Δοκιμή και συγκριτικό Yamaha Tracer 700

Το Tracer της διπλής χρήσης! (ΜΟΤΟ τ.606 2020)
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

8/12/2021

 

Το Yamaha Tracer 900 έχει πάνω του όλα τα φώτα της δημοσιότητας, όμως το μικρότερο και φτηνότερο Tracer 700 έχει εξίσου δυνατά χαρτιά στα χέρια του, όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας τη δοκιμή και το συγκριτικό που αναδημοσιεύουμε από το τ. 606 του περιοδικού ΜΟΤΟ και φυσικά είναι το πληρέστερο που υπάρχει σε όλο το διαδίκτυο:

 

 

Πόση μοτοσυκλέτα παίρνεις στα μεσαία κυβικά; Αν υπήρχε τρόπος να το μετρήσεις απλοϊκά, το Tracer θα ξέφευγε πολύ από τον μέσο όρο, γιατί πρόκειται στην πράξη για δύο μοτοσυκλέτες. Μία 125 για μέσα στην πόλη και μία μεσαία για ταξίδια και γρήγορες βόλτες! Το Tracer 700 είναι δύο σε ένα και τα κάνει όλα εξίσου καλά!

 

Πριν ακόμη βγει στην παραγωγή το Tenere, όταν μάλιστα η προετοιμασία του δεν ήταν κάτι παραπάνω από φήμη για όλους τους υπόλοιπους εκτός της Yamaha που το προετοίμαζε, άρχισε να διαφαίνεται ο φόβος τους για δημιουργία εσωτερικού ανταγωνισμού. Το φόβο αυτό τον αποκαλύπταμε στο ΜΟΤΟ το 2016, στο τεύχος 564 κατά την δοκιμή της πρώτης γενιάς Tracer 700. Πολύ πριν δούμε το Tenere δηλαδή και καταστεί υπαρκτός πλέον ο φόβος αυτός. Είναι ξεκάθαρο πως η Yamaha φοβάται την περίπτωση να δημιουργηθεί εσωτερικός ανταγωνισμός, και έχει υιοθετήσει ανάλογη στρατηγική επικοινωνίας. Γιγαντώθηκε η προσπάθεια να τονιστούν οι ταξιδιωτικές δυνατότητες του Tracer 700, μία προσπάθεια που είχε ξεκινήσει από το πρώτο του λανσάρισμα, προβλέποντας ακριβώς αυτή την στιγμή. Το Tracer 700 όμως, είναι στην πράξη μία απίθανη καθημερινή μοτοσυκλέτα και για τα δεδομένα της Ελλάδας έχει και ικανότητες για σπορ τουριστική χρήση, ιδιαίτερα αν εξαιρέσουμε τους ελάχιστους αυτοκινητόδρομους που έχουμε εμείς εδώ. Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι μπορούν να το δουν διαφορετικά, εμείς εδώ όμως χρησιμοποιούμε τις μοτοσυκλέτες με τρόπο που δεν συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη και οφείλουμε να κρίνουμε τις μοτοσυκλέτες αντίστοιχα.

Στην πράξη η Yamaha δεν θα πρέπει να φοβάται για εσωτερικό ανταγωνισμό, γιατί Tracer 700 και Tenere 700 είναι μακρινά ξαδέρφια κι όχι αδέρφια, για να έχουν λόγο να εμπλακούν σε διαμάχες για "κληρονομικά". Το Tracer 700 έχει βελτιωθεί σε πολλά σημεία, από όσα είχαμε αναφέρει το 2016, ένα όμως αξίζει ιδιαίτερης μνείας, η εμφάνιση. Δεν έχει σημασία αν σου αρέσει ή όχι η μούρη με τα λεπτά, σχιστά μάτια που σχηματίζουν οι προβολείς, λες και βλέπεις Ιάπωνα που δοκιμάζει την πρώτη κουταλιά σούπας στην οποία έχει πέσει υπερβολικά πολύ λεμόνι… Εμένα μου αρέσουν ακόμη και οι προβολείς από κάτω και βρίσκω την εμφάνιση του εντυπωσιακή και μοντέρνα. Το καλό επίσης είναι πως για πρώτη φορά το Tracer 700 ξεχωρίζει από τον μεγαλύτερο αδερφό του, για πρώτη φορά έχει την δική του προσωπικότητα. Λέμε συχνά εδώ στο ΜΟΤΟ πως η Yamaha είναι η πιο ευρωπαϊκή από τους Ιάπωνες και ο βασικός λόγους που την κάνει να ξεχωρίζει, είναι η σχεδίαση.

Μονάχα η Honda εμπλέκει επίσης τόσους πολλούς Ευρωπαίους στον σχεδιασμό των μοντέλων και παρόλο που έχει δείξει τεράστια όρεξη να πάρει ρίσκο προς κάτι ριζοσπαστικό εμφανισιακά, τις περισσότερες φορές το πράττει προς την λάθος κατεύθυνση, όπως με το Vulcan για παράδειγμα. Η Yamaha από την άλλη ξέρει να σχεδιάζει όμορφες και μοντέρνες μοτοσυκλέτες και το Tracer 700 είναι το νεότερο παράδειγμα. Θεωρούσα επιβεβλημένο να μην μοιάζει με το 900, γιατί μπορεί η δημιουργία κοινού οικογενειακού προφίλ να είναι η πεπατημένη που ακολουθούν όλοι οι κατασκευαστές, όμως η πιστή αντιγραφή πρέπει να αποφεύγεται.

Το 700 καταφέρνει να είναι και Tracer αλλά και μοναδικό, ενώ κρίνοντας από τις αντιδράσεις του κόσμου -έστω κι αυτές τις λίγες εξαιτίας των ημερών που έγινε η δοκιμή- η νέα σχεδίαση είναι και πετυχημένη. Μάλιστα τα πλαστικά στο πλάι που κρύβουν την τροφοδοσία του κινητήρα είναι πιο ποιοτικά από του Tenere, και όπως η προηγούμενη έκδοση, το Tracer 700 είναι συνολικά ένα σκαλί πιο πάνω από το MT-07. Ένα σκαλί μόνο, δεν ξεφεύγει με τεράστια διαφορά και το σαγρέ πλαστικό καπάκι που καλύπτει το ρεζερβουάρ, είναι αμφίβολο για το πόσο θα κρατήσει την σπιρτάδα του μαύρου χρώματος.

Όλες τις ώρες Tracer!

Για τους περισσότερους αυτή είναι μία λεπτομέρεια που δεν έχει μεγάλη σημασία, μπροστά σε έναν κινητήρα που έχει αποδείξει την αξιοπιστία του και είναι από μόνος του μία δυνατή δικαιολογία να αποκτήσει κανείς το Tracer 700. Ο δικύλινδρος crossplane που αποδίδει από πολύ χαμηλά και έχει και διάρκεια στροφών, είναι το πρώτο πράγμα που κάνει το Tracer 700 να ξεχωρίζει από τον άμεσο ανταγωνισμό, όπως θα δείτε στο περιεκτικό συγκριτικό που ακολουθεί. Για να περάσουν τις προδιαγραφές Euro 5 που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση σε ένα συγκεκριμένο φάσμα στροφών, εκτός από την χαρτογράφηση άλλαξε και η τελική μετάδοση κονταίνοντας αρκετά. Όμως τα αποθέματα ροπής στις χαμηλές στροφές και η ευστροφία δεν υπερ-ενισχύονται από τα δύο λιγότερα δόντια στο πίσω γρανάζι και δεν έφτασε το Tracer να γίνει πιο απότομο από αυτό που θα έπρεπε. Ίσα ίσα, που η αλλαγή στην χαρτογράφηση και η οριακά μικρότερη ιπποδύναμη, έχουν εξομαλύνει την συμπεριφορά του συγκριτικά με το προηγούμενο μοντέλο.

Οι σούζες ισχύος, εκείνες που δεν τραβάς τιμόνι για να έρθουν κι απλά τις προκαλείς με τον ρυθμό περιστροφής της γκαζιέρας, εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες όπως και σε όλη την σειρά MT. Τράβηγμα στο τιμόνι χρειάζεται πλέον όταν το σηκώνεις ενώ έχεις τρίτη στο κιβώτιο, και ένα από τα πιο διασκεδαστικά πράγματα με το Tracer 700, παραμένει το "ταξίδι" για μεγάλες αποστάσεις στον πίσω τροχό! Το καλό ζύγισμα είναι το άλλο στοιχείο που σε βοηθά τόσο στις σούζες, όσο και στην καθημερινότητα, αλλά πριν από αυτό είναι η καλή λειτουργία του ψεκασμού που σου δίνει πάντα εκείνο το γκάζι που θα του ζητήσεις. Η απόκριση θα γίνει απότομη μόνο σε γενναία περιστροφή τις γκαζιέρας από λίγες στροφές, αλλά δεν είναι κάτι που θα του δώσεις σημασία από την στιγμή που είναι μία πολύ συγκεκριμένη συνθήκη. Για πιο λόγο άλλωστε να ανοίξεις τέρμα το γκάζι από χαμηλά, αν όχι γιατί αποζητάς την άμεση ανταπόκριση από το Tracer; Σε όλο το υπόλοιπο φάσμα στροφών, έχεις πάντα ακριβώς το γκάζι που θέλεις και μάλιστα με μία αμεσότητα που ξεφεύγει από τα δεδομένα των εν σειρά δικύλινδρων και υπακούει στους V. Πρόκειται για ένα από τα πράγματα που η Yamaha έχει πετύχει διάνα με τον συγκεκριμένο κινητήρα, να συνυπάρχει η ευστροφία με μία αρκετά γραμμική απόκριση και στο τέλος να οδηγείς ένα V στις χαμηλές στροφές και ένα εν σειρά στις ψηλότερες.

Η Yamaha λέει και την απόλυτη αλήθεια για το βάρος, όπως αποδείχτηκε στις ζυγαριές του ΜΟΤΟ, καθώς πεντακόσια γραμμάρια παραπάνω που μετρήσαμε εμείς είναι αμελητέα διαφορά. Αν και τα τελευταία χρόνια, στις τόσες δεκαετίες που ζυγίζουμε μοτοσυκλέτες, οι εταιρείες παρουσιάζουν ολοένα και μικρότερες αποκλίσεις, εξακολουθεί να είναι σπάνια η ταύτιση, όπως συμβαίνει με το Tracer 700. Μικρό βάρος και μαζεμένες διαστάσεις, θα αποτελέσουν τα αγαπημένα χαρακτηριστικά κάθε ιδιοκτήτη. Προσθέτεις το καλό ζύγισμα και το μεγάλο κόψιμο τιμονιού με ένα εξίσου φαρδύ τιμόνι που δημιουργεί εκπληκτικό μοχλό, κι αμέσως έχεις την απόλυτη καθημερινή μοτοσυκλέτα! Η δοκιμή του Tracer ξεκίνησε με την διαδικασία του στρωσίματος, κυριολεκτικά από μηδέν χιλιόμετρα στον ολικό χιλιομετρητή. Αυτό σήμαινε πως τα πρώτα του χιλιόμετρα θα ήταν διαφορετικά από αυτό που κανονικά θα κάναμε ξεκινώντας την διαδικασία της δοκιμής, παρατείνοντας την επαφή μας μαζί του. Ξεκινώντας από ένα ταξίδι όπου ενσωματώσαμε την διαδικασία στρωσίματος, όπως την έχουμε περιγράψει πολλές φορές στο ΜΟΤΟ, επιστρέψαμε σε μία άδεια μεγαλούπολη, που οι δρόμοι της ήταν λες και αντιμετωπίζεις έναν δεκαπενταύγουστο διαρκείας.

