Suter MMX 500: Η εξωτική δίχρονη V4 500 με τεχνολογία MotoGP

Κάνουμε εγκεφαλικό reset παλεύοντας με την Σκύλα
1
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

11/1/2024

Υπάρχει κάποιος που δεν θέλει να οδηγήσει ένα δίχρονο τετρακύλινδρο 500; Και δεν μιλάμε για κάποια race-replica παραγωγής, όπως τo Yamaha RD 500 ή το Suzuki RG 500Γ ή έστω βρε αδερφέ το τρικύλινδρο Honda NS 400 R. Μιλάμε για “καθαρόαιμο” αγωνιστικό δίχρονο V4 και μάλιστα με άμεσο ψεκασμό, άφθονο carbon και σύγχρονη τεχνολογία MotoGP! Αυτή είναι η Suter MMX 500, του γνωστού Ελβετού κατασκευαστή αγωνιστικών συστημάτων σύμπλεξης, που αποφάσισε να φτιάξει μια αγωνιστική δίχρονη V4 500 με τεχνολογία του 2000 για τον εαυτό του και για όσους κουβαλάνε την ίδια τρέλα με αυτόν… Α! Και έχουν τραπεζικό λογαριασμό στην Ελβετία διότι η MMX 500 κάθε άλλο παρά φτηνή είναι.

Όπως καταλαβαίνετε, όταν έχεις την ευκαιρία να την οδηγήσεις στην Ελλάδα και μάλιστα παρουσία του ίδιου δημιουργού της, πας πετώντας μέχρι την πίστα των Μεγάρων, με το σώμα να τρέμει και την καρδιά να φτερουγίζει. Ιδού λοιπόν πως ζήσαμε εκείνη την ημέρα πάνω στην σέλα της εξωτικής Suter MMX 500 και διαβάστε την τεχνική ανάλυση και την ιστορία δημιουργίας αυτής την μοναδικής μοτοσυκλέτας όπως δημοσιεύτηκε στο τεύχος 566 του περιοδικού ΜΟΤΟ το 2017.

Η μοτοσυκλέτα είχε έρθει στην Ελλάδα με ενέργειες της Wolf Racing, της MOTUL και του Γιώργου Παρασκευά προσωπικά, που γνωρίζει τον Eskil Suter και είναι αντιπροσωπός του, δίνοντας μας έτσι αυτή την μοναδική εμπερία οδήγησης. Η αναδημοσίευση γίνεται στα πλαίσια μίας ενέργειας που κάνουμε σε τακτικά διαστήματα, να δίνουμε δηλαδή μία μικρή γεύση στο ευρύτερο κοινό από την πλούσια και μοναδική ύλη της έντυπης έκδοσης. Απολαύστε:

 

Suter MMX 500 - Εγκεφαλικό reset

 

Κάποιες φορές πρέπει να γυρίζεις πίσω στα βασικά. Να πατήσεις το reset και να ξαναφορτώσεις τα λειτουργικά προγράμματα του εγκεφάλου σου από την αρχή. Να καθαρίσεις το μυαλό σου από όλα αυτά τα χιλιάδες μικρά αρχεία, που μετά από τόσα χρόνια καταλαμβάνουν MB και σε κάνουν να κολλάς στα ίδια και τα ίδια. Η οδήγηση της δίχρονης V4 του Suter σου προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να καθαρίσεις το μυαλό σου από τα σκουπίδια

2

Η ημέρα μου ξεκίνησε με δημοσιογραφικό bulling από τον Θάνο: "Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να την οδηγήσεις; Αν γίνει κάτι, ο Suter θα μας ζητάει 100.000 euro αποζημίωση. Για να στο πω πιο απλά, θα χάσουμε τα σπίτια μας και τις δουλειές μας!" Ωραία συναδελφική τόνωση της αυτοπεποίθησης!

Ό,τι χρειάζεται κάποιος για να ανέβει στη σέλα μιας δίχρονης μοτοσυκλέτας 180 ίππων στον τροχό και μόλις 135 κιλών, στην παγωμένη πίστα των Μεγάρων που φημίζεται για την “ποιότητα” του ασφαλτοτάπητά της. Σαν να μην έφτανε αυτό, λίγο πριν μου είχε κοπεί η αλυσίδα και παραλίγο να μπλεχτεί ανάμεσα στον πίσω τροχό και το ψαλίδι, στην μοτοσυκλέτα που έκανα μερικούς γύρους προθέρμανσης.

Όλα τα σημάδια έδειχναν ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να καβαλήσω Το Τέρας.

Όμως τέτοιες ευκαιρίες δεν σου δίνονται κάθε μέρα και η επιθυμία να την οδηγήσω ήταν πολύ πιο ισχυρή από κάθε άλλη λογική σκέψη. Κανένας οπαδός των GP δεν μπορεί να αντισταθεί στον οξύ ήχο των τεσσάρων εξατμίσεων και τις “ναρκωτικές ουσίες” που περιέχονται στη μυρωδιά του αγωνιστικού συνθετικού διχρονόλαδου. Εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό για μένα, από το να βγω στην πίστα καβάλα στην MMX 500 και δεν μετανιώνω για το ρίσκο που πήρα.

3

Όταν ο καφές λεκές στο σώβρακο δεν είναι ντροπή

Το βασικό πλεονέκτημα που έχεις όταν καβαλάς την MMX 500 είναι ότι μπορείς να επιστρέψεις στα πιτς με χεσμένο σώβρακο και κανείς να μην σε ειρωνευτεί. Αντιθέτως, σε κάθε γύρο που περνάς από μπροστά τους σε θαυμάζουν που είσαι ακόμα ζωντανός.

Ο μύθος των άγριων και απάνθρωπων GP500 που την περιβάλει, σου δίνουν το άλλοθι να την οδηγήσεις προσεκτικά στους πρώτους γύρους γνωριμίας και σου δίνει τον χρόνο που χρειάζεσαι για να ξεχάσεις όσα ήξερες και να ξαναμάθεις την αλφάβητο από την αρχή.

Ανήκω στην πιο τυχερή γενιά Ελλήνων μοτοσυκλετιστών, που στα δεκαοχτώ μας είχαμε δίπλωμα μοτοσυκλέτας ανεξαρτήτου κυβισμού και ζήσαμε στη χρυσή εποχή των μεταχειρισμένων Ιαπωνίας, όπου με έξι ή επτά μήνες δουλειάς σε σουβλατζίδικο αγοράζαμε NSR 250 SP, TZR 250 R, RGV 250 Γ SP και φυσικά όποιο Superbike 750 γουστάραμε.

Για την γενιά μου τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: Οι καθαρόαιμες αγωνιστικές μοτοσυκλέτες ήταν δίχρονες και οι μοτοσυκλέτες για τον δρόμο ήταν τετράχρονες. Τόσο απλά! Όσοι θέλαμε να γευτούμε την οδήγηση μιας αγωνιστικής μοτοσυκλέτας στο δρόμο αγοράζαμε ένα δίχρονο V2 των 250 κυβικών.

Όμως όταν περνάνε δεκαέξι χρόνια από την τελευταία φορά που έχεις οδηγήσει δίχρονο και σχεδόν εικοσιτέσσερα από την πρώτη σου βόλτα με εκείνο το μαύρο-κίτρινο TDR 250, οι μνήμες είναι θολές αλλά ταυτόχρονα πολύ βαθιά φυτεμένες για να τις ξεριζώσει ο χρόνος.

Η μεγάλη διαφορά των δίχρονων μοτοσυκλετών από τις τετράχρονες, δεν είναι μόνο ο τρόπος απόδοσης . Διαφέρουν εντυπωσιακά στο βάρος και στο μέγεθος του κινητήρα τους.

Ο μικρός όγκος που καταλαμβάνουν πάνω στη μοτοσυκλέτα, επιτρέπει στους σχεδιαστές των πλαισίων να τον τοποθετήσουν στο σημείο που πρέπει και όχι απλώς στο σημείο που χωράει.

Το πολύ χαμηλό ύψος των κεφαλών και η απουσία των εκκεντροφόρων και της καδένας τους, σε βοηθάει να σχεδιάσεις ένα στενό, συμμετρικό πλαίσιο με δύο τεράστιους ευθύγραμμους δοκούς, απίστευτα ελαφρύ και άκαμπτο.

Το βάρος του δίχρονου κινητήρα είναι πολύ μικρότερο από του αναβάτη, σε αντίθεση με τους τετράχρονους που ζυγίζουν έως και 65 στην περίπτωση των τετρακύλινδρων. Αυτές οι διαφορές παίζουν καταλυτικό ρόλο στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας όταν αλλάζει πορεία ή στρίβει με πολύ υψηλές ταχύτητες.

Στον τρόπο που αποδίδει τη δύναμη και τη ροπή του ένας δίχρονος κινητήρας στο πίσω ελαστικό, δεν υπάρχουν συγκρίσεις με έναν ίδιας ιπποδύναμης τετράχρονο. Όλα αυτά καθορίζουν σε απόλυτο βαθμό τον τρόπο οδήγησης μια δίχρονης μοτοσυκλέτας. Απαιτούνται διαφορετικοί χειρισμοί από τον αναβάτη, ο οποίος αν δεν προσαρμοστεί αμέσως θα βρεθεί πολύ γρήγορα άσχημα μπλεγμένος.

4

Μην πετάς πέτρες στο γορίλα

Στην περίπτωση της Suter MMX 500, θεωρητικά έχει γίνει προσπάθεια ώστε η συμπεριφορά του κινητήρα να μοιάζει όσο περισσότερο γίνεται με τετράχρονου. Ναι καλά! Αν το πιστέψεις αυτό, θα βρεθείς μέσα στο ίδιο κλουβί με το γορίλα που πριν λίγα λεπτά του πέταγες πέτρες στο κεφάλι. Όχι ιδιαίτερα ευχάριστη εμπειρία για να ζήσει κάποιος…

Το σλόγκαν The Beast is Back ή το άλλο που έγραφε στο φαίρινγκ 4 strokes are 4 Grandmothers, είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Ναι μεν η άνοδος των στροφών γίνεται γραμμικά και η δύναμη έρχεται με σχετική ομαλότητα, όμως ο δίχρονος χαρακτήρας δεν έχει αλλοιωθεί καθόλου.

Έχεις στη διάθεσή σου ένα μικρό φάσμα συμπυκνωμένης δύναμης μεταξύ 7.500-10.500 στροφών, που αν φύγεις έξω από αυτό δεν υπάρχει τίποτα. Κάτω από τις 7.500 στροφές αδιαφορεί παντελώς για τις κινήσεις που κάνει το χέρι σου στην γκαζιέρα.

Είτε τέρμα το ανοίξεις, είτε μέχρι την μέση, ο κινητήρας της MMX 500 ξεροβήχει σαν να προσπαθεί να καθαρίσει τον λαιμό του. Και αυτό ακριβώς κάνει, αφού μόλις το στροφόμετρο δείξει πάνω από τις 7.500 ξεσπάει με ένα οξύ, στεγνό ουρλιαχτό. Μόλις συμβεί αυτό, η μοτοσυκλέτα εκτοξεύεται εμπρός και έχεις στη διάθεσή σου ελάχιστο χρόνο μέχρι να προετοιμαστείς για την επόμενη αλλαγή ταχύτητας, που θα μαστιγώσει ξανά τα 180 δίχρονα άλογα.

Όσο προσπαθείς να την οδηγήσεις σαν τετράχρονο, απλώς ματαιοπονείς. Ο έλεγχος του γκαζιού πέρα από το στενό φάσμα των 7.500-10.500 στροφών είναι ανύπαρκτος και δεν γίνεται τίποτα σπουδαίο αν ανοίγεις προοδευτικά το γκάζι κάτω από τις 7.500 στροφές.

Επιπλέον, αυτό εμπεριέχει τον κίνδυνο να βρεθείς με πολύ ανοιγμένο το γκάζι όταν ο κινητήρας μπει στην “καλή” περιοχή στροφών και να βρεθείς προ μεγάλων εκπλήξεων - στην περίπτωσή μας να κάνεις ένα θεαματικό high-siding πριν δεις την έξοδο της τελευταίας στροφής της πίστας των Μεγάρων.

Πολύ θα ήθελα να γράψω ότι ο κύριος Suter κατάφερε να φτιάξει τον πρώτο φιλικό για όλους V4 δίχρονο κινητήρα, που μπορεί να τον οδηγήσει κάθε πλούσιος χομπίστας, με οποιουδήποτε επιπέδου εμπειρία, όμως θα ήταν ψέματα. Η Suter MMX 500 είναι σκύλα!

Βγαίνοντας στα πιτς μετά από τους τέσσερεις πρώτους γύρους, ευχαριστώ τον Θεό που μου έδωσε την ευκαιρία να οδηγήσω μια τόσο σπάνια και εξωτική μοτοσυκλέτα, όμως μέσα μου κάτι με τρώει.

Σαν να μου έχουν δώσει ένα γρίφο, που είμαι βέβαιος ότι μπορώ να λύσω αλλά ακόμα δεν τα έχω βρει την αρχή του νήματος. Η MMX 500 μου είχε ήδη δώσει τα στοιχεία που χρειαζόμουν για την λύση του. Έπρεπε όμως να τα βάλω σε μια σωστή σειρά.

Η εργονομία της θέσης οδήγησης, η γεωμετρία του πλαισίου και το πολύ μικρό βάρος της μοτοσυκλέτας ήταν σαφές ότι μου ζητούσαν να μπω στις στροφές με πολύ μεγαλύτερη φόρα. Ο κινητήρας από την μεριά του, μου τα είπε ξεκάθαρα: "Εγώ φίλε είμαι εδώ για να σπρώχνω την μοτοσυκλέτα εμπρός με όλη μου τη δύναμη. Αυτές τις σαχλαμάρες για έλεγχο του γκαζιού στις χαμηλές και μεσαίες στροφές δεν τα καταλαβαίνω." Όσο με βασανίζουν οι σκέψεις μου, βλέπω το κύριο Suter να μου κάνει νοήματα. "Άμα θέλεις, μπορείς να κάνεις άλλους έξι γύρους."

Πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του είμαι ήδη πάνω στη μοτοσυκλέτα και ο Θάνος αδειάζει μια καρτέλα υπογλώσσια μέσα στο στόμα του και αρχίζει να τα μασάει χωρίς νερό…

5

Η λύση είναι η φόρα, ακόμα περισσότερη φόρα

Η δεύτερη βόλτα μαζί της δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την πρώτη. Έχοντας κάνει ένα γενναίο reset στο μυαλό μου και επαναφέροντας από τα σκονισμένα ράφια της μνήμης όποια εμπειρία είχα αποκτήσει από την οδήγηση δίχρονων σπορ μοτοσυκλετών στα νιάτα μου, βάζω σε εφαρμογή μια απλή, αλλά ιδιαίτερα δύσκολη στην εφαρμογή οδηγική τακτική. Μαζεύω όση περισσότερη φόρα μπορώ τις ευθείες με την βοήθεια του κινητήρα και στρίβω με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορώ με την βοήθεια του ελαφριού, άκαμπτου πλαισίου.

Για να το πετύχεις αυτό πρέπει να κάνεις τις αλλαγές ταχυτήτων στην ευθεία, ακριβώς μόλις το στροφόμετρο ξεπεράσει τις 10.500 στροφές. Αν ανεβάσεις ταχύτητα πιο νωρίς η MMX 500 θα σηκώσει απότομα τον εμπρός τροχό στον αέρα. Αν αλλάξεις μετά τις 11.000 ρισκάρεις να “χτυπήσεις” κόφτη, με αποτέλεσμα να μπερδευτεί το Quick-shifter και να χάσεις χρόνο ή ακόμα και την αλλαγή ταχύτητας. Ο λεβιές του κιβωτίου ταχυτήτων και το quick-shifter δούλευαν αρμονικά και με ακρίβεια μόνο όταν είχες το γκάζι γενναία ανοιχτό και τις στροφές του κινητήρα πάνω από τις 8.000. Με μισό γκάζι ή κάτω από αυτές τις στροφές, το κιβώτιο μάγκωνε και δεν άλλαζε ταχύτητες χωρίς συμπλέκτη.

Όλη η μαγεία αυτής της μοτοσυκλέτας (η οποία χάθηκε όταν σταμάτησαν να παράγονται δίχρονα supersport) είναι η ταχύτητα εισόδου στις στροφές. Αν δεν το έχεις ζήσει, μάλλον δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις πόση μεγάλη διαφορά υπάρχει σε σύγκριση με μια βαριά τετράχρονη superbike.

Καθώς ο κινητήρας δεν φρενάρει τον πίσω τροχό όταν κλείνεις το γκάζι κατεβάζοντας ταυτόχρονα δύο-τρεις ταχύτητες πριν μπεις στη στροφή, η MMX 500 ρέει μέσα στην πίστα. Μόλις βρεθείς στη μέση της στροφής καταλαβαίνεις ότι δεν χρειαζόταν να φρενάρεις τόσο πολύ.

Γύρο με τον γύρο, φρενάρεις όλο και λιγότερο, μπαίνεις στις στροφές όλο και πιο γρήγορα… Σιγά-σιγά η Σκύλα γίνεται αρνάκι! Η μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στη στροφή σε βοηθάει να μένουν οι στροφές του κινητήρα ψηλά και στην έξοδο είναι έτοιμος να σε τινάξει εμπρός.

Όμως για να γίνει αυτό, θέλει να έχεις επιλέξει τη σωστή σχέση ώστε στο τελευταίο 1/3 της στροφής να δείχνει το στροφόμετρο 8.000 με 9.000 στροφές. Όποιο χειρισμό κάνεις πάνω της, θα πρέπει να είναι συγκεκριμένος και να εξυπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό. Εδώ φρενάρεις, εδώ ανοίγεις το γκάζι, εδώ αλλάζεις ταχύτητα, με τόσα στρίβεις. Αν το κάνεις, περνάς σε μία άλλη διάσταση όπου η οδήγηση γίνεται… ερωτική πράξη! Αν δεν το κάνεις, σε ξαναρίχνουν πίσω στο κλουβί με τον γορίλα.

7

Ζήλια

Όσο μεγαλώνουμε σε ηλικία, τόσο περισσότερο ζηλεύουμε τους νέους για τα πράγματα και τις ευκολίες που έχουν σήμερα και δεν είχαμε τότε εμείς. Όμως ως μοτοσυκλετιστής δεν ζηλεύω καθόλου την νέα γενιά που δεν μπορεί πλέον να οδηγήσει μια δίχρονη σπορ μοτοσυκλέτα.

Νοιώθω πολύ τυχερός που έζησα την εποχή όπου τα αγωνιστικά ήταν δίχρονα και οι μοτοσυκλέτες δρόμου τετράχρονες και νοιώθω δέκα φορές πιο τυχερός που οδήγησα την Suter MMX 500 και ξαναθυμήθηκα γιατί το λέγαμε τότε αυτό. Γιατί έτσι είναι!

8

Τεχνική Ανάλυση – ιστορικό

 

Two stroke forever!

 

Έχει κρύο στα Μέγαρα. Ο Eskil Suter ζητάει ταινία, σκύβει και βάζει δύο λωρίδες στο πάνω ψυγείο του MMX500. Για λίγες ώρες, ζήσαμε την εμπειρία ενός δίχρονου V4, με ήχους, εικόνες και μυρωδιές από την Χρυσή Εποχή των GP500. Μόνο που το Suter είναι ακόμα καλύτερο από κείνα...

Γιατί; Όπως λέει ο ίδιος, "Τώρα δεν μας περιορίζουν οι κανονισμοί, οπότε κάνουμε ό,τι θέλουμε!" Αυτό το ό,τι θέλουμε κουβαλάει μαζί του την πρόσθετη εμπειρία πάνω από 15 ετών, από τότε που έπεσε τσεκούρι στις συμμετοχές των δίχρονων στα GP. Με την εμπειρία της Suter Racing Technology στα πλαίσια, αλλά και τις εξελίξεις στα ηλεκτρονικά, το ΜΜΧ500 είναι κάτι παραπάνω από τα εργοστασιακά, ενώ από την στιγμή που δεν απευθύνεται σε ομάδες με budget εκατομμυρίων, είναι και μια πολύ πιο απλή κατασκευή, λιγότερο ιδιότροπη και μπελαλίδικη από τα racing του τότε. Κι όπως πάντα, πίσω από κάθε τι που αξίζει, βρίσκονται τα όνειρα και η σκληρή δουλειά ενός ανθρώπου. 

