Δοκιμή ελαστικών Dunlop Meridian: Εξειδικευμένα για Ελλάδα

Ξεκλειδώνουν τον σπορ χαρακτήρα των On-Off
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

6/12/2022

Καμία μεγάλη εταιρεία ελαστικών δεν σχεδιάζει ένα καινούριο λάστιχο έχοντας στο μυαλό της τους ελληνικούς δρόμους ή τον τρόπο που οι Έλληνες χρησιμοποιούμε τις μοτοσυκλέτες μας.

Ούτε φυσικά η Dunlop έχασε τον χρόνο της για να δει τί στο καλό γίνεται στο μικρό γαλατικό χωρίο που αποκαλούμε Ελλάδα κατά την εξέλιξη των νέων Meridian. Όμως στην πράξη τα Meridian είναι κομμένα και ραμμένα για την πάρτη μας!

 

Στο μυαλό των μοτοσυκλετιστών, οι κατηγορίες των ελαστικών έχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Τα σπορ ελαστικά κρατάνε αλλά είναι μαλακά και τρώγονται, τα τουριστικά ελαστικά αντέχουν αλλά είναι σκληρά και γλιστράνε, τα “τρακτερωτά” είναι για χώμα κ.τ.λ.

Δυστυχώς, ή μάλλον ευτυχώς, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Ειδικά αν μιλάμε για την ελληνική μοτοσυκλετιστική πραγματικότητα, τότε οι παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κατά την επιλογή ενός νέου ζευγαριού ελαστικών για τη μοτοσυκλέτα μας, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με εκείνους που αφορούν έναν Ιταλό, έναν Ισπανό ή ακόμα χειρότερα έναν κεντροευρωπαίο μοτοσυκλετιστή.

Ζούμε σε μια – εντελώς - παράξενη χώρα και αντίστοιχα παράξενες είναι οι ανάγκες και οι απαιτήσεις μας. Την ίδια στιγμή, η τεχνολογία των ελαστικών έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια και το ίδιο συμβαίνει με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών, όπου τα ηλεκτρονικά βοηθήματα έχουν αναλάβει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο και οι ιπποδυνάμεις έχουν εκτοξευτεί στα ουράνια. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, που το θέμα μας είναι ελαστικά για “On-Off” μοτοσυκλέτες, οι απαιτήσεις είναι πολύ υψηλού επιπέδου, τόσο από την μεριά του αναβάτη, όσο και από τη μεριά των ίδιων των μοτοσυκλετών.

 

Το νέο Meridian της Dunlop το οποίο σχεδιάστηκε ειδικά για τις σύγχρονες on-off μοτοσυκλέτες, όπου οι ιπποδυνάμεις ξεκινούν στη μεσαία κατηγορία από τους 60 ίππους στον τροχό και φτάνουν ή ακόμα και ξεπερνούν τους 140 στα θηρία των 1200+ κυβικών. Αντίστοιχα μεγάλο εύρος έχει και το πραγματικό βάρος τους, όπου τα 200 κιλά είναι η αφετηρία για τους μικρότερους κυβισμούς, ενώ η ζυγαριά μπορεί να δείξει πάνω από 400 κιλά αν βάλεις πάνω της ένα θηρίο με γεμάτο το ρεζερβουάρ των 25-30 λίτρων και δύο άτομα στη σέλα.

Γι' αυτό σκεφτήκαμε πολύ ποια μοτοσυκλέτα θα χρησιμοποιήσουμε για τη δοκιμή των Meridian, ώστε να έχουμε την καλύτερη δυνατή εικόνα για την συμπεριφορά τους.

Το νέο V-Strom 1050 XT ήταν η πιο κατάλληλη επιλογή, όχι μόνο γιατί φοράει την πιο κοινή διάσταση ελαστικών στην κατηγορία των οn-οff (110/80-19 εμπρός και 150/70-17 πίσω) αλλά και γιατί έχει συμβατικές και πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις, που επιτρέπουν στον δοκιμαστή να διαχωρίσει τις πληροφορίες που παίρνει από τα ελαστικά στις χαμηλές ταχύτητες.

Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις (π.χ. KTM 1290, Triumph Tiger 1200) και τα συστήματα ανάρτησης με αρθρώσεις (BMW R1250GS) θολώνουν την εικόνα στις χαμηλές και πολύ χαμηλές ταχύτητες, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να κολακεύουν ένα μέτριο ή κακό ελαστικό ή να υπονομεύουν τα πλεονεκτήματα κάποιου καλού ελαστικού (π.χ. άνεση ευελιξία κ.τ.λ.). Με το V-Strom 1050 τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει, γιατί δεν έχεις “παρεμβολές” ηλεκτρονικών ή μηχανικών συστημάτων.

Επίσης έχει ουδέτερο στήσιμο πλαισίου, οπότε μπορείς να δεις ξεκάθαρα πόσο επηρεάζεται η συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας από τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του σκελετού των ελαστικών.

 

Πριν όμως πούμε εμείς τι κάνουν τα Meridian, καλό θα ήταν να δούμε τι λέει η Dunlop για αυτά τα ελαστικά. Όπως φαίνεται και με το μάτι κοιτώντας τη χάραξη, τα Meridian ανήκουν στη νέα γενιά ελαστικών για mega on-off όπου η βασική χρήση τους είναι η οδήγηση στην άσφαλτο. Σαφώς η κατασκευαστική δομή τους περιλαμβάνει και την οδήγηση στο χώμα, αλλά μόνο στον τομέα της αντοχής και όχι στον τομέα της πρόσφυσης.

Για να το πούμε πιο απλά, θα αντέξουν τις κροκάλες και τις φυτευτές πέτρες αν θέλεις να διανύσεις κάποια χιλιόμετρα χωματόδρομου στις διακοπές σου, αλλά δεν είναι για να πάρεις φόρα και να βουτήξεις στις λάσπες ή να διασχίσεις τη Σαχάρα. Η αντοχή, η χιλιομετρική απόδοση και η συνολικά ασφαλή συμπεριφορά σε μεταβλητές συνθήκες (καιρού ή πρόσφυσης) είναι οι βασικοί πυλώνες αυτού του τύπου ελαστικών ανεξαρτήτως εταιρείας. Η Dunlop από τη μεριά της μας υπόσχεται πως τα Meridian καλύπτουν όλες τις παραπάνω απαιτήσεις.

Σε επίπεδο τεχνολογίας είναι απόλυτα πειστική, καθώς έχουν όλες τις πατέντες και τις καινοτομίες που συναντάμε στα κορυφαία ελαστικά των superbike. Ο σκελετός αποτελείται από τρεις διαφορετικές ζώνες, ειδικά σχεδιασμένες για να ελέγχουν την παραμόρφωση του ελαστικού απ’ άκρη σε άκρη, διατηρώντας σταθερό το αποτύπωμα του ελαστικού πάνω στο δρόμο.

Η γόμα έχει διαφορετική χημική και μοριακή σύνθεση για το εμπρός ελαστικό και εντελώς διαφορετική για το πίσω. Εμπρός είναι ενιαίας σύνθεσης με πυρίτιο και black-carbon. Όπως ξέρουμε, το πυρίτιο προφέρει πολύ καλό και άμεσο κράτημα στο κρύο και τη βροχή, ενώ το black-carbon προφέρει σταθερό επίπεδο κρατήματος όταν η θερμοκρασία του ελαστικού ανέβει. Η αναλογία στη μείξη των δύο συστατικών και το επίπεδο ακαμψίας του σκελετού, καθορίζουν την ταχύτητα και το φάσμα της θερμοκρασίας λειτουργίας του ελαστικού.

Τα slick και τα ελαστικά για track day δεν έχουν καθόλου πυρίτιο, αλλά θέλουν κουβέρτες και καλό ζέσταμα για να φτάσουν στην ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας, ενώ τα ελαστικά πόλης και τα τουριστικά έχουν μεγάλη περιεκτικότητα πυριτίου για να δουλεύουν κρύα και να μην τρώγονται στα μακρινά ταξίδια, αλλά πέφτει απότομα η απόδοσή τους αν υπερθερμανθούν οδηγώντας μέσα σε πίστα με χαμηλές πιέσεις. Άρα η αναλογία που αναμειγνύονται αυτά τα δύο βασικά συστατικά της γόμμας, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το εύρος λειτουργίας του ελαστικού, αλλά δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας καθώς οι κατασκευαστές έχουν βρει και άλλες λύσεις για να διευρύνουν το φάσμα των δυνατοτήτων ενός ελαστικού.