Το πρόβλημα με το Tracer ήταν πως όλα αυτά φάνηκαν πολύ εύκολα, σου δημιουργούσε την εντύπωση πως δεν το υποβάλλεις σε αρκετά σκληρή δοκιμασία για να το εκτιμήσεις αντίστοιχα! Μία αλλαγή νομού ισούται με καμία και η κίνηση στους δρόμους της πόλης θέλει μποτιλιάρισμα επιπέδου που αποτελεί είδηση στα κανάλια, για να πεις πως δυσκολεύει η καθημερινότητά σου ή ζορίζει το ταξίδι στην σέλα του Tracer 700! Ήταν από πριν μία πολύ εύκολη μοτοσυκλέτα, όπως ακριβώς και η street ΜΤ-07 που τόσο έχουμε αγαπήσει – και ταλαιπωρήσει- όσο την είχαμε για long term δοκιμή. Τώρα έγινε ακόμη πιο απόλυτη σε αυτό που μπορεί να σου προσφέρει κάθε μέρα. Θέση οδήγησης, καλύτερη σέλα και ένα ξεκάθαρο οπτικό πεδίο που τίποτα απολύτως δεν σε περιορίζει, ιδιαίτερα με την ζελατίνα στην τέρμα κάτω θέση της, μεταμορφώνουν  το Tracer σε ένα κανονικό Supermoto! Μέσα στην πόλη κινείται με την ευκολία παπιού και στο χέρι σου είναι να διατηρήσεις και την αντίστοιχη ταχύτητα ελιγμών! Είχα καιρό να πέσω σε μοτοσυκλέτα που είναι σταθερή, με το κοντέρ να γράφει διακόσια και ταυτόχρονα να οδηγείται στην πόλη ακριβώς όπως κι ένα μοτοσυκλετάκι 125 κυβικών, δίχως καμία υπερβολή σε αυτό. Κι ενώ η διαφορά χαρακτηριστικών με το προηγούμενο Tracer 700 είναι πολύ μικρή, η διαφορά σε αίσθηση είναι μεγάλη και η γεωμετρία της θέσης οδήγησης, η αλλαγμένη σχεδίαση του μούτρου και το φαρδύτερο τιμόνι, είναι αρκετά για να την δεις σαν κάτι καινούριο. Στις μανούβρες, στο παρκάρισμα, σε κάθε χωροταξική διευθέτηση που υπάρχει περίπτωση να υποβάλεις το Tracer, το κάνεις ακριβώς με την ίδια ευκολία μίας μοτοσυκλέτας με πολύ λιγότερα κυβικά. Κι ευτυχώς τα κυβικά αυτά φαίνονται εκεί που τα θέλεις, στον δρόμο!

Γρήγορα παντού!

Το καλύτερο στοιχείο του Tracer 700 είναι οι γρήγορες βόλτες σε επαρχιακό δρόμο. Ναι και το ταξίδι και ο αυτοκινητόδρομος δεν το κουράζουν, όπως δεν σε κουράζει κι εσένα το Tracer, αλλά η Yamaha υπερβάλλει λίγο προσπαθώντας να το αναδείξει ως τουριστική μοτοσυκλέτα. Μία καθημερινή μοτοσυκλέτα που ταξιδεύει κιόλας ναι, μία καθημερινή μοτοσυκλέτα για γρήγορες -σε ρυθμό- βόλτες, ακόμη καλύτερα. Φανταστείτε πως ακριβώς όπως και στο προηγούμενο Tracer 700, οι αποστάτες των μαρσπιέ είναι αρκετά μεγάλοι με αποτέλεσμα να ξύνει ακριβώς στις 45ο μοίρες, που είναι το άτυπο σύνορο που έχουν βάλει οι εταιρείες των ελαστικών. Από εκεί και πάνω κάθε αύξηση στην γωνία κλίσης έχει να κάνει με την πρόσφυση που προσφέρει ο δρόμος. Αυτό ισχύει βέβαια από την πρώτη κιόλας μοίρα κλίσης, αλλά ας μην ανακατεύουμε τα αυτονόητα, ας θεωρήσουμε ένα βασικό επίπεδο πρόσφυσης, που όλοι μας ξέρουμε ποιο είναι αυτό στην Ελλάδα, και όλα τα ελαστικά εκεί έξω μπορούν σε αυτή την συνθήκη να σου επιτρέψουν τις 45ο μοίρες κλίσης. Τα Michelin της πρώτης τοποθέτησης χρειάζεται να ζεσταθούν αρκετά, αλλά αμέσως μετά εύκολα μπορούν να ανέβουν πολύ πιο πάνω από αυτό κι έτσι για μία ακόμη φορά, το πρώτο πράγμα που θα φαγωθεί στο Tracer 700 πριν από τα γρανάζια τελικής μετάδοσης και την φθηνή αλυσίδα, πριν ακόμη και από τα ελαστικά, είναι οι αποστάτες των μαρσπιέ! Δεν χρειάζεται καμία μεγάλη προσπάθεια για να τους βυθίσεις στην άσφαλτο και να τους δεις να εξαφανίζονται χιλιοστό – χιλιοστό.

Λίγη εμπιστοσύνη στο Tracer 700 και είσαι έτοιμος από την πρώτη κιόλας στιγμή. Στο θέμα της εμπιστοσύνης, είναι που το πιρούνι δέχεται το πρώτο σχόλιο κι όχι πριν αρχίσεις να οδηγείς γρήγορα. Ο κόσμος θέλει να το καταδικάσει από την αρχή ακόμη, απλά και μόνο επειδή είναι συμβατικό και όχι ανεστραμμένο. Πράγματι αυτό θέτει περιορισμούς, αλλά μόνο στην εξής συνθήκη: Μπροστά μας υπάρχει στροφή που με ένα σβέλτο ρυθμό οδήγησης την προσεγγίζεις με εξήντα – εβδομήντα χιλιόμετρα. Οδηγώντας φυσιολογικά θα έμπαινες με ακόμη λιγότερα. Και τώρα είσαι με σχεδόν ενενήντα. Με ένα πολύ δυνατό φρενάρισμα που θέλεις να το κρατήσεις μέχρι την κορυφή, αμολώντας την πίεση στην μανέτα εμπρός σταδιακά, διατάζεις το Tracer να βουτήξει καρφώνοντας τον αποστάτη του μαρσπιέ στην άσφαλτο κι αμέσως μετά να κάνει τον ίδιο με τον άλλο, αλλάζοντας κατεύθυνση για την επόμενη διαδοχική στροφή. Με βάση αυτή την συμπεριφορά στις στροφές, θα θέλεις ένα καλύτερο πιρούνι και κυρίως μία λιγότερο απότομη επαναφορά, που στο ανεστραμμένο θα ήταν σίγουρα έτσι. Πρέπει κανείς να αναρωτηθεί λοιπόν και να είναι και ειλικρινείς με την απάντηση που θα δώσει στην εαυτό του, αν είναι αυτή η αντιμετώπιση που θα έχει στις στροφές, να τις προσεγγίζει με πολλά περισσότερα χιλιόμετρα δηλαδή.

Αν ναι, τότε το πιρούνι του Tracer δεν είναι καλό και θα πρέπει να το αλλάξει, αν όμως θέλει απλά να αναθεωρήσει σιγά – σιγά τα όριά του, να οδηγεί με την ενεργητική ασφάλεια που του παρέχει μία ανάρτηση με αρκετά γραμμική συμπεριφορά και ικανοποιητικές αποσβέσεις για έως και σβέλτο ρυθμό, τότε δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από το συγκεκριμένο πιρούνι. Αργότερα όταν εξερευνήσει τα όρια με ασφάλεια και αρχίσει να ζητά περισσότερα, ας προχωρήσει και σε αναβάθμιση. Το αμορτισέρ από την άλλη είναι όπως και στο προηγούμενο μοντέλο, δείχνει την πρόθεση της Yamaha να κρατήσει χαμηλά το κόστος, ή να αυξήσει το κέρδος της, δείτε το όπως θέλετε. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, προσδίδει κινητικότητα χωρίς να είναι απαραίτητο. Έχει γρήγορη επαναφορά και η απόσβεση συμπίεσης δεν είναι γραμμική, που σημαίνει πως μικρές ανωμαλίες δεν είναι ζήτημα, αλλά αν περάσεις με ταχύτητα πάνω από κάποιο σαμαράκι, και δεν εννοώ εκείνα που βρίσκονται επίτηδες στον δρόμο για να σε αποτρέψουν να τρέχεις, τότε η συμπίεση πίσω προβληματίζει. Σε καμία περίπτωση δεν γίνονται επικίνδυνα τα πράγματα, διαφορετικά δεν θα το συζητούσαμε σε αυτό τον τόνο, αλλά είναι από τα πρώτα σημεία που θα αναβάθμιζα μετά από μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα και την φυσιολογική φθορά που έρχεται με την χρήση. Είναι καλό που η Yamaha πρόσθεσε την ρύθμιση επαναφοράς στο αμορτισέρ, στοιχείο που δείχνει πως ακούει έστω κι εμάς τους λίγους που τα λέγαμε από το πρώτο Tracer 700. Κι ενώ πράγματι βελτιώνεται η κατάσταση ρυθμίζοντας την επαναφορά, από ένα σημείο και μετά αρχίζει να φαίνεται περισσότερο η κοφτή απόσβεση συμπίεσης και καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Δεν χρήζει άμεσης βελτίωσης, δεν είναι κάτι στο οποίο πρέπει να δώσει κανείς μεγαλύτερη βάση, πέρα από μία αναβάθμιση με το πέρας του χρόνου.

Unstoppable?

Το ABS από την άλλη δεν είναι κάτι που μπορείς να βελτιώσεις με ευκολία και στο νέο Tracer 700 δυστυχώς δεν έχει διαφοροποιηθεί αισθητά από τον προκάτοχο. Απλά διεκπεραιώνει την αποστολή του σε στεγνή άσφαλτο και θέλει προσοχή στο βρεγμένο. Την ίδια προσοχή που θα πρέπει να δείχνει κανείς όταν οδηγεί με βροχή, μην πει δηλαδή πως επειδή υπάρχει ABS θα κάνει τα χέρια του σαν του Playmobil και θα συμπεριφερθεί στην μανέτα του μπροστινού φρένου σαν το ελατήριο γυμναστικής, χουφτώνοντάς την με όλα τα δάχτυλα ασκώντας όλη την δύναμή του. Εδώ στην κλειστή παρέα αναγνωστών του ΜΟΤΟ ξέρουμε πλέον πως αυτή η συμπεριφορά στο μπροστινό φρένο συγχωρείται στην εποχή μας. Τα τελευταία τέσσερα και κυρίως τα τελευταία δύο χρόνια, έχουμε ABS που κάνουν θαύματα. Δυστυχώς ο κόσμος στην προσπάθειά του να ομαδοποιήσει την πληροφορία που στην εποχή μας τον βομβαρδίζει κάθε στιγμή της ημέρας, τείνει να προσδώσει καθολικότητα και στο επίπεδο τεχνολογίας κάθε μοτοσυκλέτας. Δεν είναι όλα τα ABS ίδια, και του Tracer δεν είναι από εκείνα που καθιστούν επικίνδυνη την χρήση του φρένου, απεναντίας βοηθά στην αποφυγή μπλοκαρίσματος.

Όμως παρουσιάζει έντονη ανάδραση στην μανέτα και αμολά απότομα την πίεση, που σημαίνει πως στο φρενάρισμα πανικού σε στεγνό οδόστρωμα δεν πρόκειται να πέσεις από μπλοκάρισμα του εμπρός φρένου. Όμως ανάλογα με την πρόσφυση μεγαλώνει η απόσταση φρεναρίσματος, ευτυχώς όχι όπως κάποτε με τα πρώτα Transalp ABS για παράδειγμα, ώστε να χαρακτηριστεί επικίνδυνο. Ψάχνοντας τα όρια στο φρενάρισμα και περίπου με 140 στο κοντέρ, το δυνατό εμπρός φρένο θα οδηγήσει σε ανύψωση του πίσω τροχού, ευτυχώς όχι από στιγμιαίο μπλοκάρισμα του εμπρός, αλλά απλά από την μεταφορά βάρους με την αλλαγή γεωμετρίας και την βύθιση της εμπρός ανάρτησης. Η ανύψωση του πίσω τροχού σημαίνει πως το ABS δεν έχει αντίστοιχη αποτροπή, μιας και δεν υπάρχει αντίστοιχα και μονάδα IMU που να μετρά την κλίση της μοτοσυκλέτας. Απλά πράγματα λοιπόν, ένα ABS που διεκπεραιώνει την εντολή για φρενάρισμα από τον αναβάτη και αναρτήσεις που πηγαίνουν ένα βήμα παρακάτω, τα οποία προσπαθούν να ανταπεξέλθουν και στην γρήγορη οδήγηση και τα καταφέρνουν ως ένα ικανοποιητικό βαθμό που ξεπερνά τις ικανότητες του μέσου όρου.