9

Eskil Suter – μόνο τυχαίος δεν είναι...

Ο Eskil Suter ξεκίνησε την αγωνιστική του εμπλοκή από το motocross, κι όπως μου είπε στα Μέγαρα "Αυτή είναι ακόμα η μεγάλη μου αγάπη!". Κι όταν μια τέτοια δήλωση έρχεται από τον άνθρωπο που έχει τόση ιστορία στις ασφάλτινες πίστες, μετράει αλλιώς.

Μένει ακόμα κι έχει την Suter Racing Technology στο Turbenthal, το μικρό χωριό κοντά στην Ζυρίχη της Ελβετίας όπου γεννήθηκε το 1967. Μετά από κάποια χρόνια στα χώματα, έτρεξε στην Daytona με 250 το ’91, όπου και τερμάτισε δεύτερος. Την επόμενη χρονιά, είχε και την πρώτη του συμμετοχή στα GP250 με Aprilia.

Συνέχισε στα 250 ως το ’96, τερματίζοντας δύο φορές 13ος στο πρωτάθλημα, μία 14ος και μία 19ος.  Την Suter Racing Technology την ίδρυσε το ’96, με αντικείμενο την εξέλιξη τεχνολογικών λύσεων για τους ασφάλτινους αγώνες μοτοσυκλέτας. Το 1998 ήταν αναβάτης εξέλιξης για την ομάδα της MuZ στα GP500, με την μοτοσυκλέτα να χρησιμοποιεί τον κινητήρα της Swissauto σε πλαίσιο ROC.

Όταν ο αναβάτης της ομάδας Doriano Romboni τραυματίστηκε στον δεύτερο μόλις αγώνα της χρονιάς, ο Suter στήθηκε στην εκκίνηση και στους υπόλοιπους αγώνες βαθμολογήθηκε σε τρεις. Η MuZ όμως αποφάσισε να μην χρησιμοποιεί πια το Γαλλικό πλαίσιο της ROC, κι έτσι ο Suter ανέλαβε να εξελίξει ένα νέο. Το ’99 η MuZ είχε δικό του πλαίσιο στα GP500, κι έτσι από αναβάτης εξέλιξης έγινε και κατασκευαστής πλαισίων.

11

Έχει εξελίξει και μοτοσυκλέτα MotoGP για την Kawasaki (ZX-RR, 2004-2006), όπως και το Ilmor SRT X3 800 με τις πνευματικές βαλβίδες (2006), αλλά και τον τρικύλινδρο κινητήρα του Foggy Petronas FP1 των 900cc για τα superbike (2002-2005). Η Suter Racing Technology άρχισε την εμπλοκή της στην Moto2 το 2010, με πλαίσια ειδικά φτιαγμένα για τον κινητήρα της Honda, κερδίζοντας το πρωτάθλημα κατασκευαστών το 2010 και το 2011, χωρίς όμως κάποιος αναβάτης της να στεφθεί πρωταθλητής. Το 2012 όμως, τα κέρδισε και τα δύο, κατασκευαστών και αναβατών, με τον Marc Marquez.

Την ίδια χρονιά, κατασκεύασε και ένα πρωτότυπο για τα MotoGP, με κινητήρα BMW S1000RR, που είχε δοκιμαστεί από την ομάδα Marc VDS Racing από τα τέλη του 2010 και όλο το 2011. Αυτή η μοτοσυκλέτα συμμετείχε στα MotoGP με την Forward Racing.

"Ήμουν αγωνιζόμενος για πάνω από 35 χρόνια, πρώτα motocross, μετά το γύρισα σε αγώνες ταχύτητας. Τα πήγα καλά στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, κι αργότερα πέρασα στα GP. Κυρίως έτρεχα στα 250, από το '92 ως το '96. Υπό κανονικές συνθήκες, όσο δηλαδή τα πάντα πήγαιναν καλά, συνήθως θα ήμουν από δέκατος ως δωδέκατος, και νομίζω πως ο καλύτερος τερματισμός μου ήταν πέμπτος στο Assen το ’95.
Σταμάτησα τους αγώνες γιατί είχαμε αρχίσει να επικεντρωνόμαστε πολύ περισσότερο στην τεχνική πλευρά τους, αφού ως Ελβετός αναβάτης ήταν δύσκολο να πάρω εργοστασιακά εξαρτήματα, οπότε αναγκαστήκαμε να φτιάξουμε δικά μας!

Πριν ακόμα σταματήσω να τρέχω, μας απασχολούσε πολύ περισσότερο η συντήρηση και εξέλιξη των κινητήρων και εξαρτημάτων του πλαισίου, παρά η οδήγηση, κι αυτό μάλλον δεν βελτιώνει τους τερματισμούς!

Έτσι ξεκινήσαμε, και γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που είμαστε τώρα. Στήσαμε την Suter Racing κι αρχίσαμε να πουλάμε εξαρτήματα στους μέχρι τότε αντιπάλους μας. Είμαστε τυχεροί, γιατί κάναμε το πάθος μας επάγγελμα. Από πάντα η ζωή μου περιστρεφόταν γύρω από τις μοτοσυκλέτες... Τις έχω στο αίμα μου και στην καρδιά μου!"
 

12

Γδύστην! Τσίτσιδη!

 

Σπρώχνουμε το V4 στην εκκίνηση της πίστας των Μεγάρων, την ίδια μοτοσυκλέτα που λίγους μήνες πριν είχε στηθεί στην εκκίνηση του ΤΤ στο Isle of Man, με αναβάτη τον Ian Lougher. "Δεν έχουμε πειράξει τίποτα, και θα δείτε όταν το οδηγήσετε, πως ο λεβιές των ταχυτήτων είναι πιο σκληρός απ’ ότι θα έπρεπε, γιατί αν δεν τον κάνεις έτσι, με τα σαμαράκια, τα κοπανήματα και τις προσγειώσεις στο Isle of Man, ανεβάζει ταχύτητες μόνο του!", προειδοποιεί ο Eskil Suter, και με ένα τεσσαράκι allen κι ένα οχταράκι Τ αρχίζει να γδύνει το δημιούργημά του.

Εξαιρετικά απλή διαδικασία, αφού το φαίρινγκ στηρίζεται με συνδέσμους Djus μισής στροφής. Άλλες τρεις βίδες κι έχουμε πάρει όλα τα carbon στο χέρι, θαυμάζοντας την ελαφρότητα της ύπαρξής τους. Κι όπως συμβαίνει και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όταν γδυθεί καταλαβαίνεις τη διαφορά. Την παράσταση κλέβουν μεμιάς οι εξατμίσεις, καθώς είναι πια ό,τι πιο ασυνήθιστο σε μια μοτοσυκλέτα.

Οι θάλαμοι διαστολής είναι κατασκευασμένοι από τιτάνιο, από τους μετρ του υλικού στην Akrapovic, και δεν θυμάμαι να έχω δει άλλη φορά δίχρονες εξατμίσεις από την Σλοβένικη εταιρία. Τελικά δίχρονων, ή καλύτερα, τσιμπουκόφωνα όπως πολύ πιο εύηχα λέγονται, φτιάχνει, αλλά θαλάμους διαστολής όχι, εκτός από αυτούς. Κι είναι και οι τέσσερις διαφορετικοί, με τους δύο επάνω να είναι καθρέφτης ο ένας του άλλου, με μία μόνο βάση στην ουρά, και τους δύο κάτω εντελώς ανόμοιους, να συστρέφονται πριν καταλήξουν στην δεξιά μεριά του ψαλιδιού banana. Ειδικά αυτή του κάτω αριστερού κυλίνδρου, μοιάζει με πύθωνα που μόλις έφαγε τον άτυχο ιθαγενή. "Δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

13

Σε συνεργασία με ένα διεθνώς αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο σχεδιάσαμε τις εξαιρετικά λεπτές και ελαφριές εξατμίσεις που κατασκεύασε η Akrapovic. Ένας από τους κύριους λόγους που θέλαμε να τρέξουμε στο Isle of Man είναι πως αποτελεί το τέλειο πεδίο δοκιμών, αφού είναι ο παγκοσμίως πιο σκληρός αγώνας σε δημόσιους δρόμους", λέει ο Suter. Tα μικροσκοπικά carbon τελικά δεν πείθουν πως δικαιολογούν την ονομασία "σιγαστήρες".

Το επόμενο σημείο που καρφώνεται το μάτι είναι το ψαλίδι. Όχι το πλαίσιο, το ψαλίδι, κι ειδικά από την αριστερή μεριά του που είναι σχεδόν διπλάσια από την δεξιά.

Φτιαγμένο κι αυτό, όπως και το πλαίσιο, από συνδυασμό αλουμινένιων διαμορφωμένων φύλλων και μασίφ κομματιών κατεργασμένων σε CNC, έχει ενισχυτικά βαθουλώματα σε στρατηγικά σημεία.

Όπως και το πλαίσιο των δύο δοκών, εντυπωσιάζει γιατί ενστικτωδώς καταλαβαίνεις πως είναι έτσι γιατί έτσι χρειάζεται να είναι, χωρίς περιττές ντιζαϊνιές. Η περιοχή του λαιμού στο πλαίσιο είναι ένα κουτί ολόκληρο, καθώς αποτελεί και την είσοδο του αέρα για το κλειστό φιλτροκούτι του ψεκασμού. Και κλειστό σημαίνει Ram Air, με όφελος στην πίεση της εισαγωγής όσο ανεβαίνουν τα χιλιόμετρα.

Η κατανομή του βάρους είναι 54-46 % εμπρός-πίσω, κάτι λογικό αφού ο άξονας του ψαλιδιού είναι σχεδόν στη μέση της μοτοσυκλέτας, και τα πάντα που έχουν κάποιο αξιόλογο βάρος (ο κινητήρας και το ρεζερβουάρ με την βενζίνη δηλαδή) είναι μπροστά από κει. Μετά βλέπεις και τα μαρσπιέ που είναι... τριάντα πόντους πίσω από τον άξονα του ψαλιδιού, και καταλαβαίνεις πως με τον αναβάτη επάνω, η αναλογία θα πλησιάζει το 50-50. Τα πάντα στο πλαίσιο είναι ρυθμιζόμενα, από την κάστερ ως το ύψος του άξονα του ψαλιδιού και το μεταξόνιο, μαζί με την θέση οδήγησης φυσικά.

14

Την μεγαλύτερη συγγένεια με όσα πλαίσια έχει φτιάξει ως τώρα ο Suter για τα MotoGP την έχει με αυτό του Ilmor SRT X3 των 800cc, του 2007. Διαστάσεις και γεωμετρία δεν ανακοινώνονται, αλλά το μεταξόνιο είναι κοντά στα 1.400mm που είχαν τα δίχρονα 500 στις δόξες τους. (Για όσους γεννήθηκαν πρόσφατα, να θυμίσουμε πως η τελευταία χρονιά που έτρεξαν, σε ρόλο κομπάρσου μαζί με τις μπετονιέρες, ήταν το 2003).

Μετά το πλαίσιο το μάτι πάει στα χρυσά, στο πιρούνι FGR300 της Ohlins, και στο ΤΤΧ36 αμορτισέρ, που αποτελούν τις βασικές επιλογές. Για όποιον το αντέχει η τσέπη του, και δεν τον μοιάζουν μερικές χιλιάδες ευρώ παραπάνω, ο Eskil τοποθετεί και τα εντελώς MotoGP Ohlins, το πιρούνι RVP20 και το αμορτισέρ RVP46.

Ακόμα όμως και με τα "απλά" Ohlins, η αίσθηση στα σχεδόν motocross Μέγαρα ήταν πως η ανάλαφρη μοτοσυκλέτα πάταγε κάτω, με μια σταθερότητα πολύ βαρύτερης, παρά τα ελάχιστα κιλά της, χωρίς αναπηδήσεις ή άλλα χαζά.

16

Εμπιστοσύνη για να πάρεις φόρα.... Αντίστοιχα κορυφαίου επιπέδου είναι και τα φρένα, με τις GP4-RR δαγκάνες της Brembo. Oι εμπρός δίσκοι μοιάζουν μικροί στα 320mm, αλλά με μόνο 127 κιλά βάρους φτάνουν και περισσεύουν, άλλωστε και ο τρόπος που θέλει να οδηγείται, δεν απαιτεί κάτι περισσότερο. Κι ενώ χαϊδεύει κανείς τις αναρτήσεις, βλέπει πως υπάρχουν και εμπρός και πίσω αισθητήρες καταγραφής δεδομένων για την λειτουργία τους, μέσω του συστήματος της 2D, εταιρίας που έχει εμπειρία πάνω από είκοσι χρόνια.

Και τα YZR500 της Yamaha το ίδιο σύστημα χρησιμοποιούσαν (κι όχι, δεν το θυμόμουν από τότε, αλλά στην κουζίνα μας στο ΜΟΤΟ έχουμε κορνιζαρισμένη μια μεγάλη φωτό του Abe με το YZR, κι είδα το αυτοκόλλητο της 2D στο ψαλίδι!). Γιατί τηλεμετρία και καταγραφή δεδομένων;

Μα, όταν ο Eskil αυτοπροσώπως θα σας παραδώσει το καινούργιο σας ΜΜΧ500, όπως έκανε πρόσφατα με πέντε πελάτες του, είχε κλείσει το Mugello και ρύθμισε ανάλογα την μοτοσυκλέτα του καθενός. Ε, όταν δίνεις πάνω από 100.000 ευρώ, έχεις και το ανάλογο service κατά την παράδοση.  

17

 

Δίχρονο V4, live!

Ναι, V, αλλά πόσο V; Με το μάτι το βλέπεις να είναι κάτι λιγότερο από 90 μοίρες, αλλά πόσο; Ιστορικά, τα δίχρονα V4 είχαν γωνίες από 65 ως και 108 μοίρες. Ο Suter μου λύνει την απορία: "V80°, με αντίθετα περιστρεφόμενους στροφάλους". Γιατί 80°; "Θέμα κραδασμών δεν υπάρχει, οπότε επιλέχθηκε η περιεχόμενη γωνία που βόλευε περισσότερο χωροταξικά!"

Στην καριέρα των δίχρονων V4, σχεδόν όλοι – εκτός της Honda! – κατέληξαν στην λύση των δύο ξεχωριστών στροφάλων, κάτι που δίνει ελαφρά πιο στενό κινητήρα και βελτιώνει την συμπεριφορά, μειώνοντας το γυροσκοπικό φαινόμενο από την περιστροφή του στροφάλου. Έχουμε έτσι δύο στροφάλους γραναζωμένους μεταξύ τους.

Η βασική διαφορά με έναν τετράχρονο V4 είναι πως ο δίχρονος έχει τέσσερα κομβία και τέσσερις ανεξάρτητους στροφαλοθάλαμους, απαραίτητους για να διατηρείται η πίεση της εισαγωγής, ενώ ο τετράχρονος μπορεί να έχει δύο μπιέλες ανά κομβίο. Το επόμενο που χαρακτηρίζει έναν δίχρονο V4 είναι ο χρονισμός του.

Είναι screamer ή big bang, έχει δηλαδή μικρά, ή μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στις αναφλέξεις; Στην περίπτωσή μας έχουμε έναν κανονικό screamer, με μια ανάφλεξη κάθε 90 μοίρες, με σειρά ανάφλεξης κυλίνδρων 1-3-2-4.

18

Ανάλογα με το τι βλέπω στο μηχανάκι και τι μου περνάει απ’ το μυαλό, ρωτάω τον Eskil Suter, πηδώντας από τα διαστήματα ανάφλεξης στην μακροζωία των πιστονιών: "Τα πιστόνια αντέχουν και για παραπάνω, αλλά προληπτικά τα αλλάζουμε κάθε 800-1000km, ενώ τους στροφάλους κάθε 3-5.000, ανάλογα την χρήση.

Αλλά τώρα που το λέμε, δεν έχουμε αλλάξει ποτέ κανέναν, οπότε δεν ξέρουμε, μπορεί να αντέχουν και πολύ παραπάνω!" Ένα στοιχείο που δεν είχαν τα GP500, αλλά έχει το Suter, είναι ο ψεκασμός. Οι Ιάπωνες το είχαν δουλέψει, η Honda μάλιστα είχε φτιάξει και ψεκαστό NSR500, αλλά δεν το έτρεξαν.

Δυστυχώς, τα δίχρονα παραγωγής δεν πρόλαβαν να περάσουν στον ψεκασμό, κάτι που θα κάνουν από του χρόνου τα μόνα δίχρονα που απέμειναν, τα enduro και τα motocross. To Suter έχει κεντρική μονάδα ελέγχου της Mectronic που διαχειρίζεται την ανάφλεξη και την τροφοδοσία, μέσω τεσσάρων ενοποιημένων σωμάτων ψεκασμού, που οδηγούν σε βαλβίδες reed με πέταλα carbon fiber. Υπάρχουν κανονικά πεταλούδες, με δύο μπεκ ανά εισαγωγή, ένα κάτω από την πεταλούδα κι ένα από πάνω, shower.

Ο Eskil Suter ήταν έτοιμος να προσθέσει και τα Μέγαρα στην εμπειρία του από τις πίστες του κόσμου τούτου. Λίγο σπρώξιμο και το Τέρας παίρνει, με έναν τραγανό, ροκανιστό ήχο σαν να σκάνε συνέχεια δυναμιτάκια...

Το ζεσταίνει με γκαζιές κοντά στις 8.000, βάζει το χέρι του στα ψυγεία, κι όταν θεωρεί πως έχει φτάσει σε ασφαλή θερμοκρασία, ανεβάζει ακόμα πιο ψηλά τις στροφές...

Ξαφνικά η ογδονταμελής Συμφωνική Ορχήστρα Αλυσοπρίονων Χωρίς Εξάτμιση κάνει κρεσέντο κι ανεβάζει στον κόφτη... Ο ήχος αυτός από τις γκαζιές ως τις 12.000 κάποια στιγμή θα κυκλοφορεί σε παράνομα αρχεία, που two stroke πρεζάκια θα ακούν με κλειστές πόρτες και παράθυρα...

19

Κι όμως, όταν τελικά βάζει κράνος, πρώτη, και ξεκινά με λίγες στροφές από τα πιτς, ο ήχος είναι απρόσμενα βαθύς, σαν μουγκρητό, και η λειτουργία εξαιρετικά καθαρή, χάρη και στον ψεκασμό, αλλά και στις ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες που μεταβάλλουν το ύψος της θυρίδας εξαγωγής.

Καθώς είναι κλειστές σ’ αυτή τη φάση, και το ύψος των θυρίδων το ελάχιστο, είναι υπεύθυνες και για τον βαρύ για δίχρονο ήχο του κινητήρα στις χαμηλές στροφές. Μέσα στην πίστα, έχουμε μια μίνι αναβίωση της σεζόν των GP του 2003, όταν τετράχρονα και δίχρονα γύρναγαν μαζί: Ο Παρασκευάς με το R1 του, και ο Eskil Suter με το... Suter του, το ένα τετρακύλινδρο τετράχρονο cross plane, το άλλο τετρακύλινδρο δίχρονο screamer, με το πρώτο να παίζει μια βαρύτονη υπόκρουση στα στριγγά ροπιάσματα του άλλου...

Θα λέγατε όχι σε μια έκδοση δρόμου;

Δρόμου; Δηλαδή με πινακίδα; Ποιος τρελός θα το φτιάξει, γιατί τρελούς να το αγοράσουν έχουμε! Μα, αυτός ο Ελβετός, που γυαλίζει το μάτι του... Όταν βγήκε από την πίστα, τον ρωτάω για την αναλογία λαδιού στην βενζίνη, και παίρνω μια απρόσμενη απάντηση: "Τώρα βάζουμε 3% λάδι.

Αλλά [εδώ άστραψε το μάτι του...] έχουμε ήδη έτοιμη αντλία λαδιού, που θα καταργήσει την μίξη στο ρεζερβουάρ! Έτοιμη είναι επίσης και η μίζα, κι έτσι δεν θα χρειάζεται σπρώξιμο για να πάρει μπρος." ΟΚ, και μετά θα του βγάλουμε και πινακίδα για να κυκλοφορούμε στο δρόμο, αστειεύομαι.

