Μοτοσυκλέτας νέας εποχής που συνδυάζει μοναδικά τη φιλικότητα με τον τσαμπουκά
Από το
motomag
24/6/2022
Του Χρήστου Πατεράκη
Φωτο: Γιώργος Νιαουνάκης
Μια ματιά είναι περισσότερη από αρκετή για να ερωτευτείς το νέο Tuono 660, ενώ μια βόλτα αρκεί για να το αγαπήσεις. Το νέο "μικρό" δικύλινδρο Tuono αφήνει την V διάταξη και τα πολλά κυβικά, έχει διπολικό χαρακτήρα και αναμένεται να γράψει την δική του σύγχρονη ιστορία στην κατηγορία των γυμνών μοτοσυκλετών
Σε τούτη τη ζωή είναι πανεύκολο να ερωτευτείς όταν είσαι στο κατάλληλο mode. Δεν βλέπεις στραβά, δε βλέπεις ελαττώματα και το θολωμένο μυαλό σου βλέπει μόνο αγάπες, ροζ λουλούδια και σιρόπια. Όμως λίγο καιρό μετά ο έρωτας αρχίζει και γίνεται αγάπη. Αρχίζει η επικοινωνία να γίνεται πιο ουσιαστική και ξεκάθαρη, ενώ τα όποια χαριτωμένα κουσουράκια μοιάζουν με συνθήκες που θέλουν δουλειά και προσπάθεια για να ξεπεραστούν. Κάπως έτσι εξελίχθηκε και αυτή η σύντομη σχέση μου με το νέο Tuono 660.
Ακούγοντας την λέξη Tuono το μυαλό πήγαινε κατευθείαν σε κάτι ιταλικό, φασαριόζικο με πολύ γκάζι και ένα τόσο δα φαίρινγκ, έτσι απλά για να υπάρχει. Ένα Mille γυμνό ήταν με “νταμάρι” πλαίσιο και γενικά μια μοτοσυκλέτα που ξεχείλιζε υπερβολή για τα δεδομένα της καθημερινής χρήσης. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, δεν ενθουσιάστηκα στο άκουσμα ότι θα την παραλάβω για δοκιμή, αλλά χάρηκα τόσο όσο χαίρεσαι όταν οδηγείς μια ολοκαίνουρια νέα μοτοσυκλέτα. Δεν είχα καν διαβάσει το άρθρο τη παρουσίασης που είχε γράψει ο Μέντης, ούτε είχα διαβάσει γενικά κάτι πιο ουσιαστικό για το νέο Tuono, μέχρι που βρέθηκα σαν αλεξιπτωτιστής στην αυλή της αντιπροσωπείας της Aprilia και στην σέλα του.
Πόλεμος vs ειρήνη
Αν και κυνικός με τις απλές μοτοσυκλέτες που προορίζονται για το δρόμο, μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα. Σε αυτά τα χρώματα που θυμίζουν Aprilia και τίποτε άλλο, υπάρχει η απόλυτη αρμονία, χωρίς φλυαρίες και περιττούς εντυπωσιασμούς. Τρία χρώματα του πολέμου, μαύρο κόκκινο γκρι. Μόνο που την βλέπω ετοιμάζομαι να κάνω "τρομοκρατική επίθεση" σε κάθε ευθεία και στροφή που θα βρεθεί στον δρόμο μου. Ψαλιδάρα, πλαισιάρα και ό,τι είναι σε κοινή θέα ξεχειλίζει κυρίως από απλότητα αλλά και δυναμισμό, χωρίς φλυαρίες όγκους και περιττούς εντυπωσιασμούς. Δεν σε προδιαθέτει για χαλαρές βολτούλες και ρομαντισμούς αλλά για "βία" και "πόλεμο". Μόλις ανέβηκα στη σέλα του όμως και εκεί που ήμουν έτοιμος να ξεθάψω το "Τόμαχοκ" στο πρώτο φανάρι, σαν να άκουσα μια φωνή να μου λέει “ρε φίλε μήπως να τα βρούμε καλύτερα”. Η σέλα είναι μεγάλη, φιλόξενη και μαλακή, σε απολύτως λογική απόσταση σε σχέση με τα μαρσπιέ, ενώ τα χέρια δεν πιάνουν καλάσνικοφ πολυβόλο που θα περίμενες, αλλά αυτό το τιμόνι που θέλεις να έχεις σε κάθε σου βόλτα. Το χαμηλό βάρος σε συνδυασμό με την στενή σιλουέτα σε προδιαθέτουν για κάτι πολύ εύκολο, χρηστικό και βολικό και οι όποιες σκέψεις για "πολέμους και τρομοκρατίες", παίρνουν αναβολή για την ώρα.
Στο πάτημα της μίζας έγινε ξανά απασφάλιση των όπλων με το μπάσο δικύλινδρο ήχο να θυμίζει έντονα V2 και Tuono του παρελθόντος, μόνο που εδώ τα έμβολα και όλη η παρέα των κινούμενων μερών είναι σε σειρά. Όμως ο χρονισμός του στροφάλου είναι στις 270 μοίρες, έχοντας τα ίδια διαστήματα ανάφλεξης με τους V2 και σε συνδυασμό με τον ελεύθερο ήχο, σε κάνουν να απορείς διπλά αφενός για το ότι δεν είναι V2 και αφετέρου για το πώς περνάει προδιαγραφές θορύβου.
Βγήκα στο δρόμο με ανάμεικτα συναισθήματα επιθετικότητας αλλά και ηρεμίας. Ακούγοντας τον ήχο ήμουν έτοιμος από τη μια να πιω αίμα με το μπουρί της σόμπας σε ότι κυκλοφορούσε, αλλά από την άλλη το σύνολο με ωθούσε να βολτάρω ευχάριστα και να αφουγκραστώ κάθε λεπτομέρεια της μοτοσυκλέτας. Η θέση οδήγησης σε βάζει στην ιδανική στάση σώματος για οδήγηση στην πόλη. Όντας στη μέση της μοτοσυκλέτας δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα περισσότερο από το να κάτσεις στην ευρύχωρη και πολύ άνετη σέλα για να βρεις τα χειριστήρια ακριβώς εκεί που ιδανικά θα τα ήθελες. Το τιμόνι είναι μεγάλο προσφέροντας τον ιδανικό μοχλό που θες, ενώ το “κόψιμό” του είναι κατηγορίας scooter, προσφέροντας εκπληκτικά μικρό κύκλο στροφής. Ο κινητήρας αν και φασαριόζος, αποδίδει φανταστικά χωρίς ίχνος σκορτσαρίσμος και απότομης απόκρισης στο άνοιξε-κλείσε του γκαζιού, προσφέροντας άμεση επιτάχυνση με γραμμικότητα χωρίς τινάγματα και άτσαλες κινήσεις. Από τη μια, κοιτώντας το νιώθεις ότι θα κατασπαράξεις ότι αναπνέει, από την άλλη όταν καβαλήσεις και φύγεις, η αρμονία και η γραμμικότητα του συνόλου σε ηρεμεί και καταλαγιάζει το πνεύμα. Ο ορισμός της διπολικότητας .