Το πρώτο Tracer 700 είχε πολύ καλή ευστάθεια ακόμη και στις υψηλές ταχύτητες και συνεχίζει ακριβώς το ίδιο και τώρα. Αυτό σημαίνει πως δεν προκύπτουν ταλαντώσεις από μόνες τους, ενώ στην οδήγηση με πολύ δυνατό πλευρικό αέρα καταφέρνει να αποσβέσει και τις περισσότερες από όσες δημιουργούνται από τις ακανόνιστες ριπές. Αυτό είναι επίτευγμα για την γρήγορη γεωμετρία και το μικρό βάρος του Tracer, ενώ για να δεις κάποια απότομη συμπεριφορά θα πρέπει να επιχειρήσεις ελιγμούς κατά την επιτάχυνση κρατώντας το γκάζι ανοικτό κι όλα αυτά μονάχα από τα 160 χιλιόμετρα και πάνω. Ακόμη και αλλάζοντας λωρίδες με το κοντέρ να γράφει διακόσια και την γκαζιέρα στο τέρμα, το Tracer ανταποκρίνεται όπως θα περίμενε κανείς, νευρικά δηλαδή αλλά σταθερά και πάλι, ενώ αν κλείσεις το γκάζι χάνεται και κάθε νευρικότητα! Μετά από 2.000 χιλιόμετρα στην σέλα του και με τον καιρό να περνά από όλες τις εποχές σε αυτό το διάστημα, η ολοκληρωμένη εικόνα για το Tracer 700 είναι εξόχως θετική. Στην σέλα του κάθεσαι για ώρες χωρίς κανένα πρόβλημα, κι ακόμη κι αν αρχικά πεις πως θα ήθελες τα μαρσπιέ να κατέβουν λίγο πιο κάτω, στην πράξη μετά από λίγο το ξεχνάς. Με διαφορά πολύ φαρδύ τιμόνι για ιαπωνική μοτοσυκλέτα, που έχουν την τάση οι Ιάπωνες να φέρνουν τους αγκώνες κολλητά στα πλευρά σου, κάθεσαι άνετα όλες τις ώρες ενώ απολαμβάνεις και τους προβολείς με πολύ καλή απόδοση το βράδυ.

Η δέσμη πιάνει όλο το πλάτος του δρόμου και το εσωτερικό της στροφής καλύπτεται ομοιόμορφα χωρίς σκιάσεις. Αυτό σημαίνει πως όταν η μέρα τελειώσει, συνεχίζεις στους θεοσκότεινους επαρχιακούς δρόμους της Ελλάδας να οδηγείς κρατώντας τον ρυθμό σου. Η κάλυψη από την ζελατίνα είναι επίσης ικανοποιητική, δεν κλέβει τα σκήπτρα της κατηγορίας, αλλά κάνει την δουλειά της. Στην τέρμα κάτω θέση εξαφανίζεται από μπροστά σου και σε αφήνει να οδηγείς όρθιος στα μαρσπιέ, αν σκεφτείς να πατήσεις χώμα στα στενά όρια που θέτει η street καταβολή του και φυσικά τα ελαστικά. Και για κάθε μέρα όμως, η τέρμα κάτω θέση εξαφανίζει την ζελατίνα από μπροστά σου, ενώ συνεχίζει να ανακατευθύνει επαρκώς τον αέρα, χωρίς να δημιουργούνται στροβιλισμοί στο κράνος. Τέρμα επάνω η κάλυψη επίσης βοηθά ικανοποιητικά στο ταξίδι και η μόνη παρατήρηση για την ζελατίνα, πέρα από την δύναμη που χρειάζεται για να την ρυθμίσεις με το ένα χέρι, είναι πως αν πέσεις σε λακκούβα και την έχεις τέρμα κάτω, χαλαρώνει η ασφάλιση και αρχίζεις να ψάχνεις τι είναι αυτό που τρίζει. Η συναρμογή των πλαστικών δεν πρόκειται να προκαλέσει τριγμούς πάντως. Βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και πέρα από το επάνω άβαφο μαύρο, δεν υπάρχει παρατήρηση για τα υπόλοιπα. Ο συνεπιβάτης κάθεται πίσω με άνεση και σε φυσιολογική απόσταση από τον αναβάτη, ενώ οι λίγοι κραδασμοί που έχει το Tracer μετά τις μεσαίες στροφές και τους αισθάνεται ο αναβάτης χωρίς να τον ενοχλούν, δεν φτάνουν στον πίσω. Οπότε όλα τα ταξίδια σε ελληνικό έδαφος που γίνονται κυρίως σε επαρχιακούς και με λίγες αποσκευές, όχι απλά είναι μέσα στις δυνατότητες του ανανεωμένου Tracer 700, αλλά γίνονται και ευχάριστα. Το κρυφό του ταλέντο όμως είναι η καθημερινή συμβίωση, κι εκεί υπερτερεί ακόμη περισσότερο έναντι του παρόντος ανταγωνισμού.

 

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟ YAMAHA TRACER 700-KAWASAKI VERSYS 650-CFMOTO 650MT

Παραδοσιακοί εχθροί και κλώνοι

 

Τέσσερα χρόνια πριν, το Tracer 700 δεν κατάφερε να σβήσει από τον χάρτη το Versys 650 που είχε πρόσφατα ανανεωθεί. Τώρα που το ένα δείχνει ολόφρεσκο και το άλλο δείχνει απλά την ηλικία του, θα πρέπει λογικά η ζυγαριά να γύρει πιο εύκολα σε μία πλευρά. Μόνο που το Versys 650 έχει κουβαλήσει κι έναν κλώνο του τώρα στην κόντρα, το κινέζικης κατασκευής 650MT, από την πιο επώνυμη των Κινέζων, την CFMOTO!

Στα μεσαία δικύλινδρα street με όρθια θέση οδήγησης, το Versys 650 ήταν για πολύ καιρό ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος, κυρίως γιατί είχε δύο πράγματα, έναν κινητήρα με αποδεδειγμένη αξιοπιστία, ποιοτικές αναρτήσεις και όγκο. Προφανώς αυτό μας κάνει τρία και όχι δύο. Είναι γιατί, ακόμη και τώρα, το μέγεθος στην μοτοσυκλέτα μετράει περισσότερο από εκείνο που θα έπρεπε. Ο λόγος που κάποτε το V-Strom 650 ήταν η μοτοσυκλέτα όλης της Ελλάδας και ο συνεχιστής του δεν πήρε παρά ένα μικρό ποσοστό από τις πωλήσεις. Δεν πειράζει που είχαν τον ίδιο κινητήρα, ο όγκος που χάθηκε ήταν εκείνο που έκανε την διαφορά. Το Versys δεν είναι πρακτικά πολύ μεγαλύτερο από το Tracer, φτάνει όμως που δείχνει μεγαλύτερο και που στην σέλα του κάθονται δύο αναβάτες πιο αναπαυτικά. Πέρα από τον όγκο λοιπόν που ευχαριστούσε το μάτι, και έκανε τον ιδιοκτήτη να πιστεύει πως πήρε πολλά περισσότερα από όσα έδωσε, το Versys ήταν κυρίαρχο και για άλλο λόγο, διότι πράγματι έδινε πολλά περισσότερα από αυτό που περίμενε κανείς. Πολύ ποιοτικές αναρτήσεις, με έμφαση στην άνεση και τα ταξίδια και ένας κινητήρας που έφτασε να χρησιμοποιείται σε ενιαίο πρωτάθλημα ταχύτητας στην Αγγλία, όχι για τις επιδόσεις του, αλλά για την αξιοπιστία του και τις δυνατότητες που έδινε στους μηχανικούς, με το κιβώτιο-κασέτα και τις μεγάλες ανοχές.

Η Kawasaki δίνει την παραγωγή μικρών μοτοσυκλετών για την αγορά της Ασίας σε άλλα εργοστάσια. Πάντοτε έψαχνε να βρει μία λύση να αυξήσει την γκάμα της με μοτοσυκλέτες που λύνουν πρακτικά ζητήματα και όχι θέματα πάθους. Τις μοτοσυκλέτες για πάθος τις φτιάχνουν απαράβατα οι ίδιοι, τις άλλες που είναι για τις τεράστιες αγορές της Ασίας κι έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να καλύψουν την παραγωγή, τις μοιράζουν σε διάφορα άλλα εργοστάσια. Ένα από αυτά ήταν για πολλά χρόνια της CFMOTO, που πλέον έχει συμφωνία να παράγει μοτοσυκλέτες της ΚΤΜ. Κομμάτι της αμοιβής των κινέζων ήταν τα σχέδια δικύλινδρων κινητήρων, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν κάποια στιγμή πιο γρήγορα στην δική τους παραγωγή. Κι επειδή στην κεφαλή της CFMOTO βρίσκονται κινέζοι μοτοσυκλετιστές μεγαλωμένοι στο Λονδίνο, ήξεραν ακριβώς ποιον κινητήρα της Kawasaki θα ζητούσαν πρώτο. Κι έτσι γεννήθηκε το CFMOTO 650MT που επίσης δεν είναι καινούρια μοτοσυκλέτα και έχει αποδείξει την αξιοπιστία του κινέζικου κινητήρα της, αντιγραφή του ιαπωνικού Kawasaki.

Το θέμα του CFMOTO ήταν άλλο βέβαια, κι ένας από τους λόγους που αποτελεί την long term μοτοσυκλέτα μας για φέτος, είναι αυτός. Να μπορέσουμε να δούμε αν η σκληρή καθημερινή χρήση θα αναδείξει προβλήματα που κανονικά δεν φαίνονται. Ένα πράγμα όμως πρέπει να παραδεχτεί κανείς για το CFMOTO, είναι πολύ πιο μοντέρνο από το Versys 650 και τραβά τα βλέμματα. Ξεπερνώντας το υποκειμενικό στοιχείο, το CFMOTO είναι μοντέρνα μοτοσυκλέτα που δεν περνά απαρατήρητη και για να το γράψουμε αυτό, πέρα από την δοκιμή της πριν από καιρό, βασιζόμαστε στα 5.000 χιλιόμετρα που έχουμε κάνει μαζί της από τον Ιανουάριο. Η ερώτηση «τι μάρκα είναι αυτή», ακολουθείται αυτόματα από ερώτηση για την καταγωγή και συνοδεύει πάντα με το ίδιο επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού την απάντηση. Υπάρχει πολύς κόσμος εκεί έξω που ενδιαφέρεται για μοτοσυκλέτες, χωρίς να διαβάζει για μοτοσυκλέτες, κι απλά ενημερώνεται για ότι περνά από μπροστά του, οπότε η άγνοια δεν είναι εδώ το θέμα μας, αλλά η ομοιότητα στις αντιδράσεις. Το CFMOTO είναι λοιπόν ένα πιο όμορφο, πιο φθηνό Versys 650 που έτσι κι αλλιώς ήταν φθηνότερο από το Tracer. Αυτομάτως αυτό τοποθετεί τα πράγματα με μία πολύ συγκεκριμένη σειρά βάση τιμής, η χρήση θα καθορίσει τα υπόλοιπα.

