SUZUKI GSX1300R HAYABUSA: ‘Ετσι έγινε θρύλος στην Ελλάδα

Η μοτοσυκλέτα-σταθμός στην ιστορία της Suzuki μέσα από τις σελίδες του ΜΟΤΟ
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

16/11/2020

Σήμερα, το όνομα “Hayabusa” δεν χρειάζεται συστάσεις. Λίγο-πολύ όλοι έχουν μια σαφή εικόνα για τί είδους μοτοσυκλέτα είναι και ποιες είναι οι ικανότητές της. Όμως πίσω στο 1999 ήταν “απλώς” ένα καινούριο μοντέλο της Suzuki στην μεγάλη κατηγορία των Sport –touring που κανείς μας δεν είχε την παραμικρή ιδέα πως πρόκειται να ανατρέψει τα δεδομένα της κατηγορίας. Σε λίγες εβδομάδες η Suzuki θα παρουσιάζει μετά από πολλά χρόνια τον αντικαταστάτη του σημερινού μοντέλου κι αυτό μας έδωσε την ιδέα να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο και να θυμηθούμε μαζί το πρώτο γιγαντιαίο τεστ της Hayabusa του ΜΟΤΟ. Όπως έχουμε γράψει από το 2019 ακόμη, αποφεύγουμε να ανακοινώνουμε κάθε 2-3 μήνες πως έρχεται το νέο μοντέλο, όπως βλέπουμε αλλού να συμβαίνει. Από την πρώτη στιγμή είπαμε πότε θα έρθει το νέο Hayabusa κι όλα συνηγορούν πως από τότε είμαστε σωστοί... Ευκαιρία για ένα αφιέρωμα λοιπόν με λεπτομέρειες και αριθμούς σαν αυτά που δεν υπάρχουν πολλά εκεί έξω. Ένα πολυήμερο τεστ, με δοκιμασίες σε κάθε είδους δρόμο, που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ σε μοτοσυκλέτα αυτού του είδους και αποτέλεσε την αρχή της λαμπρής ιστορίας της Hayabusa στην Ελλάδα. Σε αυτό το flash-back θα ξεφυλλίσουμε μαζί το τεύχος 218 και θα δούμε τι κάναμε και πως ζήσαμε οι συντάκτες του ΜΟΤΟ την άφιξη της Hayabusa στη χώρα μας.

 

Πρώτο ραντεβού στις Σέρρες!

Το τρίπτυχο Hayabusa-MOTO-Πίστα ήταν εκείνο που σημάδεψε την ιστορία αυτή της μοτοσυκλέτας περισσότερο και την διαφοροποίησε από τα υπόλοιπα Supersport της εποχής. Το πρώτο ραντεβού μας μαζί της ήταν στην πίστα των Σερρών και αυτό από μόνο του αποτελεί “δημοσιογραφική ανωμαλία” για δοκιμή sport-touring μοτοσυκλέτας. Όμως η ελληνική αντιπροσωπεία είχε αποφασίσει να κάνει εκεί την δημοσιογραφική παρουσίαση και όπως αποδείχτηκε δεν ήταν καθόλου κακή επιλογή. Άλλωστε το Hayabusa ανήκει στην οικογένεια των GSX-R! Απλώς είναι 1300 και λιιιίγο παχουλό.

Τα κιλά και η “περιφέρεια μέσης” ήταν τα δύο στοιχεία που έβαζαν περιορισμό στην οδήγηση μέσα στην πίστα των Σερρών, πιέζοντας τα φρένα και τις αναρτήσεις. Τα περιθώρια κλίσης ήταν μια χαρά για μοτοσυκλέτα του είδους, όμως οι ικανότητες του πλαισίου και του κινητήρα της Hayabusa τα έκαναν να φαίνονται λίγα. Το φαίρινγκ, οι εξατμίσεις και το σταντ γδερνόντουσαν σε κάθε στροφή. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα για τον αναβάτη. Το πρόβλημά ήταν πως το Hayabusa είχε όντως γονίδια GSX-R και σου έδειχνε πως αν σηκώσεις τις εξατμίσεις και σκληρύνεις τις αναρτήσεις για να μην “βουλιάζει” μέσα στη στροφή, μπορεί να πάει πολύ γρήγορα ακόμα και μέσα σε αυτή την τεχνική πίστα. Το πόσο “GSX-R” ήταν το πλαίσιο της Hayabusa φάνηκε μερικούς μήνες μετά, όταν ταξιδέψαμε στο Nurburgring και στα χέρια του Άλκη Συνιώρη έκανε σε χρόνο 8 λεπτά και 20 δευτερόλεπτα τον γύρο (Bridge To Gate) στην θρυλική “Πράσινη Κόλαση” πηγαίνοντας τρενάκι μαζί με την R1 του Γερμανού εκπαιδευτή!

