Συγκριτικό 600cc 1986: Συγγενείς χωρίς συγγένεια!

Αναδημοσίευση αρχείο ΜΟΤΟ 1986!
18/5/2019

Συγκριτικό τεστ 600cc 1986!! Τα όνειρα που μεγαλώσαμε!

Yamaha XT 600 Tenere - Honda XL 600 - LM Kawasaki KLR 600 - Suzuki DR 600 - Yamaha XT 600 - Honda XLR 600

Το MOTO είναι αυτή την στιγμή το περιοδικό με την μεγαλύτερη συνεχή παρουσία στην Ελλάδα, και εκτός ειδικού τύπου! Δεκαετίες αδιάκοπης ιστορίας, έχοντας οδηγήσει οτιδήποτε έχει κυκλοφορήσει στον κόσμο όλα αυτά τα χρόνια και συνεχίζουμε ακάθεκτοι καθώς το πάθος με το οποίο ξεκίνησε το περιοδικό μας, αντί να καταλαγιάσει αυξάνεται ολοένα και περισσότερο! Χωρίς να αναπολούμε λοιπόν, γυρίζουμε πίσω στον χρόνο, πολύ πίσω, γιατί η γνώση πρέπει να έχει ρίζες αλλιώς δεν μεγαλώνει. Ήταν Οκτώβριος του 1986, ακόμη δεν είχαμε συμπληρώσει έναν ολόκληρο χρόνο και ήδη κάναμε κάτι που ήταν πρωτοποριακό για την εποχή, ένα υπερσυγκριτικό σε μία κατηγορία που -λες και πάντα στην Ελλάδα- είχε τεράστια απήχηση. Ένα συγκριτικό που έως τώρα δεν υπήρχε σε ψηφιακή μορφή, και μας πήρε πολύ χρόνο για να το αναστήσουμε ώστε να υπάρχει και… ηλεκτρονικά! Από αύριο το MOTO θα οδηγεί το νέο Tenere 700 στην παρουσίασή του στην Ισπανία. Ως θυμηθούμε όμως γιατί αυτό το όνομα είναι γνωστό ακόμη και σε όσους οδηγούσαν τότε μονάχα…ποδήλατο, μερικοί και με βοηθητικές, κάνοντας όνειρα για μία μοτοσυκλέτα στο μέλλον! Ας δούμε πώς ήταν τότε τα πράγματα στην φοβερή αυτή κατηγορία που μεγάλωσε ολόκληρες γενιές Ελλήνων αναβατών…

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

Οκτώβριος 1986

Συγγενείς χωρίς συγγένεια

Όλοι γνωρίζουν τη μητέρα όλων των σημερινών ON-OFF 600cc. Είναι η Yamaha με το XT 500 που ακόμη και σήμερα σε ορισμένες χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, περνάει η μπογιά της όπου και κατασκευάζονται πανομοιότυπα της κλασσικής αυτής μοτοσυκλέτας. Όλοι επίσης γνωρίζουν τον πατέρα που δεν είναι άλλος από το Paris – Dakar και τα αφρικάνικα ραλλύ. Κανείς όμως δεν φαντάζεται τον κουμπάρο, που όντας αρκετά δραστήριος έχει διαφοροποιήσει αρκετά μεταξύ τους τις όμοιες μοτοσυκλέτες.

Αυτό είναι επιγραμματικά το συμπέρασμα από τη δοκιμή των «έξι». Πώς γίνεται όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο τη στιγμή που οι «συγγενείς» έχουν τόσο παραπλήσια χαρακτηριστικά; Κυβισμός διαστάσεις, διαδρομές αναρτήσεων, φρένα, ιπποδυνάμεις, κλπ. Κλπ. Είναι τόσο όμοια που αναρωτιέσαι πώς γίνεται να διαθέτουν τόσο διαφορετικό χαρακτήρα. Ίσως ο… κουμπάρος να έβαλε το… χέρι του.

Τεστ

Η σημερινή εικόνα της κατάστασης αυτών των μοντέλων είναι αρκετά πολύπλοκη αλλά και ξεκάθαρη. Κάθε μια έχει το προσωπικό μοναδικό στυλ που θα προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε σε αυτό το τεστ. Η αναφορά θα γίνεται συγκριτικά κάθε φορά ενώ στο τέλος υπάρχει η σκιαγράφηση της κάθε μιας στην προσπάθεια να γίνουν αντιληπτές οι ιδιαιτερότητες αλλά και το στυλ της κάθε μιας. Ας δούμε λοιπόν πως θα ξεκινήσουμε…

ΖΒΙΙΝ – ΤΟΥΦ – ΤΟΥΦ…

… κάνουν οι τρεις απ’ αυτές για να πάρουν μπροστά. Η Tenere που στο εξής θα λέγεται XTZ ή XLLM και η KLR διαθέτουν το μαγικό κουμπάκι στο δεξί μέρος του τιμονιού και αφήνουν τους ιδιοκτήτες των υπόλοιπων δηλ. DT, XT, XLR να ιδροκοπούν με τις μανιβέλες τους. Όμως καλού κακού όλες διαθέτουν μανιβέλα γιατί δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται, και οι τρεις θα ιδροκοπούσαν σπρώχνοντας τα θηρία των 200 κιλών… Πολυτέλεια εκ του ασφαλούς λοιπόν που καμία φορά κοστίζει, όπως στην περίπτωση των πρώτων KLR με μίζα. Φθείρονται τα γρανάζια μπλοκάριζε η μίζα και την πλήρωνε ο ιδιοκτήτης. Αρκετά ηχητικά ανατριχιαστική είναι και η μίζα της XTZ ειδικά όταν δεν καταλήξει σε εκκίνηση του κινητήρα. Πιο υγιεινά απ’ όλες ακούγεται αυτή της XLLM που έχοντας την τραυματική εμπειρία απ’ τα FT 500, ή Honda, κατάφερε να λύσει τα προβλήματα με τις μίζες.

ΓΙΑΤΙ

Όμως άρχισαν να χρησιμοποιούνται μίζες σε μοτό που υποτίθεται ότι διαθέτουν το χαρακτήρα της περιπέτειας; Θυμίζει ίσως λίγο την παραλλαγή της γνωστής διαφήμισης τσιγάρων όπου ο ήρωας μετά την πάλη με κροκόδειλους και τα στοιχεία της φύσης απολαμβάνει τη γεύση που «τάδε» ανάβοντάς το με χρυσό Ronson αντί του πυρωμένου κούτσουρου.

Για να μπορεί ίσως κάθε ανήμπορος να δείξει ότι μπορεί να δαμάσει και να κυβερνήσει τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες. Τις βλέπουμε καθαρά σαν μέσο διαφήμισης στο κυνήγι των πελατών και όχι σαν λύση. Άλλωστε δεν είναι και τρομερό πράγμα η μανιβέλα. Αρκεί να έβλεπε κανείς την ευκολία με την οποία κάθε ιδιοκτήτης ξεκίναγε τη δική του μοτοσυκλέτα του τεστ και τις δεκάδες μανιβελιές που χρειαζόμασταν εμείς, για να καταλάβει ότι είναι καθαρά θέμα τεχνικής και προσαρμογής στην κάθε μοτοσυκλέτα. Δεν χρειάζεται δύναμη, απλώς γνώση της ειδικής κάθε φορά τεχνικής. Οποιοσδήποτε μπορεί να σταθεί στα πόδια του μπορεί και να εκκινήσει αυτούς τους κινητήρες. Δεν αντιτιθόμαστε στην πρόοδο απλώς θεωρούμε ότι η μίζα δεν είναι απαραίτητη.

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΙΣΤΟΝΙΑ

Λίγο πολύ όλοι οι κινητήρες κάνουν σαφές ηχητικά ότι πρόκειται για μεγάλα μονοκύλινδρα, αν και οι εξατμίσεις κάναν πολύ καλή δουλεία.

Απ’ τους συμπλέκτες ξεχωρίζουν εκείνοι των DR και των XT. Των DR για τη μεγάλη τους διαδρομή και τη διάρκεια μέχρι να γίνει αισθητό το πάτημα των δίσκων και στα XTτο αντίθετο. Όλη η διαδικασία σύμπλεξης – αποσύμπλεξης αντιστοιχεί σε 2εκ. στην άκρη της μανέτας του ΧΤ και ΧΤΖ ενώ στο DR χρειάζεται όλη σχεδόν η διαδρομή.

Πιθανότατα αυτός είναι του τεστ μέσα 48.000 χιλιόμετρα να έχει αλλάξει τέσσερις φορές!!! Δίσκους και πατινάρει πάλι! Δηλαδή πάει για 5η στις 50.000 χλμ. Η κατάσταση είναι απελπιστική αν σκεφτεί κανείς το κόστος. Το άλλο DR πάντως με 9.000χλμ δεν είχε ακόμη πρόβλημα.

Οι κινητήρες των XL (R και LM) καθώς και της KLR Βρίσκονται στα ίδια επίπεδα μεταξύ των δύο αυτών «ακραίων». Γνώμη μας ότι προτιμότερο είναι το άκρο των ΧΤ γιατί οι αλλαγές γίνονται αστραπιαία αν χρειαστεί.

Πατώντας με το αριστερό πόδι στο λεβιέ των ταχυτήτων το DR έρχεται πάλι στο προσκήνιο με τις μακριές του σχέσεις. Πρώτη και δευτέρα θα μπορούσε άνετα να είναι «μιάμιση» (μεταξύ 1ης και 2ας) και τρίτη ενός λογικού σασμάν. Και οι άλλες μοτοσυκλέτες όμως δεν πάνε πίσω, που στο κυνήγι της τελικής έχουν τραβήξει απ’ τα μαλλιά τις σχέσεις παρουσιάζοντας μακριά κιβώτια. Την τιμή τους στο θέμα περισώζουν κάπως η KLR με τα ΧΤ χάρη στη χαμηλή τους ροπή ενώ τα XL και ειδικά το XLR έχει το μαύρο του το χάλι όσον αφορά το τράβηγμα στις χαμηλές στροφές.

Ένα ακόμη ελάττωμα των DR στην τελική σχέση μετάδοσης είναι ότι «τρώει» το ρεγουλατόρο της αλυσίδας απαιτώντας τη συχνή αντικατάστασή του. Τεντωτήρας δεν υπάρχει πουθενά, ενώ και η προστασία της αλυσίδας από λάσπες είναι ελλιπής. Άλλωστε δεν είναι και μέσα στο πρόγραμμα του ιδιοκτήτη οι συχνές επαφές με λάσπη, απ’ τη στιγμή που θα διαλέξει μια απ’ τις παραπάνω. Άλλη λίγο άλλη πολύ έχει πρόβλημα στην επαφή με το χώμα. Γι’ αυτό ας δούμε πως τα καταφέρνει κάθε μια στις διάφορες…

ΧΡΗΣΕΙΣ

Από το σημείο που αυτό μπορεί να γίνει ο βασικό διαχωρισμός των «6» σε «2» και «4». Όπως όλοι καταλάβατε οι «2» είναι η ΧΤΖ και η XLLM και οι «4» είναι οι υπόλοιπες δηλαδή KLR, DR, XT και XLR.

Από τους «4» τώρα μπορούμε να ξεχωρίσουμε κάπως το DR και να το τοποθετήσουμε μεταξύ των «2» και των «3» πλέον.

Μετά το χαλάζι ακολουθεί η λιακάδα, και λογικά μετά το μπλέξιμο έρχεται το ξέμπλεγμα. Ηρεμήστε λοιπόν και συνεχίστε να διαβάζετε.

Η XLLM και η XTZ έχουν ξεφύγει πλέον από το χαρακτηρισμό ψευδοεντούρο ή καλύτερα διπλής χρήση. Είναι πλέον μοτοσυκλέτες μιας χρήσης και για μας καμίας χρήσης δηλαδή άχρηστες. Ειλικρινά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την λογική των αγοραστών τέτοιων κατασκευών. Οι κατασκευαστές δικαιολογούνται γιατί ξέρουν ότι θα πουλήσουν. Οι αγοραστές όμως;

Οι μοτοσυκλέτες αυτές έχουν πρόβλημα στην κυκλοφορία της πόλης, δεν κάνουν για χώμα, δεν είναι ευχάριστα παιχνίδια, είναι βαριές δύσχρηστες και το μόνο που προσφέρουν είναι μια άνεση σε ταξίδια με ένα ή δύο άτομα, και μια ικανοποιητική συμπεριφορά στην άσφαλτο.

Τα εργοστάσια κατασκευής ξέρουν φυσικά πόσο απαιτητικοί αι σχετικοί θα είναι οι πελάτες τους, και φανερώνουν το ενδιαφέρον τους με την πίσω ανάρτηση της ΧΤΖ και την κατανομή του βάρους της XLLM.

Η προφόρτιση του ελατηρίου της ΧΤΖ είναι σχεδόν τελειωμένη με αποτέλεσμα η πολύ μαλακή πίσω ανάρτηση να παραμείνει έτσι για πάντα. Η λειτουργία της θυμίζει έντονα βάρκα διαγράφοντας τεράστιες υψομετρικές διαφορές σε κάθε ανωμαλία. Η διαδρομή της εξανεμίζεται μόλις ανέβει συνεπιβάτης ενώ το μοναδικό θετικό αυτής της κατάστασης είναι ότι το ύψος της σέλας γίνεται έτσι προσιτό, αχρηστεύεται όμως το σταντ. Για να είναι ήσυχος ο κάτοχος της ΧΤΖ ότι δεν θα του πέσει απ’ το σταντ μόλις φυσήξει βοριαδάκι, πρέπει να παρκάρει τη μηχανή πάνω στο πεζοδρόμιο και το σταντ να πατάει στο δρόμο ή μέσα σε κανένα παρτεράκι του δήμου.

Για να κλείσουμε εδώ το θάψιμο της XTZ και να περιλάβουμε την XLLM αναφέρουμε ένα ακόμη σημαντικό μειονέκτημα στην κατασκευή της Yamaha. Το φως που πιστεύουμε ότι θα αποτελεί ένα από τα ατού της όπως έχουμε συνηθίσει απ’ τη Yamaha, δεν χρησιμεύει περισσότερο απ’ το φεγγάρι για το φωτισμό του δρόμου. Κι αυτό γιατί μέρος του φωτισμού που κάνει ορατό το φεγγάρι, προέρχεται από τις ανά τον κόσμο κυκλοφορούσες Tenere… Με λάθος στη βάση, που τοποθετεί τον προβολέα ψηλά και την καθισμένη πίσω ανάρτηση, η δέσμη κατευθύνεται κατ’ ευθείαν στο φεγγάρι. Μπορείτε όμως να στραβώσετε λίγο τη βάση αφού παλέψετε με τα ασφυκτικά στριμωγμένα καλώδια και να ανακτήσετε το φως σας…

Όσο αν η Yamaha απέτυχε σε ορισμένους τομείς, διαθέτει ωστόσο αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά, όπως το χαμηλό κέντρο βάρους και η σωστή θέση οδήγησης που μπορούν να της ανεβάσουν κάπως το ηθικό.

Όσο όμως η XLLM δεν διαθέτει προβλήματα με τα φώτα, το σταντ και τις αναρτήσεις, χωλαίνει σε ένα πολύ πιο βαρύ χαρακτηριστικό. Την κατανομή των μαζών. Αν κοιτάξετε και στις φωτογραφίες, η θέση οδήγησης της Yamaha είναι αρκετά πιο μπροστά απ’ αυτή της XLLM.

Επιπλέον το ρεζερβουάρ της XLLM απλώνεται προς το πιρούνι και όλα αυτά έχουν το δυσάρεστο αποτέλεσμα, ο οδηγός να νιώθει ότι όλο το βάρος της μοτοσυκλέτας είναι μπροστά του. Στο χώμα η μπροστινή ανάρτηση σηκώνει τα χέρια αφού της είναι αδύνατον να καθοδηγήσει τη μοτοσυκλέτα με τέτοιο βάρος στην πλάτη, ενώ ο αναβάτης νιώθει ότι πρέπει να συγκρατήσει ένα σακί τσιμέντο που προσπαθεί να του φύγει απ’ τα χέρια. Όλα αυτά εξηγούνται απλά με το γεγονός ότι ο αναβάτης κάθεται πίσω απ’ το κέντρο βάρους της μοτοσυκλέτα και όχι πάνω απ’ αυτό.

Στην άσφαλτο το πρόβλημα δεν είναι τόσο έντονο όπου η συμπεριφορά της XLLM είναι αρκετά καλή αλλά το πίσω λάστιχο της αφαιρεί ακόμη ένα μέρος απ’ το κράτημα, με την προβληματική του πρόσφυση κυρίως στο φρενάρισμα.

Μ’ όλα αυτά σχεδόν πειστήκαμε ότι οι δύο αυτές κατασκευές δεν αποσκοπούν στη συλλογή θαυμαστικών και καλώ κριτικών αλλά στην τυφλή λόγω διαφήμισης αποδοχή τους από το αγοραστικό κοινό. Τη στιγμή μάλιστα που ακριβώς δίπλα τους υπάρχουν κατασκευές από τις ίδιες εταιρείες που τις υποσκελίζουν σε κάθε σημείο σύγκρισης.

Η απλή ΧΤ 600 και η XL 600 RM. Για την πρώτη μπορούμε να εγγυηθούμε για την λειτουργικότητά της και το θαυμαστό χαρακτήρα της για τη δεύτερη υποθέτουμε και δεχόμαστε τις κριτικές των ξένων εντύπων.

Η σημαντικότερη επιτυχία της Yamaha στην ΧΤΖ είναι το γεγονός ότι κατάφερε πραγματικά να μεταφέρει το κέντρο βάρους πολύ χαμηλά, εξασφαλίζοντας σχεδόν τα προβλήματα που θα δημιουργούνταν απ’ το συνδυασμό βάρος + ύψος. Η θέση οδήγησης είναι απόλυτα σωστή και ο αναβάτη παρ’ ότι δεν μπορεί να μεταφερθεί μπροστά τόσο όσο και στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες χώματος, νιώθει όμως ότι από εκεί που βρίσκεται ελέγχει απόλυτα τη μοτοσυκλέτα και συνειδητοποιεί αρκετά καλά τα όριά της. Η μπροστινή ανάρτηση είναι πηγή χαράς για τον οδηγό αφού δεν πρόκειται να τον απασχολήσει ούτε στιγμή στην άσφαλτο ή στο χώμα. Το 41mm διαμέτρου πιρούνι προσφέρει απόλυτη σταθερότητα στην ευθεία όχι όμως και σε ταχύτητες κοντά στην τελική των 170 + χλμ./ώρα  όπου δίνει την αίσθηση της απογείωσης. Το αξιοπερίεργο είναι πως η τόσο μαλακή πίσω ανάρτηση δεν επηρεάζει τόσο την ευστάθειά της στις ψηλές ταχύτητες ενώ παράλληλα προσφέρει ένα άριστο κράτημα στην άσφαλτο με ένα ή δύο άτομα. Συμπληρωματικά αξίζει να αναφέρουμε ότι και τα λάστιχα της XTZ είναι απόλυτα επιτυχημένα για την χρήση τους και δεν υπάρχει κανένας λόγος να αλλαχτούν πριν την ώρα τους.

