Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!


 

Δοκιμή Kymco Downtown 350i Noodoe: Ένα σκαλί πάνω

Με στόχο την καρδιά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2022

Το επανασχεδιασμένο Downtiwn 350i της Kymco με το σύστημα Noodoe έφερε πρώτο στην κατηγορία του την νέα εποχή της τεχνολογίας multimedia. Στη δοκιμή που αναδημοσιεύουμε από το τεύχος 594 του Περιοδικού ΜΟΤΟ αναλύουμε και τις ευρύτερες πτυχές της προσωπικότητάς του που η Kymco ισχυρίζεται πως θα σε κάνουν να το αγαπήσεις:

Συμπληρώνοντας τα 50 χρόνια της, η Kymco αποφάσισε να ανέβει ένα σκαλί πάνω στους τομείς των δυναμικών χαρακτηριστικών, των επιδόσεων και της τεχνολογίας. Το πρώτο δείγμα της νέας φιλοσοφίας, “Win My Hart”, ήταν φυσικά το AK 550 και από τότε συνεχίζει να μας εκπλήσσει ευχάριστα με κάθε καινούριο scooter που παρουσιάζει. Μέσα σε αυτό το πνεύμα αλλαγής κινείται και το ανανεωμένο Downtown 350i

 

Η Kymco ήταν πάντα μια εταιρεία που τα scooter της ακολουθούσαν το δόγμα του “value for money”. Για τα χρήματα που έδινες για να τα αγοράζεις, σχεδόν όλα τα μοντέλα της σε ικανοποιούσαν σε όλους τους τομείς. Κανένα πρόβλημα έως εδώ και θα μπορούσαν να συνεχίσουν πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία για πολλά χρόνια ακόμα. Όμως ο πρόεδρος που ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας λίγο πριν συμπληρώσει 50 χρόνια ιστορίας η Kymco, είναι νέος και φιλόδοξος. Ήθελε τα scooter της Kymco να κερδίζουν την καρδιά του ιδιοκτήτη τους. Να τα αγοράζει δηλαδή επειδή θα τα “γουστάρει” και όχι μόνο επειδή είναι “καλή αγορά”. Αυτό βέβαια δεν γίνεται από την μία μέρα στην άλλη και κυρίως δεν γίνεται αν το ίδιο το προϊόν δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτή την νέα φιλοσοφία. Είναι από τις περιπτώσεις που όσο κι αν φωνάζεις: “Αγαπήστε με!” κανείς δεν θα το κάνει αν πραγματικά δεν αξίζεις την αγάπη τους. Ευτυχώς η Kymco το γνωρίζει αυτό και φρόντισε να δώσει υπόσταση στο σύνθημα Win My Heart.

Προφανώς όταν ξεκινάς από μια λευκή κόλλα χαρτί, όπως στην περίπτωση του AK 550 και του X-citing 400i, είναι πιο εύκολο να φτιάξει ένα scooter που να ενστερνίζεται τη νέα φιλοσοφία σχεδιασμού. Όμως τα πράγματα γίνονται δύσκολα, όταν θα πρέπει να μεταλαμπαδεύσεις το πνεύμα της αλλαγής πορείας σε ένα ήδη επιτυχημένο μοντέλο σου, που ο κόσμος γνωρίζει τι να περιμένει από αυτό.  Σε αυτή την περίπτωση το ρίσκο αυξάνεται δυσανάλογα, διότι με μια μεγάλη αλλαγή μπορεί να χάσεις τους παραδοσιακούς πελάτες, χωρίς να είναι βέβαιο πως θα κερδίσεις νέους. Το νέο Downtown 350i σίγουρα έβαλε τους σχεδιαστές μπροστά σε αυτό το δίλλημα.

Με την πρώτη ματιά

Τα θετικά μηνύματα ξεκινούν από την πρώτη σου επαφή με το Downtown 350i πριν το καβαλήσεις. Το επίπεδο του φινιρίσματος, της συναρμογής και της βαφής των πλαστικών βρίσκονται σε αυτό που αποκαλούμε premium κατηγορία. Ο σχεδιασμός δεν ξεφεύγει από τις βασικές αρχές της κατηγορίας των touring μοντέλων, έχοντας μεγάλη μετωπική επιφάνεια, μεσαίου ύψους ζελατίνα, φαρδιά και μεγάλου μήκους δίπατη σέλα και φυσικά άφθονους αποθηκευτικούς χώρους.

