Superbike test: Ducati Panigale V4S vs Aprilia RSV4RF
Στις Σέρρες, στα Μέγαρα και στο δρόμο
Από τον
Μπάμπη Μέντη
25/5/2018
Δύο από τα μεγαλύτερα, ακριβότερα και φυσικά σημαντικότερα συγκριτικά test της χρονιάς, βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη εδώ στο ΜΟΤΟ. Ήδη έχετε πάρει μια πρόγευση για το MEGA TEST που ετοιμάζουμε και παραδοσιακά θα προσπαθήσουμε να το χωρέσουμε στα τεύχη του Ιουλίου και του Αυγούστου. Ταυτόχρονα όμως κάναμε μια τεράστια παραγωγή για τα δεδομένα της εποχής, πραγματοποιώντας τη δοκιμή και το συγκριτικό τεστ δύο εξωτικών ιταλικών superbike. Είναι από τις λίγες φορές στην ιστορία του ειδικού τύπου στην Ελλάδα, που ένα συγκριτικό τεστ γίνεται ΚΑΙ στις δύο πίστες της χώρας μας.
Η ολοκαίνουρια Ducati Panigale V4S και η ολοκληρωτικά ανανεωμένη Aprilia RSV4RF, βρέθηκαν μαζί στα Μέγαρα και λίγες ημέρες αργότερα διασταύρωσαν ξανά τα ξίφη τους στην πίστα των Σερρών. Όμως πραγματικά άξιζε τον κόπο, όχι μόνο διότι είχαμε περισσότερο χρόνο να απολαύσουμε την οδήγησή τους, αλλά κυρίως διότι είδαμε κάθε πτυχή του χαρακτήρα τους. Πραγματικά δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο διαφέρει η συμπεριφορά τους όταν τις οδηγείς στα Μέγαρα και όταν τις οδηγείς στις Σέρρες. Η μέρα με την νύχτα! Το ίδιο και στο δρόμο, όπου λειώσαμε από ένα ζευγάρι λάστιχα στην κάθε μία τους.
Φυσικά κάναμε και μετρήσεις επιδόσεων με τα όργανα ακριβείας (V-Box GPS 100Hz) και δυναμομετρήσεις, παραμένοντας πιστοί στο δόγμα να έχουμε δικά μας στοιχεία πριν πιάσουμε στα χέρια μας τα πληκτρολόγια. Οι μετρήσεις επιδόσεων έχουν γίνει από τις πιο δύσκολες φάσεις σε ένα τεστ superbike πλέον και ίσως γι΄αυτό ελάχιστα μέσα σε όλο τον κόσμο κάνουν δικές τους μετρήσεις στις μέρες μας. Οι επιδόσεις που έχουν αυτές οι μοτοσυκλέτες δεν χωράνε στους δημόσιους δρόμους. Τα launch control, τα wheelie control και τα traction control βοηθούν μεν να χουφτώσεις το γκάζι χωρίς φόβο, αλλά την ίδια στιγμή οι εξωπραγματικές ταχύτητες που πιάνουν, απαιτούν μεγάλες και εντελώς άδειες ευθείες.