Η XLLM χωρίς να επιδιώκει κριτικές θαυμασμού για την θέση οδήγησης ωστόσο προσφέρει μια άνεση κυρίως στα πόδια όπου οι γωνίες δεν ξεπερνούν τις 90ο. Σε ψηλές ταχύτητες η LM δίνει την εντύπωση ότι «κάθεται» στο δρόμο ανεβάζοντας τα αισθήματα ασφάλειας του οδηγού της που μπορεί να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ τις ανωμαλίες του δρόμου που καθόλου δεν θα επηρεάσουν την πορεία της XLLM. Μόλις όμως έρθει η στιγμή για το φρενάρισμα, το δισκόφρενο με τη μακρά παράδοση (Honda = καλά φρένα) θα πρέπει να καλύψει και το κενό που δημιουργεί το μπλοκάρισμα του πίσω τροχού εξαιτίας του κακού ελαστικού.

Η μικρή διάμετρος και το μικρότερο βάρος της ρόδας, συντελούν στην ευκολότερη ακινητοποίησή του λόγω χαμηλής αδράνειας.

Τα φώτα της XLLM είναι από εκείνα που όπως λέμε «σκοτώνουν», δεν μπορούμε όμως δυστυχώς να πούμε το ίδιο και για τον κινητήρα που την τοποθετεί στην τελευταία θέση των «6» τόσο σε δύναμη όσο και σε ροπή. Παρά τις βελτιώσεις του από την XLR είναι ακόμη ανεπαρκής για τα κιλά της LM.

Ο συνεπιβάτης τώρα σίγουρα θα προτιμήσει τη θέση πάνω στην ΧΤΖ παρά την XLLM όπου η σέλα ίσα-ίσα χωράει το απαιτητικό στην άνεση μέρος αυτού του σώματος.

ΟΤΑΝ ΛΕΙΠΟΥΝ ΟΙ «2»

Απομένουν οι υπόλοιποι τέσσερις για να ακούσουν ο καθ’ ένας τα δικά του.

Ξεκινώντας απ’ το φλέγον μέρος κάτω απ’ το ρεζερβουάρ θα αναφερθούμε πρώτα στις επιδόσεις. Για όσους προτιμούν τις απόλυτες συγκρίσεις προκαταβολικά αναφέρουμε ότι οι δύο μεγάλες ΧΤΖ και XLLM καταλαμβάνουν την 5η και 6η θέση στην κατάταξη των επιδόσεων, δηλαδή τις δύο τελευταίες.

Η σειρά με την οποία μετρήσαμε τις επιδόσεις, δηλαδή τη μέθοδο των ανά δύο παρακειμένων και ταυτοχρόνως εκκινούντων οχημάτων, μας επιφύλαξε μια ευχάριστη έκπληξη. Αρχικά πιστέψαμε ότι η KLM είναι απ’ τις ταχύτερες αφού έριχνε άνετα στην Tenere. Λίγο μετά εκπλαγήκαμε όταν η μικρή παλιά XLR έκανε στον οδηγό της KLR να μην μπορεί να διαβάσει τον αριθμό κυκλοφορίας της μετά από 1km. Τότε είπαμε το θέμα έληξε, η XLR η πιο δυνατή.

Ωστόσο στη διαμάχη μεταξύ DR και ΧΤ με επικράτηση του ΧΤ ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Έτσι, στην τελική κρίση η ΧΤ 600 ανέβηκε πρώτη στο βάθρο υποσκελίζοντας όλες τις υπόλοιπες. Η DR με την XLR έρχονται πίσω κοντά μεταξύ τους, πιο η KLR και ακολουθούν όπως είπαμε ΧΤΖ και XLLM.

Όμοια είναι η κατάσταση και στις επιταχύνσεις όπου η XT 600 ξεκόλαγε σαν να είχε από τρίτη στο κιβώτιο αντί πέμπτη από τα 60 και τα 100 χλμ./ώρα.

Η KLR και ΧΤΖ ακολουθούν, πιο πίσω η DR και τελευταίες οι δύο του “Big H” XLLM και XLR που ακόμα και τώρα θα προσπαθεί να ξεκολλήσει…

Αυτά ήταν τα στυγνά αποτελέσματα των μετρήσεων των επιδόσεων όπου διαφαίνεται καθαρά η απόλυτη επικράτηση της ΧΤ σε δύναμη και ροπή! Αν σ’ αυτά τα δυο στοιχεία προσθέσουμε και την κατανάλωση που είναι χαμηλότερη όλων των υπολοίπων (πλην ίσως της XLR) βγαίνει το συμπέρασμα ότι μέχρι στιγμής, για μας η XT 600 είναι στην κορυφή.

ΥΨΟΜΕΤΡΑ

Δεδομένου ότι το πρώτο ενδιαφέρον στα χαρακτηριστικά των μοτοσυκλετών αυτώ είναι η ευχρηστία, βγαίνει ένα ακόμη γρήγορο συμπέρασμα. Βασιζόμενοι στην σπουδαιότητα του μικρού ύψους σέλας αναφέρουμε ότι η ΧΤ 600 με την XLR 600 κερδίζουν τις καλύτερες κριτικές χάρη στο χαμηλό ύψος τους.

Ο αναβάτης δεν νιώθει ποτέ ανήμπορος να κουμαντάρει τις δυο αυτές μοτοσυκλέτες με τα πόδια στη γη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του DR όπου ο οδηγός ακροβατεί (DR 930mm, XT – XLR: 860mm ύψος σέλας). Σε εδνιάμεσα επίπεδα βρίσκονται οι υπόλοιποι ενώ ήρθε η ώρα για την χαριστική βολή στην XLR 600 που θα τη θέσει εκτός μάχης.

XALIA

Η XLR 600 είναι μια μοτοσυκλέτα διπλής χρήσης που αυτοκαταστρέφεται απ’ τα ίδια της τα χαρακτηριστικά. Αυτό σημαίνει ότι το α’ χαρακτηριστικό που της προσδίδει κάποιο πλεονέκτημα συγκρούεται με το β’ και αχρηστεύονται. Παρακολουθείστε παραδείγματα: Η XLR όπως είπαμε έχει πολύ καλή δύναμη ψηλά επομένως μπορεί να κινηθεί γρήγορα από πλευράς κινητήρα (αυτό είναι το α). Το δυσάρεστο γεγονός είναι ότι η XLR από τα 110-120km/h και πάνω, κάνει κάτι για το οποίο ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός είναι, σπαρταράει. Κατά τη διάρκεια των μετρήσεων όταν βλέπαμε μπροστά μας την XLR λέγαμε: «Το βλάκα το Βασίλη, γιατί κουνάει το τιμόνι» και στο τέλος ο καημένος ο Βασίλης ομολογούσε ιδρωμένος ότι το κρατούσε με όλη του τη δύναμη να μην κουνάει. Το φταίξιμο εδώ προσδίδεται εν μέρει στο μπροστινό φτερό που στις ταχύτητες αυτές «χτυπιέται» Απ’ τον αέρα παρασύροντας μαζί του το τιμόνι και την ψυχή του οδηγού. Η αλλαγή του και η τοποθέτηση ενίσχυσης μπορεί να το εξαλείψει δεδομένου ότι συντελούν και άλλοι παράγοντες όπως οι μικρές διαστάσεις, η μικρή γωνία κάστερ, το ίχνος κλπ. Άρα, συμπερασματικά η διασκέδαση (με ασφάλεια) με την XLR σταματά στα 120.

Παράδειγμα δεύτερο: Η XLR όπως είπαμε έχει μικρές διαστάσεις, δεν είναι τόσο βαριά, είναι ευέλικτη με πολύ καλή συμπεριφορά στην κίνηση της πόλης (το β αυτό). Το β’ είναι ότι για να κινηθεί κανείς αργά και ειδικά στην πόλη, χρειάζεται ροπή. Δεν μπορεί κανείς να κινείται με 6.000 στροφές στην πόλη… Και δεν είναι τόσο το πρόβλημα της μεταφοράς αλλά εκείνο της ενεργητικής ασφάλειας που προσφέρουν όλες οι υπόλοιπες μονκύλινδρες 600cc (και 550 ή 500 ακόμη και 400cc). Όταν δε μιλάμε για ενεργητική ασφάλεια στην πόλη εννοούμε την ροπή χαμηλά, το «μπαμ» επί το λαϊκότερο.

Η XLR δεν έχει «μπαμ» παρά μόνο… «πιφ».

Άρα η XLR δεν κάνει για γρήγορη οδήγηση δεδομένου ότι ακόμη και σε στροφές επαρχιακού δρόμου διώχνει πολύ νωρίτερα από τις υπόλοιπες. Δεν κάνει, όσο οι άλλες για κίνηση στην πόλη. Για τι κάνει λοιπόν; Ευτυχώς που είναι η καλύτερη όλων στο χώμα και περισώζει κάπως το γόητρό της. Όμως κανείς δεν θα την προτιμήσει γιατί είναι καλή στο χώμα, όπου και η ΧΤ και η DR δεν τα καταφέρνουν άσχημα.

Κόπηκε λοιπόν στις γενικές εξετάσει η XLR 600 παίρνοντας τον βαθμό 2 (καλή συμπεριφορά στο χώμα και χαμηλή κατανάλωση βενζίνης).

DISCO – ΦΡΕΝΑ

Αφού μιλήσαμε για επιδόσεις και ξεγυμνώσαμε την XLR ας πούμε δύο κουβέντες για τα φρένα των «6». Πράγματι δεν χρειάζονται περισσότερο από δύο, δεδομένου ότι και οι έξι βρίσκονται στα ίδια επίπεδα. Τα δισκόφρενα που όλες διαθέτουν χαρακτηρίζονται από την υψηλού επιπέδου απόδοση σε όλες τις μοτοσυκλέτες. Ξεχωρίζει πάντως αυτό της XLLM και XLR με τα διπλά έμβολα με μια ακρίβεια στη μανέτα και την πανίσχυρη αποτελεσματικότητά του. Της XT και της KLR έχουν παραπλήσια αίσθηση με την απαίτηση κάποιας δύναμης στη μανέτα αλλά καλό τελικό αποτέλεσμα. Καλό και το δισκόφρενο της DR αλλά… ακριβό. Φαίνεται τελικά πως η «ψηλή» της Suzuki έχει έντονη αδυναμία στα αναλώσιμα υλικά. Εκτός από δίσκους συμπλέκτη καταβροχθίζει και τακάκια του δισκόφρενου με συχνότητα ένα σετ κάθε 8.000-9.000 χιλιόμετρα! Υπερβολική συχνότητα πιστεύουμε που σε συνδυασμό με τους δίσκους ανεβάζει το ανά χιλιόμετρο κόστος της DR.

Τα πίσω φρένα έχουν κάποιες μεταξύ τους διαφορές αφού ξεχωρίζει σαν καλύτερο σε αίσθηση και αποτελεσματικότητα εκείνο της ΧΤΖ που επιπλέον δεν μπλοκάρει. Η μοτοσυκλέτα όμως ήταν καινούργια (2.500χλμ.) και δεν μπορούμε να ξέρουμε γι’ αργότερα. Όπως μπορούμε να πούμε για της KLR ότι μετά από 14.000 υπήρχε μόνο το πεντάλ να θυμίζει ότι υπάρχει φρένο πίσω ενώ η DR μετά την πρώτη αλλαγή στα 18.000χλμ (πολύ ικανοποιητικό διάστημα) έχασε το πίσω της φρένο. Στις XL συμβαίνει το ίδιο τελικά φαινόμενο του μπλοκαρίσματος. Στη μεν LM λόγω δύναμης και κακής πρόσφυσης του ελαστικού στην δε RF λόγω αδυναμίας και ανάγκης για έντονη πίεση που καταλήγει σε απότομο μπλοκάρισμα. Στην ΧΤ υπάρχει και χωρίς να μπλοκάρει, δηλώνει απλώς την αδυναμία του.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ + ΟΔΗΓΙΚΑ

Ας επανέλθουμε λίγο σ’ αυτό το κεφάλαιο για να αναφερθούμε και στα υπόλοιπα εκτός της απαράδεκτης πίσω οδηγικής συμπεριφοράς της Tenere.

Για την άσφαλτο καλύτερες είναι εκείνες της XLLM και της KLR, ενώ στην αντίθετη άκρη βρίσκεται η XLR. Η Honda προσδίδοντας καθαρά ασφάλτινο χαρακτήρα στην XLLM τοποθέτησε αναρτήσεις γι’ αυτή τη χρήση και δεν τα κατάφερε καθόλου άσχημα. Με ένα ή δύο άτομα η LM θυμίζει μοτοσυκλέτα δρόμου και κυρίως όμως επειδή ο οδηγός κάθεται μακριά απ’ το τιμόνι.

H KLR διαθέτει επίσης ένα καλό σύνολο αναρτήσεων που της προσφέρουν παραδεκτή οδηγική συμπεριφορά. Δεν είναι κατάλληλη όμως για χώμα όπου η μεγάλη γωνία κάστερ και το ίχνος ευθύνονται για την διαρκή υποστροφή της KLR. Στην άμμο δε, όπου τα προβλήματα τονίζονται, η KLR δίπλωνε διαρκώς το τιμόνι προς το εσωτερικό της στροφής. Φυσικά και τα ελαστικά δεν ήταν κατάλληλα για κάτι τέτοιο αλλά η γενική εικόνα δεν πιστεύουμε ότι θα άλλαζε με ένα καλό ζευγάρι.

Και οι δύο λοιπόν αυτές είναι ικανές στην άσφαλτο και ανίκανες στο χώμα.

Η Suzuki διαθέτοντας πάντα το «ατού» της Full-Floater διαθέτει ένα άκρως ικανοποιητικό ζευγάρι αναρτήσεων, δεδομένου ότι και το μπροστινό διαθέτει καλά χαρακτηριστικά. Όμως οι μεγάλες της διαδρομές ανεβάζουν ψηλά και τη σέλα, δημιουργώντας άλλα προβλήματα στους μικρόσωμους ειδικά αναβάτες. Αυτό όμως είναι στοιχείο θεωρητικό και ενοχλητικό μόνο στις σκηνές με τα πόδια να προσπαθούν να πλησιάσουν τη γη. Στην πράξη, το πρόβλημα του ύψους περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Τόσο στην άσφαλτο όσο και στο χώμα οι αλλαγές κατευθύνσεως γίνονται αστραπιαία προσφέροντας ικανοποίηση και διασκέδαση σε όλες τις συνθήκες. Στο «σκληρό» χώμα και στην άμμο γίνεται κάπως αισθητή ή περίσσεια των κιλών και του ύψους, ενώ σε ομαλές συνθήκες δεν υπάρχει πρόβλημα.

Η DR μπορεί να κινηθεί γρήγορα τόσο σε άσφαλτο όσο και σε χώμα αρκεί όμως ο αναβάτης να εκμεταλλεύεται την πίσω ανάρτηση. Λίγο περισσότερο θάρρος στο δεξί χέρι και η οδηγική συμβίωση με την DR θα είναι αυτό που αλλού λέγεται ανθόσπαρτη. Όμως αγαπητοί φίλοι των DR έφτασε και για σας ο κεραυνός. Ένα ακόμη πρόβλημα υλικών της Suzuki βρίσκεται στο λαιμό του μπροστινού συστήματος. Στην παλιά DR «μας» το πρόβλημα είναι εντονότατο κάνοντας αδύνατη τη χρήση της σε γρήγορη οδήγηση στην άσφαλτο. Στη νεότερη όμως DR, το πρόβλημα δεν έχει ακόμη εμφανιστεί τόσο έντονα.

Είναι όμως αισθητό σε ταχύτητες της τελικής.

Στην αρχή της παραγράφου αλλά και νωρίτερα μιλήσαμε για την XLR στην άσφαλτο. Δεν θα επαναλάβουμε την προβληματική της κίνηση εκεί αλλά θα αναφερθούμε στην κίνησή της στο χώμα. Εκτός των άλλων χαρακτηριστικών (διαστάσεών της) η XLR διαθέτει αναρτήσεις ευνοϊκές για τη χρήση στο χώμα. Αν υπήρχε και τροχός 18 ιντσών πίσω τότε τα πράγματα θα ήταν ακόμη καλύτερα. Η συμπεριφορά της στο χώμα είναι από τις πιο παραδεκτές της κατηγορίας των μοτοσυκλετών διπλής χρήσης, ενώ επίσης τυχαία μάλλον ο τρόπος λειτουργίας του κινητήρα ευνοεί επίσης αυτή τη χρήση.

Αφήνοντας για το τέλος την ΧΤ600 θα αναφερθούμε εδώ στην Tenere. Είπαμε και νωρίτερα ότι η Yamaha κατάφερε να κρατήσει χαμηλά το κέντρο βάρους και να σχεδιάσει μια θέση οδήγησης απόλυτα σωστή (Ίσως ότι καλύτερο μπορούσε να γίνει με τέτοιο ρεζερβουάρ). Τα πόδια του οδηγού δεν ενοχλούνται όσο μετακινείται πάνω στη σέλα ενώ τα χειριστήρια βρίσκονται σε τέτοια απόσταση απ’ το σώμα που τον προδιαθέτουν να «ορμήσει» στο χώμα. Οι αναρτήσεις ανταποκρίνονται σ’ αυτή τη διάθεση του οδηγού με καλύτερη την μπροστινή και την «αστεία» πίσω να φέρνει αποτελέσματα καλύτερα απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Όμως παρά τις καλές ως τώρα προοπτικές για παραδεκτή συμπεριφορά στο χώμα υπάρχει πάντα το πρόβλημα των μεγάλων ρεζερβουάρ. Είναι πρακτικά πολύ δύσκολο να διορθωθεί η πορεία που είχε χαρακτεί, χρησιμοποιώντας έναν ελιγμό. Το βάρος δεν επιτρέπει επιδιόρθωση της πορείας θυμίζοντας έντονα την Elefant 650 του προηγούμενου τεύχους κι έτσι η οδήγηση στο χώμα περιορίζεται σε στενότερα πλαίσια απ’ αυτά που ορίζουν οι θέση οδήγησης και αναρτήσεις.

