SEAT MO eScooter 125: Δοκιμή και συγκριτικό με Honda PCX 125 & SYM JETX

Η δίτροχη πρόταση της SEAT για την αστική μετακίνηση
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

23/6/2021

Η πολυαναμενόμενη συνεργασία της SEAT με την ισπανική SILENCE αποδίδει τους πρώτους καρπούς με ναυαρχίδα το eScooter 125, όπως για πρώτη φορά είχε ανακοινωθεί στην EICMA πριν από δύο χρόνια. Η SEAT επέλεξε τον πιο ασφαλή και ευθύ δρόμο για την παρουσία της στα δίτροχα οχήματα συνάπτοντας συνεργασία με μία ισπανική εταιρεία που έχει ήδη αντιπροσωπείες σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και έχει αποδείξει την αξιοπιστία της. Σημαντικό επίσης πως κατασκευάζει τα ηλεκτροκίνητα σκούτερ εξ ολοκλήρου στην Ισπανία μαζί και τις αφαιρούμενες μπαταρίες! Η διαφορά στο φινίρισμα και την συναρμογή των πλαστικών υπερ των ΜΟ είναι αμέσως αισθητή, πράγμα όμως που αντανακλάται και στην τιμή η οποία διαμορφώνεται βέβαια σε πιο ελκυστικά πλαίσια μέσω επιδότησης με το πρόγραμμα «Κινούμαι Ηλεκτρικά», αλλά και με την εύκολη διαδικασία χρηματοδότησης από την SEAT.

Η εξέλιξη της ηλεκτροκίνησης στην μοτοσυκλέτα βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο, έναντι των εξελίξεων στην αυτοκίνηση που έχει ήδη βγάλει Πανεπιστήμιο. Και η άποψη του ΜΟΤΟ που έχει διαμορφωθεί μέσα από συζητήσεις με υψηλόβαθμα στελέχη των μητρικών κατασκευαστικών εταιρειών μοτοσυκλέτας, είναι πως η στασιμότητα στις εξελίξεις θα υπάρχει τουλάχιστον και για την επόμενη δεκαετία! Με λίγα λόγια αμιγώς ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες από τους πατροπαράδοτους κατασκευαστές θα αργήσουμε να δούμε. Στον αντίποδα όλων αυτών βρίσκονται τα ηλεκτρικά σκούτερ και μάλιστα λύσεις όπως των SEAT MO με αφαιρούμενη μπαταρία που μπορείς να πάρεις μαζί σου στο διαμέρισμα ή στην εργασία, αφήνοντας το σκούτερ παρκαρισμένο στον συνηθισμένο για εσένα μέρος. Πρόκειται για λύσεις που στοχεύουν στην καθημερινή μετακίνηση κι έχουν εφαρμογή στο σήμερα.

Η υφιστάμενη τεχνολογία της ηλεκτροκίνησης είναι παραπάνω από ικανοποιητική για τις ανάγκες που καλείται να καλύψει ένα σκούτερ, κι ας απέχει τουλάχιστον μία δεκαετία μακριά μας όταν μιλάμε για μοτοσυκλέτες. Πόσο μάλιστα όταν το SEAT MO δεν θέλει να προσελκύσει μονάχα μοτοσυκλετιστές που θέλουν και μία οικονομικότερη σε τρέχοντα έξοδα καθημερινή λύση μετακίνησης, αλλά κυρίως νέους οδηγούς που δεν έχουν προσωπικό όχημα.

Όλες οι έρευνες σε ευρωπαϊκό έδαφος άλλωστε καταλήγουν στο συμπέρασμα πως ολοένα και λιγότεροι νέοι αγοράζουν αυτοκίνητο, περιμένοντας την απόκτησή του αφότου κάνουν οικογένεια και αλλάξουν οι υποχρεώσεις τους. Οι αιτίες πολλές και μάλιστα με κοινωνικά κριτήρια ορισμένες από αυτές, αλλά εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός πως τα μεγάλα αστικά κέντρα γίνονται ολοένα και πιο αφιλόξενα για τα αυτοκίνητα, την ίδια ώρα που τα μέσα μαζικής μεταφοράς βελτιώνονται σε πρότυπο βαθμό. Τουλάχιστον στην υπόλοιπη Ευρώπη όλα αυτά. Με την αγορά του αυτοκινήτου να βλέπει τις εξελίξεις αυτές και να θέλει να προετοιμάζεται για το μέλλον, η ατομική μικροκινητικότητα φαίνεται πως δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα νέο εμπορικό πεδίο. Ένα ηλεκτρικό σκούτερ με επιδόσεις αντίστοιχες ενός με κινητήρα εσωτερικής καύσης που οδηγείται με δίπλωμα αυτοκινήτου, πλέον και στην χώρα μας, φαντάζει συνεπώς μία εξαιρετικά καλή λύση για μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων εκεί έξω. Τα παραπάνω εξηγούν την κίνηση της SEAT και ταυτόχρονα σχηματίζουν και το προφίλ χρήσης που ταιριάζει περισσότερο στο eScooter 125. Μία δοκιμή στο ΜΟΤΟ βέβαια δεν γίνεται ποτέ να περιοριστεί σε ένα και μόνο προφίλ χρήσης ή να μην υποβληθεί το MO σε όλα όσα κάνουμε στις σελίδες μας για όλα τα μοντέλα ξεκινώντας από το ζύγισμα στην δική μας ζυγαριά ακριβείας.