Όλο το team επί τω έργω, μαζί με το Yamaha MT-09SP που άδραξε την ευκαιρία της δοκιμής σε μια πίστα και φυσικά με τον Κώστα Πολίτη που πρόσφερε πολύτιμη βοήθεια
Κι επειδή μια δεύτερη γνώμη είναι πάντα απαραίτητη σε αυτές τις περιπτώσεις, ο πρωταθλητής Κώστας Πολίτης μας έκανε την τιμή να είναι μαζί μας για δύο μέρες στις Σέρρες και να μας προσφέρει τη δική του άποψη γι' αυτές τις μοτοσυκλέτες από τη θέση ενός αγωνιζόμενου. Όσοι δεν τον γνωρίζετε, αρκεί να ψάξετε στα αρχεία με τα ρεκόρ ταχύτερου γύρου σε Τρίπολη, Μέγαρα και Σέρρες… Μέχρι και στο ξεφόρτωμα του βαν μας βοήθησε, κι ας ήταν χαράματα της Παρασκευής, μετά από μία μέρα οδήγηση στην πίστα και επιστροφή οδικώς στην Αθήνα…
Αυτές οι μοτοσυκλέτες είναι τόσο σύνθετες, που η οπτική του καθενός από εμάς, μπορεί να αλλάξει το τελικό συμπέρασμα που θα βγάλεις. Η Ducati κατάφερε για άλλη μια φορά να χαράξει τον δικό της δρόμο και να φτιάξει μια V4 που δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τις V4 της Aprilia και της Honda. Βασικά δεν έχει καμία σχέση ούτε με την δική της Desmosedici RR! Την ίδια στιγμή, η Aprilia βρήκε τρόπο να βγάλει 20 ολόκληρα άλογα παραπάνω στον τροχό από το προηγούμενο μοντέλο! Και δεν είναι μόνο αυτά τα χαρακτηριστικά που χρειάζονται να αναλυθούν εις βάθος. Έχουμε και μια νέα γενιά ηλεκτρονικών σε αυτές τις μοτοσυκλέτες, που πλέον παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην απόδοσή τους και την συμπεριφορά τους. Δύο κουμπιά να πατήσεις και τους αλλάζεις εντελώς την προσωπικότητα. Ποια όμως και πότε πρέπει να τα πατήσεις; Θέλει χρόνο και χιλιόμετρα στη σέλα για να απαντήσεις, ακόμα και σε αυτό το φαινομενικά απλό ερώτημα.
Η σύγκριση στην πίστα των Μεγάρων ανέδειξε εντελώς διαφορετικά στοιχεία του χαρακτήρα των δύο μοτοσυκλετών
Οι ημιενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins που έχει η Ducati, μας ενθουσίασαν σε κάποιους τομείς και μας απογοήτευσαν σε κάποιους άλλους. Το ίδιο και το cornering ABS της Bosch, που έχει εντελώς διαφορετική συμπεριφορά στο Aprilia και διαφορετική στο Ducati.
Η λίστα με τις ομοιότητες και τις διαφορές είναι τεράστια και όσα περισσότερα πράγματα κάναμε πάνω στις σέλες τους, τόσο περισσότερο μεγάλωνε.
Επιστρέφοντας στη γραφείο μετά από αυτή την δεκαήμερη συμβίωση με δύο μοτοσυκλέτες που ξεχειλίζουν δύναμη, ταχύτητα και υψηλή τεχνολογία, έχουμε μαζέψει στοιχεία και εμπειρίες για να γεμίσουμε μια ολόκληρη βιβλιοθήκη.
Δύο μοτοσυκλέτες τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά σε φιλοσοφία και προσέγγιση...
Εύκολα γράφεις ένα ολόκληρο άρθρο που αφορά μόνο την αεροδυναμική των φαίρινγκ τους και ποιες αλλαγές ουσίας έχουν από τα προηγούμενα μοντέλα.
Οπότε από το επόμενο τεύχος ξεκινάμε με το πλήρες τεστ της Ducati Panigale V4S και θα ακολουθήσει το τεστ της Aprilia RSV4RF και το συγκριτικό των δύο μοτοσυκλετών. Μακάρι να είχαμε τον χώρο να τα βάζαμε όλα μαζί στο ίδιο τεύχος, αλλά όπως έχετε ήδη καταλάβει είναι αδύνατον να χωρέσουν όσα κάνουμε αυτές τις μέρες σε μία μόνο έκδοση. Κι έρχονται και άλλα…
Aντικαταστήσαμε τις αγαπημένες μας λεοπάρ κουβέρτες με αυτές τις καινούριες τιγρέ. Ο Άκης Γεωργόπουλος που τις εισάγει έχει και ζέβρα για τους χορτοφάγους…
Αυτή είναι η δεύτερη φορά που ο Κώστας Πολίτης συμμετέχει σε τεστ του ΜΟΤΟ. Η πρώτη ήταν το 2001, πάλι στις Σέρρες, όταν κάναμε συγκριτικό τα αγωνιστικά R6 του Σάκη Συνιώρη και το R1 του Σάκη Πουρνάρα.