Πες τί θέλεις

Ευτυχώς Tracer και Versys, κατά επέκταση και 650MT, διαφέρουν αρκετά στην χρήση για την οποία προορίζονται. Καταρχήν το Versys έρχεται με μπαγκαζιέρα και το 650ΜΤ συνοδεύει τα αντιαισθητικά κάγκελα με δύο πολύ πιο όμορφες πλαστικές, πλαϊνές βαλίτσες, στην ίδια τιμή. Για λόγους ομοιομορφίας στο συγκριτικό, έχουμε αφήσει τις βαλίτσες στην ησυχία τους, είναι όμως ενδεικτικό της χρήσης τους. Ταξίδια λοιπόν, αυτό υπόσχονται τα δύο 650 και πράγματι εκπληρώνουν την υπόσχεσή τους. Στην κορυφή είναι το Versys, πρώτα από όλα για τις αναρτήσεις του. Ξεκάθαρα προσανατολισμένο στην άνεση, οι ρυθμιζόμενες αναρτήσεις που έχει το Kawasaki φιλτράρουν εξαιρετικά τις ανωμαλίες του δρόμου ενώ η προοδευτικότητά τους μας βρίσκει σύμφωνους και στην γρήγορη οδήγηση. Συγκριτικά με του Tracer η διαφορά είναι τεράστια, τόσο στο πιρούνι, όσο και στο αμορτισέρ. Για το 650ΜΤ δεν ισχύει το ίδιο βέβαια, η ταύτιση με το Kawasaki υπάρχει στην σχεδίαση του κινητήρα και στα γενικά γεωμετρικά χαρακτηριστικά, αλλά από εκεί και πέρα η αίσθηση στην οδήγηση είναι αρκετά διαφορετική. Ωστόσο τα δύο 650 είναι εξίσου σταθερά και τελείως ακλόνητα σε πλευρικό αέρα. Πολύ περισσότερο από το Tracer που όπως είπαμε η μόνη νευρικότητα που μπορεί να δείξει σε υψηλή ταχύτητα, είναι από εξωγενείς παράγοντες.

Σε δυνατό αέρα και σε ανωμαλίες του δρόμου με πολλά χιλιόμετρα το Versys έρχεται πρώτο με διαφορά, ακλόνητο σε κάθε περίπτωση ενώ το 650MT ακολουθεί σε πολύ κοντινή απόσταση και το Tracer μένει τρίτο. Χαμογελώντας όμως πονηρά. Διότι αυτή η διαφορά στην ευθεία θα καλυφθεί στις στροφές ή στην γρήγορη οδήγηση που σαφέστατα το Tracer υπερτερεί. Το Versys και το 650ΜΤ αποδίδουν ψηλά και για μικρό εύρος στροφών, και ιδιαίτερα στο 650ΜΤ θα πρέπει να ακούς τον κινητήρα να φωνάζει για να πάρεις την απόδοση των άλλων δύο.

Το Tracer ακούει από πολύ χαμηλότερα το μήνυμα σου, σε σημείο που σηκώνει σούζα πριν ακόμη τα άλλα δύο ανεβάσουν ντεσιμπέλ στο ψευτο-τελικό της εξάτμισης. Τόσο μεγάλη είναι η διαφορά τους και ναι, δεν υπάρχει τελικό εξάτμισης αλλά απόληξη του συλλέκτη καμουφλαρισμένη σε τελικό και για τις τρεις του συγκριτικού. Ο crossplane δικύλινδρος δείχνει στην άμεση σύγκριση κατευθείαν, την τεράστια διαφορά του με τους άλλους δύο, δηλαδή τον έναν και τον κλώνο του. Στις χαμηλές στροφές τους χωρίζει ένα χάος, στις μεσαίες το Versys ψαλιδίζει την διαφορά με το Tracer χωρίς να πλησιάσει, και μόνο ψηλότερα αρχίζουν να συγκλίνουν και τα τρία.

Πρακτικά αυτό δημιουργεί θέματα και στην καθημερινή οδήγηση, πέρα από την ενθουσιώδη σε κλειστούς επαρχιακούς που το Tracer σουζάρει, εκεί που οι υπόλοιποι παίζουν με τις σχέσεις του κιβωτίου. Ανάμεσα στα αυτοκίνητα και σε κάθε είδους μανούβρα το Tracer κερδίζει με άνεση. Το 650ΜΤ έχει βέβαια κι αυτά τα σίδερα που το κάνουν να φαίνεται έτοιμο να παλέψει σε αρένα με μονομάχους, και εκτός από την ξεκούραση των ποδιών στο ταξίδι, σαν να οδηγείς τσόπερ, δεν έχουν καμία άλλη πρακτική αξία. Η ευστροφία του Yamaha βοηθά και στην μικρότερη χρήση της μανέτας του συμπλέκτη και όλα αυτά συνηγορούν να βγει κερδισμένο με τεράστια διαφορά στην καθημερινή χρήση. Κάπου εκεί βέβαια το 650ΜΤ αρχίζει να φωνάζει για την μεγάλη απόσταση που τους χωρίζει σε κόστος απόκτησης και στα κατάλληλα αυτιά ο λόγος του αποτελεί βουλοκέρι απέναντι σε κάθε άλλο επιχείρημα από την Ιαπωνική πλευρά.

Το δικό σου παζλ

Τώρα στην ανανέωσή του, το Tracer είναι πλέον και η μόνη ασιατική μοτοσυκλέτα του συγκριτικού με φυσιολογικό τιμόνι. Παρόλο που η Yamaha έχει να δείξει το τιμόνι του TDM που είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα οδήγησης με στομαχικό πρόβλημα, που δεν σε αφήνει να ανοίξεις τα χέρια, έχει τώρα περάσει σε άλλο επίπεδο και διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους Ιάπωνες και τους Κινέζους αντίστοιχα. Ο μεγαλύτερος μοχλός βοηθά και στο ταξίδι, όχι μόνο στην καθημερινή χρήση, διότι ξεκουράζει τα χέρια και τοποθετεί το σώμα σε μία πιο φυσική στάση. Τα μαζεμένα στους αγκώνες χέρια δεν κάνουν την διαφορά στην προστασία από τον αέρα, αλλά οι μεγάλες ζελατίνες των 650 είναι ο δευτερεύων λόγος που ταξιδεύεις καλύτερα μαζί τους. Ιδιαίτερα το 650ΜΤ προστατεύει εξαιρετικά τον αναβάτη του και μάλιστα χωρίς στροβιλισμούς στο κράνος από την μεγάλη ζελατίνα η οποία ρυθμίζεται και σε ύψος. Ο κινητήρας τους και η σταθερότητα είναι ο κυρίαρχος λόγος που ταξιδεύεις με μεγαλύτερη άνεση συγκριτικά με το Tracer. Επιπρόσθετα το Versys 650 μοιάζει με μεγαλύτερη μοτοσυκλέτα από αυτό που πραγματικά είναι, έχει πιο βαριά αίσθηση και πολύ πιο ποιοτικές αναρτήσεις, στοιχεία που πολλαπλασιάζουν την διαφορά του στο ταξίδι.

Το επίσης μεγαλύτερο ρεζερβουάρ του, που προσθέτει τουλάχιστον εκατό χιλιόμετρα αυτονομίας έναντι του Tracer είναι επίσης άλλος ένας λόγος. Διότι ναι, το Tracer είναι ελαφρύτερη μοτοσυκλέτα αλλά το κάνει με το μικρότερο ρεζερβουάρ του συγκριτικού, αν και μόνο με το Versys έχει σημαντική διαφορά. Οι Κινέζοι δεν έχουν μπει στην διαδικασία μείωσης βάρους, αντιθέτως τους ενδιαφέρουν άλλα ζητήματα προς το παρόν και το αποτέλεσμα είναι το 650ΜΤ να μην κρύβει τα κιλά του. Όπως επίσης και ο κινητήρας, μπορεί να προέρχεται από τα ίδια σχέδια, αλλά στα χρόνια που ακολουθήσαν η εξέλιξή του έχει πάρει τον δικό της δρόμο.

Για τους περισσότερους το Tracer 700, παρότι ακριβότερο και από τις τρεις, είναι συνολικά καλύτερη μοτοσυκλέτα διότι τα ταξίδια δεν θα είναι η καθημερινότητά της, ώστε να γύρει η πλάστιγγα στην μεριά του Versys. Ο παρονομαστής της τιμής βγάζει αμέσως πρώτο το 650MT διότι πολύ απλά κάνει ό,τι και τα άλλα δύο κοστίζοντας αρκετά λιγότερο. Ωστόσο το πορτοφόλι του καθενός είναι διαφορετικό και ο παρονομαστής αυτός δεν γίνεται να είναι κοινός. Όταν στην καθημερινότητα επιβάλλονται οι μεγάλες αποστάσεις, το Versys έρχεται να προταθεί εμπρός, κι αν προσμετρήσει και η άνεση τότε οι πολύ πιο ποιοτικές του αναρτήσεις δημιουργούν την μεγάλη διαφορά. Όποιος λοιπόν επιλέξει να αποκαθηλώσει το Tracer από την πρώτη θέση, θα πρέπει να θέσει σε κάποια από τις παραπάνω παραμέτρους μία μεγαλύτερη βαρύτητα, τα κομμάτια του παζλ δεν ενώνονται μονάχα με έναν τρόπο…

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ  Yamaha MT 07 Tracer 700

Αντιπρόσωπος:

ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.Ε.

 

 

 

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

196,5 kg

(χωρίς καύσιμο:173,5 kg)

Πίσω

48,7%

Εμπρός

51,3%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

0%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

 

Τύπος:

Ατσάλινο τύπου "διαμάντι"

 

Πλάτος (mm):

840

 

Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):

196

 

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

17

 

 

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

 

Τύπος:

Τετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος σε σειρά με 4Β/Κ και 2ΕΕΚ

 

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

80 x 68,6

 

Χωρητικότητα (cc):

689

 

Σχέση συμπίεσης:

11,5 :1

 

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

75/8.750

 

Ροπή (kg.m/rpm):

6,83/6.500

 

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

108,8

 

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

 

Σύστημα εξαγωγής:

 2 σε 1

 

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

 

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

 

 

 

 

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

 

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος, με ντίζα

 

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια 1,925 :1

 

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα, γρανάζια 2,812:1

 

Συνολικές σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm

 

1η

2,846

 

2α

2,125

 

3η

1,632

 

4η

1,300

 

5η

1,091

 

6η

0,964

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ (S Mode)

Km/h

Sec

Μέτρα

 

0-50

1,58

10,68

 

0-100

3.66

55,29

 

0-150

7,72

199,45

 

0-200

 

 

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

Km/h

 

0-400

12.12

175.04

 

0-1.000

23,65

193.25

 

 

 

 

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

2,66/43,96

2,83/46,69

 

80-120

2,72/75,8

2,72/75,79

3,6/175

120 - 160

Δεν φτάνει 160

4,1/150

10,5/280

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

3,1

104

 

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

 

100-40

2,61

58

 

 

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

 

Κενή

Γεμάτη

 

Θεωρητικά

 

2,61

 

Πραγματικά

 

3,01

 

 

 

 

 

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

 

ΠΙΣΩ

 

ΤΥΠΟΣ

 Ένα αμορτισέρ, μοχλικό

 

Διαδρομή (mm):

142

 

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς

 

ΤΡΟΧΟΣ

 

Ζάντα:

5,5'' x 17

 

Ελαστικό:

180/55 R17

 

ΦΡΕΝΟ

 

Δίσκος "μαργαρίτα" 245mm με δαγκάνα ενός εμβόλου και ABS

 

 

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

 

Οθόνη LCD με ενδείξεις για στροφές / ταχύτητα / ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές/ επιλεγμένη σχέση κιβωτίου, στάθμη βενζίνης / επιλογή για στιγμιαία ή μέση κατανάλωση, θερμοκρασία περιβάλλοντος και διανυθέντα χιλιόμετρα με ρεζέρβα. Ενδεικτικές λυχνίες για φλας, νεκρά, μεγάλη σκάλα φώτων, έλεγχος κινητήρα, ABS, πίεση λαδιού

 

 

 

 

 

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

 

ΕΜΠΡΟΣ

 

ΤΥΠΟΣ

Τηλεσκοπικό πιρούνι

 

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

130/41

 

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση επαναφοράς

 

ΤΡΟΧΟΣ

 

Ζάντα:

3,5'' x 17

 

Ελαστικό:

120/70 R17

 

ΦΡΕΝΟ

 

Δυο δισκόφρενα "μαργαρίτα" 282mmδαγκάνες με τέσσερα έμβολα

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

65,17/9.000

Ροπή (kg.m/rpm):

6.0/6.700

 

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ

Κόφτης: 9.200

 

Μέγιστη ισχύς: 8.200

 

Στον κόφτη

 

1η 80

 

2α 126

 

3η 164

 

4η 203

 

5η 230

 

6η 247

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

 

Μέση : 5,8

 

Ελάχιστη : 5,4

 

Μέγιστη : 8,8

 

Αυτονομία (km): 250

 

 

 

           

 

 


 

Οδηγούμε - Aston Martin AMB 001 : Η εξωτική βρετανική γυμνή με τον υπερτροφοδότη και τους 180 hp

Μία δυνατή αποκλειστικότητα για τους αναγνώστες του MOTOMAG!
O Alan Cathcart οδηγεί την Aston Martin AMB 001 για το περιοδικό ΜΟΤΟ
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

15/12/2022

Οι Aston Martin και Brough Superior έχουν πάει την συνεργασία τους ένα βήμα παραπέρα με την αποκάλυψη της AMB 001 Pro τον Νοέμβριο στην Έκθεση της EICMA 2022 στο Μιλάνο, μία άλλου επιπέδου Superbike 997 κ. εκ. αποκλειστικά για χρήση σε πίστα εμπνευσμένη από το τρελό Pro hypercar Valkyrie AMR με V12 6,5 λίτρων και 1.176hp. Η αυστηρά περιορισμένης παραγωγής AMB 001 Pro είναι η πιο πρόσφατη δουλειά μεταξύ των δύο εταιρειών, συνδυάζοντας το θρυλικό σχέδιο της Aston Martin με την τελευταίας τεχνολογίας μηχανουργία της Brough Superior.

