Συγκριτικό: Aprilia RSV4 1100 Factory vs Ducati Panigale V4 στις Σέρρες με Σάκη Συνιώρη [VIDEO]

Τιτανομαχία για τον τίτλο της καλύτερης Hyperbike
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

20/9/2020

Κάθε χρονιά επιστρέφουμε από τις διεθνείς εκθέσεις και αμέσως το μυαλό μας ετοιμάζει τα μεγάλα συγκριτικά την χρονιάς. Στις συζητήσεις κυριαρχούν τα δύο παραδοσιακά συγκριτικά τεστ του περιοδικού σε χώμα και άσφαλτο και με μεγάλη ευχαρίστηση ονειρευόμαστε και "τσακωνόμαστε", ανταλλάσσοντας απόψεις για το πού θα πάμε για το MEGA TEST των νέων on-off και πότε θα πάμε στις Σέρρες για το συγκριτικό των superbikes. Ειδικά για φέτος είχαμε ετοιμάσει χολιγουντιανές παραγωγές! Πράγματι καταφέραμε να κάνουμε δύο μοναδικά MEGA TEST με on-off μοτοσυκλέτες, κόντρα σε κάθε εμπόδιο που μας έβαλαν τα περιοριστικά μέτρα για τον COVID-19 και οι επιπτώσεις τους στην οικονομία.

Με τα superbikes τα πράγματα είναι πάντα πιο δύσκολα τα τελευταία χρόνια, διότι η εμπορική τους δυναμική στην Ελλάδα έχει περιοριστεί, ασχέτως αν αποτελούν τους τεχνολογικούς σημαιοφόρους κάθε εταιρείας. Δεν θέλει πολύ μυαλό για να καταλάβεις πως αυτού του είδους οι μοτοσυκλέτες διαφημίζουν τις εταιρείες που τις κατασκευάζουν, προσδίδοντας κύρος σε όλα τα υπόλοιπα μοντέλα τους. Επίσης δεν θέλει πολύ μυαλό για να καταλάβεις πως αν πουλήσεις 10 superbike των 20.000€ βγάζεις περισσότερα λεφτά από το να πουλήσεις 80 παπιά των 2.000€. Πέρα όμως από το εμπορικό ενδιαφέρον, τα superbikes είναι η βιτρίνα της εφαρμοσμένης τεχνολογίας στις μοτοσυκλέτες και γι' αυτό πάντα θα τραβούν το ενδιαφέρον μας, ακόμα κι αν κανείς δεν σκοπεύει ποτέ να αγοράσει μια τόσο εξειδικευμένη και ακριβή μοτοσυκλέτα.

Μετά απ’ όσα είπαμε, νομίζουμε πως γίνεται αντιληπτό γιατί πήγαμε φέτος δύο φορές στις Σέρρες και μία στα Μέγαρα για να δοκιμάζουμε τα νέα superbikes του 2020. Προφανώς και το αρχικό πλάνο ήταν να τα έχουμε όλα μαζί στις Σέρρες. Θα ήταν πολύ φτηνότερο και πολύ πιο ξεκούραστο για εμάς. Όμως το Honda CBR1000RR-R καθυστέρησε υπερβολικά να έρθει λόγω ανάκλησης και αντίστοιχα μεγάλη καθυστέρηση για τον ίδιo ακριβώς λόγο είχε το BMW S1000RR. Τα ανανεωμένα Yamaha R1 και R1-M ήταν στην ώρα τους, αλλά το επίσης ανανεωμένο Ducati Panigale V4 ήταν sold out λόγω περιορισμένης παραγωγής από το παρατεταμένο lockdown στην Ιταλία και το Aprilia RSV4 1100 Factory είχε ασφυκτικό πρόγραμμα και δεν μπορούσαμε να το έχουμε όποτε θέλαμε εμείς. Σχεδόν ευθυγραμμίσαμε τους πλανήτες για να γίνουν αυτά τα δύο συγκριτικά τεστ στις Σέρρες (R1-M vs S1000RR και RSV4 1100 Factory vs Ducati Panigale V4) και με την ενεργή συμμετοχή του Σάκη Συνιώρη, του Λευτέρη Πίππου και της Dunlop, νοιώθουμε πως δημιουργήσαμε δίκαιες συνθήκες για να κρίνουμε τις γρηγορότερες μοτοσυκλέτες παραγωγής του κόσμου.