Η Panigale V4S είναι πραγματικός Tyre-Killer. Όμως τα ειδικά ελαστικά που φοράει και το μεγάλο μπουλόνι στο μονόμπρατσο, μας δημιούργησαν πολλούς μπελάδες σε αυτό το τεστ.
Τη δεύτερη ημέρα στις Σέρρες βάλαμε στο RSV4RF τα νέας γενιάς Pirelli Diablo Rosso II Corsa και θα σας έχουμε συγκριτική δοκιμή με τα Pirelli Diablo Supercorsa που φοράει από το εργοστάσιο
Τρεις γενιές V2 Ducati σε μια φωτογραφία. Αν είχαμε και ένα 851…
Κούκλα η 1299 Panigale Final Edition, αλλά η νέα V4 αλλάζει το επίπεδο στον τομέα των επιδόσεων. Όχι μόνο για την Ducati…
Το τελευταίο τετρακύλινδρο Supersport της Yamaha που μπορούσε να βγάλει πινακίδα
Από τον
Κώστα Γκαζή
19/12/2022
Του Μπάμπη Μέντη
Φωτό: Γιώργος Νιαουνάκης
To 2017 και μετά από πολλά χρόνια στασιμότητας, η Yamahaεπανήλθε δυναμικά στην κατηγορία των supersport 600, κάνοντας μια γενναία και στοχευμένη αναβάθμιση στο R6. Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία τετρακύλινδρη Supersport πρόταση με δυνατότητα έκδοσης πινακίδας της ιαπωνικής εταιρείας.
Κάποτε τα supersport 600 ήταν μοτοσυκλέτες για όλες τις δουλειές. Μετά δημιουργήθηκε η κατηγορία SS 600 στο παγκόσμιο πρωτάθλημα WSBK με συνέπεια την εξειδίκευση και τον μονοδιάστατο χαρακτήρα. Έως το 2008 η κατηγορία αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή για όποιους αγαπούσαν τα track days ή συμμετείχαν σε τοπικούς και εθνικούς αγώνες.
Όμως η “ηλεκτρονική επανάσταση” που έφεραν τα νέας γενιάς Superbike 1000, επανάσταση που τα έκανε πιο εύκολα, πιο ασφαλή και τελικώς πιο γρήγορα μέσα στην πίστα για όλους, έσπρωξε τα SS600 στο εμπορικό παρασκήνιο και τον μαρασμό. Όπου δεν υπάρχουν πελάτες, τα μεγάλα εργοστάσια δεν επενδύουν, και αυτό έγινε στην περίπτωσή μας, όπου επί μια δεκαετία (1998-2008) στην κατηγορία δεν άλλαξε ούτε βίδα. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθαν οι προδιαγραφές Euro 4 το 2017, και η πρόθεση της Dorna να καταργήσει τα SS600 από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, δίνοντας τη χαριστική βολή. Οπότε ήταν τεράστια έκπληξη για όλους, που στην έκθεση της Κολωνίας το 17, η Yamaha πήγε κόντρα στην εμπορική λογική και παρουσίασε την τρίτη ουσιαστικά γενιά του R6. Μπορούμε να διαφωνούμε για ώρες σχετικά με το αν είναι καινούριο ή αναβαθμισμένο μοντέλο, όμως δεν έχει καμία σημασία.
Εξωτερικά είναι εντελώς διαφορετικό από πριν και ίσως η πιο όμορφη σπορ μοτοσυκλέτα της Yamaha. Για κάποιους είναι πιο όμορφη κι από την R1! Η αλήθεια είναι ότι από πίσω και από το πλάι μοιάζουν ολόιδιες, αλλά στην πραγματικότητα όλα τα κομμάτια του φαίρινγκ είναι εντελώς διαφορετικά. Το 2017 ηYamaha υποστήριζε ότι το νέο R6 ήταν η πιο αεροδυναμική μοτοσυκλέτα που έχει φτιάξει ποτέ. Δεν κάναμε δικές μας δοκιμές σε αεροσήραγγα, αλλά μπορούμε να πούμε ότι στη μεγάλη πίσω ευθεία των Μεγάρων η αεροδυναμική κάλυψη ήταν φανταστική. Σκύβοντας πίσω από τη ζελατίνα επικρατεί απόλυτη ησυχία και δεν υπάρχει ίχνος στροβιλισμών, σε κανένα σημείο του σώματος. Νοιώθεις σαν να αποτελείς ενιαίο τμήμα της μοτοσυκλέτας και το R6 αποδεικνύει ότι η αεροδυναμική μπορεί να συνυπάρξει με την ομορφιά.
