Honda SH150 2017-2018

Πιο… αστραφτερό
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

28/12/2018

Με το SH 150 η Honda κατάφερε να πάρει ένα μεγάλο μερίδιο στην αγορά των scooter μικρού κυβισμού, παρά το γεγονός ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει δύσκολους και καταξιωμένους ανταγωνιστές. Σε αυτή την δεύτερη γενιά που οδηγήσαμε στους δρόμους της Ιταλίας το 2017, η ιαπωνική εταιρεία κάνει ένα καλό “γυάλισμα” στο δημοφιλές μοντέλο της με σκοπό φυσικά να το κρατήσει όσο πιο ψηλά γίνεται στις προτιμήσεις του κοινού:  

 

Φαντάζομαι πως στην Honda, τα SH δεν τα φτιάχνουν στις γραμμές παραγωγής που κατασκευάζονται και συναρμολογούνται οι άλλες μοτοσυκλέτες και scooter της Honda. Τα SH πρέπει να τα φυλάνε σε χώρους που μοιάζουν με εργαστήρια χρυσοχοείων όπου έμπειροι τεχνίτες γυαλίζουν τα διαμάντια και τα ρουμπίνια τους…

 

Το όνομα SH (Small Honda) για την Big-H είναι πλέον κάτι παραπάνω από παράδοση. Από το 1984 που εμφανίστηκε για πρώτη φορά το SH50 μέχρι σήμερα, έχει αποδειχθεί πως αποτελεί μια κανονική φλέβα χρυσού. Έχουν πουληθεί πάνω από ένα εκατομμύρια μηχανάκια που φέρουν το συγκεκριμένο λογότυπο, ενώ μια από τις μεγαλύτερες νίκες των SH είναι πώς μέσα στην Ιταλία έχουν καταφέρει να επιβληθούν ακόμη και στην Piaggio (σε ότι αφορά τις πωλήσεις) που διαθέτει και το πλεονέκτημα έδρας (τα SH300i, 150i και 125i είναι τα τρία πρώτα σε πωλήσεις σκούτερ στην γείτονα χώρα από το 2013 συνεχώς). Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος, αρκεί να αναφέρουμε πως στην Φλωρεντία, όπου οδηγήσαμε τα SH150 του 2017, η αναλογία μεταξύ SΗ και οποιουδήποτε άλλου σκούτερ αντικρίζαμε στον δρόμο ήταν 4 προς 1. Λογικό λοιπόν το γεγονός, ότι οι άνθρωποι της Honda θεωρούν πλέον το όνομα SH ως μια αυτόνομη… φίρμα, όπως συμβαίνει με το Goldwing, το Africa Twin και το Fireblade.

Όμως, το ότι τα SH κατέκλυσαν την ευρωπαϊκή –και όχι μόνο- αγορά με την μορφή… επιδημίας, μόνο τυχαίο γεγονός δεν είναι. Οι δύο βασικοί παράγοντες που συνέβαλλαν σ' αυτό είναι η αξιοπιστία και η πρακτικότητα σε συνδυασμό με την ποιότητα. Εκείνο που έλειπε για να συμπληρωθεί το παζλ ήρθε με την φετινή ανανέωση. Πλέον, ο στιλάτος σχεδιασμός δεν είναι κάτι για το οποίο οι ιδιοκτήτες των SH θα ζηλεύουν τα ιταλικά σκούτερ…

Η πυραμίδα της ανανέωσης

Στις αναβαθμίσεις-ανανεώσεις των SH που έχουν γίνει μέχρι σήμερα όλα αυτά τα χρόνια, υπάρχουν ορισμένες σταθερές και αμετάβλητες αρχές, όπου πάνω εκεί χτίζεται η καινοτομία και μπαίνουν οι προσθήκες: Οι τροχοί των 16 ιντσών και το επίπεδο πάτωμα πίσω από την ποδιά, είναι στοιχεία αδιαπραγμάτευτα, όπως και τα χαμηλά επίπεδα κατανάλωσης. Αυτό ισχύει και στην τελευταία έκδοση, όπου το σημείο εκκίνησης ήταν η διατήρηση αυτών των αξιών. Από εκεί και πέρα, οι υπόλοιπες βαθμίδες που απαρτίζουν την πυραμίδα της αναβάθμισης του SH έχουν να κάνουν με το στιλ και τον σχεδιασμό –όπως προαναφέραμε- αλλά και με την προσθήκη τεχνολογίας προς όφελος της λειτουργικότητας.

Ξεκινώντας από τα… χαμηλά (αλλά πιο σημαντικά) σκαλοπάτια αυτής της πυραμίδας, ο κινητήρας πληροί πλέον τις προδιαγραφές Euro 4 κι αυτή ήταν από τις πιο εύκολες προκλήσεις για την Honda, καθώς το μόνο που χρειάστηκε ήταν η τοποθέτηση ενός καινούργιου καταλύτη. Ο κινητήρας της Honda ήταν ήδη από την προηγούμενη γενιά των SH ιδιαίτερα μελετημένος σχετικά με τους ρύπους και το να ανταποκριθούν στις αυστηρότερες προδιαγραφές –που απαιτούν σχεδόν τα μισά ποσοστά ρύπων σε σχέση με τις Euro 3- δεν ήταν κάτι δύσκολο (μην ξεχνάμε άλλωστε πως το SH300i ήταν το πρώτο Euro 4 σκούτερ παγκοσμίως). Κι αυτό μάλιστα το κατάφεραν την στιγμή που η ανακοινωμένη ισχύς και ροπή είναι αυξημένες –έστω και οριακά- κατά 3% και 5% αντίστοιχα, ενώ και η κατανάλωση παρέμεινε στα ίδια χαμηλά επίπεδα (κατά την διάρκεια της δοκιμής και μετά από 80 χιλιόμετρα, με τέρμα γκάζι τα περισσότερα απ' αυτά, αναφέρουμε ενδεικτικά ότι το νούμερα της μέσης κατανάλωσης στην οθόνη ήταν 2,6km/lt). Πέρα απ' αυτό, και με εξαίρεση την εισαγωγή του αέρα που βρίσκεται πλέον σε άλλο σημείο προς τα πίσω για καλύτερη "αναπνοή", ο υγρόψυκτος μονοκύλινδρος δεν έχει δεχθεί άλλες αλλαγές.

Στα πιο ψηλά και… εκλεπτυσμένα πατώματα της πυραμίδας της αναβάθμισης, το SH έχει πλήθος αλλαγών ξεκινώντας από την ύπαρξη του smart key της Honda. Ένα άλλο SH, το 300i, ήταν το πρώτο σκούτερ που διέθετε το σύστημα εκκίνησης χωρίς να χρειάζεται το κλειδί να βρίσκεται στον κεντρικό διακόπτη και στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο RC213V-S (στα δύο άκρα της γκάμας της Honda). Τώρα, και τα μικρότερα SH διαθέτουν το συγκεκριμένο γκάτζετ, το οποίο ελέγχει και την τάπα του ρεζερβουάρ, ενώ με το πάτημα ενός κουμπιού το SH σας αναβοσβήνει τα φλας του (answer back) σε περίπτωση που δεν το ξεχωρίζετε ανάμεσα στα υπόλοιπα παρκαρισμένα SH. Μας προβληματίζει έντονα όμως η ιδέα πως η αλματώδης εξέλιξη της τεχνολογίας με την οποία μπορούν να εφοδιαστούν τα επίδοξα κλεφτρόνια, μπορεί τελικά να τους κάνει πιο εύκολη τη δουλειά στο να "σηκώνουν" μοτοσυκλέτες και σκούτερ που διαθέτουν αντίστοιχα συστήματα keyless, χωρίς καν να κάνουν ζημιά στους κεντρικούς διακόπτες.