Στην άσφαλτο όσο αδιαφορούμε για τις ταλαντεύσεις που προέρχονται απ’ την συνάντηση κάποιας ανωμαλίας με τον πίσω τροχό, το κράτημα είναι πολύ καλό. Αν μάλιστα καταφέρει να ξεπεράσει κανείς την προκατάληψη της περίεργης πίσω ανάρτησης μπορούμε να πούμε ότι η συμπεριφορά της Tenere στην άσφαλτο είναι καλύτερη όλων των τεσσάρων προηγούμενων. Όχι όμως και της αδελφής με το μικρότερο όνομα XT 600.

EXERE TIKI

Μιας και το κομμάτι τελειώνει ήρθε πιστεύομε η ώρα για την μεγάλη αποκάλυψη. Η ΧΤ 600 είναι η απολύτως και ασυγκρίτως καλύτερη των «6» μεγάλων που δοκιμάσαμε σ’ αυτό το τεύχος. Θα επανέλθουμε αφού αναφερθούμε λίγο στην οδηγική της συμπεριφορά.

Οι αναρτήσεις δανεισμένες από τα καθαρόαιμα μοντέλα (ΥΖ) την διαφοροποίησαν απ’ τον προκάτοχο του τίτλου ΧΤ 550.

Ένα δισκόφρενο μπροστά και design α λα YZ και εγένετο το θαύμα.

Στην άσφαλτο, την πόλη, τους επαρχιακούς δρόμους και τις εθνικές οδούς, η XT 600 παραμένει μονίμως μπροστά απ’ τις υπόλοιπες πέντε. Μοναδικό της ψεγάδι η μικρή απόσταση των μαρσπιέ απ’ το ύψος της σέλας που έχει σαν αποτέλεσμα τα λυγισμένα (περισσότερο απ’ το ποθούμενο) πόδια. Όμως, ούτε κατά διάνοια η ατέλεια αυτή δεν μπορεί να επηρεάσει την τελική εικόνα.

Το κράτημά της είναι άριστο στην άσφαλτο για μοτοσυκλέτα διπλής χρήσης και αποτελεί το μέτρο σύγκρισης. Οι ελαστικότητες που παρουσιάζουν όλες σχεδόν οι ιαπωνικές μοτοσυκλέτες δεν λείπουν απ’ την XT. Όμως όλα είναι διαρκώς κάτω απ’ τον έλεγχο του αναβάτη που δεν πρόκειται ποτέ να μετανιώσει για την επιλογή του.

Στο χώμα τώρα όπου διαφαίνεται κάπως το θέμα των ψηλά τοποθετημένων μαρσπιέ, δεν τα καταφέρνει όπως η XLR αλλά δεν βρίσκεται και πολύ πίσω της. Η μοναδική ροπή του κινητήρα της XT καλύπτει τη διαφορά δίνοντας τη μια απ’ τις καλύτερες θέσεις στην χωμάτινη συμπεριφορά και την απολύτως καλύτερη στο συνδυασμό άσφαλτος – χώμα.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ

Yamaha XT 600 Z Tenere: Διάδοχος της γνωστής μας Tenere, μετά τον εμβολιασμό της από το πρωτότυπο της εταιρείας για το Paris – Dakar. Ικανοποιητική συμπεριφορά στο χώμα και πιο ικανοποιητική στην άσφαλτο. Η μίζα έφερε ήδη τα πρώτα προβλήματα για τα οποία θα ενημερωθεί η αντιπροσωπεία μόλις επιβεβαιωθούν.

Αρκετά κατασκευαστικά λάθη όπως η ανάρτηση πίσω και ο προβολέας, όσο και σχεδιαστικές επιτυχίες όπως το χαμηλό κέντρο βάρους και η καλή θέση οδήγησης. Μια μοτοσυκλέτα που δεν θα αγοράζαμε. Συγκρινόμενη με τον άμεσο αντίπαλο, την XLLM είναι αρκετά πιο παραδεκτή σαν σύνολο.

Honda XL 600 LM: Λάθος της φύσης, αφού η Honda δεν συνηθίζει να κάνει τέτοια λάθη. Ασθενικές επιδόσεις, λάθος θέση οδήγησης (πολύ πίσω) και κατανομή μαζών (πολύ μπροστά) την ρίχνουν πολύ χαμηλά στην εκτίμησή μας.

Πλην όμως αρκετά προηγμένη τεχνολογικά, με καλά φρένα, κακά ελαστικά που όμως είναι Tubeless και δυνατά φώτα.

Απολύτως ακατάλληλη για χώμα και αρκετά καλή στην άσφαλτο. Η βεβιασμένη έκδοση απ’ τη Honda της «λογικής» XLRM δικαιώνει ίσως την κρίση μας. Άλλη μια μοτοσυκλέτα που δεν θα θέλαμε να είχαμε.

Kawasaki KLR 600: Όταν παρουσιάστηκε θάμπωσε το χώρο με τα εκτυφλωτικά χαρακτηριστικά της. Η πρώτη –και ακόμη μόνη- με δύο εκκεντροφόρους και υδρόψυξη, η πρώτη με μίζα και τελικά ακόμη κορυφαία τεχνολογικά. Πολύπλοκη στην επισκευή της όμως (για ρύθμισμα βαλβίδων χρειάζεται κατέβασμα και ξαναχρονισμός εκκεντροφόρων). Καλές οι επιδόσεις της και επιτυχής ο συνδυασμός ροπής και δύναμης. Τα καταφέρνει καλά στην άσφαλτο ενώ δυσκολεύεται στο χώμα λόγω μπροστινού συστήματος. Απαγορευτική η κατανάλωσή της. Αν δεν υπήρχε η ΧΤ 600 ίσως την αγοράζαμε.

Suzuki DR 600: Το ψηλότερο παιδί της Suzuki κουβαλάει στις πλάτες του πολλά προβλήματα. Κάθε 10.000χλμ. χρειάζεται αλλαγή δίσκων συμπλέκτη ενώ κάθε 9.000χλμ. χρειάζεται τακάκια στο δισκόφρενο. Πριν τις 10.000χλμ. το νεότερο DR μας απαίτησε γρανάζια και φουρκέτα 3ης και 5ης μετά από απολύτως ήσυχη οδήγηση! Το ύψος του δεν είναι πρακτικά τόσο επικίνδυνο ενώ η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από έναν αρκετά καλό συνδυασμό στο χώμα και την άσφαλτο όπου πουθενά δεν διαθέτει σοβαρό πρόβλημα. Ο κινητήρας κατά τ’ άλλα είναι αρκετά ικανός με καλές επιδόσεις (η μεγαλύτερη ιπποδύναμη) και ροπή χαμηλά. Μετά την KLR στις προτιμήσεις μας.

Yamaha XT 600: Όσοι διαθέτουν αυτό το μοντέλο ας το παντρευτούν μέχρι να τους ειδοποιήσουμε. Η απολύτως καλύτερη ψευδοεντούρο σήμερα. Ο πιο δυνατός κινητήρας (παρά την αριθμητική υπεροχή της Suzuki) η καλύτερη ροπή και θετικό τράβηγμα που αρχίζει απ’ τις 2.000 σ.α.λ. Άριστες ρεπρίζ, αξιόπιστος κινητήρας και η χαμηλότερη κατανάλωση. Μοναδικό πρόβλημα οι συχνά πυκνά καμένε ηλεκτρονικές. Τέλειος συνδυασμός χρήσεων ασφάλτου – χώματος καθώς και άριστη σαν μεταφορικό μέσον την πόλης. Προσοχή γιατί είναι η αγαπημένη των μακρυχέρηδων. Ποιος δεν θα ήθελε να έχει την καλύτερη;

Honda XL 600 RF: Εμπορική επιτυχία κυριώς χάρη στο όνομα και την εξαιρετικά χαμηλή τιμή. Διαθέτει πολύ γρήγορο μοτέρ με πολύ καλή κατανάλωση αλλά δραματική έλλειψη ροπής χαμηλά. Αρκετά και τα κατασκευαστικά λάθη που την καθιστούν ανίκανη να κινηθεί σε υψηλές ταχύτητες γιατί ψαλιδίζει αλλά και σε χαμηλές γιατί της λείπει η ροπή. Πολύ ευέλικτη αλλά με κάτω του μετρίου συμπεριφορά στην άσφαλτο και πολύ καλή συμπεριφορά στο χώμα (για ψευδοεντούρο πάντα). Σαν οικονομική λύση είναι αποδεκτή αλλά όπως λέει και ο αυστηρός Καρρέρ το πολύπλοκο μοτέρ της έχει κι αυτό προβληματάκια. Δεν θα ήμασταν ικανοποιημένοι αν την αποκτούσαμε.

ΤΕΛΕΙΑ

Και για να ικανοποιήσουμε τους απαιτητικούς σας λέμε την σειρά που εντυπώθηκαν στην σκέψη μας τα γενικά συμπεράσματά μας. Αδιαφιλονίκητα πρώτη γενικώς αλλά και ειδικώς (ανά χαρακτηριστικό) η ΧΤ 600. Ακολουθεί η KLR και πιο πίσω η DR με την XLR, οι δύο χοντρές ακολουθούν με την Tenere μπροστά απ’ την XLLM ενώ αν δεν βρίσκαμε χωρίς λόγο ύπαρξης τις ΧΤΖ και ΧLLM αυτές θα ανέβαινα από μια θέση για να μείνει τελευταία η XLR.

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΟΜΙΑ

 

Yamaha XT 600 Z Tenere

Honda XL 600 LM

Suzuki DR 600 S

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ

Παρουσιάστηκε το 1986 και φιλοδοξούσε να αποτελέσει την κορυφή της σειράς των ΧΤ στα μάτια του αγοραστικού κοινού.

Τελικά έμεινε με τη φιλοδοξία γιατί η κοινή ΧΤ 600 είναι πολύ καλύτερη. Σε σχέση με τους αντιπάλους της κατηγορίας είναι καλύτερη από την XLLM και χειρότερη από τη DR. Η σχεδίασή της πάντως είναι σύγχρονη και το εμπορικό της μέλλον εξασφαλισμένο όχι τόσο γι’ αυτό που προσφέρει αλλά γιατί ανήκει στη δημοφιλέστατη κατηγορία των ΧΤ.

Πρόκειται για νέα κατασκευή με αρκετές επιρροές απ’ τη γνωστή σειρά των ΧL. Παρουσιάστηκε το 1985 ενώ μόλις πριν μερικούς μήνες έφτασε στην Ελλάδα από ανεξάρτητους εισαγωγείς κι όχι την αντιπροσωπεία. Διαθέτει φυσικά μίζα, όμως η κατανομή του βάρους έχει σημαντική κλίση προς τα εμπρός. Η σύγχρονη σχεδίασή της εντοπίζεται στα Tubeless ελαστικά της, χρειάζεται όμως εξέλιξη ακόμη, κυρίως όσον αφορά το βάρος και τις επιδόσεις.

Δεν πιστεύουμε ότι θα έχει εμπορική επιτυχία ενώ αντίθετα η αδελφή της XLRM χωρίς να διαφέρει σημαντικά (μικρότερο ρεζερβουάρ) είναι ασύγκριτα πιο εύχρηστη και θα ακολουθήσει την επιτυχία των XLR.

Παρουσιάστηκε το 1984 και αποτελεί αλματώδη εξέλιξη των παλαιότερων DR και SP της Suzuki. Στηρίχθηκε στην έκδοση της εταιρείας για το Paris – Dakar (όπως και η ΧΤ και η XLLM, τουλάχιστον εμφανισιακά) αποτελώντας τη μέση λύση σήμερα μεταξύ των θηριωδών Tenere και XLLM και των υπόλοιπων XT, XLR, KLR. Σχεδόν αποτελεί τη δική της κατηγορία συνδυάζοντας τα θετικά των αντιπάλων (και μερικά αρνητικά). Η εξέλιξή της από τότε ήταν μικρή ενώ είναι αδικημένη εμπορικά αφού πρόκειται για αρκετά καλή κατασκευή.

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Ο πολύ γνωστός των ΧΤ (από 550 του ’82 και μετά) με πολύ καλή ροπή, ικανοποιητικές επιδόσεις και κυρίως δοκιμασμένα ανθεκτικός. Μοναδικό του πρόβλημα ίσως οι καμένες ηλεκτρονικές. Κατά τη γνώμη μας ο καλύτερος κινητήρας, για μια πιο ελαφριά μοτοσυκλέτα (όπως το ΧΤ 600 ας πούμε…). Διαθέτει ψυγείο λαδιού.

Ο γνωστός RFVC της Honda με τις ακτινικές βαλβίδες και άλλες διαστάσεις διαμέτρου x διαδρομής από του XLR 600 για χαμηλότερους ρυθμούς περιστροφής. Η απόδοση είναι ίδια (44 ίπποι εργοστασίου) αλλά οι επιδόσεις όχι ικανοποιητικές. Η XLLM του τεστ με 5.000 χιλιόμετρα στο κοντέρ ήταν η πιο αργή σε εκκίνηση και τελική. Γενικά απροβλημάτιστος, ενώ η μίζα ακούγεται αρκετά υγιής χωρίς τους περίεργους ήχους της ΧΤ.

Με δύο μπουζί στον κύλινδρο και αυτόματο αποσυμπιεστή για την εκκίνηση φιλοδοξεί να σταθεί δίπλα στις νεότερες. Από επιδόσεις τα καταφέρνει καλά αφού έρχεται πίσω από τις μικρότερες ΧΤ, XLR ενώ είναι πιο γρήγορη απ’ τις XT – 2, XLLM, KLR.  Η τρόμπα επιτάχυνσης στο καρμπυρατέρ δεν προσφέρει τελικά πολλά πράγματα όπου αποδείχτηκε ενώ το πρόβλημα υπάρχει με τους δίσκους που λιώνουν σαν κεράκια. Θετική η ύπαρξη ψυγείου λαδιού, ενώ λείπει η μίζα.

ΠΛΑΙΣΙΟ

Το επίσης γνωστό του ΧΤ 600 με μικρές παραλλαγές για την τοποθέτηση σχάρας, ρεζερβουάρ κλπ. Αρκετά σταθερό όχι όμως και άκαμπτο δεν ξαφνιάζει τον οφηγό και δεν τον ανησυχεί ούτε στα πολλά χιλιόμετρα.

Αρκετά καλό πλαίσιο με εναλλαγή σωλήνων κυκλικής και τετράγωνης διατομής, προσφέρει σταθερότητα δίνοντας την εντύπωση, συνεργαζόμενα με το βάρος, ότι η XLLM πατάει σε τέσσερις τροχούς.

Χωρίς να είναι τίποτα ιδιαίτερο έχει αρκετά καλή συμπεριφορά στο χώμα και στην άσφαλτο. Όμως, τζόγοι στο λαιμό (και στα δύο DR του τεστ) ευθύνονταν για έντονα ψαρέματα με πολλά χιλιόμετρα.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ – ΦΡΕΝΑ

Το μπροστινό ήταν άψογο και το πίσω ήταν παράλογο. Μόλις η μοτοσυκλέτα δεν στηριζόταν στο σταντ, έχανε το 1/3 της διαδρομής!

Ενώ με τον αναβάτη στη σέλα φτάνει στο ½! Αν υπήρχε και συνεπιβάτης έμενε το 1/3 της διαδρομής μέχρι να τερματίσει!!!

Απαράδεκτη κατάσταση, για την οποία εκπλαγήκαμε όταν διαπιστώσαμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια προφόρτισης, δηλαδή βελτίωσης της κατάστασης. Το κράτημα πάντως ήταν ικανοποιητικό ακόμη κι έτσι.

Τα φρένα παραδειγματικά με το μπροστινό αρκετά προοδευτικό αν και απαιτεί αρκετή δύναμη για αποπνικτικό φρενάρισμα.

Καλές αναρτήσεις μπροστά και πίσω με τονισμένα τα χαρακτηριστικά για άσφαλτο. Τα φρένα πο΄΄υ καλά, με το καλύτερο δισκόφρενο του τεστ (διπλά εμβολάκια) και ένα πίσω πολύ δυνατό που μπλοκάρει όμως εξαιτίας του κακού πίσω ελαστικού.

Πολύ καλές αναρτήσεις, με μεγάλες διαδρομές φτάνει στην κορυφή. Κατάλληλες για χώμα και για άσφαλτο, δημιουργούν όμως ελαστικότητες, όχι ενοχλητικές, σε γρήγορη οδήγηση στο δρόμο. Καλό το δισκόφρενο με αίσθηση και δύναμη στο φρενάρισμα, καταναλώνει τα τακάκια σε χρόνο μηδέν. Το πίσω απρόσωπο με προβλήματα στην αποτελεσματικότητα.

ΦΙΝΙΡΙΣΜΑ ΑΞΕΣΟΥΑΡ

Καλά προσεγμένη κατασκευή κυρίως στο συνδυασμό των χρωμάτων και την πρακτική. Στα στάνταρ υπάρχει σχάρα που σηκώνει όμως 3 μόλις κιλά!!!

Άψογο φινίρισμα, το καλύτερο των 6, με σκελετό σε λευκό χρώμα, φρομέ επίστρωση στη σέλα και προσοχή στη λεπτομέρεια όπου οι αναθυμιάσεις των λαδιών του κινητήρα αφού περάσουν μέσα από το κουτί του φίλτρου αέρα καταλήγουν μέσα στη γη από σωλήνωση που περνάει μέσα από τη βάση του μαρσπιέ του συνεπιβάτη. Στο στάνταρ ανήκει η πολύ όμορφη και πρακτική σχάρα πίσω.

Αρκετά καλό φινίρισμα ειδικά στον κινητήρα ενώ πιστεύουμε ότι αντέχει ακόμη στο συναγωνισμό. Σημαντική από πλευράς αξεσουάρ η έλλειψη στροφόμετρου, ενώ η ήσυχη καταστροφή του τεφλόν του τεντωτήρα της αλυσίδας φανερώνει την ανάγκη για καλύτερη σχεδίαση.

 

Kawasaki KLR 600

Yamaha XT 600

Honda XLR 600

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ

Μοντέλο ’84 και η KLR ήταν πρωτοπόρος όσον αφορά την εξέλιξη του είδους στο θέμα του κινητήρα.