Για πόλεμο το βλέπω
Πριν καν προλάβω να αποφασίσω εάν θα γίνει πόλεμος ή ειρήνη με το Tuono 660, πέρασα από το δυναμόμετρο για να μάθω στ' αλήθεια πόσες και τι είδους "σφαίρες" έχω κάτω από τα πόδια μου. Με 89,8 πραγματικά άλογα από 660 κυβικά, τα πράγματα είναι σοβαρά και ο αριθμός αυτός βάζει το νέο Tuono απέναντι σε ανταγωνιστές με περισσότερα κυβικά. Με την δυναμομέτρηση στην τσέπη και με το γνώθι σαυτόν ότι έχω 90 σχεδόν πραγματικά άλογα στην διάθεσή μου, άρχισα να βλέπω το δρόμο και ότι κινείται πάνω του, με άλλο μάτι. Για την ακρίβεια όχι με το μάτι, αλλά από διόπτρα οπλοπολυβόλου, που όπλισε άθελα του μετά την αυτοπεποίθηση που μου έδωσε η δυναμομέτρηση. Άρχισα να γυρνοβολάω στην Αθήνα ψάχνοντας για καμιά άτυπη κόντρα από φανάρι σε φανάρι και αφού δεν βρήκα να “παίξω” με κανέναν, άρχισα να κυνηγάω την σκιά σε κάθε αλλαγή χρώματος σηματοδότη. Το Tuono επιταχύνει δυνατά σουζάροντας ελαφρά και ελεγχόμενα, θέτοντας σε λειτουργία το traction control που επεμβαίνει ομαλά χωρίς να θέλει να σου σπάσει το σαγόνι στα όργανα. Στην έκδοση Tuono που οδηγώ δεν υπάρχει η IMU που λαμβάνει δεδομένα για την κλίση και την κινητική κατάσταση της μοτοσυκλέτας για να ενεργοποιήσει το cornering ABS, διαθέτει όμως πολύ προηγμένα ηλεκτρονικά συστήματα με δυνατότητα ρύθμισης της επέμβασης του ABS και του traction control, ενώ μπορείς να ρυθμίσεις και την επέμβαση στο φρένο του κινητήρα. Η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα που διαθέτει τον βασικό εξοπλισμό έχει τρία riding modes. Το Commuter είναι για κίνηση στην πόλη και κάνει την απόδοση του κινητήρα πιο γλυκεία και ήπια, ενώ traction control και ABS προσφέρουν την μέγιστη επέμβαση. Στο mode Dynamic η απόδοση του κινητήρα είναι η μέγιστη αλλά με πιο χαλαρή επέμβαση του traction, ενώ στο mode Individual μπορείς να αφαιρέσεις το traction και το ABS από τον πίσω τροχό αλλά και να επέμβεις στην απόδοση του κινητήρα και στο “φρένο” του.
Που ήμασταν; Α, μόλις άναψε πράσινο και με το traction εκτός, απολαμβάνω μια σούζα διαρκείας αλλά και το ουρλιαχτό του μοτέρ που το ακούς να ωρύεται από τα βάθη του στροφάλου. Δηλητηριασμένος από την αδρεναλίνη αρχίζω και το λυσσάω σε κάθε φανάρι, στενό και ευθεία, σαν ανώριμος έφηβος που βουτάει κρυφά για πρώτη φορά μοτοσυκλέτα και δεν ξέρει αν θα του δοθεί δεύτερη ευκαιρία να καβαλήσει μέχρι να τον τσακώσουν. Στα φρένα άλλοτε κατεβάζω δύο-τρεις σχέσεις και με το μπροστινό γαντζωμένο στην άσφαλτο, αφήνω το πίσω μέρος να γράφει ατελείωτα απολαυστικά μαύρα τόξα, με μουσική υπόκρουση ελαστικού που στριγκλίζει. Όπου όμως η άσφαλτος είναι καλή και πιέσω δυνατά τη μανέτα, το Tuono σηκώνεται στον εμπρός τροχό γράφοντας απολαυστικά και ασφαλή rolling endo, κάνοντας ξεκάθαρο ότι το Tuono 660 είναι φτιαγμένο να σου αναπληρώνει τα χαμένα γονίδια νεότητας και να σου κάνει υπερπληρώσεις αδρεναλίνης. Παιδιά, έχουμε πόλεμο τελικά.
Δεν είναι μόνο πόλης
Με τον ήλιο του Απριλίου “ντάλα”, αλλά την θερμοκρασία σχετικά χαμηλά, αποφάσισα να εγκαταλείψω την Αθήνα με το Tuono. Ταυτόχρονα είχα και το νέο Kawasaki Z900 για δοκιμή αλλά και έναν φίλο που ήρθε παρέα ώστε να οδηγήσουμε μαζί τις μοτοσυκλέτες. Με προορισμό το βουνό του Παρνασσού, γέμισα το μικρό σακίδιο μου με ό,τι λιγότερο μπορούσα και το φόρτωσα στην θέση του συνεπιβάτη. Οι “τύπου” χειρολαβές που διαθέτει στο πλάι της σέλας βοήθησαν να περαστούν οι ιμάντες και ένα μικρό χταπόδι ήταν αρκετό για να συγκρατηθεί η μικρή πανάλαφρη αποσκευή μου. Δεν είναι φτιαγμένη να δέχεται αποσκευές, αλλά δεν είναι απαγορευτικό να το κάνεις.
Μπαίνοντας στην εθνική, το κρύο και η έλλειψη φαίρινγκ με έκαναν αυτομάτως να βγω κιόλας. Δεν είχα κανένα περιορισμό χρόνου και έτσι η βόλτα συνεχίστηκε από την παλιά εθνική, διασχίζοντας Αττική και Βοιωτία από δευτερεύοντες δρόμους, που τελικά ήταν ακριβώς το πεδίο δράσης του νέου Tuono. Με ταχύτητες κοντά στα 120-130km/h με το commuter mode η μοτοσυκλέτα ρολάρει ποιοτικά, με τις αναρτήσεις να φιλτράρουν το κουρασμένο από τα φορτηγά οδόστρωμα, προσφέροντας ταυτόχρονα πολύ καλή πρόσφυση δεδομένων των συνθηκών. Το μικρό υποτυπώδες φαίρινγκ κάνει ικανοποιητική δουλειά για το μέγεθος του και γενικά τα 120-130km/h είναι μια ταχύτητα που είναι εφικτή σε ταξίδι με το δικύλινδρο. Εκπληκτική είναι η σέλα που αν και με μαλακό σχετικά αφρώδες, δεν υποχωρεί καθόλου στην διάρκεια του ταξιδιού και οι μεγάλες διαστάσεις που προσφέρει την κάνουν ιδανική για κάθε σωματότυπο.