Η μπαταρία μόνη της ζυγίστηκε 40,5 κιλά δηλαδή μόλις 500 γραμμάρια παραπάνω από εκείνο που επικαλείται η SEAT ενώ λίγο μεγαλύτερη απόκλιση υπήρχε στο συνολικό βάρος, όπως θα διαβάσετε και στο ΜΟΤΟ. Η μπαταρία αφαιρείται συρταρωτά κατεβάζοντας αυτόματα δύο μικρούς συμπαγείς τροχούς ώστε ποτέ να μην χρειαστεί να την σηκώσεις ενώ αντίστοιχα τοποθετείται ξανά και στο σκούτερ. Το πρόβλημα είναι πως καμία πόλη της Ελλάδας δεν είναι… Τόκυο! Εκεί δηλαδή που οι δρόμοι θυμίζουν πίστα για superbike και τα πεζοδρόμια έχουν όλα ένα ύψος. Στην Ελλάδα δύσκολα θα παρκάρεις κάπου που δεν απαιτείται μετά να μην ανέβεις ούτε ένα σκαλί για να φτάσεις μέχρι το ασανσέρ ή για να μπεις στο σπίτι σου ή την εργασία, ακόμη κι αν μιλάμε για ισόγειο. Το κατά πόσο είναι εύκολο να ανεβάσεις την μπαταρία στο σπίτι ή το γραφείο είναι ξεχωριστό για τον κάθε ένα αλλά ταυτόχρονα εύκολο να το απαντήσει και μόνος του. Αν στην συνηθισμένη διαδρομή από το σημείο παρκαρίσματος προς το σημείο φόρτισης μπορεί με άνεση να μεταφέρει μία βαλίτσα για ένα αεροπορικό ταξίδι τότε θα πρέπει να υπολογίσει το διπλάσιο βάρος και να δώσει μόνος του την εξατομικευμένη απάντηση που χρειάζεται. Διότι οι βαλίτσες δεν ξεπερνούν τα 23 κιλά κι έτσι παρά τον μικρό της όγκο, η βαριά μπαταρία δεν πρόκειται να βολέψει όλους το ίδιο στην μεταφορά της.

Από εκεί και πέρα υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα με την οδηγική εκτίμηση του SEAT MO: Το γεγονός πως θα κληθούν να μιλήσουν για αυτό άνθρωποι με εμπειρία χτισμένη σε καθαρά μοτοσυκλετιστικά κριτήρια, είτε μιλάμε για εμάς τους ίδιους είτε για όλους εκείνους που θα τους ζητηθεί η γνώμη από κάποιον συγγενή ή φίλο που δεν έχει καμία σχέση με δίτροχα και θεωρεί ως «γκουρού» οποιονδήποτε καβαλά μοτοσυκλέτα. Κι αυτό είναι πρόβλημα γιατί με καθαρά μοτοσυκλετιστικά κριτήρια, το μεγαλύτερο ποσοστό βάρους που αναλογεί στον πίσω άξονα και φυσικά το hub-motor που χρησιμοποιεί το eScooter 125 για την κίνησή του είναι στοιχεία που αμέσως θα ξενίσουν κάποιον μοτοσυκλετιστή. Μεταξύ μας λοιπόν δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη αν σας πω ότι κοντά στην τελική των εκατό χιλιομέτρων υπάρχει ένα κοσκίνισμα στο τιμόνι που γίνεται κατανοητό όμως μονάχα αν το αφήσεις για λίγο, ούτε πως κάθε λακκούβα μέσα στην οποία θα πέσει ο πίσω τροχός θα έχει από μικρό έως αρκετά μεγάλο αντίκτυπο στην απόσβεση του αμορτισέρ πίσω και αναλόγως της ταχύτητας θα επηρεάσει ακόμη και την σταθερότητα. Δεν γίνεται κι αλλιώς καθώς το βάρος του τροχού είναι σημαντικό. Η hub-motor λύση εξυπηρετεί απόλυτα τους σκοπούς σε ηλεκτρικά πατίνια και μικρά σκούτερ, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα φανερώνει τα πολλά μεινοκτήματα με πρώτο και καλύτερο το βάρος. Όσο μεγαλύτερο είναι το μη αναρτώμενο βάρος τόσο μεγαλύτερη και η αδράνεια που επηρεάζει την κίνηση της μοτοσυκλέτας κατά την αλλαγή κατεύθυνσης και φυσικά την απόσβεση της ανάρτησης στις διάφορες ανωμαλίες του οδοστρώματος που στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου αμελητέες. Ο μοτοσυκλετιστής θα δώσει μεγαλύτερη σημασία σε όλα αυτά, από εκείνο που θα κάνει κάποιος νέος αναβάτης προερχόμενος από το αυτοκίνητο και που στρέφεται στο δίκυκλο ως λύση ανάγκης, σαφώς κινούμενος σε διαφορετικό ρυθμό. Κυρίως μάλιστα από την στιγμή που στην σέλα του SEAT MO όλα αυτά συνηθίζονται εύκολα και για να σε απασχολήσουν θα πρέπει πρωτίστως να τα αναγνωρίσεις ως μεθοδολογία κατασκευής και όχι ως συμπεριφοράς. Η σύγκριση βέβαια με ένα αντίστοιχο σκούτερ 125 κυβικών θα φανερώσει αμέσως αυτή την διαφορά πάνω από λακκούβες αν και θα πρέπει να αρχίσει κανείς να οδηγεί γρήγορα για να δει μεγάλη διαφορά στην αλλαγή κατεύθυνσης που έτσι και αλλιώς δεν είναι ζητούμενο για κανένα από αυτά τα οχήματα.