Η θέση οδήγησης έχει μικρές διαφορές στην εργονομία, αλλά θα τις αντιληφθεί μόνο όποιος έχει το παλιότερο μοντέλο. Ουσιαστικά η διαφορά είναι στη στενότερη και πιο επίπεδη σέλα. Εγώ που είχα μερικά χρόνια να ανέβω σε R6, μου φάνηκε ίδια με του προηγούμενου. Αυτό σημαίνει ότι εξακολουθεί να είναι άψογη για οδήγηση μέσα στην πίστα, με αρκετό χώρο για τα πόδια και εξίσου αρκετό χώρο για να μετακινείς ανεμπόδιστα το σώμα σου. Στα μεγάλα superbike δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα οι ευρύχωρες θέσεις οδήγησης, διότι με 200 ίππους στον πίσω τροχό αναγκάζομαι να καταβάλω μεγάλη σωματική προσπάθεια στις εξόδους των στροφών για να κρατηθώ πάνω τους και το ίδιο ισχύει στα δυνατά φρένα από τις πολύ υψηλές ταχύτητες που καταφέρνουν να πιάσουν σε κάθε ευθεία. Αυτό μετά από μερικούς γύρους με κουράζει, ρίχνοντας τον ρυθμό και προκαλώντας οδηγικά λάθη. Όμως στα SS600 οι επιταχύνσεις είναι πιο ανθρώπινες και χρειάζεσαι την εύκολη μετακίνηση του σώματος πάνω τους, καθώς δεν τα οδηγείς σαν dragster και η μετατόπιση του βάρους πάνω τους είναι βασικό στοιχείο του τρόπου οδήγησής τους. Οι σημαντικές αλλαγές του νέου R6 βρίσκονται στο πιρούνι και τα φρένα, αλλά σίγουρα οι πιο “πιασάρικη” εμπορικά είναι η προσθήκη των ηλεκτρονικών βοηθημάτων.
Με 120 Hp, ηλεκτρονικά βοηθήματα και δυνατότητα έκδοσης πινακίδας
Το R6 του 2007 ήταν η πρώτη μοτοσυκλέτα με ride by wire ψεκασμό και το 2017 έγινε η πρώτη μοτοσυκλέτα της κατηγορίας της που εκμεταλλεύτηκε αυτή την τεχνολογία για να αποκτήσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα σύγχρονων ηλεκτρονικών βοηθημάτων. Το hardware του traction control δεν είναι τόσο προηγμένο όσο του R1, αφού δεν διαθέτει αισθητήρες επιτάχυνσης προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα δεδομένα που παίρνει σε πραγματικό χρόνο είναι από την περιστροφή των τροχών, σε συνδυασμό με τις στροφές του κινητήρα και τη θέση του γκαζιού. Αυτά τα στοιχεία επεξεργάζονται μέσω αλγόριθμων και αναλόγως δίνεται ή όχι εντολή στην ECU να κόψει την παροχή ρεύματος στον κινητήρα. Με άλλα λόγια δεν έχουμε εδώ επέμβαση πρώτα στην τροφοδοσία και μετά στο ρεύμα όπως στα καινούρια superbikes. Παρ’ όλα αυτά μπορεί να ρυθμιστεί η ευαισθησία του σε έξι θέσεις (ουσιαστικά επιλέγεις το πρωτόκολλο των αλγόριθμων).