Φτάνοντας στην Αμφίκλεια αρκετά ξεκούραστοι και με τον Παρνασσό να στέκει πάνω από τα κεφάλια μας, ήπιαμε ένα γρήγορο καφεδάκι και ορμήσαμε στον κολασμένο δρόμο πάνω από το χωριό που σε οδηγεί ψηλά στο βουνό. Η άσφαλτος άριστη, η χάραξη μοναδική και εγώ έτοιμος να πάρω εκκίνηση στο GP του Παρνασσού με το νέο Tuono 660. Στις πρώτες στροφές το μικρό Aprilia βουτάει πρόθυμο, ενώ χάρη στο μεγάλο τιμόνι και τα μόλις 183 πραγματικά κιλά αλλάζει κατεύθυνση με σβέλτο ρυθμό χωρίς προσπάθεια. Ο ροπάτος κινητήρας προσφέρει άμεση δύναμη από πολύ χαμηλά, χωρίς όμως τινάγματα και απρόσμενες συμπεριφορές, σουζάροντας ελαφρά και ελεγχόμενα στα απότομα ανοίγματα του γκαζιού. Η κλιμάκωση του κάπως σφιχτού κιβωτίου είναι πολύ σωστή χωρίς να είναι “μακρύ” και να θέλει συνεχώς κατεβάσματα, ενώ ταυτόχρονα το μοτέρ είναι τόσο ελαστικό ώστε να ανεβάζει πολύ πρόθυμα στροφές ακόμα και με μεγαλύτερη σχέση από αυτή που υπολόγιζες. H έκδοση που είχαμε στην διάθεσή μας δεν είχε quickshifter και πραγματικά μας έλειψε. Εντυπωσιακή απόδοση έχουν και τα φρένα, με τις ακτινικές δαγκάνες της Brembo και τους δίσκους των 320mm, τα οποία φυσικά έχουν πολύ δύναμη, που την βάζουν όμως “κάτω” και είναι διαχειρίσιμη λόγω και του καλού πιρουνιού που προσφέρει ρύθμιση προφόρτισης και απόσβεσης επαναφοράς στο ένα καλάμι. Γενικά οι αναρτήσεις προσφέρουν ποιοτική λειτουργία χωρίς να είναι ιδιαίτερα σφιχτές, ενώ γενικά το σύνολο είναι μαλακό χωρίς να νιώθεις ότι οδηγείς ένα άκαμπτο “νταμάρι”. Από την άλλη όμως η γεωμετρία είναι μεν γρήγορη, αλλά η σχετικά όρθια θέση οδήγησης και το ψηλό τιμόνι μειώνουν την πληροφορία από τον εμπρός τροχό, θέτοντας και το όριο του πόσο σβέλτα θα κινηθείς. Άλλωστε δεν είναι superbike να έχει ακρίβεια ξυραφιού στο μπροστινό του, ενώ η ιδανική και ξεκούραστη θέση οδήγησης έχει και μερικά μειονεκτήματα. Ξεκαθαρίζω: Δεν είναι ότι δεν στρίβει, απλά θα ήθελα λίγο καλύτερη πληροφορία και πιο πολύ βάρος ως αίσθηση μπροστά, παρόλο που οι ζυγαριές μας έδειξαν μπροστόβαρη κατανομή κατά 53,2%.
Εντός δεύτερης εκατοντάδας
Με τα λάστιχα κατάμαυρα και πατημένα από άκρη σε άκρη (εκπληκτικά Pireli Diablo Rosso II) την επομένη μέρα πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, από την εθνική αυτή τη φορά. Ο κινητήρας γουργουρίζει χαλαρός με 4.500 στροφές και τα 120-130km/h χιλιόμετρα διατηρούνται πανεύκολα, έχοντας καβάτζα σχεδόν άλλα 100 ακόμα! Το δικύλινδρο εν σειρά μοτέρ ανεβάζει πολύ ζωηρά έχοντας πολύ καλές ρεπρίζ, ακόμα και με έκτη σχέση, που “βλέπει” εύκολα τον αριθμό 200 να αναγράφεται στο όμορφο και πλήρες ψηφιακό όργανο. Από τα 200km/h και πάνω θέλει μια σχετική υπομονή για να φτάσει τα 230km/h περίπου, ταχύτητες βέβαια που θέλει καλό και γυμνασμένο αυχένα για να τις αντέξεις… Πάντως το απολαυστικό εύρος αυτού του κινητήρα είναι να βρίσκεται μεταξύ 6.000 - 10.000 στροφών κρατώντας ευχάριστα τα 150-160km/h, ενώ το νούμερο 200 φτάνει πολύ γρήγορα. Στις ταχύτητες αυτές, παρά την απουσία ολόκληρου φαίρινγκ, η μοτοσυκλέτα είναι πολύ σταθερή, ενώ κάθε δυνατό άγγιγμα στην μανέτα ξεφορτώνει άμεσα μια εκατοντάδα χιλιόμετρα. Αυτό σε κάνει να νιώθεις άνετος και ασφαλής σε αυτές τις ταχύτητες, με το σύνολο να υποστηρίζει με το παραπάνω τις επιδόσεις αυτές. Οι αναρτήσεις αποσβένουν σωστά και δεν χρειάζεται να κρατάς το τιμόνι σαν βελούδινη κλωστή στις υψηλές ταχύτητες, καθώς η πιο λίγο πιο αργή γεωμετρία σε σχέση με το αδερφό RS660 επιτρέπει ταχύτητες εντός της δεύτερης εκατοντάδας των χιλιομέτρων, χωρίς τα μαλλιά σου να γίνουν άσπρα.
Μεγάλη έκπληξη είναι η χαμηλή σχετικά κατανάλωση. Το Tuono 660 σε χαμηλές ταχύτητες ταξιδίου (100-120km/h) έκαψε μόλις 4,8lt/100km, ενώ δεν κατάφερα να ξεπεράσω σε μέγιστη κατανάλωση τα 7 λίτρα. Η μέση τιμή πάντως με ζωηρή σβέλτη οδήγηση στη πόλη είναι περίπου στα 5,3 lt/100km, κάτι που εξασφαλίζει και μεγάλη αυτονομία, παρά το μόλις 15 λίτρων ρεζερβουάρ. Αξίζει να αναφέρουμε και τον ακριβέστατο υπολογιστή κατανάλωσης καυσίμου (με απουσία αυτονομίας όμως) που διαθέτει ακόμα και η φτηνή έκδοση που είχαμε στην κατοχή μας και γενικά την ποιότητα που έχει σαν κατασκευή με σημασία στην λεπτομέρεια.