Όπως για παράδειγμα το πίσω ελαστικό του Meridian, όπου η Dunlop χρησιμοποιεί δύο διαφορετικής σύνθεσης γόμες, με την κεντρική να εκτείνεται κάτω από την “μαλακότερη” πλαϊνή, έχοντας στόχο την ομοιόμορφη κατανομή των δυνάμεων που δέχεται ο σκελετός, αλλά και την αντίστοιχα ομοιόμορφη μεταφορά της θερμοκρασίας.

 

Ευελιξία και σπορ γονίδια

Εκείνο που αντιλαμβάνεσαι αμέσως κάνοντας τα πρώτα μέτρα, είναι η ελαφριά αίσθηση στο τιμόνι στους επιτόπιους ελιγμούς και στις χαμηλές ταχύτητες. Το V-Strom 1050 XT είναι ήδη ένα από τα πιο ελαφριά και εύκολα στους χειρισμούς mega on-off μέσα στην πόλη, οπότε ήταν ευχάριστη έκπληξη που τα Meridian βελτίωσαν ακόμα περισσότερο αυτόν τον τομέα. Η “σπορ” γεωμετρία του σκελετού και κυρίως η στιβαρότητά του, είναι η βασική αιτία. Το πέλμα δεν παραμορφώνεται υπερβολικά και το αποτύπωμά του πάνω στην άσφαλτο παραμένει σταθερό, οπότε σταθερή είναι και η αντίσταση από την στατική τριβή του πάνω στην άσφαλτο ή όταν η μοτοσυκλέτα κάνει ελιγμούς με πολύ χαμηλές ταχύτητες.

Το τιμόνι του V-Strom 1050 ήθελε ελάχιστη δύναμη από τα χέρια και ήταν πρόθυμο να αλλάξει αμέσως κατεύθυνση, δίνοντάς σου την αίσθηση πως έφυγαν 10 κιλά πάνω από τη μοτοσυκλέτα. Παρά την εμφανώς στιβαρή κατασκευή του σκελετού, η άνεση δεν επηρεάστηκε αρνητικά – τουλάχιστον όχι σε σημείο που να γίνεται ενοχλητική. Αναμενόμενα μεταφέρει περισσότερους κραδασμούς στα χέρια σε σύγκριση με τα κοινά on-off ελαστικά όταν περνάς με μικρές ταχύτητες πάνω από κοφτές ανωμαλίες και μπαλώματα. Όμως αυτό είναι ένα λογικό αντίτιμο που δίνεις για να πάρεις πίσω ως αντάλλαγμα περισσότερη αίσθηση και πληροφόρηση στα χέρια σου στη γρήγορη οδήγηση.

Πιέζοντας τη μοτοσυκλέτα στις εισόδους των στροφών, είτε μπαίνοντας με φόρα, είτε με trail-braking, έχεις καθαρή εικόνα για το επίπεδο πρόσφυσης και την κατάσταση του οδοστρώματος. Ο σκελετός δεν παρουσιάζει παραμορφώσεις, οπότε δεν “θολώνει” τις πληροφορίες που φτάνουν στα χέρια σου. Η αυξημένη ακαμψία του σκελετού έχει θετικό αντίκτυπο και στην αμεσότητα μεταφοράς των εντολών σου στο τιμόνι. Το V-Strom 1050 XT πλάγιαζε χωρίς αντίσταση και άλλαζε εμφανώς ταχύτερα πορεία από την μια μεριά στην άλλη στα στροφιλίκια. Η ακαμψία του σκελετού έδωσε το πλεονέκτημα στην Dunlop να επιτύχει πολύ καλή ευελιξία χωρίς να καταφύγει σε έναν ακραίο σχεδιασμό της γεωμετρίας της κορώνας του ελαστικού. Μετά την αρχική προθυμία να πλαγιάσει η μοτοσυκλέτα, ακολουθεί μια προοδευτική συμπεριφορά, όσο περισσότερο πλαγιάζεις προσεγγίζοντας την κορυφή της στροφής και δεν εμφανίζει “σκαλοπάτια”.