Σαν κατηγορία βρίσκεται πιο κοντά στα ΧΤ, XLR, παρά στις XT – 2, XLLM, χωρίς να αλλάξει σημαντικά από τότε κινείται άνετα μέσα στο χώρο προβάλλοντας τα πρωτοποριακά και μοναδικά ακόμη καλούδια της (υδρόψυξη και 2 εκκεντροφόροι).

Η εμπορική της επιτυχία είναι ήδη γνωστή αφού δεν υπάρχει ούτε για δείγμα.

Δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις δεδομένου ότι πρόκειται για αρκετά παλιό (’84) μοντέλο και ακόμη περισσότερο γνωστό μοντέλο. Ήρθε σαν εξέλιξη του ΧΤ 550 μέσω των αγωνιστικών ΥΖ (κινητήρας – πλαίσιο και αναρτήσεις – φρένα αντίστοιχα).

Η σχεδίασή του αν και απλή δεν θεωρείται ξεπερασμένη ενώ το εμπορικό μέλλον προβλέπεται καλύτερο από το ήδη γνωστό ψηλό εμπορικό παρελθόν. Η καλύτερη αγορά σήμερα στο χώρο των 600 κ.εκ.

Απόγονος των XLR 500 εμφανίστηκε το ’84 με αρκετά καλές προοπτικές. Η σχεδίασή της δεν θεωρείται προηγμένη και σίγουρα θα σκιαστεί μπροστά στο νέο απόγονο XLRM. Το εμπορικό της μέλλον περιορίζεται σαν φτηνή αγορά ξεπερασμένου μοντέλου και σαν μεταχειρισμένη.

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Μερικά χρόνια μπροστά από το συναγωνισμό όχι τόσο σε τεχνολογία αλλά σε εξέλιξη. Δύο εκκεντροφόροι επικεφαλής και υδρόψυξη με δύο σώματα και βεντιλατέρ είναι μοναδικά στοιχεία στην κατηγορία. Οι επιδόσεις αρκετά καλές και ο συνδυασμός ροπής και δύναμης ψηλά παραδειγματικός. Σημαντικότερο πρόβλημα η μίζα στα πρώτα μοντέλα και η κατανάλωση σε όλα…

Το διαμάντι της Yamaha με τις καλύτερες επιδόσεις του τεστ, την καλύτερη ροπή, τις καλύτερες ρεπρίζ (εντυπωσιακές μάλιστα) και την καλύτερη κατανάλωση. Αρκετά στοιχεία πιστεύουμε για να θεωρηθεί ο καλύτερος κινητήρας σήμερα στα 600 κ. εκ. ON OFF.

Μοναδικό και σοβαρό ελάττωμα οι καμένες ηλεκτρονικές.

Όμοιος με την XLLM. Έλλειψη ροπής χαμηλά που αναπληρώνεται όμως απ’ την περίσσεια δύναμη ψηλά και την ευστροφία.

ΠΛΑΙΣΙΟ

Σοφή διαρρύθμιση του χώρου και των εξαρτημάτων. Κλειστό σωληνωτό ενώ το πίσω μέρος (τρίγωνο σέλας) είναι αφαιρούμενο και τετραγωνικής διατομής αλουμίνιο. Το αποτέλεσμα πολύ καλό σε άσφαλτο και χώμα όπου όμως το μπροστινό σύστημα περιορίζει τις δυνατότητες.

Ούτε εδώ υπάρχει κακός λόγος, με χαμηλό ύψος σέλας, καλές αναρτήσεις, συμπεριφέρεται θαυμάσια σε άσφαλτο και χώμα. Το μικρό βάρος βοηθάει ώστε να θεωρείται η πιο εύχρηστη γενικώς και μετά την  XLR για το χώμα.

Σχεδόν απαράδεκτο για άσφαλτο αφού μετά τα 120 χλμ./ώρα, αδυνατεί να συγκρατήσει την μοτοσυκλέτα σε ευθεία και ψαρεύει τρομάζοντας τον αναβάτη της. Αντίθετα πολύ καλή συμπεριφορά στο χώμα λόγω των μικρών διαστάσεων.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ – ΦΡΕΝΑ

Η πίσω ανάρτηση πολύ καλή, η μπροστά μόνο για άσφαλτο. Στο χώμα δεν μπορεί να κρατήσει την επαφή του τροχού με το έδαφος και το δηλώνει συχνά. Η μεγάλη γωνία κάστερ συντελεί σε αυτό. Σαν συνδυασμός προσφέρει καλό κράτημα στην άσφαλτο ενώ παρά το λιωμένο πίσω ελαστικό της KLR του τεστ, οι επιδόσεις στην άσφαλτο ήταν παραδειγματικές. Πολύ καλό το δισκόφρενο, ανύπαρκτο το πίσω φρένο με 12.000χλμ στο κοντέρ (ήταν απαραίτητη η τοποθέτηση νέων σιαγόνων).

Μεγάλες διαδρομές και καλές γενικά αναρτήσεις, προσφέρουν ευστάθεια και κράτημα σε όλες τις περιπτώσεις.

Οι ελαστικότητες του πλαισίου είναι γνωστές όχι όμως περισσότερες από το συναγωνισμό και φυσικά όχι στο χάλι των XLR και DR.

Το δισκόφρενο παραδειγματικό, όμοιο με τις Tenere, το πίσω καλό όσο υπάρχει.

Καλές αναρτήσεις μόνο για χώμα. Στην άσφαλτο τα γλιστρήματα είναι συνεχή πλην όμως ελεγχόμενα. Τα φρένα περισώζονται χάρη στα κλασσικά δυνατά δισκόφρενα της Honda. Το πίσω φτωχό καλύπτει την αδυναμία του από το μπροστινό.

ΦΙΝΙΡΙΣΜΑ ΑΞΕΣΟΥΑΡ

Στην κορυφή το φινίρισμα και κυρίως η εκμετάλλευση του χώρου. Όμορφα τα πλαστικά και τα όργανα ενώ προσθέτουν και τα «αλουμίνια» στο πίσω μέρος του πλαισίου, το σταντ, τη βάση των μαρσπιέ του συνεπιβάτη κλπ.

Πλήρης και σε αξεσουάρ με μικρή σχάρα, τσαντάκι, δείκτη θερμοκρασίας κλπ.

Λιτή γενικά κατασκευή με όμορφη σχεδίαση και προσοχή στο βάψιμο. Απλοϊκή και στα αξεσουάρ διαθέτει τα απαραίτητα για να «παίζει» στο συναγωνισμό ενώ ίσως ήρθε η ώρα για νέα όργανα ενδείξεων και διακόπτες.

Αρκετά καλό φινίρισμα με φανερές όμως τις ξεπερασμένες αντιλήψεις κυρίως λόγω της σύγκρισης με την XLLM (άρα και XLRM). Από αξεσουάρ τα βασικά όπως οι περισσότερες άλλωστε.

 
Yamaha XT 600 Z Tenere
Honda XL 600 LM
Suzuki DR 600 S
ΧΡΗΣΕΙΣ
Ενώ γενικά χαρακτηρίζεται από την απλότητα της 85% στην άσφαλτο και 15% στο χώμα όπου έχει τη δυνατότητα να κινηθεί γρήγορα (αναλογικά με τον όγκο της πάντα) χάρη στη σωστή κατανομή των μαζών και το χαμηλό κέντρο βάρους.
95% για άσφαλτο και 5% για χώμα. Η μεγάλη μάζα που είναι συγκεντρωμένη μπροστά και θέση του οδηγού μακριά από το τιμόνι κάναν την οδήγηση της XLLM αδύνατη στο χώμα. Το αντίθετο συμβαίνει στην άσφαλτο όπου η XLLM νιώθει στα νερά της και ο αναβάτης της στο θρόνου του.
60% για άσφαλτο και 40% για χώμα, χάρη στις μεγάλες διαδρομές αναρτήσεων και το καλό πλαίσιο. Αν και το ύψος της σέλας είναι μεγάλο δεν είναι έντονα τα προβλήματα που συνεπάγονται απ’ αυτό.
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
 Άκρως ικανοποιητική, γύρω από το 4,20δρχ. / χιλ. ενώ η αυτονομία κυμαίνεται γύρω στα 370-400 χιλιόμετρα
Όχι ιδιαίτερα χαμηλή, στο μέσο όρο μεταξύ ΧΤ – DR (οικονομικές) και KLR (αχόρταγη). Γύρω στις 4,20 -4,50 δρχ. η μέση κατανάλωση. Αυτονομία με 28 λίτρα μπορεί να φτάσει στα 500 χιλιόμετρα.
Πολύ καλή ελαφρά μεγαλύτερη από του Tenere γύρω στο 4,10 – 4,40δρχ. Αυτονομία 350 – 370 χιλιόμετρα.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Το μόνο που δεν θα απασχολήσει τον ιδιοκτήτη της. Όλοι οι μηχανικοί γνωρίζουν σχεδόν απ’ έξω τον κινητήρα αυτό ενώ η αντιπροσωπεία διαθέτει πλήρες στοκ ανταλλακτικών (κα είναι η μόνη).
Αρκετά απλό το σέρβις με γνωστό κινητήρα και πρόβλημα ανταλλακτικών σε κάθε εξάρτημα που δεν είναι κοινό με το XLR (αφού η αντιπροσωπεία δεν έχει εισάγει την XLLM).
Σχετικά απλή και δυστυχώς συχνή. Ανταλλακτικά υπάρχουν αλλά με κάποιος κόστος με αναμονή για όσα «έρχονται» την άλλη βδομάδα.
ΤΙΜΗ
Στα επίπεδα των 679.000 δραχμών όπου οι διαφορές είναι 3 ή 4 πετσετάκια, (δηλ. αμελητέες) αγοράζει κανείς το καλύτερο, δηλ. το ΧΤ 600 απλό με 589.000 δραχμές…
Στα ίδια πλαίσια των 660.000 δεν αποτελεί πιο συμφέρουσα αγορά.
Αρκετά φτηνή στις 550.000 δρχ. θεωρείται καλή αγορά αν και είναι παλιό μοντέλο. Υπενθυμίζουμε ότι δεν διαθέτει μίζα τον όσο να κοστίζει…
 
Kawasaki KLR 600
Yamaha XT 600
Honda XLR 600
ΧΡΗΣΕΙΣ
70% για άσφαλτο 30% για χώμα. Η διαφορά θα μπορούσε να είναι μικρότερη αλλά το μπροστινό σύστημα προβληματίζει τον οδηγό στο χώμα. Το βάρος της παρ’ ότι δεν είναι μικρό (146 κιλά) δεν φαίνεται και η αίσθηση έτσι είναι πολύ καλή.
55% άσφαλτος 45% χώμα για να μην φανούμε απόλυτοι λέγοντας 50-50. Θα μπορούσαμε να πούμε 70-60 αλλά αυτά κάνουν 130%... Πολύ καλή και ικανή σε όλες τις χρήσεις δηλαδή άριστοι συνδυασμοί.
40% άσφαλτος 60% χώμα. Περίεργο κι όμως αληθινό. Η XLR έχει πρόβλημα στην άσφαλτο όπου γλιστρά συχνά, έχει έλλειψη ροπής χαμηλά για την πόλη και ψαρεύει επικίνδυνα στα πολλά χλμ. Αντίθετα στο χώμα κινείται άνετα (σαν ψευδοεντούρο πάντα) και επιτρέπει αρκετά παιχνίδια.
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
 Η Αχίλλειος πτέρνα της KLR. Αδηφάγος καταναλωτής βενζίνης, της κόβει σημαντικούς βαθμούς στο κυνήγι του τίτλου. Με 4,70-5,0 δρχ. το χιλιόμετρο (μέση) θεωρείται αντιοικονομικό ενώ η αυτονομία δεν φτάνει ούτε τα 200χλμ. (170-180, μέση αυτονομία)
Η χαμηλότερη του τεστ μαζί με την XLR από 3,60-4,00 δρχ. το χλμ. Αυτονομία γύρω στα 250χλμ.
Αρκετά χαμηλή γύρω στις 4 δρχ. το χλμ.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Αρκετά πολύπλοκη σε σύγκριση με τον συναγωνισμό, λόγω της υδρόψυξης κλπ. Κάθε επισκευή απαιτεί πολύωρο λύσιμο και δέσιμο ενώ από ανταλλακτικά δεν υπάρχει σπουδαίο πρόβλημα εκτός απ’ τις φαρμακερές τιμές.
Πολύ απλή, όμοια με της Tenere.
Απλή αν και απαιτεί το κατέβασμα του κινητήρα για να προληφθεί το χάσιμο λαδιών (πρέπει να σφιχτεί ο κύλινδρος και η κεφαλή στα πρώτα 3.000 χλμ.). Αρκετά ανταλλακτικά λόγω αρκετών πηγών (εισαγωγέων).
ΤΙΜΗ
Στις 600.000 δεν θεωρείται ακριβή σε σχέση με το συναγωνισμό και την Kawasaki που μας έχει συνηθίζει σε χειρότερα. Υπάρχει και χωρίς μίζα με 500.000
Στις 589.000 θεωρείται τσιμπημένη. Για μας όμως δεδομένου ότι είναι η καλύτερη είναι και η φθηνότερη
Η πιο φτηνή στις 475.000 με μεγάλη διαφορά. Αξίζει τα χρήματα αυτά αν και τελικά δεν προσφέρει σπουδαία πράγματα.

 

Test Ride Ελληνικών Custom μοτοσυκλετών - Αρχείο περιοδικού ΜΟΤΟ

Φτιαγμένα με όνειρα
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

2/7/2019

Στο MOTO παρουσιάζουμε τις ελληνικές custom μοτοσυκλέτες με τον μόνο τρόπο που ξέρουμε να κάνουμε, οδηγώντας τες! Τις ψάχνουμε και τις διαλέγουμε με μόνο κριτήριο την δουλειά που έχουν, τις δοκιμάζουμε και τις παρουσιάζουμε με την ίδια σχολαστικότητα που κάνουμε με όλες τις δοκιμές μας. Επειδή το customizing είναι εκτός από τρόπος έκφρασης και μία εξαιρετικά δημιουργική ενασχόληση με την μοτοσυκλέτα είναι καθήκον μας να αναδείξουμε τις ελληνικές δουλειές που το αξίζουν. Σε αυτό το πλαίσιο, πίσω στον Φεβρουάριο του 2017 είχαμε μία ασυνήθιστη ιδέα, κάτι που αντίστοιχό του δεν έχει ξανά γίνει: Να προσκαλέσουμε τους ιδιοκτήτες που έχουν customάρει την μοτοσυκλέτα τους για να μας την παραχωρήσουν προς δοκιμή σε κλειστή διαδρομή δοκιμάζοντας ευελιξία, φρένα και συνολική λειτουργία! Δίχως κανένα κριτήριο, όλοι μαζί, από την πιο ακριβή custom στην πιο φθηνή, διότι αγάπη και κόπο έχουν σίγουρα όλες τους… Μία συνάντηση custom μοτοσυκλετών που δεν θα έμενε στην θεωρία και την φωτογραφία αλλά θα περνούσαμε τις μοτοσυκλέτες από συγκεκριμένες δοκιμασίες! Η ιδέα μπορεί να ακουγόταν καλή, όμως τα πρακτικά ζητήματα που έπρεπε να λυθούν ήταν τεράστια. Πρώτο και καλύτερο ο χώρος, που έπρεπε να είναι και μέσα στην Αθήνα και περιφραγμένος αλλά και να παρέχει την κατάλληλη άδεια. Πράγμα που κοστίζει και κοστίζει αρκετά, μία λεπτομέρεια που δεν φανταζόμασταν και την μάθαμε μόλις ξεκίνησε η επικοινωνία με τα Ολυμπιακά Ακίνητα. Το πιο σημαντικό βέβαια ήταν να πείσουμε τον κόσμο να έρθει και να μας παραχωρήσει την μοτοσυκλέτα του για να κάνουμε μαζί της… Moto Gymkhana! Έχουμε από την άλλη και την ανάγκη να μην αφήνουμε τίποτα στην τύχη, να φτιάξουμε ερωτηματολόγια, να καταγράψουμε κάθε μοτοσυκλέτα που θα παραλάβει τον αριθμό της στην εκδήλωση, να καταχωρήσουμε αλλαγές και μετατροπές και στο τέλος το άγχος πως δεν θα υπάρχει ο χρόνος να περάσουν από όλη αυτή την διαδικασία, τόσες πολλές μοτοσυκλέτες σε μία ημέρα! Στο 1o ελληνικό Test Ride Custom Μοτοσυκλετών δοκιμάσαμε και φωτογραφίσαμε πολλές custom μοτοσυκλέτες, συζητήσαμε με τους ιδιοκτήτες και ερωτευτήκαμε αρκετές από αυτές, ας το θυμηθούμε ξανά!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

1ο Greek Customs Test Ride

Φτιαγμένα με όνειρα

Τις βλέπαμε να κυκλοφορούν στους δρόμους ή σε φωτογραφίες στο internet και σκεφτήκαμε ότι είναι μία καλή ιδέα να τις γνωρίσουμε από κοντά και μετά να τις συστήσουμε και στον κόσμο. Οι ελληνικές custom μοτοσυκλέτες έρχονται στο προσκήνιο!

Ήταν μία λίγο-πολύ τρελή σκέψη. Να μαζέψουμε πολλές custom μοτοσυκλέτες και να τις υποβάλλουμε σε δοκιμασίες, να τις οδηγήσουμε, να τις επεξεργαστούμε και να δούμε τελικά αν το customizing στην Ελλάδα περιορίζεται στο "κόψε-ράψε να ταιριάξει ό,τι έχω στο χέρι μου", ή έχει αποκτήσει σοβαρότερες προεκτάσεις. Την απάντηση την ξέραμε βέβαια, όλα υπάρχουν εκεί έξω, από δουλειές που δεν πιστεύεις στα μάτια σου μέχρι κοπτοραπτική με πρωτόγονα μέσα. Οπότε; Σκοπός μας ήταν να βρεθεί όλος αυτός ο κόσμος μαζί και κατά επέκταση κι εμείς μαζί του αλλά με τις μοτοσυκλέτες στο επίκεντρο και μάλιστα με τον τρόπο που μας αρέσει στο ΜΟΤΟ, δηλαδή καβάλα και όχι στατικά πάνω σε ένα βάθρο και γύρω – γύρω να αναλύουμε την θεωρία.

Βρείτε στο τέλος του άρθρου πλούσια συλλογή φωτογραφιών από όλες τις μοτοσυκλέτες καθώς και από την ξεχωριστή αυτή - ΟΔΗΓΙΚΗ - εκδήλωση των custom!