Διπρόσωπη
Πάλι το ίδιο θα γράψω και εγώ ο ίδιος θα αναιρέσω ξανά τον εαυτό μου. Και αυτό συμβαίνει κάθε φορά που κάνω δοκιμή μια γυμνή street και πέφτω στην παγίδα ότι δεν είναι “χρηστική”. Είναι μια κατηγορία μοτοσυκλετών που ουσιαστικά δεν κάνει τίποτα τέλεια αλλά κάνει περίφημα σχεδόν τα πάντα, χωρίς να θέτει περιορισμούς στο πεδίο δράσης. Το νέο Tuono 660 ξεκάθαρα είναι μια από αυτές τις μοτοσυκλέτες που καταφέρνει να πετύχει πολλά περισσότερα από μια superbike και να είναι ταυτόχρονα πιο διασκεδαστική από μία μεγάλη on-off. Το πιο ουσιώδες είναι να μπορείς, αλλά κυρίως να θες, να κυκλοφορείς συνεχώς και με το Aprilia. Είναι μια μοτοσυκλέτα κόσμημα πραγματικά, την οποία απολαμβάνεις να την κοιτάς από κάθε πλευρά της και νιώθεις ευτυχισμένος να την έχεις στο γκαράζ σου και μόνο να την βλέπεις. Είναι φοβερό το πώς έχουν καταφέρει να την κάνουν ταυτόχρονα πολύ ευκολοδήγητη και προσιτή σε όλους, ενώ είναι πύραυλος που σε ωθεί να γευτείς αδρεναλίνη και δράση. Ταξιδεύει αξιοπρεπώς με κάποιους συμβιβασμούς, που έχουν να κάνουν με τον συνεπιβάτη και τις αποσκευές, ενώ δεν θα πει όχι και σε track day. Μια μοτοσυκλέτα νέας εποχής που καταφέρνει να συμβιβάσει τις επιθυμίες των νέων αναβατών που θέλουν κάτι φιλικό και εύκολο, ενώ παράλληλα είναι τσαμπουκάς και θα πωρώσει και τον πιο απαιτητικό, τόσο από εμφάνιση όσο και από απόδοση. Μπαίνεις στο mode Commuter και απολαμβάνεις την απόλυτη ηρεμία και πρακτικότητα σε πόλη και καθημερινή χρήση, για να περάσεις στον αντίποδα του Individual με σούζες παντιλίκια και ντριφτ διαρκείας. Είναι σχετικά οικονομική και προσφέρει πολλά περισσότερα για τα χρήματα της, ενώ ταυτόχρονα μπουκάρει με θράσος στην κατηγορία μεγαλύτερων μοτοσυκλετών. Ερωτεύεσαι και αγαπάς ταυτόχρονα..
Ο ανταγωνισμός
Αυτού του είδους οι μοτοσυκλέτες δεν συγκρίνονται μόνο με βάση τον κυβισμό και την ιπποδύναμη, γιατί εκεί το νέο Tuono δεν έχει αντίπαλο. Κάποιος που διαθέτει σχεδόν 11.000 θα κοιτάξει όλες τις street γυμνές μοτοσυκλέτες που κοστίζουν τόσο, άσχετα με τον κυβισμό
Kawasaki Z-900
Λιγότερο εξωτική και ξεχωριστή, με πολύ πιο δυνατό τετρακύλινδρο κινητήρα σε ένα σύνολο πλαισίου αναρτήσεων που δουλεύει άψογα
Yamaha MT-09
Πιο σπορ επιλογή με τρυκίλινδρο κινητήρα με πολλή δύναμη αλλά και γενικά μεγαλύτερη μοτοσυκλέτα από το Aprilia
Triumph Street Triple R
Στα ίδια κυβικά περίπου και αντίστοιχη ποιότητα. Έχει πιο δυνατό τρυκύλινδρο κινητήρα και καλύτερες επιδόσεις
Engine tech
Ένας πραγματικά υπέροχος κινητήρας νέας γενιάς, ολοκαίνουριος και ολόφρεσκος. Δικύλινδρος εν σειρά με δύο εκκεντροφόρους και τέσσερις βαλβίδες. Το ξεκίνημα της εξέλιξης έγινε από τον… μισό V4 που υπάρχει στο RSV4, με τον οποίο τελικά δεν έχει καμία σχέση σαν τελικό αποτέλεσμα, αφού κυλινδροκεφαλή και κάρτερ αποτελούν ενεργό μέρος του πλαισίου και η σύνδεση του με το πλαίσιο γίνεται σε δυο σημεία. Ο χρονισμός του στροφάλου είναι στις 270 μοίρες (ίδια διαστήματα ανάφλεξης με τους V2) παράγοντας υπέροχο ήχο που ορκίζεσαι ότι απλευεθερώνεται από V2. Μας εξέπληξε και η δύναμη του, καθώς απόδοση 89,2 ίππων από δικύλινδρο κινητήρα 659 κυβικών δεν έχει ξαναγίνει. Στο παρελθόν μόνο κινητήρες 1.000 κυβικών είχαν τέτοια απόδοση, η οποία μάλιστα συνδυάζεται τέλεια με την ομαλότητα και μια πολύ στρωτή λειτουργία χωρίς κραδασμούς, αλλά και με δυνατότητα επιλογής σε χάρτες απόδοσης. Εντυπωσιακή είναι και η χαμηλή κατανάλωση που έχει, καθώς σε χαλαρούς ρυθμούς δεν ξεπερνά τα 4,8lt-100km ενώ όσο και να προσπαθήσαμε δεν μετρήσαμε κάτι υψηλότερο από 6,3lt/100-km
Αλλαγή χαρακτήρα με ένα κουμπί
Το γνωστό μας APRC, που εδώ και μια δεκαετία υπάρχει στο μεγάλο RSV, έχει περάσει σε βελτιωμένη μορφή στο νέο Tuono 660. Στην έκδοση που οδηγήσαμε υπάρχουν τρεις επιλογές απόδοσης, οι οποίες επηρεάζουν όχι μόνο τον τρόπο λειτουργίας του κινητήρα, αλλά και του traction control και του ABS. Στην επιλογή Commuter η απόδοση του κινητήρα είναι εκπληκτικά ομαλή μεταμορφώνοντας την μοτοσυκλέτα, ενώ εγώ προσωπικά το mode αυτό το επέλεξα και στο ταξίδι λόγω της πιο ήπιας απόκρισης στο γκάζι αλλά και της μέγιστης επέμβασης σε ABS και traction. Στο Dynamic η απόδοση είναι πιο απότομη, περιλαμβάνοντας λίγο πιο διακριτική επέμβαση των ηλεκτρονικών. Στην επιλογή Individual μπορείς να αφαιρέσεις εντελώς το traction control και το ABS από τον πίσω τροχό, ενώ ρυθμίζεται και το πόσο θα επέμβει στον εμπρός. Το ωραίο στην ιστορία είναι ότι οι τρεις χάρτες αλλάζουν πανεύκολα εν κινήσει με ένα απλό πάτημα του κουμπιού, χωρίς να χρειάζεται να κάνεις κάτι που θα σου αποσπάσει την προσοχή από το δρόμο. Πατάς το μπουτόν και πραγματικά αλλάζει εντελώς η συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Αντιπρόσωπος:
Piaggio Hellas
Τιμή:
10.790
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
1.995
Μεταξόνιο (mm):
1.365
Ύψος σέλας (mm):
820
Γωνία κάστερ (˚):
23,9
Σέλα-τιμόνι 80
Σέλα-μαρσπιέ 56
Μασπιέ-τιμόνι 92
Πίσω θεση 47
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
Kg 183,0
(χωρίς καύσιμο: 171,7kg )
Πίσω
47.6
Εμπρός
52.4
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
0%
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινίου δύο δοκών με τον κινητήρα ενεργό μέρος
Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):
183
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, δικύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
81 x 63,93
Χωρητικότητα (cc):
659
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
100 / 10.500
Ροπή (kg.m/rpm):
6,8 / 8.500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
151,7
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος με ντίζα
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / -
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα / 2,52
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
Γεμάτη
2,03
ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι upside-down
Διαδρομή (mm):
110
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,50 x 17
Ελαστικό:
120/70 - 17
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 320mm με ακτινικές δαγκάνες Brembo 4 εμβόλων και ABS
ΠΙΣΩ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
160
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
5,50 x 17
Ελαστικό:
180/55 - 17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 220mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και ABS
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Έγχρωμη οθόνη TFT με Bluetooth, αυτόματη ρύθμιση φωτεινότητας, ρυθμιζόμενο ABS, ρυθμιζόμενο traction control, ρύθμιση φρένου κινητήρα, τρεις χάρτες απόδοσης
Suzuki DR-Z4S 2025: Αναλυτική παρουσίαση και τεχνική ανάλυση αλλαγών [FULL-VIDEO]
Οδηγούμε στις ΗΠΑ το νέο DF-Z4S
Από τον
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
15/7/2025
Με τιμή 8.495€ το νέο DR-Z4S προτάσσει το “Made in Japan” που ισχύει στο 100%, όπως και στον προκάτοχό του, ως ένα από τα βασικά του πλεονεκτήματα απέναντι στην δυσπιστία που κατακλύζει τον φθηνότερο ανταγωνισμό του, ο οποίος κυρίως έρχεται από Κίνα και Ινδία.
