Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!


 

CFMOTO 675SR-R και 675NK: Αναλυτική Παρουσίαση οδηγώντας στην πιο διασκεδαστική πίστα της Ευρώπης

Το Portimao είναι με διαφορά η καλύτερη πίστα για μοτοσυκλέτες
CFMOTO
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

15/8/2025

Η νέα τρικύλινδρη πλατφόρμα της CFMOTO έρχεται στη ζωή μας μέσα από την sport πλευρά της, επεκτείνοντας ταυτόχρονα την οικογένεια ΝΚ και δημιουργώντας την οικογένεια των SR – Η προσιτή διασκέδαση γίνεται πλέον με ασφάλεια!

Το σχέδιο της CFMOTO αποκαλύφθηκε εν μέρη για πρώτη φορά στην EICMA το 2019 όταν έδειξε το 450SR με τον κόσμο τριγύρω μαζεμένο, να αναρωτιέται ποιος είναι αυτός ο κινητήρας, από που τον πήρε και ποιος τον είχε σχεδιάσει. Βλέπετε, δεν είχαν ακόμη συνηθίσει να βλέπουν την CFMOTO ως σχεδιαστή από το μηδέν με προηγμένα σχέδια κινητήρων. Εκείνο το πρώτο 450SR είναι βασικό στοιχείο για το 675 που τώρα οδηγούσα στο Portimao, όχι μόνο ως ένας άμεσος πρόγονος, αλλά επιπρόσθετα ως R&D, από την στιγμή που ο τρικύλινδρος κινητήρας είναι ουσιαστικά ο ίδιος ακριβώς δικύλινδρος του μικρού SR με μία μικρή επέκταση.

Πριν από λίγα χρόνια όμως τίποτα από όλα αυτά δεν φαινόντουσαν στον ορίζοντα, αντιθέτως υπήρχε κόσμος που θεωρούσε πως η CFMOTO έχει πάρει τον δικύλινδρο από την KTM η οποία είχε προαναγγείλει την αντικατάσταση της πλατφόρμας 390 και μετέπειτα το πήρε πίσω. Στο μεσοδιάστημα αυτό η CFMOTO δούλευε πυρετωδώς δημιουργώντας μία ολόκληρη γενιά μοτοσυκλετιστών στην Κίνα που αγαπούν τις sport μοτοσυκλέτες, πηγαίνουν σε trackday και συμμετέχουν σε ενιαία πρωταθλήματα.

 

Τρικύλινδρος 100% CFMOTO

Παράλληλα με την εξέλιξη του τρικύλινδρου μοντέλου η CFMOTO δημιουργούσε την ίδια την εγχώρια αγορά για μία τέτοια μοτοσυκλέτα! Στην Κίνα οι πίστες φυτρώνουν με μεγάλη ταχύτητα και από αυτά που έχω δει, μιλάμε για μία ταχεία ανάπτυξη που μπορεί να συγκριθεί μονάχα με αυτό που συνέβαινε σε Ισπανία και Ιταλία πριν από δεκαετίες. Έχουν λοιπόν την υποδομή και πλέον αρχίζουν να αποκτούν και τις μοτοσυκλέτες που μπορούν να την εκμεταλλευτούν! Το 675 SR-R είναι μία φανταστική sport, ιδιαίτερα όταν την εξετάσεις στο πλαίσιο της τιμής της αλλά μέσα στο Portimao, στην πιο απαιτητική πίστα για καθημερινές μοτοσυκλέτες και την καλύτερη στο πρόγραμμα των MotoGP από την πλευρά της χαράς της οδήγησης, η CFMOTO καταφέρνει να δείξει τις ατέλειές του.

