Οδηγούμε Yamaha R1 του 2020 μαζί με τον Σάκη Συνιώρη

Οι λεπτομέρειες που την ολοκλήρωσαν
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

19/2/2020

Τον Απρίλιο του 2015 ταξιδέψαμε στην Αυστραλία για να οδηγήσουμε την ολοκαίνουρια τότε Yamaha R1. Από την πρώτη R1 του 1998 η Yamaha έλεγε πως αυτή η μοτοσυκλέτα είναι εμπνευσμένη από των κόσμο των GP, αλλά η R1 του 2015 ήταν η πρώτη που πραγματικά έμοιαζε εμφανισιακά και είχε τεχνολογία από τον κόσμο των MotoGP. Η μεγάλη διαχωριστική γραμμή αυτής της μοτοσυκλέτας από το παρελθόν ήταν τα ηλεκτρονικά βοηθήματα, που σε συνδυασμό με τον cross-plane στρόφαλο (είχε εμφανιστεί πρώτη φορά στο προηγούμενο μοντέλο) την απομάκρυναν όσο περισσότερο γινόταν από τον “ταπεινό” κόσμο των superbike και την έβαζαν στην ελίτ των μοντέρνων hyperbike. Από τότε έως σήμερα, ο ανταγωνισμός έχει αγριέψει πολύ και η Yamaha φρόντισε να κρατήσει φρέσκια τη μοτοσυκλέτα της με μια ενδιάμεση αναβάθμιση το 2018. Δυστυχώς τη μοτοσυκλέτα εκείνη δεν την οδηγήσαμε ποτέ και δεν έχουμε άποψη για τις βελτιώσεις που έκανε η Yamaha στα σημεία που πονούσε η R1. Όμως τώρα έχουμε στα χέρια μας το μοντέλο του 2020 και συγκεκριμένα την προσωπική μοτοσυκλέτα του 11 φορές πρωταθλητή Ελλάδος Σάκη Συνιώρη, η οποία θα αντικαταστήσει την Kawasaki ZX-10RR στο πρωτάθλημα του 2020 και όπως ήταν φυσικό δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη, δίνοντας ραντεβού στα EXTREME TRACK DAYS στην πίστα των Μεγάρων.

Έως τώρα, όλα τα οδηγικά ραντεβού μας με την R1 ήταν στην πίστα των Σερρών. Ένα περιβάλλον δηλαδή, που είναι κομμένο και ραμμένο για να αναδείξει τα πλεονεκτήματα αυτής της μοτοσυκλέτας. Σταθερότητα και υψηλές ταχύτητες μέσα στη στροφή και μια γλυκιά παροχή δύναμης από τον κινητήρα, που προσφέρει περισσότερη πρόσφυση στο πίσω ελαστικό ώστε να ανοίξεις το γκάζι πιο νωρίς. Στις Σέρρες η R1 είναι… ποίημα! Τώρα όμως το ραντεβού μας ήταν στα Μέγαρα και οι ιδιαιτερότητες αυτής της πίστας αλλάζουν δραματικά το σκηνικό. Στις Σέρρες οι φυσικές ικανότητες του πλαισίου και του κινητήρα έδιναν ρόλο κομπάρσου στα ηλεκτρονικά. Στα Μέγαρα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο γιατί η χάραξη της πίστας επιβάλει οδήγηση “stop & go” με αυτά τα θηρία των 200 ίππων. Ως εκ τούτου τα ηλεκτρονικά αναλαμβάνουν ρόλο πρωταγωνιστή, κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι καλό για τη δουλειά μας, διότι η Yamaha έχει κάνει βελτιώσεις σε αυτόν τον τομέα στο μοντέλου του 2020. Επίσης έχει αλλάξει ολόκληρη την κεφαλή, το σύστημα λίπανσης του κινητήρα και την αεροδυναμική του φαίρινγκ, δηλαδή πράγματα που τα χρειάζεσαι στην πίσω ευθεία.