Επίσης, για μοτοσυκλέτα με ψεκασμό ride by wire προκαλεί εντύπωση που το quick shifter είναι παλαιού τύπου, μόνο για τα ανεβάσματα. Η αιτιολογία που δίνει η Yamaha για αυτή την επιλογή της είναι εντελώς παιδική. Λένε ότι είναι για θέμα ασφάλειας του αναβάτη (τυχαίο κατέβασμα!) και για λόγους μακροζωίας του κιβωτίου. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει φυσικά και είναι απλώς θέμα κόστους. Πάντως το 2017 το R6 έγινε το μοναδικό ιαπωνικό 600 με quick-shifter στο βασικό εξοπλισμό του και ο σχεδιασμός του μοχλικού στο λεβιέ ταχυτήτων επιτρέπει να γυρίσεις “ανάποδα” το κιβώτιο, χωρίς επιπτώσεις στη λειτουργία του.
Ο κινητήρας εξακολουθεί να είναι από τους δυνατότερους στην κατηγορία του με 120 ονομαστικούς ίππους στον στρόφαλο, παρά το γεγονός ότι έχει τους περιορισμούς των προδιαγραφών Euro 4. Αυτό το κατάφεραν χρησιμοποιώντας νέας τεχνολογίας καταλύτες και εμπλουτίζοντας με οξυγόνο τα καυσαέρια στους αυλούς εξαγωγής. Η χαρτογράφηση της ηλεκτρονικής είναι επίσης νέα και έχει τρεις επιλογές (D-mode) για την απόκριση του γκαζιού, την STD, την πιο άμεση Α και την πιο ήπια Β. Στην πίστα των Μεγάρων η επιλογή Α ήταν μονόδρομος, αφού η ιδιαίτερη χάραξη της συγκεκριμένης πίστας απαιτεί άμεσες επιταχύνσεις στις εξόδους όλων των στροφών και δεν έχει ροή που θα χρειαζόταν κάποιου είδους έλεγχο του γκαζιού. Σε σύγκριση με το παρελθόν, ο κινητήρας του 2017 μοιάζει πιο πρόθυμος κάτω από τις 9.000 στροφές και δεν έχει εκείνη την εκνευριστική καθυστέρηση στην απόκριση του γκαζιού. Όμως το σκαλοπάτι απόδοσης στις 9.000 στροφές εξακολουθεί να υπάρχει και αν θέλεις να πας γρήγορα με αυτόν τον κινητήρα, τότε δεν πρέπει η βελόνα να δείχνει κάτω από αυτό το σημείο. Το καλό είναι ότι από τις 9.000 έως τις 16.000 (14.600 στην πραγματικότητα) που επεμβαίνει ο κόφτης, έχεις πάνω από 5.500 στροφές ισχυρής επιτάχυνσης. Οδηγήσαμε δύο διαφορετικά R6, το ένα εντελώς normal και το άλλο με πιο κοντή τελική μετάδοση και σλικ ελαστικά. Στην περίπτωση του νορμάλ χρειαζόταν να βάλω 1η στην Κ1 και στην “πλατεία”, καθώς η πρόσφυση των ελαστικών δρόμου δεν επέτρεπε να κουβαλήσω μεγάλη ταχύτητα μέσα στη στροφή, οπότε και οι στροφές του κινητήρα έπεφταν πολύ αν είχα δευτέρα. Αντίθετα στη μοτοσυκλέτα με τα σλικ και την πιο κοντή τελική μετάδοση μπορούσα να έχω 2α στις κλειστές στροφές και αξιοπρεπή επιτάχυνση στις εξόδους. Πάντως ο πρωταθλητής Αλέξης Παπαγεωργίου που μας έκανε την τιμή να είναι μαζί μας εκείνη την ημέρα και γύριζε κάτω από 1:07, μου είπε ότι στις ανοιχτές στροφές η 2α έσκαγε και έπρεπε να βάλει κούφια 3η και ότι το στάνταρ γρανάζι της νορμάλ μοτοσυκλέτας ταιριάζει καλύτερα σε αυτή την πίστα. Οπότε αν το γυρολόγιό σας είναι κάτω από 1:10 κρατήστε το νορμάλ γρανάζωμα. Μία άλλη σημαντική διαφορά που είχαν τα ελαστικά δρόμου (Dunlop 214) σε σχέση με τα slick (Dunlop επίσης) ήταν η επίπτωση στη λειτουργία του traction control, αλλά και στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας στις στροφές, λόγω πρόσφυσης και διαφορετικής κορώνας. Τα ελαστικά δρόμου έκαναν τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάζει πιο ήρεμα (και αργά) στις εισόδους των στροφών και έδιναν μια αίσθηση ομαλότητας, αλλά ταυτόχρονα πρόσθεταν βάρος στο τιμόνι. Επίσης μετά από τρεις γύρους εμφάνιζαν σημάδια υπερθέρμανσης, αναγκάζοντας το traction control να βάλει ένα χεράκι βοήθειας. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των στοιχείων ήταν να οδηγείς το R6 σαν να ήταν ένα μεγάλο superbike, προσπαθώντας να είσαι όση λιγότερη ώρα γίνεται πλαγιασμένος μέσα στη στροφή. Μόνο που εδώ δεν έχεις τα κυβικά και τους 200 ίππους να σε βγάλουν από τη στροφή… Όμως με τα slick που έχουν επιθετική κορώνα και υψηλά επίπεδα πρόσφυσης, το R6 έδειχνε πολύ πιο πρόθυμο να πλαγιάσει στην είσοδο της στροφής και διατηρούσε την ταχύτητά του (οπότε και τις στροφές του κινητήρα) ψηλότερα.