Είναι όμως αυτό αρκετό; Ιδιαίτερα όταν το κιβώτιο έχει παραμείνει πεντατάχυτο και μαζί και τα άλογα ίδια με το DR-Z400S που μετρά δύο δεκαετίες ζωής; Ή μήπως αυτή ακριβώς η πιστότητα στην διατήρηση της απλότητας εκείνης της εποχής, είναι για μία μερίδα κοινού, άλλο ένα από τα πλεονεκτήματά του;
Είτε βλέποντας το αναλυτικό VIDEO του MOTO, είτε διαβάζοντας το άρθρο που έχει και όλες τις αλλαγές στα σωθικά του κινητήρα του, θα δοθούν απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα!
VIDEO: Οδηγώντας το DR-Z4S στις ΗΠΑ!
Για τους Αμερικανούς που φυλάσσουν μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά τους για την κατηγορία Dual Sport όπως την ονομάζουν, το νέο μοντέλο είναι μία καλή περίπτωση γιατί κοστίζει ελάχιστα πάνω από το προηγούμενο και έρχεται με καλύτερες αναρτήσεις, καλύτερη διαχείριση τροφοδοσίας και τα απαραίτητα ηλεκτρονικά βοηθήματα για να είσαι μέσα στην εποχή. Για αυτό και ξεκίνησαν να το εκθειάζουν από την πρώτη στιγμή. Άλλωστε εκεί δεν σταμάτησε να είναι διαθέσιμο ως μοντέλο, όπως και στην Αυστραλία που το έχει προμηθευτεί και ο στρατός της! Και στις δύο μεγάλες χώρες, το κοινό του είχε μάλιστα επιφυλάξει μία ξεχωριστή θέση, ως μία μοτοσυκλέτα με την οποία μπορούσες να κάνεις τα πάντα και να την επισκευάζεις μόνος σου, πράγμα εξαιρετικά σημαντικό, στις συγκεκριμένες αγορές. Ολόκληρο το αμερικάνικο όνειρο στην επαρχία στηρίζεται στο να είσαι αυτάρκης και ως ένα βαθμό είναι και αναγκαιότητα καθώς η κοντινότερη αντιπροσωπεία μπορεί να βρίσκεται εκατοντάδες μίλια μακριά με εξαιρετικά μικρή διαθεσιμότητα για ραντεβού και είναι δύσκολο να σε εξυπηρετήσει άμεσα. Τα εργαλεία στις ΗΠΑ είναι σημαντικά φθηνότερα συγκριτικά με την Ευρώπη βάση ακριβώς αυτής της νοοτροπίας και έτσι οι πιο απλές σχεδιαστικά και τεχνολογικά, μοτοσυκλέτες, κερδίζουν πάντα το αμερικάνικο κοινό.
Για σχεδόν 20 χρόνια η Suzuki άφησε το DR-Z400S ίδιο και απαράλλαχτο και στο νέο μοντέλο, το DR-Z4S δεν έκανε πολλά περισσότερα από την απαραίτητη ανανέωση για να το κρατήσει εκεί έξω με τις νέες προδιαγραφές ρίπων. Θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχίσει να το κρατά ίδιο και απαράλλαχτο αν δεν υπήρχε αυτή η αφορμή κι έτσι εξηγείται το σκεπτικό τους σε όλους εμάς τους υπόλοιπους, για το γεγονός πως έχουμε ένα πεντατάχυτο κιβώτιο και παραπλήσια απόδοση σε μία λιγότερο αλλαγμένη μοτοσυκλέτα από εκείνο που θα περίμενε κανείς μετά από χρόνια.
Νέες αναρτήσεις, μικρές διαφορές στο πλαίσιο και νέα κεφαλή, αλλαγές δηλαδή που την δεκαετία του ΄90 και του 2000 θα ήταν περισσότερο από αρκετές για να δικαιολογήσουν αλλαγή ονόματος και την κατηγοριοποίηση του DR-Z4S ως ένα νέο μοντέλο. Δυστυχώς στις μέρες μας και για την Ευρώπη αυτό δεν είναι αρκετό για να χορτάσει το αυτί εκείνου που ακούει νέο και φαντάζεται πολλά περισσότερα. Να είστε βέβαιοι πως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ή μακριά στην Αυστραλία και μόνο το νέο, ανεστραμμένο πιρούνι είναι αρκετό. Ωστόσο η τεχνική ανάλυση που ακολουθεί, φανερώνει πως υπάρχουν πολλές αλλαγές στον κινητήρα, σχεδόν σε όλα του τα σημεία.
Για αρχή το πιρούνι αποτέλεσε μία πρώτη ευχάριστη έκπληξη στα μονοπάτια που μπήκαμε για να οδηγήσουμε στο Όρεγκον. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που δεν χρειάζεται αλλαγή ακόμη και αν ο σκοπός απόκτησης του DR-Z4S είναι να κυνηγήσεις κάθε φιλικό Enduro της περιοχής σου, ακόμη και να κατέβεις ερασιτεχνικά σε έναν αγώνα. Στην πράξη το πιρούνι είναι τόσο προοδευτικό και διαβάζει τα πάντα που εντυπωσίασε στην πρώτη ρίζα, το πρόγραμμα θα περιελάβανε πολλές ακόμη τέτοιες ευκαιρίες καθώς είχαμε στην διάθεσή μας πολλά χιλιόμετρα μονοπατιού, και η εικόνα για την εμπρός ανάρτηση δεν άλλαξε προς το χειρότερο κατά την διάρκειά τους.