Η ιπποδύναμη που ανακοινώνει η Yamaha παραμένει στα 200 άλογα στις ίδιες στροφές (13.500), όπως και η ροπή των 11,6kg/m στις 11.500. Τότε γιατί άλλαξαν το σχήμα στα ενδιάμεσα κοκκοράκια μεταξύ των εκκεντροφόρων και των βαλβίδων και γιατί τα νέα μπεκ ψεκασμού είναι τώρα στο πάνω μέρος των νέων αυλών εισαγωγής και πιο κοντά στον θάλαμο καύσης; Και γιατί άλλαξαν το κύκλωμα λίπανσης, που τώρα έχει λιγότερες απώλειες δύναμης στις υψηλές στροφές και καλύτερη λίπανση στα κομβία του στροφάλου και τις μπιέλες; Διότι οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές αφορούν τις αγωνιστικές ομάδες του SBK που θα αγοράσουν το εργοστασιακό κιτ και όχι τόσο τον απλό πελάτη. Βέβαια κάποιες από αυτές βοηθούν ώστε ο κινητήρας να περνάει τις αυστηρότερες προδιαγραφές Euro 5, χάρη των οποίων έχουμε πλέον δύο νέους καταλύτες, που ευθύνονται αποκλειστικά για την αύξηση του βάρους κατά 2 κιλά, φτάνοντας στα 201kg (από 199kg) για το βασικό μοντέλο και στα 202kg (από 200kg) της έκδοσης M. Θυμίζουμε πως η έκδοση M έχει μεν carbon fiber φαίρινγκ, αλλά έχει επίσης και τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins, που μαζί με τον περίπλοκο μηχανισμό που τις ελέγχει, είναι πολύ πιο βαριές από τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB. Επίσης το carbon φαίρινγκ της M1 έχει άφθονη ρητίνη και προστατευτικό βερνίκι για να δείχνει όμορφο και να αντέχει στους “πυροβολισμούς” από τα μυγάκια με τα όξυνα υγρά τους και είναι σαφώς πιο βαριά από τα αγωνιστικών προδιαγραφών carbon φαίρινγκ, που έχουν ελάχιστη ρητίνη και μηδέν βερνίκι. Για αυτή τη δοκιμή είχαμε από την αρχή φτιάξει στο μυαλό μας μια λίστα με συγκεκριμένους τομείς που θέλαμε να δούμε. Πρώτα απ’ όλα θέλαμε να δοκιμάσουμε την λειτουργία του quick-shifter Up/Down, το οποίο απουσίαζε από το μοντέλο του 2015 (είχε συμβατικό quick-shifter μόνο για τα ανεβάσματα) και η επίσημη του Project Leader δικαιολογία τότε ήταν πως τα συστήματα quick-shifter Up/Down δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές αξιοπιστίας της Yamaha…” Προφανώς έλεγε μπούρδες, διότι τα συστήματα Quick-Shifter Up/Down, όχι μόνο δεν καταπονούν το κιβώτιο και τον συμπλέκτη, αλλά αντιθέτως προστατεύουν από τυχόν άγαρμπους χειρισμούς του αναβάτη, διότι ταιριάζουν ιδανικά τις στροφές του κινητήρα με την περιστροφή των δίσκων του συμπλέκτη και του κιβωτίου ταχυτήτων κάθε φορά που ανεβάζεις ή κατεβάζεις ταχύτητα. Μάλιστα το κάνουν αυτό, ακόμα και αν έχεις ελάχιστα ανοιχτό το γκάζι, ενώ τα συμβατικά quick-shifter απαιτούν σχεδόν τέρμα ανοιχτό γκάζι και να “καρφώσεις” αμέσως και σωστά την επόμενη σχέση για να μην κουρέψουν τα γρανάζια. Επίσης τα Quick-Shifter Up/Down σε βοηθούν αφάνταστα να διατηρήσεις σταθερή τη μοτοσυκλέτα στα δυνατά φρεναρίσματα με κατεβάσματα, διότι το αριστερό σου χέρι πιάνει σωστά το γκριπ στο τιμόνι και δεν χρειάζεται να έχεις τα δάκτυλα στη μανέτα του συμπλέκτη. Οπότε η δικαιολογία περί αξιοπιστίας ήταν απλώς ένα “παιδικό ψέμα” για να μην πουν πως δεν είχαν βρει προμηθευτή για να το βάλουν στο μοντέλο του 2015 ή απλά δεν σκέφτηκαν πως θα το έκανε ο ανταγωνισμός πριν από αυτούς. Και όχι δεν μας διαλύθηκε το κιβώτιο στη μοτοσυκλέτα του Σάκη επειδή χρησιμοποιούσαμε το quick-shifter Up/Down συνεχώς.

Να πούμε όμως πως στη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα είχαμε αλλάξει το setup του λεβιέ ταχυτήτων ώστε η 1η να είναι πάνω και οι υπόλοιπες σχέσεις να είναι “πατητές”. Η Yamaha είναι από τις λίγες εταιρείες που έκατσε και σχεδίασε ένα έξυπνο σύστημα αρθρώσεων για τον λεβιέ ταχυτήτων, που σου επιτρέπει να κάνεις αυτή την αλλαγή εύκολα και χωρίς να μπερδεύει τον διακόπτη του quick-shifter. Πράγματι το quick-shifter είχε άψογη λειτουργία, παρά την αλλαγή στη συνδεσμολογία του λεβιέ, με μοναδική εξαίρεση το “κατέβασμα” από 2α σε 1η, όπου κάποιες φορές πέταξε νεκρά και σε εμένα και στον Σάκη. Αυτό είναι συνηθισμένο φαινόμενο όταν οδηγάς γρήγορα στην πίστα και γι΄αυτό στα αγωνιστικά κιβώτια το κενό μεταξύ 1ης και 2ας είναι ελάχιστο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν τα λόγια του μηχανικού της BMW όταν οδήγησα την S 1000 RR του WSBK στη Jerez: Όταν έρθεις πίσω στα πιτς μην προσπαθήσεις μάταια να βρεις νεκρά με τον κινητήρα να δουλεύει. Απλά πάτα συμπλέκτη και σβήσε…” Στην εξίσωση θα προσθέταμε και την εργονομία της θέσης οδήγησης που δεν βόλευε το πόδι να κάνει ολόκληρη την κίνηση στον λεβιέ, η οποία όμως είναι ένα μεγάλο θέμα από μόνη της.