Μάλιστα η συγκεκριμένη μαύρη Hayabusa ήταν η ίδια που είχαμε στις Σέρρες και είχαμε “ξεσκίσει” στα τεστ επί μήνες οι Έλληνες δημοσιογράφοι, αποδεικνύοντας πως εκτός από επιδόσεις, ο κινητήρας της είχε “αντισώματα” στους κανίβαλους!   

Πρώτη στους αριθμούς

 

Τα όργανα μετρήσεων και το δυναμόμετρο του ΜΟΤΟ δεν είχαν δείξει ποτέ πριν τόσο μεγάλους αριθμούς στη ζωή τους. Τα εργοστάσια πάντα φουσκώνουν του αριθμούς στα τεχνικά χαρακτηριστικά που δημοσίευαν, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις ιπποδυνάμεις και το βάρος. Ως αποτέλεσμα, όσα περιοδικά κάνουμε μετρήσεις επιδόσεων, πολλές φορές βλέπουμε μεγάλες αποκλείσεις. Έως τον Ιούνιο του 1999 που βγήκε στα περίπτερα το τεύχος 218 με το πρώτο τεστ του Hayabusa δεν υπήρχε μοτοσυκλέτα παραγωγής που να είχε δείξει πάνω από 140 ίππους στον τροχό και να είχε ξεπεράσει τα 290km/h στο όργανο μετρήσεων του περιοδικού.

Το Honda CBR1100XX Blackbird Fi είχε πάρει την σκυτάλη των επιδόσεων από το γερασμένο Kawasaki ZZ-R 1200, έχοντας 142,1 ίππους στον τροχό και 294km/h τελικής ταχύτητας. Η Honda είχε επιτύχει τελική 300km/h στην οβάλ πίστα του Nardo της Ιταλίας, όμως η μοτοσυκλέτα εκείνη δεν είχε καθρέπτες και η Dainese είχε σχεδιάσει ειδική φόρμα και κράνος για την μικρόσωμη αναβάτρια Yuko, την Ιαπωνίδα συντάκτρια που είχαμε συνεργασία και εμείς στο ΜΟΤΟ. Όταν λοιπόν ήρθε το Hayabusa γράφοντας 157,6 ίππους στο δυναμόμετρο και 308km/h πραγματικής τελικής, έπεσαν τα σαγόνια όλων στο πάτωμα! Η Suzuki ποτέ δεν είχε τη φήμη πως φτιάχνει τις δυνατότερες και γρηγορότερες μοτοσυκλέτες στην ευθεία. Γι΄αυτό και η Hayabusa σόκαρε τόσο πολύ τους μοτοσυκλετιστές εκείνη την εποχή. Η σύγκριση των μετρήσεων επιδόσεων μεταξύ Hayabusa και Blackbird δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο, το άλμα απόδοσης και την αλλαγή σελίδας που έκανε η Suzuki εκείνη την εποχή.  

 

 Στα χαρτιά υπήρχαν και πριν μοτοσυκλέτες που έλεγαν πως βγάζουν 150 ίππους όμως η Hayabusa ήταν η πρώτη που τους έδειξε πάνω στο δυναμόμετρο και μάλιστα είχε 15 άλογα παραπάνω από το Blackbird Fi

Οι επιταχύνσεις από στάση ήταν καταιγιστικές και ακόμα και σήμερα προκαλούν τον θαυμασμό. Λόγω του μακρύ μεταξονίου, του χαμηλού κέντρου βάρους και του απίστευτα ανθεκτικού συμπλέκτη, τα 0-400μ ήρθαν σε 9,72 δευτερόλεπτα και έπιανε τα 200km/h σε μόλις 7,02 δευτερόλεπτα

Το 1999 η τελική ταχύτητα είχε την δική της βαρύτητα στις συζητήσεις των μοτοσυκλετιστών. Σε πολλά κοντέρ υπήρχε ο μαγικός αριθμός 300km/h όμως μόνο η Hayabusa τα έπιανε στην πραγματικότητα

