Οδηγούμε τα νέα ελαστικά Bridgestone T32/GT

Άμεση "σύνδεση" με το δρόμο!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

27/5/2021

Τα Bridgestone Τ31 είναι από τα πιο επιτυχημένα και πιο ολοκληρωμένα sport touring ελαστικά της αγοράς, γι' αυτό και το επόμενο βήμα της εξέλιξής τους ήταν ένα πολύ δύσκολο και απαιτητικό καθήκον. Έχουμε ξαναπεί ότι το να ανεβάσεις επίπεδο σε κάτι που ήδη έχει τον πήχυ ψηλά, είναι πολύ πιο δύσκολο από το να εξελίξεις μια μετριότητα σε κάτι εξαιρετικό. Με τα Τ31 είχαμε γράψει χιλιάδες χιλιόμετρα και γνωρίζαμε από πρώτο χέρι ότι αποτελούν ένα σημείο αναφοράς για την συγκεκριμένη κατηγορία. Αυτομάτως, λοιπόν, οι προσδοκίες για την διάδοχη κατάσταση, τα ολοκαίνουργια Τ32 και T32 GT, έβαλαν με το "καλημέρα" δύσκολα στους ανθρώπους της Bridgestone.

Η αποδοχή αυτής της πρόκλησης όμως, έγινε με τον πιο πειστικό τρόπο. Ο μοναδικός τρόπος για να επιβεβαιωθεί στην πράξη το αν πέτυχαν τον υψηλό στόχο που οι ίδιοι είχαν θέσει, ήταν η απόδειξη στην πράξη, στο πεδίο των πραγματικών συνθηκών. Γι' αυτό και η παρουσίαση των νέων Τ32 ήταν ένα εντελώς ιδιαίτερο και ξεχωριστό event που μετά από… 3.000 χιλιόμετρα, δύο εβδομάδες και την διάσχιση μιας ολόκληρης χώρας, δεν άφησε κανένα ερώτημα ή απορία αναπάντητη.

Πιο συγκεκριμένα, η Bridgestone οργάνωσε ένα κανονικό road trip με την μορφή… σκυταλοδρομίας, με το κάθε γκρουπ των δημοσιογράφων να οδηγεί διαδοχικά τις μοτοσυκλέτες από εκεί που σταμάτησε το προηγούμενο. Το όλο ταξίδι ξεκίνησε από την Κατάνια της Σικελίας και τερμάτισε λίγο έξω από την Φλωρεντία, με το δικό μας γκρουπ να είναι αυτό που θα οδηγούσε τις μοτοσυκλέτες στον τερματισμό, έχοντας οδηγήσει πάνω από 800 χιλιόμετρα από την Ρώμη που παραλάβαμε τις μοτοσυκλέτες, μέχρι την Τοσκάνη, όπως θα διαβάσετε αναλυτικά στην παρουσίαση που θα φιλοξενηθεί στο τεύχος Ιουλίου του ΜΟΤΟ.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με το τι καινούργιο ή διαφορετικό φέρνει το Τ32 σε σχέση με τον προκάτοχό του. Η πρώτη διαφορά είναι κάτι που φαίνεται με το μάτι και αφορά φυσικά τη νέα χάραξη στο πέλμα που οι άνθρωποι της Bridgestone ονομάζουν "Pulse Groove" η οποία έχει ως στόχο τον κύριο άξονα της εξέλιξης: την βελτίωση της συμπεριφορά στο βρεγμένο. Επιπλέον, έχει αλλάξει το σχήμα του πίσω ελαστικού, ενώ έχει αυξηθεί η επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και έχει γίνει ξεχωριστή μελέτη για την τοποθέτηση των αυλακώσεων έτσι ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις δυνάμεις που ασκούνται στο ελαστικό. Το "Pulse Groove" αποτυπώνει λεκτικά το κυματοειδές σχήμα των αυλακώσεων, το οποίο εκμεταλλεύεται τους φυσικούς νόμους για την ροή των υγρών, έτσι ώστε να επιταχύνει την απομάκρυνση του νερού.

Επιπλέον μέσα στις αυλακώσεις υπάρχει μικρά εξογκώματα που λειτουργούν επίσης υπέρ της αύξησης της ταχύτητας της ροής, ενώ χάρη σ' αυτή την χάραξη έχει αυξηθεί κατά 3% μπροστά και κατά 6% πίσω η επιφάνεια των αυλακώσεων. Βάσει των εργαστηριακών μετρήσεων και των δοκιμών του εργοστασίου επιτυγχάνεται τοπ εντυπωσιακό νούμερο της μείωσης κατά 7% της απόστασης φρεναρίσματος στο βρεγμένο οδόστρωμα, σε σχέση με το Τ31, ενώ ταυτόχρονα το πίσω ελαστικό αρχίζει να γλιστράει πιο αργά και σε μικρότερη αναλογία. Το ιδιαίτερο όμως όλης αυτής της κατασκευής που έρχεται και σε αντίθεση με αυτό που προδιαθέτουν τα δεδομένα, είναι ότι αυξήθηκε η επιφάνεια επαφής κατά 13% στο πίσω ελαστικό παρά την μεγαλύτερη αναλογία των αυλακώσεων.