Στο μεταξύ το πιρούνι μπορεί να υποστηρίξει το κάτι παραπάνω σε ρυθμό, όμως δεν είναι αυτή η φιλοσοφία της μοτοσυκλέτας, το πλαίσιο της οποίας είναι φτιαγμένο για την φορτώνεις και να κάνεις εκδρομικό Enduro, μία βόλτα δηλαδή σε πιο χαλαρό ρυθμό και όχι σκέτο Enduro. Φορτώνεις την πίσω σέλα και μένεις μέσα στα βουνά για όσο έχεις βενζίνη! Με τον όρο πίσω σέλα εννοεί κανείς το τελείωμά της διότι ναι, υπάρχουν και μαρσπιέ συνεπιβάτη όπως και πιστοποίηση για δεύτερο άτομο, όπως ακριβώς ήταν οι μοτοσυκλέτες για χώμα πριν από δύο δεκαετίες.
Στον πιο γρήγορο ρυθμό θα χρειαστείς ένα σταμπιλιζατέρ τιμονιού που θα βοηθήσει και στο μεγάλο κόψιμο που επιτρέπει ο λαιμός όπως επίσης όταν ελαφραίνει ο εμπρός τροχός ανεβαίνοντας ανηφορικό μονοπάτι με ρίζες να το κόβουν εγκάρσια σαν σκαλοπάτι, με αποτέλεσμα να ανεβαίνεις χωρίς το εμπρός ελαστικό να πατά την διαδρομή με μικρά διαλείμματα. Δεν είναι απαραίτητο το σταμπιλιζατέρ γιατί η δύναμη του κινητήρα δεν εκτινάσσει τον τροχό στον αέρα σε κάθε άνοιγμα ενώ στα 150χ.α.ω που μπορέσαμε να δούμε στην άσφαλτο η μοτοσυκλέτα ήταν πολύ σταθερή. Στο VIDEO και στο επίμαχο σημείο μπορεί να δει κανείς στο κοντέρ τα 92 μίλια, που κάποια στιγμή πιάσαμε σε έναν άδειο δρόμο, με μόνο τρόπο για μεγαλύτερη τελική να είσαι πιο ελαφρύς ή να έχεις κατηφόρα.
Χρειάζεται επίσης απόσταση για να πιάσεις αυτά τα χιλιόμετρα αλλά ως νούμερο είναι η απάντηση που έχει να δώσει η Suzuki όταν κάνεις παρατήρηση για την απουσία έκτης.
Θα περιγράψουμε την εικόνα του διαλόγου που είχαμε μαζί τους, σχετικά με τις παρατηρήσεις για την απουσία έκτης στο κιβώτιο και την απόδοση του κινητήρα:
Αναφέρουμε στον επικεφαλής Ιάπωνα που μιλά καλύτερα από τους υπόλοιπους μηχανικούς τα αγγλικά τις παρατηρήσεις αυτές και με ένα ντοσιέ στο χέρι ζητά να του περιγράψουμε το σημείο της διαδρομής που χρειάστηκαν τα περισσότερα άλογα όπως και που ακριβώς μπήκε η 5η και δεν έφτασε, με αποτέλεσμα να χρειάζεται και η 6η με μία διάθεση να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα πως και έτσι μία χαρά είναι.
Ναι, δεν την χρειάζεσαι την έκτη στα μονοπάτια, αν ήταν έτσι ας είχε και μόνο 4 ταχύτητες. Ακόμη και μία overdrive έκτη που στις ανηφόρες της εθνικής θα έκανε την τελική ταχύτητα να πέφτει, θα μπορούσε να είναι χρήσιμη γιατί η παρουσία της αλλάζει την κλιμάκωση ολόκληρου του κιβωτίου και αποκτάς μία πιο κοντή δεύτερα ώστε να σηκώνεις και μία σουζίτσα που και που χωρίς να κάνεις τον πίθηκο στο τιμόνι. Γιατί οι σούζες τώρα γίνονται αν σηκωθείς όρθιος και ρίξεις κωλιά τέρμα πίσω στην σέλα τραβώντας το τιμόνι. Αυτομάτως αυτό μας οδηγεί και στο συμπέρασμα πως τα 45 άλογα θα ήταν μία πολύ καλή περίπτωση ευκολίας, μόλις λοιπόν βάλεις τον παράγοντα «ευχαρίστηση» μία σχέση στο κιβώτιο και λίγα περισσότερα άλογα αρχίζουν να αποκτούν νόημα. Από την άλλη πλευρά όμως καταλαβαίνει κανείς τους Ιάπωνες που εκείνη την στιγμή σημείωναν πυρετωδώς διακόπτοντας για να εξηγήσουν ο ένας στον άλλο με έντονες κινήσεις των χεριών:
Αν τα έκαναν όλα αυτά ξέφευγαν από την φιλοσοφία του Λακωνισμού που εμποτίζει την ύπαρξη αυτής της μοτοσυκλέτας και ταυτόχρονα της εποχής στην οποία ανήκει, εκεί πίσω όταν μόλις είχαμε μπει στο Ευρώ και ατενίζαμε με αισιοδοξία το δυσοίωνο μέλλον. Θα ξέφευγαν επίσης από αυτό που θέλει ο Αμερικανός και ο Αυστραλός από το DR-Z που θα βάλουν στο γκαράζ τους και θα το φτιάχνουν εκεί μέσα, δεν θα το πάνε ποτέ για service.
Μέσα στα πανέμορφα δομημένα μονοπάτια των δασοφυλάκων του Όρεγκον κανείς ερασιτέχνης δεν θέλει κάτι περισσότερο ή για να το πω καλύτερα, δεν θα έκανε κάτι πιο εντυπωσιακό ούτε θα περνούσε πιο εύκολα με ένα αρκετά ακριβότερο και δυνατότερο, γνήσιο Enduro. Οι μοτοσυκλέτες Enduro θέλουν δέκα φορές πιο συχνό service και δεν θα σου κάνουν την χάρη αν πέσει η στάθμη του λαδιού, επίσης ζεσταίνονται, ακόμη και εκεί μέσα, φωνάζουν και ορύονται περισσότερο από εκείνο που χρειάζεται ο μέσος αναβάτης. Ζυγίζουν βέβαια λιγότερο και κοστίζουν όμως και περισσότερο. Μοτοσυκλέτες όπως το DR-Z4S έχουν λιγότερες απαιτήσεις και μεγαλύτερο εύρος χρήσης με καθημερινή απροβλημάτιστη χρήση.
Μέσα στα μονοπάτια και όταν ο στόχος είναι η βόλτα με μία μοτοσυκλέτα που οδηγείς καθημερινά, έχεις την ευχέρεια να κατεβάσεις μία πρώτη που με μακριά κλιμάκωση σε βγάζει στην κορυφή κάθε δύσκολης ανηφόρας χωρίς να χρειάζεται να αλλάξεις στη μέση. Για τα φανταστικά μονοπάτια που είχαν σχεδιάσει και φρόντιζαν οι Endurάδες – Ranger, μία δευτέρα ήταν ιδανική, χωρίς να τερματίζει νωρίς.