Θα ήταν κάτι πρωτότυπο, που αντίστοιχο δεν έχει ξαναγίνει, να τις οδηγήσουμε όλες μαζί! Ο τρόπος και ο τόπος ήταν ένα μεγάλο δίλλημα και τελικά ένα Σάββατο πρωί, οι τέντες του ΜΟΤΟ υψώθηκαν κεντρικά στην Αττική και μία mini πίστα Gymkhana δημιουργήθηκε στο ΟΑΚΑ!

Γιατί όμως στο ΟΑΚΑ; Η αρχική σκέψη ήταν να γίνει στα Μέγαρα και φτάσαμε να σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο να καταγράψουμε χρόνους και na οριοθετούσαμε διαδικασίες. Γρήγορα καταλήξαμε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ένα μεγάλο λάθος, για μερικές βασικές αιτίες. Το πιο σοβαρό, ήταν το ενδεχόμενο να έρθουν μοτοσυκλέτες που ο ιδιοκτήτης κυκλοφορεί όλη μέρα, πιθανότατα χωρίς αέρα στα ελαστικά, που μπορεί να διορθώνεται εύκολα, αλλά στην επέκτασή του μπορεί να είναι και αρκετά μεγαλύτερο πρόβλημα, να έχουμε μοτοσυκλέτες με φθαρμένα ελαστικά, πρόβλημα στα φρένα ή ακόμα και στον κινητήρα.

Το σόου από τον Jtd stunt, τον μηχανικό του GR Stunt Crew, έδωσε μια ξεχωριστή νότα στο θέμα customizing με θέαμα αντάξιο των αντίστοιχων ξένων επιδείξεων. Με την ευρύτερη έννοια και οι μετατροπές των stunt bikes είναι customizing…
 

Θα έπρεπε να γίνει έλεγχος και διορθώσεις και αυτά εκείνη την ώρα γίνονται μονάχα σε σκηνικό αγώνων από μηχανικούς που τρέχουν πάνω – κάτω, όχι από ιδιώτες που ήρθαν για να περάσουν ένα ευχάριστο πρωινό. Θα έχανε επίσης η εκδήλωση τον χαρακτήρα της ανοικτής πρόσκλησης, αν γινόταν μακριά, την στιγμή που είχε αρχίσει ο κόσμος να εκδηλώνει ενδιαφέρον να παρευρεθεί έστω και μόνο για να συναντηθεί με κόσμο και να δει μοτοσυκλέτες. Μετά ήταν και ο αστάθμητος παράγοντας του καιρού, καθώς εκείνη την περίοδο είχε ήδη χιονίσει δύο φορές στην Αττική και οι βροχές καραδοκούσαν.

Με βροχή μπορεί να πας μέχρι το ΟΑΚΑ, στα Μέγαρα όμως είναι πιο δύσκολη η απόφαση, κι έπειτα αν βρέξει πολύ τα Μέγαρα είναι τελείως ακατάλληλα για οδήγηση. Χρειαζόμασταν λοιπόν έναν χώρο μέσα στην Αθήνα και μάλιστα σε κεντρικό σημείο, και το ΟΑΚΑ φάνταζε η καλύτερη επιλογή… που ήταν! Απλά περάσαμε από σαράντα κύματα μέχρι να καταφέρουμε να νοικιάσουμε το πάρκινγκ, ξοδεύοντας τελικά τα ίδια που θα δίναμε στα Μέγαρα, έχοντας όμως κερδίσει την ευκολία πρόσβασης, ώστε να κρατήσουμε την εκδήλωση πιο κοντά τα πλαίσια μίας ανοικτής πρόσκλησης.

Στο τέλος ήταν και μία καλή ευκαιρία να φτιάξουμε μία πίστα τύπου Moto - Gymkhana με το σκεπτικό να βρεθεί χρόνος για όποιον θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητες τις δικές του, αλλά και της μοτοσυκλέτας του. Είναι λίγοι βέβαια όσοι γνωρίζουν τι είναι οι δοκιμασίες Gymkhana αλλά στο τέλος βρήκαμε μερικούς γενναίους που μας ακολούθησαν για να τους δείξουμε την διαδρομή και μετά να δοκιμάσουν μόνοι τους. Το σλάλομ και οι επιτόπου μανούβρες είναι πρώτης τάξης ασκήσεις για να αντιληφθείς μία σειρά από πράγματα και εκεί ακριβώς δοκιμάσαμε τις δυνατότητες των custom μοτοσυκλετών!

Ο κόσμος που ήρθε ήταν μία ευχάριστη έκπληξη. Γιατί κατέρριπτε ένα – ένα τα στερεότυπα που περιμένει κανείς να συναντήσει, ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με την προσωπική του εργασία στην δική του μοτοσυκλέτα. Πολεμάει κάποιος με λίγα εργαλεία στον ελεύθερο χρόνο του να φτιάξει την μοτοσυκλέτα των ονείρων του και τις περισσότερες φορές, καταλήγει να ξοδέψει περισσότερα από όσα θα έδινε για να αγοράσει καινούρια μοτοσυκλέτα. Δύο οι δυσκολίες σε αυτό το κομμάτι: Πώς τον πείθεις να σου την δώσει για μία βόλτα όπου σημαίνει πως θα την αντικρίζει να απομακρύνεται και θα τον πιάνει αστείρευτο άγχος και πώς του μεταφέρεις την κρίση σου από την στιγμή που ακόμη κι αν θεωρεί πώς έχει φτιάξει την καλύτερη custom, δεν παύει να είναι οι ΔΙΚΗ του μοτοσυκλέτα...

 

Η πραγματικότητα όμως ήταν άλλη, καθώς δεν βρέθηκε ούτε ένας που να μην μας πει ο ίδιος ποια είναι τα μειονεκτήματα όσων έχει κατασκευάσει, τι θα ήθελε να αλλάξει και τι πιστεύει για αυτό που έχει φτιάξει. Πρώτη φορά συγκεντρώθηκε τόσο μεγάλο ποσό λογικής στο κέντρο της Αθήνας και ήταν μία πολύ ευχάριστη έκπληξη. Πόσο μάλιστα όταν στο ΜΟΤΟ, που γράφονται τα πράγματα όπως πρέπει, οι αντιδράσεις από τις εταιρίες είναι πλέον λιγότερες από τους... ιδιώτες! Οι εταιρίες έχουν αποδεχτεί τον ρόλο και την θέση του ΜΟΤΟ το ίδιο και οι ιδιώτες φυσικά, μέχρι όμως να έρθει η στιγμή να γράψεις πως δεν σου άρεσε μία μοτοσυκλέτα που με κόπο έχουν αγοράσει... γιατί από την στιγμή που θα αγοραστεί πρέπει να είναι η καλύτερη. Περιμένει λοιπόν κανείς αναλογικά μεγαλύτερες αντιδράσεις για την μοτοσυκλέτα που κάποιος έχει φτιάξει με τα χέρια του, και εκεί ακριβώς ήταν η έκπληξη! Εκτός από τα ίδια τα μειονεκτήματα, ο κόσμος συζητούσε για λύσεις μεταξύ τους και μαζί μας, και μέσα στον κρύο καιρό συγκεντρώθηκαν και άρχισαν να  Όσο για το ποια είναι η καλύτερη, οι συμμετέχοντες απάντησαν και σε αυτό μόνοι τους: Στην ερώτηση: "Σου παίρνουμε την μοτοσυκλέτα με το ζόρι, ποια αρπάζεις για να φύγεις από εδώ;" Απάντησαν σχεδόν όλοι ότι θα ήταν μία Nimateck, το ποια απ’ όλες πιστεύουμε ότι φαίνεται στις επόμενες σελίδες. Ευχαριστούμε λοιπόν όλους όσους ήρθαν, για την διάθεση που έφεραν μαζί τους, την όρεξη και φυσικά για τις μοτοσυκλέτες!

Ducati 999S by Nimateck

Πιο απόλυτο από το απόλυτο

Κάποτε ήταν: Ducati 999S toy 2004

Τώρα είναι: Ένα μεταλλαγμένο 999S

Προσπαθήστε να φανταστείτε ένα extreme superbike και θα είστε και πάλι… μακριά από το δημιούργημα της Nimateck. Ήδη, από μοντέλο παραγωγής, το Ducati 999S του 2004 ήταν ένα από τα πιο απόλυτα superbike. Ίσως όχι στο βαθμό που ήταν οι προκάτοχοί του (από το θρυλικό 916 μέχρι το 998), αλλά σε σχέση με τον ανταγωνισμό ήταν μια μοτοσυκλέτα ειδικού προορισμού.

Οι αλλαγές στον κινητήρα έχουν να κάνουν κυρίως με το εσωτερικό του (ECU, μπεκ, φιλτροκούτι κ.τ.λ.), αλλά και εξωτερικά δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα ανθρακονήματα, όπως το καπάκι του οριζόντιου κυλίνδρου
 

Πάνω σε αυτή τη βάση η Nimateck θέλησε να δημιουργήσει ένα ακόμη πιο απόλυτο superbike δουλεύοντας εκεί που "πονούσε" η μοτοσυκλέτα και υπήρχε πρόσφορο έδαφος: στο βάρος. Η λύση; Μα φυσικά μια από τις ειδικότητες της Nimateck, το ανθρακόνημα. Το carbon fibre είναι το υλικό που κυριαρχεί πάνω στην μοτοσυκλέτα, καθώς αποτελεί την πρώτη ύλη για το ρεζερβουάρ, την ουρά (που είναι μια σμίκρυνση ουράς από 1098) και αυτό κομμάτι που παίζει το ρόλο ενός… μπικίνι φαίρινγκ. Το εξωτικό υλικό, ως γνωστόν, προσφέρει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και πολύ μικρότερο βάρος από τα στάνταρ πλαστικά της μοτοσυκλέτας, αλλά η δίαιτα δεν περιορίστηκε σ' αυτά τα εξαρτήματα.

Αυτή η… φλοίδα είναι η ειδικά φτιαγμένη σέλα για το μεταλλαγμένο 999S
 

Το πλαίσιο και το ψαλίδι μπορεί να παρέμειναν ως είχαν, κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει για το υποπλαίσιο το οποίο φτιάχτηκε από την αρχή, εντελώς διαφορετικό, χρησιμοποιώντας χρωμομολυβδαίνιο 4130, σε σχέδιο και εκτέλεση αποκλειστικά της Nimateck. Ομοίως από τα CNC μηχανήματα της εταιρείας βγήκαν μαρσπιέ, οι πλάκες του μπροστινού και οι ρυθμιστές των αναρτήσεων, ενώ η εξάτμιση (που με τα decibel που ελευθέρωναν τα τελικά της SC Project στην Καλογρέζα βαράγανε οι συναγερμοί στο Μαρούσι) και η σέλα είναι φτιαγμένα στο χέρι σε εντελώς custom made σχέδιο.

Το ρεζερβουάρ είναι φτιαγμένο εξολοκλήρου από carbon, βαμμένο από τον Θοδωρή Καποδίστρια
 

Οι αναρτήσεις του… Προκρούστη έρχονται από την Öhlins–όπως και το σταμπιλιζατέρ- ενώ η ECU είναι διαφορετική, ρυθμισμένη από εξειδικευμένο συνεργείο στην Ιταλία, προκειμένου να συνεργαστεί με τα μπεκ από το 1098 που φορά η μοτοσυκλέτα, με τον κόφτη να μετακομίζει στις 12.800 στροφές! Το φίλτρο και το φιλτροκούτι που το φιλοξενεί, μαζί με την καμπάνα του συμπλέκτη ανήκουν στο "οπλοστάσιο" της Ducati Corse, ενώ το βάψιμο έγινε από τον μετρ του είδους, τον Θοδωρή Καποδίστρια.

Το αποτέλεσμα οπτικά είναι ένα μίνιμαλ θηρίο, μικρό σε μήκος με τον πληθωρικό κινητήρα να κυριαρχεί στην εικόνα. Η έμπνευση άλλωστε που αντλήθηκε από το βιομηχανικό design σε συνδυασμό με τη μόδα, την αρμονία, την μουσική και την τέχνη δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάτι διαφορετικό. Και για να μιλήσουμε με λιγότερο… φιλοσοφικούς και περισσότερο πραγματιστικούς όρους, θα πρέπει να πούμε ότι αυτό το αποτέλεσμα, πέρα όλων των παραπάνω, χρειάζεται και περί τα 20.000 ευρώ για να πραγματοποιηθεί.

Από την θέση των κλιπόνς μπορείτε να καταλάβετε πόσο βάρος πέφτει στα χέρια του αναβάτη. Τα όργανα δεν αλλάχτηκαν άλλαξαν όμως οι πλάκες και οι ρυθμιστές των αναρτήσεων, made by Nimateck

Σε ό,τι αφορά την οδηγική εμπειρία, το να βάλεις αυτή την μοτοσυκλέτα μέσα σε μια διαδρομή τύπου gymkhana, είναι σα να υποχρεώνεις έναν μαινόμενο ταύρο να εκτελέσει ασκήσεις υπακοής για σκύλους. Αδύνατο… Κι όμως, ακόμη κι αυτή η ελάχιστη οδηγική επαφή σε κάνει να αντιληφθείς ότι η Βαλχάλα του συγκεκριμένου 999S είναι πίστες όπως το Nardo ή διαδρομή του NW200.

Αυτό είναι ένα από τα δύο φαίρινγκ της μοτοσυκλέτας –και κατά ομολογία του Κώστα όχι το αγαπημένο του- το οποίο είναι φυσικά κατασκευασμένο από ανθρακονήματα σε συνδυασμό με τα στάνταρ φώτα της μοτοσυκλέτας
 

Η προειδοποίηση του Κώστα, του ιδρυτή της Nimateck, δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής: "Σε δύο λεπτά θα έχεις πιαστεί". Είχε άδικο… πιάστηκα στα πρώτα 60 δευτερόλεπτα. Η θέση οδήγησης είναι ό,τι πιο ακραίο μπορείτε να φανταστείτε κάνοντας τα MotoGP να μοιάζουν με sport touring. Το V-2 θηρίο που βρυχάται από κάτω, θέλει να φτάσει τον ξεχειλωμένο κόφτη πάση θυσία κι αν δεν το κάνεις θα σε τιμωρήσει με δυστροπία και πείσμα. Πιο είναι το πρακτικό της όφελος; Αν δεν εκτιμάς την μηχανολογική μαεστρία, κανένα. Αν είσαι αγωνιζόμενος, τότε πρόκειται για ένα μεταπτυχιακό τίτλο με θέμα την μετα-απολυτότητα

 

S4 by Nimateck

Αγριεμένο Γοριλάκι

Κάποτε ήταν: Ducati S4 του 2001

Τώρα είναι: Οξύθυμο γοριλάκι

Το Ducati S4 ήταν πάντα μια δύσκολη και απαιτητική στην οδήγηση μοτοσυκλέτα που απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή στους χειρισμούς από τον αναβάτη της. Ήταν το πρώτο Monster με υγρόψυκτο κινητήρα και παρά το γεγονός ότι παρουσιάστηκε πολλά χρόνια μετά τα αερόψυκτα 900, 750 και 600, στην πραγματικότητα ο Miguel Galluzzi το είχε σχεδιάσει από την αρχή ως υγρόψυκτο με τον κινητήρα του 851 και γι' αυτό είχε το πλαίσιο των superbike με την ανάρτηση μοχλισμού, αντί το πλαίσιο “μπανάνα” με την cantilever πίσω ανάρτηση.

Η χειροποίητη εξάτμιση είναι όλα τα λεφτά. Ο κινητήρας της 916 φτάνει και περισσεύει για να εκτοξεύσει το ελαφρύ Monster και ο ξηρός συμπλέκτης είναι φυσικά must-have για έναν Ducatisti. Το συμβατικό ψαλίδι του S4 έχει δώσει την θέση του σε ένα μονόμπρατσο από S4R

Στο συγκεκριμένο S4 η Nimateck δεν έχασε χρόνο για να σκαλίσει τον ήδη υπεραρκετό σε δύναμη κινητήρα της 916 που φωλιάζει στο πλαίσιο, αλλά πολύ σωστά έδωσε έμφαση στην εργονομία της θέσης οδήγησης και το συνολικό στήσιμο του πλαισίου με σκοπό τον καλύτερο έλεγχο της μοτοσυκλέτας από τον αναβάτη. Τα ρυθμιζόμενα μαρσπιέ σε βοηθούν να κουμπώσεις σωστά πάνω στη μοτοσυκλέτα και το αλουμινένιο σωληνωτό μονόμπρατσο ψαλίδι (από S4R) αντί για το πιο κοντό διπλό που είχε η μοτοσυκλέτα όταν βγήκε από το εργοστάσιο, έχουν δώσει ηρεμία και προοδευτικότητα στις χαμηλές ταχύτητες, όπου ήταν και η αδυναμία της.

Όμως και οι βασικές εμφανισιακές αλλαγές καθορίστηκαν με πρώτο μέλημα το αντίκτυπό τους στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας. Για παράδειγμα τα δύο μακριά τελικά των εξατμίσεων πήγαν στα σκουπίδια και τώρα έχουμε μια custom-made εξάτμιση που το καζανάκι της είναι σχεδόν ενσωματωμένο στα κάρτερ του κινητήρα, δηλαδή όσο πιο κοντά γίνεται στο κέντρο βάρους της μοτοσυκλέτας. Το βαρύ ατσάλινο ρεζερβουάρ αντικαταστάθηκε με ένα carbon, όπως και κάθε άλλο χυτό ή πλαστικό μικρό εξάρτημα.

ANTOVPROJECT by Nimateck

Όπως το παλιό καλό κρασί

Κάποτε ήταν: Ducati 1000 SS του 2003

Τώρα είναι: Φόρος τιμής στον Hailwood

Ο “Καρχαρίας” δεν είναι παρατσούκλι μόνο για τα Kawasaki GPz 900 Ninja, αλλά το χρησιμοποιούν και οι Ducatisti για τα 750/800/900/1000 Supersport που είχε σχεδιάσει ο Pierre Terblanche το 1998 και έμειναν στην παραγωγή έως το 2006 όπου η Ducati σταμάτησε να κατασκευάζει αερόψυκτες μοτοσυκλέτες με φαίρινγκ και κλιπ-ον. Ο τελευταίος εκπρόσωπος των SS είχε κινητήρα 1000 κυβικών με δύο βαλβίδες και δύο μπουζί σε κάθε κεφαλή και ονομαζόταν DS (Dual Spark). Μια τέτοια μοτοσυκλέτα είναι η βάση για τούτη εδώ την Ducati, που έχει βγάλει από πάνω της τα ρούχα του Terblanche και τώρα φοράει χειροποίητα φαίρινγκ της Nimateck και ρεζερβουάρ από 900 SS του 1995, φυσικά ειδικά διαμορφωμένο για να ταιριάξει με το μεταγενέστερο πλαίσιο του 1000 SS.

