Δοκιμή: Honda Forza 125 2023

Ό,τι πληρώνεις παίρνεις
1
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/6/2023

 

Η πλήρης δοκιμή στην Ελλάδα του Honda Forza 125, όπως δημοδσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΟΤΟ:

 

Το Forza 125 απευθύνεται σε εκείνους που αναζητούν το απόλυτο scooter στην κατηγορία των 125 κυβικών χωρίς να τους απασχολεί το κόστος αγοράς και η Honda τους το προσφέρει χωρίς συμβιβασμούς

Μέχρι πριν ένα χρόνο περίπου η κατηγορία των 125 κυβικών στη χώρα μας ήταν για νεαρούς αναβάτες που είχαν δίπλωμα της Α1 κατηγορίας, αλλά και για εκείνους που έψαχναν ένα φτηνό και οικονομικό στη χρήση δίκυκλο για καθημερινή μετακίνηση. Τόσο η πρώτη κατηγορία αναβατών, όσο και η δεύτερη, βάζουν συνήθως σε πρώτο πλάνο το κόστος αγοράς, οπότε και τα premium μοντέλα της A1 κατηγορίας δεν είχαν ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία στην Ελλάδα. Με την προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας στα πρότυπα των υπόλοιπων Ευρωπαϊκών χωρών και τη δυνατότητα οδήγησης δίκυκλων έως 125 κυβικά από κατόχους διπλωμάτων αυτοκινήτου, το κοινό της μικρής κατηγορίας διευρύνθηκε πάρα πολύ και άρχισε να προσελκύει ανθρώπους που είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν το καλύτερο που τους επιτρέπει η νομοθεσία. Σε αυτό το κοινό απευθύνεται το Forza 125, όπου με τιμή 5.070€ είναι από τα πιο ακριβά 125 της ελληνικής αγοράς… και τα αξίζει μέχρι το τελευταίο ευρώ!

2

Τα έχει όλα

Το Forza 125 μας είχε εντυπωσιάσει ήδη από την πρώτη γενιά διότι είχε επίπεδο εξοπλισμού άνεσης και ενεργητικής ασφάλειας που δεν έβρισκες τότε ούτε στα mega-scooter. Όχι μόνο αυτό, αλλά είχε χώρους και επιδόσεις που θα ζήλευαν ακόμα και scooter των 200 και 250 κυβικών. Σε αυτή τη δεύτερη γενιά τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο εντυπωσιακά, καθώς η Honda πρόσθεσε ακόμα περισσότερο εξοπλισμό άνεσης και ενεργητικής ασφάλειας, διατηρώντας ταυτόχρονα τις απίστευτες επιδόσεις του κινητήρα-θαύμα που έχει το Forza 125. Το στοιχείο του Forza 125 που εντυπωσιάζει τους περισσότερους είναι φυσικά η ηλεκτρικά ρυθμιζόμενη ζελατίνα, η οποία επιτρέπει στον αναβάτη να την κατεβάζει μέσα στην κίνηση της πόλης για να έχει καθαρό οπτικό πεδίο όταν κάνει ελιγμούς κοντά στα αυτοκίνητα, αλλά και για να δροσίζει το σώμα του ο αέρας όταν κάνει ζέστη. Βγαίνοντας στους ανοιχτούς δρόμους ή όταν κάνει κρύο την ανεβάζεις πάνω και διώχνεις τον αέρα από το στήθος και το κράνος σου.

5

Σημαντική λεπτομέρεια είναι πως ρυθμίζεται σε όποιο ύψος θέλεις με ακρίβεια χιλιοστού, οπότε είτε είσαι ψηλός, είτε είσαι κοντός, θα βρεις ακριβώς τη θέση που θέλεις κάθε στιγμή. Έχει εξαιρετική ποιότητα λειτουργίας και ο συρταρωτός μηχανισμός είναι στιβαρός, αποτρέποντας κάθε είδους τριξίματα και τρέμουλα στις λακκούβες. Παρά τα μόλις 125 κυβικά του, το “μικρό” Forza δεν είναι καθόλου μικροσκοπικό σε εξωτερικές διαστάσεις. Οι χώροι που προσφέρει για δύο άτομα είναι πραγματικά άφθονοι και η εργονομία της θέσης οδήγησης και της θέσης του συνεπιβάτη, εξασφαλίζουν μια πολύ άνετη συμβίωση για δύο άτομα.