Ήταν μία ακατάλληλη επιλογή η τοποθεσία της παγκόσμιας παρουσίασης, ιδιαίτερα με τον τρόπο που διεξήχθη αλλά το μόνο βέβαιο είναι πως μαθαίνουν γρήγορα και σίγουρα πήραν και εδώ το μάθημα για αργότερα. Για αρχή άφησαν τα απαράδεκτα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης αντί να βάλουν κάτι που δεν θα αντιδρά σπασμωδικά στην πρωινή υγρασία και δεν είχαν ούτε κουβέρτες, ούτε και πρόβλεψη για αλλαγή ελαστικών πίσω. Αντιθέτως όταν μετά από πολλούς γύρους το πίσω παρέδωσε πνεύμα από την δεξιά πλευρά που έχει τις πιο απαιτητικές στροφές, απλά άλλαζαν μοτοσυκλέτες και έπρεπε να μπεις με νέο ελαστικό. Έτσι και αλλιώς είχες στρώσει ήδη ένα ζευγάρι μπαίνοντας για τον πρώτο γύρο το πρωί με τα πάντα παγωμένα. Στην πίσω ευθεία ανακαλύπτεις πριν αρχίσεις να στρίβεις, πως ο κόφτης επεμβαίνει άγαρμπα και ουσιαστικά σου καταστρέφει την επιτάχυνση αντί να σου συγχωρεί τουλάχιστον την πρώτη κλήση που θα του κάνεις. Αντίστοιχα το Quickshifter που δουλεύει μόνο προς μία κατεύθυνση θέλει να αλλάζεις στις ιδανικές στροφές αλλιώς καλύτερα να το αφήσεις στην ησυχία του.

Μόλις πάτησαν λίγο τα ελαστικά οι τεράστιοι αποστάτες στα μαρσπιέ άρχισαν να βυθίζονται στην πανάκριβη άσφαλτο της πορτογαλικής πίστας χαράσσοντάς την με τους κινέζους να αρνούνται να τους αφαιρέσουν πριν ξανά μπούμε, γιατί «ήταν θέμα ασφαλείας οι αλλαγές στην μοτοσυκλέτα». Ζήτημα ασφαλείας ήταν βέβαια η παραμονή τους πάνω στα μαρσπιέ, ιδιαίτερα στην Κ5 και στην διπλή προτελευταία στροφή που ξύναμε πολύ δυνατά γιατί χρειαζόμασταν την κλίση, αλλά μικρό το κακό καθώς το ABS ήταν το πιο σημαντικό από την στιγμή που αν πίεζες πολύ δυνατά τα φρένα, αμολούσαν απότομα. Μαζί με την απόκριση που δεν ήταν η πιο ομαλή, αναμενόμενο πλέον αν και συνεχώς ολοένα και μικρότερο πρόβλημα, δεν έχω να προσάψω κάτι σε μία μοτοσυκλέτα που κοστίζει κάτω από τον ανταγωνισμό, προσφέροντας πολλά περισσότερα!

CFMOTO

Η αρχή έγινε με το 450MT, όταν πλέον ξεκίνησαν πολλοί περισσότεροι Ευρωπαίοι να αποκτούν CFMOTO επειδή ήταν αυτό που ονειρεύονται και όχι επειδή είχε την καλύτερη σχέση τιμής και απόδοσης και η οικογένεια των SR μπορεί κάλλιστα να συνεχίσει να υποστηρίζει αυτή την φιλοσοφία!

Το πλαίσιο έκανε καταπληκτική δουλειά στις υψομετρικές διαφορές, ιδιαίτερα στην βουτιά με τετάρτη στο κιβώτιο που συμπιέζεις τέρμα τις αναρτήσεις πριν αρχίσεις να ανεβαίνεις στην απέναντι πλευρά όπου αντικρύζεις ξαφνικά την στροφή μπροστά σου, την πουλάς συνεχίζοντας ευθεία πριν πιέσεις απότομα τα φρένα και μαζί την μοτοσυκλέτα για την επόμενη δεξιά κατηφορική πριν ακόμη μία παρατεταμένη αριστερή.

Σε αυτό το πλαίσιο τιμής δεν ξέρω πολλές μοτοσυκλέτες που να τις ευχαριστιέσαι τόσο πολύ σε μία τέτοια πίστα και φυσικά το μεγαλύτερο προσόν της είναι η απόδοση του κινητήρα. Η μέτρια απόκριση της γκαζιέρας δεν κρύβει την ευστροφία ούτε και την διάρκεια ψηλά που σε βοηθά να πιέσεις στην τελευταία στροφή τα κινέζικα ελαστικά, αντιγραφή των Pirelli που κατασκευάζονται σε κοντινή τους απόσταση, στο απόλυτο για αυτά όριο.