Επιπλέον, η θήκη στην αριστερή μεριά της ποδιάς μεγάλωσε σε χώρο και απέκτησε παροχή ρεύματος 12V, αλλά το κάλυμμά του που ανοιγοκλείνει με την πίεση, έχει ελαφρώς ασαφές κούμπωμα και θέλει δύναμη, κάτι που ξεφεύγει από τα ποιοτικά στάνταρ της Honda. Στις αναβαθμίσεις συμπεριλαμβάνονται τα νέα όργανα, που διατηρούν την αρχιτεκτονική των τριών αναλογικών ενδείξεων η οποία χαρακτηρίζει και τα παλαιότερα SH, με την προσθήκη της μέσης κατανάλωσης στις ενδείξεις της ψηφιακής οθόνης.

Στιλιστικά, το SH150i έχει δεχθεί μια συνολική αναβάθμιση, καθώς πέρα από το σχήμα των πλαστικών που διαθέτουν πιο "ρευστές" επιφάνειες με άψογη συναρμογή και γραμμές που θυμίζουν τη λωρίδα του Mobius, αλλαγμένοι είναι οι καθρέφτες, οι ζάντες και η σχάρα με τις χειρολαβές του συνεπιβάτη (πιο άνετες και βολικές για καλύτερη στήριξη), ενώ διαφορετική είναι και η σχεδίαση των τροχών, χωρίς όμως να ξεφεύγουν ιδιαίτερα από τους προκατόχους τους. Η σέλα αποτελείται από διαφορετικά υλικά για αναβάτη και συνεπιβάτη, με διαφορετικές ραφές, αλλά η λεπτομέρεια που "σκοτώνει" είναι οι εγχάρακτες γραμμές στο πλαστικό πάτωμα που θυμίζουν τα φτερά από το λογότυπο της Honda. Από το σχεδιαστικό πακέτο δεν θα μπορούσαν φυσικά να λείπουν τα LΕD φώτα ημέρας εμπρός και το επίσης LED πίσω φωτιστικό σώμα.

 

Altro faccia, una razza

Τέτοια εποχή στην Φλωρεντία έχει κρύο. Και συννεφιά. Και υγρασία. Γενικώς, το λίκνο της Αναγέννησης έχει ένα κλίμα που δεν σε προδιαθέτει ιδιαίτερα για να οδηγήσεις οτιδήποτε δεν διαθέτει καλοριφέρ και παραπάνω από δύο ρόδες. Έχει όμως και υπερβολική κίνηση, κάτι σαν την Αθήνα ένα πράγμα αλλά με πιο στενούς δρόμους, γεγονός που κάνει την μετακίνηση με μηχανάκι σχεδόν μονόδρομο. Με το ξενοδοχείο και σημείο εκκίνησης να βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, είχαμε μπροστά μας σχεδόν 80 χιλιόμετρα διαδρομής να καλύψουμε, με τα πρώτα 20 να περνούν μέσα από τα γραφικά –και πλακόστρωτα!!!- στενάκια της πόλης. Επειδή όμως υπάρχει Θεός, τα SH150i που οδηγήσαμε ήταν εφοδιασμένα με την ψηλή ζελατίνα και τις χούφτες από τη λίστα των εργοστασιακών αξεσουάρ της Honda, πράγμα που έκανε μεγάλη διαφορά σε ό,τι αφορά το κρύο που έφαγαν οι συνάδελφοι από το Βέλγιο και την Ολλανδία, που οδηγούσαν τα 125i εντελώς γυμνά. Αυτοί εξάλλου είναι συνηθισμένοι… Όμως, το αντιστάθμισμα της προστασίας έρχεται σε πιο ανοιχτούς δρόμους, με υψηλότερες ταχύτητες και ολίγη από αέρα, όπου η ζελατίνα λειτουργεί σαν πανί σε ιστιοφόρο και κλονίζει σημαντικά στην σταθερότητα του SH. Σε αυτή την περίπτωση –που είναι και η μοναδική για το σκούτερ της Honda, δυστυχώς ισχύει το "ουδέν καλόν αμιγές κακού"…

Το SH μαρτυρά με το καλημέρα τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του στη σχεδίαση (κατασκευάζεται άλλωστε στην Ιταλία) με το καλημέρα, καθώς τα 790 χιλιοστά του ύψους της σέλας δεν είναι η συνήθης πρακτική για τα γιαπωνέζικα σκούτερ, σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά που έχουν προφανώς τα δυτικά πρότυπα σωματότυπων. Στο SH κάθεσαι ψηλά, με τη γνώριμη και οικεία θέση οδήγησης που δημιουργεί σε όλα τα άκρα φυσιολογικές γωνίες. Ο χώρος για τα πόδια στο πάτωμα της ποδιάς είναι αρκετός και για όσους φοράνε πάνω από 43 νούμερο παπούτσι και η απόσταση της ποδιάς από τα γόνατα είναι όσο πρέπει για να χωρέσει τις σακούλες από τα ψώνια της εβδομάδας. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την ζελατίνα, την οποία τη νιώθεις αγχωτικά κοντά στο κράνος, αλλά ευτυχώς το ύψος της δεν επηρεάζει την οπτική του αναβάτη που βλέπει μέσα από αυτήν. Στο πάτημα της μίζας αντιλαμβάνεσαι ότι ο κινητήρας πήρε μπροστά μόνο όταν θα δεις την θερμοκρασία της βελόνας να ανεβαίνει σιγά-σιγά. Διαφορετικά, το… ψιθύρισμα που αφήνει να περάσει το τελικό της εξάτμισης δύσκολα θα φτάσει στα αφτιά του αναβάτη με full face κράνος και κλειστή τη ζελατίνα. Αντιθέτως, το άνοιγμα του γκαζιού φανερώνει μια ελαφρώς πιο τραχιά λειτουργία σε σχέση με το προηγούμενο, βελούδινο SH. Οι ελάχιστοι επιπλέον κραδασμοί υπονοούν ότι ενδεχομένως ο καταλύτης να μην ήταν η μοναδική αλλαγή στον κινητήρα προκειμένου να συμμορφωθεί με τις προδιαγραφές των Euro 4, αλλά ακόμη κι έτσι μιλάμε για μια σχεδόν αμελητέα διαφορά που δεν πρόκειται να χαλάσει την αίσθηση της ομοιογένειας και της ομαλής λειτουργίας, ενός από τους πιο αποδοτικούς και οικονομικούς κινητήρες της κατηγορίας. Εδώ, θα πρέπει να δώσουμε τα εύσημα, έστω κι αν έχει καταντήσει κοινότυπο, στην υποδειγματική λειτουργία του idle stop. Το σύστημα της Honda εξακολουθεί να είναι το πιο ομαλό σε λειτουργία, αφού το έμβολο βρίσκεται ήδη στο ΚΝΣ πριν ανοίξει το γκάζι για να πάρει ξανά μπροστά, δεδομένο που μεταφράζεται πρακτικά σε εκκινήσεις λες και ο κινητήρας δεν σταμάτησε να λειτουργεί ποτέ!

