Editorial 573 - Μια στιγμή, έξι ώρες

x
Από το

motomag

1/8/2017

Ακόμα κι από τα πιο ωραία ταξίδια, λίγες στιγμές είναι αυτές που θα μείνουν για πάντα. Όταν στις παρέες λένε ιστορίες, φάσεις που κράτησαν δευτερόλεπτα γίνονται ολόκληρες αφηγήσεις. Όταν ρωτήσεις κάποιον, πες μου την καλύτερη φάση που έχεις ζήσει με μοτοσυκλέτα, το πιο πιθανό είναι να ξεκινήσει από κάτι πολύ γενικό, “είχαμε πάει ένα ταξίδι…”, αλλά μόλις αρχίσει να λέει γιατί θυμάται αυτό το ταξίδι, θα περιγράψει ένα σκηνικό εξαιρετικά σύντομο σε διάρκεια, ή δυό-τρία αντίστοιχα σύντομα περιστατικά. Αυτά είναι που καθορίζουν και το πώς θα θυμάσαι όλη την βόλτα, την εκδρομή, το ταξίδι. Αυτά είναι που μένουν, κι όχι τα χιλιόμετρα όπου απλώς κινείσαι χωρίς να συμβαίνει κάτι το ιδιαίτερο.

 

Γι’ αυτές τις στιγμές οδηγούμε μοτοσυκλέτα. Γι’ αυτά τα μικρά κομματάκια του τώρα, όταν ήμαστε τυχεροί να τα ζήσουμε. Γιατί υπάρχει και μια μεγάλη παγίδα, που δεν μας αφήνει να ζήσουμε στο παρόν: Να ασχολούμαστε με το παρελθόν ή το μέλλον, κι οι στιγμές της πραγματικής ζωής να περνάνε απαρατήρητες. Όταν έρχονται όμως, όταν καταφέρνουμε να τις ζήσουμε και να τις απολαύσουμε, η ανάμνησή τους μένει για πάντα, κι εκείνη την ώρα, άντε και για λίγο ακόμα, είμαστε ευτυχείς, είμαστε ελεύθεροι. Τι μ’ έπιασε τώρα καλοκαιριάτικα και τα σκέφτομαι αυτά; Διάβασα μια δήλωση του Rossi, που αποκαλύπτει γιατί κάνει αυτό που κάνει, γιατί συνεχίζει να τρέχει, γιατί τελικά κι εμείς οδηγούμε μοτοσυκλέτα. Και δεν είναι το προφανές. Δεν συνεχίζει να τρέχει ούτε για να κάνει τα πρωταθλήματά του δέκα, ούτε για να μαζέψει τις πιο πολλές νίκες, ούτε για να βγάλει κι άλλα λεφτά. Το κάνει με στόχο να ζήσει ακόμα μια φορά εκείνη την στιγμή που τον φτιάχνει περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο:

 

“Tο παρελθόν και τα ρεκόρ δεν μετράνε και τόσο πολύ. Ζω το τώρα, ζω τη στιγμή. Ο λόγος που δουλεύω κάθε μέρα και που αγωνίζομαι είναι για να γευτώ αυτές τις 5-6 ώρες μετά την νίκη. Είναι δύσκολο να περιγράψω την έκρηξη των συναισθημάτων όταν περνάω πρώτος την γραμμή του τερματισμού. Είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί. Κι αυτό το συναίσθημα συνεχίζει να υπάρχει μέχρι που να πας στο κρεβάτι ευτυχισμένος. Την Δευτέρα το πρωί ξυπνάς κι είναι μια καινούργια μέρα.”

 

Μετά από εννιά τίτλους, 115 νίκες και 225 θέσεις στο βάθρο μέσα σε 20 χρόνια και 313 μέρες στα GP, ο Rossi κέρδισε στο Assen, κι είχε ένα χρόνο να γευτεί αυτό το συναίσθημα. Η πρώτη του νίκη σε GP ήταν στις 18 Αυγούστου του ’96 στο Brno με Aprilia RS125R, αν μετράμε μόνο αυτές σε κορυφαίο επίπεδο, κι όχι όλες της καριέρας του. Γεννημένος Φεβρουάριο του ’79, με πατέρα αγωνιζόμενο και μάνα που φοβόταν για το γιό της, δεν ξεκίνησε με μηχανάκια, αλλά με καρτ. Πήρε το τοπικό πρωτάθλημα καρτ το ’90, και την επόμενη χρονιά ξεκίνησε να οδηγεί minimoto, κερδίζοντας κι εκεί αγώνες. Φανταστείτε τώρα ένα παιδάκι, να προσπαθεί, να παλεύει, να κερδίζει, πέντε χρονών. Η νίκη είναι η ανταμοιβή του, αυτή που τον δικαιώνει, αυτή που τον ανεβάζει. Και με την λαμπρή πορεία της καριέρας του, είχε όλο το χρόνο για να εθιστεί στην νίκη. Συγκεκριμένα, πάνω από 33 χρόνια! Kι όμως, ακόμα κι όταν παίρνει την δόση του, ακόμα κι όταν κερδίζει τους πολύ νεότερους αντιπάλους του, η ψυχική ανάτασή του κρατάει λίγες ώρες μόνο. Μια στιγμή, λίγες ώρες ευτυχίας. Και για να τις ζήσει ξανά, πέρασε ένας χρόνος, πολύς κόπος, σκληρή δουλειά, απογοητεύσεις, νίκες που έχασε τελευταία στιγμή, πισωγυρίσματα, προσπάθειες για το ιδανικό στήσιμο, ένα σωρό αντίπαλοι ικανοί για νίκη. Στο επίπεδο του Rossi, μόνο η νίκη μπορεί να τον κάνει ευτυχισμένο.