Ακόμα και στο θέμα της εργονομίας, η ιδιαίτερη χάραξη της πίστας των Μεγάρων έπαιξε τον ρόλο της. Για κάποιον εντελώς ηλίθιο λόγο, σχεδόν όλοι οι κατασκευαστές πιστεύουν πως οι κοντές και χαμηλές ζελατίνες, τα στενά φαίρινγκ και τα μικρά ρεζερβουάρ κάνουν τις superbike να δείχνουν όμορφες και ως εκ τούτου θα πάει ο κόσμος να τις αγοράσει. Πράγματι τις δεκαετίες του ’90 και των αρχών του 2000 τα τετρακύλινδρα superbike ήταν χοντρά σαν γελάδες και έδειχναν πιο βαριά απ’ ότι ήταν. Όμως τα τελευταία χρόνια το έχουν παρακάνει τόσο πολύ με τον μινιμαλισμό, που έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία αγωνιστικών after market  προϊόντων που… χοντραίνουν τα superbike. Με το φαίρινγκ της R1 του 2020 δεν χρειάζεται να ασχοληθείς, διότι το έκανε η Yamaha από μόνη της. Μοιάζει αρχικά ίδιο με το προηγούμενο αλλά στην πραγματικότητα έχει φαρδύνει στο ύψος του τιμονιού και η ζελατίνα διώχνει πιο αποτελεσματικά τον αέρα από το κράνος και το σώμα του αναβάτη.

Το αποτέλεσμα είναι το μοντέλο του 2020 να έχει 5,3% μικρότερη αντίσταση στις υψηλές ταχύτητες. Αυτό δεν είναι μόνο κερδισμένα δεκατάκια στα χρονομετρημένα, ούτε είναι μόνο πλεονέκτημα όταν παίρνεις ή σου παίρνουν το slipstreaming μέσα στον αγώνα. Είναι επίσης πλεονέκτημα για τα αποθέματα σωματικής αντοχής του αναβάτη στους αλλεπάλληλους γύρους. Πράγματι η αεροδυναμική της νέας R1 ήταν εξόφθαλμα βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, έστω κι αν στα Μέγαρα δεν πιάσαμε την τελική που είδαμε στην ευθεία των Σερρών με το προηγούμενο μοντέλο. Σε ότι αφορά όμως την υπόλοιπη εργονομία της θέσης οδήγησης, πρέπει να πούμε πως ήταν η αιτία όλων των προβλημάτων που είχαμε πάνω στη σέλα. Το τιμόνι, τα μαρσπιέ και η απόστασή τους από την σέλα είναι άψογα. Όμως το γλιστερό κάλυμμα της σέλας και το σχήμα του ρεζερβουάρ γύρω από τα πόδια σου καταστρέφουν όλη την εικόνα και την εμπειρία οδήγησης της μοτοσυκλέτας στα Μέγαρα.