Αντιθέτως μεγάλη είναι η διαφορά στην επιτάχυνση και στην συγκεκριμένη περίπτωση με τα Honda PCX 125 και SYM JetX που παραβάλλαμε απέναντι στο SEAT MO. Και τα δύο σκούτερ με κινητήρα εσωτερικής καύσης ξεκινούν για μερικά μέτρα πιο γρήγορα από το ηλεκτρικό αλλά μιλάμε για μόλις το μισό μήκος. Αμέσως μετά και όσο η CVT μετάδοσή τους μεγαλώνει το εύρος της, το SEAT MO όχι απλά περνά μπροστά αλλά τους αφήνει και πολύ εύκολα πίσω ακόμη κι αν στην σέλα του έχει βαρύτερο αναβάτη. Ο τοποθετημένος στο κέντρο του τροχού ηλεκτροκινητήρας δεν έχει τα ίδια θέματα μετάδοσης με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης ενώ έτσι κι αλλιώς η ευστροφία του δεν μπορεί να συγκριθεί.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να γίνεται το SEAT MO το πιο γρήγορο όχημα ανάμεσα στα αυτοκίνητα στα χέρια κάποιου έμπειρου αναβάτη, όμως αυτό θα διαρκέσει για λίγο κυρίως τώρα το καλοκαίρι. Μόλις η θερμοκρασία της μπαταρίας που ευδιάκριτα φαίνεται στην οθόνη των οργάνων, ξεπεράσει τους πενήντα βαθμούς η απόδοση περιορίζεται. Αυτό όμως είναι κάτι που επηρεάζει την επιτάχυνση και όχι στην τελική ταχύτητα που εξακολουθεί να είναι τα εκατό χιλιόμετρα με την λειτουργεία Sport επιλεγμένη, ενώ πέφτει σταδιακά για τις υπόλοιπες φτάνοντας τα 70. Δεν είναι δύσκολο για την μεγάλη μπαταρία στις πυρωμένες κατά το ελληνικό καλοκαίρι πόλεις, να ξεπεράσει γρήγορα τους 50 βαθμούς όταν το γκάζι μένει συνέχεια τέρμα ανοικτό. Αν δεν τρέχεις ανάμεσα στα αυτοκίνητα με ρυθμό που σε εκνεύριζε να βλέπεις τα δίκυκλα να κρατούν όσο καιρό οδηγούσες μονάχα αυτοκίνητο, τότε ο περιορισμός της επιτάχυνσης εξαιτίας της θερμοκρασίας της μπαταρίας δεν πρόκειται να σε απασχολήσει καθόλου. Πότε, ούτε στην πιο ζεστή ημέρα, δεν έφτασε η μπαταρία σε θερμοκρασία που θα μπορούσε να την επηρεάσει περισσότερο, όπως ας πούμε να μην μπορείς να την βάλεις να φορτίσει αμέσως μόλις παρκάρεις. Η φόρτιση μπορεί να γίνει και επάνω στο σκούτερ χωρίς καμία διαφορά από την στιγμή που ο φορτιστής των 600W είναι ενσωματωμένος στην αφαιρούμενη μπαταρία, με την φόρτιση να διαρκεί 6 ώρες αν έχει αδειάσει τελείως πράγμα που πρέπει να αποφεύγεται. Όχι μόνο αυτό, αλλά η εγγύηση χάνεται αν το σκούτερ δεν φορτιστεί τουλάχιστον μία φορά τον μήνα. Κι αυτό γιατί η ακινησία φθείρει την μπαταρία, όπως και όλες τις μπαταρίες έτσι κι αλλιώς.