Ακόμα και οι carbon βάσεις στήριξης των τελικών της εξάτμισης έχουν φτιαχτεί στο χέρι

 

Ο κινητήρας δεν έχει αλλαγές, όμως οι αναρτήσεις της Öhlins με τα ακτινικά φρένα της Brembo είναι από μια Aprilia Tuono Factory. Το συνολικό μέγεθος της μοτοσυκλέτας είναι εμφανώς μεγαλύτερο από οποιοδήποτε SS έχει βγει από το εργοστάσιο της Ducati και την ίδια αίσθηση αποκομίζεις όταν την καβαλάς.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης της είναι αρκετά πιο μεγαλόσωμος από οποιονδήποτε Ιταλό δοκιμαστή της Ducati… και η μοτοσυκλέτα έχει προσαρμοστεί για εκείνον. Έτσι, παρά το γεγονός ότι έχει σημαντικά μικρότερο βάρος από τη μοτοσυκλέτα που βασίζεται, ο όγκος της μεγάλης ζελατίνας δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας μεγάλης τουριστικής μοτοσυκλέτας. Tην αρχική εντύπωση ενισχύει η θέση οδήγησης, με τα κλιπ-ον πάνω από την πλάκα του πιρουνιού και τη φαρδιά και χαμηλή σέλα.

Έχει γίνει πολύ δουλειά για να ταιριάξει το ρεζερβουάρ των καρμπυρατέρ των SS των 90ies στο πλαίσιο του ψεκαστού 1000 SS
 

Η οδήγησή της δεν ξεφεύγει από την εικόνα, δείχνοντας ότι είναι μια μοτοσυκλέτα για ανοιχτούς επαρχιακούς δρόμους. Καθώς είμαστε από τους τυχερούς που έχουμε οδηγήσει στο παρελθόν τις μοτοσυκλέτες της σειράς Sport Classic και συγκεκριμένα την Paul Smart Replica 1000, μπορούμε να διαβεβαιώσουμε τον ιδιοκτήτη της αυτής εδώ της 1000 SS ότι η δική του μοτοσυκλέτα είναι καλύτερη!

Ογκώδες φαίρινγκ με αισθητική και χρώματα από την Ducati του Mike Hailwood
 

«Father and Son» by Giamouridis Kostas & Nikos

Οικογενειακή υπόθεση

Κάποτε ήταν: Suzuki GSX 400

Τώρα είναι: Ένα Bratstyle που αλλάζει τα στάνταρ

Αν όλες οι χολιγουντιανές ταινίες ήταν βγαλμένες από την ζωή, τότε αντί για το παραδοσιακό ψάρεμα, θα έπρεπε να βλέπουμε γονείς να δένονται με τα παιδιά τους, μαστορεύοντας ένα Bratstyle μηχανάκι… Ο "Son" της μαύρης μοτοσυκλέτας με το όνομα "Father and Son", ήταν επιφυλακτικός να την παραδώσει στα χέρια μας: "Είναι επικίνδυνη, το φρένο μπλοκάρει, είναι απότομο... να προσέχεις! Για να ξεκινήσεις θα χρειαστείς αυτό…" - Βγάζει ένα κλειδί και κρατά το τσοκ ανοικτό για λίγο, όσο μου δείχνει τους κριμένους πλάι στη σέλα διακόπτες. Δεν υπάρχει περίπτωση να την κλέψει κανείς, παρά μονάχα σηκωτή! Το συγκινητικό είναι ότι μιλάμε για άλλη μία εξαιρετική περίπτωση για τα ελληνικά δεδομένα, όπου ο ιδιοκτήτης όχι μόνο έχει επίγνωση για την κατασκευή του, αλλά παραδέχεται τα σημεία που θέλουν βελτίωση.

Πράγματι, το μηδενικής προοδευτικότητας εμπρός φρένο ήθελε προσοχή, ωστόσο ήταν θέμα μικρής συνήθειας να το διαγράψεις από πρόβλημα, ιδιαίτερα μετά τις προειδοποιήσεις. Φρέναρα επίτηδες με λιγότερο από δέκα χιλιόμετρα μόλις ξεκίνησα και χάνοντας τα μαρσπιέ κάτω από τα πόδια, ήξερα τι να περιμένω μετά την ευθεία, πριν μπούμε στο σλάλομ που κανονικά φρενάρεις απότομα. Σε αυτή την περίπτωση το "απότομα" είναι δεδομένο, οπότε κανένα πρόβλημα! Άλλο ήταν το σημείο που δεν ήσουν προετοιμασμένος να αντιληφθείς, παρόλο που τα πάντα στην όμορφη μοτοσυκλέτα το ομολογούσαν: Εξαιρετική κατευθυντικότητα στις αλλαγές κλίσης και μία ευελιξία που είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεις σε μοντέρνα μοτοσυκλέτα!

Με διαστάσεις «τόσο-όσο» αναδεικνύει ότι το απλό είναι πάντοτε όμορφο
 

Το μπροστινό από RD 250 του ’76 συνεργάστηκε με το παλιό ψαλίδι και το αμορτισέρ και η ευελιξία ενισχύθηκε από την μείωση όγκου, με πρώτο και καλύτερο το λιλιπούτειο χειροποίητο, αλουμινένιο ρεζερβουάρ, που εκτός των άλλων ενισχύει κατακόρυφα την εμφάνιση της μοτοσυκλέτας. Πίσω το πλαίσιο κόπηκε για να γίνει το "frame loop" και τοποθετήθηκε η custom σέλα με την χειροποίητη βάση. Η πληροφορία που μας δόθηκε ότι πίσω ο συνεπιβάτης κάθεται άνετα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην την δεχτούμε ως αληθινή, παρά το μικρό μήκος.

Εξαιρετικά λεπτή σιλουέτα, έξυπνα επιλεγμένο το μέγεθος των τροχών

Κρατώντας τα κέντρα από το RD, χρησιμοποίησαν στεφάνια Excel με ανοξείδωτες ακτίνες και επιλέγοντας 19 ίντσες εμπρός και 18 πίσω, πέτυχαν μία πολύ καλή κατανομή, στο ήδη μικρό βάρος. Τα ελαστικά προφανώς επιλέχθηκαν με βάση την εμφάνιση, χωρίς να μπορείς να αδικήσεις μία τέτοια κίνηση, αλλά με λίγο καλύτερη πρόσφυση το "Father and Son" μπορεί να οδηγηθεί εξαιρετικά γρήγορα και σε προδιαθέτει γι' αυτό η μινιμαλιστική του εμφάνιση.

Μπορεί αυτή την στιγμή να μην υπάρχει όργανο εμπρός, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν το χρειάζεσαι. Ο κινητήρας δεν έχει αλλαγές, πέρα από το βάψιμο και την περιποίηση της τροφοδοσίας που δέχτηκε, αλλά παράγει όμορφο ήχο και σου δίνει να αντιληφθείς την ταχύτητά σου. Ηλεκτρικά και βάσεις για μπαταρία και φώτα έγιναν από τους ίδιους και το σύνολο είναι ταυτόχρονα μία από τις ομορφότερες της ημέρας, αλλά και από τις πιο ευκολοδήγητες!

Ducati TT1 replica

Τα διαμάντια είναι συμπιεσμένος άνθρακας

Κάποτε ήταν: Cagiva Alazurra του 1985

Τώρα είναι: Ψαγμένο ερωτικό βοήθημα για “δύσκολες περιπτώσεις”

Όταν έχεις ήδη γευτεί σχεδόν τα πάντα στη ζωή σου, απομένουν πλέον ελάχιστα πράγματα που μπορούν να σε ερεθίσουν και πολύ λιγότερα που μπορούν να σε αναστατώσουν. Το συγκεκριμένο Ducati ξεκίνησε την ζωή του ως Cagiva και συγκεκριμένα ήταν ένα κακάσχημο Alazurra 650. Τα μοντέλα της Cagiva ήταν πάντα μια προσπάθεια της οικογένειας Castiglioni να χτυπήσουν απευθείας τα ιαπωνικά εργοστάσια, όχι μόνο σε φιλικότητα χρήσης αλλά και σε τιμή. Φυσικά ήταν πλήρως αποτυχημένη, διότι οι Ιταλοί ποτέ δεν ήξεραν να φτιάχνουν φτηνές μοτοσυκλέτες γενικής χρήσης που μπορεί να ζήσει ο καθένας μαζί τους.

Το Alazurra 650 αντέγραφε αισθητικά τα Honda VF400F και VT500F, αλλά με πολύ χειρότερη ποιότητα κατασκευής και κακό φινίρισμα πλαστικών. Όμως κάτω από το ψευτο-μοντέρνο κουστούμι του έκρυβε το πλαίσιο και τον κινητήρα του Ducati Pantah 650, μιας supersport μοτοσυκλέτας δρόμου της Ducati που είχε ιμάντα για την κίνηση των εκκεντροφόρων και είχε γεννηθεί από τις θρυλικές ΤΤ1 και ΤΤ2 του Isle of Man. Η συγκεκριμένη Alazurra προοριζόταν ως “δωρητής οργάνων” για ένα Pantah, όμως η τύχη ήθελε να μπαίνει μια νεράιδα στο γκαράζ που ήταν παρκαρισμένη και να την μεταμορφώνει από Κυρά-Μαρία του χωριού σε Ιταλίδα Milfάρα! Δουλειά της σήμερα είναι να συμμετέχει σε track day και να κάνει φετιχιστικά κόλπα στον αναβάτη της. Την οδηγήσαμε λίγο και σε ακατάλληλο περιβάλλον, αλλά όσο χρειαζόταν για να καταλάβουμε γιατί οι παλιοί λέγανε ότι τα ιταλικά μηχανάκια “είχαν πλαίσιο” και τα γιαπωνέζικα “δεν είχαν πλαίσιο”.

Κυριολεκτούσαν! Σε σύγκριση με αυτή την μοτοσυκλέτα, το CBR 600F2 δεν είχε πλαίσιο αλλά… κρεμάστρα κινητήρα. Η συμπεριφορά του πλαισίου της στις αλλαγές κατεύθυνσης δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις πιο σύγχρονες και hi-end supersport της σημερινής εποχής. Είναι τόσο άμεση, τόσο ελαφριά και τόσο καλοζυγισμένη, που ούτε τα ακραία στενά και χαμηλά κλιπ-ον δεν την εμπόδιζαν να ελιχθεί ανάμεσα στις κορύνες.

Ο στεγνός ήχος που “μικρού” Desmo έχει σαφώς πιο αγωνιστική χροιά από τον βαρύ και μπάσο ήχο των μεγαλύτερου κυβισμού ιταλικών V2

 

Εκεί που το CBR 600F2 πέρναγε σαν ελέφαντας με αγκάθι στην πατούσα, η μεταμορφωμένη Cagiva είχε ένα αέρινο περπάτημα γεμάτο χάρη. Είναι τόσο σύγχρονη σε αίσθηση, που τα original φρένα ήταν μια εξόφθαλμη παραφωνία. Σε όλες τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες που οδηγήσαμε, αν έβαζες πιο δυνατά φρένα θα στράβωναν τα πιρούνια και το πλαίσιό τους. Σε τούτη εδώ, ένα ζευγάρι τετραπίστονες Brembo με 300 χιλιοστά δίσκους ήταν το μόνο που της έλειπε. Στις σκέψεις του ιδιοκτήτη είναι η αύξηση του κυβισμού στα 750cc μέσω αύξησης της διαμέτρου των εμβόλων και η προσθήκη δύο καρμπιρατέρ Dellorto 40 χιλιοστών.

Προσωπικά θα βεβήλωνα των ιταλικό πατριωτισμό με δύο Keihin FCR 41 χωρίς να αλλάξω τον κυβισμό, αλλά προφανώς δεν μου πέφτει λόγος… Πάντως κι έτσι όπως είναι ο κινητήρας δουλεύει καθαρά και γεμάτα μέχρι τις μεσαίες (το στροφόμετρο δεν δούλευε… οπότε το “μεσαίες” είναι με το αυτί και την αίσθηση) όπου ακολουθούσε ένα μικρό σκαλοπατάκι έξαρσης της δύναμης για 2000-3000 στροφές και μετά ο κινητήρας “κρεμούσε” πριν επέμβει κάποιος κόφτης στροφών. Σε αυτό το τελευταίο φάσμα στροφών ίσως βοηθήσουν τα μεγαλύτερα καρμπιρατέρ, θυσιάζοντας πιθανότατα την καλή απόκριση που έχει τώρα στο άνοιγμα του γκαζιού στις χαμηλότερες στροφές.

Ducati Scrambler 450

Όλα ανάποδα

Κάποτε ήταν: Ducati Scrambler 450 του 1970

Τώρα είναι: Καλύτερη απ’ όταν ήταν καινούρια

Οδηγώντας την Ducati Scrambler 450 του 1970 είναι πολύ εύκολο να καταλάβεις γιατί έκλεισαν όλα τα ευρωπαϊκά εργοστάσια μοτοσυκλετών και γιατί οι Ιάπωνες κυριάρχησαν από τις αρχές των 70ies μέχρι και τα μέσα του 2000, όπου η Ευρωπαίοι ξύπνησαν και σοβαρεύτηκαν. Πρέπει να ήσουν πολύ ανώμαλος το 1970 για να αγοράσεις μία από τις ακριβότερες on-off, που η μανιβέλα ήταν ακόμα αριστερά, είχε αποσυμπιεστή στο χέρι και ο λεβιές ταχυτήτων ήταν δεξιά με την 1η πάνω, δηλαδή όλα τα χειριστήρια εντελώς ανάποδα απ’ ότι σε μια σημερινή μοτοσυκλέτα. Όμως αυτό που το 1970 ήταν σκέτη τρέλα ως αγορά, σήμερα είναι το καλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου.

Από την διαδικασία να την βάλεις μπροστά και να την ζεστάνεις, μέχρι να κάνεις μια απλή βόλτα μέχρι το περίπτερο, η απόλαυση που σου δίνει δεν συγκρίνεται με τίποτα. Διότι ποιο είναι το νόημα της οδήγησης μιας κλασικής μοτοσυκλέτας σήμερα; Να δείχνει απλώς “παλιά” στα μάτια των άλλων ή να ανοίγει μια τρύπα στο χρόνο και να σε μεταφέρει κατευθείαν σε άλλη διάσταση; Το Scrambler 450 κάνει ακριβώς αυτό, από το πρώτο λεπτό που θα το αντικρίσεις. Έχω τη βεβαιότητα ότι η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δουλεύει πολύ καλύτερα τώρα, παρά όταν ήταν καινούρια, αλλά αυτό δεν αλλάζει τα βαθιά συναισθήματα που σου δημιουργεί. Πρώτα απ' όλα, ποτέ στη ζωή μου δεν ένοιωσα τέτοια ικανοποίηση βάζοντας μπροστά έναν κινητήρα. Είναι μια ολόκληρη διαδικασία που σε κάθε βήμα της πρέπει όχι μόνο να ακολουθήσεις την σωστή σειρά κινήσεων, αλλά θα πρέπει να αναπτύξεις τηλεπαθητικές ικανότητες, ώστε να επικοινωνήσεις με την ψυχή του κινητήρα. Τουλάχιστον έτσι νοιώθεις! Είναι σαν να δίνεις εξετάσεις και περιμένεις από τον ήχο της εξάτμισης να σου πει αν δέχεται να την οδηγήσεις ή όχι.

Όλα ανάποδα… δεξιά ο λεβιές ταχυτήτων με την 1η πάνω

Όμως ακόμα κι αν πάρεις την έγκρισή της, δεν βγαίνεις στο δρόμο χωρίς να έχεις το μυαλό σου διαρκώς στους χειρισμούς που θα κάνεις. Αυτή είναι ουσιαστικά και η μαγεία από την οδήγησή της, δηλαδή το γεγονός ότι σε κάνει να νοιώθεις σπουδαίος απλώς και μόνο επειδή άλλαξες επιτυχημένα ταχύτητα με το δεξί πόδι χωρίς… να σκοτωθείς. Από το σημείο που θα αποδεχτείς ότι εκείνη είναι το αφεντικό και εσύ ο υπηρέτης της, ότι αυτή διατάζει και εσύ υπακούς, τότε ανακαλύπτεις ότι οι Ιταλοί ξέρανε από τότε να φτιάχνουν πλαίσια που 40 χρόνια μετά ξεφτιλίζουν (στην κυριολεξία…) τα σύγχρονα αντίγραφά τους.

Φυσικά και το Scrambler 450 του 1970 στρίβει καλύτερα από το Scrambler 400/800 του 2016 της Ducati, ή το R9T Scrambler του 2017 της BMW και το αντίστοιχο της Triumph. Από την άλλη μεριά, ο κινητήρας δεν είναι τόσο εντυπωσιακός όσο το στήσιμο του πλαισίου. Ήταν η πρώτη μονοκύλινδρη Ducati που οδήγησα στη ζωή μου και περίμενα ότι η Desmo κεφαλή και η street κουλτούρα της Ducati θα έδινε στον κινητήρα του Scrambler μια πιο εύστροφη και ανάλαφρη προσωπικότητα. Όμως στην πράξη δεν ξεφεύγει από τα χαρακτηριστικά των Thumper on-off, με μπόλικη ροπή από χαμηλά, γλυκιά λειτουργία στις μεσαίες και μπόλικους κραδασμούς ψηλά. Το κιβώτιο ταχυτήτων από την άλλη μεριά δούλευε υπέροχα και αν είχε τα ίδια χαρακτηριστικά όταν ήταν καινούριο, τότε απορώ πως βγήκε ο μύθος ότι τα παλιά Ducati είχαν σκληρά και ασαφή κιβώτια ταχυτήτων.

Honda Street café racer / caferacer by Karathanasis Akis & Xristos Stefanatos

Βγάλτε τα σε παραγωγή!