Φυσικά, τα Τ32 διαθέτουν την τεχνολογία 3LC για την γόμα του πίσω ελαστικού, με διαφορετική σύνθεση για τα πλαϊνά τμήματα που επεκτείνεται και στο κάτω τμήμα των πλαϊνών τμημάτων και διαφορετική για το πάνω μέρος στο κέντρο του πέλματος, ενώ στο μπροστινό η σύνθεση της γόμας είναι ενιαία. Ο σκελετός τόσο μπροστά όσο και πίσω είναι κατασκευασμένος με τεχνολογία MS-Belt, είναι δηλαδή μονοσπιράλ με το ατσάλινο "κορδόνι" να διαθέτει ανεξάρτητη ελαστική γέμιση, έτσι ώστε να μεταφέρεται ομοιόμορφα η θερμοκρασία που αναπτύσσεται σε όλη την επιφάνεια του ελαστικού, ενώ αποτρέπεται και το φαινόμενο της οξείδωσης. Ταυτόχρονα όμως επιτρέπει την ελεγχόμενη παραμόρφωση του ελαστικού, έτσι ώστε να μεταφέρεται με ακρίβεια η πληροφορία στον αναβάτη για το επίπεδο πρόσφυσης. Η σύνθεση της γόμας είναι πλούσια σε πυρίτιο χάρη στην τεχνολογία "Silica Rich Ex" και "Silica Rich", επιτυγχάνοντας έτσι καλύτερη απόδοση στο βρεγμένο. Αντίστοιχα είναι και τα χαρακτηριστικά για την έκδοση GT των Τ32 η οποία προορίζεται για μοτοσυκλέτες με μεγαλύτερο βάρος, με μικρότερη όμως αναλογία στις αυλακώσεις της χάραξης και κατά συνέπεια μικρότερη απόκλιση σε όλα τα επίπεδα απόδοσης από το αντίστοιχο Τ31 GT.

Κι αν όλα αυτά στα χαρτιά και την θεωρία δείχνουν πολλά υποσχόμενα, τα 800 χιλιόμετρα που διανύσαμε με πολλές και διαφορετικές μοτοσυκλέτες, σε όλα τα είδη των δρόμων, από autostrada και γρήγορους επαρχιακούς, μέχρι φιδωτά στενά ορεινά δρομάκια, αλλά και σε όλες τις συνθήκες (καθώς η δεύτερη μέρα οδήγησης ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου υπό βροχή) επιβεβαίωσαν πως η απόσταση από την θεωρία στην πράξη είναι… μισή γκαζιά δρόμος!

Για να μην σας κουράσουμε με αναλύσεις και πιο εξειδικευμένη κριτική πάνω σε κάθε συνθήκη ξεχωριστά, όπως θα μπορέσετε να διαβάσετε στο άρθρο της παρουσίασης στο τεύχος Ιουλίου, θα σας πούμε αυτό που έχει ίσως την μεγαλύτερη βαρύτητα επί του πρακτέου. Με τα Bridgestone Τ32 μαθαίνεις να οδηγείς με εμπιστοσύνη, που ως γνωστόν αυτό είναι κάτι που αποκτάται πάρα πολύ δύσκολα και εξανεμίζεται πάρα πολύ εύκολα. Ειδικά στην βρεγμένη άσφαλτο, η συμπεριφορά του ελαστικού ήταν πραγματικά μια ανεκτίμητη εμπειρία, ενώ αυτό που επίσης μας εντυπωσίασε από τα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα στο στεγνό, ήταν –πέρα από το πόσο γρήγορα έρχεται σε θερμοκρασία λειτουργίας για τα δεδομένα της Bridgestone- και το πόσο μεγάλο ποσοστό πληροφόρησης παρέχεται στον αναβάτη από το μπροστινό. Είναι ένα λάστιχο που "μιλάς" μαζί του και –το κυριότερο- μπορείς να βασιστείς σε αυτά που σου "λέει". Με τα συγκεκριμένα ελαστικά, το σίγουρο είναι ότι μένεις πάντα… "διασυνδεδεμένος" με το δρόμο!