Τόσο στα φρένα, όσο και στις επιταχύνσεις, το κάτω μέρος τους σώματός σου δεν έχει σταθερό σημείο στήριξης, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείς πολύ περισσότερο απ’ όσο πρέπει τα χέρια σου για να κρατηθείς πάνω στη μοτοσυκλέτα. Στις Σέρρες φρενάρεις αληθινά μόνο στην Κ1 και την Κ5 και πριν πέσεις στα φρένα έχεις αρκετή ώρα να τοποθετήσεις σωστά το σώμα σου και το φρενάρισμα έχει αρκετή χρονική διάρκεια. Επίσης οι Σέρρες έχουν πολύ trail-braking. Στα Μέγαρα όμως φρενάρεις απότομα, πολύ δυνατά για λίγα μέτρα, με την μοτοσυκλέτα όρθια και trail-braking ουσιαστικά έχει μόνο η Κ1. Αν τα βάλεις όλα αυτά μαζί, καταλαβαίνεις γιατί όταν κάναμε τεστ στις Σέρρες την R1, δεν γράψαμε τίποτα αρνητικό για την εργονομία της θέσης οδήγησης, ενώ τώρα στα Μέγαρα, η ευρυχωρία τις γλιστερής σέλας και το μικρό ρεζερβουάρ γινόντουσαν αιτία για παρενέργειες στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κούνημα του τιμονιού στην έξοδο για την μεγάλη ευθεία, που δεν είχε απολύτως καμία σχέση με τη σταθερότητα του πλαισίου. Όσες φορές κούνησε η R1 ήταν επειδή γλίστραγα στη σέλα και προσπαθούσα να κρατηθώ πάνω στη μοτοσυκλέτα από το τιμόνι. Και καθώς φορούσε slick ελαστικά της Dunlop, είχα όσο κράτημα γούσταρα για να χουφτώνω το γκάζι με… χυδαιότητα. Επίσης η πρόωρη κόπωση στους καρπούς και τους πήχεις των χεριών, οφειλόταν ξεκάθαρα στην έλλειψη στήριξης του κάτω μέρους του σώματος από τα πόδια στο ρεζερβουάρ. Αν δεν είχα οδηγήσει την R1 στις Σέρρες, θα έλεγα πως είναι από τις πιο απαιτητικές superbike σε θέμα φυσικής κατάστασης του αναβάτη. Κάτι που δεν είναι απολύτως αληθές. Η R1 είναι απολαυστικά σταθερή στις παρατεταμένες στροφές και κρατά σε ηρεμία και ξεκούραστο τον αναβάτη. Όπως εντυπωσιακή είναι η εμπιστοσύνη που σου δίνει στο trail-braking. Απλώς τέτοιες στροφές δεν έχουν τα Μέγαρα… Η σταθερότητά της έχει μια μικρή επίπτωση στην ευελιξία και αυτό το είχαμε επισημάνει και στις Σέρρες, όταν η μοτοσυκλέτα έπρεπε να αλλάξει απότομα κατεύθυνση στο τριπλό S. Τόσο η βασική έκδοση, όσο και η Μ, έχουν ελαφριές ζάντες μαγνησίου με μειωμένο γυροσκοπικό φαινόμενο και η επιθετική κορώνα των slick ελαστικών θα έπρεπε να βοηθούν την ευελιξία, όμως πρακτικά στην R1 δεν αρέσει ο κλεφτοπόλεμος. Σε κάθε περίπτωση, αν σκοπεύετε να κάνετε πολλά track day, βάλτε ένα αντιολισθητικό κάλυμμα στη σέλα και βρείτε στην after market αγορά, τις ειδικές πλαστικές προσθήκες για το ρεζερβουάρ. Οι αλλαγές αυτές είναι βέβαιο ότι θα πετάξουν έξω από το παράθυρο τα περισσότερα σημεία αρνητικής κριτικής που έχουμε κάνει σε αυτό το κείμενο. Εναλλακτικά κάντε track day μόνο στις Σέρρες που η R1 νοιώθει σαν το σπίτι της…

Όπως το πλαίσιο, έτσι κι ο κινητήρας της R1 έχει μοναδικά πλεονεκτήματα λόγω του cross-plane στροφάλου της, που την διαφοροποιεί εντελώς από κάθε άλλη τετρακύλινδρη εν σειρά. Αυτός ο κινητήρας μοιάζει περισσότερο με τον V4 της Aprilia,παρά με τις υπόλοιπες ιαπωνικές superbike. Φέτος αλλάξανε την ηλεκτρονική γκαζιέρα και το λογισμικό των ride mode του ride by wire ψεκασμού.

Όπως θα θυμάστε στο τεστ του ΜΟΤΟ από τις Σέρρες τον Οκτώβριο 2015, είχαμε γράψει πως στο “Power 1” η μοτοσυκλέτα τινάζεται απότομα μπροστά και σου ανοίγει τη γραμμή, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούμε την περισσότερη ώρα το “Power 2” το οποίο όμως έκοβε αρκετά την επιτάχυνση της μοτοσυκλέτας στις εξόδους των στροφών. Πάνω σε αυτό το πρόβλημα δούλεψαν και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει, έστω κι αν το “Power 2” εξακολουθεί να μας αρέσει περισσότερο, τουλάχιστον μέσα στα Μέγαρα. Ούτε τινάζει τη μοτοσυκλέτα, ούτε την κοιμίζει και πλέον σε βοηθάει να εκμεταλλευτείς στο έπακρο τις “γεμάτες” ροπή μεσαίες στροφές του κινητήρα, που απλώνει ομοιόμορφα τη δύναμή του έως τον κόφτη στις 14.000+ στροφές. Βέβαια όπως όλες οι καινούριες hyperbike, η R1 έχει υπερβολικά μακριές 1η, 2α και 3η ακολουθώντας την αγωνιστική φιλοσοφία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως για να βάλεις 5η στα Μέγαρα θα πρέπει να κοντύνεις γενναία την τελική μετάδοση, όπως κάνουν όλοι στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα. Με την στάνταρ τελική μετάδοση, είναι άθλος να στρίψεις με 2α ακόμα και με την επιπλέον φόρα που σου δίνουν τα slick. Όπως κι αν έχει, η πραγματικότητα είναι πως έχει τόσο όμορφα απλωμένη η δύναμη ο κινητήρας, που στην αρχή πιάνεις κόφτη στροφών χωρίς να το καταλάβεις και οι 14.000 στροφές σου φαίνονται… λίγες! Ο Σάκης γύρισε στο 1:01 εκείνη την ημέρα, που είναι θαυμάσιος χρόνος για εντελώς normal μοτοσυκλέτα, δεδομένης της κατάστασης που ήταν η πίστα λόγω της βραδινής βροχόπτωσης που είχε προηγηθεί.