 

Ευτυχώς, για μας τους κοινούς θνητούς τα πράγματα είναι πιο απλά. Φυσικά, οι στιγμές που χαρίζουν ευτυχία δεν έρχονται και σε μας πιο εύκολα, κι ίσως ούτε πιο συχνά. Βοηθάει, αν δημιουργείς ευκαιρίες για να τις ζήσεις. Αν δεν μένεις ακίνητος, αν ζεις. Για έναν μοτοσυκλετιστή, που οδηγώντας την μοτοσυκλέτα του ζει και τέτοιες στιγμές, είναι όση ανταμοιβή χρειάζεται για να συνεχίσει να το κάνει. Αφαιρετικά, μια μοτοσυκλέτα δεν διαφέρει και πολύ από έναν άνθρωπο. Υπάρχουν τα μηχανικά μέρη (μύες, κόκκαλα, όργανα), υπάρχει η χημεία του καυσίμου (και η αντίστοιχη του ανθρώπινου σώματος, από την κατανάλωση ενέργειας ως τις ορμόνες και όποια άλλη χημική ένωση έχει), υπάρχει το ηλεκτρικό σύστημα (και το ανθρώπινο είναι απείρως πιο πολύπλοκο) και η ηλεκτρονική, η κεντρική μονάδα που τα ρυθμίζει όλα (ο εγκέφαλός μας).

Τα συναισθήματά μας ρυθμίζονται από ένα σύνθετο μίγμα χημικών και ηλεκτρισμού. Η ηλεκτρονική μας είναι κάπως βαριά, πάνω από ένα κιλό, κι έχει κάπου 86 δισεκατομμύρια νευρώνες, που μεταφέρουν ηλεκτρικά σήματα. Κάθε νευρώνας κάνει εκατοντάδεις συνάψεις με άλλους γύρω του, και συνολικά υπολογίζεται πως υπάρχουν πάνω από 300 τρισεκατομμύρια συνάψεις. Αυτό το απίστευτο ηλεκτροχημικό δίκτυο μας κάνει ικανούς να νιώθουμε, να έχουμε συναισθήματα. Έξι χημικά είναι κυρίως υπεύθυνα για τις καλές στιγμές που ζούμε: Η ντοπαμίνη (συνδέεται με την ανταμοιβή, την ευχαρίστηση αλλά και τον εθισμό, στις νίκες ας πούμε!) που αν έχεις πολλή χάνεις την επαφή με την πραγματικότητα, αν έχεις λίγη ρισκάρεις χωρίς λόγο. Η νοραδρεναλίνη (ή νορεπινεφρίνη, συνδέεται με το stress και την λήψη αποφάσεων, ανεβάζει την πίεση και τους σφυγμούς, ενισχύει την εγρήγορση του εγκεφάλου και την λήψη αποφάσεων.  Το αμινοβουτυρικό οξύ γάμμα, που είναι ανασταλτικός παράγοντας, μειώνει τις μεταδόσεις των νευροδιαβιβαστών αφήνοντάς τους χρόνο να ανακάμψουν, μειώνοντας το άγχος.  Η σεροτονίνη, που ονομάζεται και ορμόνη της ευτυχίας, είναι το καλύτερο και πιο φυσικό αντικαταθλιπτικό. Η βήτα ενδορφίνη, που παράγεται όταν πονάμε ή ακόμα κι όταν αθλούμαστε ή οδηγούμε μοτοσυκλέτα, ένα φυσικό οπιοειδές με δράση παρόμοια με της μορφίνης, δίνει μια αίσθηση ευτυχίας. Η οξυτοκίνη, η ορμόνη της εμπιστοσύνης ή και της αγάπης, υπάρχει μόνο στα θηλαστικά, συνδέεται με τις ανθρώπινες σχέσεις και την σεξουαλική διέγερση. Αυτά είναι τα βασικά “χημικά” που καθορίζουν το πώς αισθανόμαστε, σ’ αυτά οφείλεται και το χαϊ της νίκης του Rossi αλλά και η απόλαυση των δικών μας μοναδικών στιγμών όταν οδηγούμε την μοτοσυκλέτα μας.

 

Οι περισσότεροι, αν τους ρωτήσεις τι αντιπροσωπεύει η μοτοσυκλέτα γι’ αυτούς, θα απαντήσουν “ελευθερία”, κάτι μάλλον ασαφές που πιθανόν εννοεί την δυνατότητα να κάνεις τις δικές σου επιλογές και να πάρεις τις δικές σου αποφάσεις για το πώς θα ζήσεις την ζωή σου.  Οδηγώντας, βιώνεις μια αίσθηση ελέγχου για την ζωή σου, μέσα σε έναν χαοτικό κόσμο. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί ο,τιδήποτε... Τάξη και χάος μαζί – κι εσύ καταφέρνεις να τα ισορροπείς, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, ένας μικρός θεός για λίγες στιγμές, με ανταμοιβή αυτά τα λίγα χημικά των ευτυχισμένων στιγμών. Κι αυτές οι στιγμές είναι ό,τι καλύτερο συμβαίνει στην ζωή μας. Τουλάχιστον σ’ αυτό, είμαστε ίδιοι με τον Rossi.

 

 

 

 

 

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;