Με απόλυτα σταθερή μοτοσυκλέτα στην έντονη κατηφορική παρατεταμένη δεξιά στροφή, έχεις πάνω από 170 χιλιόμετρα στο κοντέρ όταν ανεβαίνεις στην έξοδό της για την ευθεία της εκκίνησης αλλάζοντας στο σαφέστατο κιβώτιο που μόνο από λάθος στο software του quickshifter μπορεί να σε κάνει να χάσεις δέκατα από κακή αλλαγή. Ένας φανταστικός τρικύλινδρος ήχος σε συντροφεύει παντού και πάντα και στην σύντομη γνωριμία μας, στην αγαπημένη μου πίστα, το 675SR-R συγκεντρώνει πολύ λίγες παρατηρήσεις χαρίζοντας πραγματικές στιγμές χαράς!

 

Ένα γυμνό για κάθε μέρα!

Θεώρησα πως αργότερα με το 675NK στην πίστα καρτ του Portimao θα ζήσουμε μία επανάληψη κακής επιλογής τοποθεσίας. Πηγαίνω σχεδόν δεκαπέντε χρόνια εκεί κάτω, στην άκρη της Πορτογαλίας στην φανταστική αυτή πίστα πριν ακόμη ενσωματωθεί στο πρόγραμμα των MotoGP και δεν είχα δει ποτέ την πίστα καρτ. Εξαιτίας του υπόλοιπου μεγαλείου, περίμενα κάτι αντίστοιχο αλλά με έκπληξη σας λέω πως έχουμε καλύτερες πίστες καρτ στην Ελλάδα! Κι όμως, το 675ΝΚ που δεν μπορούσε εκεί μέσα να βάλει κάτι παραπάνω από τρίτη στο κιβώτιο ήταν μία αποκάλυψη και ένα φανταστικό παιχνίδι που μας χάρισε απίστευτη χαρά!

Δεν υπήρχε περιθώριο ασφαλούς προσπέρασης πέρα από την ευθεία που χωριζόταν από μία αμβλεία γωνία που υπό προϋποθέσεις της θέσης που είχε ο αντίπαλος, μπορούσες να την κάνεις ευθεία χωρίς να κλείσεις το γκάζι. Εκεί ήταν που ήθελε πολύ δυνατά φρένα κατεβάζοντας σε δευτέρα όπου ρυθμίζοντας το φρένο του κινητήρα με την μανέτα του συμπλέκτη, έκανες αν ήθελες την επόμενη δεξιά στροφή μία διαγώνιο πατώντας λίγο εκτός πίστας για να πλασαριστείς στην είσοδο για την επόμενη, επίσης δεξιά στροφή όπου έτσι και αλλιώς θα έπρεπε να φρενάρεις δυνατά. Η απουσία μίας πλήρους δοκιμής είχε μόλις εξαφανιστεί, το παιχνίδι με τις τρεις πρώτες σχέσεις του κιβωτίου στην μικρή αυτή πίστα έδειχνε την ευελιξία και τις δυνατότητες αυτής της μοτοσυκλέτας με τον πιο διασκεδαστικό τρόπο, σε αναμονή μίας καλύτερης γνωριμίας.

Στο μεταξύ οι αποστάτες στα μαρσπιέ ήταν πιο κοντοί στο ΝΚ από ότι στο SR-R και όχι επειδή δεν είχαν σταματήσει να ξύνουν! Στην προσπάθεια να περάσεις τους υπόλοιπους στην μοναδική ευθεία, ενώ έχετε ακριβώς την ίδια μοτοσυκλέτα, σημαίνει πως έπρεπε να είσαι κολλημένος στον πίσω τροχό μέχρι να αρπάξεις την ευκαιρία με τον μπροστά να προσπαθεί να φρενάρει συνέχεια λίγο πιο κάτω για να ξεφύγει, έως ότου δεν υπήρχε πιο κάτω! Εκείνη την στιγμή διεξαγόταν ένα παιχνίδι που δεν είχε προηγούμενο με την μοτοσυκλέτα να καλλιεργεί την αίσθηση ασφάλειας από την προβλέψιμη και αλάνθαστη συμπεριφορά της, ακόμη και το εμπρός ABS το εμπιστευόσουν στο 100% σημάδι πως αυτό που έκανε στο SR-R δεν είναι κάτι εύκολο να αναπαραχθεί σε πιο κοντινές στην πραγματική ζωή συνθήκες!