Η αυτονομία που ανακοινώνει η SEAT ισχύει σε απόλυτο βαθμό αν χρησιμοποιείς και τον χάρτη με την μικρότερη απόδοση όμως. Περιορίζεται περίπου στο μισό όταν έχεις επιλέξει την Sport απόδοση και το ευτυχές γεγονός είναι πως μπορείς να βασιστείς στην ένδειξη των οργάνων και να υπολογίσεις με ακρίβεια την απόσταση που μπορείς να διανύσεις με την μπαταρία που απομένει. Τα φώτα είναι εξαιρετικά το βράδυ και αρκετά εμφανή την ημέρα που είναι ζήτημα ασφάλειας για όλα τα δίκυκλα ώστε να τα προσέχουν καλύτερα οι υπόλοιποι οδηγοί. Ο χώρος κάτω από την σέλα μπορεί να φιλοξενήσει δύο κράνη ενώ η επίπεδη ποδιά ευνοεί το φόρτωμα. Η σέλα είναι εξαιρετικά ποιοτική, από τις πιο ευρύχωρες συγκρινόμενη με τα σκούτερ της κατηγορίας 125 και στεγνώνει αμέσως μετά την βροχή. Με ένα ελαφρύ χτύπημα στο κέντρο του LED δαχτυλίου, η μπαταρία σου δείχνει το ποσοστό φόρτισης αλλά αυτό το εφέ ενεργοποιείται και από τράνταγμα σε λακκούβες ή όταν ανεβοκατεβαίνεις σκαλιά ενώ τραβάς την μπαταρία από το χερούλι της σαν βαλίτσα.

Οποιοσδήποτε μπορεί να τραβήξει την τροχύλατη μπαταρία σε πλακόστρωτο δρόμο και να την ανεβάσει τρια-τέσσερα σκαλιά μέχρι την είσοδο, μπορεί να σπρώξει και το σκούτερ για μισό μέτρο σε ανηφόρα, ώστε να ξεπαρκάρει. Ωστόσο για κάτι τέτοιες στιγμές υπάρχει η επιλογή της όπισθεν που ενεργοποιείται πολύ εύκολα με ένα δάχτυλο από το αριστερό χέρι. Σαφέστατα καλοδεχούμενη λοιπόν αν και όχι τελείως απαραίτητη.

Με το SEAT MO τρέξαμε τρία διαφορετικά σενάρια μετακίνησης με το πιο ακραίο από αυτά, για τα δεδομένα ηλεκτρικού σκούτερ, να περιλαμβάνει καθημερινή μετακίνηση 35 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, εργασίες στο κέντρο της πόλης και επιστροφή. Είτε βρίσκεσαι περιμετρικά του κέντρου πόλης και κινείσαι σε αυτό, είτε στα περίχωρα, το SEAT MO μπορεί να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες μετακίνησης μετριάζοντας την ταχύτητα για να ανταπεξέλθει στην απόσταση αν δεν θέλεις στο ενδιάμεσο να φορτίσεις. Διαφορετικά δεν υπάρχει ούτε αυτός ο περιορισμός. Συγκριτικά με ένα σκούτερ 125 δεν υπάρχει καμία διαφορά στην άνεση κατά την κάλυψη αποστάσεων, πέρα από το θέμα των αποσβέσεων από το πίσω αμορτισέρ που καλύψαμε αναλυτικά – απεναντίας το SEAT MO είναι εξαιρετικά εργονομικό για κάθε σωματότυπο αναβάτη.

Με επιδοτούμενη αγορά που κάπως μετριάζει το κόστος απόκτησης που συγκρίνεται με σκούτερ μεγαλύτερου κυβισμού και όχι τα 125 αλλά με καλύτερες επιδόσεις από αυτά, πολύ καλή εργονομία και μεγάλες δυνατότητες φόρτωσης, το eScooter 125 φέρνει στο σήμερα μία εικόνα από ένα κοντινό μέλλον όπου η αστική μετακίνηση θα είναι κυρίως ηλεκτρική. Μπορεί οι κινητήρες εσωτερικής καύσης να χρειάζονται πολλά χρόνια για να φύγουν από τις μοτοσυκλέτες, αν ποτέ φύγουν, αλλά τα δεδομένα των σκούτερ είναι τελείως διαφορετικά και μία λύση όπως των SEAT MO έχει άμεση εφαρμογή στο σήμερα. Περισσότερα σε επόμενο ΜΟΤΟ αλλά και στην ετήσια έκδοση των σκούτερ, την «βίβλο» SCOOTERMANIA.

 

Δείτε εδώ περισσότερα τεχνικά χαρακτηριστικά και τιμοκατάλογο των SEAT MO

 

Yamaha TMax Tech Max 560: Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα: 1.100χλμ ΑΥΘΗΜΕΡΟΝ!