Εμείς έπρεπε να έχουμε στο μυαλό μας να μην υπάρχουν άλλες μοτοσυκλέτες κοντά μας όταν περνούσαμε εμπρός από τον φωτογράφο, οπότε δεν κάναμε πάνω από δύο-τρεις συνεχόμενους γύρους σε γρήγορο ρυθμό, κάτι που σιχαίνονται τα slick ελαστικά, ρίχνοντας απότομα την θερμοκρασία τους και το επίπεδο κρατήματος. Ακόμα κι έτσι όμως το cornering ABS φρόντισε να θυμίσει και στους δυο μας πως δεν κάνει για γρήγορη οδήγηση σε πίστα. Όσες φορές βγαίναμε με αρκετή φόρα στην πίσω μεγάλη ευθεία και μπορούσαμε να κουμπώσουμε την μακριά 4η στο κιβώτιο, τα φρένα της R1 έμοιαζαν σαν να μην έχουν τη δύναμη να σταματήσουν την ορμή της. Σε αντίθεση με τα παλαιού τύπου συμβατικά ABS που η μανέτα πάλλεται και τρέμει όταν επεμβαίνουν, στο cornering ABS η μανέτα μένει σκληρή, με μια ελαφρώς σπογγώδη αίσθηση. Έτσι δεν έχεις αίσθηση σε ποιο σημείο ακριβώς επεμβαίνει και το μόνο που καταλαβαίνεις είναι πως προσπέρασες το ιδανικό σημείο εισόδου για μερικά μέτρα.

Γι΄αυτό και θα συνεχίσουμε να ζητάμε από τα εργοστάσια να σταματήσουν τη νέα πατερναλιστική μόδα της μη δυνατότητας απενεργοποίησης του ABS στις σπορ μοτοσυκλέτες. Κατά τα λοιπά, τα φρένα της R1 σε επίπεδο hardware είναι άριστα, με πολύ καλή αίσθηση, άμεση απόκριση στο άγγιγμα της μανέτας και ισχυρό δάγκωμα έως τη στιγμή που θα σηκωθεί ο πίσω τροχός και θα επέμβει το ABS… Ποιος είναι λοιπόν ο τελικός απολογισμός από την οδήγηση της R1 του 2020; Στα καλά νέα βάζουμε όλες τις αλλαγές που έκαναν στα σημεία που είχαμε ασκήσει κριτική στο προηγούμενο μοντέλο. Βελτίωσαν το λογισμικό των “mode” στον ride by wire ψεκασμό, βελτίωσαν την προστασία του φαίρινγκ και έβαλαν quick-shifter Up/Down. Επίσης στα καλά νέα βάζουμε και την ηρεμία και σταθερότητα του πλαισίου (έστω κι αν έχει κόστος στην ευελιξία), όπως φυσικά μας αρέσει η ομαλή απόδοση του κινητήρα με τις γεμάτες μεσαίες. Όλα τα σημεία της κριτικής της R1 είναι σχεδόν κοινά με όλων των καινούριων superbike και εντοπίζονται στην εργονομία και το ABS. Όσο για τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB σε σχέση με τις ημι-ενεργητικές της Ohlins που είχε η Μ1, επιμένουμε προς το παρόν στην άποψή μας πως η ημι-ενεργητική λειτουργία είναι καλή (προς το παρόν) μόνο για τον δρόμο. Τονίζοντας το πρόσκαιρο της τοποθέτησης αυτής. Στην πίστα οι συμβατικές αναρτήσεις συνεχίζουν να είναι ανώτερες σε αίσθηση και πληροφόρηση.  

 

Η δοκιμή της R1 του Σάκη Συνιώρη έγινε στα πλαίσια του EXTREME TRACK DAYS. Ευχαριστούμε θερμά τον Σωτήρη Ζαφειρόπουλο και τους συνεργάτες τους για τη βοήθεια και την υπομονή τους στις ιδιαίτερες απαιτήσεις που έχει η διαδικασία φωτογράφησης ενός τεστ του ΜΟΤΟ, αλλά και για τις προσπάθειες που κάνουν, ώστε να έχουμε τη δυνατότητα όλοι μας να οδηγούμε μέσα στο ασφαλές περιβάλλον τις πίστας.