Κάποτε ήταν: Honda CB 400 SF

Τώρα είναι: Έργα τέχνης

Ήρθαν στο τέλος και κυριολεκτικά έκλεψαν την παράσταση! Τα δύο CB μπήκαν στο χώρο της εκδήλωσης και ρούφηξαν τον αέρα από τα καρμπυρατέρ των υπολοίπων… τέτοια ήταν η αντίδραση απέναντί τους. Οι ιδιοκτήτες είχαν έρθει μαζί με τον μηχανικό τους που είναι υπεύθυνος για όλη την δουλειά που έχει γίνει και που πιθανόν πηγαίνουν πλέον "πακέτο". Όχι με την έννοια ότι τον χρειάζονται, αλλά γιατί αντιληφθήκαμε ότι τώρα πια πρόκειται για φίλους. Οι τρεις τους αποτελούν μία παρέα που γνωρίστηκε στο δρόμο και έδεσε πάνω στα δύο αυτά café racer, αποτελώντας έτσι κομμάτι της ιστορίας τους, οπότε και πρέπει και να ειπωθεί.

Ο Άκης πέτυχε στον δρόμο τον Παναγιώτη, τον μηχανικό αλλά μονάχα κατά ιδιότητα και όχι κατ’ επάγγελμα και τον ρώτησε ποιος είχε φτιάξει το μηχανάκι που καβαλούσε. Μόλις άκουσε μία λέξη αντί για όνομα, όταν είδε τι είχε κάνει ο Παναγιώτης μόνος του, του ζήτησε να κάνει παράκαμψη για να κάνουν μία στάση. Η τυχαία γνωριμία, οδήγησε στο τέλος να περνούν κοντά τέσσερις μήνες μαζί, φτιάχνοντας το πράσινο CB . Ο Χρήστος ήταν κι αυτός πελάτης του Παναγιώτη, ο οποίος πλέον ετοιμάζεται να γίνει και μηχανικός κατ’ επάγγελμα, μόνιμα, και γρήγορα οι τρεις έγιναν μία παρέα, από όσα καταλάβαμε. Μία παρέα που χτίστηκε κυριολεκτικά πάνω στα café racer…

Το αποτέλεσμα των CB, τα οποία αγοράστηκαν για να "κοπούν" και να έρθουν σε αυτό το αποτέλεσμα, δικαιώνει την επιλογή των ιδιοκτητών να εμπιστευτούν έναν τυχαίο άνθρωπο που γνώρισαν στον δρόμο, αποτελώντας έτσι άλλο ένα σημείο που σπάει τα ελληνικά στερεότυπα. Στην Ελλάδα που αν δεν έχεις συστάσεις δεν κάνεις τίποτα, στην συγκεκριμένη περίπτωση οι συστάσεις ήταν απλώς η ίδια η δουλειά του Παναγιώτη…

Μιλάμε για Honda CB 400 SF, το πράσινο του ’98 και το κόκκινο του ’97, με το κόκκινο να είναι πιο "άγριο" όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο Παναγιώτης. Κανένα από τα δύο βέβαια, δεν ακούγεται σαν Honda και επίσης κανένα από τα δύο δε βγάζει ήχο αντίστοιχο του κυβισμού του. Ο ήχος είναι μαγικός, έντονα βαθύς και δυνατός, που σε παραπέμπει σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από πλευράς κυβισμού και σίγουρα σε κάτι με πολλά άλογα. Αντιθέτως όμως, το μίγμα είναι φτωχότερο και στα δύο κάτι που έγινε ως συνειδητή επιλογή και αποτελεί αν θέλετε κι ένα καλό παράδειγμα για το γεγονός ότι το αυτί αντιλαμβάνεται πρώτο την ταχύτητα. Όπως ακριβώς ισχύει και με το "μάτι χορταίνεις", έτσι και στις μοτοσυκλέτες ο ήχος παίζει πρωταρχικό ρόλο. Τόσο μεγάλο που θεωρείται ως βασική αιτία για το γεγονός ότι δεν έχει μεγαλώσει η αγορά των ηλεκτρικών εξαιτίας του, την στιγμή που στα αυτοκίνητα –για παράδειγμα- ο ήχος δεν παίζει τον ίδιο σημαντικό ρόλο…

Το πρώτο πράγμα στα CB ήταν να κοπεί το υποπλαίσιο και να γίνει ηλεκτροστατική βαφή. Έπειτα τοποθετήθηκε ντεπόζιτο από CB 750 KS 1973 και ρυθμιζόμενα clipon της Gilles, ενώ ήταν άκρως πετυχημένη η επιλογή του ΖΧ 636 (2005) για δωρητής πιρουνιού. Μέσα στο μεγάλο σλάλομ τα CB δεν είχαν κανένα περιορισμό. Το πράσινο με τον 18άρι εμπρός τροχό ήταν ελάχιστα πιο ευέλικτο, άλλα το κόκκινο ήταν εκείνο που θα μπορούσες να το περάσει για μοτοσυκλέτα 1200 κυβικών. Βασική αιτία γι' αυτό, είναι ότι το κόκκινο CB έχει ακόμα τις εργοστασιακές αναρτήσεις πίσω, αλλά ανεστραμμένο πιρούνι από ZXR 400, όπως και φρένα από την ίδια μοτοσυκλέτα. Στο πράσινο, τα πίσω αμορτισέρ πίσω είναι της Hagon και μία μικρή διαφορά την δημιουργούν…

Εξαιρετικά φρένα και από τις δύο, με συγκριτικά πολύ μικρές ιδιαιτερότητες ανάμεσα στις υπόλοιπες της εκδήλωσης. Στο πράσινο έχουμε 300mm δίσκο με τετραπίστονες ακτινικές δαγκάνες ενώ στο κόκκινο ο δωρητής συνέχισε να… δίνει, αφού εκτός από το πιρούνι και τα φρένα είναι από το ZXR 400. Σε αυτό το μηχανάκι έχει επίσης αλλαχθεί το ρεζερβουάρ, με δωρητή ένα CB 650 του ’79.

Υπέροχες σέλες, που πρέπει να έχουν αγανακτήσει οι τεχνίτες από την λεπτομέρεια που ζητήθηκε… έχουν κατασκευαστή σε δύο διαφορετικούς
 

Με τροχούς 18 ιντσών, αντί για 18-17 στο πράσινο, και το πιρούνι του ZXR, η συμπεριφορά στις απότομες αλλαγές κατεύθυνσης δεν ήταν το ίδιο συνυφασμένη με τα σημερινά δεδομένα, όπως στο δίδυμο αδερφάκι του που αποδείχτηκε τρομερά ευέλικτο. Αν τα δεις συγκριτικά, υπάρχουν αυτές οι μικρές διαφορές, αλλά ως μονάδες, αυτά τα δύο CB ήταν από τις ομορφότερες της εκδήλωσης. Ποιοτικά φτιαγμένα και με πολύ συγκεκριμένες επιλογές σε ρεζερβουάρ και υπόλοιπους δωρητές "οργάνων" τα CB αυτά θα στεκόντουσαν άνετα σε βιτρίνα καταστήματος!

BMW R100 Wassworks

Κομμένο και ραμμένο

Κάποτε ήταν: R45

Τώρα είναι: R100 αλά… Monster

Ο Βασίλης είναι φυσιοθεραπευτής, οπότε γνωρίζει πολύ καλά την ανατομία αλλά και τη γεωμετρία του ανθρώπινου σώματος. Γι' αυτό λοιπόν δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το ότι θέλησε να μεταμορφώσει ένα BMW R45 του 1982 σε κάτι που να θυμίζει… Monster. Άλλωστε, η έμπνευση για την μετατροπή, όπως μας λέει ο ίδιος, του ήρθε όταν ανέβηκε στη σέλα ενός δικύλινδρου της Ducati και από τότε έθεσε ως στόχο του να μεταφέρει στην μοτοσυκλέτα του την ίδια αίσθηση από τη θέση οδήγησης του Monster, και ταυτόχρονα να την φέρει ακριβώς στα μέτρα του.

Η πάνω πλάκα κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μηχανουργικό κόσμημα, ενώ το όργανο από R51 με το κρεμ φόντο και την βελόνα που γυρίζει αντίστροφα από τη φορά των δεικτών του ρολογιού όπως τα παλαιότερα Smiths, δένει απόλυτα με το συνολικό αποτέλεσμα

 

Με άλλα λόγια, ο ορισμός του custom made. Αυτό εξηγεί και την απάντηση του στο ερώτημα τι θα έφτιαχνε διαφορετικά, χωρίς τον περιορισμό των χρημάτων ή του χρόνου: Τίποτα, μας απάντησε ο Βασίλης, ο οποίος επιβεβαιώνει ότι είναι απόλυτα ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα, το οποίο του στοίχησε συνολικά (χωρίς την αγορά της μοτοσυκλέτας) κοντά στα 5.000 ευρώ.

Όταν οι συμμαχικές δυνάμεις συνεργάζονται με τις δυνάμεις του άξονα: Γερμανική μοτοσυκλέτα με βρετανικά τελικά εξατμίσεων!

Πάνω στο… πρώην R45 δεν υπάρχει τίποτε που να μην έχει δεχθεί επεμβάσεις. Ξεκινώντας από τον κινητήρα, έγινε ένα ολοκληρωτικό restoring σε έναν κινητήρα από R100 (!) με 980 κυβικά, ο οποίος συνδυάζεται με δύο τελικά από Norton Commando. Τα εργοστασιακά αμορτισέρ αντικαταστάθηκαν από αντίστοιχα της Koni, τα οποία όμως χρησιμοποιούν τα ελατήρια των στάνταρ αμορτισέρ, ενώ το μπροστινό προέρχεται από Kawasaki ZX-6R με αλλαγές στους κώνους της συμπίεσης για να ταιριάξει στον χαρακτήρα της μοτοσυκλέτας.

Η σέλα δεν ακολουθεί το πρότυπο των Monster, αλλά είναι μια custom made σέλα φτιαγμένη με την αρχιτεκτονική των café racers

 

Στο πλαίσιο κόπηκαν οι βάσεις των μαρσπιέ για αναβάτη και συνεπιβάτη και τοποθετήθηκαν σε εντελώς διαφορετικά σημεία για να έρθουν, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, στα μέτρα του ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέτας. Οι πλάκες του μπροστινού είναι φτιαγμένες στο χέρι από τον Βασίλη, όπως και οι βάσεις για το όργανο (δανεισμένο από R51) και τις ενδεικτικές λυχνίες (οι οποίες προέρχονται από Honda CB…), καθώς και τα φλας, τα γκριπ και η βάση του προβολέα (που είναι ξεχωριστά αγορασμένος, αγνώστου προελεύσεως).

 

Το υποπλαίσιο είναι άλλο, βιδωμένο σε νέες βάσεις πάνω στο πλαίσιο, το οποίο μάλιστα είναι ενιαίο με την ουρά που παίζει και τον ρόλο της βάσης για την πινακίδα. Ιδιοκατασκευή είναι και η τάπα του ρεζερβουάρ, το οποίο προέρχεται από τον δότη του κινητήρα –το R100- ενώ και η σέλα είναι φτιαγμένη ειδικά για την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Τα κλιπόνς είναι αγορασμένα after market και οι τροχοί πέρα από το διαφορετικό βάψιμο, φιλοξενούν δισκόφρενα από Triumph Speed Triple (μπροστά με ακτινικές δαγκάνες!) και από R1200GS (πίσω), με κατάλληλους αποστάτες για να ταιριάξουν πάνω στις ζάντες. Τέλος, το βάψιμο ανατέθηκε στο "Ιρίδιο" με το αποτέλεσμα να μην έχει να ζηλέψει τίποτε από το εργοστασιακό βάψιμο της BMW.

Το ερώτημα λοιπόν μέχρι να βρεθούμε στη σέλα του BMW… Monster, ήταν κατά πόσο είχε πλησιάσει το όραμα του ιδιοκτήτη του να θυμίζει ως θέση οδήγησης το δικύλινδρο της Ducati. Η αλήθεια είναι ότι οι γωνίες των ποδιών και η τοποθέτηση του σώματος θυμίζουν πολύ τις αντίστοιχες πάνω στα Monster της πρώτης γενιάς, μόνο που τα κλιπόν τοποθετούν τα χέρια πιο χαμηλά και κλειστά σε σχέση με το ίσιο τιμόνι των Ducati. Η γκαζιέρα ήταν ιδιαίτερα σκληρή, κάτι που όπως μας είπε ο ιδιοκτήτης της μοτοσυκλέτας θα διορθωθεί άμεσα με την αλλαγή στις ντίζες του γκαζιού, ενώ και ο συμπλέκτης έχει σχετική σκληρή λειτουργία, χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει τις θετικότατες αλλαγές του κιβωτίου. Ο κινητήρας είναι πραγματικά απολαυστικός, με την χαρακτηριστική άνεση των διβάλβιδων boxer στο να προσφέρουν γενναιόδωρα τη ροπή τους από το ρελαντί σχεδόν, νιώθοντας την παραγωγή των χιλιογραμμόμετρων σε κάθε περιστροφή του βαριού στροφάλου. Μπορεί τα χαρακτηριστικά της απόδοσης να απέχουν παρασάγγες από την υστερία των ιταλικών δικύλινδρων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτός ο χαρακτήρας δεν ταιριάζει γάντι στην συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα.

Τα γκριπ είναι μεταλλικά, φτιαγμένα στο χέρι από τον ιδιοκτήτη, με after market καθρέφτες που πιάνουν πάνω τους

 

Οι αναρτήσεις έχουν σαφώς πιο σφιχτή λειτουργία σε σχέση με τις αναρτήσεις που φορούσε η μοτοσυκλέτα στην μορφή παραγωγής, αλλά η επεμβάσεις στα ελατήρια των αμορτισέρ και στο σετάρισμα του πιρουνιού προσφέρουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο άνεσης. Το μόνο που μπορεί να θυμίσει κάτι από την συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας στην στάνταρ μορφή της είναι η βαριά αίσθηση του μπροστινού, κυρίως σε κλειστές στροφές και μανούβρες, αλλά αυτό είναι κάτι που μπορεί να "χωρέσει" σ' αυτό που είναι το κυρίως ζητούμενο και που η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα το έχει επιτύχει: η προσωπικότητα.

Harley Street Glide Custom

Ο καμβάς

Κάποτε ήταν: Harley Street Glide του 2011

Τώρα είναι: Ό,τι πρέπει για την Daytona Bike Week

"Είσαι ο πρώτος και ο μοναδικός που θα οδηγήσει την μοτοσυκλέτα εκτός από εμένα", μου είπε ο Θοδωρής την ώρα που περιμέναμε να φουσκώσει η αερανάρτηση για να μπορεί να οδηγηθεί η μοτοσυκλέτα. Το Custom Street Glide του ήταν μια από τις πιο εντυπωσιακές παρουσίες του Test Ride. Δεν λέω η πιο όμορφη, γιατί αυτό είναι θέμα υποκειμενικό, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην χαζέψεις με το αποτέλεσμα της δουλειάς του Biker House που μέχρι στιγμής έχει κοστίσει σχεδόν 70.000 ευρώ. Είναι μια μοτοσυκλέτα που θα μπορούσες να δεις στο Daytona Bike Week να παρελαύνει στην παραλιακή λεωφόρο, ή να διαγωνίζεται σε κάποιο αμερικάνικο custom show.

Μπορεί το… ταμπλό να θυμίζει παλιά Chevy, και το τιμόνι να απέχει δυο μέρες δρόμο από τον μπροστινό τροχό, αλλά το στιλ ξεχειλίζει!

 

Κι αν σας εντυπωσίασε η αερανάρτηση (πίσω της Aero και μπροστά χειροποίητη), με τη συνέχεια θα σας κρεμάσει το σαγόνι. Για να αρχίσουμε από τα… απλά, μηχανικολογικά ο κινητήρας των 1680 κυβικών διαθέτει πλέον ξηρό συμπλέκτη, άλλο φίλτρο, πίπες με ενσωματωμένους τους πολλαπλασιαστές για τα μπουζί και διακοσμητικά καπάκια στον κινητήρα από τα after market της Harley. Το πλαίσιο δεν έχει κάποια αλλαγή, πέρα από τις διαφορετικές πλάκες με άλλο offset που δίνουν πολύ μεγαλύτερη κάστερ, για να χωρέσει ο μπροστινός τροχός των 26''! Οι ζάντες είναι φυσικά custom made ενώ τα μπροστινά δισκόφρενα έχουν αντικατασταθεί με άλλα, πολύ μικρότερα, τα οποία είναι μάλιστα κλειστά κάνοντας την μοτοσυκλέτα να δείχνει σα να μην έχει καθόλου φρένα.

Τα λόγια είναι περιττά. Τόσο το σχήμα, όσο και η αερογραφία με τις πολλαπλές στρώσεις βερνικιού αντανακλούν απόλυτα το πνεύμα των αμερικάνικων custom cruisers

 

Από εκεί και πέρα αρχίζει η γλυπτική. Το φαίρινγκ είναι χειροποίητο από πολυεστέρα, ενώ τα φανάρια προέρχονται από Kawasaki ZX-10. Στο χέρι είναι φτιαγμένο και το ρεζερβουάρ αλλά και ολόκληρο το ενιαίο πίσω μέρος από λαμαρίνα, το οποίο φιλοξενεί μια επίσης χειροποίητη σέλα. Η βαφή με την αερογραφία είναι όλα τα λεφτά, ενώ από πάνω έχουν περαστεί 12 (!) χέρια βερνίκι σε ένα αποτέλεσμα που θα ζήλευαν πολλοί tattoo artists και φυσικά το ape hanger τιμόνι είναι το κερασάκι στην τούρτα. Ο Θοδωρής ήρθε οδικώς από την Πάτρα –αυθημερόν- ενώ οδικώς έχει ταξιδέψει με την μοτοσυκλέτα για να συμμετάσχει σε διαγωνισμό στην Αυστρία, όπου πήρε και την πρώτη θέση. Οδηγικά πάντως, αν δεν έχει οδηγήσει κάποιος κάτι αντίστοιχο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιληφθεί ότι οι στροφές είναι μια διαδικασία που θέλει υπομονή και οι ευθείες μια νιρβάνα για eαsy riding…

SRX by Byron

Solo καριέρα

Κάποτε ήταν: Yamaha SRX

Τώρα είναι: Αυθεντική νέο-ρετρό κατασκευή

Πρόκειται για ένα από τα πιο όμορφα SRX που έχω δει και σοβαρή πρόταση στο customizing, κρύβοντας πολύ δουλειά επάνω του. Για αρχή έχουμε τον κινητήρα από XT 600 που μεγάλωσε στα 635 κυβικά με Wossner πιστόνι και αντίστοιχη φροντίδα στην τροφοδοσία. Οι επεμβάσεις στο πλαίσιο περιορίζονται στο μονόσελο και την διαφορετική σέλα, ενώ είναι ενδιαφέρουσα η τοποθέτηση μαρσπιέ από CBR 250 που φέρνει τα πόδια ψηλά και πίσω, σε μία στάση που αν και ξεφεύγει από αυτό που θα περίμενες, την συνηθίζεις πολύ γρήγορα. Σε αντίθεση με το έτερο SRX της παρέας, εδώ το TZR 250 προσέφερε το πιρούνι. Τα δισκόφρενα είναι ειδική παραγγελία από Γερμανία και οι δαγκάνες της Brembo, με την διαδρομή της μανέτας να είναι αρκετά προοδευτική. Μας άρεσε το τελικό κάτω από το μονόσελο και το custom πίσω φως, κι αυτό που θέλεις πλέον για να εκμεταλλευτείς τον ροπάτο και πρόθυμο κινητήρα, είναι ένα σετ καλύτερων ελαστικών και βελτίωση στην απόσβεση των αναρτήσεων. Ιδιαίτερα λεπτό και πολύ-πολύ όμορφο, με προσεγμένη βαφή ιριδίου και έξυπνες χρωματικές επιλογές, αυτό το SRX απέκτησε μία δεύτερη ζωή για τον ιδιοκτήτη του, αφού ξαναγύρισε στα χέρια του καιρό μετά τον πρώτο τους αποχωρισμό.