 

Δεν είναι superbike

Μετά την ολοκλήρωση αυτού του συγκριτικού, είναι πραγματικά δύσκολο να πούμε με σιγουριά αν το ζευγάρι των R1-M και S1000RR μπορεί να συγκριθεί άμεσα με το ζευγάρι των RSV4 1100 Factory και Panigale V4. Οι δύο ιταλικές υπερμοτοσυκλέτες έχουν σχεδιαστεί με την φιλοσοφία του πρώτου CBR900RR, όταν η Honda έγραψε στα παλιά της τα παπούτσια τους κανονισμούς του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Superbikes και σπάζοντας το φράγμα των 750 κυβικών, έφτιαξε ένα παντοδύναμο θηρίο για τους λάτρεις της ταχύτητας σε δρόμους με στροφές και σε πίστες. Το Yamaha και το BMW από την άλλη, έχουν πάνω από το κεφάλι τους το μαχαίρι των κανονισμών του WSBK, που βάζει όριο τα 1000 κυβικά, αλλά και ζητάει από τις μοτοσυκλέτες παραγωγής να έχουν εξεζητημένες τεχνολογίες αν θέλουν να βγάλουν άλογα όταν μπει το αγωνιστικό κιτ. Έτσι ο διαχωρισμός που κάναμε στα ζευγάρια εξ ανάγκης των συνθηκών και όχι από πρόθεση, τελικά αποδείχτηκε πολύ λογικός.

 

Το Aprilia RSV4 1100 Factory και το Panigale V4 δεν είναι πλέον superbikes, αλλά έχουν δημιουργήσει μια νέα κατηγορία, ένα σκαλί πιο πάνω. Αυτές οι μοτοσυκλέτες είναι ξεκάθαρα Hyperbikes

 

Για το 2020 οι Ιταλοί έκαναν σημαντικές αλλαγές στις κορυφαίες μοτοσυκλέτες τους. Σε αριθμό αλλαγών η Ducati έβαλε το νυστέρι πιο βαθιά, καθώς έχουμε εντελώς καινούριο πλαίσιο (το εμπρός τμήμα άλλαξαν, αλλά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα αυτό το κομμάτι είναι ουσιαστικά ολόκληρο το πλαίσιο), νέο μοχλικό στην πίσω ανάρτηση, καινούριο φαίρινγκ με σαφώς βελτιωμένη αεροδυναμική (αυτούσιο το φαίρινγκ της έκδοσης R) και νέο λογισμικό για το traction control και τον ψεκασμό ride by wire. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ducati, οι αλλαγές αυτές θα κάνουν έναν έμπειρο αναβάτη να είναι 1,3 δευτερόλεπτα πιο γρήγορος στην πίστα της Vellelunga, έναν πολύ γρήγορο αναβάτη να είναι 0,8 του δευτερολέπτου ταχύτερος, ενώ ο Michele Pirro (δοκιμαστής της Ducati στα MotoGP) ήταν 0,4 του δευτερολέπτου ταχύτερος σε σχέση με το χρόνο που έκανε με το προηγούμενο μοντέλο! Από τα παραπάνω φαίνεται πως οι πιο κερδισμένοι από τις αλλαγές είμαστε εμείς οι ιδιώτες και λιγότερο οι επαγγελματίες αγωνιζόμενοι, αν και σε συνθήκες αγώνα τα 0,4” είναι χαοτικά μεγάλη. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα πως η νέα Panigale V4 είναι πιο φιλική μοτοσυκλέτα και προσφέρει απλόχερα σε όλους τις υπερεπιδόσεις της. Βέβαια δεν λένε αν οι βελτιωμένοι χρόνοι έγιναν με την βασική έκδοση ή την έκδοση S που έχει τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις.