Τα κυβικά και βήχας δεν κρύβονται. Οδηγώντας την Hayabusa ήταν εύκολο να καταλάβεις πως είχε πολύ ροπή σε όλο το φάσμα των στροφών, παρά την ευστροφία του κινητήρα. Οι μετρήσεις των ρεπρίζ επιβεβαίωσαν την ανωτερότητά του και σε αυτόν τον τομέα


Δοκιμάζουμε την Cardo Spirit: Φέρνει νέα δεδομένα

Η προσιτή σειρά ενδοεπικοινωνίας της Cardo
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

27/1/2022

Το έχουμε πει και θα το ξαναπούμε. Η δυνατότητα επικοινωνίας πάνω την μοτοσυκλέτα μπορεί να διχάζει το μοτοσυκλετιστικό κοινό, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και πιο λειτουργικά αξεσουάρ. Τα τελευταία χρόνια έχουμε δοκιμάσει κι εμείς αρκετά τέτοια συστήματα, τα οποία –ειδικά στη δουλειά μας- αποτελούν ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο διασφαλίζοντας την επικοινωνία μεταξύ μας στις ιδιαίτερες συνθήκες των δοκιμών.

Η πιο πρόσφατη προσθήκη για δοκιμή μακράς διάρκειας, είναι η νέα ενδοεπικοινωνία Spirit, που ανήκει στην καινούργια, πιο προσιτή σειρά της Cardo. Για το 2022, η αμερικάνικη εταιρεία παρουσία αρκετά νέα μοντέλα, εστιάζοντας σε νέες σειρές που διαθέτουν πιο φιλικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, με την Spirit να αποτελεί την πιο βασική επιλογή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν διαθέτει εντυπωσιακές δυνατότητες σε συνάρτηση με το κόστος της.

Το πρωτόκολλο επικοινωνίας της βασίζεται αποκλειστικά στο Bluetooth –και όχι στο DMC όπως τα πιο ακριβά μοντέλα της εταιρείας- εξασφαλίζοντας απρόσκοπτη επικοινωνία μεταξύ δύο μονάδων με μέγιστη απόσταση τα 400 μέτρα. Είναι δηλαδή εστιασμένη κυρίως στην αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ αναβάτη και συνεπιβάτη ή σε αναβάτες που κινούνται κυρίως στο αστικό περιβάλλον με μικρές μεταξύ τους αποστάσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μικρά και σφιχτά ταξιδιωτικά γκρουπ.

Η Spirit είναι φυσικά αδιάβροχη, κάτι που επιβεβαιώσαμε και με το παραπάνω την περίοδο των δυνατών βροχών που έπληξαν ιδιαίτερα την Αθήνα, χωρίς να προκύπτει το παραμικρό πρόβλημα στην λειτουργία της. Και δεν μιλάμε απλώς για μία μπόρα ή για μία σύντομη διάρκειας ψιχάλα, αλλά για… ανελέητο μπουγέλο διαρκείας. Ακόμη και στην περίπτωση που έφαγε λασπόνερο για μια αρκετά μεγάλη διαδρομή, το μόνο που χρειάστηκε ήταν… σκούπισμα.

Μία από τις σημαντικότερες νέες λειτουργίες που συνοδεύουν την Spirit –όπως και όλες τις νέες αλλά και ανανεωμένες σειρές της Cardo- είναι η δυνατότητα ασύρματης αναβάθμισης. Στις προηγούμενες σειρές, ακόμη και στην πιο ακριβή Packtalk Black -για την οποία επίσης έχουμε γράψει μία δοκιμή μακράς διάρκειας- η αναβάθμιση προϋπέθετε την σύνδεση μέσω USB με υπολογιστή στον οποίο είχε εγκατασταθεί το αντίστοιχο πρόγραμμα της Cardo. Τώρα, αρκεί μόνο να συνδεθεί η συσκευή με την εφαρμογή της Cardo στο κινητό τηλέφωνο του αναβάτη και η διαδικασία γίνεται αυτόματα.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της Spirit που έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή οι άνθρωποι της Cardo, είναι η συμβατότητα και δυνατότητα επικοινωνίας με ένα μεγάλο εύρος αντίστοιχων συστημάτων από άλλους κατασκευαστές, με ομολογουμένως ιδιαίτερα εύκολη και απλή διαδικασία. Πέρα από αυτό, στις λειτουργίες της Spirit συμπεριλαμβάνεται φυσικά το streaming και ο έλεγχος της μουσικής από το κινητό, η δυνατότητα επικοινωνίας τόσο με το τηλέφωνο όσο και με ξεχωριστή συσκευή GPS (εφόσον διαθέτει δύο ξεχωριστά κανάλια) με την εναλλαγή να γίνεται μέσω ενός κουμπιού και μόνο και η γρήγορη φόρτιση, καθώς μέσα σε είκοσι λεπτά εξασφαλίζονται δύο ώρες ομιλίας, ενώ με πλήρη φόρτιση δύο ωρών η Cardo ανακοινώνει αυτονομία 10 ωρών ομιλίας. H διαφορά της Spirit από την Spirit HD είναι ότι η HD έχει εμβέλεια 600 μέτρα, ενώ περιλαμβάνει και ενσωματωμένο δέκτη ραδιοφώνου.