Άλλο ένα πλεονέκτημα του στιβαρού σκελετού των Meridian φαίνεται στα δυνατά φρεναρίσματα, όπου η μοτοσυκλέτα μένει στην πορεία της και δεν τραβάει το τιμόνι δεξιά-αριστερά. Εδώ όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως το cornering ABS του V-Strom 1050 XT επεμβαίνει αρκετά νωρίς και αφήνει τα φρένα να πιέσουν στο όριο το εμπρός ελαστικό όταν γραπώνεις απότομα και με όλη σου τη δύναμη τη μανέτα του φρένου. Φυσικά δεν μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου σε αυτή τη ζωή. Αναμενόμενα η επιπλέον ευελιξία και αμεσότητα στις χαμηλές και μεσαίες ταχύτητες (120-150km/h) που έδωσαν τα Meridian στο V-Strom 1050 XT, έκαναν πιο ελαφρύ το τιμόνι στις υψηλές ταχύτητες (πάνω από 160km/h).

Οι κινήσεις των χεριών σου έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις ευθείες της εθνικής και θέλει να αντιμετωπίζεις με πιο ήρεμο τρόπο τις σφαλιάρες από τους πλάγιους ανέμους ή τις διαμήκεις ανωμαλίες του δρόμου.

 

Σημαντικός τομέας άνεσης στα ταξίδια είναι θόρυβος. Η κουβέντα περιορίζεται στους αεροδυναμικούς θορύβους από τη ζελατίνα και το κράνος ή τον κινητήρα και την εξάτμιση. Όμως αντίστοιχα σημαντική πηγή θορύβου είναι τα ίδια τα ελαστικά, ιδιαίτερα στην κατηγορία των on-off όπου συνηθίζεται η αραιή και βαθιά χάραξη του πέλματος. Στην περίπτωση του Meridian ο θόρυβος κύλισης σε όλες τις ταχύτητες ήταν ιδιαίτερα χαμηλός και η χροιά του δεν σου σπάει τα νεύρα.

Βέβαια όλα τα ελαστικά είναι πιο ήσυχα όταν είναι φρέσκα και αφράτα, αυξάνοντας τα επίπεδα θορύβου που παράγουν μετά τα 2.000-3.000 χιλιόμετρα, όταν η γόμμα αρχίζει να σκληραίνει σιγά-σιγά από τους θερμικούς κύκλους και να “τετραγωνίζει” ο σκελετός και η γόμμα στο κέντρο από το βάρος της μοτοσυκλέτας και την φθορά, αυξάνοντας το εμβαδόν του αποτυπώματος πάνω στην άσφαλτο.


ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΕΜΠΡΟΣ

100/90-19 57V

110/80-19 59V

120/70-17 60W

90/90-21 54W

 

ΠΙΣΩ

 

150/70-17 69V

170/60-17 72W

150/70-18 70W

 

 

Honda GTR 150: Δυναμομέτρηση και οδήγηση στην… πίστα!

Προπόνηση με παπί όπως ο Marquez
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

4/3/2019

Το Supra GTR 150 είναι χωρίς αμφιβολία το “Superbike” των παπιών στη γκάμα της Honda στην Ελλάδα. Έχοντας έναν υγρόψυκτο κινητήρα 150 κυβικών με δύο εκκεντροφόρους επικεφαλείς και κανονικό κιβώτιο έξι ταχυτήτων με συμπλέκτη, το GTR 150 είναι μια κανονικότατη μικρή μοτοσυκλέτα σε σχήμα παπιού. Προφανώς δεν πρόκειται για ένα φτηνό παπί για να κάνεις delivery – όχι ότι απαγορεύεται βέβαια… άσε δε που θα είσαι πιθανότατα και ο γρηγορότερος ντελιβεράς της περιοχής σου! Όμως για φτηνή αγορά και οικονομική μετακίνηση η Honda έχει το Astrea Grand στα 2.250€ και όποιος θέλει περισσότερη πολυτέλεια και αποθηκευτικούς χώρους υπάρχει το Supra-X Helmin με 2.780€.