                     

Θα επανέλθουμε αναλυτικότερα στο ΜΟΤΟ αλλά και στην ίδια μοτοσυκλέτα όταν θα έχει προετοιμαστεί πλήρως για το HSBK...

Δοκιμή Kymco Downtown 350i Noodoe: Ένα σκαλί πάνω

Με στόχο την καρδιά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2022

Το επανασχεδιασμένο Downtiwn 350i της Kymco με το σύστημα Noodoe έφερε πρώτο στην κατηγορία του την νέα εποχή της τεχνολογίας multimedia. Στη δοκιμή που αναδημοσιεύουμε από το τεύχος 594 του Περιοδικού ΜΟΤΟ αναλύουμε και τις ευρύτερες πτυχές της προσωπικότητάς του που η Kymco ισχυρίζεται πως θα σε κάνουν να το αγαπήσεις:

Συμπληρώνοντας τα 50 χρόνια της, η Kymco αποφάσισε να ανέβει ένα σκαλί πάνω στους τομείς των δυναμικών χαρακτηριστικών, των επιδόσεων και της τεχνολογίας. Το πρώτο δείγμα της νέας φιλοσοφίας, “Win My Hart”, ήταν φυσικά το AK 550 και από τότε συνεχίζει να μας εκπλήσσει ευχάριστα με κάθε καινούριο scooter που παρουσιάζει. Μέσα σε αυτό το πνεύμα αλλαγής κινείται και το ανανεωμένο Downtown 350i

 

Η Kymco ήταν πάντα μια εταιρεία που τα scooter της ακολουθούσαν το δόγμα του “value for money”. Για τα χρήματα που έδινες για να τα αγοράζεις, σχεδόν όλα τα μοντέλα της σε ικανοποιούσαν σε όλους τους τομείς. Κανένα πρόβλημα έως εδώ και θα μπορούσαν να συνεχίσουν πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία για πολλά χρόνια ακόμα. Όμως ο πρόεδρος που ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας λίγο πριν συμπληρώσει 50 χρόνια ιστορίας η Kymco, είναι νέος και φιλόδοξος. Ήθελε τα scooter της Kymco να κερδίζουν την καρδιά του ιδιοκτήτη τους. Να τα αγοράζει δηλαδή επειδή θα τα “γουστάρει” και όχι μόνο επειδή είναι “καλή αγορά”. Αυτό βέβαια δεν γίνεται από την μία μέρα στην άλλη και κυρίως δεν γίνεται αν το ίδιο το προϊόν δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτή την νέα φιλοσοφία. Είναι από τις περιπτώσεις που όσο κι αν φωνάζεις: “Αγαπήστε με!” κανείς δεν θα το κάνει αν πραγματικά δεν αξίζεις την αγάπη τους. Ευτυχώς η Kymco το γνωρίζει αυτό και φρόντισε να δώσει υπόσταση στο σύνθημα Win My Heart.

Προφανώς όταν ξεκινάς από μια λευκή κόλλα χαρτί, όπως στην περίπτωση του AK 550 και του X-citing 400i, είναι πιο εύκολο να φτιάξει ένα scooter που να ενστερνίζεται τη νέα φιλοσοφία σχεδιασμού. Όμως τα πράγματα γίνονται δύσκολα, όταν θα πρέπει να μεταλαμπαδεύσεις το πνεύμα της αλλαγής πορείας σε ένα ήδη επιτυχημένο μοντέλο σου, που ο κόσμος γνωρίζει τι να περιμένει από αυτό.  Σε αυτή την περίπτωση το ρίσκο αυξάνεται δυσανάλογα, διότι με μια μεγάλη αλλαγή μπορεί να χάσεις τους παραδοσιακούς πελάτες, χωρίς να είναι βέβαιο πως θα κερδίσεις νέους. Το νέο Downtown 350i σίγουρα έβαλε τους σχεδιαστές μπροστά σε αυτό το δίλλημα.

Με την πρώτη ματιά

Τα θετικά μηνύματα ξεκινούν από την πρώτη σου επαφή με το Downtown 350i πριν το καβαλήσεις. Το επίπεδο του φινιρίσματος, της συναρμογής και της βαφής των πλαστικών βρίσκονται σε αυτό που αποκαλούμε premium κατηγορία. Ο σχεδιασμός δεν ξεφεύγει από τις βασικές αρχές της κατηγορίας των touring μοντέλων, έχοντας μεγάλη μετωπική επιφάνεια, μεσαίου ύψους ζελατίνα, φαρδιά και μεγάλου μήκους δίπατη σέλα και φυσικά άφθονους αποθηκευτικούς χώρους.