Αλλά ο Ελβετός δεν αστειευόταν: "Θα γίνει κι αυτό, είναι στα σχέδιά μας!" Να δω πως θα καταφέρουν να το κάνουν αυτό... Έτσι κι αλλιώς, το ΜΜΧ500 δεν απευθύνεται σε αγωνιζόμενους, από τη στιγμή που ναυάγησαν τα αρχικά σχέδια του Suter για μια σειρά αγώνων με MMX500 βαμμένα στα χρώματα των ομάδων του τότε, με αναβάτες του τότε...

Αυτό ήταν όταν είχε πρωτοφτιάξει τον κινητήρα, με 500cc. Ώριμα σκεπτόμενος, ανέβασε τα κυβικά στα 580. Γιατί 580 όμως; Ας μην ξεχνάμε σε ποιους απευθύνεται αυτή η μοτοσυκλέτα. Κατηγορία αγώνων για δίχρονα 500 δεν υπάρχει, οι προτεραιότητες ήταν πια άλλες.

Από τις αρχικές διαστάσεις του κινητήρα των 500cc που ήταν 56x50,8, αυξήθηκε η διαδρομή του στροφάλου κατά 8mm και πλέον οι διαστάσεις των 56x58,8 δίνουν 576cc. Έχουμε έτσι έναν υποτετράγωνο (!) δίχρονο V4, πιο αξιόπιστο, πιο οδηγήσιμο, με πιο ομαλή λειτουργία και εξαιρετικά λιγότερο  απαιτητικό σε εξειδικευμένες γνώσεις για συντήρηση και ρύθμιση.

21

Και πολύ μικρότερο κοστολόγιο – μια ακριβής GP500 ρέπλικα θα ήταν ασύμφορη ακόμα και για τον πιο πλούσιο ιδιώτη. Πέρα από τα επιπλέον κυβικά και τα πλεονεκτήματά τους, η διαφορά ανάμεσα στις απαιτήσεις ρυθμίσεων των καρμπυρατέρ του τότε και τον ψεκασμό του Suter είναι η μέρα με την νύχτα. Κι αν χρειαστεί αλλαγές στην τροφοδοσία, ανοίγεις το laptop αντί για το κουτί με τα ζιγκλέρ και τις βελόνες...

Κι όλα αυτά, με μια απόδοση που είναι ίση με την κορυφαία που είχαν φτάσει τα δίχρονα 500 στα GP. Η NSR500 του Rossi είχε το 2001 190-200 ίππους στις 13.500 για 131 κιλά, αν και υπάρχει μια "απόκρυφη" ιστορία πως ο ίδιος είχε επιλέξει μια απόδοση πιο κοντά στους 170.

Άλλο αυτό όμως. Η ΜΜΧ500 με τις στάνταρ ρυθμίσεις έχει 195, ίσως στις 11.500, με μέγιστες στροφές τις 13.000, για 127 κιλά... Για μια μικρή σύγκριση με τις GP500, ας θυμηθούμε πως όταν ξεκίνησαν οι τετρακύλινδρες δίχρονες, το 1975 με την εν σειρά Yamaha OW23, είχε κάτω από 100 ίππους, ενώ το Suzuki RG500 – square four αυτό – μόλις που ξεπερνούσε τους 100.

Η ίδια η Yamaha ανακοινώνει 130 ίππους για την πρώτη V4 με δύο στροφάλους και εισαγωγή με reed στον στροφαλοθάλαμο, την OW76 του 1984, με την οποία ο Eddie Lawson είχε κερδίσει το πρωτάθλημα εκείνης της χρονιάς.

Ο Rossi, στην τελευταία του χρονιά με δίχρονο, το 2001, έκανε όσους περισσότερους γύρους μπορούσε σε δοκιμές και χρονομετρημένα, γιατί όπως έλεγε "μου μένουν λίγοι ακόμα αγώνες με μια αληθινή μοτοσυκλέτα...".

Ήταν η Yamaha με την OW61 του 1982 που έφτιαξε την πρώτη δίχρονη V4, που είχε και τον πρόγονο του πλαισίου Deltabox, εξελιγμένο από τον Ισπανό Antonio "JJ" Cobas. Δυο χρόνια αργότερα, το 1984, η ΥΖR500 OW76 απέκτησε εισαγωγή με reed κατ’ ευθείαν στον στροφαλοθάλαμο, και με την OW81 του 1985 έβαλε τους στροφάλους να περιστρέφονται αντίθετα, για μείωση του γυροσκοπικού τους φαινομένου και μεγαλύτερη ευελιξία (την διάταξη αυτή την είχε δοκιμάσει στην OW77, μια πειραματική GP500 που δεν έτρεξε ποτέ). Η ισχύς είχε ανέβει στους 154 ίππους.

Έτσι, η βασική διάταξη του κινητήρα της ΜΜΧ500 είναι παρόμοια με της OW81: Αντεστραμμένοι πίσω κύλινδροι με τις ευθύγραμμες εξατμίσεις τους στην ουρά, εισαγωγή με reed στον στροφαλοθάλαμο, αντίθετα περιστρεφόμενοι στρόφαλοι. Η διαφορά ήταν στην περιεχόμενη γωνία των κυλίνδρων, που στην πορεία των OW κυμαινόταν από 60-75°, ενώ της Suter είναι 80°.

22

Αλλά ήταν οι Yamaha ΥΖR500 ΟW98 και Suzuki RGV500 XR74 του 1988 που αποτέλεσαν το πρότυπο των δίχρονων V4 και στο πλαίσιο, αφού ήταν οι πρώτες που φορούσαν ασύμμετρο ψαλίδι banana για να βγαίνουν και οι δύο κάτω εξατμίσεις από την δεξιά μεριά. Η διάταξη αυτή κινητήρα και πλαισίου κράτησε μέχρι το οριστικό τέλος των δίχρονων 500, με εξαίρεση την Honda που επέμενε στον "αληθινό" V4 με έναν στρόφαλο, ξεκινώντας από κινητήρα screamer, φτιάχνοντας τον πρώτο big bang το ’92, και γυρνώντας αργότερα πάλι σε screamer μετά από απαίτηση του Doohan. Τα NSR κέρδισαν επτά από τους δέκα τελευταίους τίτλους των GP500, ενώ η Honda είχε εξελίξει και NSR500 με ψεκασμό. Φανταστείτε το αυτό σε συνδυασμό με το σύστημα AR, το Active Radicals combustion που επίσης είχε βγάλει σε παραγωγή η Honda, ή και σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις στο θέμα των δίχρονων, και σήμερα θα μπορούσαμε να οδηγούμε καθαρά δίχρονα στο δρόμο.

23

Αλλά η politically correct άποψη επέμενε τετράχρονα, και η αλλαγή των κανονισμών σήμανε το τέλος των street δίχρονων. Έμειναν πια μόνο τα χωματερά, που σε λίγο κι αυτά θα γίνουν ψεκαστά. Αυτό που αγοράζει λοιπόν σήμερα ο ευτυχής πελάτης του Eskil Suter έχει ίση ιπποδύναμη με το απόγειο της εξέλιξης των GP500, με έναν κινητήρα screamer πολύ πιο ροπάτο και γραμμικό, σχεδιασμένο για τον χομπίστα αναβάτη που θέλει να ζήσει την αίσθηση των ιστορικών πια 500, χωρίς να έχει και μια εργοστασιακή ομάδα να τον υποστηρίζει. 

Ο Eskil Suter δικαιολογημένα είναι περήφανος: "Η κατασκευή μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας, έστω και σε περιορισμένη παραγωγή, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί έχει αυτόν τον τετρακύλινδρο δίχρονο των 580cc, που προκαλεί σχεδόν υστερικές αντιδράσεις σε όσους είναι δεμένοι συναισθηματικά με τις άγριες μέρες των GP500, τότε που θρύλοι σαν τους Kenny Roberts, Eddie Lawson και Wayne Gardner, για να αναφέρουμε μόνο λίγους από αυτούς, έδιναν συναρπαστικές μάχες για το βάθρο – και για να καταφέρουν να μένουν όρθιοι!

Η εκρηκτική απόδοση των δίχρονων δεν έχει ξεχαστεί, κι οι πραγματικοί fans θεωρούν ακόμα πως η χρυσή εποχή των GP ήταν η δίχρονη... Εκείνες οι μοτοσυκλέτες όμως ποτέ δεν ήταν διαθέσιμες στο κοινό, κι εμείς θέλαμε να τις φέρουμε και πάλι στη ζωή, προσαρμοσμένες στην εποχή μας. Γι’ αυτό και τα πάντα πάνω στην MMX500 είναι ό,τι πιο σύγχρονο κι ό,τι καλύτερο. Την τεχνολογία, την τεχνογνωσία και τα εξαρτήματα της MMX500 μόνο να τα ονειρευτούμε θα μπορούσαμε τις μέρες των δίχρονων GP."


 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ...

SUZUKI RGV500 XR74  1988

Του Schwantz το μηχανάκι

31

To ’88 και οι δύο στρόφαλοι είχαν την ίδια φορά, αλλά το πρόβλημα ήταν πως με τα καρμπυρατέρ ανάμεσα στους κυλίνδρους, ο ένας στρόφαλος περιστρεφόταν κόντρα στην ροή του μίγματος, οπότε έχανε σε απόδοση. Το 1989 όμως το RGV είχε τους στροφάλους του να περιστρέφονται αντίστροφα, και τότε άρχισαν να βγάζουν άλογα, αλλά είχαν θέμα αξιοπιστίας. Έσπαγαν οι στρόφαλοι απ’ το γκάζι, ή απλά, δεν ήταν εξ αρχής σχεδιασμένοι για τόσο γκάζι. Ο Schwantz θεωρεί πως το 1989 ήταν η καλύτερη χρονιά του. Κέρδισε έξι αγώνες, αλλά έπεσε σε άλλους τρεις κι εγκατέλειψε από μηχανική βλάβη επίσης σε τρεις.

35

Το RGV500 είχε το πρώτο αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών της Suzuki, αλλά η ομάδα το άλλαζε συνεχώς, πειραματιζόμενη με την θέση του άξονα του ψαλιδιού αλλά και την κάστερ του λαιμού. Το ’88 όμως, είxε ψαλίδι banana, που επέτρεψε και στις δύο εξατμίσεις των κάτω κυλίνδρων να έρθουν από την ίδια μεριά, όπως και το πρώτο upside down πιρούνι της Kayaba. Οι κινητήρες ήταν όλοι παρόμοιοι, αλλά ως το 2001 θα άλλαζαν πολλές φορές την περιεχόμενη γωνία των κυλίνδρων, ανάμεσα από τις 70 και τις 80 μοίρες. Επίσης το ’89 χρησιμοποιήθηκαν διπλές βαλβίδες εξαγωγής, συνδυασμός γκιλοτίνας και περιστροφικής, όπως και ένα πρωτόγονο σύστημα quickshifter. Δοκίμαζαν επίσης διάφορες διαμέτρους κυλίνδρων, 54 ή 56mm, αλλά τα κιβώτια ταχυτήτων ήταν σχεδόν ίδια για όλα. Άλλαζαν και τα διαστήματα ανάφλεξης, από big bang ως screamer, κι είχε τύχει να τα έχουν την ίδια χρονιά μαζί. Είχαν φτιάξει στροφάλους των 180°, των 90° και των 45°. Tο RGV500 XR84 του 1994 ζύγιζε 135kg κι έβγαζε κοντά στα 195 άλογα από τον κινητήρα των 70° μοιρών.

 


Πως φτάσαμε ως εδώ, ΙΙ...

YAMAHA OW81 1985

Αντίθετα περιστρεφόμενοι στρόφαλοι

24

Ο V4 του OW81 ήταν εντελώς νέος. Οι στρόφαλοι περιστρέφονταν αντίθετα, με τον εμπρός να γυρίζει προς την διεύθυνση κίνησης της μοτοσυκλέτας, και τον πίσω αντίθετα μ’ αυτή, κάτι που μείωνε το γυροσκοπικό φαινόμενο που επηρέαζε αρνητικά την συμπεριφορά. Επιπλέον, τα κάρτερ είχαν φτιαχτεί αρκετά ισχυρά ώστε να αποτελούν ενεργό μέρος του πλαισίου, αυξάνοντας την ακαμψία και συμβάλλοντας στο εξαιρετικό κράτημά της.

29

Το OW81 με τους Eddie Lawson και Christian Sarron πήρε την δεύτερη και τρίτη θέση στο πρωτάθλημα του 1985. Για το 1986, η ισχύς ανέβηκε από τους 140 στους 145 ίππους, ενώ υπήρχαν και εργονομικές αλλαγές όπως στο σχήμα της σέλας και την θέση οδήσησης, και οι βελτιώσεις ήταν αρκετές ώστε να βοηθήσουν τον Lawson να πάρει τον δεύτερό του τίτλο στα GP500, και τον Tadahiko Taira να πάρει τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο του στα 500cc του All Japan Championships. Από αυτή την μοτοσυκλέτα λοιπόν ξεκίνησαν οι στρόφαλοι να περιστρέφονται αντίθετα, ενώ η τελική μορφή, στο πλαίσιο, ολοκληρώθηκε από την Suzuki, με το ψαλίδι banana. H Yamaha θα έφτιαχνε το πρώτο της big bang, το YZR500, το 1992. Κι αυτό είχε δύο στροφάλους, με γωνία 90 μοιρών.

 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ, ΙΙΙ...

Swissauto V4 500

Ο πρώτος Ελβετικός V4

33

Αρχικά, ο Suter είχε εμπειρία από το Swissauto 500, που με τις κλασικές διαστάσεις 54x54,5 mm και περιεχόμενο γωνία 108° έβγαζε 210 ίππους στις 12.500. Τα κάρτερ του ήταν είτε αλουμινένια είτε από μαγνήσιο, και τροφοδοτούνταν από 4 Mikuni 35mm με επίπεδα slide. Τα διαστήματα ανάφλεξής του ήταν... ό,τι ήθελε κάθε φορά ο πελάτης, από 30 έως 180 μοίρες. Κι αυτός είχε ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες εξαγωγής, και ζύγιζε 39,5 κιλά. Ο Suter έφτιαχνε μεταξύ άλλων και τις εξατμίσεις του, αλλά έστηνε και το πλαίσιο, όπως έκανε στην περίπτωση του MuZ.  O κινητήρας αυτός ήταν σε παραγωγή από το ’94 ως το ’99. Χρησιμοποιήθηκε και στο Παγκόσμιο Sidecar, από διάφορες ομάδες και με διάφορα ονόματα. Στα GP 500 εμφανίστηκε ως Swissauto, ως elf – ROC, ως MuZ και τελικά ως Pulse, μαζεύοντας 29 νίκες σε GP και τρία Παγκόσμια Πρωταθλήματα. 

 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ, IV…

HONDA NSR500

Εν τω μεταξύ, η Honda έκανε τα δικά της!

26

Tο Honda NSR500 είχε πάντα έναν στρόφαλο, ήταν δηλαδή ένα κανονικό V, κι όχι δύο δικύλινδροι τοποθετημένοι υπό γωνία μεταξύ τους, όπως ουσιαστικά είναι όλοι οι κινητήρες V4 με δύο στροφάλους. Η Honda, όπως είχε δηλώσει ο Oguma, απέρριψε την λύση των δύο στροφάλων "...λόγω τριβών, γιατί οι δύο στρόφαλοι χρειάζονται 8 ρουλεμάν, ενώ ο ένας μόνο 5". Άρχισε την αγωνιστική του καριέρα, και την τελείωσε, ως screamer, με τα πιστόνια να είναι σε παρόμοια διάταξη με ενός τετράχρονου V4 με στρόφαλο 180°. Το 1990, η Honda έβαλε τα κομβία του στροφάλου σε κάθε ζεύγος κυλίνδρων να είναι στην ίδια θέση, σαν ένα τετράχρονο “droner” με στρόφαλο 360°, αλλά σε διαφορά φάσης 180° με του άλλου ζεύγους κυλίνδρων. Ήταν ο πρώτος κινητήρας big bang.

28

Το 1997 ο Mick Doohan ήθελε κινητήρα screamer, 180°, κι ο θρυλικός crew chief του HRC τότε, ο Jerry Burgess, εξηγεί γιατί: "Με τον screamer των 180 μοιρών υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην γκαζιέρα και τον πίσω τροχό, κι όταν το πίσω λάστιχο σπινάριζε ο Mick μπορούσε να κλείσει ελαφρά το γκάζι χωρίς να χάσει κι εντελώς την ισχύ. Ένας big bang έχει πολύ περισσότερο φρένο κινητήρα, όταν κλείνει το γκάζι, οπότε αποσταθεροποιεί την μοτοσυκλέτα στην είσοδο των στροφών, κι όταν ανοίγεις κατόπιν το γκάζι, έχεις αυτή την ξαφνική παροχή δύναμης, που και πάλι χαλάει την ισορροπία της μοτοσυκλέτας και δυσκολεύει την ανάρτηση, δεν την αφήνει να κάνει τη δουλειά της. Το μυστικό του Mick ήταν η ταχύτητα μέσα στην στροφή, οπότε ήθελε την απόδοση να είναι ομαλή, και ένας screamer είναι πολύ πιο ομαλός στις μεταβολές του γκαζιού σε σχέση με έναν big bang."

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ        

Κατασκευαστής:

Suter Racing Technology

Τιμή:

112.300 (βασική έκδοση...)

 

 

ΒΑΡΟΣ

 

127 kg

Πίσω

46%

Εμπρός

54%

 

 

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο box δύο δοκών από πρεσαριστά και κατεργασμένα σε CNC κομμάτια, ρυθμιζόμενο μεταξόνιο, κάστερ, ύψος, θέση οδήγησης. Ψαλίδι banana από πρεσαριστά και κατεργασμένα CNC κομμάτια.

Πλάτος (mm):

 

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

 

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Δίχρονος V4 με δύο αντίθετα περιστρεφόμενους στροφάλους σε ρουλεμάν, διπλές ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες εξαγωγής

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

 56 x 58,5

Χωρητικότητα (cc):

576

Σχέση συμπίεσης:

 

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

195/13.000

Ροπή (kg.m/rpm):

-

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

338,5

Τροφοδοσία / ανάφλεξη:

Ψεκασμός με τέσσερα σώματα, carbon βαλβίδες reed στο στροφαλοθάλαμο / Mectronic ECU

Σύστημα εξαγωγής:

4 θάλαμοι διαστολής Akrapovic από τιτάνιο

Σύστημα λίπανσης:

Mίξη λαδιού 3%

Σύστημα εκκίνησης:

Σπρώξιμο (προσεχώς μίζα!)

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Κιβώτιο: Suter τύπου κασέτας, 6 σχέσεων

Συμπλέκτης:

Ξηρός πολύδισκος Suter

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια / -

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα 520 / γρανάζια

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Σύστημα μοχλισμού με αμορτισέρ Ohlins TTX36 (RVP46)

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης, επαναφοράς, προφόρτιση, μήκος

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6,0 x 17 ΟΖ σφυρήλατη αλουμινένια (ΟΖ ή Marchesini μαγνησίου)

Ελαστικό:

195/65R17 Dunlop KR108 ή 190/65R17 Bridgestone ή 200/60R17 Pirelli

Πίεση:

1,4 bar

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 218mm με διπίστονη δαγκάνα Brembo P4.24 (έμβολα τιτανίου)

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Big Dash full carbon της 2D, ενδείξεις στροφών, σχέσης κιβωτίου, θερμοκρασίας ψυκτικού, shift lights, GPS, χρονομέτρηση γύρων, split (Σύστημα καταγραφής δεδομένων για λειτουργία εμπρός / πίσω ανάρτησης, πίεση φρένων εμπρός / πίσω, λειτουργίας κινητήρα, ΙMU, ανάλυση γύρου, GPS, software χαρτογράφησης κινητήρα). Ρεζερβουάρ / φαίρινγκ / ουρά carbon fiber

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Πιρούνι USD Ohlins FGR300, TTX25 (RVP20)

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

130/43 (130/42)

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης, επαναφοράς, προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,75 x 17 ΟΖ σφυρήλατη αλουμινένια (ΟΖ ή Marchesini μαγνησίου)

Ελαστικό:

120/70R17 Dunlop KR106-1 ή Pirelli, 120/60R17 Βridgestone 

Πίεση:

2,4 bar

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mm με τετραπίστονες δαγκάνες Brembo GP4-RR 32/36 (Brembo XA8D1.B0/1 36/38)

 

#MENOUMESPITIMEMOTO: Touring Queens - Συγκριτικό Super On-Off- Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Έξι ερωμένες και μία σύζυγος!
13/4/2020

TOURING QUEENS

Έξι ερωμένες και μία σύζυγος!