Βρισκόμενος συνέχεια σε εγρήγορση από την διαδρομή και όχι από την μοτοσυκλέτα, καταλήγεις να απολαμβάνεις την βόλτα πολύ περισσότερο από εκείνο που θα έκανες με κάτι περισσότερο εξιδεικευμένο. Βόλτα, λοιπόν, η λέξη κλειδί που ανοίγει την πόρτα στον κόσμο του DR-Z4S!
Με το μάτι οι ομοιότητες είναι πολύ περισσότερες, από εκείνες που θα βρει ένας κάτοχος του προηγούμενου μοντέλου που μετά από είκοσι χρόνια έχει τώρα αρχίσει να ψάχνει ανταλλακτικά και ελπίζει πως μπορεί να πάρει από την λίστα του νέου DR-Z4S και να συμπληρώσει ότι του λείπει από το DR-Z400S.
Δυστυχώς ελάχιστα είναι εκείνα που μπορείς να πάρεις αυτούσια από το DR-Z4S για να μπουν απευθείας στο DR-Z400S και το μόνο βασικό κέρδος για τους παλιούς είναι η διατήρηση της αξίας του μεταχειρισμένου από την στιγμή που το νέο φαίνεται στο μάτι πως απλώς έκανε ένα βήμα εμπρός, όχι ότι έχει προχωρήσει στο επόμενο πλατύσκαλο.
Τεχνική ανάλυση
Για να εξηγήσουμε καλύτερα την λογική των αλλαγών, θα ξεκινήσουμε την περιγραφή τους από το τέλος της διαδρομής, από το ζητούμενο που είχε η Suzuki, καταλήγοντας στο που ξεκίνησε, διότι και αυτοί έτσι ακριβώς σχεδίασαν τις αλλαγές στο νέο μοντέλο!
Ζητούμενο λοιπόν είναι οι χαμηλότεροι ρύποι, από εκεί ξεκινάμε. Αυτοί απαιτούν με τη σειρά τους έναν δεύτερο καταλύτη στον λαιμό οπότε έχουμε αλλαγή στην διαδρομή καυσαερίων και στην πίεση με την οποία αυτά εξάγονται. Μία τέτοια αλλαγή καθορίζει το πόσο γρήγορα αδειάζει ο θάλαμος καύσης που σημαίνει πως χρειάζεται νέο άνοιγμα για τις βαλβίδες με διαφορετικό χρονισμό, οπότε έχουμε νέα κεφαλή. Οι βαλβίδες ανοίγουν περισσότερο και το overlap, το σημείο που μένουν ανοικτές της εξαγωγής ενώ ανοίγουν και της εισαγωγής για να στείλουν το μίγμα πάνω από το έμβολο, έχει επίσης αλλάξει για να ταιριάζει με τις νέες ανάγκες. Αυτό σημαίνει πως οι εκκεντροφόροι δεν έχουν καμία σχέση με τους παλιούς, είναι ολότελα νέοι. Την ανάφλεξη αναλαμβάνουν δύο μπουζί για να είναι βέβαιο πως η καύση θα είναι πληρέστερη αλλά κυρίως για να είναι λιγότεροι οι ρύποι που θα καταλήξουν στον προ καταλύτη και τον καταλύτη. Αυτό σημαίνει πως και η επιφάνεια του εμβόλου πρέπει να αλλάξει και από την στιγμή που κάνεις τα πράγματα από την αρχή αλλά δεκαετίες μετά, εκμεταλλεύεσαι και την πρόοδο της μεταλλουργίας και έτσι εκτός από το σχήμα του εμβόλου αλλάζεις και την ηλεκτροχημική επίστρωσή του και καταλήγεις με 20% λιγότερες απώλειες έργου, οι οποίες οφείλονται και σε μία ακόμη αλλαγή όπως θα δούμε πιο κάτω. Είναι τεράστιο ποσοστό. Από μοντέλο σε μοντέλο είναι αδύνατο να βελτιώσεις το έργο ενός μονοκύλινδρου που δεν είναι ιδιαίτερα πιεσμένος και προορίζεται για μεγάλη διάρκεια ζωής κατά σχεδόν ¼ της απόδοσής του. Εκτός και αν έχουν μεσολαβήσει δύο δεκαετίες και οι εξελίξεις λειτουργούν υπέρ σου.
Βελτιώνοντας την καύση χρειάζεται αναγκαστικά να αναβαθμίσεις την τροφοδοσία. Παρόλο που ο θάλαμος καύσης δεν έχει αλλάξει σε όγκο και η συμπίεση έχει ελάχιστα μειωθεί, οι αλλαγές στην κεφαλή απαιτούν τώρα ταχύτερη πλήρωση με τις βαλβίδες να μπορούν να υποστηρίξουν πιο πλούσιο μίγμα οπότε φεύγει το καρμπυρατέρ και τώρα έχουμε ηλεκτρονικό ψεκασμό με σώματα 42mm που καταλήγουν σε μπεκ 10 οπών. Από την στιγμή που είσαι έτοιμος να ψεκάσεις ταχύτερα χρειάζεσαι ορμή και περισσότερο αέρα κι έτσι φτάνουμε στον τελικό προορισμό και στο φιλτροκούτι. Επειδή τα άλογα διατηρούνται στο ίδιο επίπεδο ο συνολικός όγκος του κουτιού δεν χρειάζεται να αλλάξει, αλλιώς θα απαιτούνταν ακόμη περισσότερες αλλαγές. Με φαρδύτερους και πιο κοντούς αυλούς εισαγωγής μπορείς να υποστηρίξεις την ποσότητα αέρα που χρειάζεται πλέον ο κινητήρας αν ανοίξεις μία ακόμη εισαγωγή στο φιλτροκούτι γιατί δεν γίνεται να υποστηρίξεις περισσότερη ροή στην έξοδο αφήνοντας ίδια την είσοδο.
Με αυτές τις αλλαγές γλιτώνεις από μία μεγαλύτερη, που θα ήταν να άλλαζες τον συνολικό όγκο στο φιλτρούτι, ψάχνοντας να βρεις τον χώρο κάτω από την σέλα που επειδή δεν υπάρχει θα κατέληγες να αλλάξεις ολόκληρη την μοτοσυκλέτα.
Αυτά ήταν τα τελείως απαραίτητα που έπρεπε να γίνουν για να μπορεί το νέο μοντέλο να περνά τις προδιαγραφές όμως ευτυχώς η Suzuki δεν σταμάτησε εκεί, αν το είχε κάνει θα έπαιζε με την αξιοπιστία του κινητήρα τώρα που η ευστροφία του είναι βελτιωμένη. Οπότε γρανάζια και άξονας κιβωτίου είναι νέα με υψηλότερη αντοχή και έχουν και μικρότερη απαίτηση σε λίπανση, το οποίο μας ξανά γυρνά στο μεγάλο ποσοστό εξοικονόμησης του έργου του κινητήρα καθώς το λάδι προστατεύει αλλά ταυτόχρονα εναντιώνονται και στην περιστροφή. Νέος και ο συμπλέκτης, όπου το Suzuki Clutch Assist System λειτουργεί μονόδρομα και με υποβοήθηση και με τα νέα δισκάκια επιτρέπει να τοποθετηθούν ελαφρύτερα ελατήρια που σημαίνει πως ο χειρισμός της μανέτας είναι εύκολος σαν 250άρι Endurάκι, καμία σχέση με πριν που μπορεί να μην χρειαζόσουν δύο δάχτυλα αλλά σίγουρα είχες μία αίσθηση βγαλμένη από τα παλιά. Όχι πλέον!