Έτσι το GTR 150 των 3.460€ στην έκδοση Sporty και των 3.590€ στην έκδοση Exclusive δεν απευθύνεται στον κλασικό πελάτη των παπιών. Ούτε έχει σχεδιαστεί για τον κλασικό πελάτη των παπιών. Με το παπί αυτό (και αντίστοιχα των υπόλοιπων εταιρειών) γίνεται το πρωτάθλημα ταχύτητας στην Ινδονησία και ο συνολικός σχεδιασμός του αποσκοπεί ξεκάθαρα στη σπορ χρήση. Έτσι δεν είναι καθόλου τυχαίο που σε όλες τις παρουσιάσεις της ομάδας της Honda (…και της Yamaha) των MotoGP στις χώρες της Ασίας, ο Marc Marquez (… και ο Rossi) οδηγούν στην πίστα ένα από αυτά τα super-παπιά με τους υγρόψυκτους κινητήρες και τον κανονικό συμπλέκτη.

Έχοντας στα χέρια μας το GTR 150, μας μπήκε η ιδέα να δούμε πως είναι να οδηγάς εξατάχυτο παπί στην πίστα. Βέβαια πριν πάμε στην πάντα φιλόξενη πίστα καρτ Speed Force στο Κορωπί, που είναι μία από τις ελάχιστες πίστες καρτ στην Ελλάδα που έχει άσφαλτο με υψηλό κράτημα, περάσαμε μια βόλτα από το δυναμόμετρο για να ξέρουμε… με πόσα άλογα θα παλέψουμε!

Η δυναμομέτρηση μας πήρε τον διπλάσιο χρόνο απ’ ότι συνήθως χρειάζεται ένα συμβατικό παπί. Μια αιτία ήταν φυσικά ο περίπλοκος σχεδιασμός της ποδιάς, με τα πάρα πολλά ξεχωριστά κομμάτια πλαστικών που έπρεπε να αφαιρεθούν για να βρούμε την ηλεκτρονική και να πάρουμε με ακρίβεια τις στροφές του κινητήρα. Η άλλη αιτία ήταν ότι κάναμε τρεις διαφορετικές δυναμομετρήσεις. Μία κανονική, μία χωρίς το χάρτινο φίλτρο αέρα και μία με το φίλτρο αέρα στη θέση του, αλλά χωρίς το καπάκι που έχει το φιλτροκούτι με την μικρή εισαγωγή αέρα. Οι διαφορές είναι ασήμαντες ως προς την μέγιστη τιμή της ιπποδύναμης, αλλά αρκετά ευδιάκριτες για να καταλάβουμε πως αν είχε μεγαλύτερου όγκου φιλτροκούτι θα κέρδιζε μερικά αλογάκια παραπάνω. Σημασία έχει πως είδαμε 14,09 αληθινούς ίππους στον πίσω τροχό στις 7.500 στροφές. *Ο κινητήρας έχει μεγάλη διάρκεια και συνεχίζει ως τον κόφτη. Στο τεύχος θα έχουμε όλη την ιστορία της δυναμομέτρησης, όπως και στο video που ετοιμάζουμε. Η Honda ανακοινώνει 15,1 ίππους στις 9.000 στροφές που είναι πολύ κοντά στην πραγματική απόδοση του κινητήρα.

*Αρχική δυναμομέτρηση... κι έπεται συνέχεια...

Με το εργοστασιακό βάρος να είναι μόλις 119 κιλά, οι επιταχύνσεις του GTR 150 είναι πραγματικά ζωηρές. Γενικά η Honda βάζει αρκετά μακριές σχέσεις στο κιβώτιο ταχυτήτων της και σπάνια οι μοτοσυκλέτες της πιάνουν κόφτη με 6η σε επίπεδη ευθεία. Το GTR 150 όμως είναι η εξαίρεση του κανόνα και μόνο στις ανηφόρες ή με κόντρα αέρα δυσκολεύεται να τερματίσει το κοντέρ του.