Κι αυτό, δεν είναι η μοναδική γνώριμη αίσθηση που αποκομίζεις όταν οδηγείς το νέο SH150i. Με το που αρχίζει να κινείται, ξεχνάς όλα αυτά τα καινούργια στοιχεία που οπτικά σε οδηγούν σε κάτι διαφορετικό, και επανέρχονται στον εγκέφαλο τα δεδομένα που κάνουν το χαρακτηριστικό το SH. Από το άριστο ζύγισμά του που του προσδίδει μια ευπρόσδεκτη ουδετερότητα στην συμπεριφορά και κάνει τους ελιγμούς παιχνιδάκι, ανεξάρτητα από το πόσο στριμόκωλο είναι το περιβάλλον που κυκλοφορεί, μέχρι την εξαιρετικά γραμμική απόδοση του κινητήρα και την ακρίβεια στην απόκριση του γκαζιού που λειτουργεί αγχολυτικά από μόνη της.

Η μοναδική διαφοροποίηση στην συμπεριφορά του SH προέρχεται από το διαφορετικό σετάρισμα των αμορτισέρ πίσω, κάτι που όπως μας είπε ο PR Manager της Honda Europe, Paul Nowers, ήταν αποτέλεσμα των επαναλαμβανόμενων παραπόνων τόσο από τον ειδικό τύπο όσο και από τους ιδιοκτήτες των προηγούμενης γενιάς SH. Τώρα, έδωσαν περισσότερη βαρύτητα στην άνεση και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει. Βέβαια, στα πλακόστρωτα της Φλωρεντίας οτιδήποτε εκτός από… hovercraft κάνει την μέση σου να υποφέρει, αλλά σε νορμάλ ανωμαλίες (σχήμα οξύμωρο…) το καινούργιο SH είναι σαφώς φιλικότερο προς τους σπονδύλους. Μάλιστα, η επιτυχία έγκειται στο ότι αυτό το καταφέρνει χωρίς να χάνει πόντους από την πολύ καλή συμπεριφορά που χαρακτηρίζει ολόκληρη την οικογένεια των SH, επιτρέποντας στην ακαμψία του πλαισίου να αναδεικνύεται κάθε φορά που η στροφή σου δίνει την δυνατότητα για μεγαλύτερες κλίσεις και περισσότερη φόρα. Τα Small Honda μετέφεραν ανέκαθεν μια ενιαία αίσθηση κι όχι το "κομμένο στα δύο" που συνηθίζεται στα σκούτερ, και το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του νέου SH150i. Στιβαρό όσο πρέπει, σου εμπνέει σιγουριά να το εμπιστευθείς και να νιώσεις τα μέταλλα από το διπλό σταντ να χαράζουν την άσφαλτο.

Σ' αυτό βέβαια βοηθούν και τα ελαστικά City Grip της Michelin, τα οποία τοποθετεί πλέον ως ΟΕΜ ελαστικά η Honda, αντικαθιστώντας τα CST που φορούσαν οι προηγούμενες γενιές. Πολύ πιο προβλέψιμα στα γλιστρήματα και κυρίως με καλύτερη πρόσφυση στο βρεγμένο, αποτελούν μια ποιοτικότερη επιλογή που αναβαθμίζει το SH σημαντικά. Αντιθέτως, τα φρένα του SH δεν έχρηζαν καμίας ποιοτικής αναβάθμισης και σοφά παρέμειναν ως είχαν, με το δικάναλο ABS να είναι αποτελεσματικό και επεμβατικό τη στιγμή που πρέπει και το χρειάζεσαι.

Όλες οι παραπάνω συνισταμένες δημιουργούν μια συνιστώσα η οποία οδηγεί σε ένα και μόνο σημείο, την διατήρηση του SH στο ρόλο του ηγέτη της κατηγορίας, τόσο εμπορικά όσο και στην συνείδηση του κόσμου. Η Honda προσπάθησε αρκετά και δούλεψε πολύ για να τα καταφέρει και να διατηρήσει "το διαμάντι της γυαλισμένο". Ας μην ξεχνάμε λοιπόν, όπως λέει και το άσμα από την ομώνυμη ταινία, "diamonds are forever".

 

 

Ο χώρος κάτω από τη σέλα χωράει άνετα ένα full face κράνος

Τα αμορτισέρ απέκτησαν διαφορετικές ρυθμίσεις με στόχο την άνεση, ενώ και τα OEM ελαστικά της Michelin αυξάνουν δραματικά τα περιθώρια πρόσφυσης σε σχέση με το παρελθόν

Η σέλα είναι φτιαγμένη από δύο ξεχωριστά υλικά για αναβάτη και συνεπιβάτη, με διαφορετικές ραφές, ενώ και η σχάρα με τις χειρολαβές έγινε σαφώς πιο εργονομική

Σχεδιαστική λεπτομέρεια: το σχήμα του λαστιχένιου καλύμματος στο πάτωμα, είναι διακοσμημένο με γραμμές που θυμίζουν το φτερό της Honda

Το ντουλαπάκι κάτω από το τιμόνι απέκτησε παροχή ρεύματος 12V, αλλά το κούμπωμα στο καπάκι του δεν είναι σωστά μελετημένο

Πλέον, και τα μικρότερα SH διαθέτουν το smart key της Honda. Το θέμα είναι κατά πόσο έχει αναπτυχθεί το… ηλεκτρονικό έγκλημα για να νιώθουν ασφαλείς οι κάτοχοι τέτοιων συστημάτων

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                              Honda SH150i

Αντιπρόσωπος:

Αδελφοί Σαρακάκη ΑΕΒΜΕ

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2.034

Ύψος (mm):

1.158

Μεταξόνιο (mm):

1.340

Απόσταση από το έδαφος (mm):

144

Ύψος σέλας (mm):

799

Ίχνος (mm):

85,2

Γωνία κάστερ (˚):

26

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό

Πλάτος (mm):

740

Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):

137,3

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

7,5

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, υγρόψυκτος, με 1ΕΕΚ και 4Β

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

58 x 57,9

Χωρητικότητα (cc):

153

Σχέση συμπίεσης:

10,6:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

14,7/8.250

Ροπή (kg.m/rpm):

1,37/6.250

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

96

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

1 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρός κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Αυτόματος φυγοκεντρικός

Τελική μετάδοση:

Ιμάντας

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

-

10,4

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Δύο αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίων σε 5 θέσεις

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

16M/C x MT2.75

Ελαστικό:

120/80-16

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος με δαγκάνα δύο εμβόλων και ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Αναλογικό ταχύμετρο και αναλογικές ενδείξεις για καύσιμο και θερμοκρασία, ψηφιακές ενδείξεις για ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, μέση κατανάλωση, ρολόι, ενδεικτικές λυχνίες για μεγάλη σκάλα φώτων, φλας, ψεκασμό, Honda smart key, παροχή 12V

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

-/33

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

16M/C x MT2.50

Ελαστικό:

100/80-16

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος με δαγκάνα ενός εμβόλου και ABS

     

 

 

 

KTM Duke: Γιορτάζει 25 χρόνια! Του κάνουμε δώρο ανασκόπηση & δοκιμή του Duke 620 1994!