Η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα (με τα slick ελαστικά) είχε επιπλέον αμορτισέρ της Ohlins και ένα τελικό τιτανίου της Akrapovic. Από τιτάνιο πάντως είναι και το στάνταρ τελικό. Το τελικό της Akrapovic κάνει λίγο περισσότερο θόρυβο αλλά δεν προσθέτει κάτι στην απόδοση του κινητήρα. Όσο για το αμορτισέρ της Ohlins, ήταν ρυθμισμένο για αναβάτη 80+ κιλών, οπότε μου έπεφτε κάπως σκληρό για τα δικά μου 67 κιλά. Το σκληρό αμορτισέρ φαινόταν κυρίως στα δυνατά φρεναρίσματα, όπου ο πίσω τροχός έχανε εύκολα την επαφή του με την άσφαλτο, αλλά και στο χούφτωμα του γκαζιού στην έξοδο της στροφή, όπου ακόμα και με τα slick εμφάνιζε ένα αρχικό γλίστρημα.
Το traction control που έχει το R6 δεν είναι τόσο προηγμένο όσο του R1 και βρίσκεται εκεί για να σε σώσει αν το παρακάνεις, όχι για να σε βοηθήσει να πας πιο γρήγορα. Έβγαλε τίμια το ψωμί του με τα ελαστικά δρόμου όταν υπερθερμαίνονταν, όμως με τα slick θα ήθελα να επεμβαίνει στην τροφοδοσία μειώνοντας την ταχύτητα ανόδου των στροφών και όχι στο ρεύμα, κόβοντας εντελώς την παροχή δύναμης. Για το τέλος άφησα τα φρένα, που ήταν το μεγάλο πρόβλημα στα προηγούμενα μοντέλα σε ότι αφορά τη δύναμη πέδησης.
Για το 2017 το R6 απέκτησε τα φρένα της R1-S και μαζί τη δύναμη και το αρχικό δάγκωμα που χρειάζεσαι μέσα στην πίστα. Μαζί με το νέο 43mm upside down πιρούνι (αντί για 41mm) η αίσθηση και η αποτελεσματικότητα στο φρενάρισμα έφτασαν στο επίπεδο που άξιζε αυτή η μοτοσυκλέτα. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι το ABS δεν ρυθμίζεται και κυρίως δεν απενεργοποιείται! Αυτή είναι εντελώς λάθος επιλογή από μέρους της Yamaha. Λένε ότι έχουν ρυθμίσει το ABS να επεμβαίνει καθυστερημένα ώστε να μην ενοχλεί μέσα στην πίστα, όμως σε μια μοτοσυκλέτα που ο πίσω τροχός ελαφραίνει τόσο εύκολα στα δυνατά φρεναρίσματα, θα έπρεπε τουλάχιστον να υπάρχει δυνατότητα απενεργοποίησης για το πίσω φρένο. Ο λόγος φυσικά είναι το κόστος και ο προμηθευτής. Η Yamaha δεν συνεργάζεται πλήρως με την Bosch για την προμήθεια των ηλεκτρονικών και προτιμά να φτιάχνει τα δικά της, αγοράζοντας μόνο το hardware. Καθώς το κόστος του συστήματος της R1 είναι μεγάλο, εδώ έχουμε ουσιαστικά το hardware του ΜΤ-10 προσαρμοσμένο (όσο γίνεται…) για οδήγηση στην πίστα. Από την άλλη μεριά, η Yamaha παρουσίασε δίπλα στη μοτοσυκλέτα μια ολόκληρη σειρά αγωνιστικών εξαρτημάτων για το R6 με ιδιαίτερα προσιτές τιμές, ακόμα κι από ιδιώτες που θέλουν απλώς να κάνουν track day.