Η προηγούμενη Panigale V4 που είχαμε οδηγήσεις εμείς στα Μέγαρα και τις Σέρρες ήταν η έκδοση S με τις ημί-ενεργητικές αναρτήσεις και όπως θα θυμούνται οι αναγνώστες του ΜΟΤΟ, η συμπεριφορά τους στα Μέγαρα δεν μας είχε αφήσει τις καλύτερες των εντυπώσεων, ενώ στις Σέρρες τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα.

Δείτε το Teaser VIDEO από το συγκριτικό στις Σέρρες!

Τώρα, η αντιπροσωπεία της Ducati στην Ελλάδα έβγαλε για δοκιμή τη βασική έκδοση με το “συμβατικό” upside-down πιρούνι BPF των 43mm της Showa εμπρός και ένα αμορτισέρ της Sachs πίσω. Η επιλογή αυτή αποδείχτηκε σοφή, όχι μόνο γιατί οι συμβατικές αναρτήσεις είναι ελαφρύτερες και έχουν πιο φυσική αίσθηση, αλλά και γιατί η τιμή των 26.800€ είναι πολύ κοντά στα 24.750€ της Aprilia 1100 Factory. Η έκδοση S της Panigale V4 εκτοξεύει την τιμή στα 32.800€ που είναι πέρα από κάθε σύγκριση με τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες της κατηγορίας. Όχι πως τα 24.000-26.000€ είναι λίγα λεφτά, αλλά τουλάχιστον δεν ακούγονται τόσο υπερβολικά σε σύγκριση με τα 18.000-22.000€ που κοστίζουν πλέον τα Mega οn-οff.

H Aprilia από τη μεριά της έκανε την μεγάλη έκπληξη πέρσι, παρουσιάζοντας την έκδοση των 1100 κυβικών της RSV4. Με αυτή την κίνηση κατάφερε να κάνει δύο πράγματα ταυτόχρονα. Κράτησε τη βασική έκδοση RR των 1000 κυβικών για όσους θέλουν να συμμετέχουν σε αγώνες και με την 1100 Factory πρόσφερε στον υπόλοιπο κόσμο την πρώτη RSV4 που είχε περισσότερη δύναμη από τους ανταγωνιστές της. Διότι αν υπήρχε κάτι που πάντα υστερούσε στα χαρτιά η RSV4 των 1000 κυβικών, ήταν εκείνα τα 5-10 άλογα που τις έλειπαν στις τελευταίες 1.000 στροφές πριν τον κόφτη. Σε όλα τα άλλα, η RSV4 ήταν επί έντενα χρόνια μια φανταστική superbike σε τιμή ευκαιρίας. (Μετρά 15 χρόνια ζωής, αν δεις πως πωλείται από το 2009, ξεκίνησε παραγωγή στα μέσα του 2008 και ετοιμάζεται για 4 χρόνια από την Aprilia). Φέτος αποφάσισαν να βάλουν ημί-ενεργητικές αναρτήσεις της Öhlins (πέρσι είχε “συμβατικές” Öhlins) αυξάνοντας την τιμή μόλις κατά 1.000€, κερδίζοντας άλλη μια μάχη στα χαρτιά. Οι ανταγωνιστές της με ημί-ενεργητικές Öhlins κοστίζουν ΠΟΛΥ παραπάνω (Yamaha R1-M 28.100€, Ducati V4S 32.800€ και κάπου εκεί θα είναι και η έκδοση SP της νέας CBR1000RR-R αν κρίνουμε από την τιμή των 28.000+ δολαρίων που ανακοινώθηκε στις ΗΠΑ και μάλιστα προ φόρων!).

Τη νέα RSV4 1100 Factory με τις ημί-ενεργητικές αναρτήσεις την έχουμε δοκιμάσει ήδη στην πίστα των Μεγάρων και το αναλυτικό τεστ της υπάρχει στο τεύχος του ΜΟΤΟ που κυκλοφορεί αυτό το μήνα στα περίπτερα. Οπότε δεν θα ξαναμπούμε σε λεπτομέρειες εδώ, αλλά μπορούμε να πούμε πως κράτησε τον τίτλο της καλύτερης αγοράς σε αυτή την κατηγορία.