Ετικέτες

SUZUKI GSX1300R HAYABUSA: ‘Ετσι έγινε θρύλος στην Ελλάδα

Η μοτοσυκλέτα-σταθμός στην ιστορία της Suzuki μέσα από τις σελίδες του ΜΟΤΟ
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

16/11/2020

Σήμερα, το όνομα “Hayabusa” δεν χρειάζεται συστάσεις. Λίγο-πολύ όλοι έχουν μια σαφή εικόνα για τί είδους μοτοσυκλέτα είναι και ποιες είναι οι ικανότητές της. Όμως πίσω στο 1999 ήταν “απλώς” ένα καινούριο μοντέλο της Suzuki στην μεγάλη κατηγορία των Sport –touring που κανείς μας δεν είχε την παραμικρή ιδέα πως πρόκειται να ανατρέψει τα δεδομένα της κατηγορίας. Σε λίγες εβδομάδες η Suzuki θα παρουσιάζει μετά από πολλά χρόνια τον αντικαταστάτη του σημερινού μοντέλου κι αυτό μας έδωσε την ιδέα να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο και να θυμηθούμε μαζί το πρώτο γιγαντιαίο τεστ της Hayabusa του ΜΟΤΟ. Όπως έχουμε γράψει από το 2019 ακόμη, αποφεύγουμε να ανακοινώνουμε κάθε 2-3 μήνες πως έρχεται το νέο μοντέλο, όπως βλέπουμε αλλού να συμβαίνει. Από την πρώτη στιγμή είπαμε πότε θα έρθει το νέο Hayabusa κι όλα συνηγορούν πως από τότε είμαστε σωστοί... Ευκαιρία για ένα αφιέρωμα λοιπόν με λεπτομέρειες και αριθμούς σαν αυτά που δεν υπάρχουν πολλά εκεί έξω. Ένα πολυήμερο τεστ, με δοκιμασίες σε κάθε είδους δρόμο, που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ σε μοτοσυκλέτα αυτού του είδους και αποτέλεσε την αρχή της λαμπρής ιστορίας της Hayabusa στην Ελλάδα. Σε αυτό το flash-back θα ξεφυλλίσουμε μαζί το τεύχος 218 και θα δούμε τι κάναμε και πως ζήσαμε οι συντάκτες του ΜΟΤΟ την άφιξη της Hayabusa στη χώρα μας.

 

Πρώτο ραντεβού στις Σέρρες!

Το τρίπτυχο Hayabusa-MOTO-Πίστα ήταν εκείνο που σημάδεψε την ιστορία αυτή της μοτοσυκλέτας περισσότερο και την διαφοροποίησε από τα υπόλοιπα Supersport της εποχής. Το πρώτο ραντεβού μας μαζί της ήταν στην πίστα των Σερρών και αυτό από μόνο του αποτελεί “δημοσιογραφική ανωμαλία” για δοκιμή sport-touring μοτοσυκλέτας. Όμως η ελληνική αντιπροσωπεία είχε αποφασίσει να κάνει εκεί την δημοσιογραφική παρουσίαση και όπως αποδείχτηκε δεν ήταν καθόλου κακή επιλογή. Άλλωστε το Hayabusa ανήκει στην οικογένεια των GSX-R! Απλώς είναι 1300 και λιιιίγο παχουλό.

Τα κιλά και η “περιφέρεια μέσης” ήταν τα δύο στοιχεία που έβαζαν περιορισμό στην οδήγηση μέσα στην πίστα των Σερρών, πιέζοντας τα φρένα και τις αναρτήσεις. Τα περιθώρια κλίσης ήταν μια χαρά για μοτοσυκλέτα του είδους, όμως οι ικανότητες του πλαισίου και του κινητήρα της Hayabusa τα έκαναν να φαίνονται λίγα. Το φαίρινγκ, οι εξατμίσεις και το σταντ γδερνόντουσαν σε κάθε στροφή. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα για τον αναβάτη. Το πρόβλημά ήταν πως το Hayabusa είχε όντως γονίδια GSX-R και σου έδειχνε πως αν σηκώσεις τις εξατμίσεις και σκληρύνεις τις αναρτήσεις για να μην “βουλιάζει” μέσα στη στροφή, μπορεί να πάει πολύ γρήγορα ακόμα και μέσα σε αυτή την τεχνική πίστα. Το πόσο “GSX-R” ήταν το πλαίσιο της Hayabusa φάνηκε μερικούς μήνες μετά, όταν ταξιδέψαμε στο Nurburgring και στα χέρια του Άλκη Συνιώρη έκανε σε χρόνο 8 λεπτά και 20 δευτερόλεπτα τον γύρο (Bridge To Gate) στην θρυλική “Πράσινη Κόλαση” πηγαίνοντας τρενάκι μαζί με την R1 του Γερμανού εκπαιδευτή!