Η εργονομία της θέσης οδήγησης είναι πάντα θέμα προς συζήτηση σε αυτού του είδους τα scooter, καθώς οι κατασκευαστές πρέπει να θυσιάσουν έναν τομέα για να κερδίσουν κάτι σε κάποιον άλλο. Μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους κάτω από την σέλα και ταυτόχρονα χαμηλού ύψους σέλα δεν γίνεται να έχεις. Κάποιοι κλέβουν αφρώδες από την σέλα, κάποιοι άλλοι μειώνουν τη χωρητικότητα του ρεζερβουάρ, κάποιοι άλλοι μειώνουν τις διαδρομές των αναρτήσεων. Ότι από τα παραπάνω κι αν διαλέξεις, στο τέλος τη νύφη θα την πληρώσει η άνεση.

Στην περίπτωση του Downtown 350i η Kymco κατάφερε να βάλει τουλάχιστον τα δύο από τα τρία καρπούζια κάτω από μια μασχάλη. Η άνεση είναι κορυφαία για αυτή την κατηγορία, με τις αναρτήσεις να έχουν επαρκέστατη ωφέλιμη διαδρομή και η σέλα διαθέτει πλούσιο αφρώδες υλικό. Την ίδια στιγμή, η απόσταση της σέλας από το έδαφος είναι μικρή, κάνοντας το Downtown 350i μία από τις καλύτερες επιλογές για όποιον έχει σωματικό ύψος κάτω από 1,70μ και θέλει χώρους για δύο κράνη κάτω από την σέλα. Η εργονομία της θέσης οδήγησης σε τοποθετεί σε μια τυπική για την κατηγορία στάση σώματος, όπου σε βολεύει περισσότερο να τεντώνεις τα πόδια σου εμπρός, παρά να σχηματίζουν ορθή γωνία με το δάπεδο της ποδιάς.

Γενικά το πάτωμα της ποδιάς είναι κάπως ψηλά τοποθετημένο και θα βολέψει μόνο τους μικρόσωμους αναβάτες. Αυτό δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα. Αντιθέτως είναι από τα βασικά πλεονεκτήματα του Downtown 350i, διότι δεν βρίσκεις εύκολα πλέον στην αγορά scooter με τόσο μεγάλο χώρο κάτω από την σέλα και ταυτόχρονα να πατάς με τα δύο πόδια κάτω στα φανάρια. Επίσης, δύσκολα θα βρεις σε αυτή την κατηγορία κυβισμού και τιμής, τόσο πλούσιο εξοπλισμό άνεσης. Το Downtown 350i του τεστ μας είναι η έκδοση με το ενσωματωμένο σύστημα πολυμέσων Noodoe και κοστίζει 5.595€, ενώ για όσους δεν είναι οπαδοί των smartphone και του… “ιντερνέτ” μπορούν να αγοράσουν την έκδοση που δεν έχει το Noodoe με τιμή 4.994€.

Κρίνοντας με βάση την τιμή, οι δύο εκδόσεις προσφέρουν κορυφαίο εξοπλισμό, που δεν βρίσκεις ούτε τα πιο ακριβά scooter αυτού του κυβισμού. Μάλιστα κάποια στοιχεία εξοπλισμού του Downtown 350i ήταν μέχρι σήμερα προνόμιο μόνο για όσους πλήρωναν πάνω από 10.000€. Για παράδειγμα οι ρυθμιζόμενες μανέτες, ο φωτιζόμενος χώρος κάτω από τη σέλα με μοκέτα για να μην γδέρνονται και να μην κοπανάνε τα πράγματα που βάζεις μέσα, είναι μεν αυτονόητα, όμως δεν τα βρίσκεις εύκολα σε αυτή την τιμή. Πολύ περισσότερο δεν βρίσκεις scooter με σύστημα πολυμέσων σαν το Noodoe. Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στις δυνατότητές του και κάθε φορά θα προσθέτουμε κι άλλες, διότι το μεγάλο του πλεονέκτημα είναι το ανοιχτό λογισμικό του. Έτσι σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα συστήματα αυτού του είδους (βασικά μόνο το BMW C 400X των 10.000€ προσφέρει κάτι αντίστοιχο) που το λογισμικό είναι κλειδωμένο και μετά από λίγα χρόνια ξεπερνιούνται τεχνολογικά και εν τέλει γίνονται άχρηστα, το Noodoe ακολουθεί πιστά τις τεχνολογικές εξελίξεις των smartphone. Οπότε οι χάρτες του Navi και οι πληροφορίες που προβάλλονται στη στρογγυλή έγχρωμη οθόνη στη μέση των οργάνων, διαρκώς ανανεώνονται.