Έτσι σε αυτό το συγκριτικό εναντίον την νέας Panigale V4, η απάντηση στο ερώτημα ποια από τις δύο είναι καλύτερη, είναι ταυτόχρονα και η απάντηση στο ερώτημα ποια είναι η καλύτερη Superbike ή μάλλον για να είμαστε πιο σωστοί Hyperbike που έχουμε οδηγήσει έως σήμερα! Βαρύς τίτλος, γι΄αυτό σκεφτήκαμε να έχουμε μαζί μας κάποιον που ξέρει από τίτλους. Ο Σάκης Συνιώρης έχει 11 πρωταθλήματα και μάλιστα έχει κερδίσει τον τίτλο του πρωταθλητή superbike τόσο με την Aprilia όσο και με την Ducati. Δεν υπάρχει πιο κατάλληλος αναβάτης για αυτή τη δουλειά, αφού αν τον ρωτήσεις ποια από τις δύο αγαπάει περισσότερο είναι σαν να ζητάς σε έναν γονιό να σου πει ποιο από τα δύο παιδιά του αγαπά περισσότερο.

Η Dunlop για άλλη μια φορά μας πρόσφερε δύο ζευγάρια KR 106/KR108 και μάλιστα στη νέα διάσταση πίσω 200/70-17, ακριβώς την ίδια δηλαδή που χρησιμοποιήσαμε για τη χρονομέτρηση στο συγκριτικό τεστ των R1-M και S1000RR.

Πριν βάλουμε τα αγωνιστικά slick, τις δύο μοτοσυκλέτες τις είχαμε οδηγήσει με τα semi-slick ελαστικά Pirelli Supercorsa που φοράνε από το εργοστάσιο. Το υπογραμμίζουμε αυτό, διότι όπως θα διαβάσετε στο συγκριτικό που θα δημοσιεύσουμε στο προσεχές τεύχος του ΜΟΤΟ, υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον τρόπο που λειτουργούν τα ηλεκτρονικά τους ανάλογα με τα λάστιχα που βάζεις πάνω τους, παρά το γεγονός πως βασίζονται στην τεχνολογία των IMU και μπορούν να αυτορυθμιστούν.

Οι εκπλήξεις και οι διαφορές συνεχίστηκαν σε όλους τους τομείς. Η νέα Panigale V4 είναι πολύ διαφορετική μοτοσυκλέτα από το προηγούμενο μοντέλο και ειδικά από την έκδοση S που είχαμε οδηγήσει. Το ίδιο ισχύει και για την Aprilia RSV4 1100 Factory του 2020 σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, αλλά και το Factory των 1000 κυβικών που είχαμε κάνει συγκριτικό με το Panigale V4S το 2018 στα Μέγαρα και τις Σέρρες.

Όλες αυτές οι δεκάδες μικρές και μεγάλες αλλαγές στα μοντέλα του 2020, έκαναν πολύ ενδιαφέρουσα αυτή τη συγκριτική δοκιμή, ειδικά αν δεν σε ενδιαφέρει να μάθεις μόνο “Ποια είναι η καλύτερη” αλλά και “γιατί είναι η καλύτερη”.

Οι απαντήσεις έρχονται στο επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ

Ετικέτες

Οδηγούμε τα νέα ελαστικά Bridgestone T32/GT

Άμεση "σύνδεση" με το δρόμο!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

27/5/2021

Τα Bridgestone Τ31 είναι από τα πιο επιτυχημένα και πιο ολοκληρωμένα sport touring ελαστικά της αγοράς, γι' αυτό και το επόμενο βήμα της εξέλιξής τους ήταν ένα πολύ δύσκολο και απαιτητικό καθήκον. Έχουμε ξαναπεί ότι το να ανεβάσεις επίπεδο σε κάτι που ήδη έχει τον πήχυ ψηλά, είναι πολύ πιο δύσκολο από το να εξελίξεις μια μετριότητα σε κάτι εξαιρετικό. Με τα Τ31 είχαμε γράψει χιλιάδες χιλιόμετρα και γνωρίζαμε από πρώτο χέρι ότι αποτελούν ένα σημείο αναφοράς για την συγκεκριμένη κατηγορία. Αυτομάτως, λοιπόν, οι προσδοκίες για την διάδοχη κατάσταση, τα ολοκαίνουργια Τ32 και T32 GT, έβαλαν με το "καλημέρα" δύσκολα στους ανθρώπους της Bridgestone.