Όταν η καθημερινή σου εργασία, απαιτήσει να «πεταχτείς» λίγο πιο μακριά!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

31/5/2022

Τα σκούτερ έχουν φτιαχτεί για να εξυπηρετούν καθημερινές ανάγκες μετακίνησης, ενώ το TMAX αποτελεί μία ξεχωριστή περίπτωση καθώς όταν πρωτοεμφανίστηκε το 2001 ήταν το πρώτο που προσέφερε οδηγική συμπεριφορά μοτοσυκλέτας, όπως και το πρώτο σκούτερ με αμιγώς σπορ συμπεριφορά. Τις δεκαετίες της μεγάλης ανακάλυψης των κατηγοριών, μέχρι και τις αρχές του ’80 δηλαδή, όλα είχαν λίγο-πολύ δοκιμασθεί και πρακτικά τίποτα δεν γίνεται να είναι τελείως καινούριο. Ανάμεσα στα σκούτερ της εποχής όμως, το TMAX ήταν εκείνο που είχε τον κινητήρα στο κέντρο, ένα κανονικό ψαλίδι και σπορ συμπεριφορά που προσέδιδε ενεργητική ασφάλεια και άνοιγε την όρεξη ακόμη και για trackdays και ενιαία πρωταθλήματα όπως και έγινε εκείνη την εποχή. Πάνω από είκοσι χρόνια πριν, το ΜΟΤΟ έγραφε πως το TMAX αξίζει να ξεχωρίσει και να διαγράψει μία μακρά καριέρα γιατί αλλάζει τα δεδομένα ολόκληρης της κατηγορίας, και παρά τις αντιδράσεις που δεχτήκαμε εκείνη την εποχή από τον ανταγωνισμό του κυρίως, η πορεία του όλα τα επόμενα χρόνια μας δικαιώνει.

Τώρα διανύουμε επίσης μία τελείως διαφορετική εποχή που η οδηγική συμπεριφορά γενικώς έχει αποκτήσει, επιτέλους, ένα κάτω όριο αρκετά όμως υψηλό και πλέον το κόστος απόκτησης, το κόστος συντήρησης και η κατανάλωση, υπερτερούν ως ζητούμενα έναντι των επιδόσεων.

Στην πλήρη και αναλυτική δοκιμή του TMAX θα τα εξετάσουμε όλα αυτά, πάμε να δούμε όμως μία πολύ συγκεκριμένη πτυχή του νέου TMAX μέσα από την ευκαιρία ενός ταξιδιού – αστραπής. Ο Κωνσταντίνος Δάλλας εργάζεται στην Aurora Rally Equipment, έχει εργαστεί παλαιότερα στο ΜΟΤΟ και σε άλλα μέσα ως συντάκτης, έχει εργαστεί ως εκπαιδευτής οδήγησης μοτοσυκλέτας στο California Superbike School, έχει υπάρξει προπονητής του Γιάννη Μπούστα, ενώ συμμετέχει ενεργά στην θρυλικότερη Adventure δοκιμασία του Ειδικού Τύπου στην Ευρώπη, δηλαδή το Mega Test του MOTO. Δεν είχαμε προγραμματίσει να εσωκλείσουμε στην αναλυτική δοκιμή του TMAX κι ένα ταξίδι 1.100χλμ αυθημερόν, αλλά εκμεταλλευτήκαμε την ευκαιρία όπως αυτή περιγράφεται στο κείμενο του Κωνσταντίνου Δάλλα που ακολουθεί, με την ευθύτητα στον λόγο για την οποία διακρίνεται όλα αυτά τα χρόνια. Πραγματοποιούμε το Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Σέρρες πολύ συχνά και στην πορεία του ΜΟΤΟ είναι ταξίδι που έχει γίνει ακόμη και με δίκυκλο 50cc, όπως επίσης και με παλαιότερες εκδόσεις του TMAX. Δεν είναι άθλος, είναι απλά μία τεκμηριωμένη εμπειρία με τα περισσότερα μονορούφι χιλιόμετρα σε μία ημέρα με το 2022 TMAX TechMax 560:  

 

Yamaha TMax Tech Max 560 - 1.100km αυθημερόν!

του Κωνσταντίνου Δάλλα

 

Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα σε μια μέρα

 

Όταν είσαι 16 το κάνεις και με 6βολτο παπί ρετάλι, που αγόρασες από γύφτο στο Σχιστό, με το καρμπιρατέρ να κρέμεται στο πλάι.

Όταν είσαι 26 δεν δέχεσαι τίποτα λιγότερο από το τελευταίο superbike που κυκλοφόρησε το πολύ έξι μήνες πριν.

Όταν είσαι 36 μάλλον θα το κάνεις με αυτοκίνητο – παλιά αυτό βέβαια, σήμερα με 2,3 το λίτρο και 62 ευρώ διόδια, άστο καλύτερα.