Μέσα στην πίστα της Speed Park στο Κορωπί, το GTR 150 σου δίνει αμέσως να καταλάβεις γιατί οι αγώνες ταχύτητας με τέτοια παπιά στην Ινδονησία έχουν πραγματικά νόημα.

Με όπλο τα φαρδιά ελαστικά που είναι 90/80-17 εμπρός και 120/70-17, αλλά και το μικρό μεταξόνιο, το GTR 150 βρίσκει όσο χώρο χρειάζεται μέσα στην κλειστή πίστα και έχει πολύ κράτημα για να πάρεις όση φόρα χρειάζεσαι. Τα δισκόφρενα είναι πολύ δυνατά και χάρη στο μικρό βάρος, μπορείς να οδηγάς μέσα στην πίστα με μόλις ένα δάκτυλο στη μανέτα. Φυσικά έχει ABS, αλλά επεμβαίνει μόνο αν υπερβάλεις και γραπώσεις τη μανέτα τελευταία στιγμή. Ο ψεκασμός είναι κάπως απότομος όταν ανοίγεις το γκάζι από τέρμα κλειστό και ο κινητήρας φρενάρει έντονα όταν κλείνεις απότομα το γκάζι. Οπότε είναι καλύτερα να διατηρείς την φόρα σου μέσα στη στροφή και έχοντας μια ταχύτητα πάνω να ανοίγεις το γκάζι νωρίτερα, παρά να κατεβάζεις πολλές ταχύτητες και να έχεις στις στροφές του κινητήρα κοντά στο κόκκινο.

Με αυτόν τον τρόπο οδήγησης, το GTR 150 πάει διαολεμένα γρήγορα μέσα στην πίστα και ο μόνος περιοριστικός παράγοντας είναι τα σταθερά μαρσπιέ. Αν είχε αναδιπλώμενα μαρσπιέ, όπως αυτά που βάζουν οι Ινδονήσιοι στα αγωνιστικά παπιά του πρωταθλήματός τους, τότε το GTR 150 θα ήταν ένα φανταστικό pit-bike για προπονήσεις σε πίστες καρτ.

Τα σταθερά μαρσπιέ είναι ο μόνος περιοριστικός παράγοντας του GTR 150 στην πίστα. Οι αναρτήσεις και τα φρένα κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους και δεν χρειάζονται καμία επέμβαση, αν σκοπός είναι η διασκέδαση. Τώρα αν μπούμε στην λογική του αγώνα, τότε σίγουρα εκτός των μαρσπιέ, θα χρειαστεί να σηκωθεί η εξάτμιση, να απενεργοποιηθεί το ABS και να μπει ένα ρυθμιζόμενο αμορτισέρ πίσω. Όλα αυτά βέβαια κοστίζουν κάποια επιπλέον χρήματα που έρχονται να προστεθούν στα 3.460€ της αρχική τιμής του GTR 150. Όμως αν πρόκειται να δούμε ένα πρωταθληματάκι με παπιά στην Ελλάδα, που θα διεξάγεται σε πίστες καρτ (υπάρχουν σχεδόν σε κάθε νομό της χώρας μας), τότε θα πρόκειται για την πιο προσιτή οικονομικά μορφή μηχανοκίνητου αθλητισμού.

Τα παπιά δεν χάνουν ποτέ την μεταπωλητική αξία τους (ειδικά αν είναι Honda) και είναι γεμάτη ολόκληρη η Ελλάδα με αυτά. Επίσης μπορείς να τα συντηρείς εύκολα και οικονομικά σε οποιοδήποτε επαρχιακό συνεργείο. Ανάμεσα στους 6.000 Έλληνες που αγοράζουν καινούριο παπί κάθε χρόνο, μάλλον θα υπάρχουν 20-30 άτομα που θα γούσταραν να τρέξουν έναν αγώνα…   

 

Ευχαριστούμε θερμά την πίστα Speed Force στο Κορωπί για την φιλοξενία της