Η εργονομία της θέσης οδήγησης είναι πάντα θέμα προς συζήτηση σε αυτού του είδους τα scooter, καθώς οι κατασκευαστές πρέπει να θυσιάσουν έναν τομέα για να κερδίσουν κάτι σε κάποιον άλλο. Μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους κάτω από την σέλα και ταυτόχρονα χαμηλού ύψους σέλα δεν γίνεται να έχεις. Κάποιοι κλέβουν αφρώδες από την σέλα, κάποιοι άλλοι μειώνουν τη χωρητικότητα του ρεζερβουάρ, κάποιοι άλλοι μειώνουν τις διαδρομές των αναρτήσεων. Ότι από τα παραπάνω κι αν διαλέξεις, στο τέλος τη νύφη θα την πληρώσει η άνεση.

Στην περίπτωση του Downtown 350i η Kymco κατάφερε να βάλει τουλάχιστον τα δύο από τα τρία καρπούζια κάτω από μια μασχάλη. Η άνεση είναι κορυφαία για αυτή την κατηγορία, με τις αναρτήσεις να έχουν επαρκέστατη ωφέλιμη διαδρομή και η σέλα διαθέτει πλούσιο αφρώδες υλικό. Την ίδια στιγμή, η απόσταση της σέλας από το έδαφος είναι μικρή, κάνοντας το Downtown 350i μία από τις καλύτερες επιλογές για όποιον έχει σωματικό ύψος κάτω από 1,70μ και θέλει χώρους για δύο κράνη κάτω από την σέλα. Η εργονομία της θέσης οδήγησης σε τοποθετεί σε μια τυπική για την κατηγορία στάση σώματος, όπου σε βολεύει περισσότερο να τεντώνεις τα πόδια σου εμπρός, παρά να σχηματίζουν ορθή γωνία με το δάπεδο της ποδιάς.

Γενικά το πάτωμα της ποδιάς είναι κάπως ψηλά τοποθετημένο και θα βολέψει μόνο τους μικρόσωμους αναβάτες. Αυτό δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα. Αντιθέτως είναι από τα βασικά πλεονεκτήματα του Downtown 350i, διότι δεν βρίσκεις εύκολα πλέον στην αγορά scooter με τόσο μεγάλο χώρο κάτω από την σέλα και ταυτόχρονα να πατάς με τα δύο πόδια κάτω στα φανάρια. Επίσης, δύσκολα θα βρεις σε αυτή την κατηγορία κυβισμού και τιμής, τόσο πλούσιο εξοπλισμό άνεσης. Το Downtown 350i του τεστ μας είναι η έκδοση με το ενσωματωμένο σύστημα πολυμέσων Noodoe και κοστίζει 5.595€, ενώ για όσους δεν είναι οπαδοί των smartphone και του… “ιντερνέτ” μπορούν να αγοράσουν την έκδοση που δεν έχει το Noodoe με τιμή 4.994€.

Κρίνοντας με βάση την τιμή, οι δύο εκδόσεις προσφέρουν κορυφαίο εξοπλισμό, που δεν βρίσκεις ούτε τα πιο ακριβά scooter αυτού του κυβισμού. Μάλιστα κάποια στοιχεία εξοπλισμού του Downtown 350i ήταν μέχρι σήμερα προνόμιο μόνο για όσους πλήρωναν πάνω από 10.000€. Για παράδειγμα οι ρυθμιζόμενες μανέτες, ο φωτιζόμενος χώρος κάτω από τη σέλα με μοκέτα για να μην γδέρνονται και να μην κοπανάνε τα πράγματα που βάζεις μέσα, είναι μεν αυτονόητα, όμως δεν τα βρίσκεις εύκολα σε αυτή την τιμή. Πολύ περισσότερο δεν βρίσκεις scooter με σύστημα πολυμέσων σαν το Noodoe. Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στις δυνατότητές του και κάθε φορά θα προσθέτουμε κι άλλες, διότι το μεγάλο του πλεονέκτημα είναι το ανοιχτό λογισμικό του. Έτσι σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα συστήματα αυτού του είδους (βασικά μόνο το BMW C 400X των 10.000€ προσφέρει κάτι αντίστοιχο) που το λογισμικό είναι κλειδωμένο και μετά από λίγα χρόνια ξεπερνιούνται τεχνολογικά και εν τέλει γίνονται άχρηστα, το Noodoe ακολουθεί πιστά τις τεχνολογικές εξελίξεις των smartphone. Οπότε οι χάρτες του Navi και οι πληροφορίες που προβάλλονται στη στρογγυλή έγχρωμη οθόνη στη μέση των οργάνων, διαρκώς ανανεώνονται.