Η δοκιμή αυτή είναι άλλη μία δυνατή αποκλειστικότητα του MOTO και του MOTOMAG, προσφέροντας στους αναγνώστες μας την ευκαιρία να οδηγήσουν κι αυτοί μαζί μας μία εξωτική μοτοσυκλέτα. Πάμε λοιπόν να δούμε πώς λειτουργεί αυτή η συνεργασία των Aston Martin και Brough Superior:

Ο διάδοχος της εξαντλημένης AMB 001, έρχεται στη μοναδική έκδοση Pro, έχοντας πάρει στοιχεία από το χωρίς όρια hypercar Valkyrie AMR Pro της Aston Martin. Η απόδοση εντός πίστας είναι ακραία, προσφέροντας μία αύξηση ισχύος 25% σε σχέση με τον προγονό του, με τον κινητήρα των 228 ίππων να έχει σχέση ισχύος/βάρους της τάξης των 1,28hp/kg, παρόμοιο με αυτό των αυτοκινήτων Formula 1.

Aston Martin AMB 001 Pro EICMA

“Είμαστε στην ευχάριστη θέση να παρουσιάσουμε την AMB 001 Pro σήμερα στην EICMA”, είπε ο CEO της Brough Superior Thierry Henriette στο λανσάρισμα. “Η επιτυχία του προγόνου της, συνδυασμένη με το απίστευτο Aston Martin Valkyrie AMR Pro, μας ενέπνευσε να ενωθούμε ξανά για να δημιουργήσουμε μία νέα superbike που ξέρουμε ότι θα ενθουσιάσει τους πελάτες μας. Είμαστε ιδιαιτέρως περήφανοι για τον νέου τύπου κινητήρα, με τον στρόφαλο να είναι κατασκευασμένος από ένα ενιαίο κομμάτι από billet αλουμίνιο, μοναδικό χαρακτηριστικό για μοτοσυκλέτα παραγωγής. Με την αξιοσημείωτη αύξηση της ισχύος, η AMB 001 Pro μπαίνει στην κατηγορία των hyperbike.”

AMB 001 PRO κινητήρας

 

Η περισσότερη δύναμη του νέου AMB 001 Pro έρχεται χάρη στην νέα έκδοση του δικύλινδρου V κινητήρα 997 κυβικών, του οποίου τα περισσότερα χυτά μέρη του έχουν αντικατασταθεί πλήρως από ενιαίο κομμάτι billet αλουμινίου AL5000 κατεργασμένο σε μηχανή CNC. Οι ιδιότητες του υλικού βελτιώνουν στη θεωρία τη δομική ακαμψία του κινητήρα, ενώ ο ανανεωμένος σχεδιασμός του κυλίνδρου με το υγρό χιτώνιο βοηθάει στην ψύξη του. Το αποτέλεσμα είναι αυτή η μονάδα να ζυγίζει μόλις 70 κιλά χωρίς τα σώματα ψεκασμού, βοηθώντας στη συνολική μείωση του βάρους της μοτοσυκλέτας που ζυγίζει 175 μόλις κιλά. Η κάθετη δύναμη του αέρα που φορτίζει τον μπροστινό τροχό είναι αυξημένη μέσω μίας αεροτομής μπροστά και πλευρικών φτερών, με το μπροστινό κάλυμμα να είναι τώρα ενσωματωμένο στο υπόλοιπο φαίρινγκ ώστε να διαχειρίζεται καλύτερα τις πιέσεις που ασκεί η κάθετη δύναμη στη μύτη της μοτοσυκλέτας. Μία λεπίδα σχεδιασμένη σε αεροδυναμική σήραγγα στέλνει τον αέρα πάνω από τον αναβάτη. Το ρεύμα του αέρα εισέρχεται μέσω ενός μεγάλου αεραγωγού ενσωματωμένου στο μπροστινό φτερό, και κατόπιν περνά μέσα από το νέο φαίρινγκ, για να απομακρυνθεί από τον αναβάτη χάρη στη νέα ζελατίνα. Ένα πτερύγιο πίσω με σχεδιασμό για να εξισορροπεί την ροή του αέρα βελτιώνει ακόμη περισσότερο τις αεροδυναμικές βελτιώσεις. “Είναι μία υπέροχα απλή συνταγή”, αναφέρει ο Marek Reichman, Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος και Διευθυντής του Δημιουργικού τμήματος της Aston Martin. “Σχεδιασμός συν τεχνολογία ισούται με απόδοση. Όταν πιέζεις κάτι στα άκρα των δυνατοτήτων του, και το κάνεις χωρίς προβλήματα, η εμπειρία του αποτελέσματος θα σου κόψει την ανάσα. Δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στα προηγμένα υλικά, τον σχεδιασμό και τις τεχνικές ικανότητες της μοτοσυκλέτας. Αυτό το αποτέλεσμα το έχουμε πετύχει ξανά με την Brough Superior, για όσους επιθυμούν μία Superbike αποκλειστικά για πίστα που δε μοιάζει με καμία άλλη. Ο αναβάτης αποτελεί μέρος αυτού του κινούμενου γλυπτού και θα νιώθει κυριολεκτικά μέρος της πίστας όταν θα βρίσκεται πάνω στην AMB 001 Pro.”

AMB 001 PRO

Η AMB 001 Pro προσφέρεται σε μία έκδοση, βαμμένη με αγωνιστικό χρωματισμό που συνδυάζει το Verdant Jade της Aston Martin με ίνες carbon με σατέν τελείωμα και μαύρο Cerakote στον κινητήρα και τις αναρτήσεις. Οι λεπτομέρειες από Photon Lime ενισχύουν τη συνολική εμφάνιση, χαιρετίζοντας τις γενιές νικηφόρων οδηγών της Aston Martin. Οι επισκέπτες της έκθεσης της EICMA είχαν την ευκαιρία να δουν πρώτη φορά από κοντά την πρωτότυπη AMB 001 Pro, δίπλα από τον εμπνευστή της, το Valkyrie AMR Pro. Οι παραγγελίες έχουν ήδη ολοκληρωθεί για την αυστηρά περιορισμένης έκδοσης AMB 001 Pro, η οποία θα κατασκευαστεί στο χέρι στο εργοστάσιο της Brough Superior στην Τουλούζη της Γαλλίας. Μόλις 88 μοτοσυκλέτες θα δημιουργηθούν -υποδηλώνοντας τις 88 μοίρες περιεχόμενης γωνίας των κυλίνδρων του δικύλινδρου V κινητήρα. Οι πρώτες παραδόσεις θα γίνουν το τέταρτο τρίμηνο του 2023. Η τιμή των 148.900€ ανακλά τα μοναδικά χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας με δεδομένο ότι η αρχική AMB 001 “ξεπούλησε” σε τιμή 108.000€. Τα hypercars δεν είναι φτηνά, ούτε και τα hyperbikes όμως.

AMB 001 η αρχή

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, από την AMB 001 δηλαδή, με την ιστορία της δημιουργίας της εξωτικής μοτοσυκλέτας των Aston Martin & Brough Superior -που δεν είναι απλώς μια ακόμα "τσαπατσοδουλειά" και μια "αρπαχτή" για ευκατάστατους συλλέκτες που αγοράζουν ότι να 'ναι αρκεί να φέρει κάποιο "βαρύ" όνομα στο ρεζερβουάρ, αλλά εμπεριέχει εκτενή μηχανολογική εξέλιξη και πραγματικά αξιοπρόσεκτες και μοναδικές λύσεις που έχουν ουσία. Συνεχίζουμε με την οδήγηση της AMB 001 στο Goodwood Festival of Speed του 2022 από τον συνεργάτη του ΜΟΤΟ Alan Cathcart, και μετά από το απολαυστικό του κείμενο βρισκόμαστε σε αναμονή για το επόμενο κεφάλαιο, με την οδήγηση και της AMB 001 Pro, όταν αυτό καταστεί δυνατό.

Δοκιμή της Aston Martin AMB 001: Μία φιλική συνεργασία;

AMB 001 Pro στο εργοστάσιο

Αν ήθελες να προσφέρεις στον εαυτό σου ή σε κάποιον αγαπημένο σου ένα πολύ ιδιαίτερο δώρο Χριστουγέννων στη μορφή μίας από τις 100 υπερτροφοδοτούμενες V2 μοτοσυκλέτες ΑΜΒ 001 περιορισμένης παραγωγής -λυπάμαι, αλλά άργησες! Κάθε ένα κομμάτι, αυτής της ριζοσπαστικής δημιουργίας των δύο θρυλικών βρετανικών εταιρειών, των Aston Martin και Brough Superior, έχει ξεπουλήσει εδώ και καιρό στην τιμή των 108.000€ συμπεριλαμβανομένου 20% Φ.Π.Α, και ήδη το ν. 64 έχει παραδοθεί στον χαρούμενο ιδιοκτήτη του, άρτι αφιχθέν από την γραμμή παραγωγής στο εργοστάσιο της Brough Superior στην Τουλούζη, της Γαλλίας.

Aston Martin AMB 001 Pro EICMA

Αλλά δεν πειράζει-μπορείς να το κανονίσεις για τα επόμενα Χριστούγεννα γράφοντας το όνομά σου τώρα για να αποκτήσεις ένα από τα 88 κομμάτια που θα κατασκευαστούν από την ΑΜΒ -κατά το Aston Martin Brough- 001 Pro, η οποία μόλις αποκαλύφθηκε στην έκθεση EICMA 2022 στο Μιλάνο, με δικύλινδρο V υπερτροφοδοτούμενο κινητήρα απόδοσης 228 ίππων, κατασκευασμένο από ενιαίο κομμάτι billet. Ποια είναι η τιμή για αυτό το δεύτερο αποτέλεσμα της φιλικής συνεργασίας μεταξύ του Βρετανού κατασκευαστή αυτοκινήτων και του γαλλικού εργοστασίου μοτοσυκλέτας; Ψάξε βαθιά στην τσέπη σου -θα είναι 148.900€, χωρίς την προσθήκη των φόρων! Ωστόσο, όταν ανακοινώθηκε πίσω τον Οκτώβριο του 2019 ότι ο καταξιωμένος κατασκευαστής αυτοκινήτων Aston Martin ενωνόταν με το αναγεννημένο εργοστάσιο της Brough Superior με έδρα τη Γαλλία για να αναπτύξουν από κοινού μία μοτοσυκλέτα, έμοιαζε πολύ καλό για να είναι αληθινό. Γιατί το να βάλεις τις πιο ιστορικές βρετανικές μάρκες σε δύο και τέσσερις τροχούς να εργαστούν μαζί έμοιαζε σαν ένα εμπορικό τέχνασμα -πολύ καλό στα χαρτιά, αλλά πως θα ήταν δυνατό να γίνει πράξη; Όταν όμως η εντυπωσιακή ΑΜΒ 001, με το φτερωτό έμβλημα της Aston στα πλαϊνά της μέρη, αποκαλύφθηκε τον Νοέμβριο του 2019 στην Έκθεση της EICMA στο Μιλάνο, ξαφνικά όλα έβγαζαν νόημα. Γιατί, ντυμένη σε ένα ακραία ξεχωριστό κοστούμι από ανθρακόνημα σχεδιασμένο από τον Εκτελεστικό Αντιπρόεδρο και Επικεφαλής Σχεδιασμού, Marek Reichman, έναν παθιασμένο μοτοσυκλετιστή και ιδιοκτήτη μίας Ducati Panigale, ο υπερτροφοδοτούμενος με άμεσο ψεκασμό V2 κινητήρας 997 κ. εκ. της ΑΜΒ 001 ήταν μία ριζικά καινοτόμα μοτοσυκλέτα φτιαγμένη αποκλειστικά για χρήση σε πίστα -ούτε φώτα, ούτε κόρνα, ούτε και πιθανότητα να κυκλοφορήσει ποτέ νόμιμα στον δρόμο- η οποία παρ’ όλα αυτά εξελισσόταν στους γαλλικούς δρόμους τα τελευταία δέκα χρόνια. Πώς γίνεται αυτό; Επειδή τόσο καιρό ο Γάλλος σχεδιαστής, επιχειρηματίας και CEO της Brough Superior Motorcycles Thierry Henriette δούλευε πάνω σε μία τέτοια μοτοσυκλέτα.