CFMOTO

Το τιμόνι δίνει ικανοποιητικό μοχλό για να κάνεις απίστευτο παιχνίδι στην σφιχτή διαδρομή που μόνο σε ευθεία χωρούν δύο μοτοσυκλέτες δίπλα-δίπλα και το πιρούνι βυθίζεται τόσο, όσο χρειάζεται για να φορτίζει το εμπρός ελαστικό και να μεταφέρει το βάρος χωρίς να ελαφραίνει πολύ ο πίσω τροχός αποσταθεροποιώντας την μοτοσυκλέτα.

Παρόλο που είχαμε τα ίδια ελαστικά με πριν, σε μία πίστα που δεν είχε το κατάλληλο μέγεθος για να ξεδιπλώσει η μοτοσυκλέτα τις αρετές της, η διασκέδαση με το 675NK ήρθε απρόσμενα σε τέτοιο βαθμό, που πιέσαμε για αλλαγή του προγράμματος πριν κλείσει η πρώτη ημέρα οδήγησης, ώστε να προλάβουμε να κάνουμε άλλα δύο σετ γύρων! Στο τέλος βγήκε εκεί μέσα ένας μικρός αγώνας σε διάρκεια που έφερε ως δεδομένο την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, την άψογη λειτουργία του κιβωτίου, ανέδειξε την ευστροφία του κινητήρα και την διαθεσιμότητα ροπής στις χαμηλές στροφές ενώ ήταν παράλληλα και η καλύτερη δοκιμή για την γεωμετρία θέσης οδήγησης! Μία αναπάντεχα διασκεδαστική πρώτη γνωριμία με την τρικύλινδρη πλατφόρμα της CFMOTO όπου φανέρωσε την σωστή κατεύθυνση που ακολούθησαν στην εξέλιξη των μοτοσυκλετών και τις ιδιότητες πασπαρτού του νέου τους κινητήρα που μπορεί κάλλιστα να εξυπηρετήσει πολλαπλούς ρόλους εκτός από τον περιορισμένο ορίζοντα της σπορ οδήγησης!

 

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΑΝΑΒΑΤΗ

Κράνος: SHOEI

Φόρμα: Bering

Μπότες: SIDI

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ CFMOTO 675SR-R (675NK)          

Αντιπρόσωπος:

MUVUS A.E.

Τιμή:

7.790 (6.790 ευρώ)

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ

Μήκος (mm):

2.020

Ύψος (mm):

1.105 (1.155)

Μεταξόνιο (mm):

1.400

Απόσταση από το έδαφος (mm):

140

Ύψος σέλας (mm):

810 -830/795 έξτρα (810 -825/795 έξτρα)

Ίχνος (mm):

106 (93,2)

Γωνία κάστερ (˚):

26 (23,7)

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό

Πλάτος (mm):

728 (849)

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

175 / 186,8 (177,2/189)

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, τρικύλινδρος εν σειρά, υγρόψυκτος, με 2ΕΕΚ και 4β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

72 x 55,2

Χωρητικότητα (cc):

675

Σχέση συμπίεσης:

11,5:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

94 / 11.000

Ροπή (kg.m/rpm):

7,14 / 8.250

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

139,2

Τροφοδοσία:

Ηλεκτρονικός ψεκασμός Bosch

Σύστημα εξαγωγής:

3 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

1,97 (2)

2,11 (2,13)

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Μονό αμορτισέρ KYB

Διαδρομή (mm):

130

Ρυθμίσεις:

ΠΕ, ΑΕ

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

-

Ελαστικό:

180/55-17 CST

ΦΡΕΝΟ

Δισκόφρενο 240 mm, μονή δαγκάνα J.Juan, ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Έγχρωμη οθόνη οργάνων TFT 5 ιντσών με συνδεσιμότητα, quick-shifter, Traction Control 2 επιπέδων, full-LED φώτα και DRL LED λαμπτήρες, 2 θύρες USB,

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ανεστραμμένο πιρούνι KYB

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

130 / 41

Ρυθμίσεις:

Πλήρεις

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

-

Ελαστικό:

120/70-17 CST

ΦΡΕΝΟ

Δυο δισκόφρενα 300 mm, με 4πίστονες ακτινικές δαγκάνες J.Juan και ABS

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

15 / -