Η αίσθηση φρεσκάδας και νεότητας μας φέρνει στο Traction Control για το οποίο έχουμε τα καλύτερα λόγια. Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς τι ακριβώς χρειάζεται το Traction Control με μόλις 38 άλογα, για αυτό και προσπερνάμε τις σκάλες του και πάμε να δούμε το G mode, δηλαδή στην επιλογή που έχεις για το χώμα, πριν το απενεργοποιήσεις τελείως. Δουλεύει απίστευτα καλά γιατί δεν κόβει την επιτάχυνση της μοτοσυκλέτας, δεν σακατεύει την ανάφλεξη, απλά περιορίζει το γκάζι. Ακόμη και στις μέρες μας, χρόνια μετά την πρώτη εφαρμογή του συστήματος αυτού στις On-Off μοτοσυκλέτες, είναι δύσκολο να βρεις ένα traction control που δεν σιχτιρίζεις που ξέχασες να το απενεργοποιήσεις και εξαιτίας του κόλλησες στην μέση μίας ανηφόρας. Το DR-Z4S εξοπλίζεται με IRC ελαστικά που φτιάχνονται στην Ταϊλάνδη και είναι απαράδεκτα, όπως και το σύνολο των Ιαπωνικών ελαστικών πλην της Bridgestone.
Τα GP-410AT της IRC τα καταλαβαίνεις για αρχή από το όνομά τους, είναι σαν κωδικός λάθους όπως λάθος είναι και η ύπαρξή τους στην ελεύθερη αγορά. Σε OEM μορφή καταλαβαίνει κανείς την επιλογή του κατασκευαστή, αν μάθει πως δεν έχει ξοδέψει πάνω από 25 δολάρια για το ζευγάρι. Ασχέτως πόσο τους κοστίζει ως μαζική αγορά, δεν αλλάζει το γεγονός πως δεν είναι ουσιαστικής αξίας τα ελαστικά και μάλιστα είχαν καλύτερη πρόσφυση στην άσφαλτο από ότι στο χώμα! Όλα αυτά είναι απόδειξη του πόσο καλό είναι το Traction Control όταν χωρίς αυτό μπορούσες να σπινάρεις λες και η μοτοσυκλέτα έχει 68 και όχι 38 άλογα!
Και ηλεκτρονικά που δουλεύουν και σωστά!
Το ίδιο καλά συμπεριφέρεται και το ABS που μπορεί να απενεργοποιηθεί και εμπρός, όχι μόνο πίσω. Εδώ είναι η ένδειξη για πραγματικό Enduro που θέλει η Suzuki να σου δείξει πως μπορείς να κάνεις με το νέο DR-Z4S, όπου σε ένα δύσκολο κατέβασμα με πολύ πέτρα και σαθρό έδαφος θέλεις να μπορείς να μπλοκάρεις στιγμιαία και να χειριστείς εσύ το φρένο, δεν γίνεται να σου αμολήσει η μανέτα όταν νιώσει το μπλοκάρισμα γιατί αυτό μπορεί κάλλιστα να σημαίνει τον πάτο του γκρεμού, αντί για την στροφή στον πάτο του μονοπατιού. Και εδώ όμως με μικρές ταχύτητες μπορείς να εμπιστευτείς το εμπρός ABS πως δεν θα αμολήσει απότομα και έτσι να το αφήσεις ενεργοποιημένο για κάθε χωμάτινη βόλτα που περιλαμβάνει κάθε είδους μονοπάτι εκτός από την κατάβαση σε μεγάλη κλίση με γρήγορο ρυθμό.
Το Traction Control έχει τρεις συνολικά ρυθμίσεις μαζί με την θέση G, αλλά δεν έχουν ουσιαστική διαφορά, όπως αστεία είναι και η απόσταση των διαφορετικών χαρτογραφίσεων του κινητήρα.
Για το πιρούνι εμπρός τα είπαμε, πίσω όμως επίσης έχουμε ένα πολύ καλό αμορτισέρ που συνδυάζεται με ένα πιο άκαμπτο κατά 9,3% ψαλίδι και προοδευτικό μοχλικό. Πιρούνι και αμορτισέρ έχουν την υπογραφή της Καγιάμπα και σου δίνουν διαδρομές 280mm και 296mm αντίστοιχα. Ειλικρινά δεν χρειάζεται καμία αλλαγή για ό,τι και αν πρόκειται να κάνεις με αυτή τη μοτοσυκλέτα, από καθημερινή μετακίνηση, εκδρομικό Enduro έως και κανονικό Enduro.
Για αυτό το τελευταίο η θέση οδήγησης άλλαξε λίγο με το αλουμινένιο τιμόνι να έρχεται 28mm ψηλότερα και αντίστοιχα τα μαρσπιέ σηκώθηκαν 7mm και πήγαν 23mm πιο πίσω για να μπορούν και οι ψηλότεροι αναβάτες να οδηγούν περισσότερη ώρα όρθιοι χωρίς να κουράζουν πολύ τα πόδια. Η σέλα φτάνει τώρα χαμηλότερα από πριν, στα 920mm από τα 935mm που σαν νούμερο παραμένει σημαντικό, όμως με τόσο λεπτή σιλουέτα οι κοντοί Ιάπωνες αναβάτες εξέλιξης που είχαμε μαζί, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να την χειριστούν στο χώμα.
Μία από τις ερωτήσεις που δέχτηκα από τους Ιάπωνες ήταν πως αν θα με πείραζε η αύξηση πλάτους του μπλοκ του κινητήρα σε περίπτωση που έβαζαν έκτη. Την υπολόγισαν στα 12 χιλιοστά και η απάντηση είναι πως αναλόγως κόστους στο R&D το πλάτος αυτό μπορούσε να μειωθεί τουλάχιστον στην μέση. Είπαν επίσης πως θα αυξανόταν το βάρος του κινητήρα κατά 800 γραμμάρια που επίσης μπορεί κανείς να τα γλιτώσει αν για παράδειγμα αλλάξει τα ελαστικά με κάτι που κοστίζει λίγο παραπάνω. Κουβέντα να γίνεται όμως γιατί μετά από όλα αυτά η αλήθεια είναι πως δεν θα άλλαζε κάτι ουσιαστικό στην χρήση αυτής της μοτοσυκλέτας.
Η ουσία είναι μία σε αυτή την συγκεκριμένη περίπτωση: Το νέο DR-Z4S είναι ένα συνολικά καλύτερο DR-Z400 και ακριβώς όπως και ο προκάτοχός του μπορεί να ζήσει περισσότερο από τον πρώτο του ιδιοκτήτη. Υπόσχεται σε όποιον το αποκτήσει τώρα πως θα μείνει ίδιο και απαράλλαχτο και το καλοκαίρι του 2050…