SuperBob

Το αρχικό πρωτότυπο έκανε την εμφάνισή του στην Έκθεση του Παρισιού το 2011 με την ονομασία Boxer SuperBob, που την πήρε από τον εκλιπόντα πατέρα του Thierry ο οποίος είχε φύγει από τη ζωή τρία χρόνια νωρίτερα, αφού υποστήριξε την απόφαση του 22 ετών γιου του να παρατήσει την Ιατρική για να ιδρύσει μία αντιπροσωπεία μοτοσυκλετών που ονόμασε Boxer Bikes, η οποία επωνυμία προήλθε από την Ferrari Berlinetta Boxer που οδηγούσε! Οι μέρες του Thierry με την Aston Martin δεν είχαν ακόμη έρθει… Εκείνο το πρωτότυπο Boxer SuperBob του 2011 ήταν μία ολοκληρωτικά καινούργια μοτοσυκλέτα γεμάτη με καινοτομίες, φτιαγμένη γύρω από έναν ειδικά κατασκευασμένο V2 κινητήρα 88ο που δημιουργήθηκε για λογαριασμό του Henriette από την Akira Engineering κοντά στην Bayonne της Γαλλίας, που αργότερα θα κατασκεύαζε τα μοτέρ της Kawasaki ZX-10R, κάτι που οδήγησε τον Tom Sykes στην κατάκτηση του τίτλου στα World Superbike το 2013, κι έπειτα τον ομόσταυλό του Jonathan Rea σε έξι ακόμα Παγκόσμια Πρωταθλήματα, αφού από τότε μέχρι και σήμερα πάντα χρησιμοποιεί κινητήρες κατασκευής Akira. Η τελευταία σχεδίασε το μοτέρ του SuperBob συγκεκριμένα για λειτουργία με υπερτροφοδότηση, με ισχυρότερο στρόφαλο και εσωτερικά κινητήρα για να αντέξουν την επιπλέον ισχύ από τον υπερσυμπιεστή Garrett που ο Henriette σχεδίαζε να εγκαταστήσει. Ωστόσο ήταν μία συσκευή με σχετικά χαμηλή πίεση αποδίδοντας 0,4 bar/ 5,80 psi ώθησης, και γι’ αυτό στόχευσε στην αύξηση της ταχύτητας απόκρισης του γκαζιού και στην απόδοση ομαλότερης, πιο ισχυρής επιτάχυνσης σε χαμηλές και μεσαίες στροφές, παρά στην ενίσχυση την δύναμης ψηλά μέσω περισσότερης πίεσης. Αυτό ήρθε αργότερα! Ο Thierry Henriette είπε “Ο υπερσυμπιεστής μας δίνει τη δυνατότητα να έχουμε την απόδοση ενός κινητήρα 1.400 κυβικών, αλλά με τον μικρότερο όγκο και βάρος ενός κινητήρα 1.000 κυβικών.”

Super Bob prototype

Το ντεμπούτο του πρωτάκουστου roadster SuperBob στην Έκθεση του Παρισιού το 2011 δημιούργησε τόσο μεγάλο ενθουσιασμό που κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να επισκιάσει το εξίσου νέο 1199 Panigale της Ducati. Το SuperBob είχε μεγάλη επίδραση στο γαλλικό κοινό, και κάπως έτσι, οπλισμένη με ένα μεγάλο πιθανό αγοραστικό κοινό για μία μοτοσυκλέτα με turbo που κοστίζει κάτω από 20.000€, ο Thierry Henriette ξεκίνησε να ψάχνει για την επένδυση κεφαλαίου ύψους 5 εκ. ευρώ για να ξεκινήσει την παραγωγή. Αλλά η ροή χρημάτων παρέμενε σφιχτή μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, ειδικά για μία μοτοσυκλέτα από μία εταιρεία όπως η Boxer που ήταν εντελώς άγνωστη πέρα από τη Γαλλία. Η Brough Superior όμως, ήταν άλλο θέμα, και αφού ο Henriette γνώρισε τον Mark Upham, ιδιοκτήτη του εμπορικού σήματος Brough, οι δυο τους έδωσαν τα χέρια τον Ιούλιο του 2013 για μία συμφωνία να αναπτύξουν μία γκάμα από Brough Superior νέας γενιάς χρησιμοποιώντας μία ατμοσφαιρική έκδοση του V2 κινητήρα της SuperBob. Μόλις τέσσερις μήνες αργότερα η πρώτη μοντέρνα Brough SS100 αποκαλύφθηκε στην Έκθεση στο Μιλάνο για να σηματοδοτήσει την 90η επέτειο του μοντέλου -ένα τεράστιο κατόρθωμα με δεδομένο το εξαιρετικά περιορισμένο χρονικό πλαίσιο. Αφού η Akira επανασχεδίασε τον κινητήρα σε ατμοσφαιρική μορφή για την εκκίνηση της παραγωγής των SS100 το 2015, με την προσφορά του Henriette στην Aston Martin ήδη να βρίσκεται στα σκαριά για την ένωση των δύο με στόχο τη δημιουργία μίας τολμηρής μοτοσυκλέτας από κοινού, η εξέλιξη του υπερτροφοδοτούμενου V2 πρωτότυπου συνέχισε με γοργούς ρυθμούς.

AMB 001

Αυτό οδήγησε με τη σειρά του στο ντεμπούτο τον Νοέμβριο του 2019 στην EICMA της απίστευτης Aston Martin AMB 001, με το ελκυστικό design του Reichman και της ομάδας του στην Aston Martin, και ενώ ο Covid αναπόφευκτα καθυστέρησε τις διαδικασίες, τελικώς η παραγωγή ξεκίνησε στο εργοστάσιο της Brough στην Τουλούζη, η οποία πλέον περιλάμβανε την εξ’ ολοκλήρου κατασκευή των κινητήρων in house. Τον Μάρτιο του 2022 ξεκίνησαν οι παραδόσεις στους υπομονετικούς ιδιοκτήτες των πρώτων 30 κομματιών της μοτοσυκλέτας με την οποία η Aston Martin έκανε το ντεμπούτο της στους δύο τροχούς. Αυτή έχει πλαίσιο μονής ραχοκοκαλιάς κατασκευασμένο από ένα ενιαίο κομμάτι τιτανίου με κατεργασία billet, ενώ το υποπλαίσιο που φιλοξενεί τη σέλα είναι από ανθρακόνημα, και μερικά κομμάτια carbon είναι επίσης και δομικά στοιχεία, φιλοξενώντας πτερύγια και άλλα αεροδυναμικά βοηθήματα που στόχο έχουν την φόρτιση του μπροστινού τροχού με βάρος στις υψηλές ταχύτητες, αλλά και την ενίσχυση της εισαγωγής φρέσκου αέρα. Αυτά περιλαμβάνουν τα μπροστινά φτερά των οποίων το σχήμα εμπνέεται από τις καμπύλες σε σχήμα S που υπάρχουν στο μπροστινό μέρος των επιβατικών αυτοκινήτων της Aston Martin. Υπάρχει επίσης και ένα πτερύγιο από carbon fibre που διατρέχει το μπροστινό μέρος της μοτοσυκλέτας, το ρεζερβουάρ καυσίμου και καταλήγει στη μινιμαλιστική TFT οθόνη του πίνακα οργάνων. Το πτερύγιο αυτό κοσμεί το θρυλικό λογότυπο της Aston Martin, αλλά αντί να είναι ζωγραφισμένο ή αυτοκόλλητο, είναι ένα πολύ λεπτό -για την ακρίβεια εννιά μικρόμετρα λεπτό- κομμάτι ανοξείδωτου χάλυβα κομμένο με λέιζερ που έχει εφαρμοστεί κάτω από το βερνίκι.

AMB 001 engine

Ο υγρόψυκτος V2 88ο κινητήρας της AMB 001 λειτουργεί ως ενεργό στοιχείο του πλαισίου, με την περιεχόμενη γωνία των κυλίνδρων του να είναι μειωμένη κατά δύο μοίρες στον στρόφαλο από την πιο συνήθη διάταξη των 90ο , η οποία προσφέρει τέλεια πρωτεύουσα ισορροπία. Αυτό δίνει τη δυνατότητα να εξοικονομηθούν 30mm όσον αφορά στον χώρο ανάμεσα στις κεφαλές των κυλίνδρων, χωρίς να είναι απαραίτητη προϋπόθεση η χρήση αντικραδασμικού άξονα για την εξομάλυνση των περιττών κραδασμών. Το μονόμπρατσο ψαλίδι από χυτό αλουμίνιο ενώνεται με το οριζόντια διαχωρισμένο κάρτερ, το άνω μέρος του οποίου φιλοξενεί τους κυλίνδρους με επένδυση Nikasil. Το οκταβάλβιδο μοτέρ έχει διαστάσεις 94 x 71,8mm, με σφυρήλατες ατσάλινες μπιέλες που βρίσκονται δίπλα-δίπλα σε ένα κοινό κομβίο, και με τον σφυρήλατο στρόφαλο να εδράζεται σε κουζινέτα.

Κινητήρας AMB 001

Οι μπιέλες φέρουν στο μικρό άκρο τους σφυρήλατα πιστόνια με τρία ελατήρια, με μία αντλία λαδιού δύο σταδίων να παίρνει κίνηση με γρανάζια απευθείας από τον στρόφαλο, με ταυτόχρονη κίνηση της αντλίας νερού. Υπάρχει μία σύνθετη λειτουργία για τις τέσσερις βαλβίδες του κάθε κυλίνδρου, που αποτελείται από μία καδένα Morse για κάθε κύλινδρο που παίρνει κίνηση κατευθείαν από το στρόφαλο, φτάνοντας σε ένα ενδιάμεσο γρανάζι τοποθετημένο ακριβώς κάτω από τους δύο εκκεντροφόρους επικεφαλής σε κάθε έναν από τους δύο κυλίνδρους, οι οποίοι δίνουν απευθείας κίνηση. Οι ατσάλινες βαλβίδες -35mm εισαγωγής και 31mm εξαγωγής, κάθε μία με μονό ελατήριο- έχουν περιεχόμενη γωνία 26ο, και ρυθμίζονται με καπελότα. Υπάρχει μονό σώμα ψεκασμού 52mm της Bosch με ride by wire λειτουργία γκαζιού.

Κιβώτιο AMB 001

Με υψηλή, για υπερτροφοδοτούμενο μοτέρ, σχέση συμπίεσης 10,5:1, ο κινητήρας της ΑΜΒ 001 παράγει 184,5 ίππους (136kW) στις 9.000 στροφές που φτάνουν στον πίσω τροχό μέσω ενός αφαιρούμενου κιβωτίου τύπου κασέτας έξι σχέσεων κατασκευασμένο από τη CIMA στην Ιταλία, και με έναν υγρό πολύδισκο συμπλέκτη Adler τεχνολογίας APTC, με τον υψηλής πίεσης υπερπληρωτή Garrett να είναι ικανός να δώσει ώθηση 1.00 bar/14,5 psi στους κυλίνδρους, αλλά προσφέροντας μεταβλητό boost μέσω της ECU της Bosch, ανάλογα με την επιλεγμένη σχέση, την ταχύτητα και το φορτίο.

