 

Ελαστικό:

180/55 R17

 

ΦΡΕΝΟ

 

Δίσκος "μαργαρίτα" 245mm με δαγκάνα ενός εμβόλου και ABS

 

 

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

 

Οθόνη LCD με ενδείξεις για στροφές / ταχύτητα / ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές/ επιλεγμένη σχέση κιβωτίου, στάθμη βενζίνης / επιλογή για στιγμιαία ή μέση κατανάλωση, θερμοκρασία περιβάλλοντος και διανυθέντα χιλιόμετρα με ρεζέρβα. Ενδεικτικές λυχνίες για φλας, νεκρά, μεγάλη σκάλα φώτων, έλεγχος κινητήρα, ABS, πίεση λαδιού

 

 

 

 

 

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

 

ΕΜΠΡΟΣ

 

ΤΥΠΟΣ

Τηλεσκοπικό πιρούνι

 

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

130/41

 

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση επαναφοράς

 

ΤΡΟΧΟΣ

 

Ζάντα:

3,5'' x 17

 

Ελαστικό:

120/70 R17

 

ΦΡΕΝΟ

 

Δυο δισκόφρενα "μαργαρίτα" 282mmδαγκάνες με τέσσερα έμβολα

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

65,17/9.000

Ροπή (kg.m/rpm):

6.0/6.700

 

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ

Κόφτης: 9.200

 

Μέγιστη ισχύς: 8.200

 

Στον κόφτη

 

1η 80

 

2α 126

 

3η 164

 

4η 203

 

5η 230

 

6η 247

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

 

Μέση : 5,8

 

Ελάχιστη : 5,4

 

Μέγιστη : 8,8

 

Αυτονομία (km): 250