Μάλιστα η συγκεκριμένη μαύρη Hayabusa ήταν η ίδια που είχαμε στις Σέρρες και είχαμε “ξεσκίσει” στα τεστ επί μήνες οι Έλληνες δημοσιογράφοι, αποδεικνύοντας πως εκτός από επιδόσεις, ο κινητήρας της είχε “αντισώματα” στους κανίβαλους!   

Πρώτη στους αριθμούς

 

Τα όργανα μετρήσεων και το δυναμόμετρο του ΜΟΤΟ δεν είχαν δείξει ποτέ πριν τόσο μεγάλους αριθμούς στη ζωή τους. Τα εργοστάσια πάντα φουσκώνουν του αριθμούς στα τεχνικά χαρακτηριστικά που δημοσίευαν, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις ιπποδυνάμεις και το βάρος. Ως αποτέλεσμα, όσα περιοδικά κάνουμε μετρήσεις επιδόσεων, πολλές φορές βλέπουμε μεγάλες αποκλείσεις. Έως τον Ιούνιο του 1999 που βγήκε στα περίπτερα το τεύχος 218 με το πρώτο τεστ του Hayabusa δεν υπήρχε μοτοσυκλέτα παραγωγής που να είχε δείξει πάνω από 140 ίππους στον τροχό και να είχε ξεπεράσει τα 290km/h στο όργανο μετρήσεων του περιοδικού.

Το Honda CBR1100XX Blackbird Fi είχε πάρει την σκυτάλη των επιδόσεων από το γερασμένο Kawasaki ZZ-R 1200, έχοντας 142,1 ίππους στον τροχό και 294km/h τελικής ταχύτητας. Η Honda είχε επιτύχει τελική 300km/h στην οβάλ πίστα του Nardo της Ιταλίας, όμως η μοτοσυκλέτα εκείνη δεν είχε καθρέπτες και η Dainese είχε σχεδιάσει ειδική φόρμα και κράνος για την μικρόσωμη αναβάτρια Yuko, την Ιαπωνίδα συντάκτρια που είχαμε συνεργασία και εμείς στο ΜΟΤΟ. Όταν λοιπόν ήρθε το Hayabusa γράφοντας 157,6 ίππους στο δυναμόμετρο και 308km/h πραγματικής τελικής, έπεσαν τα σαγόνια όλων στο πάτωμα! Η Suzuki ποτέ δεν είχε τη φήμη πως φτιάχνει τις δυνατότερες και γρηγορότερες μοτοσυκλέτες στην ευθεία. Γι΄αυτό και η Hayabusa σόκαρε τόσο πολύ τους μοτοσυκλετιστές εκείνη την εποχή. Η σύγκριση των μετρήσεων επιδόσεων μεταξύ Hayabusa και Blackbird δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο, το άλμα απόδοσης και την αλλαγή σελίδας που έκανε η Suzuki εκείνη την εποχή.  

 

 Στα χαρτιά υπήρχαν και πριν μοτοσυκλέτες που έλεγαν πως βγάζουν 150 ίππους όμως η Hayabusa ήταν η πρώτη που τους έδειξε πάνω στο δυναμόμετρο και μάλιστα είχε 15 άλογα παραπάνω από το Blackbird Fi

Οι επιταχύνσεις από στάση ήταν καταιγιστικές και ακόμα και σήμερα προκαλούν τον θαυμασμό. Λόγω του μακρύ μεταξονίου, του χαμηλού κέντρου βάρους και του απίστευτα ανθεκτικού συμπλέκτη, τα 0-400μ ήρθαν σε 9,72 δευτερόλεπτα και έπιανε τα 200km/h σε μόλις 7,02 δευτερόλεπτα

Το 1999 η τελική ταχύτητα είχε την δική της βαρύτητα στις συζητήσεις των μοτοσυκλετιστών. Σε πολλά κοντέρ υπήρχε ο μαγικός αριθμός 300km/h όμως μόνο η Hayabusa τα έπιανε στην πραγματικότητα

Τα κυβικά και βήχας δεν κρύβονται. Οδηγώντας την Hayabusa ήταν εύκολο να καταλάβεις πως είχε πολύ ροπή σε όλο το φάσμα των στροφών, παρά την ευστροφία του κινητήρα. Οι μετρήσεις των ρεπρίζ επιβεβαίωσαν την ανωτερότητά του και σε αυτόν τον τομέα