Η αποδοχή αυτής της πρόκλησης όμως, έγινε με τον πιο πειστικό τρόπο. Ο μοναδικός τρόπος για να επιβεβαιωθεί στην πράξη το αν πέτυχαν τον υψηλό στόχο που οι ίδιοι είχαν θέσει, ήταν η απόδειξη στην πράξη, στο πεδίο των πραγματικών συνθηκών. Γι' αυτό και η παρουσίαση των νέων Τ32 ήταν ένα εντελώς ιδιαίτερο και ξεχωριστό event που μετά από… 3.000 χιλιόμετρα, δύο εβδομάδες και την διάσχιση μιας ολόκληρης χώρας, δεν άφησε κανένα ερώτημα ή απορία αναπάντητη.

Πιο συγκεκριμένα, η Bridgestone οργάνωσε ένα κανονικό road trip με την μορφή… σκυταλοδρομίας, με το κάθε γκρουπ των δημοσιογράφων να οδηγεί διαδοχικά τις μοτοσυκλέτες από εκεί που σταμάτησε το προηγούμενο. Το όλο ταξίδι ξεκίνησε από την Κατάνια της Σικελίας και τερμάτισε λίγο έξω από την Φλωρεντία, με το δικό μας γκρουπ να είναι αυτό που θα οδηγούσε τις μοτοσυκλέτες στον τερματισμό, έχοντας οδηγήσει πάνω από 800 χιλιόμετρα από την Ρώμη που παραλάβαμε τις μοτοσυκλέτες, μέχρι την Τοσκάνη, όπως θα διαβάσετε αναλυτικά στην παρουσίαση που θα φιλοξενηθεί στο τεύχος Ιουλίου του ΜΟΤΟ.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με το τι καινούργιο ή διαφορετικό φέρνει το Τ32 σε σχέση με τον προκάτοχό του. Η πρώτη διαφορά είναι κάτι που φαίνεται με το μάτι και αφορά φυσικά τη νέα χάραξη στο πέλμα που οι άνθρωποι της Bridgestone ονομάζουν "Pulse Groove" η οποία έχει ως στόχο τον κύριο άξονα της εξέλιξης: την βελτίωση της συμπεριφορά στο βρεγμένο. Επιπλέον, έχει αλλάξει το σχήμα του πίσω ελαστικού, ενώ έχει αυξηθεί η επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και έχει γίνει ξεχωριστή μελέτη για την τοποθέτηση των αυλακώσεων έτσι ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις δυνάμεις που ασκούνται στο ελαστικό. Το "Pulse Groove" αποτυπώνει λεκτικά το κυματοειδές σχήμα των αυλακώσεων, το οποίο εκμεταλλεύεται τους φυσικούς νόμους για την ροή των υγρών, έτσι ώστε να επιταχύνει την απομάκρυνση του νερού.

Επιπλέον μέσα στις αυλακώσεις υπάρχει μικρά εξογκώματα που λειτουργούν επίσης υπέρ της αύξησης της ταχύτητας της ροής, ενώ χάρη σ' αυτή την χάραξη έχει αυξηθεί κατά 3% μπροστά και κατά 6% πίσω η επιφάνεια των αυλακώσεων. Βάσει των εργαστηριακών μετρήσεων και των δοκιμών του εργοστασίου επιτυγχάνεται τοπ εντυπωσιακό νούμερο της μείωσης κατά 7% της απόστασης φρεναρίσματος στο βρεγμένο οδόστρωμα, σε σχέση με το Τ31, ενώ ταυτόχρονα το πίσω ελαστικό αρχίζει να γλιστράει πιο αργά και σε μικρότερη αναλογία. Το ιδιαίτερο όμως όλης αυτής της κατασκευής που έρχεται και σε αντίθεση με αυτό που προδιαθέτουν τα δεδομένα, είναι ότι αυξήθηκε η επιφάνεια επαφής κατά 13% στο πίσω ελαστικό παρά την μεγαλύτερη αναλογία των αυλακώσεων.