Οι απαντήσεις είναι στο δρόμο

Ο εξοπλισμός άνεσης και οι τεχνολογίες που ενσωματώνει το Noodoe, σαφώς κάνουν πολύ ελκυστικό το Downtown 350i για όποιον επιζητά ένα μεγάλο και σύγχρονο scooter, χωρίς να δώσει μια περιουσία. Όμως στην αρχή του κειμένου είπαμε πολλά για τη νέα φιλοσοφία Win My Heart της Kymco. Αρκούν άραγε τα φωτάκια και τα κουμπάκια για να κερδίσει την καρδιά σου ένα scooter; Στην πραγματικότητα όχι! Εκείνο που προσθέτει επιπλέον αξία, ήταν και πάντα θα είναι η συνολική ποιότητα λειτουργίας. Πάνω σε αυτό δούλεψαν οι σχεδιαστές της Kymco στα AK 550 και X-citing 400i, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη που το ανανεωμένο Downtown 350i βαδίζει σε αυτό το μονοπάτι. Το σύνθημα δίνει ο νέος κινητήρας G5-SC με τη δύναμη και τη γραμμική απόδοσή του. Η μετάδοση έχει κάποιους κραδασμούς από τον ιμάντα όταν χουφτώνεις το γκάζι στις επιταχύνσεις, όμως με σταθερό το δεξί χέρι δεν υπάρχει ίχνος κραδασμών και το Downtown 350i έχει ποιότητα κύλισης που θυμίζει Rolls Royce! Σε αυτό βοηθάνε φυσικά οι μαλακές αναρτήσεις και η αφράτη σέλα.

Έτυχε να κάνει αρκετό κρύο τις ημέρες του τεστ και αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να εκτιμήσουμε τον σχεδιασμό της ποδιάς και την προστασία που πραγματικά προσφέρει. Βέβαια ο μεγάλος όγκος του Towntown 350i περιορίζει την ευελιξία του μέσα στην πυκνή κίνηση της πόλης και η μεγάλη επιφάνεια πλαστικών είναι φυσιολογικό να το κάνουν ευαίσθητο στους δυνατούς πλάγιους ανέμους. Παρ’ όλα αυτά, προτιμάμε την προστασία και την άνεση του Downtown 350i, παρά τις σκληρές αναρτήσεις και την ανεπαρκή προστασία από το κρύο των σπορ scooter της μεσαίας κατηγορίας. Άλλωστε οι λέξεις “σπορ” και “scooter” ακούγονται σαν ανέκδοτο όταν μπαίνουν μαζί στην ίδια πρόταση.

Το Downtown 350i προφανώς είναι ασφαλές σε όλες τις ταχύτητες και με αυτόν το νέο κινητήρα κρατάει εύκολα τα 140km/h στο κοντέρ, ανεξαρτήτως συνθηκών. Έχει πολύ καλά φρένα, με το συνδυασμένο ABS να είναι της Bosch. Απλώς δεν είναι από τα scooter που σε παροτρύνουν να τα οδηγείς “τέρμα γκάζι”. Αν το αγοράσεις για την άνεση, τον εξοπλισμό και την πρακτικότητα των μεγάλων αποθηκευτικών χώρων του, θα κερδίσει την καρδιά σου. Στα σημαντικά πλεονεκτήματά του είναι και η τετραετής εγγύηση της αντιπροσωπείας.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           

Αντιπρόσωπος:

MOTOTRED S.A.

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2250

Ύψος (mm):

1310

Μεταξόνιο (mm):

1553

Ύψος σέλας (mm):

770

Γωνία κάστερ (˚):

 

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

610

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

780

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

780

Απόσταση σέλας – μαρσπιέ συνεπιβάτη (mm):

580

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

 

198kg (χωρίς καύσιμο: 188,4kg)

Πίσω

58,8%

Εμπρός

41,2%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

+5%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο, σωληνωτό

Πλάτος (mm):

780

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

179/-

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος μονοκύλινδρος υγρόψυκτος, 4 βαλβίδες, 1 ΕΕΚ

Χωρητικότητα (cc):

321

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

30,1/7.500

Ροπή (kg.m/rpm):

3,5/5.750

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

93,7

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

1 σε 1, με καταλύτη

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ, αντλία λαδιού

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Αυτόματος φυγοκεντρικός

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Ιμάντας/συνεχώς μεταβαλλόμενη

Τελική μετάδοση / σχέση:

Ιμάντας/συνεχώς μεταβαλλόμενη

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Δύο αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

Δ/Α

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

Χυτή αλουμινίου, 13”

Ελαστικό:

150/70-13

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος με δαγκάνα δύο εμβόλων και συνδυασμένο ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ηλεκτρονικό ταχύμετρο, ψηφιακές ενδείξεις για στάθμη βενζίνης, μερικό και ολικό χιλιομετρητή, ενδεικτικές λυχνίες, φώτα LED, σύστημα πολυμέσων Noodoe, εργαλεία

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

Δ/Α

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

Χυτή αλουμινίου, 14”

Ελαστικό:

120/80-14

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος με δαγκάνα δύο εμβόλων και συνδυασμένο ABS

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

4,4

Ελάχιστη

4,2

Μέγιστη

6

Αυτονομία (km):

284

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

68

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

12,5/3