6

Η Honda έχει στον κατάλογο των αξεσουάρ μπαγκαζιέρα (top case) που ξεκλειδώνει με το εργοστασιακό key-less, όμως το Forza 125 έχει από τους μεγαλύτερους αποθηκευτικούς χώρους κάτω από τη σέλα που υπάρχουν σε scooter, ο οποίος διαθέτει αποσπόμενα χωρίσματα και μπορείς να τον διαμορφώσεις εσωτερικά όπως θέλεις εσύ. Χωράει δύο μεγάλα κράνη και περισσεύει χώρος για να χώσεις μέσα γάντια και αδιάβροχα ή να κουβαλήσεις τα ψώνια της εβδομάδας από το supermarket. Η πρακτικότητα του Forza 125 είναι κορυφαία ανεξαρτήτως κατηγορίας κυβισμού και με την προσθήκη θύρας USB στο μεγάλο και βαθύ ντουλαπάκι για να φορτίζεις smartphone, mp3/4 κ.τ.λ. καλύπτει όλες τις ανάγκες στην καθημερινή χρήση. Για το 2022 η Honda έβαλε επιπλέον traction control στο Forza 125 και σε συνδυασμό με το δικάναλο ABS η ενεργητική ασφάλεια είναι κορυφαία. Μπορεί να ακούγεται ως υπερβολή για ένα scooter 125 κυβικών η ύπαρξη traction control, όμως όπως έχουμε γράψει δεκάδες φορές, όλα τα scooter ανεξαρτήτως κυβισμού θα έπρεπε να έχουν traction control. Οι ελληνικοί δρόμοι είναι γενικώς άθλιοι μέσα στις πόλεις και ειδικά στα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου η κατάσταση γίνεται πραγματικά επικίνδυνη, λόγω της καλοκαιρινής σκόνης και των πετρελαίων από τα φορτηγά διανομής που έχει καθίσει στην επιφάνειά τους. Οι αυτόματες μεταδόσεις CVT και το μεγάλο βάρος στον πίσω τροχό που έχουν όλα τα scooter δυσκολεύουν τον έλεγχο ενός γλιστρήματος και επιπλέον ο αναβάτης δεν ελέγχει τον συμπλέκτη και δεν μπορεί να απομονώσει τον κινητήρα από τον πίσω τροχό.

8

Κινητήρας-θαύμα

Πραγματικά δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψεις τον κινητήρα του Forza 125 και είναι με τεράστια διαφορά ο καλύτερος τετράχρονος 125 που έχουμε δοκιμάσει στην ιστορία του περιοδικού. Παρά το γεγονός πως το Forza 125 έχει full-size εξωτερικές διαστάσεις αντίστοιχες της κατηγορίας των 250-300 κυβικών και παρά το γεγονός πως το βάρος του είναι πάνω από 180 κιλά, ο μικρός κινητήρας έχει επιδόσεις εφάμιλλες της κατηγορίας των 200 κυβικών. Η οδήγηση σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας με ένα 125 είναι πάντα μια ψυχοφθόρα διαδικασία, όχι όμως για τον αναβάτη του Forza 125 όπου διατηρεί χωρίς πρόβλημα ταχύτητες μεταξύ 110-120km/h και σε ευνοϊκές συνθήκες το κοντέρ δείχνει έως και 130km/h. Τέτοιους αριθμούς βλέπουν οι ιδιοκτήτες των scooter με πάνω από 150-200 κυβικά! Η εντυπωσιακή απόδοση αυτού του κινητήρα συνεχίζεται και όταν βάλεις δεύτερο άτομο στη σέλα, όπου οι επιταχύνσεις από τα φανάρια συνεχίζουν να είναι αξιοπρεπέστατες.

8

Αυτή η ευκολία που έχει το Forza 125 να ακολουθεί απροβλημάτιστα τη ροή της κίνησης και τις ταχύτητες κίνησης των υπόλοιπων οχημάτων αποτελεί άλλο ένα στοιχείο ενεργητικής ασφάλειας που δεν βρίσκεις σε αυτή την κατηγορία κυβισμού, ειδικά μετά την εφαρμογή των Euro 5 προδιαγραφών όπου στις υπόλοιπες κατηγορίες είχαν την άνεση να αυξήσουν τους κυβισμούς (τα περισσότερα 250 έγιναν 300 και τα περισσότερα 300 έχουν γίνει 350 και 400 κυβικά). Συνήθως οι επιδόσεις έχουν αντίκτυπο στην κατανάλωση, αφού τα άλογα θέλουν “σανό” για να τρέξουν. Εδώ είναι που ο κινητήρας του Forza 125 κερδίζει τον χαρακτηρισμό “θαύμα”. Οδηγώντας τέρμα γκάζι σε ανοιχτούς δρόμους, η κατανάλωση δύσκολα θα ξεπεράσει τα 3,5 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα, ενώ μέσα στην κίνηση της πόλης η μέση κατανάλωση είναι ακόμα χαμηλότερη! Οδηγώντας τις περισσότερες ημέρες 80% τέρμα γκάζι σε ανοιχτούς δρόμους και 20% δικάβαλοι μέσα στην πόλη, η μέσες καταναλώσεις που μετρήσαμε ήταν στο φάσμα των 2,1 και 2,5 λίτρων για κάθε 100 χιλιόμετρα.