Ναι
Το τελευταίο Yamaha R6 που έβγαζε αριθμό κυκλοφορίας
Όχι
ABS που δεν απενεργοποιείται και πρωτόλεια ηλεκτρονικά
Γιατί
Άκρως αποτελεσματικό στην πίστα χωρίς να σου κόβει τα χέρια
Εύρος τιμών
Ψάξτε, ψάξτε… δεν θα το βρείτε. Ελάχιστα πωλήθηκαν -τα περισσότερα για αγωνιστική χρήση, που ήταν και η σωστή επιλογή για την αγορά τους- και αυτή τη στιγμή θα είστε τυχεροί αν βρείτε έστω και ένα μεταχειρισμένο να πωλείται. Εμείς δεν ήμασταν -υπάρχει όμως ακόμα καινούργιο Κ.Π. χωρίς τη δυνατότητα έκδοσης αριθμού κυκλοφορίας, για 14.500 ευρώ.
Τι πρέπει να προσέξετε
Τα κλασικά όσον αφορά σε μοτοσυκλέτα που προορίζεται για χρήση πίστας. Προσοχή σε σημάδια που υποδηλώνουν πτώση ή αγωνιστική χρήση.
Το ρεζερβουάρ είναι αλουμινένιο και το πλαστικό κάλυμμα εμπρός του έχει τα βράγχια του M1Επιτέλους τα φρένα ήρθαν στο επίπεδο της υπόλοιπης μοτοσυκλέταςΤο όνομα δεν αρκεί, αφού το Ohlins που είχε η μία από τις δύο μοτοσυκλέτες ήταν υπερβολικά σκληρό και μείωνε την πρόσφυση του πίσω τροχού
ΥΓ. Οι φωτογραφίες κίνησης είναι από βελτιωμένο R6.
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Αντιπρόσωπος:
ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.Ε.
Τιμή:
14.900 το 2017
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.040
Ύψος (mm):
1.150
Μεταξόνιο (mm):
1.375
Απόσταση από το έδαφος (mm):
130
Ύψος σέλας (mm):
850
Ίχνος (mm):
97
Γωνία κάστερ (˚):
24
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Δύο δοκών αλουμινίου
Πλάτος (mm):
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/190
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Υγρόψυκτος, τετρακύλινδρος σε σειρά με 4Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
67 x 42,5
Χωρητικότητα (cc):
599
Σχέση συμπίεσης:
13,1:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
120/14.500
Ροπή (kg.m/rpm):
6,3/10.500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
200
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός ride by wire με μεταβλητού μήκους αυλούς εισαγωγής
Μονόχρωμη ψηφιακή οθόνη TFT με ενδείξεις για ταχύτητα, στροφές κινητήρα, σχέση ταχυτήτων, ρυθμίσεις απόκρισης γκαζιού σε τρεις θέσεις, ρυθμίσεις επέμβασης traction control σε 6 θέσεις με δυνατότητα απενεργοποίησης, quickshifter, δύο μερικοί χιλιομετρητές, ενδείξεις βενζίνης/ρεζέρβας
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι upside down
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
43/120
Ρυθμίσεις:
Πλήρως ρυθμιζόμενο
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5 Χ 17
Ελαστικό:
120/70-17
Πίεση:
-
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 320mm με δαγκάνα τεσσάρων εμβόλων και ABS