Έτσι έχουμε συνηθίσει και έτσι θα συνεχίσουμε. Όταν κάνουμε συγκριτικό, δίνει το παρών ολόκληρη η κατηγορία την οποία αφορά η σύγκριση. Έστω και αν πρόκειται για εφτά θηρία τα οποία πρέπει να διανύσουν πάνω από 1.000 χιλιόμετρα, σε όλες τις οδηγικές συνθήκες, ακόμη και αν πρέπει να φτάσουν από την παραλία μέχρι το πέρασμα της Κατάρας μέσα σε χιόνια και ομίχλες. Το συγκριτικό σημαίνει ότι θα οδηγηθούν σε πραγματικές συνθήκες χρήσης, φορτωμένα, με συνεπιβάτη και χωρίς, ακόμη και με τη μουρμούρα που μπορεί να συνεπάγεται αυτό για συχνότερες στάσεις… Αυτό είναι για μας ένα super συγκριτικό, το οποίο ταιριάζει στη κατηγορία των super on-off, κι αυτό είναι που μπορείτε να απολαύσετε στις σελίδες που ακολουθούν. Τύφλα να 'χει το "Μπεν Χουρ"…

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.

Το V-Strom ήταν παρκαρισμένο δίπλα στο τραπεζάκι, πάνω στο οποίο είχε απλωθεί όλη η εξάρτηση με τα συμπαρομαρτούντα. Πιο δίπλα, στις αντλίες του βενζινάδικου, ένα αυτοκίνητο φορτωμένο μ' ένα μικρό νοικοκυριό γέμιζε το ρεζερβουάρ του, το τελευταίο στάδιο πριν αρχίσουν οι διακοπές. Η κίνηση στην εθνική μέτρια, κι αυτή η παράξενη ησυχία του πρωινού έπαιρνες όρκο ότι θα κρατούσε για πάντα. Ψέμα! Αρκούσε η άφιξη των υπόλοιπων έξι μοτοσυκλετών του συγκριτικού για να γίνει ανάστα ο Κύριος. Τα δικύλινδρα μπουμπούνιζαν, το τρικύλινδρο γρύλιζε κι ο Γκαζής έσκουζε. Άλλο ένα συγκριτικό super on-off ήταν γεγονός, κι ήμασταν ακόμη στην αρχή…

Άπαντες παρόντες! Αδικαιολογήτως απών ουδείς. Όσες μοτοσυκλέτες αποτελούν την κατηγορία των super on-off, είτε προέρχονται από τη μακρινή Ανατολή είτε από τη Γηραιά Ήπειρο, συναντήθηκαν στο προκαθορισμένο ραντεβού λίγο μετά τις Αφίδνες (sic ευρωπαϊκό όνομα, αντί για το… "Κιούρκα"). Η αποστολή κοινή για όλες, όπως και τα βασανιστήρια στα οποία θα έπρεπε να υποβληθούν.

Καλό θα ήταν, λοιπόν, να προηγηθεί μια γνωριμία, ένα who is who με τις μοτοσυκλέτες που θα υπέμεναν αγόγγυστα για τα επόμενα τουλάχιστον 1.000 χιλιόμετρα τις ιδιοτροπίες, τις παραξενιές, τα βίτσια του καθένα από εμάς. Έτσι, για να μπούμε με το δεξί –όχι το γκριπ, αμέσως εσείς, μουρλόγκαζοι!– σε μια άνευ προηγουμένου περιπέτεια.

Aprilia ETV 1000 Caponord: Κακός μπελάς…

Πολύ καλή η προστασία από τον όγκο των πλαστικών του Caponord, το οποίο έχει και εξαιρετική αεροδυναμική αποτελεσματικότητα

 

…αποδείχτηκε το Caponord για την υπόλοιπη κατηγορία, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε πριν από ενάμισι χρόνο περίπου στο προηγούμενο Σαλόνι του Μονάχου. Οι φήμες οργίαζαν καιρό πριν από την εμφάνισή του για την τοποθέτηση του κινητήρα του Mille σε μια on-off κατασκευή, ενώ όταν πρωτοποζάρισε στην έκθεση για το κοινό οι κακεντρεχείς έσπευσαν να κάνουν δηλώσεις για προσπάθειες αντιγραφής των Γιαπωνέζων από τη μεριά των Ιταλών. Μάλλον δεν είχαν προσέξει καλά το πρωτοεμφανιζόμενο στην κατηγορία αλουμινένιο πλαίσιο των δύο δοκών, ούτε το πιρούνι των 50mm – ούτε, βέβαια, είχαν την τύχη να οδηγήσουν και να απολαύσουν το απίστευτο στήσιμο της μοτοσυκλέτας. Φυσικά, ήταν οι ίδιοι που βυθίστηκαν στη σιωπή τους όταν στα ανά τον κόσμο συγκριτικά το Caponord κατακτούσε την κορυφή και έκανε τους υπόλοιπους να τρέχουν (τ. ΜΟΤΟ 257, 267, 269, 275)

BMW R 1150GS: Ο γενάρχης

Εδώ ξεκαθαρίζει το στοίχημα για το τί είναι αυτό που εξέχει πιο πολύ στο R 1150 GS: το τιμόνι ή οι κύλινδροι; Όπως και να έχει, πάντως, ο αναβάτης μένει αρκετά εκτεθειμένος στα βίτσια του αέρα

 

Όσα καρφιά και αν ακούγονται για τον συντηρητισμό και την εμμονή των Βαυαρών στο παρελθόν, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η ύπαρξη της κατηγορίας οφείλεται στη BMW, η οποία την πρωτοδημιούργησε παρουσιάζοντας στο λυκαυγές της δεκαετίας του '80 το πρώτο GS. Από τότε πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, μα και πολλά έχουν μείνει ίδια. Όπως, για παράδειγμα, ο κινητήρας Boxer που κυριαρχεί στην αρχιτεκτονική της μοτοσυκλέτας, αλλά από την άλλη μεριά οι κεφαλές είναι τετραβάλβιδες, ενώ από το 1999 προστέθηκαν 50 ακόμη κυβικά στην έκδοση των 1.100 –μέχρι τότε– κυβικών. Αυτό όμως που δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ, όσα χρόνια και αν περάσουν, είναι η φράση που πρωτοακούστηκε μόλις αυτή η παράξενη κατασκευή χωρίς ψαλίδι και χωρίς πιρούνι –τουλάχιστον με τον συμβατικό τρόπο που έχουμε συνηθίσει– έκανε την εμφάνισή της: "Υπάρχουν μοτοσυκλέτες, υπάρχουν και BMW…" (τ. ΜΟΤΟ 223, 228, 242, 267)

Cagiva Navigator 1000: Μια κατηγορία μόνο του

Η πιο μικρή μετωπική επιφάνεια και ο τίτλος της πιο στενής σιλουέτας ανήκουν στο Navigator

 

Το Navigator 1000 ουσιαστικά συνιστά από μόνο του την υπέρβαση που πραγματοποίησε η Cagiva σε δύο επίπεδα. Πρώτον, έχοντας πλέον αποκοπεί από τη Ducati, μετά την εξαγορά της από τους Αμερικάνους, έκανε το βήμα και χρησιμοποίησε έναν κινητήρα προερχόμενο από την Ιαπωνία, ανοίγοντας την πόρτα σε μια συνεργασία με τη Suzuki, συνεργασία η οποία κρατάει μέχρι σήμερα. Από την άλλη μεριά, έκανε την δυναμική της είσοδο στην κατηγορία διαχωρίζοντας εντελώς τη θέση της από τον ανταγωνισμό. Μάλλον θα ήταν πιο δόκιμο να πούμε ότι το Navigator δημιούργησε μια δική του ξεχωριστή κατηγορία, κλίνοντας περισσότερο προς τις αρετές των supermoto παρά προς τα πλούσια ελέη των super on-off. "Πόλεμος και επιδόσεις" είναι το σύνθημά του και… αφήστε τα top-case και τις ντεποζιτούκλες για τους άλλους… (τ. ΜΟΤΟ 242, 267)

Honda XLV 1000 Varadero: Πληθωρικότητα σε υπερθετικό βαθμό

Περισσότερες καμπύλες έχει η σχεδίαση του Varadero, το οποίο δεν αφήνει ούτε εκατοστό από το σώμα του αναβάτη δίχως προστασία

 

Το περίμεναν ως αντικαταστάτη του Africa Twin και τους βγήκε ο μεγάλος αδερφός του Transalp. Το Varadero της Honda διατηρεί σε όλη του την υπόσταση τη σοβαρότητα της οικογενείας, ενώ τονίζει με έμφαση το βάρος που έχει δοθεί στην άνεση. Πετυχημένη εμπορικά η συνταγή του, έδωσε το άλλοθι στους μηχανικούς και τους σχεδιαστές της Big-H να το αφήσουν απαράλλακτο από την πρώτη του εμφάνιση στο Σαλόνι του Μονάχου το 1998, εκτός από την προσθήκη περισσότερων χρωματικών επιλογών, κινούμενων όμως πάντα στη σοβαρότητα της αυστηρής διχρωμίας. Πρόκειται για μια μοτοσυκλέτα που υπόσχεται περιπέτεια, για όσους όμως έχουν συνηθίσει να ταξιδεύουν στην πρώτη θέση. (τ. ΜΟΤΟ 206, 210, 211, 227, 228, 242, 267)

Suzuki DL 1000 V-Strom: Νέα ήθη

Πιο στενό απ' ό,τι περίμενε κανείς είναι το V-Strom, το οποίο σηκώνει κουβέντα μόνο για την ελλιπή προστασία που παρέχει η κοντή ζελατίνα

 

Στην περίπτωση του V-Strom δεν μπορούμε να μιλήσουμε ούτε για προϊστορία ούτε για προγόνους. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι πως όλο αυτό το διάστημα οι τεχνικοί του Hamamatsu έκαναν ουσιαστική δουλειά και δεν βιάστηκαν καθόλου, προκειμένου να παρουσιάσουν ένα όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένο σύνολο. Δεν συμβιβάστηκαν με τίποτε λιγότερο από το καλύτερο, κι ένα απτό παράδειγμα αυτής της φιλοσοφίας είναι η τοποθέτηση αλουμινένιου πλαισίου, αλλά και του συστήματος του ψεκασμού από το GSX-R 1000. Με τέτοιες κινήσεις, οι άνθρωποι της Suzuki, δεν αντιμετωπίζουν καμία δυσκολία στο να φιλοδοξούν, ξεκάθαρα πλέον, να γίνει το V-Strom χαλίφης στη θέση του χαλίφη. (τ. ΜΟΤΟ 278)

Triumph Tiger 955i: Το τσάι των 17:00

Παρά το κοντό ύψος της, η ζελατίνα του Tiger διαθέτει τέτοια σχεδίαση ώστε να διώχνει τον αέρα αρκετά ψηλά, και μόνο αναβάτες με ύψος άνω του μετρίου θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα

 

Η μοναδική τρικύλινδρη μοτοσυκλέτα του συγκριτικού σέρνει πίσω της μια από τις πλουσιότερες ιστορίες και παράδοση που ριζώνει στα τέλη του προ-προηγούμενου αιώνα, ενώ το γενεαλογικό δέντρο του Tiger ξεκινά κάπου στο 1993, όπου η Triumph αποφασίζει να αντιμετωπίσει στα ίσα τον ανταγωνισμό. Από τότε χρειάστηκε να περάσουν έξι χρόνια για να περάσουν στη δεύτερη γενιά των αιλουροειδών, όπου πλέον ο ψεκασμός κάνει την εμφάνισή του, ενώ χρειάστηκε μόλις το ένα τρίτο αυτού του διαστήματος για να παρουσιαστεί η τρίτη γενιά των Tiger, με έμφαση στη βελτίωση της ποιότητας. Και εν προκειμένω, έχουμε δωρητή… κινητήρα από supersport της εταιρείας –το Daytona–, ενώ η περίπτωση αποτελεί μία από τις ελάχιστες όπου η σχεδίαση σνομπάρισε επιδεικτικά την πεπατημένη των εξ Ανατολών ανταγωνιστών. (τ. ΜΟΤΟ 272)

Yamaha TDM 900: Άλλο πράγμα

Αν και φούσκωσαν ελαφρώς τα πλαστικά του ρεζερβουάρ στο TDM, η προστασία από τον αέρα που παρέχει στον αναβάτη του εξακολουθεί να είναι θέμα προς συζήτηση

 

Πιο on από τις υπόλοιπες on-off, η πρόταση της Yamaha παραμένει πιστή στον δρόμο που χάραξε η πρώτη TDM 850, που παρουσιάστηκε ακριβώς πριν μια δεκαετία. Βρίσκοντας σιγά-σιγά μιμητές της φιλοσοφίας της, με τον καιρό η σχεδίαση του Jean-Claude Olivier επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο. Φέτος ήρθε το πλήρωμα του χρόνου όχι μόνο για τη δεύτερη ουσιαστική της ανανέωση, αλλά και για την αύξηση του κυβισμού, που ανεβαίνει πλέον στα 900 κυβικά. Η ανανέωση αυτή σημαίνει σημαντική μείωση του βάρους, αλλά και αναβάθμιση στο ευαίσθητο σημείο της μοτοσυκλέτας, τις αναρτήσεις. Όπως και να 'χει πάντως, το TDM ήταν, είναι, και θα είναι ο πρώτος εκπρόσωπος της κατηγορίας που διαχωρίζει τίμια και ξεκάθαρα τη θέση του αναφορικά με το ποιο τερέν είναι αυτό που του ταιριάζει καλύτερα. (τ. ΜΟΤΟ 273, 277)

Από μια οδοντόβουρτσα μέχρι ένα αυθαίρετο

Το να συμμετέχει ένα μικρό καραβάνι σε ένα τέτοιο συγκριτικό είναι ό,τι καλύτερο για προσομοίωση των πραγματικών συνθηκών. Μέσα σ' αυτό το πολύβουο (α ρε Γκαζή…) χαρμάνι ανθρώπων υπάρχει ένα ασφαλές στατιστικό δείγμα των υποψήφιων αγοραστών της κατηγορίας. Από ανθρώπους που αρκούνται σε μια οδοντόβουρτσα και μια μπλούζα ως τις μοναδικές τους αποσκευές, μέχρι αυτούς που σιχτιρίζουν γιατί μέσα στα τρία(!) σακ-βουαγιάζ ξέχασαν να πάρουν μαζί το φορητό DVD. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι πως όλοι αυτοί θα πρέπει να βολέψουν όλη την πραμάτειά τους σε όλες τις μοοσυκλέτες, είτε τους αντιστοιχούν μόλις μερικά εκατοστά αλουμινίου είτε ένα… μικρό οικόπεδο.

Ίδια και απαράλλαχτα τα όργανα του Navigator από την πρώτη του εμφάνιση, παραμένουν πλήρη αλλά όχι και τόσο ευανάγνωστα, λόγω των μικροσκοπικών ψηφίων

 

Το R 1150 GS, πάντως, δεν ανήκει στην τελευταία κατηγορία. Η υποτυπώδης σχαρίτσα (στο μέγεθος ενός Filofax) δεν αρκεί ούτε για ένα γεμάτο γυναικείο νεσεσέρ. Εάν αφαιρεθεί η σέλα του συνεπιβάτη, βέβαια, αποκαλύπτεται ένας υπεραρκετός χώρος φόρτωσης, αλλά χωρίς συνεπιβάτη υπάρχει και ο χώρος της σέλας, σε όλες τις μοτοσυκλέτες, που προσφέρεται για καταπάτηση.

Το TDM απέκτησε περισσότερες ψηφιακές ενδείξεις, πλησιάζοντας περισσότερο τα πρότυπα των street

 

Ομοίως το Navigator, ίσα που προσφέρει ένα μικρό άλλοθι πάνω από τα πλαστικά της ουράς για την τοποθέτηση μιας μικρής σε όγκο αποσκευής, ενώ στο μοντέλο του 2002 –αυτό που μας παραχώρησε η αντιπροσωπεία ήταν μοντέλο του 2000– ο ανορθωτής που φώλιαζε κάτω από αυτό το πλαστικό εν είδει σχάρας, μετακόμισε κάτω από τα πλαστικά της ουράς.

Γερμανική αυστηρότητα και στη σχεδίαση των οργάνων του GS, που, παρ' όλα αυτά, δεν υπολείπονται σε πληροφόρηση

 

Για το TDM, αντιθέτως, τα πράγματα έχουν βελτιωθεί δραστικά, καθώς οι δύο πλαστικές χειρολαβές με την αεροτομή που έπαιζαν τον υποτυπώδη ρόλο της σχάρας, έδωσαν τη θέση τους σε μια πιο καλοσχεδιασμένη κατασκευή, η οποία διαθέτει περισσότερο χώρο αλλά και καλύτερη στήριξη, ώστε να μπορούν να φορτωθούν περισσότερα πράγματα από μια ελαφριά σακούλα σούπερ μάρκετ…

Στον αντίποδα όλων αυτών, και κοντύτερα στην παραδοσιακή σχεδίαση, είναι η εγγλέζικη άποψη περί φορτώματος. Οι Βρετανοί σχεδιαστές βασίζονται στην τακτικότητα και την προσωπική οργάνωση του ιδιοκτήτη του Tiger προσφέροντας ως μοναδική επιλογή τη σιδερένια, ευρύχωρη σχάρα, καθώς η τοποθέτηση βαλιτσών ή πλαϊνών σαμαριών σημαίνει πως θα πρέπει να εξέχουν υπερβολικά από τη δεξιά πλευρά, λόγω του τελικού της εξάτμισης.

Στο Varadero, όπου η άνεση ήταν το κύριο μέλημα των σχεδιαστών, υπάρχει άπλετος ωφέλιμος χώρος, αντιολισθητικά λάστιχα, γαντζάκια για στήριξη των χταποδιών και ροοστάτης για σταθερή θερμοκρασία αποσκευών (ε, όχι… υπερβάλλουμε).

Το… Galactica του Caponord είναι απόλαυση το βράδυ, όπου τα υπερπλήρη όργανα κλέβουν την παράσταση με τον διαστημικό μπλε φωτισμό τους

 

Η άνεση, πάντως, κινείται σχεδόν στα ίδια επίπεδα και στο Caponord, αφού και εδώ, όπως στο R 1150 GS, αφαιρείται και η σέλα του συνεπιβάτη, για να αποκαλυφθεί ένας επίπεδος χώρος –προέκταση της σχάρας, ουσιαστικά– και να αποκτήσει το δικύλινδρο της Aprilia καρότσα! Διαθέτοντας άνεση χώρου με καλή στήριξη, το Caponord χώρεσε χωρίς πρόβλημα όλο το μπουντουάρ του Λεκόπουλου, το οποίο ήταν μοιρασμένο σε δύο τεράστια σακ-βουαγιάζ.

Λιτά αλλά ευανάγνωστα, τα όργανα του Varadero χρήζουν ανανέωσης, έστω και αν προσπαθούν να περάσουν ένα πιο σοβαρό προφίλ

 

Η πραγματική όμως ευτυχία όλων όσων έχουν συνηθίσει να ταξιδεύουν με πλήρη οικοσυσκευή μαζί τους, είναι το V-Strom. Διαθέτοντας μεγάλη σχάρα, με μεγάλη αντιολισθητική επιφάνεια στο εσωτερικό της, είναι η μοναδική περίπτωση όπου στις οδηγίες του εργοστασίου αναγράφεται επάνω στη μοτοσυκλέτα ένα φυσιολογικό νούμερο κιλών, αντίο στα αστεία "3kg" ή "5kg" –στην καλύτερη περίπτωση– που αναγράφονται συνήθως. Δέκα ολόκληρα κιλά δηλώνει το V-Strom πως μπορεί να κουβαλήσει, αλλά και να τα χωρέσει χωρίς τον παραμικρό προβληματισμό. Τύφλα να 'χουν τα στέισιον βάγκον!