Ο πρώτος Δούκας και η πορεία 25 ετών!
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

18/9/2019

Με αφορμή τα 25 χρόνια από τη κυκλοφορία του πρώτου ΚΤΜ 620 Duke, πίσω στο 1994, κάνουμε μια μικρή ανασκόπηση στην εντυπωσιακή ιστορία της εμβληματικής μονοκύλινδρης μοτοσυκλέτας της KTM. Με αυτή την ευκαιρία των γενεθλίων κάνουμε και κάτι ακόμη: Πραγματοποιούμε και μία δοκιμή στην σημερινή εποχή του πρώτου Δούκα, του Δούκα που τα ξεκίνησε όλα, βάζοντάς τον απέναντι στα δεδομένα που υπάρχουν δύο δεκαετίες μετά!

Η ΚΤΜ ξεκίνησε το ταξίδι της ως κατασκευαστής μοτοσυκλετών το 1953. Όσοι επισκεφτούν το μουσείο της (το KTM Motohall) θα έχουν τη δυνατότητα να δουν τρεις μοτοσυκλέτες που είναι ορόσημα της πορτοκαλί εταιρείας. Μαζί με τα R 100 του 1953 και Penton Six Days 125 του 1968 – που αποτέλεσε την αρχή της ανοδικής πορείας της KTM ώστε να γίνει το νούμερο ένα στις μοτοσυκλέτες εκτός δρόμου – οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν το KTM 620 Duke του 1994, την πρώτη μοτοσυκλέτα δρόμου του αυστριακού εργοστασίου!

Πηγαίνοντας αρκετά πιο κάτω στον χρόνο, συναντάμε πλέον την KTM Sportmotorcycle GmbH που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1992, θέλοντας να φέρει μία νέα εποχή μετά τα προβλήματα της KTM Motor-Fahrzeugbau AG. Η νέα εταιρεία είχε το ζήλο να μάθει από τα λάθη του παρελθόντος και εκείνη την εποχή ήδη είχε πραγματοποιήσει μεγάλο άνοιγμα παράγοντας πάνω από 40 διαφορετικούς τύπους οχημάτων, από ποδήλατα, σκούτερ μέχρι και μοτοσυκλέτες εκτός δρόμου.

Έχοντας ένα πλάνο με βαθύ χρονικό ορίζοντα η KTM εστίασε ιδιαίτερα στην δημιουργία ενός νέου κινητήρα, ήταν ο LC4.

Ένας τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος κινητήρας, αξιοζήλευτος σε απόδοση ακόμη και από τον υψηλότατο τότε ιαπωνικό ανταγωνισμό.

Το πλαίσιο σχεδιασμού ήταν απλό: να έχει σχετικά απλή αρχιτεκτονική και να έχει υψηλή απόδοση και ποιότητα με βάση τις δυνατότητες που είχαν τότε οι μονοκύλινδροι κινητήρες και που ήδη κέρδιζαν στους αγώνες enduro σε παγκόσμιο επίπεδο.

 

Το πρώτο 620 είχε τόσο σπαρτιάτικο εξοπλισμό που ούτε μίζα δεν διέθετε. Φυσικά ήταν από καιρό ξεκάθαρο σε όλα τα στελέχη, πως η KTM δεν θα μπορούσε να επιβιώσει σε βάθος χρόνου έχοντας μονάχα Hard Enduro μοτοσυκλέτες, ή έστω μικρές δίχρονες Enduro χωρίς μεγαλύτερη γκάμα.

Με τον χρόνο να μετρά αντίστροφα, δεν είναι παράξενο που άρχισαν να σκέφτονται τη δημιουργία μιας μοτοσυκλέτας δρόμου, που θα χρησιμοποιούσε επίσης τον νέο τότε LC4. Άλλωστε εκείνη την εποχή, οι replica μοτοσυκλέτες των supermotard γνώριζαν μεγάλη απήχηση:  Ήταν μοτοσυκλέτες βασισμένες σε Enduro και μπορούσες εύκολα να τις χειριστείς, αλλά διέθεταν ζάντες 17” – τότε ο όρος “supermoto” ήταν ακόμη άγνωστος.

Εκείνη την εποχή, το να κυκλοφορείς με μία τέτοια μοτοσυκλέτα σε πολυσύχναστους δρόμους, ήταν ο εύκολος τρόπος να εξασφαλίσεις την προσοχή άλλων αναβατών που οδηγούσαν πολύ μεγαλύτερες σε διαστάσεις μοτοσυκλέτες.

Η δημιουργία μιας μοτοσυκλέτας σαν αυτή – που καθόλου άστοχα την αντιμετώπιζαν σαν ένα go kart αλλά με δύο ρόδες – ήταν τελικά ένα λογικό βήμα καθώς υπήρχε ήδη μια βάση για τη δημιουργία της, το KTM 620 Enduro.

Το αρχικό σχέδιο του Gerald Kiska, σχεδιαστή της KTM, είχε γραμμένο πάνω στη μοτοσυκλέτα το πλέον ξεχασμένο όνομα του project “Terminator”. Εντούτοις, ήταν σχεδόν απίθανο να αντιληφθεί κάνεις πως αυτή η μοτοσυκλέτα βασίστηκε σε Hard Enduro.

Το χαρακτηριστικό φαίρινγκ με τον διπλό προβολέα και το περίεργο για την εποχή σχήμα, συνδυασμένο με την μεταλλική πορτοκαλί βαφή, πρόσφερε στο Duke τη μοναδική του εμφάνιση. Με 50 ίππους, το KTM 620 Duke ήταν η πιο δυνατή μονοκύλινδρη μοτοσυκλέτα στην αγορά εκείνη την εποχή.

Υπάρχει επίσης μια ωραία ιστορία πίσω από το όνομά του, που αν και έχει ειπωθεί, δεν είναι ευρέως γνωστή. Δύο εβδομάδες πριν την παγκόσμια παρουσίασή του, στην οποία και το ΜΟΤΟ ήταν προσκεκλημένο, έλλειπε από το πρωτότυπο ένα όνομα που θα το έκανε να ξεχωρίζει.

Ο Project Manager Wolfgang Felber θυμάται πως ανέβαινε τις σκάλες για να πάει στον όροφο του διευθυντή κρατώντας στα χέρια του μια λίστα με διάφορες προτάσεις για το όνομα όταν έπεσε πάνω στον Kalman Cseh, που ήταν υπεύθυνος για την ονομασία της μοτοσυκλέτας.

Στον Cseh άρεσε εξ αρχής το όνομα “Duke” όχι τόσο επειδή παρέπεμπε στον θρυλικό αναβάτη Geoff Duke – που ήταν σχεδόν ασταμάτητος της δεκαετία του ’50, χρησιμοποιώντας τις μονοκύλινδρες Norton μοτοσυκλέτες του – αλλά λόγω της αρχοντιάς που απορρέει. Τα αυτοκόλλητα που σχεδιάστηκαν από τους γραφίστες συμπεριέλαβαν το παρατσούκλι του Άγγλου πολυπρωταθλητή, “The Duke”, και κάπως έτσι με αυτό το υπόβαθρο, επιλέχθηκε τελικά και το όνομα!