Όταν είσαι 46 καλή μου η ώρα, το μόνο που κοιτάς είναι τη σέλα – ή τέλος πάντων από τη σέλα ξεκινάς, για να έχουμε καλή συνέχεια…

 

Οι επαγγελματικές μου υποχρεώσεις στην Aurora Rally Equipment απαιτούσαν την πραγματοποίηση ενός μονοήμερου ταξιδιού αστραπή μέχρι τη Θεσσαλονίκη και πίσω, το οποίο μας «έσκασε» last minute και δεν έβγαινε χρονικά να γίνει αεροπορικώς. Το αυτοκίνητο μπορείτε να το ξεχάσετε - δεν πάω μόνος μου 10 ώρες στην Εθνική, εύκολα θα με πάρει ο ύπνος και θα με μαζεύουν από τις μπαριέρες. Το δε τρένο ξεχάστε το και αυτό, καθώς το μόνο τρένο στο οποίο θα μπω είναι αυτό της γενικής επιστράτευσης σε περίπτωση 3ου παγκόσμιου – αν και, τώρα που το σκέφτομαι, δεν θα με πάρουν λόγω ηλικίας, οπότε το μόνο τρένο στο οποίο θα μπω είναι το κανένα τρένο.

Για να μην το παραζαλίζουμε, η λύση είναι καθαρά και μόνο η μοτοσυκλέτα, αλλά άντε να βρεις ένα αξιόλογο δίκυκλο τελευταία στιγμή. Τηλέφωνο στον Φελούκα λοιπόν, τον άνθρωπο για τις δύσκολες αποστολές. Ντριιιννν…

  • «Έλα ψηλέ. Σου είπα προχτές, δεν έχω νέα για το Mega Test ακόμα».
  • «Θάνο δεν σε πήρα για το Mega Test. Χρειάζομαι ένα μηχανάκι να πεταχτώ ΑΥΡΙΟ μέχρι τη Θεσσαλονίκη και να γυρίσω το ίδιο βράδυ».
  • «Και δεν το λες τόση ώρα; Σου έχω το κατάλληλο εργαλείο: Yamaha TMax 560, το Tech Max, όχι αστεία».
  • “Α ρε. 130 πάει;»
  • «170 εύκολα».
  • «Άσε ρε».
  • «Αν επιμείνεις πάει και 180».
  • «250 χιλιόμετρα βγάζει με ένα ντεπόζιτο;».
  • «Δεν έχω ιδέα ακόμη γιατί θα ταξιδέψεις πρώτος. Έχει όμως cruise control που «κλειδώνει» μέχρι τα 150».
  • «Γιατί; Μετά κουνάει σαν τράτα;»,
  • «Αυτό φίλε μου θα το ανακαλύψεις μόνος σου».

Και έτσι έγινε. Πρωί καθημερινής προσγειώνομαι στα γραφεία του ΜΟΤΟ, καβαλάω TMax και φεύγω άρον-άρον, καθότι ήδη πίσω στο πρόγραμμα. «Που πας ρε φιλαράκι με δαύτο;», γκαρίζει ο Μέντης από το βάθος. «Θα βρίσκουν τα πόδια σου στο τιμόνι». Ευτυχώς δεν έβρισκαν. Οριακά μεν, αλλά δεν έβρισκαν. Ίσως άμα πατάς ψηλά στα μαρσπιέ να βρίσκουν, όμως δεν έχουν καμιά δουλειά τα πόδια σου εκεί πάνω όταν κάνεις επιτόπιους ελιγμούς, εκτός κι αν ψάχνεις τρόπους να πέσεις και να γελάνε μαζί σου και τα πεζοδρόμια…

Ηλεκτρονικά κόλπα

Λίγο πριν βάλω κράνος, αρχίζω να παίζω με τα ηλεκτρονικά. Πάντα, μα πάντα, το πρώτο πράγμα που κάνω όταν οδηγώ ένα ξένο σε εμένα όχημα είναι να παίζω με τα ηλεκτρονικά. Να δω το μενού, τι επιλογές υπάρχουν, τα πάντα όλα. Πάω να δω συνδεσιμότητα, βρίσκω Bluetooth. Ανοίγω ντουλαπάκι, έχει USB και μια αφαιρούμενη θήκη για το τηλέφωνο, με λάστιχο μάλιστα για να το συγκρατεί και να το προστατεύει από κραδασμούς. Κάνω pair το κινητό, τηλεφωνικός κατάλογος, κλήσεις, όλα οκ. Εφαρμογές; Μπα. Νέκρα. Ούτε ένα τιποτένιο Google Maps. Ένα CarPlay, ένα Android Auto; Τίποτα. Μπαίνεις στο site της Yamaha και διαβάζεις υποσχέσεις για πλοήγηση on screen με Garmin Navigator. Αυτό όμως δεν υπάρχει στο ελληνικό App Store, οπότε τζίφος. Παρατάω την αναζήτηση και σετάρω google maps με ειδοποιήσεις στο ρολόι μου.

Πάμε στα themes του οργάνου. Το μόνο του γούστου μου είναι αυτό με το στροφόμετρο να γεμίζει την ημικυκλική μπάρα. Το άλλο με τη βελόνα με τα στρασάκια είναι λες και το έφτιαξαν για την Έλσα από το Frozen. Το δε τρίτο, μια από τα ίδια: αυτό μάλλον το σχεδίασε η Άννα, η αδερφή της Έλσας.