Φάλαινες σε γυάλα

Ποιος είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να ακούσεις εν χορώ μπινελίκια των συναδέλφων σου, ως project leader του συγκεκριμένου συγκριτικού; Μα, φυσικά, αφού τους έχεις τάξει ταξίδι σε μέρη παραδεισένια και μακρινά, να τους περάσεις πρώτα μια βολτίτσα μέσα από το κέντρο της πόλης. Μιας πόλης που ζει στον ρυθμό της φυγής, κι ο πάσα ένας πικραμένος είναι κονσερβοποιημένος μέσα στη λαμαρίνα, περιμένοντας στωικά το επόμενο μισάωρο για να κινηθεί πέντε μέτρα. Κι όλα αυτά, βέβαια, αφού τους έχεις ανεβάσει όλους στα διόδια και τους τραβάς από την πηγή λίγο πριν ανοίξεις τη βρύση. Αλλά τί να κάνουμε, ένα τεστ πρέπει να τα περιλαμβάνει όλα.

Με αυτοκινητάδικη αισθητική, τα όργανα του V-Strom είναι από τα λίγα που φέρουν μια πρωτοτυπία στο χώρο

 

Ακόμη κι αν ο Αντρέας με το BMW έπρεπε μονίμως να ακολουθεί ως ουραγός του κονβόι, μποτιλιαρισμένος ανάμεσα στα αυτοκίνητα, προσέχοντας να μην αφήσει το λογότυπο της BMW πάνω στις παρακείμενες πόρτες. Όσο το GS έχει χώρο να κινηθεί, δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει σπουδαία προβλήματα πέραν του απότομου ψεκασμού και της σκληρής γκαζιέρας. Μόλις όμως τα όρια στενέψουν,  τότε είναι που αρχίζουν τα δύσκολα, καθώς σε κάθε απότομο ελιγμό οι κυλινδροκεφαλές σημαδεύουν προφυλακτήρες…

Τα μοναδικά λευκά όργανα του συγκριτικού ανήκουν στο Tiger. Ακόμη κι εδώ, οι Άγγλοι κατάφεραν να ξεχωρίσουν με έναν ομολογουμένως καλαίσθητο τρόπο

 

Το ίδιο πρόβλημα, μετατοπισμένο μερικά εκατοστά ψηλότερα –και όχι από τους κυλίνδρους, αλλά από τα πρησμένα πλαστικά του– αντιμετωπίζει το Varadero. Αν και η κατανομή του βάρους και η συγκέντρωση των μαζών χαμηλά βοηθούν στο να ισοσταθμιστεί κάπως το πρόβλημα του όγκου, παρ' όλα αυτά οι νόμοι της Φυσικής δεν αλλάζουν, και ένας ελέφαντας δεν πρόκειται ποτέ να περάσει από το κεφάλι μιας βελόνας.

Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει για έναν τίγρη – και, πιο συγκεκριμένα, για τον Τίγρη της Triumph, του οποίου η στενή σιλουέτα και το μεγάλο ύψος του τιμονιού τού επιτρέπουν κινήσεις και ευελιξία αντιστρόφως ανάλογες με το μέγεθός του. Σημαντική βοήθεια στην άμεση αποφυγή εμποδίων και στις γρήγορες εναλλαγές κλίσεων με μικρή ταχύτητα είναι ο ψηλός τρικύλινδρος κινητήρας, που ανεβάζει το κέντρο βάρους ψηλά και βοηθά τα μάλα. Όχι όμως και το πιρούνι με την πολύ μεγάλη διαδρομή και τις αργές αποσβέσεις, το οποίο υστερεί στην ακριβή πληροφόρηση σχετικά με την πίεση που δέχεται και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μπροστινός τροχός.

Βολική και όρθια η θέση οδήγησης του V-Strom, παρέχει άνεση για τον αναβάτη και σωστή στήριξη για τον συνεπιβάτη

 

Το V-Strom, από την άλλη μεριά, έχει συμμάχους το χαμηλό του ύψος και το άριστο ζύγισμα του κινητήρα, διαθέτοντας συμπεριφορά που θυμίζει περισσότερο street μοτοσυκλέτα παρά κάποιο μεγάλο on-off. Η θέση οδήγησης είναι περισσότερο κοντά στο τιμόνι, φορτίζοντας παραπάνω τον μπροστινό τροχό, ενώ το στενό του πλάτος αφήνει τον απαραίτητο χώρο για ελιγμούς – αν τυχόν, βέβαια, και προλάβει καμιά τρύπα κενή, πριν τη γεμίσει ο όγκος του Caponord. Το δικύλινδρο της Aprilia, όσο μεγάλο φαίνεται πριν ανέβεις στη σέλα του, τόσο λεπτεπίλεπτο και θετικό γίνεται μόλις τσουλήσει τους τροχούς του στην άσφαλτο. Τιμόνι και καθρέφτες βρίσκονται… στο διάστημα, και η προθυμία του να πλαγιάσει και να αλλάξει κλίσεις ξεπερνά ακόμη και την ίδια την πρόθεση του αναβάτη. Ακόμη ο Θεοδωράκης αναρωτιέται αν αυτός ήταν που οδηγούσε το Caponord ή το Caponord αυτόν!

Μεζονέτα η σέλα του V-Strom, είναι αρκετά άνετη, αλλά τοποθετεί τον αναβάτη και συνεπιβάτη σε διαφορετικά επίπεδα

 

Όσο κι αν παλεύουν τα θηρία όμως, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να μείνουν θεατές στον πόλεμο της σφήνας μεταξύ του TDM και του Navigator. Στενό, χαμηλό και ευέλικτο, το δικύλινδρο εν σειρά της Yamaha, προσπαθεί με νύχια και… με γκάζια να αντιμετωπίσει τη supermoto φιλοσοφία και τον δυνατότερο κινητήρα στο συγκριτικό του Navigator. Αυτό το τελευταίο είναι και το μεγάλο προσόν του Cagiva απέναντι στον ανταγωνιστή της Yamaha. Έχοντας καβαλήσει τη μοτοσυκλέτα στο σβέρκο, ο αναβάτης έχει τον απόλυτο έλεγχο του μπροστινού και όσους από τους 98 ίππους χρειαστεί για να ξεμπλοκαριστεί από το μποτιλιάρισμα. Το TDM υστερεί λόγω του ελαφρώς πιο αργόστροφου κινητήρα, αλλά ποτέ η μεταξύ τους διαφορά δεν πρόκειται να ξεπεράσει το μέγεθος ενός τροχού.

Πιο ανοιχτά  τα χέρια του αναβάτη του TDM σε σχέση με το προηγούμενο και πιο βολική η σέλα για αναβάτη - συνεπιβάτη

 

Το βασίλειο των διοδίων

Ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα που συνεπάγεται μια μεγάλη παρέα κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, συγκαταλέγεται και το ότι η εθνική δεν είναι τόσο δραματικά βαρετή. Όλο και κάποιος θα σκεφτεί να κάνει μια βλακεία, πάντα θα βρεθεί κάποιος που θα προκαλέσει τους άλλους να δοκιμάσουν τις φυσικές, αλλά και τις ψυχικές τους ικανότητες για τέρμα γκάζι. Έτσι, για να τζογάρουμε και λίγο με τα ραντάρ της Τροχαίας, τα οποία βγαίνουν παγανιά για να γεμίζουν τα μπλοκάκια των τροχονόμων.

Βελτιωμένη η σέλα του TDM 900, με περισσότερο αφρώδες, μεταχειρίζεται πιο ευγενικά πλέον τα μαλακά μόρια των επιβαινόντων

 

Από την άλλη μεριά, είναι πολύ ενδιαφέρον να παρατηρείς και τις αντιδράσεις όλων των υπόλοιπων αναβατών σε σχέση με τις μοτοσυκλέτες, στα βαρετά αυτά χιλιόμετρα. Όπως, για παράδειγμα, τον Χριστογιάννη – Γκρισίνο πάνω στη σέλα του TDM να τρώει το ξύλο της χρονιάς του από τον αέρα μέχρι τη Λαμία, αφού η κοντή ζελατίνα του Yamaha δεν μπορεί να προσφέρει ικανοποιητική κάλυψη από τον αέρα. Τα χιλιόμετρα μαζεύονται γρήγορα, κι η βελούδινη λειτουργία του δικύλινδρου εν σειρά, σε συνδυασμό με την αυξημένη ροπή η οποία είναι απλωμένη σε όλο το φάσμα των στροφών, κρύβει πολύ καλά από τον αναβάτη της μοτοσυκλέτας τον ρυθμό αύξησης της ταχύτητας, κι ο αέρας είναι η μοναδική υπενθύμιση.

Αναβάτης και συνεπιβάτης είναι πολύ κοντά πάνω στο Navigator, όπου έχει δοθεί ιδιαίτερη σημασία στον έλεγχο που προσφέρει η σχεδόν SM θέση οδήγησης

 

Αν όμως η λύσσα έχει κυριεύσει τον αναβάτη του (πού να δείτε τον Χριστογιάννη με αφρούς…) και βάλει κάτω το κεφάλι, μια ανάσα πάνω από τα όργανα, θα δει το σταμάτημα των αριθμών στο κοντέρ κοντά στα 225 χ.α.ώ. την ίδια στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι ανταγωνιστές –πλην του GS– θα απομακρύνονται αργά και σταθερά. Η αλήθεια είναι ότι το TDM αδικείται λόγω του μικρότερου κυβισμού του, και μόλις 10 ίπποι είναι η απόσταση που το χωρίζει από τους υπόλοιπους για να διεκδικήσει υψηλές μουγιέν. Στην επιτάχυνση, όμως, το μικρό του βάρος συντελεί στις καλές επιδόσεις, κάτι που δεν συμβαίνει με το εξίσου "αδύναμο" R 1150GS. Του δικύλινδρου Boxer, και η δύναμη τού λείπει και τα κιλά τού περισσεύουν, και μόνο στον τομέα της προστασίας από τον αέρα καταφέρνει να ανεβεί ένα σκαλί ψηλότερα από το TDM. Όσο αισθητή είναι η γραμμικότητα και προοδευτικότητα στην κατανομή της δύναμης, άλλο τόσο αισθητή είναι και η ανάγκη για περισσότερη διάρκεια ψηλά.

Σπαρτιάτικη η σέλα του Navigator, με μικρές αποστάσεις και λεπτό αφρώδες, οπότε επέρχονται σχετικά γρήγορα και τα πιασίματα των...οπισθίων

 

Κάτι που σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να απασχολεί τον αναβάτη του Varadero. Το Honda δεν βάζει φωτιά στην άσφαλτο, αλλά έχει την ικανότητα ώστε και τη δύναμη ψηλά να κρατάει και καλές επιταχύνσεις να έχει, χάρη στο σχετικά κοντό γρανάζωμά του, αλλά και τον αέρα να κρατά μακριά από τους επιβαίνοντες. Η προστασία που παρέχει το Varadero είναι μακράν η καλύτερη του συγκριτικού, καθώς η πανύψηλη ζελατίνα είναι ένα προπύργιο το οποίο ποτέ δεν πρόκειται να νικήσουν τα μποφόρ. Το μπλοκάρισμα των στροβιλισμού είναι τέτοιο που ακόμη και με ταχύτητες κοντά στην τελική των 209 πραγματικών χ.α.ώ. μπορείς να ακούς το μπάσο τραγούδι των εξατμίσεων.

Στο Caponord ο συνεπιβάτης κάθεται λίγο ψηλότερα, έχοντας όμως καλή στήριξη, ενώ οι γονίες των άκρων του αναβάτη είναι απόλυτα φυσιολογικές

 

Αντιθέτως, πάνω στη σέλα του Caponord ακούγεται μάλλον περισσότερο το κροτάλισμα του ιταλικού δικύλινδρου παρά ο ήχος των τελικών. Με πολύ καλά αποτελέσματα όσον αφορά την προστασία από τον αέρα, δίχως όμως να φτάνει την παροιμιώδη ικανότητα του Varadero, ο αναβάτης του Caponord μένει απερίσπαστος να απολαμβάνει την έκρηξη της ροπής σε κάθε άνοιγμα του γκαζιού. Το ETV 1000 έχει κληρονομήσει μεγάλο μέρος από την αίσθηση του κινητήρα του Mille και μεταφέρει την ψευδαίσθηση ότι διαθέτει τουλάχιστον μισή ντουζίνα ίππους παραπάνω από το Varadero. Σ' αυτό βοηθά και το μακρύτερο γρανάζωμα, που επιτυγχάνει και τη μεγαλύτερη τελική, αλλά και η έμφαση που έδωσαν οι μηχανικοί της Aprilia στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα, σ' ό,τι αφορά την κατανομή της δύναμης.

Ξεχωριστές οι σέλες του αναβάτη και του συνεπιβάτη στο Caponord, προσφέρουν και μια πολύ υψηλού επιπέδου άνεση

 

Στη γραμμική απόδοση πόνταραν και οι άνθρωποι της Suzuki στην περίπτωση του V-Strom, το οποίο μαζί με το Navigator αποτελούν δύο πολύ ενδιαφέρουσες παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα. Έχοντας ως κοινό παρονομαστή τον κινητήρα του TL-S, το DL 1000 έχει πλήθος αλλαγών και διαφορετικών ρυθμίσεων ώστε να αποκτήσει έναν πιο πολιτισμένο χαρακτήρα, μεγαλύτερο εύρος αξιοποιήσιμης δύναμης και καλύτερη παροχή της ροπής στις χαμηλομεσαίες. Αντιθέτως, στο Navigator οι Ιταλοί διατήρησαν την πιο τραχιά –αν μπορούμε καταχρηστικά να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση– προσωπικότητα, τονίζοντας την υπεροχή του σε απόλυτα νούμερα. Εκεί βασίζεται κι ολόκληρη η προσωπικότητα του Navigator. Έννοιες όπως "άνεση", "χρηστικότητα" και "λειτουργική σχεδίαση" είναι εντελώς ασύμβατες με το πολεμικό προφίλ του Navigator, πάνω στο οποίο τα πάντα είναι σχεδιασμένα και προσανατολισμένα προς τα εκεί. Από τη θέση οδήγησης, μέχρι τις "τουριστικές" ανέσεις που... δεν υπάρχουν, όλα συνηγορούν υπέρ της supermoto νοοτροπίας.

Το μέγεθος και οι αποστάσεις του R1150GS το κάνουν ακατάλληλο για μικρόσωμους αναβάτες, ενώ ο συνεπιβάτης κάθεται μεν αναπαυτικά, αλλά μακριά...

 

Πέρα και μακριά από τις δικύλινδρες αψιμαχίες, το τρικύλινδρο της παρέας διαφοροποιείται εμφανώς, χωρίς όμως να μένει έξω από το παιχνίδι. Πολύ πιο γραμμικό και με απόδοση που θυμίζει περισσότερο street μοτοσυκλέτα, το Tiger διαθέτει έναν από τους πιο τουριστικούς κινητήρες. Η διάρκεια ψηλά είναι το μεγάλο προσόν του, η δε άνετη θέση οδήγησης, με τη ζελατίνα να προστατεύει αρκετά ικανοποιητικά, βοηθά στο να το αξιοποιήσει ο αναβάτης του πλήρως.

Οι Γερμανοί ξέρουν πώς να φτιάχνουν άνετες σέλες. Το BMW, χωρίς να εντυπωσιάζει οπτικά, διαθέτει εργονομικά σχεδιασμένη σέλα

 

Μεγάλα παιχνίδια για μεγάλα παιδιά

Συνέβη στο Δομοκό, συνέβη και μετά το πέρασμα της Κατάρας. Το ίδιο έγινε στο Θέρμο, το ίδιο και μετά την Αμφιλοχία. Κάθε φορά που ο Γκαζής ήταν πάνω στο Navigator, με κοίταζε με νόημα και αλλάζαμε mode. Εφτά μοτοσυκλέτες με εφτά μισότρελους αναβάτες έμπαιναν στην πρίζα και έβγαιναν μόνο όταν το λαμπάκι της υπερφόρτωσης –στη συγκεκριμένη περίπτωση το λαμπάκι της ρεζέρβας– άναβε προειδοποιητικά για να μας ηρεμήσει. Και κάθε φορά που σταματούσαμε, όποιος κι αν οδηγούσε το δικύλινδρο της Cagiva έλεγε το ίδιο πράγμα: "Δεν φταίω εγώ. Αυτό με παρακαλούσε να του πιω το αίμα..." Τους πίστεψα όλους, γιατί το ίδιο έπαθα κι εγώ. Το Navigator είναι φτιαγμένο για "αλητείες". Είναι ένα χιλιάρι motard. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το ότι φοράει τα πιο ασφάλτινα ελαστικά του συγκριτικού. Ούτε είναι τυχαίο το ότι κάθεσαι πάνω από τον μπροστινό τροχό. Ούτε επίσης το ότι αν το ζορίσεις στην έξοδο με δευτέρα το πιο πιθανό είναι να σουζάρεις α λα "παγκόσμιος". Η απίθανα γρήγορη γεωμετρία του και η εκρηκτική απόδοση του κινητήρα συνεργάζονται άψογα με το πιο στιβαρό σύνολο πλαισίου – αναρτήσεων για έναν και μόνο σκοπό: τη διασκέδαση.

Σχετικά ψηλά το τιμόνι του Tiger και χαμηλά τοποθετημένα τα μαρσπιέ, ενώ ο συνεπιβάτης αναγκάζεται να λυγίσει παραπάνω τα γόνατά του

 

Μια διασκέδαση που, όσο το στροφιλίκι παραμένει σφιχτό και δεν υπάρχουν απλωτές καμπές με εισόδους πάνω από τα 150 χ.α.ώ., μπορεί να τη μοιραστεί με το TDM. Το δικύλινδρο της Yamaha χρειάστηκε 10 χρόνια για να θεραπεύσει το σημείο που πόναγε, με την τοποθέτηση αμορτισέρ από τη γενιά των R1, αλλά και φρένα με την ίδια καταγωγή. Με το TDM δεν στρίβεις, απλώς το πετάς μέσα στη στροφή κι ανοίγεις το γκάζι μέχρι το στοπ του στην έξοδο. Το TDM μπορείς να το οδηγήσεις όπως κι ένα καθαρά street μηχανάκι, βάζοντας τον μπροστινό τροχό μέσα στη στροφή, μένοντας ήσυχος πως και ο πίσω θα ακολουθήσει ακριβώς την ίδια τροχιά. Το μόνο πρόβλημα είναι οι παρατεταμένες, γρήγορες, ανοιχτές στροφές, όπου εκεί και μόνο γίνεται αντιληπτή –συγκριτικά πάντα– η έλλειψη δύναμης ψηλά.

Αρχοντική η σέλα του Tiger, δεν αφήνει περιθώρια για παράπονα είτε από τη μεριά του αναβάτη είτε του συνεπιβάτη

 

Αν όμως οι συμπεριφορές των δύο αυτών μοτοσυκλετών είναι αναμενόμενες ήδη από την οπτική επαφή μαζί τους, δεν συμβαίνει το ίδιο με το Caponord, το οποίο αποτελεί –για όσους το οδήγησαν πρώτη φορά– μια πραγματική αποκάλυψη. Το πανύψηλο θηρίο δεν διστάζει να ξαπλώσει τον όγκο του στο εσωτερικό της στροφής με τέτοια ευκολία που αρχικά τρομάζει. Μόλις όμως αποκτήσεις εμπιστοσύνη στο εξαιρετικά άκαμπτο πλαίσιο και στο πιρούνι των 50mm με τις άριστες αποσβέσεις, τότε είναι που οι άλλοι θα τρομάζουν με αυτό που βλέπουν. Από τη στιγμή που το ETV θα βρεθεί υπό κλίση, τίποτε δεν πρόκειται να το κλονίσει (για δες που κάνει και ρίμα…), ενώ είναι θέμα μιας απειροελάχιστης πίεσης στο μοχλό του τιμονιού για να βρεθεί στην ίδια κατάσταση αλλά… από την άλλη μεριά. Τελικά, μάλλον οι σχέσεις του Caponord με το Mille είναι πολύ στενότερες απ' ό,τι μαρτυρεί απλώς η καταγωγή του κινητήρα. Το μόνο που προβληματίζει είναι η έλλειψη δύναμης των φρένων, κάτι που οφείλεται αποκλειστικά στις αντλίες τους.