Το The Duke – που σήμερα αποκαλείται συχνά Duke I για να ξεχωρίζει από τις επόμενες γενιές – ανανεωνόταν κάθε χρόνο σε διαφορετικό χρώμα ενώ και η παραγωγή του είχε περιορισμένο αριθμό: Πορτοκαλί για το 1994, μαύρο για το 1995, κίτρινο για το 1996, μαύρο για άλλη μια φορά το 1997 και η “τελευταία έκδοση” το 1998, που είχε ήδη τον μεγαλύτερο κινητήρα χωρητικότητας 640cc, ήταν πάλι πορτοκαλί.

Η περιορισμένη παραγωγή εξασφάλιζε μία κάποια αποκλειστικότητα στον ιδιοκτήτη, η οποία δεν αντανακλούνταν και στην τιμή πώλησης που παρέμενε σε προσιτά επίπεδα. Η περιορισμένη παραγωγή οφείλονταν στην εκτίμηση του εργοστασίου για το σύνολο των πωλήσεων και κάθε χρόνο αναθεωρούνταν και προς τα πάνω.

Η επόμενη γενιά έδωσε την ώθηση που χρειαζόταν πηγαίνοντας ακόμη παραπέρα την απήχηση του Δούκα! Από το 1999 έως και το 2006 ήταν η εποχή του KTM 640 Duke II, που θεωρείται μέχρι και τώρα μία από τις καλύτερες μοτοσυκλέτας αυτής της κατηγορίας.

Ο Gerald Kiska είχε τελειοποιήσει την αιχμηρή σχεδίαση, μία πρακτική που προερχόταν από τα αυτοκίνητα και είχε τέτοια απήχηση που εν μέρη οφείλει σε αυτή, το γεγονός πως από τότε όλα τα μοντέλα της KTM φέρουν την υπογραφή του.

Ο Kiska βέβαια πάντα ήθελε να πηγαίνει τα πράγματα ένα βήμα πιο κάτω, κι έτσι πολύ πριν οποιοσδήποτε άλλος στον κόσμο της αυτοκινητοβιομηχανίας προλάβει να σκεφτεί να βάλει προβολείς LED, το KTM 640 Duke II ήταν η μοναδική μοτοσυκλέτα της KTM, που για να την αναγνωρίσεις δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο από το να ρίξεις μια ματιά στον καθρέπτη σου. Οι χαρακτηριστικοί προβολείς κάθετα τοποθετημένοι ο ένας πάνω από τον άλλο, ήταν κάτι ξεχωριστό που δεν μπορούσες να το μπερδέψεις με οτιδήποτε άλλο.

Ακόμη και μετά από πολλά χρόνια απ’ την κυκλοφορία του “αυθεντικού Duke” δεν υπήρχαν πολλές μοτοσυκλέτες της KTM με δύο προβολείς, πόσο μάλλον με κάθετη τοποθέτηση. Με καλλίγραμμες χυτές ζάντες αλουμινίου και δύο τελικά εξατμίσεων να βγαίνουν ακριβώς κάτω απ’ τη σέλα, ήταν αδύνατον να την συσχετίσεις με οποιαδήποτε Enduro.

Το Duke II όπως και το πρώτο Duke ήταν διαθέσιμο κάθε χρονιά σε διαφορετικό χρώμα. Titanium, Orpheus black, arctic white, chili red και lime green ήταν λίγες από τις επιλογές που υπήρχαν.

Μία από τις μοτοσυκλέτες που ξεχώρισαν στην διεθνή έκθεση της Γερμανίας, την INTERMOT του 2006 ήταν το KTM 690 SUPERMOTO, που ήταν πρόδρομος μιας ολόκληρης σειράς μονοκύλινδρων μοτοσυκλετών της KTM με σπορ γονίδια.

Ο εξ ολοκλήρου επανασχεδιασμένος μονοκυλίνδρος κινητήρας με τον ηλεκτρονικό ψεκασμό έφτασε τους 63 ίππους, δίνοντας στην KTM τη δυνατότητα να αναφέρει στο “βιογραφικό” της, για ακόμη μία φορά, πως έχει τον πιο δυνατό μονοκύλινδρο κινητήρα σε μοτοσυκλέτα παραγωγής.

Η τρίτη γενιά του DUKE, που ακολούθησε το 2008, ήταν τελείως διαφορετική από τους πρόγονούς της, οι οποίοι είχαν βασιστεί σε μοτοσυκλέτες Enduro, καθώς δεν είχε καμία ομοιότητα τόσο εμφανισιακά όσο και τεχνικά, αφού είχε σχεδιαστεί εξ αρχής ως μοτοσυκλέτα δρόμου. Μία κανονική street.

Τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της ήταν το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο, το χυτό ψαλίδι και πάνω από όλα η εξάτμιση που βρισκόταν κάτω από τον κινητήρα, όπου σε αυτή τη θέση είχε εμφανιστεί προηγουμένως στο superbike της KTΜ, το RC8.

Τo 2010 ήρθε το KTM 690 Duke R, που ήταν βελτιωμένο με εξαρτήματα από τον πλούσιο κατάλογο KTM PowerParts και ξεχώριζε εύκολα χάρη στο πορτοκαλί χρώμα του πλαισίου του, ένα στοιχείο που υπάρχει σε όλες τις εκδόσεις R της KTM.

Ένας απόγονος του KTM 690 Duke III δημιουργήθηκε το 2012 με χώρο για συνεπιβάτη και δυνατότητες για μεγάλα ταξίδια. Ο κινητήρας είχε φτάσει τα 690cc, κι αυτό βοήθησε το Duke να διατηρήσει τον χαρακτηρισμό της πιο δυνατής μονοκύλινδρης μοτοσυκλέτας που υπήρχε διαθέσιμη. Το KTM 690 Duke R είχε επίσης περισσότερα sport γονίδια στην εμφάνιση, από τις ρυθμίσεις του κινητήρα, ως και την θέση οδήγησης.

Η υφιστάμενη έκδοση του KTM 690 Duke υπάρχει από το 2016. Με προηγμένο ηλεκτρονικό έλεγχο του κινητήρα και έναν δεύτερο αντικραδασμικό άξονα, ο LC4 των 690cc είναι τόσο ραφιναρισμένος που δεν έχει ξαναεμφανιστεί αντίστοιχος μονοκύλινδρος κινητήρας σαν αυτόν, ενώ παράγει 73 ίππους.

Αυτό που ξεκίνησε πριν από 25 χρόνια και σήμερα θεωρείται κλασσικό, συνεχίζει να υπάρχει με το KTM 690 Duke, το οποίο διαθέτει μοντέρνο σχεδιασμό και την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Αυτό σημαίνει πως το Duke παραμένει απ’ την αρχή της ιστορίας του η πιο δυνατή μονοκύλινδρη μοτοσυκλέτα παραγωγής για περισσότερο από ¼ του αιώνα!