Viper café racer by Andronikos

Full metal

Κάποτε ήταν: Yamaha SRX

Τώρα είναι: Ντυμένο café racer

Ένα project που ποτέ δεν τελειώνει κι ένα μηχανάκι που πάντα θα υπάρχει, με την έννοια ότι αποτελεί αγαπημένη ασχολία του ιδιοκτήτη που πάντα θα βρίσκει κάτι νέο για να ασχολείται μαζί του! Δική του η βαφή, κατ’ επάγγελμα, κι επίσης δικές του όλες οι υπόλοιπες εργασίες, από χόμπι, με τον κινητήρα να έχει μεγαλώσει έχοντας νέο στρόφαλο, μπιέλα, κυλίνδρους αλλά και εξατμίσεις! Το πιρούνι προέρχεται από FZR400, όπως και οι τροχοί, με το ψαλίδι από TZR μαζί με μαρσπιέ, κοκοβιό και πλαϊνά.

Η λεπτομέρεια στην εμφάνιση της σέλα, για να ταιριάξει με το βαμμένο σύνολο, είναι αρκετά έξυπνη ιδέα

 

Οι δαγκάνες είναι από R1 και το σύνολο καταλήγει να είναι ομοιογενές και να δουλεύει, αν και παρουσιάζει μία μικρή αντίσταση όταν του ζητάς να στρίψει. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν και τα ελαστικά που δεν βοηθούσαν και υπερτόνιζαν την συμπεριφορά, ενώ θετική εντύπωση έκανε η ροπή και η ομαλή λειτουργία του κινητήρα, χωρίς μπερδέματα. Ιδανικά θα ήθελε μικρότερη φόρτιση του εμπρός τροχού.

CB 900F Café racer by Panos Grigorios

Μαύρη… μπύρα!

Κάποτε ήταν: Honda CB 900F-II του 1981

Τώρα είναι: Μια νυχτερινή βόλτα, μέρα μεσημέρι

Την καλύτερη περιγραφή για αυτή την μοτοσυκλέτα την δίνει ο ιδιοκτήτης της όταν λέει ότι η πηγή έμπνευσης είναι από τον τίτλο της ταινίας "Η πόλη Ποτέ δεν Κοιμάται". Διότι μπορεί στις φωτογραφίες να σας δίνει την εντύπωση ότι θα ταίριαζε να την παρκάρεις έξω από μια βρετανική pub και να την βγάλεις φωτογραφία μπροστά από μια παρέα μηχανόβιων που κρατάνε ένα ποτήρι μαύρη μπύρα στο χέρι, όμως η οδήγησή της δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τους βρετανικούς B-roads και τα café racer των ‘70ies. Τα κλιπ-ον απλώς κάνουν μια ήδη βαριά και δυσκίνητη μοτοσυκλέτα, ακόμα πιο δύσκολη στην οδήγηση.

Είναι ογκώδης, μακριά - σχεδόν τεράστια – και δεν κάνει καμιά προσπάθεια για να κρύψει τα κιλά της. Ως café racer είναι μόνο για τις φωτογραφίες, όμως αυτή η μοτοσυκλέτα έχει μαγικές ιδιότητες. Μπορεί να κάνει την μέρα νύχτα και να γυρίσει το ρολόι σου από τις δύο το μεσημέρι να δείχνει δύο τα χαράματα. Μια βόλτα στο πάρκινγκ του ΟΑΚΑ μεταμορφώνεται σε μεταμεσονύχτια τσάρκα στους σκοτεινούς δρόμους της Αθήνας. Μοιάζει σαν να είναι εμπνευσμένη από τα 70ies όμως στην πραγματικότητα είναι μια χρονομηχανή που σε μεταφέρει απευθείας στην καρδιά των 80ies.

Triumph T100

Η εκλεπτυσμένη

Κάποτε ήταν: Triumph T100 του 2010

Τώρα είναι: Όπως πρέπει!

Η Triumph T100 του Νίκου είναι από εκείνες τις περιπτώσεις customizing που χωρίς κάτι κραυγαλέο πάνω της, είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που ήταν όταν εγκατέλειψε την γραμμή παραγωγής του εργοστασίου. Ο κινητήρας του διαθέτει διαφορετικό πρόγραμμα ECU, άλλο φίλτρο και πιο ελεύθερες εξατμίσεις από Thruxton. Οι αναρτήσεις είναι από την Bitubo (τα εσωτερικά του μπροστινού και τα δύο αμορτισέρ πίσω), αλλά η σημαντικότερη αλλαγή αφορά τους τροχούς, καθώς έχουν τοποθετηθεί ένας 18'' μπροστά (αντί του στάνταρ 19'') και μια φαρδύτερη ζάντα πίσω (από 3,50 σε 4,25) από την Central Wheel Components.

Η μπροστινή δαγκάνα έχει αντικατασταθεί με μια εντυπωσιακή εξαπίστονη (!) της Pretech σε συνδυασμό με σωληνάκια υψηλής πίεσης, ενώ το πίσω φανάρι και τα φλασάκια προέρχονται από την Street Twin. Το τιμόνι είναι πιο φαρδύ και πιο ίσιο από το στάνταρ, ενώ η χειροποίητη σέλα από τη Thedi Leathers και η υπέροχη βαφή από τον Θοδωρή Καποδίστρια, συμπληρώνουν ένα πολύ όμορφο σύνολο, το οποίο όχι μόνο οπτικά αλλά και οδηγικά είναι εντυπωσιακό. Οι αλλαγές σε κινητήρα και γεωμετρία λόγω τροχών το έχουν φέρει πολύ πιο κοντά σε απόδοση και συμπεριφορά με τα σύγχρονα δικύλινδρα Triumph.

Kawasaki ZRX 1200 byX

Ο άγνωστος Χ

Κάποτε ήταν: Μια μεγάλη γυμνή

Τώρα είναι: Καπνοπαραγωγός

Με ένα burnout που έφαγε ό,τι είχε απομείνει από το ήδη “τελειωμένο” πίσω ελαστικό, ο ιδιοκτήτης του ZRX 1200 έφυγε από την παρέα μας χωρίς να συμπληρώσει το ερωτηματολόγιο που είχαμε ετοιμάσει με τόσο κόπο. Έτσι, ο άγνωστος Χ με το φτιαγμένο ZRX 1200 έκτισε ένα πέπλο μυστηρίου γύρω του!

Ευτυχώς προλάβαμε και το φωτογραφίσαμε και το οδηγήσαμε, οπότε έχουμε δύο-τρία πράγματα να σας πούμε γι΄αυτό. Εμφανισιακά δεν έχουμε τρομερές αλλαγές ως προς το σχήμα της μοτοσυκλέτας, όμως οι χρυσές ζάντες (17 ιντσών αντί 18 εμπρός), το πιρούνι της WP και η εξάτμιση της Remus έχουν προσθέσει την απαραίτητη racing βαρβατίλα. Οδηγικά η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα είχε τα προβληματάκια της, πιθανότατα λόγω των φαγωμένων ελαστικών που είχαν αλλοιώσει το αρχικό σχήμα της κορώνας τους, δημιουργώντας ένα σκαλοπάτι όταν πλάγιαζες τη μοτοσυκλέτα. Αυτά συμβαίνουν όταν κάνεις burn-out…

Kawasaki Z 900 by Giannis

Κάποτε ήταν: Ζ900 του 1975

Τώρα είναι: Καλοκουρδισμένο ρολόι

Οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά

Όπως και με το Honda CB 900FII έτσι και με αυτό εδώ το Z 900, εκείνο που μας εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η άριστη λειτουργία του κινητήρα του. Γενικά εκείνη την ημέρα, περιμέναμε να δούμε τις παλιές μοτοσυκλέτες να είναι βελτιωμένες σε συμπεριφορά, λόγω των πολλών αλλαγών που είχαν στα περιφερικά εξαρτήματα και να εμφανίζουν προβλήματα οι κινητήρες τους που κουβάλαγαν στην πλάτη τους 20 , 30 ή 40 χρόνια “βαρέα και ανθυγιεινά”. Όμως τελικά αποδείχθηκε ακριβώς το αντίθετο και η συγκεκριμένη Z 900 δούλευε καλύτερα κι από καινούργια!

Η εξάτμιση της Devil ταιριάζει γάντι με την αισθητική της συγκεκριμένης μοτοσυκλέτας

 

 

Transalp 600 by Giorgos Koutroubas

Total Recall

Κάποτε ήταν: Honda Transalp 600

Τώρα είναι: Ένα Roadster με προοπτικές

Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα υπάρχουν πολλά πράγματα που σε εντυπωσιάζουν πριν την βάλεις εμπρός. Το πρώτο φυσικά είναι ότι δυσκολεύεσαι αφάνταστα να πιστέψεις ότι ο Γιώργος ξεκίνησε την κατασκευής της έχοντας στα χέρια του ένα Honda Transalp 600. Παρά το γεγονός ότι ο V2 κινητήρας είναι γνώριμος σε όλους, η συνολική αισθητική της μοτοσυκλέτας δεν σπρώχνει το μυαλό σου προς το Transalp, αλλά περισσότερο προς τα Steed ή τα σπάνια στην χώρα μας Honda Roadster 400 που είχαν έρθει ως μεταχειρισμένα από την Ιαπωνία στα τέλη των 90ies.

Βέβαια για να φτάσουμε σε αυτή την ολική μεταμόρφωση, το μόνο που έμεινε από το Transalp είναι ο κινητήρας και το κάτω τμήμα του πλαισίου (βάση ψαλιδιού και βάσεις των κάρτερ). Το δεύτερο πράγμα που σε εντυπωσιάζει είναι η αισθητική αρτιότητα, με την έννοια ότι οι αναλογίες της μοτοσυκλέτας “κάθονται” σωστά στο μάτι, απ’ όποια μεριά κι αν την κοιτάξεις. Αυτό είναι δύσκολο να το πετύχουν ακόμα και οι επαγγελματίες σχεδιαστές των εργοστασίων! Το τρίτο πράγμα που σε εντυπωσιάζει αν σκεφτείς ότι ολόκληρο το πάνω τμήμα του πλαισίου φτιάχτηκε από την αρχή, είναι η θέση οδήγησης. Η επιλογή του ίσιου τιμονιού, το ύψος του, η απόσταση των μαρσπιέ από την σέλα και το σχήμα και ύψος της ίδιας της σέλας, έχουν ταιριάξει πολύ καλά μεταξύ τους, δημιουργώντας μια θέση οδήγησης που συνδυάζει την άνεση με μια επίφαση σπορ δυναμικής.

Σε επίπεδο φινιρίσματος είναι εύκολο να διακρίνεις τι έχει φτιάξει ένας επαγγελματίας και τι ο Γιώργος μόνος του. Το ρεζερβουάρ, η σέλα και το πίσω κάλυμμά της είναι “εργοστασιακής” ποιότητας, ενώ οι κολλήσεις του πλαισίου και το βάψιμό του ανήκουν στην κατηγορία Rat Bike. Παραδόξως όμως, αυτή η επιμελώς ατημέλητη συνολική εμφάνιση δουλεύει καλά και δεν ενοχλεί το μάτι. Στον τομέα των δυναμικών χαρακτηριστικών, η μοτοσυκλέτα του Γιώργου ακολουθεί πιστά την θεωρία, αλλά δεν ανταποκρίνεται στην πράξη. Οι τροχοί των 17 ιντσών εμπρός-πίσω όχι μόνο δεν βελτίωσαν την ευελιξία σε σχέση με τους 21/17 του Transalp, αλλά αντιθέτως δημιούργησαν ένα σκαλοπάτι στον τρόπο που πλαγιάζει η μοτοσυκλέτα. Η συμπεριφορά του πλαισίου θυμίζει περισσότερο cruiser παρά roadster, έχοντας την τάση να βαραίνει απότομα το τιμόνι προς τα μέσα όταν πλαγιάζει η μοτοσυκλέτα. Σίγουρα χρειάζεται αναθεώρηση ολόκληρη η γεωμετρία του πλαισίου αν θέλει ο Γιώργος να ταιριάζει η εμφάνιση της μοτοσυκλέτας του με την συμπεριφορά της στο δρόμο. Όπως θα χρειαστεί να αφιερώσει λίγο χρόνο στα καρμπιρατέρ, όπου δείχνουν να μην συνεννοούνται καλά με τις φιλτροχοάνες τους.

Kawasaki W 800 Custom

Ο χιλιομετροφάγος

Κάποτε ήταν: Kawasaki W 800

Τώρα είναι: Ταξιδευτής και οδοιπόρος

Η περίπτωση του συγκεκριμένου W 800 δεν είναι από εκείνες που δεν αναγνωρίζεις τι μοτοσυκλέτα ήταν πριν. Αντιθέτως είναι από εκείνες που πρέπει να αφιερώσεις λίγο χρόνο για να καταλάβεις ότι δεν πρόκειται απλώς για ένα W800 που έχει φορτωθεί με αξεσουάρ. Το σκεπτικό του Χρήστου ήταν να φτιάξει έναν σύντροφο για μακρινά, ήρεμα, διερευνητικά ταξίδια και η επιλογή του W800 ήταν η καλύτερη βάση για να ξεκινήσει. Σε αντίθεση με το W650 που έχει ένα ζωηρό κινητήρα που του αρέσει να δουλεύει σε όλο το φάσμα στροφών, το μεγαλύτερο W800 προβάλει ένα πιο αρχοντικό χαρακτήρα, με έμφαση στη ροπή. Είναι μια μοτοσυκλέτα με ήρεμη δύναμη και αυτό επηρεάζει άμεσα την ψυχολογία του αναβάτη. Με δύο πίσω αμορτισέρ της Hagon, ελατήρια της Bitubo στο πιρούνι, μία μέτριου μεγέθους ζελατίνα στο τιμόνι και με μια αφράτη-παχιά σέλα της Corbin, το συγκεκριμένο W800 είναι έτοιμο να φορτωθεί βαριά και να φύγει από την πόλη κρατώντας ξεκούραστο τον αναβάτη του για πολλές ώρες.

Honda CBR 600F2 “Limited Edition”

Δεύτερη νιότη

Κάποτε ήταν: Supersport και Touring

Τώρα είναι: Μια όμορφη ιστορία από το παρελθόν

Ποτέ μην συναντάς τα ινδάλματα σου λένε οι Αγγλοσάξονες, εννοώντας ότι είναι καλύτερα να έχεις στο μυαλό σου την εικόνα ενός superstar όπως όταν ήταν στην ακμή της καριέρας του, παρά να τον δεις όπως είναι τώρα, γερασμένο και ξεκουτιασμένο από τα πολλά ναρκωτικά. Αυτό το λάθος έκανα κι εγώ οδηγώντας την CBR600F2 του Νίκου. Η πιο παλιά CBR600F που είχα οδηγήσει καινούρια ήταν η F3, που αποτελούσε μικρής έκτασης εξέλιξη της F2 και ήταν η πιο εύκολη, φιλική και “τα κάνω ΟΛΑ” μοτοσυκλέτα δρόμου. Από αγώνες μέχρι ταξίδια στην Ευρώπη, η CBR600F πρωταγωνιστούσε στις πίστες και στο δρόμο. Έτσι την είχα στο μυαλό μου μέχρι να καβαλήσω και να γκρεμιστούν όλα. Στα πρώτα πέντε λεπτά προσπαθούσαν να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν οδηγάω το CBX1050F αλλά ένα CBR600F που κάποτε εγώ ο ίδιος έγραφα πόσο ελαφριά και εύκολη είναι στην καθημερινή οδήγηση.

Η θέση οδήγησης από μόνη της σε στέλνει πίσω στα 80ies με την χαμηλή σέλα και τα κλειστά και ψηλά τοποθετημένα κλιπόνς. Βαριά, δυσκίνητη και με μια άρνηση να πλαγιάσει, μου τράβηξε την γη κάτω από τα πόδια. Αντίθετα, ο κινητήρας της που περίμενα ότι μετά από 22 χρόνια θα έχει παραδώσει εντελώς το πνεύμα, αποδείχθηκε η μεγαλύτερη θετική έκπληξη της ημέρας. Ο Νίκος μας είπε ότι τον συμβούλεψαν να μην βάλει την συγκεκριμένη εξάτμιση της Akrapovic διότι θα χαλάσει την ομοιογένεια της απόδοσης του κινητήρα, όμως το αποτέλεσμα είναι πολύ καλό και το συγκεκριμένο CBR600F2 βάζει εύκολα τα γυαλιά σε σύγχρονές μοτοσυκλέτες με την γραμμική απόδοσή του και την πολύ καλή απόκριση στο γκάζι στις χαμηλές στροφές. Ίσως αν αλλάξει τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά ακολουθώντας τα κόλπα που έκαναν όσοι έτρεχαν σε αγώνες με τέτοιες μοτοσυκλέτες στα 90ies (σήκωμα η πίσω ανάρτηση και κατέβασμα οι πλάκες του πιρουνιού) να αποκτήσει πιο σύγχρονη συμπεριφορά το πλαίσιό της και να καταφέρει η CBR600F2 του Νίκου να ζήσει μια δεύτερη νεότητα.

 

ΔΕΙΤΕ ΠΛΟΥΣΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΠΟ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΕΣ ΜΕ ΚΑΘΕ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ: