Bajaj Pulsar 125 2022: Το πλεονέκτημα μιας αληθινής μοτοσυκλέτας σε τιμή παπιού

Λύνει το πρόβλημα με ορθολογισμό
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/6/2022

Ζούμε σε μια μεταβατική περίοδο της ελληνικής αγοράς, όπου πολλά από τα δεδομένα των προηγούμενων ετών και δεκαετιών δεν ισχύουν πλέον. Η επέλαση των scooter στις μικρομεσαίες κατηγορίες κυβισμού εξαφάνισε τις μικρές μοτοσυκλέτες, ενώ την ίδια στιγμή οι προδιαγραφές Euro4 και Euro5 εξολόθρευσαν τα περισσότερα μοντέλα παπιών. Όσα από αυτά τα κατάφεραν να γίνουν Euro5, επιβαρύνθηκαν δυσανάλογα οι τιμές τους χάνοντας ένα μεγάλο πλεονέκτημά έναντι των scooter. Όλα τα παραπάνω περιόρισαν πολύ τις επιλογές για όσους αναζητούν ένα δίκυκλο με τιμή πολύ κάτω από τα 3.000€ και με κινητήρα έως 125 κυβικά, ώστε να το οδηγούν με δίπλωμα της Α1 κατηγορίας ή με δίπλωμα αυτοκινήτου για όσους πληρούν τις προϋποθέσεις του νέου νόμου που ισχύει εδώ και ένα χρόνο. Σε αυτό το θολό τοπίο της ελληνικής αγοράς, η άφιξη του νέου Pulsar 125 NS μοιάζει ως Θείο δώρο, καθώς με τιμή 2.490€ έχει έναν κινητήρα 12 ίππων και σύστημα ABS στα φρένα, μαζί με όλα τα πλεονεκτήματα που συνοδεύουν μια κανονικού μεγέθους μοτοσυκλέτα.

Με το μάτι και το αυτί

Σε γενικές γραμμές το νέο Pulsar NS 125 δεν φαίνεται στα χαρτιά να έχει κάποια τρομερή διαφορά από το προηγούμενο μοντέλο, όμως στην πράξη οι πολλές μικρές αλλαγές που έχει κάνει η Bajaj σε όλους τους τομείς και η αλλαγή του εμπορικού τοπίου της ελληνικής αγοράς τον τελευταίο χρόνο, κάνουν το νέο μοντέλο πολύ καλύτερη επιλογή σε σχέση με το προηγούμενο σε αυτή την κατηγορία κυβισμού και τιμής. Πρακτικά μοναδικοί του αντίπαλοι είναι τα παπιά και τα φτηνά scooter των 125 κυβικών, που στην πλειοψηφία τους έχουν παρωχημένης τεχνολογίας αερόψυκτους κινητήρες. Ο αερόψυκτος κινητήρας του Pulsar NS 125 είναι φυσικά προδιαγραφών Euro5 και διακρίνεται για την ποιότητα λειτουργίας του, αλλά και την πλήρη απουσία κραδασμών. Η απόλυτα ομαλή παροχή της δύναμης σε όλο το φάσμα των στροφών χαρίζουν στον αναβάτη μια πολιτισμένη εμπειρία οδήγησης, που δεν βρίσκεις εύκολα σε αυτά τα χρήματα πλέον. Ιδιαίτερα όταν μιλάμε για δίκυκλα με μονοκύλινδρους κινητήρες 125 κυβικών, οι οποίοι εκ των πραγμάτων δουλεύουν συνεχώς σε υψηλές στροφές, ο πολιτισμένος τρόπος λειτουργίας λόγω απουσίας κραδασμών και παρασιτικών μηχανικών θορύβων έχει μεγάλη σημασία στην αίσθηση ποιότητας, αλλά και άνεσης που αντιλαμβάνεται ο αναβάτης.

Σημαντικός παράγοντας στην αναβαθμισμένη αίσθηση ποιότητας του νέου Pulsar NS 125 είναι και η νέα σχεδίαση της εξωτερικής εμφάνισης. Κυρίως η ουρά, αλλά και το σχήμα του ρεζερβουάρ με τον προβολέα, έχουν πλέον περισσότερο “ιαπωνική” αύρα, ακολουθώντας κατά γράμμα μια μοντέρνα σπορ αισθητική. Μόνο τα κάγκελα (τα οποία όμως αφαιρούνται εύκολα) και το έξτρα σπείρωμα στην αριστερά πλευρά του ψαλιδιού για την τοποθέτηση προστατευτικού πλέγματος για να μην μπλεχτεί το σάρι στο γρανάζι της αλυσίδας, προδίδουν την ινδική καταγωγή.

Το στιβαρό πλαίσιο με τους δύο μεγάλους δοκούς, η ύπαρξη συστήματος ABS στα φρένα, αλλά και η αναπάντεχα ποιοτική λειτουργία των αναρτήσεων, κάνουν το Pulsar NS 125 πολύ ευχάριστο στην οδήγηση και δίνουν μια ανώτερη αίσθηση ασφάλειας στον αναβάτη. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του έναντι των αντίστοιχης, ακόμα και υψηλότερης τιμής παπιών και scooter στα 125 κυβικά, τα οποία συνήθως έχουν απλώς συνδυασμένα φρένα χωρίς ABS και οι αναρτήσεις τους δεν καταφέρνουν να φιλτράρουν ούτε τις μισές ανωμαλίες των ελληνικών δρόμων. Ο αναβάτης του Pulsar NS 125 απολαμβάνει πολύ υψηλά επίπεδα άνεσης μέσα στην πόλη και το ίδιο υψηλό επίπεδο άνεσης απολαμβάνει και ο συνεπιβάτης.

Συνήθως οι ινδικές εταιρείες βάζουν σκληρά ελατήρια στην πίσω ανάρτηση για να αντέχουν οι μοτοσυκλέτες τους υπερβολικό φόρτωμα και να μην τερματίζουν στους κακής ποιότητας δρόμους των επαρχιών της Ινδίας. Όμως στο νέο Pulsar NS 125 έχουν κάνει μια πολύ πιο “ευρωπαϊκή” επιλογή για το ελατήριο του πίσω αμορτισέρ. Η λογική σκληρότητα του ελατηρίου και οι αποσβέσεις του αμορτισέρ συνεργάζονται αρμονικά και είτε με ένα άτομο στη σέλα, είτε με δύο άτομα, το Pulsar NS 125 είναι άνετο παντού, χωρίς όμως να είναι υπερβολικά πλαδαρό. Έτσι η άνεση συνδυάζεται με σύγχρονα δυναμικά χαρακτηριστικά που ανεβάζουν ακόμα περισσότερο την ενεργητική ασφάλεια. Μόνο τα ελαστικά υπολείπονται σε κράτημα και είναι το μοναδικό σημείο πάνω στο Pulsar NS 125 που δεν αποτελεί σημείο αναφοράς στην κατηγορία του, έστω κι αν είναι αποδεκτά για την τιμή του. Πολύ καλή είναι και η εργονομία της θέσης οδήγησης, με λογικές αποστάσεις μεταξύ σέλας-μαρσπιέ και σέλας τιμονιού, δημιουργώντας μια ευρύχωρη θέση οδήγησης για όλα σχεδόν τα αναστήματα. Παρά τον “σπορ” σχεδιασμό της σέλας σε δύο ξεχωριστά κομμάτια για αναβάτη και συνεπιβάτη, έχει πλούσιο αφρώδες υλικό και προσφέρει υψηλό επίπεδο άνεσης για δύο άτομα.

Σχεδιασμένο για τις κακουχίες

Οι μοτοσυκλέτες που σχεδιάζονται με βασικό στόχο την τοπική αγορά της Ινδίας θα πρέπει απαραίτητα να μπορούν να επιβιώσουν για πολλά χρόνια με απλή και φτηνή συντήρηση, να καίνε κακής ποιότητας καύσιμα σε μικρές ποσότητες, να αντέχουν στο υπερβολικό φόρτωμα και κυρίως να επιβιώνουν για χρόνια στους χωματόδρομους. Το νέο Pulsar NS 125 είναι σαφώς πιο “ευρωπαϊκό” σε εμφάνιση και επίπεδο ενεργητικής ασφάλειας από τον προκάτοχό του και έχει αναβαθμιστεί εντυπωσιακά η άνεση, όμως η Bajaj δεν θυσίασε την παραδοσιακή “built to last” φιλοσοφία της μικρής μοτοσυκλέτας της. Τα περισσότερα από τα 144 κιλά που ζυγίζει αφορούν το πλεόνασμα μετάλλου στο πλαίσιο και στις ζάντες.

Ο αερόψυκτος κινητήρας του έχει αξιοπρεπέστατη ιπποδύναμη, όμως την ίδια στιγμή είναι σχεδιασμένος με μεγάλη διαδρομή εμβόλου και χαμηλή σχέση συμπίεσης ώστε να καίει χωρίς προβλήματα ό,τι είδους βενζίνη βάλεις στο ρεζερβουάρ των 12 λίτρων. Επίσης έχει μίζα και μανιβέλα για να μπορείς να τον βάλεις εμπρός ακόμα και με πεθαμένη μπαταρία ή αν χαλάσει η μίζα. Φυσικά όπως κάθε δίκυκλο 125 κυβικών, το Pulsar NS 125 θα περάσει όλη του τη ζωή με τον κινητήρα να δουλεύει στο όριο των στροφών του, οπότε η πραγματική μέση κατανάλωση σπάνια έχει διαφορά από την μέγιστη στον αληθινό κόσμο. Παρ' όλα αυτά, μπορείς με λίγο έξυπνη οδήγηση να μην ξεπεράσεις τα 3 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα μέσα στην πόλη, που είναι πολύ καλή για μια full size μοτοσυκλέτα. Αυτή τη στιγμή δύσκολα θα βρεις στην κατηγορία των 125 κυβικών κάποιο άλλο δίκυκλο που να συνδυάζει τόσο καλά τη σκληροτράχηλη αρχιτεκτονική των μηχανικών μερών, με την άνεση και την ενεργητική ασφάλεια μια σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Έως τώρα το ελληνικό κοινό συνήθως προτιμούσε τα παπιά και τα scooter σε αυτή την κατηγορία, όμως η αλήθεια είναι πως δεν υπήρχε κάποια σοβαρή εναλλακτική πρόταση στις μικρές μοτοσυκλέτες. Τώρα υπάρχει.

 

SUZUKI GSX1300R HAYABUSA: ‘Ετσι έγινε θρύλος στην Ελλάδα

Η μοτοσυκλέτα-σταθμός στην ιστορία της Suzuki μέσα από τις σελίδες του ΜΟΤΟ
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

16/11/2020

Σήμερα, το όνομα “Hayabusa” δεν χρειάζεται συστάσεις. Λίγο-πολύ όλοι έχουν μια σαφή εικόνα για τί είδους μοτοσυκλέτα είναι και ποιες είναι οι ικανότητές της. Όμως πίσω στο 1999 ήταν “απλώς” ένα καινούριο μοντέλο της Suzuki στην μεγάλη κατηγορία των Sport –touring που κανείς μας δεν είχε την παραμικρή ιδέα πως πρόκειται να ανατρέψει τα δεδομένα της κατηγορίας. Σε λίγες εβδομάδες η Suzuki θα παρουσιάζει μετά από πολλά χρόνια τον αντικαταστάτη του σημερινού μοντέλου κι αυτό μας έδωσε την ιδέα να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο και να θυμηθούμε μαζί το πρώτο γιγαντιαίο τεστ της Hayabusa του ΜΟΤΟ. Όπως έχουμε γράψει από το 2019 ακόμη, αποφεύγουμε να ανακοινώνουμε κάθε 2-3 μήνες πως έρχεται το νέο μοντέλο, όπως βλέπουμε αλλού να συμβαίνει. Από την πρώτη στιγμή είπαμε πότε θα έρθει το νέο Hayabusa κι όλα συνηγορούν πως από τότε είμαστε σωστοί... Ευκαιρία για ένα αφιέρωμα λοιπόν με λεπτομέρειες και αριθμούς σαν αυτά που δεν υπάρχουν πολλά εκεί έξω. Ένα πολυήμερο τεστ, με δοκιμασίες σε κάθε είδους δρόμο, που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ σε μοτοσυκλέτα αυτού του είδους και αποτέλεσε την αρχή της λαμπρής ιστορίας της Hayabusa στην Ελλάδα. Σε αυτό το flash-back θα ξεφυλλίσουμε μαζί το τεύχος 218 και θα δούμε τι κάναμε και πως ζήσαμε οι συντάκτες του ΜΟΤΟ την άφιξη της Hayabusa στη χώρα μας.

 

Πρώτο ραντεβού στις Σέρρες!

Το τρίπτυχο Hayabusa-MOTO-Πίστα ήταν εκείνο που σημάδεψε την ιστορία αυτή της μοτοσυκλέτας περισσότερο και την διαφοροποίησε από τα υπόλοιπα Supersport της εποχής. Το πρώτο ραντεβού μας μαζί της ήταν στην πίστα των Σερρών και αυτό από μόνο του αποτελεί “δημοσιογραφική ανωμαλία” για δοκιμή sport-touring μοτοσυκλέτας. Όμως η ελληνική αντιπροσωπεία είχε αποφασίσει να κάνει εκεί την δημοσιογραφική παρουσίαση και όπως αποδείχτηκε δεν ήταν καθόλου κακή επιλογή. Άλλωστε το Hayabusa ανήκει στην οικογένεια των GSX-R! Απλώς είναι 1300 και λιιιίγο παχουλό.

Τα κιλά και η “περιφέρεια μέσης” ήταν τα δύο στοιχεία που έβαζαν περιορισμό στην οδήγηση μέσα στην πίστα των Σερρών, πιέζοντας τα φρένα και τις αναρτήσεις. Τα περιθώρια κλίσης ήταν μια χαρά για μοτοσυκλέτα του είδους, όμως οι ικανότητες του πλαισίου και του κινητήρα της Hayabusa τα έκαναν να φαίνονται λίγα. Το φαίρινγκ, οι εξατμίσεις και το σταντ γδερνόντουσαν σε κάθε στροφή. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα για τον αναβάτη. Το πρόβλημά ήταν πως το Hayabusa είχε όντως γονίδια GSX-R και σου έδειχνε πως αν σηκώσεις τις εξατμίσεις και σκληρύνεις τις αναρτήσεις για να μην “βουλιάζει” μέσα στη στροφή, μπορεί να πάει πολύ γρήγορα ακόμα και μέσα σε αυτή την τεχνική πίστα. Το πόσο “GSX-R” ήταν το πλαίσιο της Hayabusa φάνηκε μερικούς μήνες μετά, όταν ταξιδέψαμε στο Nurburgring και στα χέρια του Άλκη Συνιώρη έκανε σε χρόνο 8 λεπτά και 20 δευτερόλεπτα τον γύρο (Bridge To Gate) στην θρυλική “Πράσινη Κόλαση” πηγαίνοντας τρενάκι μαζί με την R1 του Γερμανού εκπαιδευτή!

Μάλιστα η συγκεκριμένη μαύρη Hayabusa ήταν η ίδια που είχαμε στις Σέρρες και είχαμε “ξεσκίσει” στα τεστ επί μήνες οι Έλληνες δημοσιογράφοι, αποδεικνύοντας πως εκτός από επιδόσεις, ο κινητήρας της είχε “αντισώματα” στους κανίβαλους!   