Ο κινητήρας της AMB 001

“Ο ηλεκτρονικός έλεγχος της υπερσυμπίεσης μας δίνει τη δυνατότητα να συμπεριφερθούμε στον υπερπληρωτή με τον ίδιο τρόπο όπως με το σύστημα ανάφλεξης”, λέει ο Thierry Henriette. “Μπορούμε να κάνουμε την επίδραση στον κινητήρα όσο ευέλικτη και προοδευτική θέλουμε, με διαφορετικές λειτουργίες πλήρωσης.” Προκειμένου να βελτιωθεί περαιτέρω η ισχύς, η Aston Martin έχει επίσης χρησιμοποιήσει ένα intercooler, για να μειώσει τη θερμοκρασία του συμπιεσμένου αέρα που εισέρχεται στον κινητήρα, για αποτελεσματικότερη πλήρωση. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της AMB 001 είναι το γεγονός ότι ενώ η μέγιστη ροπή των 15,81 kgm έρχεται στις 6.800 στροφές, υπάρχουν 14,27 kgm διαθέσιμα από τις 5.000 μέχρι τις 9.500 στροφές. Συγκρινόμενο με την ατμοσφαιρική έκδοση -σύμφωνη με τις Euro 4 προδιαγραφές- του ίδιου κινητήρα της Brough Superior SS100 που αποδίδει 103,4 ίππους (75kW) στις 9.600 στροφές με τη μέγιστη ροπή να φτάνει τα 8,87kgm στις 7.300 στροφές, μπορείς άμεσα να αναγνωρίσεις τα πλεονεκτήματα. Η ροπή είναι πιο σημαντική από την ισχύ όσον αφορά την απόδοση στον πραγματικό κόσμο, και ειδικά η επιτάχυνση -αυτό νιώθεις όταν ανοίγεις το γκάζι σε οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα, και με την υπερσυμπίεση, η αύξηση της δύναμης παράγει ροπή, συν ότι όσο μεγαλύτερη η πρώτη, αντίστοιχα ενισχύεται και η αίσθηση της επιτάχυνσης.

Ψυγείο AMB 001

Υπάρχει ένα μεγάλο αλλά διακριτικό εμφανισιακά ψυγείο νερού κατασκευασμένο στην Ιταλία για να καταπολεμήσει τα προβλήματα θερμοκρασίας που προκαλεί η υπερσυμπίεση, ένας παράγοντας που επίσης επιτάσσει την επιλογή εξάτμισης από κράμα Inconel – ένα αεροναυπηγικό κράμα μετάλλων που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση των πολύ υψηλών θερμοκρασιών, κάτω από τις οποίες σχηματίζει μία προστατευτική επίστρωση οξειδίου κάνοντάς τo ανθεκτικό στη ζέστη.

Fior σύστημα AMB 001

Η μπροστινή ανάρτηση της Aston Martin είναι βασισμένη στον αρθρωτό σχεδιασμό του πιρουνιού που δημιουργήθηκε από τον Γάλλο μηχανικό Claude Fior και είχε τερματίσει μέσα στους βαθμούς σε αγώνες του πρωταθλήματος FIM Endurance, περίπου δύο χρόνια προτού δημιουργηθεί η πρώτη μοτοσυκλέτα που έφερε το παρόμοιο σύστημα Hossack. To πιρούνι Fior αντιγράφηκε επίσης αργότερα από τον John Britten στο αγωνιστικό του V-1000, όπως και από την BMW με το μπροστινό σύστημα Duolever που τοποθετήθηκε στα μοντέλα της σειράς Κ, και στη σημερινή εποχή αποτελεί την επιλογή για όλα τα μοντέλα της Brough Superior. Οι δύο αρθρωτές αντηρίδες τοποθετημένες σε γωνία κάστερ 23,9ο με 102,6mm ίχνους είναι κατεργασμένες σε εργαλειομηχανή CNC από billet αλουμίνιο με διπλές αρθρωτές τριγωνικές ενώσεις τιτανίου, και φέρει μονό αμορτισέρ Donerre ρυθμιζόμενο σε προφόρτιση ελατηρίου και απόσβεση επαναφοράς, με 112mm διαδρομή τροχού.

Ψαλίδι AMB 001

Πίσω, το μονόμπρατσο ψαλίδι από billet αλουμίνιο κατεργασμένο σε CNC ενώνεται με το κάρτερ του κινητήρα, με ένα μονό αμορτισέρ Donerre με μοχλικό, ενώ είναι πλήρως ρυθμιζόμενο για προφόρτιση ελατηρίου και αποσβέσεις επαναφοράς και συμπίεσης, προσφέροντας διαδρομή τροχού 124mm. Η Donerre είναι μία γαλλική εταιρεία Τσέχου ιδιοκτητη, που εξειδικεύεται στις αγωνιστικές αναρτήσεις και βρίσκεται βόρεια της Τουλούζης. Ιδρύθηκε το 1994, και εκτός από το ότι είναι ο εισαγωγέας των WP στη Γαλλία, έχει αναπτύξει μία σειρά από αμορτισέρ αφιερωμένα στα μοντέλα της Brough Superior και τώρα της Aston Martin. Η Brough άφησε τις Ohlins για αυτές τις αναρτήσεις, οπότε πρέπει να είναι καλές!

AMB 001 Pro φρένο μπροστά

Παρομοίως μία τοπική επιχείρηση, η Beringer, προμηθεύει εδώ και χρόνια τις Boxer, Brough και τώρα Aston Martin με φρένα, και οι διπλοί μπροστινοί δίσκοι των 320mm πάνω στο ΑΜΒ 001 συνδυάζονται με ακτινικά τοποθετημένες monobloc δαγκάνες, με έναν δίσκο πίσω 230mm και δαγκάνα ενός εμβόλου. Χάρη στην άφθονη προσοχή στην εξοικονόμηση βάρους, η ΑΜΒ 001 ζυγίζει μόλις 180 κιλά στεγνή, με κατανομή βάρους 50/50% μέσα στο αρκετά μακρύ μεταξόνιο των 1499mm.

Οι διαδοχικές καραντίνες για τον Covid που ακολουθήθηκαν από ταξιδιωτικούς περιορισμούς που επιβλήθηκαν ανάμεσα σε Γαλλία και Βρετανία, σήμαιναν ότι για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων δύο ετών δεν μπορούσα να αποδεχθώ την πρόσκληση του Thierry Henriette για να πάω εκεί και να οδηγήσω την ΑΜΒ 001 σε κάποιες από τις δοκιμαστικές συνεδρίες στις πίστες Pau-Arnos ή Nogaro. Επιτέλους ήρθε η ευκαιρία να το κάνω -αλλά με τη μορφή ενός trailer σε μία μεγάλου μήκους ταινία, όπως αποτυπώθηκε από μία σειρά από περάσματα από την μπροστινή είσοδο του Δούκα του Richmond στο Goodwood Festival of Speed του 2022. Κοίτα, δε θα έλεγα όχι -ιδιαίτερα αν μπορούσαμε να πάμε κάπου νωρίτερα για μία ήσυχη πρώτη γνωριμία και εξάσκηση. Μόνο που δεν έγινε - τα σχέδια για κάτι τέτοιο εξανεμίστηκαν όταν το φορτηγάκι που έφερνε τη μοτοσυκλέτα άργησε να αναχωρήσει, και ο Εκτελεστικός Διευθυντής της Brough, Albert Castaigne, μαζί με τον εργοστασιακό δοκιμαστή Simon Pitelet έπρεπε να οδηγήσουν 1.200 χιλιόμετρα από την Τουλούζη στο Goodwood με τη μία, συμπεριλαμβανομένου του περάσματος με πλοίο στο κανάλι, για να καταφέρουν να φτάσουν το βράδυ πριν ξεκινήσει ο τετραήμερος εορτασμός. Έτσι δεν απέμενε τίποτα άλλο από το να σφίξω τα δόντια και να ξεκινήσω να προσεύχομαι ότι τίποτα αναπάντεχο δε θα εμφανιζόταν στην τελική επίδειξη, αυτού του δείγματος ιστορίας της Aston Martin που περίμενα πολύ καιρό, κι ότι είναι πράγματι οδηγήσιμο, μπροστά σε 100.000 θεατές -συμπεριλαμβανομένων όλων των σπουδαίων προσώπων της ΑΜ. Και μετά ξεκίνησε να βρέχει…

Οδηγώντας την AMB 001 στο Goodwood

Οδηγώντας την Aston Martin ΑΜΒ 001

Λοιπόν, δεν ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι κότευσα να γίνω φίλος με την ΑΜΒ 001 σε βρεγμένη πίστα, η οποία γλιστρούσε πολύ από όλα τα λάδια και τις γόμες που είχαν αφήσει πίσω τους τα αυτοκίνητα που έτρεξαν εκείνη την ημέρα πριν από εμένα. Συν του ότι είχαν φέρει μόνο μία μοτοσυκλέτα, επομένως αν κάτι κατά τύχη… τέλος πάντων, καταλαβαίνετε. Οπότε ήταν ο Simon που έκανε τελικά την οδηγική παρουσίαση στο κοινό, ώστε να αποδείξει πως η μοτοσυκλέτα της Aston Martin ήταν πράγματι λειτουργική, και όχι ένα πρωτότυπο στατικής επίδειξης -ομολογουμένως σε πολύ περιορισμένες “φέρε την πίσω ανέπαφη με κάθε κόστος” ταχύτητες, με βρόχινα ελαστικά. Η ECU της Bosch έχει τρεις διαφορετικές χαρτογραφήσεις και TC 10 σταδίων μαζί με anti-wheelie, κάτι που βοήθησε να εξασφαλιστεί η επιβίωση.

Οδηγώντας την AMB 001

Η σειρά μου ήρθε εκείνο το απόγευμα με τους ουρανούς καθαρούς, ενώ προηγουμένως είχα δοκιμάσει την μοτοσυκλέτα για το μέγεθός μου και ανακάλυψα ότι με ύψος 1,80m πρακτικά χρειαζόμουν σκάλα για να ανέβω πάνω στην όμορφα ντυμένη σε δέρμα Oxford σέλα με υποτιθέμενο ύψος 830mm, η οποία ήταν επίσης πολύ φαρδιά στο σημείο που συναντάται με το “ρεζερβουάρ” (το οποίο είναι κατά κύριο λόγο κάτω από τη σέλα, αλλά καταλαβαίνετε τι εννοώ). Νομίζω ότι θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν τις μετρήσεις σ’ αυτό, γιατί μόλις βρέθηκα πάνω μπορούσα μόλις να ακουμπήσω τα δάχτυλα και των δύο ποδιών στο έδαφος ταυτόχρονα -ένιωθα απολύτως ασταθής, γιατί αφού έβαλα μπροστά το V2 μοτέρ με τον αξιόλογο ήχο του υπερσυμπιεστή, έπρεπε να προχωρήσω αργά μέχρι την γραμμή εκκίνησης σε μία ουρά από μοτοσυκλέτες, γέρνοντας προς τα δεξιά ώστε να βάλω το δεξί μου πόδι στο έδαφος, και με το αριστερό μου να μπορώ να βρω όταν χρειαζόμουν τη νεκρά στο αγωνιστικό κιβώτιο με την πρώτη επάνω. Τότε ήταν που παρατήρησα την ετικέτα της Michelin πάνω στο ελαστικό -ανησυχούσα τόσο πολύ που θα την καβαλούσα, ώστε ξέχασα να ελέγξω τα ελαστικά που φορούσε. Ναι, ξέρω, λάθος ερασιτέχνη -αλλά τουλάχιστον ήξερα πριν ξεκινήσω ότι είχα ένα καινούργιο σετ slick ελαστικών το οποίο επιπλέον δεν είχε περάσει καθόλου χρόνο σε κουβέρτες, γιατί ούτως ή άλλως η αναμονή πίσω από μία ουρά μοτοσυκλετών μέχρι να έρθει η σειρά μας θα τα είχε κρυώσει εντελώς.