Το άνοιγμα της οικογένειας των Duke με το δικύλινδρο θηρίο των 160 ίππων και τώρα με έναν από τους πιο στενούς δικύλινδρους που έχει η μεσαία κατηγορία, είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Κι αυτό γιατί γράφουν ήδη ένα τελείως διαφορετικό, δικό τους κεφάλαιο στην ένδοξη ιστορία των «Δουκών»!

 

ΔΟΚΙΜΗ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ KTM DUKE 620 1994

 

Το ξεκίνημα της αυτοκρατορίας

Όταν η μόδα των supermoto ξεκίνησε, οι Αυστριακοί δεν δίστασαν λεπτό. Με την συνταγή του πάθους και με τα πιο εξωτικά υλικά έφτιαξαν μια απλή, αλλά μοναδική, μοτοσυκλέτα που έμελε να αλλάξει το ρου της ιστορίας και να δημιουργήσει μια νέα απολαυστική κατηγορία μοτοσυκλετών, αυτή των supermoto...

 

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ τεύχος 593, τον Απρίλιο 2019 και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

 

Για όλα φταίνε οι Γάλλοι, όταν 20 χρόνια πριν ξεκίνησαν να κάνουν πειράματα με τις ΜΧ μοτοσυκλέτες του. Επηρεασμένοι από τους Dirt Track αγώνες άρχισαν να τοποθετούν ασφάλτινους τροχούς με ελαστικά δρόμου και το πείραμα εύκολα πήρε σάρκα και οστά με την γέννηση των supermoto να ξεκινά μια νέα μόδα στο χώρο της μοτοσυκλέτας. Το πεδίο δράσης τους αρκετά ευρύ, με τις πίστες καρτ να επαρκούν για τις επιδόσεις των μονοκύλινδρων εντός πίστας, ενώ ήταν πολύ διασκεδαστικά και στο δρόμο. Η ΚΤΜ εκείνη την εποχή μόλις είχε σωθεί από μια βέβαιη καταστροφή και χρεοκοπία, αλλά παρόλα αυτά δεν δίστασε να πάρει το ρίσκο και να τολμήσει κάτι ριζοσπαστικό. Σε ένα πολύ ισχυρό πλαίσιο που οι ρίζες του ήταν αγωνιστικές, τοποθέτησε τον πολύ δυνατό, για την εποχή, τετράχρονο, μονοκύλινδρο κινητήρα του LC4 EXC 620, ενώ οι πανάκριβες ποιοτικές αναρτήσεις της WP διέθεταν σχετικά μικρές διαδρομές. Οι τροχοί ήταν 17 ιντσών με ακτίνες, έχοντας ελαστικά που τα κατάφερναν και σε ομαλούς χωματόδρομους, ενώ τα φρένα ήταν της Brembo με δίσκο 320 χιλιοστών εμπρός και δαγκάνα τεσσάρων εμβόλων.

Με δυνατό όπλο την εκπληκτική εμφάνιση και την άριστη ποιότητα κατασκευής στα σημεία, το Duke 620 βγήκε στους δρόμους. Πριν όμως βγει στην μαζική παραγωγή, την χρονιά του 1994, είχε προηγηθεί ένα πρωτότυπο μοντέλο με carbon πλαστικά, όμως λόγο κόστους πουλήθηκε σε μόλις 800 αριθμημένα κομμάτια σε αυτή την έκδοση, ενώ η κανονική παραγωγή ξεκίνησε το 1994 σε πορτοκαλί μαύρο χρώμα, κάνοντας θραύση στις πωλήσεις, παρά την πολύ υψηλή τιμή για τα δεδομένα μιας μονοκύλινδρης. Δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο και ουσιαστικά ήταν μια μοτοσυκλέτα αποκλειστικά για οδηγική απόλαυση σε ορεινούς δρόμους και, γιατί όχι, σε μικρές πίστες καρτ. Το βάρος της ξεπερνούσε τα 145 κιλά, αφού είχε πλήρη εξοπλισμό δρόμου, ενώ ήταν και η πρώτη μοτοσυκλέτα της Αυστριακής εταιρείας που δεν ήταν καθαρόαιμη αγωνιστική και προοριζόταν για καθημερινή χρήση και δρόμο.

Εφηβικό απωθημένο

Θα σας εκμυστηρευτώ ότι αυτή η μοτοσυκλέτα υπήρξε όνειρο στα εφηβικά μου χρόνια, όμως ποτέ στο παρελθόν δεν έτυχε να βρεθεί στα χέρια μου. Έτσι, για την γνωριμία από κοντά φρόντισε ο φίλος Θοδωρής, ιδιοκτήτης του Duke, ενώ η πρώτη μας επαφή δεν έμελε να είναι ανέμελη και εύκολη. Πήγα να παραλάβω την μοτοσυκλέτα με καινούρια παπούτσια και έχοντας αριστερά την μανιβέλα δεν μπορώ να πω ότι την έβαλα εύκολα μπροστά (παρά την εμπειρία μου με τετράχρονα μονοκύλινδρα) κοσμώντας με μια τρύπα την καμάρα του νέου μου παπουτσιού...

Το ρελαντί ασταθές και οι κραδασμοί αρκετοί, σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα, ενώ μόλις έκανα τα πρώτα μέτρα το ρουμπινέτο της βενζίνης άρχισε να στάζει, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τη δική μου, του Duke αλλά και των ελαιόδεντρων που βρίσκονται την περιοχή. Έτσι είναι τα καρμπυρατέρ, δεν έχουν τις ευκολίες του ψεκασμού...

Ο μονοκύλινδρος κινητήρας προέρχεται από το super competition και διαθέτει αντικραδασμικό άξονα

 

Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε ήταν το χαμηλό βάρος και η ελαφριά αίσθηση που σου δίνει. Η σέλα λίγο φαρδιά με το σώμα να έρχεται μπροστά, ενώ τα χέρια κρατούν το σχετικά στενό τιμόνι σε στάση επίθεσης. Ο συμπλέκτης μαλακός, όμως το τίναγμα στο άνοιξε κλείσε του γκαζιού είναι αρκετά έντονο λόγω των ρυθμίσεων του καρμπυρατέρ. Το περίμενα να σκορτσάρει περισσότερο αλλά είναι σε επίπεδα σημερινού μονοκύλινδρου και δεν σε ενοχλεί, εκτός και αν έχεις συνηθίσει τετρακύλινδρα χιλιάρια.

Χαμηλά έχει τόση δύναμη ώστε να κινείται απλά και χαλαρά, αλλά μετά τις 4.000 στροφές ο μονοκύλινδρος αρχίζει να ξυπνάει. Μάλιστα όχι μόνο ξυπνάει, αλλά έχει δύναμη για να σηκώσει ακούσια τον εμπρός τροχό και να επιταχύνει πολύ δυνατά, ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα των μονοκύλινδρων. Μην ξεχνάμε βέβαια ότι προέρχεται από τον αγωνιστικό Super Competition κινητήρα που σχεδιάστηκε για αγωνιστικές μοτοσυκλέτες. Η σύγκριση που έχω στο μυαλό μου άλλωστε για το γκάζι του, είναι με το KTM 690 SM που έχω στην κατοχή μου, το οποίο είναι μεν δυνατότερο αλλά η μεγάλη διαφορά βρίσκεται στην διάρκεια στις υψηλές στροφές που το Duke δεν μπορεί να ανεβάσει. Ο μονοκύλινδρος του Duke έχει έντονη την thumper αίσθηση (που οι σύγχρονοι της ΚΤΜ δεν έχουν) και μόνο το τίναγμα στις χαμηλές στροφές σε χαλάει λίγο. Μπορείς να ταξιδέψεις με 120-130 χωρίς οι κραδασμοί να σου ρίξουν όλα τα σφραγίσματα, αφού και η σέλα έχει σχετικά άνετο και μπόλικο αφρώδες, ενώ υπάρχει χώρος για το συνεπιβάτη, έχοντας σε σχετικά καλό ύψος τα μαρσπιέ.