Πολυθρόνα για δύο το Varadero, που κρατάει τους επιβαίνοντες σε υψηλά επίπεδα άνεσης

 

Στο V-Strom, από την άλλη μεριά, το μόνο που θα προβληματίσει είναι η πτώση της απόδοσης του πίσω αμορτισέρ όταν η λύσσα και η πίεση ξεπεράσουν τα επιτρεπτά όρια. Τότε μόνο, ελάχιστες ελαστικότητες θα περάσουν στο κατά τα άλλα στιβαρό πλαίσιο, αντιμετωπίζοντας όμως τα ντριφταρίσματα του πίσω τροχού με απόλυτο έλεγχο. Η δύναμη αρκεί και με το παραπάνω για να ξεκολλήσει η μοτοσυκλέτα από στροφή σε στροφή, ενώ στις γρήγορες εναλλαγές κλίσεων η δύναμη που απαιτείται και η μετατόπιση του σώματος προς το εσωτερικό της στροφής είναι λίγο μεγαλύτερες απ' ό,τι στο Caponord.

Αυτό το ποσοστό της προσπάθειας μεγαλώνει ακόμη λίγο περισσότερο όταν βρεθεί κανείς στη σέλα του Varadero. Οι αντιδράσεις της μοτοσυκλέτας είναι θετικές, αλλά τα όρια για τις κλίσεις και τα περιθώρια απορρόφησης των ανωμαλιών ή του απότομου ανοίγματος του γκαζιού μπαίνουν πολύ νωρίτερα απ' ό,τι στους προαναφερθέντες ανταγωνιστές.

Αυτό είναι το υπόδειγμα και ανήκει στο Varadero. Οι υπόλοιποι μπορούν να μιμηθούν...

 

Ακόμη και η φλεγματική βρετανική άποψη του Τίγρη κάνει τη ζωή του αναβάτη του πιο εύκολη από αυτή του Varadero. Τρανό παράδειγμα είναι το ότι η μοναδική φορά που το Triumph δεν ακολούθησε από κοντά το τρενάκι του τρόμου, ήταν όταν έπεσε από τα μπαγκάζια το αδιάβροχο του Λεκόπουλου, λίγο μετά το Μέτσοβο, και αναγκάστηκε να γυρίσει για να το μαζέψει. Η καλύτερη ευκαιρία για να τονίσουμε ότι ποτέ δεν απλώνουμε μπουγάδα όταν πρόκειται να "κυνηγηθούμε" με συναδέλφους. Αλλιώς, θα πρέπει να επιστρατευτούν και οι 88 ίπποι που κατεβαίνουν στον τροχό και να γείρει το σώμα λίγο πιο μπροστά, όχι μόνο για να βάλεις το κεφάλι κάτω, αλλά και για να φορτιστεί ακόμη περισσότερο ο μπροστινός τροχός, καθώς η μεγάλη διαδρομή του πιρουνιού καθυστερεί την πληροφόρηση σχετικά με το τί συμβαίνει εκεί μπροστά. Το υπόλοιπο σύνολο είναι πολύ καλά ζυγισμένο και η συνεργασία κινητήρα – πλαισίου – αμορτισέρ δίνει πολλά περιθώρια για να μαυρίσει όλο το πέλμα του πίσω ελαστικού.

Αντιθέτως, στο GS αρέσουν οι πιο ήρεμες extreme καταστάσεις, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό το σχήμα. Το δικύλινδρο Boxer μπορεί να εντυπωσιάσει με τις κλίσεις του και με το πόσο κοντά στην άσφαλτο μπορεί να φέρει την κυλινδροκεφαλή, αλλά αν του ζητηθεί να εκτελέσει γρήγορες εναλλαγές με χαστούκια, τότε μάλλον θέλει χαστούκια αυτός που του το ζήτησε. Το χαμηλό κέντρο βάρους δεν είναι ό,τι καλύτερο για τις απότομες αλλαγές, αλλά είναι η καλύτερη εγγύηση ότι το GS θα μείνει πιστό στην αρχική γραμμή. Αν, τώρα, αυτή είναι λάθος… καλό θα είναι να μην γίνουν απόπειρες διόρθωσης με απότομα κατεβάσματα, γιατί ο άξονας θα πάθει λόξυγγα, ενώ χρειάζεται προσοχή στα φρεναρίσματα της τελευταίας στιγμής λόγω του ότι το Telelever έχει έναν ξεχωριστό κώδικα επικοινωνίας με τον αναβάτη.

Πριν αλέκτορα φωνήσαι, τρις…

…θα έχουμε αρνηθεί τα πάντα στους τροχαίους που θα μας έχουν σταματήσει. Αυτή ήταν η συμφωνία μας σε περίπτωση που θα πέφταμε στα δίχτυα του Νόμου. Θα αρνούμασταν ότι εμείς ήμασταν αυτοί που τρόμαζαν τις νταλίκες στην Κατάρα, ξεπροβάλλοντας μέσα από την ομίχλη σουζάροντας. Δεν θα παραδεχόμασταν ποτέ ότι εμείς χαλάσαμε την άσφαλτο στην Ανάληψη λίγο πριν την Ναύπακτο, ξηλώνοντας κομμάτια της με τα μαρσπιέ μας. Ούτε υπήρχε περίπτωση να δεχθούμε να μας καταλογίσουν το ότι διώξαμε τους φιλήσυχους τουρίστες από τα Μετέωρα με τα burn-out, με τα κυνηγητά λίγο πριν τη μονή του Αγίου Στεφάνου και τις στριγγλιές του Γκαζή κάθε φορά που έβλεπε τον Χριστογιάννη να του κάνει πλάκα στα στροφιλίκια πάνω στο TDM. Ευτυχώς, τίποτε απ' όλα αυτά δεν χρειάστηκε να δικαιολογήσουμε στα όργανα του νόμου, και το συγκριτικό των super on-off ήταν πλέον γεγονός, κι είχαμε φτάσει στο τέρμα…

OI ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΩΝ TOURING QUEENS

1.200 km απόλαυσης

Θέλοντας να προσομοιώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τις διαδρομές που θα κάνουν οι υποψήφιοι αγοραστές τέτοιων μοτοσυκλετών, αλλά και να κάνουμε πολλά χιλιόμετρα, σχεδιάσαμε έναν κύκλο που ξεκινούσε από Αθήνα, περνούσε από Μετέωρα, πήγαινε Γιάννενα, κατηφόριζε προς Πρέβεζα και γυρνούσε Αθήνα. Σας δίνουμε τα highlights

Αθήνα – Λαμία: Η απαραίτητη βαρεμάρα (200 km)

Η εθνική είναι πάντοτε βαρετή, αλλά ταυτόχρονα και ένας καλός τρόπος για να κάνεις γρήγορα χιλιόμετρα και να τεστάρεις τελική και προστασία απ' τον αέρα. Φτάνοντας Λαμία δεν συνεχίζετε προς Λάρισα, αλλά προς Καρδίτσα.

Λαμία – Δομοκός: Ας αρχίσουν οι χοροί  (29 km, χάρτης Road Editions 3, Ρ12, P11)

Το πάρτι διαρκεί όσο ο δρόμος έχει δύο λωρίδες για κάθε ρεύμα. Οι απλωτές, γλυκές στροφές και το καλό οδόστρωμα που κρατάει θα σας κάνουν να αφαιρέσετε αρκετό μέταλλο από τα μαρσπιέ. Ο δρόμος είναι καλός και κατεβαίνοντας προς Λαμία, όμως έχετε το νου σας, γιατί τα φορτηγά που έχουν φωλιά εκεί, "φυλάνε" τα φρένα τους. Έτσι, μπαίνετε με καμιά εκατοστή και… μπαίνετε στο ψυγείο με τα κρέατα που κατεβαίνει με 20.

Δομοκός – Καρδίτσα – Τρίκαλα – Kαλαμπάκα: Ο κάμπος (103 km, χάρτης Road Editions 3, Ρ10 - L6)

Κομμάτι αδιάφορο από πλευράς χάραξης, αλλά και επικίνδυνο, γιατί έχει κίνηση. Βγαίνοντας από Δομοκό και κατηφορίζοντας προς Πουρνάρι (περίπου 6,5 km) υπάρχουν πολλές κλειστές φουρκέτες και οδόστρωμα γλιστερό, οπότε προσοχή. Μετά το Πουρνάρι μπαίνουμε ουσιαστικά στον κάμπο και έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα, γιατί τις εργάσιμες ημέρες πετάγονται συνεχώς τρακτέρ. Ωστόσο, ο δρόμος είναι επίπεδος και δεν έχει πολλές στροφές, προσφέροντας τουλάχιστον καλή ορατότητα. Περνώντας τις δύο μεγάλες πόλεις, προτιμήστε τους περιφερειακούς. Η ανάβαση μέχρι την Καλαμπάκα δεν έχει ιδιαίτερες συγκινήσεις να σας προσφέρει, οπότε κάντε υπομονή μέχρι να φτάσετε στην πλατεία και να φάτε καμιά ζεστή κρέπα για να στανιάρετε.

Μετέωρα: Οι βόλτες (χάρτης Road Editions 3, L6, M6)

Πέρα από την επιβλητική ομορφιά του τοπίου, τα Μετέωρα προσφέρουν αρκετά ωραίες διαδρομές, τόσο στον δρόμο προς την Κατάρα (θα πούμε παρακάτω γι' αυτόν) όσο και προς Γρεβενά. Το χωριουδάκι Αγ. Δημήτριος μπορεί να γίνει η εκκίνηση για οργασμικές εντουροβόλτες, ενώ και ο δρόμος που περνάει δίπλα από τα μοναστήρια (ακολουθήστε τις ταμπέλες προς Μονή Αγ. Στεφάνου ή προς Καστράκι) είναι πολύ καλός. Ανηφορίζει προς Βλαχάβα και σας προσφέρει "στο πιάτο" τους βράχους των Μετεώρων, αλλά και πολύ όμορφα λιβάδια για να ηρεμήσετε. Περάστε τη Βλαχάβα, συνεχίστε προς Σκεπάρι και κάντε μια μικρή παράκαμψη αν έχετε διάθεση να επισκεφθείτε το χωριό Γαύρος. Μόλις συναντήσετε το ποτάμι (Ίων), κάντε αριστερά (δυτικά) και μετά από 4 km θα βρείτε τον επαρχιακό δρόμο Καλαμπάκας – Γρεβενών. Κάντε αριστερά για να επιστρέψετε στην Καλαμπάκα, έχοντας κάνει μια όμορφη βόλτα 40 περίπου χιλιομέτρων.

Καλαμπάκα – Μέτσοβο – Γιάννενα: Ας κρατήσουν οι χοροί (133 km, χάρτης Road Editions 3, L6 - H5)

Και τα 133 χιλιόμετρα είναι καταπληκτικά, τόσο από φυσική ομορφιά όσο και από χάραξη. Προσοχή μόνο, γιατί σε μερικά σημεία ο δρόμος είναι στενός και κυκλοφορούν φορτηγά. Φεύγοντας από Καλαμπάκα οδηγείτε ανάμεσα σε δέντρα, ενώ έχετε μια από τις τελευταίες σας ευκαιρίες να περάσετε την Κατάρα πριν γίνει η Εγνατία. Λόγω αυτής της κυρίας υπάρχουν πολλά έργα και κυκλοφορούν πολλά φορτηγά. Είναι επίσης πολύ πιθανό να συναντήσετε πυκνή ομίχλη και κρύο ανεβαίνοντας (όπως εμείς) ακόμα και τους ανοιξιάτικους μήνες. Στο Μέτσοβο μπορείτε να κάνετε μια στάση στην πολύ όμορφη κεντρική πλατεία, πριν συνεχίσετε προς Γιάννενα απαλλαγμένοι από ομίχλες και κρύο. Σε αυτό το κομμάτι μπορείτε να παίξετε κιόλας, αν δεν σας φοβίζει η ιδέα ότι δίπλα σας έχετε γκρέμια.

Γιάννενα – Φιλιππιάδα: Πάμε, πάμε (68 km χάρτης Road Editions 3, H7- H10)

Αδιάφορο κομμάτι, που καλά θα κάνετε να περάσετε σβέλτα (προσοχή μόνο στα μπλόκα και μέσα στα χωριά). Μετά τη Φιλιππιάδα έχετε δύο επιλογές: είτε δεξιά προς Λούρο και τις όμορφες παραλίες του Ιονίου (από Λούτσα μέχρι Μύτικα σχεδόν) ή αριστερά προς Άρτα. Εμείς προτιμήσαμε να κάνουμε δεξιά, μιας και έπεφτε το σκοτάδι. Βουτιές δεν κάναμε (έκανε και κρύο), και αρκεστήκαμε στο να διανυκτερεύσουμε στο Κανάλι (γεια σου, Σωτήρη).

Πρέβεζα – Αγρίνιο: Προσοχή στα μπλόκα (78 km, χάρτης Road Editions 4, Α1 - D4)

Πράγματι, το μόνο αξιοσημείωτο είναι τα μπλόκα της Τροχαίας (κοντά στο Αγρίνιο ειδικά), ενώ η λίμνη Αμβρακία είναι αδιάφορη. Αν δεν έχετε κάποιον ιδιαίτερο λόγο να περάσετε από την Πρέβεζα, κατεβαίνοντας από Γιάννενα στη Φιλιπιάδα συνεχίστε προς Άρτα – γλυτώνετε και χιλιόμετρα.

Ορεινή Ναυπακτία: Το πανηγύρι των τρελών (χάρτης Road Editions 3, Ε4, F4 - F5)

Μόλις βγείτε από το Αγρίνιο, κάντε αριστερά προς Παναιτώλιο. Στην αρχή ο δρόμος είναι σπαστικός, γιατί περνάει συνεχώς μέσα από χωριά (Κ. Βλοχός, Κ. Τραγάνα, Παντάνασσα, Βάρεια, Πέρεβος, Μυρτιά, Πουρνάρα, Αγ. Σοφία), τουλάχιστον όμως έχετε θέα στην Τριχωνίδα. Μόλις φτάσετε στον Θέρμο, ρωτήστε ποιος είναι ο δρόμος για Πετροχώρι και Χάνι Μπανιά, ή συμβουλευτείτε τον μεγάλο χάρτη που υπάρχει στην κεντρική πλατεία του Θέρμου. Ο δρόμος είναι α-πί-στευ-τος, αλλά στενός και επικίνδυνος. Μπορείτε να παρεκτραπείτε εύκολα, ειδικά στα μέρη με ορατότητα, όπου είναι ο παράδεισος των on-off. Τα 1.000άρια που είχαμε εμείς πήγαιναν συνέχεια με 2ες και σκασμένες 3ες, πλαγιολισθαίνοντας και με τους δύο τροχούς. Φτάνοντας στο Χάνι Μπανιά, περάστε την πολύ όμορφη ξύλινη γέφυρα (χτισμένη από τους Γερμανούς στην Κατοχή) και ξεκουραστείτε με θέα στον Εύηνο. Μετά κατηφορίστε με προσοχή προς Ναύπακτο, όπου έχετε πάλι δύο επιλογές για Αθήνα: ή παραλιακά προς Ερατινή – Γαλαξίδι ή το κλασικό Αντίρριο – Ρίο.

 

Λεφτά  αισθήματα

Η όψη οποιασδήποτε από τις super on-οff ξυπνάει σε όλους επιθυμίες για ταξίδια και χιλιάδες χιλιόμετρα. Θα διανυθούν μετά την απόκτηση κάποιας από  τις μοτοσυκλέτες του συγκριτικού τεστ. Πριν την απόκτηση όμως, προηγείται αυτό που τελευταία  ονομάζουμε "έρευνα αγοράς". Εκτός από τις προσωπικές συμπάθειες αλλά και τις ιδεοληψίες του καθενός, σε κάθε έρευνα για αγορά, και μάλιστα μεγάλου κόστους, υπάρχουν οι αριθμοί και οι μετρήσεις. Πέρα από τα συμπεράσματα  που διαβάσατε στις άλλες σελίδες του συγκριτικού τεστ για τις επιδόσεις, τις δυνατότητες και τη συμπεριφορά των μοτοσυκλετών, εδώ θα διαβάσετε και για το κόστος χρήσης τους μέρα με τη μέρα, χιλιόμετρο με το χιλιόμετρο

Oι μοτοσυκλέτες αυτής της κατηγορίας δικαιώνονται όταν κάνουν χιλιόμετρα. Πολλά χιλιόμετρα. Όταν ξεκινάνε το Σάββατο το πρωί για μια "βόλτα", οφείλουν οι αναβάτες τους να γράψουν μια χιλιάδα χιλιόμετρα μέχρι το απόγευμα της Κυριακής. Και για καλοκαιρινές διακοπές δεν θα πάνε, φυσικά, μέχρι τη Νάξο, αλλά τουλάχιστον μέχρι την Κορσική. Άρα, τα 24.000 χιλιόμετρα το χρόνο είναι εφικτό –για να μην πούμε "αναγκαίο"– νούμερο. Το κόστος της συντήρησης μιας μοτοσυκλέτας είναι το ποσό χρημάτων που θα κληθεί να δαπανήσει ο αναβάτης για να τη διατηρεί στην αναγκαία σωστή λειτουργική κατάσταση, και έχουμε περιοριστεί στη συντήρηση του κινητήρα, η οποία εξαρτάται κυρίως από τα χιλιόμετρα που διανύει. Πέρα από τον κινητήρα, η υπόλοιπη μοτοσυκλέτα απαιτεί προβλεπόμενη φροντίδα, ελέγχους και αντικαταστάσεις, αλλά οι φθορές –σε τακάκια και λάστιχα, για παράδειγμα– εξαρτώνται άμεσα από τις οδηγικές συνήθειες μα και τους δρόμους όπου κυκλοφορεί κάθε μοτοσυκλέτα.

 
Aprilia Caponord
Χιλιόμετρα
Κόστος
Σύνολο
Ρύθμιση βαλβίδων
7.500
117
351
Αλλαγή λαδιού (λίτρα)
7.500 (4,5)
14 λίτρα x 9
126
Φίλτρο λαδιού
7.500
7,89
23,67
Φίλτρο αέρα (αλλαγή)
15.000
9,72
9,72
Γενικό σύνολο
 
 
510, 39
Τακάκια εμπρός (ζεύγος)
 
43,30
 
Τακάκια πίσω
 
20,12
 

BMW R 1150GS
Χιλιόμετρα
Κόστος
Σύνολο
Ρύθμιση βαλβίδων
10.000
104
208
Αλλαγή λαδιού (λίτρα)
10.000 (3,5)
7 λίτρα x 7,5
52,5
Φίλτρο λαδιού
20.000
9,49
9,49
Φίλτρο αέρα (αλλαγή)
20.000
11,26
11,26
Γενικό σύνολο
 
 
281,25
Τακάκια εμπρός (ζεύγος)
 
38,07
 
Τακάκια πίσω
 
30,81
 

Cagiva Navigator
Χιλιόμετρα
Κόστος
Σύνολο
Ρύθμιση βαλβίδων
24.000
147
147
Αλλαγή λαδιού (λίτρα)
6.000 (3)
12 x 9
108
Φίλτρο λαδιού
12.000
10
  20
Φίλτρο αέρα (αλλαγή)
10.000
11,67
  23,34
Γενικό σύνολο
 
 
298, 34
Τακάκια εμπρός (ζεύγος)
 
61,29
 
Τακάκια πίσω
 
61,81
 

Honda Varadero
Χιλιόμετρα
Κόστος
Σύνολο
Ρύθμιση βαλβίδων
24.000
88
88
Αλλαγή λαδιού (λίτρα)
12.000 (3,6)
8 λίτρα x 9
72
Φίλτρο λαδιού
24.000
10,2
  10,2
Φίλτρο αέρα (αλλαγή)
18.000
23,91
23,91
Γενικό σύνολο
 
 
183,91
Τακάκια εμπρός (ζεύγος)
 
45,30
 
Τακάκια πίσω
 
52,84

 

 

Suzuki V-Strom

Δυστυχώς, μέχρι το "κλείσιμο" της ύλης του τεύχους αυτού δεν είχαμε τις απαραίτητες πληροφορίες από την αντιπροσωπεία των Suzuki για τα διαστήματα service και το κόστος τους.