Σπινάροντας το πίσω λάστιχο πριν φτάσω στη γραμμή εκκίνησης ανέβασε τουλάχιστον κάπως τη θερμοκρασία σε εκείνο -αλλά ανησυχούσα περισσότερο για το μπροστά, γιατί η πρώτη στροφή στο Goodwood είναι με το ζόρι 200 μέτρα από την εκκίνηση, και η επόμενη είναι ακόμα πιο κοντά. Καθώς περνούσα με μεγάλη προσοχή από αυτές τις δύο με δευτέρα, μπορούσα να νιώσω το μπροστινό ελαστικό να συμπεριφέρεται σαν να πατούσα πάνω σε μπίλιες -καταπληκτική πληροφόρηση από το μπροστινό αμορτισέρ της Donerre! Όμως τώρα σήκωνα τη μοτοσυκλέτα και στόχευα ευθεία, ανοίγοντας το γκάζι προσεκτικά αλλά σταθερά, καθώς περνούσα μπροστά από το οίκημα της πίστας. Μπορούσα να νιώσω το πίσω ελαστικό να χάνει επανειλημμένα την πρόσφυση από κάτω μου -χωρίς να υπάρχει η βοήθεια του TC στο χάρτη που είχα επιλέξει- δημιουργώντας στη μοτοσυκλέτα ένα ελαφρύ κοσκίνισμα το οποίο προφανώς φαινόταν θεαματικό στην τηλεόραση, απ’ ό,τι μου είπαν. Ανησυχούσα περισσότερο για τη στροφή Molecomb στο τέλος της ευθείας μετά το οίκημα - η πρώτη αριστερή της διαδρομής, που σημαίνει ότι χρειαζόταν προσοχή στο απάτητο μπροστινό ελαστικό. Συνεπώς έκανα όλο το φρενάρισμα στην ευθεία -αλλά από την άλλη τα Beringer δούλεψαν τόσο καλά που έπρεπε, εμ... να επιταχύνω ξανά για να πάρω τη στροφή. Κοιτάξτε, αυτό ήταν ένα μάθημα επιβίωσης, όχι μια προσπάθεια για να δείχνω cool!

Οδηγώντας την AMB 001

Αλλά από εκεί και πέρα άρχισα να εκτιμώ τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της Aston, η οποία έστριβε με ακρίβεια -αγγίζοντας τη νευρικότητα- περνώντας το εσάκι Kennels, προτού περάσει ξυστά από τον πέτρινο τοίχο στην μακροσκελή αριστερή στροφή που οδηγεί στη γραμμή τερματισμού. Ήταν όμως η μεγάλη ευθεία που ανεβαίνει το λόφο μέχρι το τέλος της περίφραξης όπου πραγματικά με εντυπωσίασε, με το υπερτροφοδοτούμενο μοτέρ να προσφέρει εντυπωσιακή επιτάχυνση καθώς ανέβαζα σχέσεις στο γλυκό κιβώτιο -αν και πριν προλάβω να κουμπώσω την τελευταία ταχύτητα, ξέμεινα από χώρο. Σε έναν μετέπειτα γύρο περάσαμε το αγωνιστικό Crighton Rotary σε μία στιγμή που καταγράφηκε από τον τηλεοπτικό φακό -αν και είναι μάλλον άδικο να κάνουμε συγκρίσεις, με εμένα πάνω σε ένα υπερτροφοδοτούμενο V2 1.000 κυβικών που έμοιαζε να στέλνει στον τροχό και τους 184,5 ίππους. Ήταν ωραία αίσθηση, παρ’ όλα αυτά! Όπως ήταν ολόκληρη η εμπειρία οδήγησης της Aston κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου -αν και θα παραδεχτώ πως το να ανεβαίνω και να κατεβαίνω από αυτό το πράγμα ήταν ιδιαιτέρως άβολο: έπρεπε να έχω κάποιον να κρατάει τη μοτοσυκλέτα για μένα όταν κατέβαινα ή στη στάση στο τέλος του λόφου. Δεν μπορώ να μην αναλογιστώ πως καθόμουν πάνω σε μια ταπετσαρισμένη σανίδα από carbon fibre, που είχε φτιαχτεί περισσότερο ώστε να δείχνει όμορφο παρά να είναι χρηστικό. Επίσης, η απόσταση της σέλας από το έδαφος πρέπει να μικρύνει κατά τουλάχιστον 20mm -είναι πάρα πολύ ψηλά, και ενώ έχω οδηγήσει όλες τις διαφορετικές αγωνιστικές εκδόσεις του, ξέρω ότι ο Claude Fior ήταν ένας ένθερμος υποστηρικτής των ψηλών μοτοσυκλετών προκειμένου να χρησιμοποιεί τη μεταφορά του βάρους για επιπλέον πρόσφυση, όμως ποτέ δεν συμφώνησα ότι αυτό ήταν απαραίτητο ώστε να παίρνεις την καλύτερη δυνατή αίσθηση από το μπροστινό σύστημα, όπως εδώ. Μέχρι το τέλος του σαββατοκύριακου κράταγα τα φρένα βαθιά μέσα στην Στροφή 1 με πλήρη αυτοπεποίθηση, μέχρι που κάποια στιγμή κατάφερα να βρω το κατάλληλο σημείο για τα φρένα, όπως επίσης το ίδιο συνέβη και στην Molecomb. Ωστόσο, παρέμενε μία άγαρμπη αίσθηση στην αλλαγή κατεύθυνσης στο εσάκι Kennels εξαιτίας της απόστασης του αναβάτη από το έδαφος -αν και ο τόσο ομαλός τρόπος που λειτουργούσε η ώθηση του υπερσυμπιεστή για τη σύντομη ευθεία μετά από αυτό ήταν πραγματικά απολαυστικός.

Οδηγώντας την AMB 001

Πράγματι, η οδήγηση της Aston Martin έφερε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου που γινόταν όλο και μεγαλύτερο όσο περνούσε η ώρα. Παρά τους αδιαμφισβήτητα εντυπωσιακούς αριθμούς ιπποδύναμης και ειδικότερα ροπής, μάλλον ακούγεται παράξενο το ότι η μοτοσυκλέτα δεν ήταν ένα hyperbike που σηκώνει συνέχεια τον μπροστινό τροχό με επιθετικό τράβηγμα της ισχύος όταν επιχειρείς να εκμεταλλευτείς την υπερτροφοδότηση, το οποίο θα αναγκάσει τον πίσω τροχό να σπινάρει αν το traction control δεν είναι ρυθμισμένο στο τέρμα επεμβατικό στάδιο. Αντιθέτως, υπάρχει μία δυνατή και ταυτόχρονα ομαλή αλλά εντελώς επίμονη σπρωξιά καθ’ όλη τη διάρκεια των στροφών από τις 4.500 στροφές και έπειτα -όπως επίσης και μία καλά ρυθμισμένη απόκριση του γκαζιού. Το φαινόμενο της υστέρησης του turbo εξαφανίζεται σε μεγάλο βαθμό, χωρίς ωστόσο η επιτάχυνση από κλειστό γκάζι να είναι άγρια ή απότομη, όπως συμβαίνει μερικές φορές με μοτέρ που έχουν αντίστοιχα συστήματα όπου οι μηχανικοί έχουν προσπαθήσει υπερβολικά να αντισταθμίσουν το φαινόμενο της καθυστέρησης που εμφανίζουν. Αλλά ένας ακόμη λόγος για την γλυκιά αλλά άμεση απόκριση είναι σίγουρα ο άμεσος ηλεκτρονικός ψεκασμός [EFI] της AMB 001 -δηλαδή το GDI, ή Άμεσος Ψεκασμός Βενζίνης [Gasoline Direct Injection]- ο οποίος όπως λέει ο Henriette έχει ρυθμιστεί από τον ίδιο για την ανώτερης ποιότητας απόκριση του γκαζιού που προσφέρει. Παρά το γεγονός ότι καμία άλλη μοτοσυκλέτα παραγωγής δεν έχει ενσωματώσει σύστημα GDI πέρα από την αποτυχημένη δίχρονη Bimota Vdue ένα τέταρτο του αιώνα πριν, σήμερα στα αυτοκίνητα είναι ευρέως διαδεδομένα, μέχρι και στα πιο ταπεινά Toyota ή Kia. Αυτό ουσιαστικά προϋποθέτει ότι το καύσιμο εγχέεται απευθείας μέσα στον θάλαμο καύσης, αντίθετα με τα συμβατικά συστήματα ψεκασμού όπου ψεκάζεται μέσα στην ροή εισαγωγής σε κάθε πλευρά της πεταλούδας του γκαζιού.

Υπερτροφοδότης

Το GDI αυξάνει την ποσότητα αέρα που φτάνει στον κινητήρα γιατί το καύσιμο δεν χρειάζεται πλέον να ανταγωνίζεται τη ροή του πρώτου για χώρο μέσα στις θυρίδες εισαγωγής -όμως ο άμεσος ψεκασμός δίνει λιγότερο χρόνο για την εξάτμιση του καυσίμου, επομένως χρειάζεται ένα πιο ακριβό και εξειδικευμένο μπεκ υψηλής πίεσης που δημιουργεί μικρότερα σταγονίδια καυσίμου. Με την απαιτούμενη πίεση του τελευταίου να βρίσκεται εξαιρετικά ψηλά στα 1.800 bar/26.000 psi, τα μπεκ GDI εκτίθενται σε αυξημένη ζέστη και πίεση, συν ότι χρειάζεσαι μία μεγαλύτερης πίεσης και ακριβείας αντλία βενζίνης άρα και πιο περίπλοκη χαρτογράφηση, με όλους αυτούς τους περιορισμούς να αποτελούν τους λόγους που ο άμεσος ψεκασμός είναι σημαντικά ακριβότερος από τον έμμεσο EFI. Ο συνδυασμός του GDI με το turbo, είναι η αιτία που κάνει το μηχανικό πακέτο της Aston Martin αρκετά πρωτοποριακό όσον αφορά τα δεδομένα των δύο τροχών -για την ακρίβεια είμαι σίγουρος ότι η διοίκηση της εταιρείας Aston Martin όπως επίσης και οι ιδιοκτήτες θα το εκτιμήσουν! Αφού έμαθα τα χαρακτηριστικά της, η AMB 001 μου πρόσφερε το ίδιο απολαυστικό χτύπημα που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια φροντίζει να μου δίνει απλόχερα η κατασκευασμένη στην Αυστραλία υπερτροφοδοτούμενη V2 Ducati 999 Super Squalo μου. Με χαρά θα αποδεχτώ τον χαρακτηρισμό του οπαδού της εξαναγκασμένης εισαγωγής, και η Aston Martin προσφέρει την ίδια συγκλονιστική αίσθηση όταν οι στροφές ανεβαίνουν σε συνδυασμό με την ώθηση που έχω συνηθίσει με το Squalo. Η επιτάχυνση με τέρμα ανοιχτό γκάζι έχει ως αποτέλεσμα να εκτοξεύεσαι μπροστά δυνατά και γρήγορα σχεδόν με κάθε σχέση, χάρη στην εθιστική, συναρπαστική απόδοση που προσφέρει αυτή η μοτοσυκλέτα. Δεν υπάρχει κανένα απότομο σκαλοπάτι μέγιστης ροπής, μόνο μία υπερβολικά ομαλή απόδοση σημαντικού μέρους της. Εντάξει -το anti-wheelie στην ECU της Bosch επιτρέπει στον μπροστινό τροχό της ΑΜΒ 001 να σηκωθεί ελάχιστα από το έδαφος καθώς ανοίγεις απότομα το γκάζι. Επομένως η απόδοση της μοτοσυκλέτας είναι πολιτισμένη και προσιτή, αλλά όπως και να έχει εντυπωσιακή γι’ αυτό που είναι. Πιστέψτε με, είναι μία πραγματικά αναζωογονητική, σαγηνευτική οδήγηση, η οποία αξίζει να φτάσει σε ένα πιο ευρύ κοινό. Καθόλου άσχημα για την πρώτη μοτοσυκλέτα της Aston Martin -ναι, δεν είναι απλώς όμορφη!