Η ώρα του Δούκα

Όσο οδηγούσα τον Δούκα τόσο καταλάβαινα γιατί φτιάχτηκε έτσι, εκείνο το μακρινό 1994... Ξεχάστε καθημερινή μετακίνηση και βόλτες για χαλάρωμα. Το Duke είναι η απόλυτη πολεμική μηχανή ακόμα και σήμερα, με το γήπεδο δράσης της να είναι μόνο οι στροφές, που όσο πιο κοντά είναι μεταξύ τους τόσο το καλύτερο. Το ανεστραμμένο πιρούνι των 40 χιλιοστών της WP είναι πολύ πιο ποιοτικό ακόμα και από τα σημερινά πιρούνια που έχει η ΚΤΜ στις μοτοσυκλέτες της, αποσβένοντας όχι μόνο άψογα, αλλά μεταδίδοντας και ακριβέστατες πληροφορίες για το τι κάνει ο εμπρός τροχός.

Η ελαφριά αίσθηση σε συνδυασμό με την γρήγορη γεωμετρία συνθέτουν ένα άκρως ερεθιστικό σύνολο για τα δεδομένα δημοσίου δρόμου, που 20 χρόνια μετά την κατασκευή του μπορεί ακόμα να εξιτάρει. Φοβερή εντύπωση μου έκανε το εμπρός φρένο, που ίσως η δύναμή του είναι περισσότερη από αυτή του 690, ενώ η αίσθηση είναι καλύτερη. Πίσω φρένο είναι σαν να μην υπάρχει, καθώς στην συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα είχε αντικατασταθεί ο δίσκος λόγω φθοράς, ενώ η συνεργασία με τις αναρτήσεις είναι καταπληκτική. Γενικά, αυτό που ενθουσιάζει στο Duke είναι η αίσθηση ακρίβειας που προσφέρει, συστατικό που κάθε ΚΤΜ διαθέτει, ακόμα και αυτή που είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα δρόμου του Αυστριακού εργοστασίου.

 

Πλούσια σε αφρώδες η σέλα που χωράει και δύο άτομα, ενώ έχει λογικές αποστάσεις σε σχέση με τα μαρσπιέ

 

Βέβαια δεν είναι όλα ρόδινα. Τα όργανα είναι μεν όμορφα αλλά οι ενδείξεις τους δείχνουν οτιδήποτε άλλο σε σχέση με την αλήθεια, τα φώτα έχουν δύναμη και δέσμη καντηλιών της εκκλησίας, ενώ η αυτονομία δύσκολα θα ξεπεράσει τα 160 χιλιόμετρα, αφού η κατανάλωση ξεπερνά συνήθως τα 7,5 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα. Επίσης θέλει πολύ συχνή συντήρηση με ευλαβικές αλλαγές λαδιών και ρυθμίσεις βαλβίδων (αγωνιστικός κινητήρας γαρ...) ενώ όπως είπαμε και νωρίτερα, η εκκίνηση του δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Πρέπει να την σηκώσεις από το σταντ και να το κλείσεις, να “σπάσεις” λίγο τη συμπίεση και με μια αντρική μανιβελιά με το αριστερό πόδι ο μονοκύλινδρος έρχεται στη ζωή..

Αξίζει και τώρα;

Καλή ερώτηση και την έκανα και στον εαυτό μου, αλλά το θέμα είναι γιατί πράγμα αξίζει και τώρα. Καταρχάς στις αγγελίες των μεταχειρισμένων υπάρχουν ελάχιστα, αφού όσοι τα έχουν δεν τα πουλάνε. Μην ξεχνάτε ότι αυτή η μοτοσυκλέτα αποτελεί ένα κομμάτι της ιστορίας των μονοκύλινδρων, όντας η πρώτη μοτοσυκλέτα δρόμου της ΚΤΜ και η πρώτη supermoto παραγωγής (ίσως και δεύτερη αν συμπεριλάβουμε το Yamaha TDR 250). Τώρα λοιπόν αξίζει να την έχεις, μόνο αν θες κάτι εξωτικό και ξεχωριστό. Δεν είναι για να κάνεις τις δουλειές σου, ούτε και να κυκλοφορείς καθημερινά. Είναι μια μοτοσυκλέτα με στυλ, αλλά και πολύ ισχυρή προσωπικότητα που ακόμα και σήμερα είναι εξωτική, με την εμφάνιση της να εξιτάρει. Κρίμα που τα εργοστάσια σήμερα δεν παράγουν κάτι ανάλογο, αφού προέχουν οι μαζικές πωλήσεις και το υψηλό κέρδος.

Η γοητεία της απλότητας….

Το ΚΤΜ Duke 620 θα μείνει ως ορόσημο σαν η πρώτη μοτοσυκλέτα δρόμου στην σύγχρονη ιστορία της εταιρείας, όντας φτιαγμένη απλά αλλά ταυτόχρονα εξωτικά. Ο κινητήρας της προέρχεται από τα αγωνιστικά super competition και είναι μονοκύλινδρος, υδρόψυκτος, με έναν εκκεντροφόρο και τέσσερις βαλβίδες, ενώ στην τροφοδοσία του διαθέτει ένα καρμπυρατέρ μηχανικό Dell’Orto PHM 40. Το πλαίσιο, είναι και αυτό κληρονομιά των χωματερών μοτοσυκλετών της εταιρείας και είναι πολύ άκαμπτο με γρήγορη γεωμετρία, ενώ στις αναρτήσεις η WP έχει βάλει τα καλύτερά της με ένα πιρούνι και ένα αμορτισέρ πλήρως ρυθμιζόμενα. Τα φρένα είναι επίσης κορυφαία και είναι της Brembo, με μια δαγκάνα τεσσάρων εμβόλων με δίσκο 320 χιλιοστών (όπου και καθιερώθηκε στα SM). Γενικά δεν διαθέτει κάτι φοβερό από πλευράς σχεδίασης, όμως το “χωματερό” πλαίσιο σε συνδυασμό με τα εξωτικά, για τα τότε δεδομένα, αναρτήσεις και φρένα, συνέθεταν ένα εκρηκτικό πακέτο που θα μείνει για πάντα στις καρδιές των φανατικών φίλων των μονοκύλινδρων.