Φυσικά, τα Τ32 διαθέτουν την τεχνολογία 3LC για την γόμα του πίσω ελαστικού, με διαφορετική σύνθεση για τα πλαϊνά τμήματα που επεκτείνεται και στο κάτω τμήμα των πλαϊνών τμημάτων και διαφορετική για το πάνω μέρος στο κέντρο του πέλματος, ενώ στο μπροστινό η σύνθεση της γόμας είναι ενιαία. Ο σκελετός τόσο μπροστά όσο και πίσω είναι κατασκευασμένος με τεχνολογία MS-Belt, είναι δηλαδή μονοσπιράλ με το ατσάλινο "κορδόνι" να διαθέτει ανεξάρτητη ελαστική γέμιση, έτσι ώστε να μεταφέρεται ομοιόμορφα η θερμοκρασία που αναπτύσσεται σε όλη την επιφάνεια του ελαστικού, ενώ αποτρέπεται και το φαινόμενο της οξείδωσης. Ταυτόχρονα όμως επιτρέπει την ελεγχόμενη παραμόρφωση του ελαστικού, έτσι ώστε να μεταφέρεται με ακρίβεια η πληροφορία στον αναβάτη για το επίπεδο πρόσφυσης. Η σύνθεση της γόμας είναι πλούσια σε πυρίτιο χάρη στην τεχνολογία "Silica Rich Ex" και "Silica Rich", επιτυγχάνοντας έτσι καλύτερη απόδοση στο βρεγμένο. Αντίστοιχα είναι και τα χαρακτηριστικά για την έκδοση GT των Τ32 η οποία προορίζεται για μοτοσυκλέτες με μεγαλύτερο βάρος, με μικρότερη όμως αναλογία στις αυλακώσεις της χάραξης και κατά συνέπεια μικρότερη απόκλιση σε όλα τα επίπεδα απόδοσης από το αντίστοιχο Τ31 GT.

Κι αν όλα αυτά στα χαρτιά και την θεωρία δείχνουν πολλά υποσχόμενα, τα 800 χιλιόμετρα που διανύσαμε με πολλές και διαφορετικές μοτοσυκλέτες, σε όλα τα είδη των δρόμων, από autostrada και γρήγορους επαρχιακούς, μέχρι φιδωτά στενά ορεινά δρομάκια, αλλά και σε όλες τις συνθήκες (καθώς η δεύτερη μέρα οδήγησης ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου υπό βροχή) επιβεβαίωσαν πως η απόσταση από την θεωρία στην πράξη είναι… μισή γκαζιά δρόμος!

Για να μην σας κουράσουμε με αναλύσεις και πιο εξειδικευμένη κριτική πάνω σε κάθε συνθήκη ξεχωριστά, όπως θα μπορέσετε να διαβάσετε στο άρθρο της παρουσίασης στο τεύχος Ιουλίου, θα σας πούμε αυτό που έχει ίσως την μεγαλύτερη βαρύτητα επί του πρακτέου. Με τα Bridgestone Τ32 μαθαίνεις να οδηγείς με εμπιστοσύνη, που ως γνωστόν αυτό είναι κάτι που αποκτάται πάρα πολύ δύσκολα και εξανεμίζεται πάρα πολύ εύκολα. Ειδικά στην βρεγμένη άσφαλτο, η συμπεριφορά του ελαστικού ήταν πραγματικά μια ανεκτίμητη εμπειρία, ενώ αυτό που επίσης μας εντυπωσίασε από τα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα στο στεγνό, ήταν –πέρα από το πόσο γρήγορα έρχεται σε θερμοκρασία λειτουργίας για τα δεδομένα της Bridgestone- και το πόσο μεγάλο ποσοστό πληροφόρησης παρέχεται στον αναβάτη από το μπροστινό. Είναι ένα λάστιχο που "μιλάς" μαζί του και –το κυριότερο- μπορείς να βασιστείς σε αυτά που σου "λέει". Με τα συγκεκριμένα ελαστικά, το σίγουρο είναι ότι μένεις πάντα… "διασυνδεδεμένος" με το δρόμο!

Ετικέτες