Πρώτη στους αριθμούς

 

Τα όργανα μετρήσεων και το δυναμόμετρο του ΜΟΤΟ δεν είχαν δείξει ποτέ πριν τόσο μεγάλους αριθμούς στη ζωή τους. Τα εργοστάσια πάντα φουσκώνουν του αριθμούς στα τεχνικά χαρακτηριστικά που δημοσίευαν, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις ιπποδυνάμεις και το βάρος. Ως αποτέλεσμα, όσα περιοδικά κάνουμε μετρήσεις επιδόσεων, πολλές φορές βλέπουμε μεγάλες αποκλείσεις. Έως τον Ιούνιο του 1999 που βγήκε στα περίπτερα το τεύχος 218 με το πρώτο τεστ του Hayabusa δεν υπήρχε μοτοσυκλέτα παραγωγής που να είχε δείξει πάνω από 140 ίππους στον τροχό και να είχε ξεπεράσει τα 290km/h στο όργανο μετρήσεων του περιοδικού.

Το Honda CBR1100XX Blackbird Fi είχε πάρει την σκυτάλη των επιδόσεων από το γερασμένο Kawasaki ZZ-R 1200, έχοντας 142,1 ίππους στον τροχό και 294km/h τελικής ταχύτητας. Η Honda είχε επιτύχει τελική 300km/h στην οβάλ πίστα του Nardo της Ιταλίας, όμως η μοτοσυκλέτα εκείνη δεν είχε καθρέπτες και η Dainese είχε σχεδιάσει ειδική φόρμα και κράνος για την μικρόσωμη αναβάτρια Yuko, την Ιαπωνίδα συντάκτρια που είχαμε συνεργασία και εμείς στο ΜΟΤΟ. Όταν λοιπόν ήρθε το Hayabusa γράφοντας 157,6 ίππους στο δυναμόμετρο και 308km/h πραγματικής τελικής, έπεσαν τα σαγόνια όλων στο πάτωμα! Η Suzuki ποτέ δεν είχε τη φήμη πως φτιάχνει τις δυνατότερες και γρηγορότερες μοτοσυκλέτες στην ευθεία. Γι΄αυτό και η Hayabusa σόκαρε τόσο πολύ τους μοτοσυκλετιστές εκείνη την εποχή. Η σύγκριση των μετρήσεων επιδόσεων μεταξύ Hayabusa και Blackbird δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο, το άλμα απόδοσης και την αλλαγή σελίδας που έκανε η Suzuki εκείνη την εποχή.  

 

 Στα χαρτιά υπήρχαν και πριν μοτοσυκλέτες που έλεγαν πως βγάζουν 150 ίππους όμως η Hayabusa ήταν η πρώτη που τους έδειξε πάνω στο δυναμόμετρο και μάλιστα είχε 15 άλογα παραπάνω από το Blackbird Fi

Οι επιταχύνσεις από στάση ήταν καταιγιστικές και ακόμα και σήμερα προκαλούν τον θαυμασμό. Λόγω του μακρύ μεταξονίου, του χαμηλού κέντρου βάρους και του απίστευτα ανθεκτικού συμπλέκτη, τα 0-400μ ήρθαν σε 9,72 δευτερόλεπτα και έπιανε τα 200km/h σε μόλις 7,02 δευτερόλεπτα

Το 1999 η τελική ταχύτητα είχε την δική της βαρύτητα στις συζητήσεις των μοτοσυκλετιστών. Σε πολλά κοντέρ υπήρχε ο μαγικός αριθμός 300km/h όμως μόνο η Hayabusa τα έπιανε στην πραγματικότητα

Τα κυβικά και βήχας δεν κρύβονται. Οδηγώντας την Hayabusa ήταν εύκολο να καταλάβεις πως είχε πολύ ροπή σε όλο το φάσμα των στροφών, παρά την ευστροφία του κινητήρα. Οι μετρήσεις των ρεπρίζ επιβεβαίωσαν την ανωτερότητά του και σε αυτόν τον τομέα