Η Ιστορία του Δούκα

Οι άνθρωποι της ΚΤΜ δεν είχαν σκοπό να βγάλουν το Duke σε μαζική παραγωγή. Ξεκίνησαν την παραγωγή το 1993 με 800 αριθμημένα πανάκριβα κομμάτια, όμως η ζήτηση ήταν τεράστια, οπότε η παραγωγή συνεχίστηκε με την δεύτερη έκδοση το 1994, που δεν περιελάμβανε τα carbon περιφερειακά της πρώτης πανάκριβης έκδοσης. Το 1996 απέκτησε μίζα και τρεις περισσότερους ίππους, ενώ το 1998 είχαμε την τελευταία έκδοση με πορτοκαλί μαύρα πλαστικά και λίγο δυνατότερο κινητήρα 640 κυβικών. Το 1999 θα εμφανιστεί το Duke II που βασιζόταν αρκετά στο προηγούμενο, κάνοντας μεγάλη εμπορική επιτυχία στη χώρα μας, ενώ υπάρχουν πολλά στους δρόμους ακόμα και σήμερα. Το 2012, το concept του Δούκα θα αλλάξει εντελώς και από supermoto θα γίνει street, έχοντας όμως τον δυνατότερο μονοκύλινδρο κινητήρα παραγωγής.

ΚΤΜ 690 SM

Την ώρα που πληκτρολογώ αυτές τις γραμμές κοιτώ από το παράθυρο το προσωπικό μου ΚΤΜ 690, που στέκεται μάλλον σαν φτωχός συγγενής δίπλα στο Duke. Καταρχάς πρέπει να διαχωρίσουμε την λογική κατασκευής αυτών των δύο μοτοσυκλετών, αφού το Duke δεν ήταν μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής, σε αντίθεση με το 690 που ήταν και είχε πολύ χαμηλότερη τιμή σε σχέση με αυτή του Duke όταν ήταν καινούριο. Ο Δούκας είναι ελαφρύτερος και με καλύτερο πιρούνι, ενώ και η αίσθηση του φρένου του είναι καλύτερη. Η σέλα είναι στα ίδια επίπεδα άνεσης, μόνο που στο Duke σε βάζει πιο ψηλά και μπροστά, με τα πόδια όμως να ανοίγουν περισσότερο ανάμεσα στο ρεζερβουάρ. Φυσικά ο κινητήρας του 690 είναι δυνατότερος και χωρίς κραδασμούς, όμως το 690 σου δίνει την αίσθηση ότι οδηγείς μεγαλύτερη και βαρύτερη μοτοσυκλέτα. Υπάρχει και κάτι ακόμα και ίσως το βασικότερο όλων. Το 690 σε είκοσι χρόνια δεν θα το θυμάται κανείς, ενώ το Duke θα είναι εξώφυλλο στα βιβλία της ιστορίας των μονοκύλινδρων…

Η ιστορία και ο θάνατος των αγωνιστικών SM

Ξεκίνησαν από την Γαλλία και σιγά-σιγά η μόδα επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο. Πολύ γρήγορα ξεκίνησαν οι πρώτοι αγώνες σε πίστες κάρτ με χωμάτινα κομμάτια, ενώ το 2000 το Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα μετατράπηκε σε Παγκόσμιο. Στη χώρα μας, οι αγώνες ξεκίνησαν το 1997 και εξελίχθηκαν πάρα πολύ με τις συμμετοχές να ξεπερνούν τις 150 σε κάποιους αγώνες, ενώ το θέαμα ήταν άκρως συναρπαστικό. Η αιτία της επιτυχίας ήταν το χαμηλό κόστος και ο σχετικά μικρός κίνδυνος λόγω των χαμηλών ταχυτήτων, όμως σιγά-σιγά η μόδα άρχισε να φθίνει. Ίσως η αιτία ήταν η αύξηση του κόστους λόγω της αυξημένης ισχύος που είχαν οι πρωταγωνιστές των racing κατηγοριών, με αποτέλεσμα οι ιδιώτες να μην μπορούν να ακολουθήσουν και οι συμμετοχές όλο και να μειώνονται.

Έτσι, το 2008, παρά την ισχυρή οικονομία, το πρωτάθλημα ήταν υπό κατάρρευση και πολύ γρήγορα ο θεσμός ξεχάστηκε. Δυστυχώς κάτι ανάλογο έγινε και σε παγκόσμιο επίπεδο με αποτέλεσμα σήμερα να μην υπάρχουν ούτε καν εθνικοί αγώνες. Όπως αποδείχθηκε τελικά, μόδα ήταν και πέρασε...

Η γνώμη του ιδιοκτήτη

Την αγόρασα μεταχειρισμένη το 1999 και στα χέρια μου δεν έχει πάθει καμία σοβαρή βλάβη. Λίγο τα φώτα είναι ευαίσθητα στην υγρασία αλλά τίποτα σοβαρό, ενώ εδώ και καιρό οι ντίζες του ταχυμέτρου και του στροφομέτρου έχουν σπάσει. Μένω δίπλα στη θάλασσα και η σκουριά έχει κάνει την επίθεσή της, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό και κυρίως στο ελατήριο του αμορτισέρ, που έτσι κι αλλιώς πρέπει να αντικατασταθεί. Είναι η ιδανική μοτοσυκλέτα για βόλτες στη Κρήτη και η πιο ακατάλληλη για καθημερινή χρήση και δεύτερο άτομο... Δεν έχω κανένα σκοπό να την πουλήσω, είναι κομμάτι της ιστορίας.

Θοδωρής Μιγλάκης

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ      KTM DUKE 620
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος
-mm
Ύψος
1.190mm
Μεταξόνιο
1.480mm
Απόσταση από το έδαφος
-mm
Ύψος σέλας
860mm
Ίχνος
115mm
Γωνία κάστερ
27,5o
 
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο μονό κλειστό σωληνοτό διαιρούμενο εμπρός από τον κινητήρα
Πλάτος (mm):
-
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
149 / 163
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος μονοκύλινδρος, υγρόψυκτος με 2ΕEΚ και 4 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
101x76
Χωρητικότητα (cc):
609
Σχέση συμπίεσης:
10,5:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
56/ 7,250
Ροπή (kg.m/rpm):
5,5/ 7.000
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
96,9
Τροφοδοσία:
Καρμπυρατέρ Dell Orto PHM 40
Σύστημα εξαγωγής:
2σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα / Μανιβέλα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος με ντίζα
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 2,701 (30/81)
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 2,235 (17/38)
 
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-50
1,23
-
0-100
4,29
-
0-150
12,73
 
 
 
 
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
 
Μέτρα
Sec
Km/h
0-400
13.18
-
0-1.000
26,10
-
 
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
2,50
2,70
Πραγματικά
 
3,50
 
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Αλουμινένιο ψαλίδι, ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Διαδρομή (mm):
130
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης, απόσβεση επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
4,25x17''
Ελαστικό:
 160/60 ZR17
Πίεση (psi):
-
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 220mm, δαγκάνα ενός εμβόλου
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Αναλογικό στροφόμετρο, ταχύμετρο, ενδείξεις για ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, ενδεικτικές λυχνίες για μεγάλη σκάλα / φλας / ρεζέρβα /
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι WP Roma
Διαδρομή / Διάμετρος (mm):
140 / 40
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης, απόσβεση επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5x17''
Ελαστικό:
120/70 ZR17
Πίεση (psi):
-
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 320mm, τετραέμβολη δαγκάνα Brembo

Ετικέτες