Τriumph Tiger
Χιλιόμετρα
Κόστος
Σύνολο
Ρύθμιση βαλβίδων
12.000
140
280
Αλλαγή λαδιού (λίτρα)
6.000 (4)
16 λίτρα x 9
144
Φίλτρο λαδιού
12.000
15,06
23,67
Φίλτρο αέρα (αλλαγή)
18.000
45,58
45,58
Γενικό σύνολο
 
 
493,25
Τακάκια εμπρός (ζεύγος)
 
60,25
 
Τακάκια πίσω
 
60,25

 

Yamaha TDM 900
Χιλιόμετρα
Κόστος
Σύνολο
Ρύθμιση βαλβίδων
24.000
125
125
Αλλαγή λαδιού (λίτρα)
5.000 (3,9)
16 x 9
144
Φίλτρο λαδιού
10.000
6,65
13,3
Φίλτρο αέρα (αλλαγή)
40.000
29,68
 
Γενικό σύνολο
 
 
282,3
Τακάκια εμπρός (ζεύγος)
 
37,19
 
Τακάκια πίσω
 
39,32

 

 

Σημ. Οι αντιπροσωπείες των Yamaha και των Aprilia προτείνουν συντομότερα διαστήματα ρύθμισης βαλβίδων και αλλαγής λαδιών από αυτά των κατασκευαστών, παίρνοντας υπ' όψιν τους την πολλή σκόνη που έχουμε στους δρόμους μας αλλά και τις κακές συνθήκες –για αναβάτες και κινητήρες– κυκλοφορίας στις μποτιλιαρισμένες πόλεις. Για την κατάρτιση των πινάκων έχουν χρησιμοποιηθεί οι οδηγίες των αντιπροσωπειών. Η τιμή των λαδιών έχει υπολογιστεί στα 9 ευρώ το λίτρο και είναι μια μέση τιμή για ημισυνθετικά λάδια. Η BMW αρκείται στα φθηνότερα (7,5 ευρώ το λίτρο) ορυκτέλαια.

Και αν πέσουν...

Μια υποθετική πτώση από τη δεξιά πλευρά θα μας δώσει μια πολύ καθαρή εικόνα για τις τιμές των ανταλλακτικών των μοτοσυκλετών. Σε αυτή την πτώση θα χαλάσουν και θα σπάσουν τιμόνια, μανέτες, πεντάλ φρένου, δεξί πίσω φλας και όλα τα πλαστικά από δεξιά, συμπεριλαμβανομένου και του ρεζερβουάρ. Στα σημεία κερδίζει το GS της ΒΜW, που δεν έχει φέρινγκ, αλλά ούτε και δεξί πλαϊνό πίσω καπάκι, κι επομένως δεν χαλάει. Βέβαια, στην αληθινή ζωή χαλάνε και άλλα πράγματα, όπως αντίβαρα τιμονιού, μαρσπιέ και οι βάσεις τους. Τα πλαστικά ρεζερβουάρ των Navigator και Triumph πολύ δύσκολα θα σπάσουν, ενώ και των υπολοίπων είναι τόσο ακριβά ώστε όλοι –ιδιώτες και ασφαλιστικές– αποφεύγουν την αλλαγή τους και προτιμούν την επισκευή.

Σημ. 1. Μέχρι το "κλείσιμο" της ύλης του τεύχους αυτού δεν μας στάλθηκαν από την αντιπροσωπεία των Suzuki οι τιμές των ανταλλακτικών που ζητήσαμε. Πολύ καινούργιο γαρ το V-Strom, και δεν είχαν κοστολογηθεί…

Σημ. 2. Οι λιανικές τιμές ανταλλακτικών μετά την περσινή απόφαση του Υπουργείου Εμπορίου είναι ενδεικτικές αλλά περιλαμβάνουν Φ.Π.Α. Έτσι, υπάρχει περίπτωση διακύμανσης των τιμών – όχι σε τίποτα φοβερά ποσοστά, αλλά μια διακύμανση γύρω στο 5% είναι αναμενόμενη και εξαρτάται από το σημείο όπου θα αγοραστούν.

 
Aprilia Caponord
BMW R 1150GS
Cagiva Navigator
Honda XLV Varadero
Suzuki V-Strom
Τriumph Tiger 955i
Yamaha TDM 900
Mανέτα φρένου
67,25
50,96
38,58
28,55
 
33,67
37,75
Πεντάλ φρένου
40,67
75,74
102,15
81,53
 
93,71
51,08
Δεξιό πίσω φλας
14,87
22,59
14,44
32,69
 
44,72
33,53
Τιμόνι
64,25
149,80
35,84
60,93
 
116,24
63,54
Πλευρικό δεξιό πλαστικό καπάκι
142,36
Προστατευτικό κεφαλής
42,63
98,52
25,83
 
263,48
95,73
Δεξιό φέρινγκ
185,67
        -
Κάλυμμα ρεζερβουάρ
104,23
271,29
 
73 (κομμάτι μεταξύ ρεζερβουάρ και μάσκας)
154,14
Ρεζερβουάρ
987,34
702 (άβαφο)
746
690,12
 
761,29
780,72
ΣΥΝΟΛΟ
1502,41
1.043,72
1.139,76
1.190,94
 
1.386,11
1.216,49

 

ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ

Ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα

Πέρα από την αίσθηση και τη συμπεριφορά, τα στοιχεία που ολοκληρώνουν την εικόνα μιας μοτοσυκλέτας είναι τα απόλυτα νούμερά της. Αυτά που οι αριθμολάγνοι αρέσκονται να εξερευνούν, πλέοντας στο πέλαγος των αριθμών. Βέβαια, το να αντιπαραθέτει κανείς τα νούμερα εφτά μοτοσυκλετών μοιάζει με μαθηματικά της τρίτης Λυκείου, αλλά τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν είναι σαφώς πιο γοητευτικά. Άλλωστε, ποτέ στη ζωή μου δεν κατάφερα να μάθω σούζες μέσα από τις εξισώσεις…

 

 

Για άλλη μια φορά, το GS ανακηρύσσεται ο πιο ευτραφής της παρέας, ενώ το TDM και το V-Strom δείχνουν "με το καλημέρα" ότι είναι της μόδας οι αδύνατοι. Navigator και Caponord κινούνται στα ίδια –χαμηλά– επίπεδα, μόλις δύο κιλά παραπάνω από το Tiger. Για το Varadero, ευτυχώς που υπάρχει το GS ως τελευταίο προπύργιο του βάρους. *Το βάρος των μοτοσυκλετών μετρήθηκε με τα ρεζερβουάρ γεμάτα, σε ζυγαριά

 

Εχθρός του βενζινά το TDM, που ξεχνά να γεμίσει το ρεζερβουάρ του. Ακολουθεί το Caponord, με πάρα πολύ καλά επίπεδα οικονομίας, ενώ το Navigator θυσιάζει λίγο από την οικονομία του χάριν των επιδόσεων. Το GS κρατάει όσο μπορεί πιο χαμηλά την κατανάλωσή του, διανύοντας σχεδόν 1,5 χιλιόμετρο παραπάνω από το V-Strom, ενώ το ο τρικύλινδρος κινητήρας του Tiger αποδεικνύεται πιο οικονομικός από τον δικύλινδρο της Honda

 

Το Navigator εξακολουθεί να είναι απλησίαστο απ' όλους στην τελική του, ενώ μόνο το TDM και το Caponord με το μακρύ γρανάζωμα δείχνουν ότι μπορούν να κρατήσουν οπτική επαφή μαζί του. Με αρκετά μεγαλύτερη διαφορά, παρά τα περισσότερα άλογά του, ακολουθεί το Tiger, το οποίο μόλις και ξεκολλάει από το Varadero, που δείχνει να αξιοποιήσει στο έπακρο τους 86,5 ίππους του. Τελευταία και καταϊδρωμένα το GS της BMW, στο οποίο είναι εμφανή τα σημάδια της έλλειψης ισχύος, αλλά και το V-Strom, που οι λόγοι για τη μικρότερη τελική του εξηγούνται λίγο παρακάτω (βλ. "Ο κόφτης του V-Strom")

 

 

Το νήμα των πρώτων 100 μέτρων κόβει πρώτο το TDM 900 (έχοντας ως σύμμαχο το πολύ μικρό βάρος του), μόλις ένα δέκατο του δευτερολέπτου γρηγορότερα από το Navigator και το πολύ εύστροφο Tiger. Το Varadero ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής, χάρη στο κοντό του γρανάζωμα, ενώ το V-Strom χάνει στο ξεκίνημα λόγω της μακριάς πρώτης σχέσης. Το μακρύ γρανάζωμα είναι υπεύθυνο και για την αργή εκκίνηση του Caponord, ενώ στο BMW ο συνδυασμός βάρους και έλλειψης δύναμης έχει ως αποτέλεσμα το αργότερο 100άρι

Εκεί όπου τα άλογα έχουν κατέβει και οι μοτοσυκλέτες έχουν πάρει φόρα, το TDM εξακολουθεί να βρίσκεται, έστω και για λίγο, μπροστά απ' όλους. Η έκπληξη είναι το Tiger, που χρωστάει πολλά στον ρυθμό με τον οποίο ανεβαίνουν οι στροφές του, τρικύλινδρο γαρ, ενώ το πολεμικό Navigator έρχεται ισόπαλο με το ογκώδες Varadero. Τρία δέκατα πιο πίσω είναι το Caponord, το οποίο αφήνει το GS σχεδόν μια… αιωνιότητα πιο πίσω

 

Την πρώτη εκατοντάδα χιλιομέτρων, λίγο πριν συμπληρωθούν τα πρώτα 100 μέτρα και πάρει κεφάλι το TDM, την φτάνει το Navigator, έχοντας όμως στη ρόδα του το Tiger, το οποίο αποδεικνύει ότι στα γκάζια οι περισσότεροι κύλινδροι είναι πάντα πλεονέκτημα, αλλά και το Yamaha. Κολλητά ακολουθεί το Varadero, ενώ το V-Strom και το Caponord πέφτουν για άλλη μια φορά "θύματα" του μακρύτερου γραναζώματος. Σε ένα παράλληλο σύμπαν κινείται και το GS, στους δικούς του… διαφορετικούς ρυθμούς

Εξαιρετικά ελαστικός ο κινητήρας του Tiger, βοηθά τους Εγγλέζους να πάρουν εκδίκηση σε ό,τι αφορά τη ροπή. Τα Vardero, Navigator και TDM δεν μένουν όμως έξω από το παιχνίδι, έχοντας μικρή διαφορά μεταξύ τους, ενώ το V-Strom, το Caponord και τελευταίο το BMW ακολουθούν με διαφορά φάσης. Να σημειωθεί όμως ότι η έκτη σχέση του V-Strom είναι η εξαιρετικά μακριά overdrive

 

 

Οι αρετές του τρικύλινδρου επιβεβαιώνονται για άλλη μια φορά στις ρεπρίζ, αφήνοντας τους υπόλοιπους από μισό δευτερόλεπτο (Varadero) μέχρι… τον διπλάσιο χρόνο (R 1150GS) πίσω. Στο ενδιάμεσο, το TDM έχει τη δική του συνεχιζόμενη κόντρα με το Navigator, ενώ το Caponord μοιράζει τις αποστάσεις…

**Δυστυχώς, το όργανο μέτρησης έπαθε βλάβη στις μετρήσεις του V-Strom, και δεν υπάρχουν ενδείξεις για τα 0-400m, όπως και για τις ρεπρίζ στα 50-150 km/h. Επειδή δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε την τακτική του μαγειρέματος, όπως πράττουν άλλοι "συνάδελφοι", προτιμάμε να επανέλθουμε λίαν συντόμως με μετρήσεις, μόλις αποκατασταθεί το πρόβλημα

 

Αν δεν ήταν διάγραμμα, θα μπορούσε να ήταν μακαρονάδα! Τα πολύχρωμα σπαγγέτι των ιπποδυνάμεων μπλέκονται μεταξύ τους, ειδικά στις χαμηλομεσαίες, επιβεβαιώνοντας το πόσα κοντά είναι οι συγκεκριμένες μοτοσυκλέτες μεταξύ τους. Μέχρι τις 4.500 σ.α.λ. οι επιδόσεις είναι περίπου ίδιες, και οι διαφορές αρχίζουν μόλις στις 5.000, με την τρύπα στην απόδοση του Caponord. Ψηλότερα απ' όλους, μέχρι εκείνο το σημείο, σκαρφαλώνει το V-Strom, εναλλασσόμενο στην κορυφή με το R 1150GS.

Μεταξύ όμως 6.000 και 7.000 στροφών αρχίζει το σκηνικό να ξεκαθαρίζει, με πρωταγωνιστή τον κινητήρα της Suzuki και στις δύο του μορφές. Το Cagiva ξεχωρίζει στέλνoντας την καμπύλη του ψηλά με ένα ξέσπασμα στις 6.500, ενώ το πιο γραμμικό V-Strom ανεβάζει πολύ πιο ομαλά, κρατώντας εξίσου ικανοποιητικά τη δύναμη ψηλά.

Εξαιρετικά γραμμική είναι και η απόδοση του TDM, χωρίς κανένα ψεγάδι, κάνοντας όμως φανερή την έλλειψη κυβικών, ιδιαίτερα όταν το γκάζι μένει ανοιχτό για πολλή ώρα. Αντιθέτως, το Varadero  παρέχει περισσότερη ισχύ, καταφέρνοντας να ξεπεράσει σε νούμερα ακόμη και το τρικύλινδρο Tiger, το οποίο όμως δείχνει ότι τα καταφέρνει μια χαρά στο να κρατάει τη δύναμή του ψηλά, και μάλιστα χωρίς την παραμικρή απώλεια

 

 

Τα Boxer αντεπιτίθενται! Το δικύλινδρο της BMW διαθέτει τα απόλυτα νούμερα ροπής, αλλά το background δεν είναι τόσο ειδυλλιακό. Τα 9,5 χιλογραμμόμετρα έρχονται μετά από αρκετά σκαμπανεβάσματα της καμπύλης, ενώ η "παράσταση" τελειώνει στις 6.000 σ.α.λ., εκεί όπου οι άλλοι συνεχίζουν σταθερά.

Ο κόφτης του V-Strom

Το διάγραμμα αποτυπώνει την ισχύ του V-Strom, που φθάνει στο πίσω τροχό και πάνω στο τύμπανο του δυναμομέτρου. Η δευτέρα  επιταχύνει μέχρι τα 125 χ.α.ώ. και πλησιάζει τους 90 ίππους. Η τρίτη ξεπερνάει τα 150 χ.α.ώ., ξεπερνώντας λίγο τους 90 ίππους. Η τετάρτη  θα φθάσει την ίδια απόδοση και το V-Strom στα 190 χ.α.ώ. Μπαίνει και η Πέμπτη, αλλά ο κόφτης, που παίρνει υπ' όψιν του τη ταχύτητα κίνησης της μοτοσυκλέτας, περιορίζει την απόδοση του κινητήρα στο επίπεδο των 65 ίππων, ισχύς που δεν θα επιτρέψει στο V-Strom να πιάσει τελική ταχύτητα αντίστοιχη της ιπποδύναμής του, η οποία τελική θα έπρεπε –αν δεν υπήρχε ο κόφτης– να είναι στην περιοχή των 220 χ.α.ώ. Η εκτίμησή μας για τον τρόπο περιορισμού της ισχύος είναι η μείωση της προπορείας σπινθήρα. Θα επανέλθουμε…

Πολύ πιο σταθερή είναι και η απόδοση των Varadero και V-Strom, τα οποία όχι μόνο βρίσκονται πολύ κοντά σε νούμερα, αλλά έχουν και μεγαλύτερο εύρος ωφέλιμης περιοχής. Ψηλά, όμως, αδιαφιλονίκητος νικητής είναι και πάλι το Navigator, κρατώντας τη ροπή πάνω από τα 7 k.gm ακόμη και μετά τις 9.000. Εντυπωσιακή γραμμική είναι και η απόδοση του TDM, ενώ το Tiger καταφέρνει να σταθεί ένα σκαλί ψηλότερα λόγω της διάρκειας  που έχει μετά τις 7.500 σ.α.λ. Το Caponord, δυστυχώς, προδίδεται για άλλη μια φορά από την τρύπα στις 5.000, αλλά τελικά καταφέρνει να αντιμετωπίσει τους υπόλοιπους στα ίσα, χάρη στις παροχή ροπής ψηλά, που παραμένει πάνω 6 χιλιογραμμόμετρα

Η ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ

Το αποτέλεσμα μετράει...

Να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι κακές μοτοσυκλέτες εν έτει 2002 δεν υπάρχουν. Και οι εφτά φιναλίστ υπερτερούν σε κάποιους τομείς περισσότερο από τις άλλες, μία όμως είναι αυτή με το ευρύτερο φάσμα δυνατοτήτων, μία είναι η τελική νικήτρια του ανταγωνισμού. Όλες οι ερωμένες είναι ωραίες, μία όμως είναι αυτή που ανεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας. Δυστυχώς, η πολυγαμία στην αγορά της μοτοσυκλέτας είναι προνόμιο μόνο για τους έχοντες - αλλά, με τέτοια νύφη, ποιος είναι αυτός που θα παραστρατήσει;

Κατά γενική ομολογία, το συγκριτικό της συγκεκριμένης κατηγορίας των on-off είναι ένα από τα πιο δύσκολα συγκριτικά. Και οι εφτά μοτοσυκλέτες βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, και μόνο η εμβάθυνση στην εξειδίκευση μπορεί να εντοπίσει διαφορές, πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Η ετυμηγορία των συγκεντρωτικών αποτελεσμάτων θα αναδείξει σίγουρα μια τελική κατάταξη, αλλά θα ήταν πολύ άδικο και ημιτελής πληροφόρηση εάν δεν ανακηρυχθούν και οι επιμέρους πρωταθλήτριες.

Το προϊόν όμως της τελικής απόσταξης επιβεβαιώνει την επικράτηση, στην κορυφή, του Caponord της Aprilia. Το ιταλικό δικύλινδρο άντεξε σθεναρά στην επίθεση των δύο νεοεισερχομένων στην κατηγορία, V-Strom και TDM, παραμένοντας για άλλη μια χρονιά το καλύτερο super on-off. Το Caponord διατηρεί τον τίτλο της πιο ολοκληρωμένης πρότασης για όποιον θέλει να υπερβαίνει τον μέσο όρο σε όλους τους τομείς. Πολύ καλό στήσιμο, άνεση και, κυρίως, απόλαυση είναι οι στυλοβάτες του Caponord για την κορυφή.

Στον συνωστισμό που ακολουθεί πίσω του, καταφέρνει να ξεχωρίσει με ελάχιστη διαφορά το V-Strom, χάρη στον εξαιρετικό του κινητήρα και στη λειτουργικότερη για καθημερινή χρήση σχεδίασή του έναντι και του Varadero, που παραμένει μια πολύ καλή, αλλά ξεπερασμένη σχεδιαστικά πρόταση, και του έτερου "φρέσκου" μοντέλου, του TDM, το οποίο υστερεί ελαφρώς λόγω της έλλειψης δυνατών τουριστικών χαρακτηριστικών.

Χαρακτηριστικών σαν αυτά που καταφέρνει να συνδυάσει με τις αρετές του τρικύλινδρου κινητήρα το Tiger. Μοναδικά του μειονεκτήματα, οι υπέρ το δέον μαλακές αναρτήσεις και η σχετικά άβολη θέση οδήγησης.

Για την περίπτωση του GS τα πράγματα είναι πιο απλά, γιατί και τα δεδομένα του BMW θέτουν συγκεκριμένα όρια. Με τις περισσότερες χωμάτινες καταβολές, το δικύλινδρο των Βαυαρών δεν αρέσκεται ούτε στα παιχνίδια ούτε στην καθημερινή ταλαιπωρία. Οι τουριστικές προδιαγραφές του είναι συγκεκριμένες, όπως και η αντοχή του στα χιλιόμετρα. Παρ' όλα αυτά, περιμένουμε τα νέα δεδομένα που ευελπιστούμε ότι θα εισαγάγει το R 1150GS Adventure.