Κατά τα λοιπά, η πληροφορία στα πέριξ της φωτεινής οθόνης φτάνει και περισσεύει. Δύο trip, στιγμιαία και μέση κατανάλωση, μέση ωριαία, θερμοκρασία περιβάλλοντος και ψυκτικού υγρού, ρολόι, χρονική διάρκεια ταξιδιού. Επίσης έχουμε ηλεκτρικά ρυθμιζόμενη ζελατίνα, θερμαινόμενα γκριπ και θερμαινόμενη σέλα – αν και με 36 βαθμούς μέγιστη θερμοκρασία σήμερα, τα δύο τελευταία σίγουρα δεν θα τα χρειαστούμε.

Στο δρόμο για Θεσσαλονίκη – και πίσω

Μέχρι να βγω Εθνική τοποθετώ τη ζελατίνα σε χαμηλό ύψος, έτσι ώστε να φτάνει αρκετός αέρας στο πρόσωπο. Η πρώτη εντύπωση πολύ θετική. Το TMax έχει ένα ολοζώντανο, δυνατό μοτέρ με μπάσο, απόμακρο ήχο και ελάχιστους κραδασμούς. Ανταποκρίνεται άμεσα στο άνοιγμα του γκαζιού και επιταχύνει δυνατά μέχρι τα 160 km/h. Από εκεί και μέχρι τα 182 που μπορείς να δεις στο ταχύμετρο, ο ρυθμός επιτάχυνσης είναι μεν πιο αργός, όμως το TMax παραμένει υποδειγματικά σταθερό, θυμίζοντας μεγάλη τουριστική μοτοσυκλέτα.

Ακόμα και με τη ζελατίνα στην ψηλότερη θέση, το TMax είναι ακλόνητο στις ευθείες. Στις ανοιχτές στροφές της Εθνικής θα χρειαστεί να κάνεις μερικές για να εξοικειωθείς με την αργή γεωμετρία και το χαμηλό κέντρο βάρους. Το TMax θέλει να του δίνεις την εντολή να στρίψει λίγο νωρίτερα απ’ ότι συνηθίζεις, ενώ θα χρειαστεί λίγο μεγαλύτερη κλίση στο κέντρο της στροφής. Μετά από λίγη ώρα, χτίζεις μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί του και αρχίζεις να το διασκεδάζεις. Σου μεταφέρει μπόλικη πληροφορία από το δρόμο, φιλτραρισμένη μεν για χάρη της άνεσης, αρκετή δε για να το οδηγήσεις σβέλτα χωρίς ενδοιασμούς.

Περί traction control και sport mode δεν έχω πολλά να σας πω. Το πρώτο το αισθάνθηκα να παρεμβαίνει στους γλιστερούς δρόμους της Θεσσαλονίκης και νομίζω ότι τα κοψίματα που κάνει είναι λίγο μεγάλα σε διάρκεια. Το δεύτερο δεν το χρησιμοποίησα πουθενά, καθώς δεν αισθάνθηκα το μοτέρ να με κρεμάει ή να δουλεύει χαμηλά σε σημεία που δεν θα έπρεπε.

Το Yamaha TMAX Tech Max 560 στο αεροδρ... αντιμετώπο με την Εθνική Όδο:
(φωτό σε σημείο κλειστό στην κυκλοφορία)

149, 150… Αποφάσισε

Σε μια τέτοια διαδρομή, το cruise control είναι ένα μαγικό εργαλείο που σου επιτρέπει να πάρεις διάφορες περίεργες στάσεις με τα χέρια και το σώμα σου, στην προσπάθειά σου να ξεπιαστείς και να κυκλοφορήσει το αίμα λίγο καλύτερα. Καθ’ όλη τη διάρκεια των 10 ωρών ταξιδιού, αμέτρητες ήταν οι φορές που σκαρφάλωσα τα οπίσθιά μου πάνω στο μαξιλαράκι πλάτης για να πάρει ο πισινός μου αέρα. Άλλες τόσες και περισσότερες κράτησα το τιμόνι από τα δοχεία υγρών φρένων και συμπλέκτη, ενώ δεν ήταν λίγες αυτές που ήμουν με το αριστερό χέρι στο τιμόνι και το δεξί να αναπαύεται στα πόδια μου.

Όπως αναφέραμε νωρίτερα, το cruise control μπορεί να ενεργοποιηθεί μέχρι τα 150 km/h. Για την ακρίβεια, μέχρι τα 149, 150, 149, 150, 149, 150… Αυτό γίνεται συνέχεια όταν το «κλειδώνεις» στην ανώτερη ταχύτητα λειτουργίας. Δοκίμασα να το «κλειδώσω» λίγο παρακάτω και άρχισε τα 147, 148, 147, 148, 147, 148. Αγαπητοί τεχνικοί της Yamaha, είναι λίγο εκνευριστικό αυτό, σου τραβά την προσοχή στα όργανα χωρίς να το θέλεις. Πιστεύω ότι είναι εύκολο να λυθεί με μια αναβάθμιση λογισμικού.