Οι απαντήσεις είναι στο δρόμο

Ο εξοπλισμός άνεσης και οι τεχνολογίες που ενσωματώνει το Noodoe, σαφώς κάνουν πολύ ελκυστικό το Downtown 350i για όποιον επιζητά ένα μεγάλο και σύγχρονο scooter, χωρίς να δώσει μια περιουσία. Όμως στην αρχή του κειμένου είπαμε πολλά για τη νέα φιλοσοφία Win My Heart της Kymco. Αρκούν άραγε τα φωτάκια και τα κουμπάκια για να κερδίσει την καρδιά σου ένα scooter; Στην πραγματικότητα όχι! Εκείνο που προσθέτει επιπλέον αξία, ήταν και πάντα θα είναι η συνολική ποιότητα λειτουργίας. Πάνω σε αυτό δούλεψαν οι σχεδιαστές της Kymco στα AK 550 και X-citing 400i, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη που το ανανεωμένο Downtown 350i βαδίζει σε αυτό το μονοπάτι. Το σύνθημα δίνει ο νέος κινητήρας G5-SC με τη δύναμη και τη γραμμική απόδοσή του. Η μετάδοση έχει κάποιους κραδασμούς από τον ιμάντα όταν χουφτώνεις το γκάζι στις επιταχύνσεις, όμως με σταθερό το δεξί χέρι δεν υπάρχει ίχνος κραδασμών και το Downtown 350i έχει ποιότητα κύλισης που θυμίζει Rolls Royce! Σε αυτό βοηθάνε φυσικά οι μαλακές αναρτήσεις και η αφράτη σέλα.

Έτυχε να κάνει αρκετό κρύο τις ημέρες του τεστ και αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να εκτιμήσουμε τον σχεδιασμό της ποδιάς και την προστασία που πραγματικά προσφέρει. Βέβαια ο μεγάλος όγκος του Towntown 350i περιορίζει την ευελιξία του μέσα στην πυκνή κίνηση της πόλης και η μεγάλη επιφάνεια πλαστικών είναι φυσιολογικό να το κάνουν ευαίσθητο στους δυνατούς πλάγιους ανέμους. Παρ’ όλα αυτά, προτιμάμε την προστασία και την άνεση του Downtown 350i, παρά τις σκληρές αναρτήσεις και την ανεπαρκή προστασία από το κρύο των σπορ scooter της μεσαίας κατηγορίας. Άλλωστε οι λέξεις “σπορ” και “scooter” ακούγονται σαν ανέκδοτο όταν μπαίνουν μαζί στην ίδια πρόταση.

Το Downtown 350i προφανώς είναι ασφαλές σε όλες τις ταχύτητες και με αυτόν το νέο κινητήρα κρατάει εύκολα τα 140km/h στο κοντέρ, ανεξαρτήτως συνθηκών. Έχει πολύ καλά φρένα, με το συνδυασμένο ABS να είναι της Bosch. Απλώς δεν είναι από τα scooter που σε παροτρύνουν να τα οδηγείς “τέρμα γκάζι”. Αν το αγοράσεις για την άνεση, τον εξοπλισμό και την πρακτικότητα των μεγάλων αποθηκευτικών χώρων του, θα κερδίσει την καρδιά σου. Στα σημαντικά πλεονεκτήματά του είναι και η τετραετής εγγύηση της αντιπροσωπείας.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           

Αντιπρόσωπος:

MOTOTRED S.A.

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2250

Ύψος (mm):

1310

Μεταξόνιο (mm):

1553

Ύψος σέλας (mm):

770

Γωνία κάστερ (˚):

 

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

610

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

780

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

780

Απόσταση σέλας – μαρσπιέ συνεπιβάτη (mm):

580

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

 

198kg (χωρίς καύσιμο: 188,4kg)

Πίσω

58,8%

Εμπρός

41,2%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

+5%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο, σωληνωτό

Πλάτος (mm):

780

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

179/-

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος μονοκύλινδρος υγρόψυκτος, 4 βαλβίδες, 1 ΕΕΚ

Χωρητικότητα (cc):

321

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

30,1/7.500

Ροπή (kg.m/rpm):

3,5/5.750

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

93,7

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

1 σε 1, με καταλύτη

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ, αντλία λαδιού

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Αυτόματος φυγοκεντρικός

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Ιμάντας/συνεχώς μεταβαλλόμενη

Τελική μετάδοση / σχέση:

Ιμάντας/συνεχώς μεταβαλλόμενη

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Δύο αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

Δ/Α

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

Χυτή αλουμινίου, 13”

Ελαστικό:

150/70-13

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος με δαγκάνα δύο εμβόλων και συνδυασμένο ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ηλεκτρονικό ταχύμετρο, ψηφιακές ενδείξεις για στάθμη βενζίνης, μερικό και ολικό χιλιομετρητή, ενδεικτικές λυχνίες, φώτα LED, σύστημα πολυμέσων Noodoe, εργαλεία

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

Δ/Α

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

Χυτή αλουμινίου, 14”

Ελαστικό:

120/80-14

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος με δαγκάνα δύο εμβόλων και συνδυασμένο ABS

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

4,4

Ελάχιστη

4,2

Μέγιστη

6

Αυτονομία (km):

284

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

68

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

12,5/3