Το Όσκαρ άνεσης

And the winner is… Varadero. Με μικρή διαφορά από το Caponord, κερδίζει στα σημεία χάρη στην πιο ευρύχωρη σέλα του και στην ελαφρώς καλύτερη προστασία του σε σχέση με το ιταλικό δικύλινδρο. Ένα κλικ παρακάτω και σε ισοβαθμία με το Tiger βρίσκεται το V-Strom, το οποίο δεν διαθέτει την προστασία των προηγούμενων δύο, ενώ η φαρδιά σέλα του Tiger, που αναγκάζει σε μεγάλο άνοιγμα των ποδιών, και η σχετικά μικρή δυνατότητα φόρτωσής του τού αφαιρούν πόντους.

Πόντους αφαιρούν και οι μεγάλες διαστάσεις από το R 1150GS, το οποίο ασπάζεται λιτές, εντυπωσιακές, αλλά όχι και τόσο τουριστικές αρχές σχεδίασης.

Οι δύο "Μις Σιλουέτες" του συγκριτικού, το Navigator και το TDM, ρίχνουν το μικρότερο βάρος από όλους σε ό,τι αφορά τον τομέα άνεσης. Το μεν Navigator αδιαφορεί για την άνεση και η μόνη του έννοια είναι η πολεμική του αποστολή, ενώ στο TDM οι μικρές διαστάσεις και ο χαρακτήρας που του έχει προσδώσει η Yamaha το καθιστούν περισσότερο street all rounder παρά super on-off μοτοσυκλέτα.

Το Όσκαρ οικονομίας

Το πιο γεμάτο πορτοφόλι θα μείνει στον ιδιοκτήτη του TDM, καθώς ο συνδυασμός κόστους αγοράς και κατανάλωσης το αναδεικνύει ως την οικονομικότερη πρόταση, μπροστά από τα Caponord και V-Strom, τα οποία βρίσκονται μεν πολύ κοντά ως κόστος απόκτησης, αλλά το Caponord υπερτερεί σαφώς στην κατανάλωση, προς όφελος του ιδιοκτήτη του.

Ακολουθεί το φθηνότερο ως αγορά Navigator, το οποίο όμως θυσιάζει την οικονομία για χάρη των επιδόσεων, σε αντίθεση με το Varadero, το οποίο, δίχως να ξηλώνει χαλίκια από την άσφαλτο, μένει πιστό στην παράδοση που θέλει τα δικύλινδρα της Honda βενζινοβόρα.

Οι δύο ακριβότερες μοτοσυκλέτες του συγκριτικού, το Tiger και το R 1150GS, κάνουν ό,τι μπορούν στον τομέα της κατανάλωσης σε σχέση με τους υπόλοιπους ανταγωνιστές, αλλά, δυστυχώς, η οικονομική ψαλίδα είναι πολύ μεγάλη για να την καλύψει η οικονομία από τις βενζίνες.

Το Όσκαρ ταξιδίου

Ο καλύτερος συνδυασμός υψηλών μουαγέν και άνεσης σ' αυτές τις ταχύτητες, είναι αυτός που διαθέτει το Caponord. Με περισσότερες τουριστικές δυνατότητες σε όλα τα τερέν από το Varadero, είναι ο νικητής της υποκατηγορίας. Το δεύτερο σκαλί του βάθρου όμως το μοιράζεται η Honda με το V-Strom της Suzuki, που αντισταθμίζει την έλλειψη προστασίας με έναν από τους καλύτερους κινητήρες της κατηγορίας, με εξαιρετικά φιλική συμπεριφορά και απόδοση.

To ταξίδι όμως θα απολαύσει και ο αναβάτης του Tiger, χάρη στον καταπληκτικό κινητήρα της μοτοσυκλέτας, αλλά και την άνω του μέσου όρου προστασία που προσφέρει η ιδιαίτερη σχεδίασή της.

Αντιθέτως, η ιδιαίτερη σχεδίαση του BMW το ρίχνει μια θέση παρακάτω, όπως και η έλλειψη δύναμης, αλλά και οι ιδιοτροπίες του άξονα και των αναρτήσεων, που περιορίζουν πολύ τα περιθώρια για άνετο τουρισμό.

Το Navigator και, ακόμη περισσότερο, το TDM αδυνατούν στις υψηλές μουγέν και στις τουριστικές ανησυχίες τους, το μεν λόγω της σχεδίασης αλλά και της γενικότερης φιλοσοφίας του, το δε λόγω έλλειψης δύναμης και προστασίας.

Το Όσκαρ διασκέδασης

Η διασκέδαση είναι, ως συνήθως, συνυφασμένη με τις επιδόσεις, και το Navigator δεν αφήνει κανέναν να αμφισβητήσει την κυριαρχία του σ' αυτόν τον τομέα. Ούτε καν το TDM, που κάνει φιλότιμες προσπάθειες, συνηγορούντος του χαμηλού βάρους του: Ο κινητήρας του Navi είναι αήττητος.

Το μοναδικό από τα υπόλοιπα θηρία που καταφέρνει να ακολουθήσει και να συμμετάσχει στο πάρτι είναι το Caponord. Το καταπληκτικό στήσιμο και ο εύστροφος κινητήρας του είναι το εισιτήριο για την άμετρη απόλαυση.

Το V-Strom μένει ελάχιστα πίσω, κυρίως λόγω μαλακότερων αναρτήσεων, ενώ και το Tiger καταφέρνει να διατηρεί επαφή – όσο του επιτρέπουν οι μεγάλες διαδρομές και οι αργές αποσβέσεις των αναρτήσεών του.

Τα Varadero και GS δηλώνουν σοβαρότητα και σύνεση, αποφεύγοντας τις… επικίνδυνες αποστολές, καθώς το μεγάλο βάρος του BMW και οι περισσότερες ελαστικότητες –συγκριτικά με τα υπόλοιπα– του Varadero δεν είναι ό,τι καλύτερο για κυνήγι κλίσεων.

Ο λογαριασμός:
1. Aprilia Caponord
2. Suzuki V-Strom
3. Honda Varadero
4. Yamaha TDM
5. Triumph Tiger
6. Cagiva
7. BMW R1150GS

 

Οι τιμές ίσχυαν τον Απρίλιο του 2002
ΚατασκευαστήςΜοντέλο
Aprilia /
ETV 1000 Caponord
BMW /
R1150 GS
Cagiva /
Navigator
Honda / XLV 1000 Varadero
Suzuki / DL 1000 V-Strom
Triumph /  Tiger 955i
Yamaha / TDM 900                                                                                                                                                                                                                                                                        
Αντιπρόσωπος / Εισαγωγέας
MOBILITY A.E.
INTERCAR A.E.
HELLINMOTO Α.Β.Ε.Ε.Ο.
ΓΕΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ Α.Ε.Β.Ε.
ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ Α.Ε.Β.Ε
TRIUMPH HELLAS A.E.
ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.
Τιμή (ευρώ):
11.860
12.690
11.430
11.856,20
 
12.390
11.020 
Εγγύηση:
2 χρόνια
2 χρόνια
2 χρόνια
2 χρόνια
 
2 χρόνια
2 χρόνια
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
 
 
 
 
 
 
 
Τύπος:
Δικύλινδρος V-60°, τετράχρονος, με 2 EEK και 4 B/K
Δικύλινδρος boxer, τετράχρονος, αεροελαιόψυκτος, με 4 Β/Κ
Δικύλινδρος V-90°, τετράχρονος, υγρόψυκτος, με 2 ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Δικύλινδρος V-90°, Τετράχρονος, υγρόψυκτος, με 2 ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Δικύλινδρος V-90°, τετράχρονος, υγρόψυκτος, με 2 ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Τρικύλινδρος, τετράχρονος εν σειρά, υγρόψυκτος, με 2 ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Τετράχρονος, δικύλινδρος εν σειρά, υγρόψυκτος με 2ΕΕΚ και 5 Β/Κ
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
97 x 67,5
101 x 70,5
98 x 66
98 x 66
98 x 66
79 x 65
92 x 67,5
Χωρητικότητα (cc):
997,6
1.130
996
996
996
955
897
Σχέση συμπίεσης:
10,4
10,3
11,3
9
11,3
11,2
10,4
Ανάφλεξη:
Ψηφιακή
Ψηφιακή
Ψηφιακή
Ψηφιακή
Ψηφιακή
Ψηφιακή
Ψηφιακή
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Ψεκασμός Bosch Motronic MA 2.4
Ψεκασμός
2 CV με επίπεδα σλάιντ 42mm
Ψεκασμός με δύο πεταλούδες
Ψεκασμός
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1 σε 2
2 σε 1
2 σε 1 σε 2
2 σε 1 σε 2
2 σε 2
3 σε 1
2 σε 2
Σύστημα λίπανσης:
Ξηρό κάρτερ
Υγρό κάρτερ
Υγρό κάρτερ
Υγρό κάρτερ
Υγρό κάρτερ
Υγρό κάρτερ
Ξηρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
Μίζα
Μίζα
Μίζα
Μίζα
Μίζα
Μίζα
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
 
 
 
 
 
 
 
Τύπος συμπλέκτη:
Υγρός πολύδισκος
Ξηρός μονόδισκος
Υγρός πολύδισκος
Υδραυλικός, πολύδισκος
Υγρός πολύδισκος
Υγρός πολύδισκος
Υγρός, πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / 1,935
Με γρανάζια / 1,890
Με γρανάζια / 1,839
Με γρανάζια / 1,680
Με γρανάζια / 1,838
Με γρανάζια / 1,750
Με γρανάζια / 1,718
1.
2,500
1,890
2,670
2,570
3,000
2,733
2,750
2.
1,750
2,050
1,930
1,710
1,933
1,945
1,947
3.
1,370
1,600
1,500
1,320
1,500
1,545
1,545
4.
1,090
1,040
1,230
1,110
1,227
1,292
1,249
5.
0,960
0,900
1,090
0,960
1,086
1,154
1,040
6.
0,850
0,700
1,000
-
0,913
1,074
0,923
Τελική μετάδοση /  σχέση:
Με αλυσίδα / 2,647
Με άξονα / 2,820
Με αλυσίδα / 2,562
Με αλυσίδα / 2,938
Με αλυσίδα / 2,411
Με αλυσίδα / 2,555
 
Συνολικές σχέσεις ταχυτήτων:
 
 
 
 
 
 
 
1.
12,800
10,920
12,550
12,69
13,304
12,220
12,402
2.
8,970
8,520
9,100
8,420
8,573
8,706
8,780
3.
7,010
6,760
7,060
6,500
6,652
6,908
6,968
4.
5,590
5,540
5,780
5,480
5,442
5,777
5,592
5.
4,900
4,790
5,110
4,740
4,820
5,160
4,690
6.
4,360
3,720
4,710
4,049
4,802
4,162
ΠΛΑΙΣΙΟ
 
 
 
 
 
 
 
Τύπος:
Περιμετρικό, με δύο δοκούς αλουμινίου μεταβλητού προφίλ
Ο κινητήρας είναι ενεργό μέρος του πλαισίου, με το υποπλαίσιο και το Telelever να εδράζονται πάνω του
Ατσάλινο, με σωλήνες τετραγωνικής διατομής
Ατσάλινο, τύπου "χωροδικτύωμα", που χρησιμοποιεί τον κινητήρα ως ενεργό μέρος του
Περιμετρικό δύο δοκών αλουμινίου
Ατσάλινο, σωληνωτό, περιμετρικό, με αφαιρούμενο αλουμινένιο υποπλαίσιο
Περιμετρικό αλουμινίου δύο δοκών
Γωνία κάστερ(°):
27,9
26
25,8
27
26,3
28
25,5
Ίχνος (mm):
129
115
80
110
92
114
Μεταξόνιο (mm):
1.560
1.509
1.530
1.560
1.535
1.550
1.485
Μήκος (mm):
2.310
2.196
2.168
2.295
2.295
2.175
2.180
Πλάτος (mm):
830
920
790
865
860
800
Ύψος (mm):
1.440
1.290
1.460
1.335
1.345
1.290
Ύψος σέλας (mm):
820
840 / 860
850
845
840
840 / 860
825
Απόσταση από το έδαφος (mm):
226
180
195
165
-
160
Βάρος κενή / γεμάτη (kg):
215
– / 245
222
220
207
215
190 / 221
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
25 / 5
22 / –
15 / 5
25 / 4
22 / –
24 / –
20 / 3,5
ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
 
 
 
 
 
 
 
Εμπρός
 
 
 
 
 
 
 
Τύπος:
Τηλεσκοπικό πιρούνι Marzocchi
 Telelever με ένα αμορτισέρ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή (mm):
175
190
150
175
160
150
Διάμετρος (mm):
50
35
45
43
43
43
43
Ρυθμίσεις:
Καμία
Καμία
Καμία
Καμία
Καμία
Καμία
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
Πίσω
 
 
 
 
 
 
 
Τύπος:
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Μονόμπρατσο ψαλίδι με Paralever
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Διαδρομή (mm):
185
220
160
155
159
133
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
Προφόρτιση ελατηρίου
Προφόρτιση ελατηρίου
Προφόρτιση ελατηρίου
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς και συμπίεσης
ΦΡΕΝΑ
 
 
 
 
 
 
 
Εμπρός:
Δύο δίσκοι 300mm με δαγκάνες δύο εμβόλων
Δύο δίσκοι 305mm με  δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων
Δύο δίσκοι 296mm με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων
Δύο δίσκοι 296mm με δαγκάνες τριών εμβόλων
Δύο δίσκοι με δαγκάνες δύο εμβόλων
Δύο δίσκοι 310mm με δαγκάνες δύο εμβόλων
Δύο δίσκοι 298mm
Πίσω:
Δίσκος 270mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
Δίσκος 276mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
Δίσκος 240mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
Δίσκος 256mm με δαγκάνα τριών εμβόλων
Δίσκος με δαγκάνα δύο εμβόλων
Δίσκος 285mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
Δίσκος 245mm
ΤΡΟΧΟΙ
 
 
 
 
 
 
 
Εμπρός
 
 
 
 
 
 
 
Ελαστικό /  διάσταση:
110/80-19
110/80-19
110/80-18
110/80 R19 59H
110 / 80 19
110 / 80 ZR 19
120/70-18
Πίσω
 
 
 
 
 
 
 
Ελαστικό /  διάσταση:
150/70-17
150/70-17
150/70-17
150/70 R17 69H
150/70 17
150 / 70 ZR 17
160/60-17
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ
 
 
 
 
 
 
 
Γεννήτρια:
470W
600W
 
315W
Μπαταρία:
12V/14Ah
12V/19Ah
 
12V/12Ah
12V/12Ah
12V-10AH
ΟΡΓΑΝΑ /  ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Στροφόμετρο, ταχύμετρο με ολικό και μερικό χιλιομετρητή, ψηφιακές ενδείξεις για ώρα / θερμοκρασία περιβάλλοντος / θερμοκρασία ψυκτικού / στάθμη καυσίμου / ένδειξη service, και ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά / φλας / μεγάλη σκάλα φώτων
Στροφόμετρο, ταχύμετρο με ολικό και μερικό χιλιομετρητή, ψηφιακές ενδείξεις για θερμοκρασία / στάθμη βενζίνης / σχέση κιβωτίου, ρολόι και λυχνίες για ABS / νεκρά /  φλας / μπαταρία /  ρεζέρβα / μεγάλη σκάλα φώτων
Ταχύμετρο με ψηφιακό ολικό και μερικό χιλιομετρητή, στροφόμετρο, ψηφιακό ρολόι, ένδειξη θερμοκρασίας και ενδεικτικές λυχνίες βενζίνης / νεκράς / φλας / μεγάλη σκάλα φώτων
Ταχύμετρο με ψηφιακό ολικό και μερικό χιλιομετρητή, στροφόμετρο, ψηφιακό ρολόι, ένδειξη θερμοκρασίας και ενδεικτικές λυχνίες βενζίνης / νεκράς / φλας / μεγάλη σκάλα φώτων
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ψηφιακές ενδείξεις για ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, ρολόι, θερμοκρασία ψυκτικού, στάθμη βενζίνης και ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά / φλας / μεγάλη σκάλα φώτων / ψεκασμού / πίεση λαδιού
Αναλογικά ταχύμετρο, στροφόμετρο, ένδειξη θερμοκρασίας, βενζίνης, ψηφιακές ενδείξεις για ολικό και μερικό χιλιομετρητή / ρολόι και ενδεικτικές λυχνίες για ρεζέρβα / πίεση λαδιού / μεγάλη σκάλα φώτων / φλας / νεκρά / δυσλειτουργίας κινητήρα, αλάρμ
Στροφόμετρο, δείκτης θερμοκρασίας αναλογικός, ψηφιακό ρολόι και πολυόργανο με ενδείξεις ταχυμέτρου, ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, οδόμετρο ρεζέρβας, λυχνίες για φλας, μεγάλη σκάλα, νεκρά, πίεση λαδιού, ψεκασμό. Αλάρμ, άγκιστρα αποσκευών, πλαϊνό σταντ
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
 
 
 
 
 
 
 
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
7.500
10.000
24.000
12.000
24.000
12.000
40.000
Διάκενο βαλβίδων
 
 
 
 
 
 
 
 ΕΙΣ. / ΕΞ. (mm):
0,12-0,17 / 0,23-0,28
0,15 / 0,30
0,10-0,20 / 0,20-0,30
0,16 / 0,31
0,10-0,20 / 0,20-0,30
24.000
Αλλαγή λαδιού (km):
6.000
10.000 ή ετησίως
6.000
12.000
6.000
6.000
10.000
Ποσότητα λαδιού (l) / τύπος:
4,3 (4,5 με αλλαγή φίλτρου) / SAE 15W 50
3,5 / SAE 20W-50
SAE 10W40
3,6 / –
SAE 10W40
4,0 / SAE 10W 40
3,9 / SG
Τύπος φίλτρου λαδιού
 
 
 
 
 
 
 
/αλλαγή (km):
Φυσιγγίου / 6.000
Φυσιγγίου
Φυσιγγίου / 12.000
Φυσιγγίου / 12.000
Φυσιγγίου / 12.000
Φυσιγγίου / 12.000
 
Τύπος μπουζί / διάκενο (mm):
NGK RDCPR 9 E / 0,6-0,7
Bosch FR6 DDC / 0,8
NGK CR8EK / 0,65
NGK DRP 8 EVX-9 / –
NGK CR8EK / 0,65
NGK DPR8EA-9 / 0,8 - 0,9
NGK DPR8EA-9 ή ND X24EPR-U9 / 0,8 - 0,9
Tύπος φίλτρου αέρα
Χάρτινο
Χάρτινο
Χάρτινο
Χάρτινο
Χάρτινο
Χάρτινο
Χάρτινο
Τύπος υγρών φρένων
 
 
 
 
 
 
 
/ αλλαγή (km):
DOT 4 / Κάθε 2 χρόνια
DOT 4 / Κάθε 2 χρόνια
DOT 4 / Κάθε δύο χρόνια
DOT 4 / Κάθε 2 χρόνια
DOT 4 / Κάθε δύο χρόνια
DOT 4 / Κάθε 2 χρόνια
DOT 4 / 10.000 / 2 έτη
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
 
 
 
 
 
 
 
Ισχύς εργοστασίου (hp/rpm):
98 / 8.250
85 / 6.750
96,7 / 8.400
95 / 8.000
98 / 7.600
104 / 9.500
86,2 / 7.500
Ροπή εργοστασίου (kg.m/rpm):
9,7 / 6.250
9,9 / 5.250
9,0 / 7.500
10,1 / 6.000
10,3 / 6.400
9,3 / 4.400
9,1 / 6.000
Ειδική ισχύς (hp/l):
98,2
73,9
97,1
95,3
98,3
108,9
95,8
Ελάχιστες στροφές για πλήρες άνοιγμα γκαζιού με τελ. σχέση:
2.000
2.000
2.500
2.000
2.000
2.000
2.000
Κιλά/ίππο κενή / γεμάτη:
2,20
2,88
2,29
2,31
2,1
2,0
2,20 / 2,50
Θεωρητική τελική ταχύτητα (km/h):
263
243
257
223
284
239
235
Θεωρητική ταχύτητα (km/h) ανά σχέση στο κόκκινο:
 
 
 
 
 
 
 
1.
85
83
96
83
86
94
79
2.
121
106
133
126
134
132
111
3.
155
134
171
163
173
166
140
4.
195
164
209
193
211
199
146
5.
222
189
236
223
239
223
209
6.
249
243
257
284
239
235
Στροφές κινητήρα στα 100 km/h:
3.607
3.082
3.895
3.920
3.344
3.969
3.405

 

Ετικέτες