Όταν κινείσαι με περισσότερα από 150 km/h, το TMax δεν σε αφήνει να επαναφέρεις το cruise control στην προηγούμενη ταχύτητα που το είχες ορίσει. Θα πρέπει να κόψεις κάτω από τα 150 και μετά να πατήσεις το resume. Αντίθετα, με το cruise control ενεργοποιημένο, μπορείς να επιταχύνεις πάνω από τα 150 για όση ώρα θες, να αφήσεις το γκάζι και να ανακτήσει έλεγχο το cruise, επαναφέροντας το TMax στην προκαθορισμένη ταχύτητα κίνησης. Το όριο των 150 στο cruise control έχει να κάνει με την ασφάλεια του αναβάτη, δεν είναι λίγοι οι κατασκευαστές που το εφαρμόζουν. Ωστόσο το TMax είναι ακλόνητο μέχρι και την τελική του ταχύτητα, στα 182 km/h στο ταχύμετρο, οπότε πολύ εύκολα θα μπορούσε να πηγαίνει με το cruise μέχρι και αυτή την ταχύτητα.

Στην αυτονομία τώρα, με ταχύτητες κίνησης τα 130 με 140 km/h, το TMax θα κάψει γύρω στα 6.5 λίτρα ανά 100km. Με χωρητικότητα ρεζερβουάρ τα 15 λίτρα, αυτό σημαίνει ότι μπορείς να κάνεις λίγο περισσότερα από 210 χιλιόμετρα μεταξύ των στάσεων. Θα χρειαστεί ωστόσο να μην είσαι αγχωτικός τύπος, καθώς το fuel trip ξεκινά κάπως νωρίς, ακυρώνοντας τη χιλιομετρική ένδειξη υπολειπόμενης αυτονομίας (όλο αυτό για να μεταφράσω τη λέξη “range”). Μπήκα για βενζίνη με το fuel trip στα 27 χιλιόμετρα και έβαλα 13 λίτρα. Είχα δηλαδή άλλα 2 λίτρα μέσα, που σημαίνει ότι θα μπορούσα να κάνω άλλα 15-20 χιλιόμετρα, αν φυσικά μπορούσα να διαχειριστώ το άγχος του να βλέπω το fuel trip να σκαρφαλώνει στα 50 και…

Εν κατακλείδι

Τι μου άρεσε περισσότερο στο TMax σε αυτό το μονοήμερο ταξίδι; Η ζελατινάρα, που την είχα τέρμα πάνω όλη την ώρα, εκτός από το βράδυ που την ρύθμιζα κάτω από το ύψος των ματιών για να έχω καλύτερη ορατότητα. Πλήρης ησυχία πίσω της, σε συνδυασμό με τις ωτοασπίδες που πάντα φοράω σε ταξίδι, έκαναν αυτές τις 10 ώρες λιγότερο κουραστικές.

Μετά, το μοτέρ. Δυνατό και ήσυχο, με όμορφη μπάσα νότα όταν ανοίξεις δυνατά το γκάζι. Το αισθάνεσαι μόνο κάπου στις 4 με 5 χιλιάδες στροφές, όπου σου μεταφέρει ένα μικρό γαργαλητό στις πατούσες. Στα 130 με 140 δεν το αισθάνεσαι ούτε το ακούς, λες και το TMax είναι ηλεκτρικό.

Η σέλα φυσικά. Άνεση επιπέδου πολυθρόνας, με μαξιλαράκι στήριξης για τη μέση. Θα την ήθελα λίγο πιο φαρδιά στο μπροστινό κομμάτι, αν και καταλαβαίνω ότι είναι επίτηδες στενή για να πατάνε κάτω οι πιο κοντοί από εμένα.

Και για το τέλος άφησα τα φώτα. Εντυπωσιακά δυνατά για scooter, θα πω μόνο αυτό: ξέρω αρκετές μοτοσυκλέτες που τα χρειάζονται άμεσα για να βελτιώσουν τον ταξιδιωτικό τους χαρακτήρα.

Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα με TMax λοιπόν. Όχι μόνο γίνεται, αλλά γίνεται και ευχάριστα. Ένας εξαιρετικός συνδυασμός άνεσης / επιδόσεων με λογική κατανάλωση, ευχάριστη οδική συμπεριφορά, χώρους για τα προσωπικά σου αντικείμενα και ένα δεύτερο μπουφάν για όταν δροσίσει το βράδυ. Παραδόξως, είχε δίκιο ο Φελούκας που το αποκάλεσε το κατάλληλο εργαλείο γι’ αυτή τη δουλειά.

 

Καταναλώσεις:

Έως Λαμία από Αθήνα: 6,3λ/100χλμ

Έως Λάρισα: 6,3λ/100χλμ

Λάρισα Θεσσαλονίκη: 7,4/100χλμ

Θεσσαλονίκη – Λάρισα: 6,9/100χλμ

Λάρισα – Αθήνα: 6,4/100χλμ

 

Ετικέτες