9

Με το ρεζερβουάρ να έχει χωρητικότητα 11 λίτρα, η μέση πραγματική αυτονομία είναι πάνω από 400 χιλιόμετρα! Κι όλα αυτά έχοντας κορυφαίες επιδόσεις στην κατηγορία του. Ο κινητήρας του Forza 125 έχει επίσης Start-Stop (Idling Stop το λέει η Honda) που σβήνει τον κινητήρα όταν δουλεύει στο ρελαντί για περισσότερο από 3-4 δευτερόλεπτα. Στην πραγματικότητα δεν προσφέρει κάποια σοβαρή διαφορά στην κατανάλωση και καλό είναι να το έχεις απενεργοποιημένο αν θέλεις να ζήσει πολλά χρόνια ο κινητήρας  και η μπαταρία. Το καλό είναι πως τα συστήματα start/stop δεν έχουν κόμπλερ μίζας και το ηλεκτρικό μοτέρ είναι απευθείας συνδεδεμένο στον στρόφαλο, παίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο της μίζας όταν ο κινητήρας είναι σβηστός και τον ρόλο της γεννήτριας όταν ο κινητήρας λειτουργεί.

10

Μόνο το καλύτερο

Τα premium scooter των 125 κυβικών δεν είχαν ιδιαίτερο νόημα στη χώρα μας, διότι στα ίδια χρήματα μπορούσες να αγοράσεις μεγαλύτερου κυβισμού scooter. Τώρα όμως που η νομοθεσία ευνοεί την αγορά τους από τους κατόχους διπλωμάτων αυτοκινήτου, οι οποίοι έχουν καλομάθει στον εξοπλισμό άνεσης και ενεργητικής ασφάλειας των αυτοκινήτων, το Forza 125 είναι μία από τις κορυφαίες επιλογές που υπάρχουν. Αν μάλιστα προσθέσουμε τις επιδόσεις και την μικρή κατανάλωση καυσίμου, τότε είναι και η κορυφαία επιλογή που έχουν.

12

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ   

Honda Forza 125

Αντιπρόσωπος:

ΑΦΟΙ ΣΑΡΑΚΑΚΗΣ ΑΕΒΜΕ

Τιμή:

€5.470

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2.134

Ύψος (mm):

1.452

Μεταξόνιο (mm):

1490

Απόσταση από το έδαφος (mm):

148

Ύψος σέλας (mm):

780

Ίχνος (mm):

89

Γωνία κάστερ (˚):

26,5

Απόσταση σέλας-τιμονιού

570

Απόσταση σέλας-δαπέδου

570

Απόσταση δαπέδου-τιμονιού

780

Απόσταση σέλας-μαρσπιέ συνεπιβάτη

500

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό

Πλάτος (mm):

748

Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):

162

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

11,5 / -

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 1ΕΕΚ και 4 Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

53.5 x 55.5

Χωρητικότητα (cc):

124,7

Σχέση συμπίεσης:

-

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

14 /8.750

Ροπή (kg.m/rpm):

1 / 8.250

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

112

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

1 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Φυγοκεντρικός

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Ιμάντα / -

Τελική μετάδοση / σχέση:

Ιμάντα / -

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

10,9

 11,6kg

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Δύο αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

4 Χ 14

Ελαστικό:

140/70-14

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 240mm με δαγκάνα δύο εμβόλων με συνδυασμένο ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ρολόι, στάθμη καυσίμου, ολικό χιλιομετρητή, μερικό χιλιομετρητή, θερμοκρασία ψυκτικού και ενδεικτικές λυχνίες για φλας, μεγάλη σκάλα φώτων, στάθμη λαδιού, κεντρικό και πλάγιο σταντ, USB port

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

-/-

Ρυθμίσεις:

-

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,5 Χ 15

Ελαστικό:

120/70-15

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 256mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και συνδυασμένο ABS

       

SK Motorium

Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!