Κι αν όλα αυτά ακούγονται ενδιαφέροντα στην θεωρία, πάμε να δούμε πώς εφαρμόζονται στην πράξη, που είναι άλλωστε και το ζητούμενο. Η πρώτη σημαντική παρατήρηση είναι ότι τα ακουστικά με την πολύ υψηλή ποιότητα αναπαραγωγής ήχου, έχουν μικρότερο ύψος και διάμετρο (32mm, νεώ η Spirit HD έχει ακουστικά διαμέτρου 40mm), με αποτέλεσμα να είναι πολύ πιο βολικά από τα αντίστοιχα –για παράδειγμα- της Packtalk (45mm), τα οποία είναι αισθητά και ενοχλούν αρκετούς αναβάτες, ειδικά σε κράνη που η αναμονή για τα ακουστικά δεν είναι ιδιαίτερα προσεγμένη. Η επικοινωνία παραμένει στα πολύ υψηλά επίπεδα που είχαμε δει και στην Packtalk, με την φωνή του αναβάτη να ακούγεται πεντακάθαρα στην άλλη άκρη της γραμμής (κάτι βέβαια που εξαρτάται και από τους αεροδυναμικούς θορύβους του κράνους, και στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για ένα HJC RPHA-11), ακόμη και σε ταχύτητες κοντά στα 200km/h. Σε γυμνή μοτοσυκλέτα και με το κοντέρ να δείχνει κοντά στα 150km/h, τα ακουστικά αποδίδουν εξαιρετικά και δεν δημιουργήθηκε κανένα θέμα με την ποιότητα του ήχου.

Ο χρόνος φόρτισης είναι πραγματικά μικρός, αλλά σχετικά μικρή είναι και η αυτονομία της μπαταρίας, που είναι λίγο μικρότερη από την αντίστοιχη της Packtalk, με την ίδια πάνω-κάτω χρήση. Ενδεικτικά, σε μια μισάωρη διαδρομή με συνεχή ροή μουσικής και ενδιάμεσα μία με δύο τηλεφωνικές συνομιλίες, η μπαταρία από φουλ φορτισμένη κατεβαίνει στο 75%.

Η διασύνδεση με άλλες συσκευές Bluetooth είναι πανεύκολη και με πολύ καλή ποιότητα ήχου στην επικοινωνία, αλλά στην περίπτωση διασύνδεσης με την Packtalk, ενώ η ενδοεπικοινωνία ήταν απρόσκοπτη δεν καταφέραμε ποτέ να κάνουμε το μοίρασμα της μουσικής, είτε από τη μία συσκευή είτε από την άλλη, έχοντας ακολουθήσει πιστά της οδηγίες χρήσης.

Η εγκατάσταση γίνεται πολύ εύκολα και με πολλές επιλογές σε ό,τι αφορά τις αυτοκόλλητες βάσεις για τα ακουστικά, το μικρόφωνο και την κεντρική μονάδα, να προσφέρονται από την Cardo καλύπτοντας κάθε δυνατή περίπτωση, αλλά και κάθε κατηγορία κράνους.

Η δοκιμή της Spirit, η οποία κοστίζει 99,90 ευρώ, θα συνεχιστεί και θα επανέλθουμε με ακόμη περισσότερα σχόλια, τόσο για την καθημερινή χρήση όσο και στο ταξίδι, σχηματίζοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα για την προσιτή σειρά της Cardo.